Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

ΑΝΤΑΠΑΝΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ



ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ Ν. Δ. ΕΛΛΑΔΟΣ
Κανάρη 46 26222
ΠΑΤΡΑ


                                   Πάτρα 27-8-2014

                       Προς
                       Την Δ/νση της εφημερίδας «Η ΓΝΩΜΗ»
                       Ενταύθα.


                       Αγαπητέ κ.Δ/ντά
                       Μετά τη δημοσίευση της επιστολής μας με την οποία εκφράζαμε την δικαιολογημένη διαμαρτυρία μας για συγκεκριμένο απόσπασμα ρεπορτάζ με τον τίτλο: «Φως»  για την οικία Παλαμά, και την απάντηση σας  με την  οποία εν πολλοίς το περιεχόμενο  της επιβεβαιώνετε ,πλην της τελευταίας παραγράφου θεωρούσαμε το θέμα λήξαν και κρίναμε ότι μια ανταπάντηση δεν θα προσέθετε κάτι το καινούργιο στην όλη υπόθεση μια και   είναι  παγκοίνως γνωστές οι προσπάθειες της Εταιρείας μας  για να περιέλθει το σπίτι που γεννήθηκε ο  Εθνικός  μας ποιητής  στο Δημόσιο ή στο Δήμο και να στεγάσει ένα Μουσείο Ενθυμημάτων κάτι που η εφημερίδα σας είχε κατά κόρον προβάλλει από τις στήλες της και οι συντάκτες της είχαν όντως υπογράψει το κείμενο ΕΚΚΛΗΣΗ-ΑΙΤΗΣΗ προς τον  τότε Υπουργό Πολιτισμού  και σήμερα πρωθυπουργό της χώρας Αντώνη Σαμαρά. Ο λόγος που μας αναγκάζει  να επανέλθουμε   είναι  μια απάντηση-αντίλογος στις θέσεις της Εταιρείας μας.
Οι προσπάθειες της Εταιρείας μας πάντα κατέτειναν  στην κατεύθυνση να περιέλθει η κυριότητα του ακινήτου  στο Δημόσιο ή στο Δήμο με στόχο τη μετατροπή του σε Μουσείο Ενθυμημάτων του ποιητή.
Η επιδίωξη  να αλλάξει απλώς  νέο  ιδιοκτήτη το ακίνητο  στις προθέσεις του οποίου , αποδίδεται  το ενδεχόμενο   παραχώρησης  της χρήση του στο Σύλλογο Πατρινών Καλλιτεχνών Εικαστικών Τεχνών για  να το μετατρέψει σε Μουσείο υπάρχει τεράστια διαφορά από το στόχο που έχει θέσει η Εταιρεία Λογοτεχνών αλλά και με παμψηφεί αποφάσεις τους τόσο το Δημοτικό Συμβούλιο όσο και το Νομαρχιακό.
Εάν  ο  Έλληνας Μαικήνας  προσέφερε το ακίνητο τούτο στο Δήμο Πατρέων το θέμα θα ήταν εντελώς  διαφορετικό και θα  επικροτούσαμε ολοθύμως την πράξη. Η λύση να έχει την κυριότητα ένας ιδιώτης όσο και φιλότεχνος να είναι, όσο και πατριώτης κι αν είναι, συνεχίζει και  διατηρεί το δικαίωμα να αξιώσει κάποια στιγμή την απομάκρυνση των χρηστών και των όποιων εκθεμάτων, όσο σπουδαία και σημαντικά κι αν είναι αυτά.
Συνεπώς για την Εταιρεία μας παραμένει στόχος αποκλειστικός η απόκτηση της κατοικίας του Εθνικού μας ποιητή από το Ελληνικό Δημόσιο ή το Δήμο Πατρέων έτσι ώστε μια για πάντα να ιδρυθεί και να στεγαστεί εκεί ένα Μουσείο Ενθυμημάτων Κωστή Παλαμά. Περιττό θεωρούμε να αναφερθούμε  σε προηγούμενες  γνωστές περιπτώσεις Μουσείων, και Πολιτιστικών Κέντρων που είχαν φιλοξενηθεί σε ιδιωτικά κτίρια και στην τύχη που  τους επεφύλαξαν οι φιλότεχνοι ιδιοκτήτες τους. Γι’ αυτό και η Εταιρεία μας δεν εκφράζει διόλου  την ικανοποίησή της, αντίθετα η φερόμενη   ως διαφαινόμενη  εξέλιξη αποτελεί ανασχετικό παράγοντα κατάκτησης του τελικού στόχου και πρόσχημα για τους πραγματικά υπευθύνους  να μην ασχοληθεί κανένας πια   με το όλον ζήτημα.
Τέλος να σημειώσουμε ότι αυτές οι απόψεις είναι και οι τελευταίες πάνω στο ζήτημα που προέκυψε πρόσφατα.
                                          Με φιλικούς χαιρετισμούς
                                        Για την Εταιρεία Λογοτεχνών
               Ο  Πρόεδρος                                            Η Γεν. Γραμματέας

        Λεωνίδας Γ. Μαργαρίτης                                   Μαρία Καρέλα

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

"ΦΩΣ' για την οικια Παλαμά-Απάντηση στην εφημερίδα "Η ΓΝΩΜΗ"



ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ Ν. Δ. ΕΛΛΑΔΟΣ

ΓΡΑΦΕΙΑ: ΚΑΝΑΡΗ 46 26222
ΤΗΛ-FAX.:2610 322.901-e-mail:leomargaritis@gmail.com
ΠΑΤΡΑ
                                                                                    Πάτρα   25-8-2014

             Προς την Δ/νση της Εφημερίδας
            «Η ΓΝΩΜΗ»
              Ενταύθα

               Αγαπητέ μας  κ. Δ/ντά
               Αρχικά θα θέλαμε να σας ευχηθούμε στην επέτειο των γενεθλίων για τα  42  χρόνια  από την έκδοση της εφημερίδας μας, κάθε ευτυχία και κάθε πρόοδο. Να γιορτάσει πολλές επετείους προς όφελος της κοινωνίας της πληροφόρησης και της Δημοκρατίας.  Στο σημερινό  φύλλο της εφημερίδας  μας(Φ.2244/14) και υπό τον τίτλο «Φως» για την οικία Παλαμά, αγνώστου συντάκτη σας, είδε το φως της δημοσιότητας κείμενο  το οποίο είτε προέρχεται από μη πατρινό είτε από πρόσωπο διακατεχόμενο από προκατάληψη. Αυτή την εξήγηση μπορεί να δώσει κανείς όταν σημειώνει στο κείμενο αυτό  την  έλλειψη ενδιαφέροντος για το σπίτι που γεννήθηκε ο Εθνικός μας ποιητής  εκ μέρους των ανθρώπων της Τέχνης και των Γραμμάτων.
Ο συντάκτης σας εμφανίζεται να αγνοεί   τις ενέργειες ,τα υπομνήματα, τις παραστάσεις, τη συγκέντρωση 5.000 υπογραφών προς τον Υπουργό Πολιτισμού, το πλήθος των δημοσιευμάτων και των διαμαρτυριών της Εταιρείας Λογοτεχνών Ν.Δ. Ελλάδος προς τους αρμοδίους φορείς  για να περιέλθει το σπίτι που γεννήθηκε ο Εθνικός μας Βάρδος στο Δημόσιο ή στο Δήμο και να μετατραπεί σε Μουσείο Ενθυμημάτων.
 Ή  αγνοεί  αυτές τις ενέργειες ή τις θεωρεί ανεπαρκείς. Εκτός και εάν στους ανθρώπους της Τέχνης και των Γραμμάτων δεν περιλαμβάνει  τα εκατοντάδες μέλη της Εταιρείας Λογοτεχνών και τη Διοίκησή της.
Δεν θα σχολιάσουμε την πληροφορία  πως κάποιος ομογενής θα αγοράσει το σπίτι του Παλαμά  και στη συνέχεια θα το παραχωρήσει στο Σύλλογο Πατρινών Καλλιτεχνών για να το  μετατρέψει σε Μουσείο Ολυμπισμού, Τεχνών και Γραμμάτων.
  Δεν μπορούμε να χαιρόμαστε όταν το σπίτι που γεννήθηκε ο Εθνικός μας ποιητής φεύγει από τα χέρια  ενός «κακού ιδιώτη» – και πηγαίνει  στα χέρια ενός  «καλού ιδιώτη»-.
  Η επαλήθευση της πληροφορίας δεν τιμά  το Υπουργείο Πολιτισμού, την Κυβέρνηση, τη  Δημοτική Αρχή ούτε και το  λαό της πόλης μας.
   Επειδή ατυχώς ο λαός μας στερείται μνήμης θα επαναλάβουμε μερικές πληροφορίες για τις ενέργειες που έχουν γίνει τον τελευταίο καιρό. Η Εταιρεία Λογοτεχνών, χρόνια τώρα και προς την κατεύθυνση του Υπουργείου Πολιτισμού είχε κινήσει τις δραστηριότητες  της για την απόκτηση του σπιτιού Παλαμά και για την μετατροπή του σε  Μουσείο Ενθυμημάτων Κωστή Παλαμά .
   Kατ' αρχάς θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι το αίτημα απόκτησης του σπιτιού Παλαμά αποτελεί πάνδημο αξίωση της πόλεως των Πατρών και του Νομού Αχαΐας. Τούτο προκύπτει τόσο από την από 3-3-1997  παμψηφεί απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Δήμου Πατρέων όσο και από την  από 21/3/2005  παμψηφεί απόφαση  του Νομαρχιακού Συμβουλίου Αχαΐας, αλλά και από το ΥΠΟΜΝΗΜΑ -ΑΙΤΗΣΗ-ΕΚΚΛΗΣΗ των εκπροσώπων λαού και Εκκλησίας προς τον Υπουργό Πολιτισμού Αντώνη Σαμαρά  το Μάρτη του 2009.
Πρέπει να σημειώσουμε πως  την αίτηση- έκκληση της Εταιρείας Λογοτεχνών  προς τον Υπουργό Πολιτισμού το Μάρτη του 2009 υπέγραψαν  πέντε χιλιάδες συμπολίτες.
  Ατυχώς ούτε το Υπουργείο Πολιτισμού, ούτε και  ο Δήμος Πατρέων  επέδειξε ενδιαφέρον, ούτε υπήρξε ποτέ η πολιτική βούληση για την αγορά του σπιτιού του Εθνικού μας ποιητή. Θα θέλαμε να ακούσετε τι λέγει ο ίδιος ο ποιητής μας για το σπίτι που γεννήθηκε και για το οποίο οι σημερινοί ιδιοκτήτες του το παζαρεύουν.
 «Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι,
στοιχειό είναι, και με προσκαλεί, ψυχή και με προσμένει.»
  …………………………………………………….
Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι,
στοιχειό, και σαν απάτητο ,με ζει και με προσμένει.»

Όμως η ψυχή  του ποιητή  καρτερεί την ώρα και τη στιγμή που  θα επιστρέψει στο πατρικό του. Ελπίζει και αναμένει.
«Στοιχειό και σαν απάτητο με ζει και με προσμένει.»

 Από τότε και μέχρι σήμερα έχουν γίνει ανάλογες προτάσεις.
Σε ένα κείμενο επ' ευκαιρία των Ολυμπιακών αγώνων γράφαμε τα εξής : «Ελπίζουμε κάποια στιγμή να συνεννοηθούμε  όλοι μας    και να συναποφασίσουμε πως θα πρέπει να ικανοποιήσουμε την επιθυμία του μεγάλου μας ποιητή το έργο του οποίου ξεπέρασε τα όρια της Ελληνικής Επικράτειας κι έγινε παγκόσμια κληρονομιά, να επιστρέψει μεταθανάτια στο σπίτι που γεννήθηκε.
Να ζητήσουμε την δρομολόγηση των διαδικασιών απαλλοτρίωσης  της οικίας Παλαμά και υλοποίησης  της  μεγάλης επιθυμίας  του Εθνικού μας    ποιητή με την μετατροπή της σε Μουσείο Ενθυμημάτων της ζωής και του έργου του».
Ο Δήμος Πατρέων όταν είχε τη πολιτική βούληση και τη διάθεση, αγόρασε τα χαλάσματα της Χαρτοποιίας Λαδοπούλου, διαπραγματεύονταν την αγορά του Κινηματογράφου «ΙΝΤΕΑΛ» ,του Θεάτρου «ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ»,και  αναπαλαίωσε  ξένα κτήρια και  άφησε τα δικά του να ερειπώνουν, ενώ για το σπίτι του Παλαμά δεν υπήρξε ποτέ σχεδιασμός και πρόθεση απόκτησης.
                         Με κάθε τιμή
                   Για την Εταιρεία Λογοτεχνών
            Ο  πρόεδρος                                    Η Γεν. Γραμματέας

  Λεωνίδας Γ. Μαργαρίτης                              Μαρία Καρέλα

 Στην επιστολή της Εταιρείας Λογοτεχνών που δημοσίευσε η εφημερίδα στο σημερινό της φίλο επιχειρεί μιά ανάντηση με την οποία η ίδια βεβαιώνει πωσ δεν υπήρξε αδιαφορία των πνευματικών ανθρώπων αλλά αντίθετα δραστηριότητα γιά την απόκτηση από το Δημόσιο ή το Δήμο του σπιτιού που γεννήθηκε ο Εθνικός μας ποιητής.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΕΦΗΜΕΡΊΔΑΣ «Η ΓΝΩΜΗ»
Η ημερήσια εφημερίδα των Πατρών «Η ΓΝΩΜΗ» στο σημερινό(26-8) φύλλο της δημοσίευσε την επιστολή που απέστειλε στην Διεύθυνση της εφημερίδας η Εταιρεία Λογοτεχνών διαμαρτυρόμενη για χτεσινό δημοσίευμά της,με το οποίο συντάκτης της καταλόγιζε αδιαφορία των ανθρώπων της Τέχνης και των Γραμμάτων για να περιέλθει στο δημόσιο ή το Δήμο το σπίτι που γεννήθηκε ο Εθνικός μας Ποιητής στην πόλη των Πατρών(επί της οδού Κορίνθου 241)και να μετατραπεί σε Μουσείο Ενθυμημάτων ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ.
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΊΔΑΣ ΕΧΕΙ ΩΣ ΕΞΉΣ:
Η Εταιρεία Λογοτεχνών ΝΔ Ελλάδος προφανώς αγνοεί ότι όλες οι πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει για το συγκεκριμένο έχουν τύχει ευρείας προβολής από τις στήλες της «Γ» Αν μάλιστα ανατρέξει στα αρχεία της ,θα το διαπιστώσει. Παράλληλα από τα ίδια αρχεία που ασφαλώς πρέπει να τηρεί θα διαπιστώσει ότι ανάμεσα στις 5.000 υπογραφές για την απόκτηση του σπιτιού του Παλαμά το 2009 υπάρχουν και αυτές των συντακτών της «Γ» που είχαν ταχθεί υπέρ της αίτησης –έκκλησης προς τον τότε υπουργό Πολιτισμού, σημερινό Πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά. Συνεπώς ουδεμία προκατάληψη ή άγνοια από την πλευρά της εφημερίδας μας. Απλώς αναφορά του γεγονότος που ενδιαφέρει όλη την πόλη και σαφώς και τους ανθρώπους των γραμμάτων και τεχνών, ανεξάρτητα από τις ταμπέλες που έχουν. Και βέβαια, όλα και πάντοτε κρίνονται εκ του αποτελέσματος.
ΑΝΤΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
Αγαπητέ κ.Δ/ντά
Νοιώθουμε την ανάγκη να επιβεβαιώσουμε το σύνολο σχεδόν της απαντήσεώς σας πλην της τελευταίας παραγράφου της.
Το τμήμα του χτεσινού δημοσιεύματος της εφημερίδας σας που προκάλεσε θέλουμε να πιστεύουμε την δίκαιη αντίδρασή μας έγραψε τα εξής: «Πρόκειται για ένα ιστορικό κτήριο που εξ αιτίας της αδιαφορίας των απογόνων- ιδιοκτητών, των ανθρώπων της Τέχνης και των Γραμμάτων, αλλά και της τοπικής αυτοδιοίκησης, έχει υποστεί αρκετές φθορές. Σ’ αυτή την παράγραφο που μας εξόργισε δεν μπορούμε να δεχθούμε πως μας κάλυψε η τελευταία παράγραφος του σημερινού σχολίου σας στο οποίο γράφετε τα ακόλουθα: Απλώς αναφορά του γεγονότος που ενδιαφέρει όλη την πόλη και σαφώς και τους ανθρώπους των γραμμάτων και τεχνών, ανεξάρτητα από τις ταμπέλες που έχουν. Κύριε Δ/ντά στο χτεσινό κείμενο δεν γινεται απλή αναφορά του γεγονότος,υπάρχουν χαρακτηρισμοί ως αδιάφορων των πνευματικών ανθρώπων γιά την κατασταση του σπιτιού του Εθνικού μας ποιητή.
Γιά την Εταιρεία Ο Πρόεδρος Λ.Γ.Μαργαρίτης

Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ



ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ
ΗΡΑΚΛΗ ΚΑΛΛΕΡΓΗ
Ομότιμου Καθηγητή Πανεπιστημίου Πατρών


1. Εισαγωγικά – Εννοιολογικές διευκρινίσεις

Ο Αμερικανός στοχαστής Emerson έχει γράψει στο γνωστό του βιβλίο Δοκίμια: «Πίστεψέ με, αναγνώστη μου, το σύμπαν είναι μηδέν, το παν είσαι εσύ». Νομίζω ότι ο αφορισμός αυτός –χωρίς φυσικά το ρητορικά απαξιωτικό περιεχόμενο του πρώτου μέρους– έχει ήδη γίνει κοινή συνείδηση των διανοουμένων της εποχής μας. Μιας εποχής, που –παρά τα θριαμβευτικά επιτεύγματα στους χώρους της επιστήμης και της τεχνολογίας– μαστίζεται από βαθιά ηθική κρίση, τρομακτική υπαρξιακή ανεστιότητα και πρωτόγνωρη πνευματική δυστυχία, η οποία βρίσκει την έκφρασή της όχι μόνο στη διανόηση και στην τέχνη, αλλά και στα βλέμματα των απλών ανθρώπων.
Το γεγονός αυτό καθιστά επιτακτική την ανάγκη επιστροφής στον εαυτό μας, στις έσχατες ρίζες της πολυδύναμης ύπαρξής μας, προκειμένου να καθορίσουμε εκ νέου τη σχέση μας με τον κόσμο και να αναπροσαρμόσουμε την πορεία μας στο ιστορικό γίγνεσθαι. Αυτό ισοδυναμεί με την προσπάθεια γνωριμίας του πνεύματος, η οποία θα μας επιτρέψει να ζήσουμε σύμφωνα με τη νομοτέλειά του. Το νόημα της πνευματικής ζωής, δηλαδή ο πνευματικός άνθρωπος, ιδού το θέμα που επέλεξα ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση του φίλου κ. Λεωνίδα Μαργαρίτη, προέδρου της Εταιρείας Λογοτεχνών Δυτικής Ελλάδος. Το θέμα αυτό, που ασφαλώς υπερβαίνει τις δυνάμεις μου, ομολογώ ότι το πλησίασα με δέος, για να αντιληφθώ πολύ γρήγορα ότι είχα βρεθεί στο κέντρο μιας παλαιάς φιλοσοφικής διαμάχης. «Η ιστορία της φιλοσοφίας –επισημαίνει ο Toynbee– ταυτίζεται με την προσπάθειά της να καθορίσει τη φύση και τη νομοτέλεια του πνεύματος».
   Μέσα από τον κυκεώνα των αντικρουόμενων θεωριών και απόψεων, θα επιχειρήσω να δώσω κάποιες βασικές συνιστώσες της πνευματικής ζωής –που ανταποκρίνονται όμως στη δική μου βιοθεωρία και επομένως διατηρούν το χαρακτήρα των προσωπικών θέσεων–, παρέχοντας αρχικά ορισμένες εννοιολογικές διευκρινίσεις.
Αν και πρόκειται για πολυσήμαντο όρο, πνεύμα –σύμφωνα με την κυριαρχούσα άποψη– είναι μια δημιουργική αρχή, της οποίας κυριότερες εκφάνσεις στον πολιτισμό είναι η επιστήμη, η τέχνη και η ηθική. Κατά τον Έγελο, πνεύμα είναι το υποκείμενο, που αντικειμενοποιείται, καθώς δημιουργεί τον πολιτισμό. Ο Χρήστος Μαλεβίτσης, φιλόσοφος που χάθηκε πολύ πρόωρα, στο βιβλίο του Προοπτικές –ένα από τα πιο αποκαλυπτικά κείμενα των τελευταίων δεκαετιών του περασμένου αιώνα– διατυπώνει μια θεμελιακή για το θέμα μας άποψη: «Το πνεύμα –γράφει– έχει ένα διπολικό πάθος. Άλλοτε αναδιπλώνεται στον εαυτό του, ανυψώνει τον άνθρωπο σε ύψιστη αξία, και άλλοτε τον παραμερίζει σαν άχρηστη παρεμβολή στην προσπάθειά του να γνωρίσει τον αντικειμενικό κόσμο. Από το πρώτο πάθος τέμνονται οι αξίες, που δίνουν το υπέρτατο νόημα της ζωής και την κάνουν άξια να τη ζει κανείς. Από το δεύτερο πάθος προέρχονται οι γνώσεις καθαυτές, που δεν είναι βέβαια αξίες ηθικού τύπου, μα που ωστόσο είναι πολύτιμες, εφόσον συνδέονται με την προαγωγή της επιστήμης και συμβάλλουν στην υλική πρόοδο και ευημερία του ανθρώπου. Δεν απαιτούν όμως ανάλογη με τις ηθικές αξίες ανάταση και εσωτερική ένταση».
Οι σκέψεις αυτές, όπως και όλη η σχετική φιλολογία γύρω από το επίμαχο θέμα, μας βοηθούν να αντιληφθούμε ότι το πνεύμα δεν είναι κάτι απλό και μονοσήμαντο. Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι πολύ πιο στοιχειακή, πιο δυναμογόνος απ’ ό,τι νομίζουμε. Ή ίσως πιο απλή. Αλλ’ η απλότητα αυτή εδρεύει τόσο βαθιά, που την καθιστά σκοτεινή και ανεξιχνίαστη. Και μόνο όταν εκδηλώνεται στην ιστορική επιφάνεια, προσλαμβάνει μια φαντασμαγορική ποικιλία εκφάνσεων.
Το νόημα, επομένως, της πνευματικής ζωής δεν εξαντλείται με την προσπάθεια να δαμάσουμε τη γνώση, να γίνουμε άριστοι επιστήμονες χωρίς κανένα υποστασιακό βάθος. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί πνευματικός άνθρωπος αυτός που απλουστεύει το νόημα της ζωής σε μερικές συνταγές ηθικής ή ο καλλιτέχνης, που νομίζει ότι εκπληρώνει το χρέος του δημιουργώντας έργα, τα οποία σε καμιά περίπτωση δεν έχουν σχέση με την ουσία του ανθρώπου, δεν αγγίζουν το ανθρώπινο πρόβλημα, αποτελώντας μάλλον εκδηλώσεις ενός νοσηρού ναρκισσισμού και μιας αφόρητης εγωλατρίας με το ένδυμα του λυρισμού.
Πνευματική ζωή σημαίνει να ζούμε το πνεύμα σ’ όλη την πολυσήμαντη ενότητά του, σ’ όλες τις εκφάνσεις του, χωρίς ποτέ να ξεχνούμε αυτό που είπε ο Σίλλερ, ότι δηλαδή «ο άνθρωπος είναι ον μεθοριακό, που εφάπτεται του πεπερασμένου και του αιωνίου».

2. Ανατομία της πνευματικής ζωής
Αλλ’ είναι ανάγκη να εξετάσουμε κάπως λεπτομερέστερα το νόημα της πνευματικής ζωής, για να δούμε ποιος είναι ο αληθινός πνευματικός άνθρωπος και ποια είναι η αποστολή του μέσα στη σημερινή κοσμογονική εποχή.
α) Αλήθεια
Ο πρώτος νόμος της πνευματικής ζωής είναι η αλήθεια. Και την αλήθεια ο πνευματικός άνθρωπος αγωνίζεται να κατακτήσει πρώτα στο χώρο του επιστητού, δημιουργώντας τον πολιτισμό στις ποικίλες μορφές του.
Αλλά το φαινόμενο του πολιτισμού το απαρτίζουν δύο στοιχεία. Το πρώτο είναι το αντικείμενο, δηλαδή τα πολιτισμικά προϊόντα, το δεύτερο είναι το υποκείμενο, δηλαδή η ψυχική και πνευματική δυναμικότητα του ανθρώπου στη δημιουργική και ζώσα μορφή του.
Το στοιχείο αυτό δεν το αποτελούν οι ιδέες που έχουν τα υποκείμενα, αλλά η ικανότητά τους να δημιουργούν ιδέες και να επηρεάζονται από αυτές. Όταν ο αντικειμενοποιημένος πολιτισμός δεν μπορεί να ξαναγυρίσει στη δημιουργό αρχή του, να λειώσει τις φόρμες του στο εργαστήριο του υποκειμένου, οδηγείται στην πτώση.
Η αλήθεια, λοιπόν, μόνο στη διαλεκτική σχέση υποκειμένου και αντικειμένου είναι δυνατό να νοηθεί. «Τα ιδεολογικά συστήματα –τονίζει ο Jaspers–, που κινούνται στο διχοτομημένο χώρο του υποκειμένου και αντικειμένου καταλήγουν σ’ έναν ταυτολογικό κύκλο». Η αλήθεια, θα μας πει ο Berdyaef, είναι μάλλον μια δημιουργική ανακάλυψη παρά μια ανακλασμένη γνώση του αντικειμένου.
Με όλα αυτά θέλουμε να τονίσουμε δυο πράγματα: 1) Το πνεύμα είναι αυτόνομο και ο ρόλος του στη δημιουργία του πολιτισμού είναι κυριαρχικός. 2) Οι μορφές του πολιτισμού, ως επιγέννημα του πνεύματος, δεν μπορούν ν’ αποχωριστούν από αυτό και, προπαντός, δεν μπορούν να γίνουν αυτοσκοπός. Εάν πιστέψουμε το τελευταίο, τότε συνειδητά αναγνωρίζουμε τη δουλεία του πνεύματος στα δημιουργήματά του, πράγμα που αποτελεί δεινή ύβρι στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου.


β) Ελευθερία
Η ελευθερία είναι ένας άλλος νόμος της πνευματικής ζωής, απόλυτα σχετικός με την αλήθεια. Ο Berdyaef, στο βιβλίο του Πνεύμα και πραγματικότητα, μας δίνει έναν αποκαλυπτικό ορισμό της: «Ελευθερία είναι η αντίθεση προς την αντικειμενοποίηση». Δηλαδή η αντίθεση του πνεύματος στα επιγεννήματα της δημιουργικής δραστηριότητάς του. Το πνεύμα καταβάλλει μιαν αέναη προσπάθεια να δαμάσει τον κόσμο που το περιβάλλει, να δώσει μορφή και ρυθμό στο χάος και την αρρυθμία. Πρέπει όμως να παραμένει αδέσμευτο και να μην ταυτίζεται με τα δημιουργήματά του. Αυτό είναι μια πρώτη μορφή ελευθερίας, που φανερώνει την πίστη στην αυτονομία και αξιοπρέπεια της πνευματικής φύσης του ανθρώπου.
Αλλ’ ο άνθρωπος αγωνίζεται να δαμάσει και το χαώδη εσωτερικό του κόσμο και να υποτάξει τα βιολογικά ένστικτα και τις ορμές του σε κάποιες ανώτερες δυνάμεις. Ο αγώνας αυτός είναι προϋπόθεση της εσωτερικής μας ελευθερίας. Η ίδια η ελευθερία δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να υπάρξει. Με την περιχαράκωση του χαώδους εσωτερικού κόσμου, η ανθρώπινη ύπαρξη δυναμώνει, προσλαμβάνει νόημα και υψώνεται, όπως υψώνεται η στάθμη των υδάτων, όταν φράσσονται τα περάσματά τους.
Η ελευθερία, λοιπόν, στην ηθική της μορφή δεν είναι αφηρημένη αρχή, είναι μια βαθύτατα υπαρξιακή επιταγή, που στις αιματηρές της προσβάσεις σπάζει ακόμη και το βιολογικό της σκεύος, αν χρειαστεί.
Ο πνευματικός άνθρωπος είναι ηθικά ελεύθερος, γιατί το πνεύμα είναι η ουσία της ζωής του, η βαθύτερη λαχτάρα του, δεν είναι περιέχον, αλλά περιεχόμενο. «Το πνεύμα, γράφει ο Κάφκα, δεν γίνεται ελεύθερο, παρά μόνο εφόσον πάψει να είναι περιέχον».
Διαφορετικά, ο άνθρωπος ξεπέφτει σε έναν ωμό υλισμό με κάποια επίφαση, με ένα βερνίκι πνευματικότητας. Ηθικά μετέωρος, το πιθανότερο είναι να μιμηθεί τυφλά το σύνολο, να γίνει ένα με τη μάζα, που υποτάσσεται είτε στη θέληση των δυνατών είτε στις διάφορες τυραννικές ιδεολογίες. Τότε, ο άνθρωπος παύει να έχει προσωπικότητα, μέσα στη γιγαντιαία αστική οργάνωση γίνεται νούμερο: στη δημοκρατία είναι ίσος με μία ψήφο, στο στρατό με ένα τουφέκι, στα μέσα μαζικής μεταφοράς με ένα εισιτήριο. Με την εξαφάνιση όμως του προσωπικού στοιχείου, αποδυναμώνεται η συνείδηση της προσωπικής ευθύνης έναντι της ιστορίας και του Θεού. Ο Κίρκεγκωρ γράφει: «Η εποχή μου με φονεύει ως πρόσωπο, ως συγκριμένη μονάδα με προσωπική ευθύνη πνεύματος και ύστερα διδάσκει την αθανασία του γενικού, της αφηρημένης γενικότητας». Τυπική εκδήλωση του φαινομένου έχουμε στα απολυταρχικά καθεστώτα, όπου ο άνθρωπος είναι επιφαινόμενο μέσα στο βασικό φαινόμενο της οικονομικής κοινωνίας και της κρατικής εξουσίας.
Το νόημα της ελευθερίας είναι πολύ βαθύ και δεν εξαντλείται ασφαλώς με τα λίγα αυτά. Τούτο μόνο θα ήθελα να τονίσω και πάλι: Ο πνευματικός άνθρωπος είναι ελεύθερος πνευματικά και ηθικά. Αυτό σημαίνει ότι έχει τεθεί σε σωστή σχέση προς τις γνωστικές και ηθικές αξίες και προς τους συνανθρώπους του. Δεν εκτρέπεται στον ατομικισμό –στον «ατομικό ιμπεριαλισμό», όπως τον χαρακτηρίζει ο Γάλλος Julien Benda– ούτε υποτάσσεται στη μάζα και στις ιδεολογίες που σκοτώνουν την προσωπικότητά του. Συμμετέχει δημιουργικά στη διαδικασία του πολιτισμού, αλλ’ έχει συνείδηση της μοναξιάς του αναδιπλώνεται στον εαυτό του, στις μυστικές πηγές της ύπαρξής του, για να πάρει –σαν άλλος Ανταίος– δύναμη. Είναι μαχητής αλλά και αναχωρητής, μέσα στον πολύβουο κόσμο δεν παύει να έχει ως κύριο μέλημά του το «λαμπρόν θέαμα του κόσμου», την ενατένιση της θεότητας, του «όντως όντος» κατά Πλάτωνα. Γνωρίζει ο πνευματικός άνθρωπος ότι η ηθική ελευθερία χωρίς την πίστη σε ένα Θεό γίνεται εξαιρετικά αβαρής και ευρίσκεται σε κίνδυνο.
γ) Θρησκευτικότητα
Και με τις σκέψεις αυτές προσεγγίζουμε ήδη έναν τρίτο, επίσης σπουδαίο, νόμο της πνευματικής ζωής, τη θρησκευτικότητα. «Το πρώτο κινούν του πολιτισμού –σημειώνει ο Heidegger– είναι το υπαρξιακό τραύμα για την ελλειμματικότητα του ανθρώπου». Η προσπάθεια για τη λύτρωση είναι συλλογική, αλλ’ ο έσχατος σκοπός είναι, και πρέπει να είναι, η λύτρωση κάθε ατόμου, που είναι μοναδική και ανεπανάληπτη παρουσία στην ιστορία. Αλλά τα ανθρώπινα ιδεολογικά συστήματα δεν ικανοποιούν και ο καθένας νιώθει ότι η λύτρωση είναι χρέος προσωπικό, ευθύνη ατομική.
Καθώς αναδιπλώνεται μέσα του, νιώθει ο συγκεκριμένος άνθρωπος την ορμή της ύπαρξης για το αιώνιο και αθάνατο, θέλει να ενωθεί με αυτό. Αυτός είναι ο πλατωνικός έρως, ο βαθύτατος πόθος της ψυχής να ενωθεί με την ιδέα του αγαθού, να προχωρήσει από το μερικό στο γενικό. Τότε μόνο η ύπαρξή μας αποκτά διάρκεια και σταθερότητα και η ηθική μας ελευθερία θεμελιώνεται. «Η διαίρεση, που διακρίνει τον κόσμο των πλασμάτων –γράφει ο αείμνηστος καθηγητής Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος–, αίρεται μέσα σ’ αυτή τη θεία ενότητα, χωρίς να καταργείται ο άνθρωπος ως προσωπική παρουσία πνεύματος. Μέσα στο Θεό το πνεύμα αναπαύεται, η σχέση με τη θεότητα είναι ελεύθερη και αυτενέργητη σχέση του πεπερασμένου με το άπειρο».
Το φαινόμενο αυτό της θρησκευτικότητας είναι παγκόσμιο, πανανθρώπινο. Ο αείμνηστος καθηγητής Νικόλαος Λούβαρις έγραφε κάποτε στο βιβλίο του Μεταξύ δύο κόσμων: «Τα θρησκευτικά και φιλοσοφικά συστήματα και οι μεγάλοι θρύλοι, όλα εξωτερικεύσεις των μύχιων πόθων της ψυχής της ανθρωπότητας, είναι μυριόστομοι εκφράσεις της ακαταλύτου ορμής του ανθρώπου προς διασκέλισιν των ορίων, εντός των οποίων κρατεί αυτόν δέσμιον η ατομική ζωή και η φύσις». Και προσθέτει: «Η τάσις αυτή προς κάτι ανώτερον και καθαρώτερον είναι εκ των γνησιωτέρων γνωρισμάτων πνευματικότητος».
Αλλά πρέπει να τονιστεί μια αλήθεια, που συχνά διαφεύγει από τους διανοούμενους. Η πίστη είναι ένα άλμα πέρα από τη νόηση. Στο σημείο αυτό θα ξαναδώσω το λόγο στο Νικόλαο Λούβαρι: «Υπάρχουν διοράσεις του μεταφυσικού, αλλ’ εις ταύτας οδηγεί όχι η νόησις, αλλ’ η κίνησις της ζωής, τα μεταφυσικά συναισθήματα, τα βιώματα τα οποία γεννούν εις τον άνθρωπον αι αντινομίαι της υπάρξεως, η εσωτερική διάσπασις, η πάντοτε ανικανοποίητος τάσις προς τον απεριόριστον, τον ευρύτερον, τον συνολικόν εκείνον κόσμον».
Η προσπέλαση του υπερβατικού απαιτεί μια ιδιαίτερη γνώση των συμβόλων, που δυστυχώς μας λείπει, όπως παρατηρεί ο Άγγελος Τερζάκης: «Η ατραπός των συμβόλων είναι η μόνη που μας οδηγεί στη Θεότητα. Και εφράχθη».
Αυτός είναι ο παραλογισμός της εποχής μας: η πλησμονή της λογικής. Το διαλυτικό πνεύμα του ξηρού επιστημονισμού έχει εισχωρήσει και στο χώρο του υπερβατικού. Ο Θεός έγινε λογική έννοια με ορισμένο περιεχόμενο και με σαφώς περιγεγραμμένες ιδιότητες. Αλλά, όπως τονίζει ο Berdyaef, αυτό δεν μπορεί να έχει σχέση με την πίστη, που είναι μια κατάσταση τόσο απεγνωσμένη, όσο και η ανταρσία κατά του Θεού. Ο χώρος του υπερβατικού είναι χώρος σιωπής και προσευχής. Ο πνευματικός άνθρωπος, αυτός που έχει ανοιχτά τα μάτια της ψυχής του, συλλαμβάνει με αμεσότητα, χωρίς την παρεμβολή της λογικής, τα μηνύματα της αιωνιότητας γνωρίζοντας ότι τα σύμβολα δεν ερμηνεύονται, διατηρώντας διαχρονικά την εγκυρότητά τους.
Πιστεύω ότι η ουσία στο θέμα της θρησκευτικότητας αποκαλύπτεται στη ρήση του Ηράκλειτου: «Ο άναξ, ου το μαντείον το εν Δελφοις, ούτε λέγει ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει».
δ) Δημιουργία
Η δημιουργία νέων μορφών πολιτισμού είναι επίσης από τα βασικότερα γνωρίσματα της πνευματικής ζωής, ένας ουσιωδέστατος νόμος της.
Κάθε άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να δώσει το δικό του νέο μήνυμα στον κόσμο, ιδιαίτερα όμως αυτό αποτελεί το προνόμιο και το χρέος του πνευματικού ανθρώπου. Αυτός, προπάντων, απαλλαγμένος από τα δεσμά της αυθεντίας, καλείται να συμβάλει με τις προσπάθειές του στη δημιουργία νέων μορφών πολιτισμού. Αυτό όμως προϋποθέτει να συγκεράσει μέσα του όλες τις εμπειρίες του παρελθόντος, αλλά και όλη τη γνώση και την αξιοσύνη του καιρού του.
Δεν μπορεί ο πνευματικός δημιουργός να αγνοήσει το παρελθόν. Βέβαια, το πρόβλημα της ζωής θα το θέσει εξ υπαρχής μέσα του, όμως η ιστορική μνήμη θα τον βοηθήσει να αποφύγει τις αυθαιρεσίες και την εξαλλοσύνη. Το παρελθόν είναι σίγουρα αυτό που μας συνδέει δια του παρόντος με το μέλλον. Και, όπως γράφει ο Σεφέρης στις Δοκιμές του, «σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν, σβήνει κανείς και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον».
Ο σεβασμός όμως της παράδοσης δεν σημαίνει άγονη μίμηση. Η δημιουργική ζωή είναι μια συνεχής έξοδος από την παράδοση, δηλαδή όχι αποκοπή, αλλά περαιτέρω εξέλιξη και ανανέωση. Η παράδοση είναι ένα ζωντανό πνεύμα, όχι αποστέωση, είναι μια απειροδύναμη ζωή, που πρέπει να τη βιώσουμε στην ουσία της αναπτύσσοντας, στη συνέχεια, τη δική μας αυτόνομη και αυθεντική ζωή. Αναπτύσσοντας τη δική μας ζωή, θρεμμένοι από το δικό μας πολιτισμό, θα στραφούμε πάλι προς τις πηγές μας με αυτοπεποίθηση και όχι με συνείδηση περιδεή. Τότε, το παρελθόν μάς αποκαλύπτεται σε όλη την πληρότητα και τη ζωογόνο πνοή του. Αυτή η αέναη βίωση του παρελθόντος και του παρόντος, η αφομοιωτική επεξεργασία των στοιχείων της παράδοσης και η δημιουργία νέων μορφών ζωής και πολιτισμού, είναι το γνώρισμα των ελευθέρων προσωπικοτήτων.

3. Προς τις πηγές της πνευματικής ζωής
Νομίζω ότι απ’ όσα ειπώθηκαν ως τώρα έγινε φανερό ότι η έννοια του πνευματικού ανθρώπου είναι πολύ πλατιά. Αν θέλαμε να δώσουμε ένα συνοπτικό ορισμό του, θα λέγαμε ότι είναι η αληθινή προσωπικότητα. Και η αληθινή προσωπικότητα παρουσιάζει ενότητα και αξιοκρατία. Αυτά τα δύο είναι απαραίτητα, για να υπάρξει πραγματική πνευματική ζωή. «Αυτό που έχει σημασίαν –γράφει ο αείμνηστος σπουδαίος φιλόλογος Ιωάννης Συκουτρής– είναι να εύρωμεν ολόκληρον τον άνθρωπον, την ολόκληρον και ομόρρυθμον πνευματικήν ζωήν».
Όπως είναι γνωστό, η υλοποίηση του οράματος αυτού υπήρξε η σταθερή επιδίωξη της αρχαιοελληνικής σκέψης. Πρώτοι οι αρχαίοι Έλληνες προχώρησαν σ’ ένα ιεραρχημένο και σοφό σύστημα αξιών δίνοντας προτεραιότητα στον άνθρωπο, για την αξία του οποίου δεν είχαν καμιά αμφιβολία, αδιάφορο αν είναι τόσο μικρός σ’ ένα τόσο μεγάλο σύμπαν. Ο χριστιανισμός, αργότερα, μετά την υπέρβαση των αρχικών αντιθέσεων με τον ελληνισμό, αξιοποίησε δημιουργικά την ελληνική σοφία, ώστε να αποτελεσθεί το σύστημα εκείνο των αξιών, στο οποίο στηρίζεται ολόκληρο το οικοδόμημα του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Δεν πρόκειται να επεκταθώ περισσότερο επαναλαμβάνοντας πράγματα γνωστά και χιλιοειπωμένα. Θέλω μόνο να τονίσω τούτο: Το σύστημα αυτό των αξιών διαχρονικά διατηρεί όλη την αίγλη του, άσχετα αν η αναξιότητα και η υποκρισία κάποιων εκκλησιαστικών ταγών το αμαύρωσαν ή αν η ανίερη εκμετάλλευσή του από τυραννικά καθεστώτα, όπως αυτό της επταετίας με το ολέθριο εκείνο έμβλημά της, «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», το κλόνισε προσωρινά στις συνειδήσεις των πολλών.
Εξακολουθεί, επομένως, το σχήμα των αξιών του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, που διαρρέει όλη την ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος, να αποτελεί το σταθερό έδαφος, στο οποίο μπορεί να στηριχθεί η παιδεία, ιδιαίτερα, η ελληνική, για να πλάσει τις ολοκληρωμένες προσωπικότητες, που όλοι ονειρευόμαστε.

4. Αναφορά στη σύγχρονη εποχή
Αλλά γεννάται πελώριο το ερώτημα: Ποιο είναι το πνευματικό περιεχόμενο της εποχής μας και ποια η αποστολή του πνευματικού ανθρώπου μέσα σ’ αυτήν;
Ήδη έχω κάμει κάποιους υπαινιγμούς, ωστόσο πρέπει να εξετάσω διεξοδικότερα       –οπωσδήποτε όμως συνοπτικά – το καίριο αυτό θέμα.
Η εποχή μας είναι αναμφισβήτητα ένας σταθμός. Είναι μια εποχή μεγάλη, κοσμοϊστορική, γιατί έδειξε με τα επιτεύγματα της επιστήμης και τα διαστημικά κατορθώματα το μεγαλείο του ανθρώπινου νου. Είναι όμως και «ανθελληνική», για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Κώστα Τσιρόπουλου. Ανθελληνική, με την έννοια ότι απουσιάζει η ισορροπία μεταξύ των αξιών του πολιτισμού, η οποία ήταν βασικό γνώρισμα της ελληνικής αρχαιότητας. Το δράμα της εποχής μας έγκειται στο ότι παρουσιάζει μια ανισορροπία εξουθενωτική με ανάπτυξη ασύμμετρη και πρόοδο κακοήθη, αφού ο άνθρωπος δεν προλαβαίνει να εξοικειωθεί με αυτήν και να της δώσει νόημα πνευματικό.
Στον αρχαίο ελληνισμό της ακμής, μια άγρυπνη συνείδηση είχε κρίσιμη σημασία, φώτιζε μια ολόκληρη εποχή. Σήμερα, ο εξαστισμός και η μαζοποίηση έχουν αναιρέσει την αξία της προσωπικότητας, που είναι συνθετική ολοκληρία. Σήμερα, δεν υπάρχει ο πόθος για την παιδεία, δηλαδή την αγωγή του όλου ανθρώπου, αλλά για την μάθηση που εκφράζεται με το πάθος της ειδίκευσης. Η ειδίκευση, η αποκλειστική και στενή, είναι βέβαια μια αδήριτη ανάγκη, αλλά ταυτόχρονα και μια πρόκληση, εγκυμονεί κινδύνους για την ηθική ακεραιότητα του ατόμου. «Ο καταμερισμός –παρατηρεί ο Συκουτρής– προάγει εις έκτασιν το ανθρώπινον πνεύμα, μειώνει όμως το βάθος της ανθρωπίνης προσωπικότητος. Αντικαθιστά τον πολιτισμόν, όπως τον έζησαν οι αρχαίοι Έλληνες, με τον επαγγελματισμόν της ερεύνης».
Η εποχή μας χαρακτηρίζεται ακόμη από ένα στυγνό ατομικισμό. Ο καθένας προχωρεί στο δρόμο του αδιαφορώντας για την ύπαρξη του άλλου. Και όχι μόνο αυτό, το κράτος και το άτομο βρίσκονται σε μια συνεχή αντιδικία. Ο αρχαίος Έλληνας, αντίθετα, εντάσσεται σε μια πολιτεία, που είναι ολοκληρωτική σύνθεση των αξιών είναι η τροφός της προσωπικότητας.
Αλλά το τραγικότερο γνώρισμα τα μεγάλης κατά τα άλλα εποχής μας είναι ο πρακτικός υλισμός, η διάσταση θεωρίας και πράξης. Είμαστε ιδεολόγοι στη θεωρία, αλλά υλιστές στην πράξη. Στόχος μας είναι η ευημερία, η αύξηση του εισοδήματος, η άνεση. Η άνεση, που ναρκώνει τις συνειδήσεις και οδηγεί σ’ έναν πνευματοκτόνο εφησυχασμό. Μας λείπει ο συνεχής διάλογος με τις ιδέες, η αγωνία για τα μεγάλα προβλήματα της ύπαρξής μας.
Ζητούμε την ευτυχία έξω από τον εαυτό μας, ενώ μόνο στην αληθινή συμφιλίωση με τον εαυτό μας μπορούμε να τη βρούμε. Ευτυχία είναι πλήρωση ψυχής, είναι ησυχασμός της λυτρωμένης συνείδησης, είναι η βαθύτερη εξοικείωση με όλα εκείνα που συνθέτουν τη ζωή μας και γίνονται η καθημερινή μας εμπειρία.
Ζούμε χωρίς οραματισμούς, χωρίς βαθύτερες ελπίδες, χωρίς εξάρσεις πνευματικές. Ιδανικό μας είναι η ελευθερία. Αλλά μια ελευθερία, που είναι συχνά αναρχία, ένας μυστικός μηδενισμός. Εν ονόματι αυτής της ελευθερίας, δικαιώνουμε την πνευματική μετακίνησή μας από αρχή σε αρχή, από ιδανικό σε ιδανικό. Είναι, με άλλα λόγια, η εποχή μας τραγικά διεσπασμένη και αντιφατική, χωρίς ενότητα και αξιοκρατία.
Μέσα σ’ αυτή την εποχή, καλείται ο πνευματικός άνθρωπος, όπως τον σκιαγραφήσαμε, να λάβει μια υπεύθυνη θέση. Στις κρίσιμες στιγμές του πολιτισμού, ο κόσμος όλος στρέφεται στους ανθρώπους του πνεύματος. Αυτοί καλούνται να γίνουν οι οδηγοί. «Τίποτε δεν μπορεί να μας βοηθήσει τόσο –γράφει ο Jaspers–, όσο μια φωτισμένη συνείδηση».
Έχω πει και σε άλλη ομιλία μου ότι ο πνευματικός άνθρωπος δεν προσπαθεί να χαθεί μέσα στην ανωνυμία. Περπατεί στις κορυφογραμμές, είναι ο σύντροφος της ιστορίας. Δεν είναι ο ρόλος του να εκφράζει απλώς, να περιγράφει την εποχή του. Τότε, δεν είναι άξιός της. Είναι μόνο ο φωτογράφος της. Οι άξιοι εκφράζουν και το δέον κάθε εποχής.
Έχει χρέος ο πνευματικός άνθρωπος να αποκαλύψει στους πολλούς, που τόσα περιμένουν από αυτόν, τις αλήθειες του πνεύματος, το νόημα της ευτυχίας, να διδάξει με τα λόγια και τα έργα του, τον αληθινό ανθρωπισμό, που είναι θεοκεντρικός, δηλαδή έχει στόχο τον άνθρωπο αλλά κέντρο τον Θεό. Αυτός ο ανθρωπισμός είναι το μέγα αίτημα εποχής μας.
Όταν ο Θεός απουσιάσει, ο άνθρωπος ως προσωπικότητα βουλιάζει. Οι θηριωδίες και οι εκατόμβες αίματος του τελευταίου παγκοσμίου πολέμου και των πολέμων των ημερών μας, η βαρβαρότητα των ηθών και η βάναυση περιφρόνηση της αξίας της ανθρώπινης ζωής, που καθημερινά ζούμε σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της γης, ο εκχυδαϊσμός της δημόσιας ζωής και η καταπάτηση όλων των θεσμών, που συγκροτούν τον κοινωνικό ιστό, είναι καρπός αυτού του ανθρωπισμού, που καλλιεργεί τις κλασσικές σπουδές, λατρεύει τη μουσική, τις τέχνες, τη λογοτεχνία, αλλά, που, αθετώντας τον Θεό, αθετεί και τον άνθρωπο ως προσωπικότητα.
Συμπερασματικά, ο πνευματικός άνθρωπος πρέπει να αποκαταστήσει την κλονισμένη πίστη στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου διδάσκοντας τους άλλους, πρωτίστως με το παράδειγμά του, με τη συνέπεια λόγων και έργων. Ας συνειδητοποιήσουμε κάποτε ότι το κύριο καθήκον ενός κόσμου που επιθυμεί μεγαλοσύνη και διάρκεια είναι να επιχειρήσει την αναστήλωση του ανθρώπου.
Είναι βαριά η αποστολή του πνευματικού ανθρώπου στην εποχή μας. Έχει συνείδηση της μοναξιάς του, βλέπει συχνά ότι ζει μέσα στην ένδεια, αλλά ποτέ δεν παρασύρεται από τον πυρετό της ευδαιομονίας. Η ακοίμητη έγνοια του είναι το πνεύμα, όχι η ύλη. Οι ιδέες δεν είναι γι’ αυτόν πολυτέλεια, είναι ανάγκη ζωής. «Ο πνευματικός άνθρωπος –γράφει ο Emerson– είναι ο μόνος που υψώνεται επάνω από τις προσωπικές ιδιοτέλειες και ζει και αναπνέει στη σφαίρα του εποπτικού και μεγαλόπνοου στοχασμού. Είναι το μάτι του κόσμου. Είναι ακόμα η καρδιά του κόσμου».

5. Επιλογικά
Κυρίες και κύριοι,
«Τον κόσμο τον συνθέτουν δύο υλικά: η Σιωπή και το Σκότος –τα έσχατα μυστικά του σύμπαντος…. Τον κόσμο τον ανασυνθέτουν δύο υλικά: ο Λόγος και το Φως –αιφνίδια εξαγγέλματα αθανασίας». Με τα λόγια αυτά ο Χρήστος Μαλεβίτσης, στο βιβλίο του Προοπτικές, εκφράζει την πίστη του στον κυριαρχικό ρόλο του πνεύματος επάνω στις δυνάμεις της ύλης.
Νομίζω ότι είναι καιρός να πιστέψουμε στη δύναμη του πνεύματος. Η σημερινή εποχή αναζητεί το πνεύμα, το παντοδύναμο και κυρίαρχο, που θα ανακαλύψει ανάμεσα στον τρομακτικό συμφυρμό των αγελαίων μονάδων τον άνθρωπο και θα τον τοποθετήσει στο πρώτο του βάθρο. Υπάρχουν πολλοί, που πιστεύουν ότι η μάχη του πνεύματος είναι χαμένη, ότι η πνευματική ζωή ρυθμίζεται εκ των κάτω και όχι εκ των άνω, ότι οι άνθρωποι του πνεύματος αφομοιώνονται τελικά από τη μάζα και εγκαταλείπουν τα υψηλά οράματα. Δεν συμμερίζομαι την απαισιόδοξη αυτή άποψη. Η μάχη του πνεύματος δεν κρίνεται σε διάστημα δύο ή τριών γενεών, είναι μια μάχη εν εξελίξει, είναι θα έλεγα το περιεχόμενο όλης της ιστορίας του ανθρώπου.
Και ήδη φτάνω στο τέλος της ομιλίας μου. Οφείλω, πριν τελειώσω, να κάμω μια διευκρίνιση. Γνωρίζω ότι πιθανόν να υπάρξουν αντιρρήσεις και ως προς τον τρόπο διαπραγμάτευσης του θέματος και ως προς τις θέσεις που υποστήριξα. Αυτό το βρίσκω φυσικό για ένα θέμα τόσο βασικό και πολύπλοκο. Δεν ήταν, εξάλλου, πρόθεσή μου να εκθέσω δογματικά αμετακίνητες απόψεις, αλλά περισσότερο να εκφράσω ένα ιδανικό μου.
Και τώρα, καθώς βλέπω τον εαυτό μου κάτω από αυτό το υψηλό όραμα του πνευματικού ανθρώπου, νιώθω αληθινή συντριβή.
Με παρηγορεί όμως η σκέψη ότι οι ώρες που διέθεσα στο αγαπημένο μου όραμα αποτέλεσαν μια λυτρωτική φυγή από την εφιαλτική πραγματικότητα.
Έχω τη γνώμη πως, στις κρίσιμες στιγμές που περνούμε, η ανάταση στους καθαρούς χώρους του πνευματικού ουρανού γαληνεύει και γεμίζει το είναι μας με φως και ομορφιά. Ιδιαίτερα στις ημέρες μας διατηρεί όλη την επικαιρότητά του, ο στίχος του εθνικού μας ποιητή:
«Γλυκό είναι της παράδεισος να μελετάς τα κάλλη».


Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΒΟΤΣΗΣ, Ο ΜΕΓΙΣΤΟΣ ΤΩΝ ΔΗΜΑΡΧΩΝ



ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΒΟΤΣΗΣ, Ο ΜΕΓΙΣΤΟΣ ΤΩΝ ΔΗΜΑΡΧΩΝ

                               Του Βασίλη Λάζαρη 
                               Ιστορικού Συγγραφέα ,Μέλους Εταιρείας Λογοτεχνών

Η εισήγησή μου αναφέρεται στον  Δημήτριο Βότση, ο οποίος δίκαια θεωρείται ως ο σημαντικότερος δημοτικός άρχοντας ,που γνώρισε ποτέ η Πάτρα. Στο Δημαρχιακό αξίωμα ανέβηκε για πρώτη φορά κερδίζοντας τις δημοτικές εκλογές της 5ης του Σεπτέμβρη του 1899 και αφήνοντας δεύτερον σε μια πεισματική αναμέτρηση τον Θάνο Κανακάρη  ,ο οποίος, όπως και ο Γεώργιος Ρούφος και ο Περικλής Καλαμογδάρτης και άλλοι προγενέστεροί του, εξέφραζε σε τοπικό επίπεδο τον χρεωκοπημένο φεουδαρχικό κόσμο και την ομάδα  εκείνη των μεγαλοαστών, που είχε συμβιβαστεί μαζί του.
Ο πατριάρχης της πατραϊκής δημοσιογραφίας  Κωνσταντίνος Φιλόπουλος είχε επανειλημμένα  ασχοληθεί στην εφημερίδα του «Φορολογούμενος» με την αναγκαιότητα της απαλλαγής  της τοπικής δημαρχίας από την κυριαρχία του φθαρμένου παλαιοκομματισμού,δε3δομένου ότι σύμφωνα με την άποψή του η δημοτική αρχή γενικά αποτελούσε βασική πηγή της λαϊκής εξουσίας και πρωτογενή εστία ελευθερίας. Τόνιζε μάλιστα ο Φιλόπουλος στη μαχητική αρθρογραφία του, ότι δυστυχώς η εν λόγω αρχή εκφραζόταν μέχρι τότε στην Ελλάδα ως συνεταιρισμός  ενός ανδρός με επιρροή ή με όνομα προς κάποιο όμιλο ανθρώπων, οι οποίοι θα βοηθούσαν να σκαλώσει στη δημαρχιακή πολυθρόνα με συγκεκριμένα ανταλλάγματα.
Ο όμιλος αυτός ,σύμφωνα πάντα με τον Φιλόπουλο, θα απειλούσε, θα υποσχόταν, θα ραδιουργούσε, θα μιλούσε  για δημοτικές ελευθερίες, για την αναγκαιότητα της αυτοδιοίκησης και για τα απαράγραπτα δικαιώματα των ανθρώπων της εργασίας. Όταν όμως θα κέρδιζε την δημαρχία ο εκλεκτός του, τότε θα καρπώνονταν τα υλικότερα δημοτικά οφέλη και στους φίλους του θα πρόσφερε ύποπτες προμήθειες και διορισμούς.
Ο Βότσης απετέλεσε την άρνηση αυτής της απαράδεκτης κατάστασης των τοπικών δημοτικών πραγμάτων, παρά το γεγονός ότι οι πολιτικές του αντιλήψεις δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως διαπνεόμενες από ρηξικέλευθα οράματα.
Είχε γεννηθεί το 1847 στο Τσιβδί, υπήρξε δε γιός του Αθανασίου Βότση από τους πρώτους οικιστές της Πάτρας, με ρίζες από την Παραμυθιά της Ηπείρου. Σε ηλικία 22 ετών εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στις τάξεις των πατρινών δικηγόρων ως πρώτη του δε αξιόλογη πολιτική πράξη θεωρείται η συμμετοχή του σε ομάδα 52 συναδέλφων του, οι οποίοι είχαν καταδικάσει  τους περιβόητους «στηλίτες» του Βούλγαρη με κοινή δήλωση τους στον τοπικό τύπο.
Όταν ο Βότσης ανέλαβε τα δημαρχιακά του καθήκοντα, διαπίστωσε ότι οι προκάτοχοί του από το 1870 και δώθε είχαν αφήσει  στο Δήμο πολλά ανεξόφλητα χρέη. Το γεγονός τούτο του δημιούργησε πολλά προβλήματα, τελικά όμως  κατόρθωσε να εξοφλήσει όλα τα παληά κινητά χρέη του Δημαρχείου πληρώνοντας συνολικά 1.350.000 δραχμές, ενώ ελάττωσε παράλληλα το πάγιο δημοτικό χρέος κατά ένα εκατομμύριο και πλέον.
Ο Βότσης παρέμεινε δήμαρχος 15 χρόνια, από το 1899 μέχρι το 1914,οπότε αντικαταστάθηκε στο αξίωμά του από τον Δημήτριο Ανδρικόπουλο - Μπουκαούρη. Οι συμπολίτες του έτρεφαν απέναντί του ιδιαίτερη εκτίμηση, τούτο όμως δεν υπήρξε αρκετό, για να αντισταθμίσει τον δυσμενή αντίκτυπο, που είχε προκαλέσει η καταφανής απροθυμία του να γίνει φίλος του Ελευθερίου Βενιζέλου, σε μια εποχή, κατά την οποία κυριαρχούσε απόλυτα στο ελληνικό πολιτικό στερέωμα ο μεγάλος εκείνος άνδρας. Έτσι ,έχασε στις δημοτικές εκλογές του Φλεβάρη του 1914,παρά το ξεχωριστό έργο ,που είχε επιτελέσει.
Ο Βότσης διακρινόταν γενικά για τις συντηρητικές του αντιλήψεις γύρω από συγκεκριμένα πολιτική και κοινωνικά θέματα. Ήταν ,για παράδειγμα, αντίθετος στην καθιέρωση της Κυριακής ως αργίας  για τους εργαζομένους-οι αντικειμενικές όμως συνθήκες τον είχαν τελικά υποχρεώσει να μην αντιδράσει  στην εφαρμογή των σχετικών κυβερνητικών αποφάσεων, αλλά αντίθετα, να ζητήσει την επέκταση της ισχύος τους και στην Πάτρα, «καίτοι» όπως αναφέρεται  στα πρακτικά του δημοτικού συμβουλίου,» εφρόνει, ότι το ζήτημα της Κυριακής αργίας θα απέβαινεν επιβλαβές εις την εμπορικήν κίνησιν της πόλεως»(1)
Ο συντηρητισμός του Βότση καταφαίνεται σε ένα πλήθος καταγραφών των εν λόγω  πρακτικών ,όπου μεταξύ άλλων αναλώνεται σε αφειδώλευτους επαίνους για την Εθνική Τράπεζα, η οποία. όπως έγραφε παληότερα η έγκυρη πατραϊκή εφημερίδα «Φορολογούμενος»,δεν  είχε ποτέ υψωθεί σε σφαίρα της μπακαλικής κερδοσκοπίας(2),αλλά όπως υποστήριζε ο Βότσης, αποτελούσε το ευεργετικώτερον εν Ελλάδι πιστωτικόν ίδρυμα». Στους επαίνους του πατρινού δημάρχου περιλαμβανόταν, όπως ήταν φυσικό. και ο Στέφανος Στρέιτ, διοικητής της εν λόγω Τράπεζας και γνήσιος εκφραστής των απόψεων του ελληνικού τραπεζικού κεφαλαίου-εξ αιτίας όχι της ανάγκης κάποιας τυπικής προς αυτόν φιλοφρόνησης αλλά της απόλυτης σύμπτωσης των απόψεων  των δύο αυτών ανδρών σχετικά με τους τρόπους αντιμετώπισης των διαφόρων πολιτικών και κοινωνικών θεμάτων(3).
Ο συντηρητισμός του Βότση υπήρξε περισσότερο φανερός στη στάση του απέναντι στα Ανάκτορα. Είχε προετοιμάσει μεγάλη υποδοχή στον Γεώργιο Α΄, όταν εκείνος το Μάη του 1907 είχε έλθει από την Κέρκυρα στην Πάτρα  προκειμένου να παραδώσει σε λαμπρή τελετή την πολεμική σημαία στο 12ο Σύνταγμα. Του είχε επίσης οργανώσει την ίδια υποδοχή, όταν εκείνος επισκέφθηκε και πάλι την αχαϊκή πρωτεύουσα τον επόμενο χρόνο, ενώ τον διάδοχο Κωνσταντίνο τον είχε παρουσιάσει ως τον κυριότερο συντελεστή των νικών του ελληνικού στρατού στους βαλκανικούς πολέμους και είχε προτείνει σε ειδική συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου να δοθεί το όνομα του στην πλατεία Τριών Συμμάχων.
Στην εν λόγω συνεδρίαση δεν είχε παραλείψει βέβαια, προφανώς για λόγους τακτικής, να επαινέσει και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, χαρακτηρίζοντάς τον «πρωτεργάτην  της αναστάσεως του Γένους, ελευθερωτήν του αλυτρώτου ελληνισμού και υπέροχον αληθώς διάνοιαν» και ζητώντας παράλληλα να μετονομασθεί σε οδό Ελευθερίου Βενιζέλου η οδός Ερμού. Δεν αντέκρουσε όμως τον πολιτικό του φίλο και δημοτικό σύμβουλο Κανέλλο Κανελλόπουλο, πατέρα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου ,όταν αυτός, διατυπώνοντας αντιρρήσεις σχετικά με την μετονομασία του κεντρικού εκείνου δρόμου της πόλης ,ανέφερε στην ίδια συνεδρίαση, ότι έπρεπε το  δημοτικό συμβούλιο να περιορισθεί «εις την αποστολήν προς τον κύριον πρωθυπουργόν ενός θερμού συγχαρητηρίου τλεγραφήματος και να αναβάλη άλλην απόφασιν, αφού το πολιτικόν και διπλωματικόν μέρος του εθνικού ζητήματος δεν είχε τελειώσει ώστε ακόμη και δεν ηξεύρομεν, μη τυχόν ευρεθώμεν ,προτού φθάσωμεν εις το τέλος ενώπιον βαράθρου»(4)
Οι βαλκανικοί πόλεμοι ωστόσο, παρά τις επιφυλάξεις του δημοτικού συμβουλίου οδήγησαν σε ευτυχείς λύσεις για την ελληνική πλευρά, όχι μόνο στο στρατιωτικό αλλά και στο πολιτικός και διπλωματικό πεδίο. Είχαν  όμως παράλληλα δημιουργήσει και αρκετά οικονομικά προβλήματα σε πολλές  πατραϊκές οικογένειες, για  τις οποίες εν τούτοις μεριμνώντας ανυστερόβουλα ο Βότσης, είχε ζητήσει από το δημοτικό συμβούλιο την οικονομική ενίσχυση των εν λόγω οικογενειών, είχε εξασφαλίσει σχετική πίστωση  45.000 δραχμών και είχε εκφράσει την πεποίθηση, ότι «θα εισέφερον τον οβολόν των χάριν της ιερότητος του σκοπού και οι πλούσιοι πατρείς και τα εκκλησιαστικά συμβούλια  των πατραϊκών ναών, οι οποίοι οικονομικώς ευημέρουν»(5).
Ο συντηρητισμός της πολιτικής σκέψης του Βότση ίσως δεν του είχε επιτρέψει να συλλάβει σε όλη την έκταση της τη σημασία των συγκλονιστικών γεγονότων που διαδραματίσθηκαν στη διάρκεια της δημαρχίας του στην Ελλάδα και γενικότερα στη Βαλκανική. Φαίνεται ,ότι ο Βότσης δεν είχε ιδιαίτερα χαρίσματα πολιτικού, ενώ η εντιμότητά του δεν του επέτρεπε να απεμπολήσει της μέχρι τότε πολιτικές απόψεις του, όπως είχε συμβεί με αρκετά «λαμόγια» εκείνης της εποχής, που δεν είχαν δυσκολευτεί να εγκαταλείψουν τις παληότερες πολιτικές θέσεις τους και να ασπασθούν τον βενιζελισμό, που τον αντιμετώπιζαν ως αναγκαία προϋπόθεση, για να διατηρηθούν ως σαπρόφυτα κάτω από τη σκιά του θριαμβεύοντος τότε κόμματος των Φιλελευθέρων.
Ο Βενιζέλος είχε επιχειρήσει απαρχής να πλήξει τον Βότση, όχι ασφαλώς για προσωπικούς λόγους. Επρόκειτο στην προκειμένη περίπτωση για καθαρά πολιτική ενέργειά του, ου προφανώς αποσκοπούσε στον παραμερισμό με την σπίλωση ενός τιμίου, δραστήριου και επομένως ισχυρού συντηρητικού πολιτικού αντιπάλου,  οποίος είχε κερδίσει με την ψήφο του λαού την ιδιότητα του πρώτου πολίτη σε ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα της χώρας.
Ο πατραϊκός τύπος, που ήταν ταγμένος σχεδόν ολοκληρωτικά στο πλευρό του Βενιζέλου, υπερασπίστηκε τότε τον Βότση-η τοπική εφημερίδα «Κραυγή του Εκπνέοντος Ελληνισμού» είχε κατηγορήσει μάλιστα τον κρητικό πολιτικό ,ότι «προσεπάθει να δημιουργήσει  όχι μόνο εντός της Βουλής αλλά και διά των δημάρχων κόμμα(επιχειρών και δι’ αυτών) να χρίη και να μυρώνει βουλευτάς»(6) Η ίδια εφημερίδα σε προηγούμενο δημοσίευμά της είχε εξάλλου, τονίσει, ότι «ο κύριος Βενιζέλος, ωθών την πολιτικήν του εμπάθειαν μέχρις ακρότητος, είχε διατάξει τον γενικόν έλεγχον όλης της δωδεκαετούς διαχειρίσεως του κυρίου Βότση, διά να ανεύρη καταχρήσεις και σφετερισμούς»-και στη συνέχεια είχε σημειώσει ότι «εκ των πεντακοσίων δημάρχων του κράτους (ο κύριος πρωθυπουργός) μόνον τον δήμαρχον Πατρέων και τινός άλλους  του νομού  είχε θέσει υπό τα βέλη του»(7).
Ο Βότσης δεν ήξερε, αλλά και ούτε ήθελε να μάθει να ελίσσεται μέσα  στους σκοτεινούς δαιδάλους της αστικής πολιτικής πρακτικής εκείνης της εποχής—υπήρξε όμως πολύ καλός διαχειριστής αυστηρά προσδιοριζόμενων αντικειμένων, και στην προκειμένη περίπτωση των δημαρχιακών, και παράλληλα  έντιμος άνθρωπος και ειλικρινής φίλος των πατρινών.
Έτσι ο  δραστήριος αυτός δήμαρχος, επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο για τη λειτουργία των 39 δημοτικών σχολείων της περιοχής, ξοδεύοντας γι’ αυτό το σκοπό κατά μέσο όρο 170.000 δραχμές το χρόνο, ενώ το 1911 αγόρασε με 121.240 δραχμές  από το Ράλλη Μακρυγιάννη ,γόνο μεγαλεμπόρων, το σημερινό δημαρχιακό μέγαρο και ξόδεψε άλλες 13.497 δραχμές για τον εσωτερικό και εξωτερικό του διάκοσμο. Στις 18 του Σεπτέμβρη του 1910 εξ’ άλλου, άνοιξε την Δημοτική Βιβλιοθήκη που ιδρύθηκε με πυρήνα τους 5.000 τόμους της βιβλιοθήκης της Βιοτεχνικής Εταιρείας και απετέλεσε την πρώτη στην Ελλάδα Δημοτική Βιβλιοθήκη, όπως είχε αναφέρει μιλώντας στα εγκαίνιά της ,ο Σπυρίδων Λάμπρος.
Ο Βότσης κατέστησε με 48.858 δραχμές τον δήμο ιδιοκτήτη μεγάλων οικοπέδων κοντά στα Καντριάνικα, όπου το 1912 κτίσθηκαν οι στρατώνες που θεωρούνταν εντελώς απαραίτητοι για την πόλη. Με 74.000 δραχμές ,εξάλλου, ανακαίνισε το Δημοτικό Νοσοκομείο και ταυτόχρονα έκτισε και εξόπλισε το θεραπευτήριο μεταδοτικών νοσημάτων, ξοδεύοντας 29.000 δραχμές. Εγκατέστησε επίσης  το           Πτωχοκομείο σε νέο οικοδόμημα, κατασκευασμένο με έκτακτη συνδρομή 15.000 δραχμών, ενώ το 1903,αποκοπώντας,στην προστασία της δημοσίας  υγείας, ανήγειρε  σφαγεία με δαπάνη 212.000 δραχμών. Ένα χρόνο ενωρίτερα εγκαινίασε  τον τροχιόδρομο και την ίδια περίπου εποχή με το ποσό των 400.000 δραχμών διοχέτευσε το νερό των πηγών του Βελβιτσίου στην πόλη από απόσταση δέκα χιλιομέτρων. Με 72.000 δραχμές εξάλλου έκτισε νέα δεξαμενή, διπλασίας από την παληά χωρητικότητας, με 82.000 δραχμές ανακαίνισε το εσωτερικό δίκτυο ύδρευσης, τοποθετώντας σωλήνες μεγάλου διαμετρήματος και με 7.000 δραχμές κατασκεύασε μικρά υδραγωγεία στα γύρω από την Πάτρα χωριά.
Ο Βότσης ενδιαφέρθηκε παράλληλα για την ανάπτυξη του εγχωρίου εμπορίου, φροντίζοντας για την κατάργηση του νόμου που επέβαλλε δημοτικό φόρο στα εισαγόμενα στο δήμο ώνια και εμπορεύματα, τα προοριζόμενα για τοπική κατανάλωση η τα προσωρινά αποθηκευμένα-ενός νόμου, που, όπως λέγονταν τότε είχε διώξει από την πόλη το εμπόριο. Κατόρθωσε επίσης αναφορικά με τα λιμενικά έργα ,να λύσει συμβιβαστικά τη διαφορά της λιμενικής επιτροπής με τον περιλάλητο Μανιάκ, που πήρε τελικά για την εξόφληση των αξιώσεών του μόλις ένα εκατομμύριο δραχμών αντί των δέκα εκατομμυρίων ,που ζητούσε.
Ο Βότσης είχε φιλοδοξήσει να φωταγωγήσει με ηλεκτρικό ρεύμα ολόκληρη την Πάτρα, ανυπέρβλητες όμως αντικειμενικές δυσκολίες δεν του επέτρεψαν να υλοποιήσει το συγκεκριμένο αυτό σχέδιό του. Κατόρθωσε ωστόσο την ηλεκτρική φωταγώγηση της πλατείας Γεωργίου και ενός μέρους της οδού Μαιζώνος το Πάσχα του 1907-γεγονός ,που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στους πατρινούς και ειδικά στους επιχειρηματικούς κύκλους της περιοχής.
Ο Βότσης εργάσθηκε επίσης για την ενίσχυση της τοπικής βιοτεχνίας και βιομηχανίας και ανέπτυξε δραστηριότητες  για τη λειτουργία μιας μόνιμης έκθεσης  βιοτεχνικών και βιομηχανικών προϊόντων στην Πάτρα. Έτσι μαζί με τον ιστορικό εμπορικό σύλλογο «Ερμής» και την ιδρυμένη από το 1895 τοπική «Βιοτεχνική Εταιρεία» ενίσχυσε οικονομικά από τα αποθεματικά του πατραϊκού δήμου το θεμελίωμα αυτής της ιδιαίτερα σημαντικής για την εγχώρια αστική τάξη έκθεσης που άνοιξε τις πύλες της  την 1η του Μάη του 1900,χωρίς ωστόσο να προκαλέσει ιδιαίτερη συγκίνηση στην πλειοψηφία των πατρινών εμπόρων.
Ο Βότσης αντέδρασε έντονα, όταν τον Οκτώβρη του 1909 υποβλήθηκε στη Βουλή νομοσχέδιο, με το οποίο καταργούνταν ουσιαστικά το λιμάνι της Πάτρας ως μεταναστευτικό και οριζόταν ως μοναδικό στην προκειμένη περίπτωση εκείνο του Πειραιά.
Στην Αχαϊκή πρωτεύουσα είχαν πραγματοποιηθεί ογκώδεις και θορυβώδεις διαδηλώσεις, που σε μια περίπτωση κορυφώθηκαν με καταστροφές και λεηλασίες-ενώ ο ίδιος ο Βότσης(αντίθετος από ιδιοσυγκρασία αλλά και επηρεασμένος από την μεγαλοαστική πολιτική του θέση απέναντι στις αχειραγώγητες λαϊκές εξάρσεις, που αρεσκόταν να τις χαρακτηρίζει «οχλοκρατικές» περιορίσθηκε ,με τη σύμφωνη γνώμη του Δημοτικού συμβουλίου ,να στείλει στον πρωθυπουργό και στον πρόεδρο της Βουλής τηλεγράφημα, στο οποίο διατυπωνόταν  «η εντονότατη διαμαρτυρία του Σώματος κατά του εν λόγω μέτρου, ολεθριωτάτου διά την πρόοδον των Πατρών»(8).
Το νομοσχέδιο για την μετανάστευση, παρά τις διαμαρτυρίες του Βότση και τα συλλαλητήρια, έγινε τελικά νόμος(προς επιβεβαίωση του φιλισταϊσμού, που κρύβεται πίσω από τις αστικοδημοκρατικές διακηρύξεις για τον  σεβασμό της λαϊκής θέλησης) το λιμάνι ωστόσο της Πάτρας, λόγω της διατήρησης των σχετικών αντικειμενικών και ακαταπολέμητων συνεπώς συνθηκών παρέμεινε τελικά μεταναστευτικό. Μέσα στην πόλη μάλιστα το 1910 λειτουργούσαν και πρόκοβαν πέντε πρακτορεία μεταναστεύσεων, κυρίως προς τις Ηνωμένες Πολιτείες τους δυστυχείς μετανάστες του ευρύτερου πελοποννησιακού χώρου, πιεσμένους από την ανεπάρκεια του αγροτικού κλήρου αλλά κυρίως από την ανεργία η οποία αποτελούσε συνέπεια κατά βάση της σταφιδικής κρίσης που καταβασάνιζε εκείνη την εποχή τη χώρα.
Με το όνομα του Βότση είναι δεμένη και η υπόθεση του κτισίματος του νέου ναού του Αγίου Ανδρέα, για την ανέγερση του οποίου είχε εισηγηθεί στην Εθνοσυνέλευση όταν ήταν βουλευτής Αχαΐας, ειδικό νομοσχέδιο το οποίο αργότερα έγινε νόμος του κράτους. Ο δραστήριος αυτός δήμαρχος είχε προκαλέσει διαγωνισμό για την εκπόνηση σχεδιαγράμματος του ναού και είχε στη συνέχεια κατορθώσει για την εξοικονόμηση των  απαραιτήτων πόρων, την επιβολή ελαχίστου φόρου 30 λεπτών κατά χιλιόλιτρο πάνω στο εξαγόμενο από το λιμάνι της Πάτρας σταφιδόκαρπο.
Τα κεφάλια του ναού στην Εθνική Τράπεζα; Έφτασαν τότε τις 488.000 δραχμές ενώ το 1918 είχαν αγγίξει με τους τόκους το ένα εκατομμύριο, εκτός των 250.000 οι οποίες είχαν ήδη δαπανηθεί για την οικοδόμηση της εν λόγω εκκλησίας.
Το πλήθος των φροντίδων του Βότση  για το κτίσιμο του νέου ναού του Αγίου Ανδρέου δεν πρόδιδε ωστόσο την ύπαρξη άριστων σχέσεων ανάμεσα στον πρώτο πολίτη της Πάτρας και στην τοπική επίσημη εκκλησία, της οποίας προκαθήμενος ήταν τότε ο Ιερόθεος Μητρόπουλος, παληός καλόγηρος της μονής Ταξιαρχών της Αιγιαλείας και κατόπιν μαθητής του «αιρετικού» Αποστόλου Μακράκη. Το 18884 ωστόσο ο Ιερόθεος επανήλθε πλησίστιος στην ορθοδοξία και «απετάξατο» τον δάσκαλο του, κληρονόμησε όμως από την έξαλλη διδαχή του το μένος κατά των μασόνων, τους οποίους, όπως είχε δηλώσει σε σχετική συνέντευξη του θεωρούσε τόσο ισχυρούς «ώστε να δύνανται ούτοι και τον λαόν να προκαλέσωσι και την ιεραρχίαν να εκμηδενήσωσι». Όπως τόνιζε μάλιστα στην  ιδία συνέντευξη του, «η ελλειψις στοιχειώδους από μέρους των μασόνων   ευπρεπείας και η συναδελφότης των μετ’ ανδρών μετεχόντων εις την διοίκησιν του κράτους τους έκαναν να μη λογαριάζουν ένα ιεράρχη, εκπληρούντα το καθήκον του, και να σπεύδουν, όπως προκαλέσωσιν εις τα φανερά πάλην μαζί του».(9).
Ο Ιερόθεος είχε πολεμήσει τότε σκληρά τον «μέγαν διδάσκαλον» των μασόνων Τιμολέοντα Φιλήμονα και τον «μέγαν ρήτορα» της Αθηναϊκής Στοάς Αγησίλαο Γιαννόπουλο και σε πατραϊκό επίπεδο τους χαρακτηρισμένους από μέρους του ως μασόνους Νικόλαο Κορύλλο, Ανδρέα Πικραμένο, Ανδρέα Σαρρή, Χρήστο Κρητικό και Γεώργιο Τσερτίδη -αλλά και τον δήμαρχο Δημήτριο Βότση, τον οποίο ωστόσο είχε σπεύσει να υπερασπισθεί το Δημοτικό συμβούλιο, υποστηρίζοντας κατά πλειοψηφία καταγγελίες του δημοτικού συμβούλου Χρήστου Κρητικού αναφορικά με την τότε ελάττωση των εισπράξεων του ναού του Αγίου Ανδρέα και τις καταφανείς αιτίες αυτής της ελάττωσης(10).
Ο Βότσης πάντως τελικά είχε αντιπαρέλθει το θέμα, προτιμώντας προφανώς να ξοδεύει την δυναμικότητά του στην επίλυση των ποικίλων καθημερινών προβλημάτων του Δήμου. Ίσως μάλιστα να είχε λάβει όψη του εκείνο που είχε καταγγείλει με μια σειρά άρθρων του το 1889 στον πατραϊκό  «Νέο Αιώνα» του Ανδρέα Μεταξά ο πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντίνος Νικολόπουλος, ότι δηλαδή «ένιοι των κληρικών απέβαινον σήψις και σκότος εν τω λαώ»(11).
Ο άγαμος Δημήτριος Βότσης πέθανε στην μία το μεσημέρι της 28ης του Οκτωβρίου του 1917 σε ηλικία 70 χρόνων, μόλις τρία χρόνια μετά την πικρή απομάκρυνσή του από τη δημοτική  εξουσία-αιτία δε του θανάτου  του υπήρξε η ουραιμία και υπερταξία του προστάτη, όπως βεβαίωσαν  στην «άδεια ταφής» ο «πιστοποιήσας ιατρός» και ο «νεκροσκόπος».Επικήδειο μπροστά στη σωρό του εκφώνησε μόνο ο δήμαρχος Δημήτριος Μπουκαούρης, που τον είχε διαδεχθεί, ενώ με προηγούμενη στρατιωτική μουσική ο νεκρός του μεταφέρθηκε με πομπή στο νεκροταφείο και ενταφιάστηκε, με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου ,στον χώρο εκείνον, που ήταν προορισμένος για τους μεγάλους ευεργέτες(12).
Στον τάφο του Βότση σωριάστηκαν αρκετά στεφάνια και στήθηκε αργότερα μια προτομή του, ενώ μια δεύτερη κατασκευάσθηκε την ίδια εποχή με δαπάνη του πατραϊκού λαού και τοποθετήθηκε στην πλατεία Τριών Συμμάχων. Έμεινε εκεί μέχρι το Μάη του 2.000, οπότε εκδιώχθηκε από την τότε δημοτική αρχή προκειμένου να ανακαινισθεί η πλατεία. ΄Εκτοτε ο Βότσης βρίσκεται  σε μια ήσυχη ,απόμερη γωνιά, στη διασταύρωση του ομωνύμου του δρόμου και της Οθωνος Αμαλίας, λησμονημένος και σιωπηλός μέσα στη σκόνη του καιρού, περιμένοντας ίσως την επίδειξη κάποιου αργοπορημένου προς το πρόσωπό του σεβασμού, από μια πόλη με βαρειά ιστορία της οποίας υπήρξε ο μέγιστος των δημάρχων.
1.Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Πατρών .Συνεδρίασις 14ης Δεκεμβρίου 1909.
2.Εφ.Φορολογούμενος,φ.9 Σεπτεμβρίου 1883
3.Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Πατρών. Συνεδρίασις 16ης Μαρτίου 1902
4.ο.π.Συνεδρίασις 27ης Οκτωβρίου 1912.
5.ο.π.Συνεδρίασις 22ας Σεπτεμβρίου 1912
6.Εφ. Κραυγή του Εκπνέοντος Ελληνισμού» φ.5 Φεβρουαρίου 1912.
7. ο.π.20 Ιανουαρίου 1912.
8.Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Πατρών Συνεδρίασις 22ας  Οκτωβρίου 1909
9.Ο Μασονισμός εν Ελλάδι αποκαλυπτόμενος. Εκδ. Συλλόγου Ορθοδοξίας. Εν Πάτραις 1902 σελ.29.
10.Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Πατρών Συνεδρίασις 7ης Νοεμβρίου 1901
11.Βλ.Κων.Νικολετοπούλου. Αυτοσχέδιος περί κλήρου μελέτη. Πάτραι 1905 σελ.11-14,16,19.21 και 29.
12.Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Πατρών. Συνεδρίασις 29ης Οκτωβρίου 1917,

ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Η ομιλία του Ιστορικού συγγραφέα Βασίλη Λάζαρη έγινε στα πλαίσια των διαλέξεων και ομιλιών της Διακιδείου Σχολής Λαού Πατρών την Τετάρτη 30 Απριλίου 2014 ώρα 8 μ.μ.