Σάββατο 30 Μαΐου 2015

ΣΤΗ ΒΑΠΤΙΣΗ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΜΑΣ ΣΟΦΙΑΣ



                           31η ΜΑΙΟΥ 2015
( Στη σημερινή βάπτιση της μικρής μας Σοφίας)
Μέρα πεντηκοστής από την Ανάσταση,
ο ακούσιος ασπασμός στη Θρησκεία του Ναζωραίου
έτσι αποφάσισαν οι Πατέρες κι οι γονείς σου…
κατά τις παραδόσεις.
Η κατήχησή σου θα γίνει αργότερα
Όταν συλλαβίζεις και βάζεις στη σειρά τις λέξεις σου.
Στη σημερινή σου ανάδειξή σου σε Χριστιανή
Από την κολυμπήθρα της ζωής σου,
Σήμερα το πρωί τυχαία άνοιξα τη βίβλο
Για να σου αφιερώσω λίγους στίχους της
Που πίστευα πως θα σε εκφράζουν…
Το χέρι του Θεού,
 στάθηκε στη σελίδα 763 , κεφ,ε
  Προς Γαλάτας. Στιχ.22-26 και τίτλο,
 Ο Καρπός του Αγίου Πνεύματος…
«Ο δε καρπός του Πνεύματος,
 εστίν αγάπη,
 χαρά,
ειρήνη,
μακροθυμία,
χρηστότης,
αγαθωσύνη,
πίστις,
πραότης,
εγκράτεια,
κατά των τοιούτων
ούκ έστι νόμος…..
Εί ζώμεν Πνεύματι,
πνεύματι και στοιχειώμεν.
μη γινόμεθα κενόδοξοι,
αλλήλοις προκαλούμενοι,
 αλλήλοις φθονούντες».
Μικρή μου Σοφία, καλώς όρισες
στην Εκκλησία του Εσταυρωμένου,
παρακαταθήκη,
 τα λόγια του ισαπόστολου,
πάντα επίκαιρα και διαχρονικά,
κι ο δρόμος σου χωρίς σταυρούς και δάκρυα
μόνο χαμόγελα και δράση…
Καλώς όρισες Σοφία ,  στην παρέα μας
στην παρέα κείνων που δεν πρόδωσαν τα πιστεύω τους…
Ο παππούς σου
Λεωνίδας Γ. Μαργαρίτης
 Ένας κι εγώ  της  παρέας.

ΕΝΑΣ ΥΜΝΟΣ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ



ΕΝΑΣ ΥΜΝΟΣ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ
(Κείμενο ομιλίας του τ.Σχολικού Συμβούλου Δημήτρη Μαρκόπουλου που έγινε στο πλαίσιο των Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών Ν.Δ.Ελλάδος στην αίθουσα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πατρών και με τη συνεργασία της τη Δευτέρα 11-5-2015   με την ευκαιρία του εορτασμού της Παγκόσμιας Ημέρας της Μητέρας με θέμα: «ΕΝΑΣ ΥΜΝΟΣ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ»



Θα’ θελα να΄μουν ποιητής,
τη μάνα την γεννήτρα να υμνήσω,
ρόδα και δάφνες να σκορπίσω
στο διάβα της πάνω στη γης.
Όμως δεν είμαι ποιητής. Κι είναι για μένα δύσκολο να βρω τα λόγια τα ιερά, για να μπορώ να ψάλλω τον ύμνο το δοξαστικό στην κοσμογέννα μάνα. Γιατί πως είναι δυνατόν με λόγια να υμνήσεις, αυτή που ξέρει να μιλά με της καρδιάς το χάδι.
Ο νους μου νιώθει ανήμπορος το χρέος να εκπληρώσει. Θα προσπαθήσω όμως. Κι αν δεν μπορούν τα λόγια μου τον ύμνο να συνθέσουν για αυτό το άγιο και ιερό που λέγεται μητέρα, ίσως μπορέσουν απαλά εσάς να συγκινήσουν. Και τότε η πραγμάτωση αυτής της ομιλίας θα έχει σένα βαθμό πετύχει τον σκοπό της.

Την έμπνευση για την καθιέρωση της «Γιορτής της Μητέρας» σε παγκόσμια κλίμακα, την οφείλουμε στην Αμερικανίδα Άννα Τζάρβις. Αυτή είχε την ατυχία να χάσει την μητέρα της πρόωρα και ορφάνεψε μαζί με την αδελφή της σε μικρή ηλικία.
Στα χρόνια της ορφάνιας στο έρημο το σπιτικό της, που άλλοτε το γέμιζε η στοργή και η ζεστασιά της μητρικής παρουσίας, έζησε τις πιο δύσκολες και τρομερές στιγμές της παιδικής της ηλικίας και τούτο, γιατί αναγκάστηκε να πάρει το ρόλο της μάνας και να φροντίζει την μικρότερη αδελφή της.
Στην αρχή το πράγμα της φάνηκε διασκεδαστικό. Νόμιζε πως θα έπαιζε τον ίδιο ρόλο που έπαιζε κάθε φορά που ασχολιόταν με την κούκλα της. Όμως, γρήγορα διαπίστωσε πόσο δύσκολο ήταν το έργο της Μητέρας και διακήρυξε πως κανένας δεν μπορεί να την αντικαταστήσει, όση θέληση και αγάπη διαθέτει η ψυχή του. Η διαπίστωση αυτή έγινε ένα έντονο καθημερινό βίωμα. Κι όταν μεγάλωσε, ένιωσε την ανάγκη να βρει κάποιον τρόπο με τον οποίο θα απέδιδε την αναγνώριση και την τιμή που αξίζει σε κάθε μητέρα. Συνέλαβε την ιδέα της καθιέρωσης μιας ημέρας του έτους σαν ξεχωριστή γιορτή της Μητέρας και μόχθησε με όλη της την ψυχή να πραγματοποιήσει το σκοπό της. Ύστερα από πολλές προσπάθειες και κινητοποιήσεις διαφόρων γυναικείων οργανώσεων, κατόρθωσε να αγγίξει τις αγνές χορδές της ανθρώπινης καρδιάς και να πετύχει την καθιέρωση της «Γιορτής της Μητέρας» πρώτα στην Αμερική και ύστερα σε όλες τις χώρες του κόσμου. Και η ημέρα αυτή ορίστηκε να γιορτάζεται κάθε δεύτερη Κυριακή του Μάη, γιατί την ημέρα αυτή έτυχε να πεθάνει η προσφιλής μητέρα της Άννας Τζάρβις.
Κατά τον εορτασμό της ημέρας αυτής, ολόκληρη η ανθρωπότητα, με διάφορες εκδηλώσεις, αποδίδει τον ελάχιστο φόρο τιμής προς την Μητέρα για τον τεράστιο ρόλο που παίζει στη ζωή μας. Τιμά την Μητέρα γιατί την θεωρεί πηγή ζωής και ωραιότητας. Θερμουγό πνοή που απαλύνει τον πόνο και σκορπά τριγύρω τη χαρά.  Ικανή για κάθε θυσία και έτοιμη πάντα να ανέβει τον δικό της Γολγοθά για να χαρίσει στα παιδιά της μια ζωή ευτυχισμένη.

Τώρα τελευταία διατυπώθηκε η άποψη ότι ύστερα από την κοινωνική εξίσωση της γυναίκας με τον άνδρα και την γενίκευση της εργαζόμενης γυναίκας, έπαψε η οικογένεια να έχει τη δομή και την μορφή που είχε στο παρελθόν, και πως ο ρόλος της γυναίκας σαν μητέρα αμβλύθηκε. Η αστική οικογένεια ανάγκασε την σύζυγο - μητέρα να είναι τόσες ώρες στη δουλειά και στο σπίτι, όσες ώρες είναι και ο σύζυγος – πατέρας. Η οργάνωση της οικογένειας έγινε συζυγική και οι ευθύνες βαρύνουν εξίσου και τα δύο μέλη και τον άνδρα και την γυναίκα. Για αυτό θα ήταν, λέγουν, προτιμότερο η γιορτή της Μητέρας να μετατραπεί σε γιορτή των συζύγων ή γιορτή της οικογένειας.
Η πρόταση αυτή μπορεί να έχει μια δόση ορθότητας. Όμως οφείλουμε να παραδεχτούμε τα πορίσματα της επιστήμης και ιδιαίτερα της Ψυχολογίας, που υποστηρίζει πως, ενώ η πατρότητα και η μητρότητα είναι δύο δεδομένες καταστάσεις της ζωής και συμβάλλουν αμοιβαία την προστασία και στην ανάπτυξη του παιδιού, ωστόσο δεν παύουν να έχουν ανάμεσά τους μια τεράστια διαφορά τόσο στην ουσία τους όσο και στην έκφρασή τους. Και τονίζεται ιδιαίτερα, ό,τι η ενότητα Μητέρα – παιδί είναι μια ιδιάζουσα βιολογική και πνευματική σχέση, που κανένας άλλος δεσμός δεν μπορεί να τον υποκαταστήσει.
Προσπαθήστε να βρείτε έναν πίνακα ζωγραφικής που να απεικονίζει στην αγκαλιά ενός πατέρα ένα κάποιο παιδί, ένα βρέφος. Αδύνατο να τον συναντήσετε. Όλοι οι ζωγράφοι, εμπνευσμένοι από τη φύση και τη ζωή, στα γόνατα της μητέρας και στη θερμή αγκαλιά της τοποθέτησαν το ανήμπορο βρέφος.
Και αυτός ακόμα ο Θεάνθρωπος, ο γλυκύτατος Ιησούς, στα γόνατα και στην αγκαλιά της αιώνιας μητέρας, της Παναγιάς, έστησε τον θρόνο του τον πρώτο. Και μην θεωρηθεί βλασφημία, αν δίπλα στην εικόνα του Θεοκρατούσας Παναγιάς, τοποθετήσουμε την φωτογραφία μιας μητέρας που κρατά στην αγκαλιά της το μωρό της και πιο δίπλα μια λιονταρίνα να προστατεύει με το σώμα της τα μικρά της. Η συσχέτιση των τριών αυτών σκηνών επιβεβαιώνει μια σχέση που μας προβάλλεται τόσο συχνά και που στο τέλος ο συνειρμός φύση- άνθρωπος – ιστορία – μητρότητα και θεϊκό στοιχείο να μας γίνεται ακλόνητη συνείδηση, πως η μητρότητα είναι ο συνδετικός κρίκος που δένει τη γυναίκα μητέρα από την μια μεριά με το μυστήριο της φύσης και το θεϊκό στοιχείο από την άλλη.
Τρανταχτή απόδειξη του φυσικού και θεϊκού στοιχείου που χαρακτηρίζει τη σχέση μητέρας – παιδιού ήταν ένα καταπληκτικό ντοκιμαντέρ που παρουσίασε η τηλεόραση, μια μέρα του Φλεβάρη του 2014.
Σε κάποια μαιευτική κλινική, μια μητέρα κρατούσε στον κόρφο της το νεογέννητο μωρό της.  Όταν ο πατέρας θέλησε με λαχτάρα να το πάρει κι αυτός στην αγκαλιά του, το παιδί άρχισε να κλαίει ασταμάτητα. Το πήρε η θεία του να το ηρεμήσει, μα αυτό συνέχισε να κλαίει!. Σαν το ξαναπήρε η μάνα του στην αγκαλιά  της το βρέφος, ως εκ θαύματος, αυτόματα σταμάτησε να κλαίει. Το σκηνικό επαναλήφθηκε δυό και τρεις φορές με την ίδια ομοιότητα. Ποια αλήθεια, φυσική και ποια θειική δύναμη έκανε το νεογέννητο μωρό να αισθάνεται σιγουριά και γαλήνη μόνο στην αγκαλιά της μητέρας του, πριν καλά καλά ανοίξει τα ματάκια του και πριν αναπτυχθούν οι αισθήσεις του;

Ας έλθουμε, λοιπόν, να εμβαθύνουμε όσο μας είναι μπορετό, σ’ αυτήν την πολυδιάστατη έννοια της μητρότητας και ας θαυμάσουμε μέσα από αυτή το μεγαλείο της Μητέρας, που η φύση την όρισε να ναι του κόσμου η αναγεννήτρα.
Πρώτο γνώρισμα της μητρότητας είναι η αστείρευτη αγάπη. Μια αγάπη που φτάνει στα όρια της λατρείας. Είναι το είδος εκείνο της αγάπης, που όπως λέει ο απόστολος Παύλος «πάντα στέργει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. Είναι πηγαία και αυθόρμητη, χωρίς να νοιώθει τους φραγμούς της λογικής. Δεν προσφέρει για να λάβει. Δεν ζητά ανταλλάγματα. Δίνει την αγάπη της γιατί τρέφεται με την προσφορά της. Αν υπάρχει η μητέρα, υπάρχει για να αγαπά. Για την αγάπη της μητέρας ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας Γκόρκι  είπε τούτα τα λόγια:
«Χωρίς τον ήλιο δεν ανθίζουν τα λουλούδια.
Χωρίς την αγάπη δεν υπάρχει ευτυχία.
Χωρίς την Μητέρα δεν υπάρχει αγάπη
Χωρίς την Μάνα δεν υπάρχει ούτε ποιητής ούτε ήρωας»
Η μητρική αγάπη είναι ετεροκεντρική  Κέντρο της χαράς και της φιλοδοξίας της το παιδί της που λατρεύει. Νιώθει να ικανοποιείται, όταν ικανοποιούνται  οι λαχτάρες του παιδιού της. Όλο της το «είναι» προσφέρεται σε αυτό. Τόσο πολύ αγαπά το σπλάχνο της, ώστε υπάρχει και ζει μονάχα για αυτό.
«Δική μου ξέχωρη από σας ζωή δεν έχω,
            ξωπίσω σας, με τη δική σας πάντα συλλογή
            σαν ίσκιος σας, παιδιά μου τρέχω»
 θα μας πει ο ποιητής Μιχάλης Πετρίδης.

Τούτοι οι στίχοι δεν υμνούν μόνο την αστείρευτη αγάπη της μάνας. Τονίζουν και ένα άλλο έντονο συναίσθημα της μητρότητας. Την αγωνία και την λαχτάρα της για το σωστό μεγάλωμα του παιδιού της  και  για την πραγμάτωση των ονείρων του. Στην ολόθερμη αγκαλιά της θα βρεθούμε από την πρώτη στιγμή της ζωής μας. Αυτή θα μας θρέψει με του στήθους της το γάλα. Αυτή θα κουνήσει το λίκνο μας και θα μας νανουρίσει. Η φωνή της θα είναι η πρώτη αίσθηση της ακοής μας και το χάδι της το πρώτο σκίρτημα της αφής μας. Αυτή θα μας μάθει την μητρική μας γλώσσα να μιλάμε. Στο χέρι της θα στηριχθούμε για να κάνουμε τα πρώτα βήματά μας. Στις μέρες του πόνου μας αυτή θα παρασταθεί στο πλευρό μας. Κι όταν ο πυρετός το κορμί μας ψένει, αυτή θα μείνει άγρυπνη δίπλα στο προσκεφάλι. Πόση υπομονή, πόση αντοχή, πόση δύναμη!!
Κι όταν αργότερα γίνουμε έφηβοι και ανδρωθούμε, και οι σπουδές ή το επάγγελμα, μας αναγκάζουν μακριά της να βρεθούμε, και τότε ακόμα η σκέψη της κοντά μας τρέχει. Κι η αγωνία γιγαντώνεται κι οι προσευχές της μεγαλώνουν. Ρομφαία σχίζει την καρδιά της η κάθε αποτυχία μας και πλήμμυρα χαράς γεμίζει την ψυχή της η κάθε επιτυχία μας.
Αυτή η συνεχή αγωνία της μητέρας για την προκοπή του παιδιού της θα μας την τονίσει ο ποιητής Χάρης Σακελλαρίου με τους θαυμάσιους στίχους στο ποίημα που έχει τίτλο «Η Μάνα», που σε όλους μας είναι λίγο πολύ γνωστό
Σαν την μάνα δεν είναι άλλο
μες τον κόσμο πιο μεγάλο
πιο όμορφο και πιο γλυκό.
Κι απ το πιο ακριβό πετράδι
το δικό της είναι χάδι
θερμό χάδι αγγελικό!

Στη χαρά μας και στη λύπη
πότε από κοντά μας λείπει;
πότε αυτή μας λησμονά;
Απ την κούνια κι ως την κλίνη
την στερνή μας, μόνο εκείνη
πάντοτε για μας πονά.

Κι όταν φεύγουμε μακριά της
μας ακολουθεί η καρδιά της
η θερμή της άγια ευχή.
Μας θερμαίνει, μας σκεπάζει
σαν φτερούγα απ’ το χαλάζι
της ζωής και τη βροχή.

Και γι’ αυτό όπου κι’ αν γυρίσεις
παντού «Μάνα» θα γροικήσεις
το κάθε στόμα να λαλεί.
«Μάνα», το παιδί φωνάζει
«Μάνα», ο γέρος και στενάζει
και με πόνο την καλεί.
Ένα τρίτο χαρακτηριστικό γνώρισμα της μητρότητας είναι η αυταπάρνηση και η θυσία. Είναι το αποκορύφωμα της αγάπης της στο ύψιστο μεγαλείο της. Η μητέρα είναι έτοιμη να απαρνηθεί τις προσωπικές της επιθυμίες προς χάρη του συμφέροντος του παιδιού της. Όλα μπορεί να τα στερηθεί, φτάνει να νιώθει το παιδί της χαρούμενο και ευτυχισμένο. Σε όλα έρχεται δεύτερη. Σ΄ ένα μόνο πράγμα ζητά να’ ρθει πρώτη: Στο Θάνατο!!!
Και το μέγα μυστήριο είναι τούτο: Ενώ είναι φυσικό, κάθε αυταπάρνηση να προκαλεί κάποια δυσκολία σ’ αυτόν που την προσφέρει, η αυταπάρνηση της μητέρας για το παιδί της γίνεται η πιο μυστική πηγή χαράς! Όταν ακούει μέσα της τα πρώτα σκιρτήματα του παιδιού της, τρελαίνεται από την χαρά της, κι ας ξέρει ότι κινδυνεύει με το θάνατο. Γιατί είναι δεδομένος ο κίνδυνος που διατρέχει μια γυναίκα, μέχρι να φέρει στο φως το λατρευτό της σπλάχνο.
Ο Ευριπίδης, ο από σκηνής φιλόσοφος, παρασταίνει τον κίνδυνο που διατρέχει μια γυναίκα κατά το διάστημα της εγκυμοσύνης και ιδιαίτερα την ώρα του τοκετού, με την εξής φράση, που την βάζει στο στόμα της Μήδειας: «Τρις αν παρ’ ασπίδα στήναι θέλοι’  μ’ αν ή τέκειν άπαξ». Που σημαίνει: «Ο κίνδυνος της ζωής για την μητέρα την ώρα του τοκετού είναι τρεις φορές μεγαλύτερος από τον κίνδυνο της μάχης».
Και όμως, αυτόν τον κίνδυνο   δέχεται να τον υποστεί, αρκεί να φέρει στο κόσμο το παιδί της, το σπλάχνο από τα σπλάχνα της. Δεν είναι, τάχα, αυτό το πρώτο δείγμα της μεγάλης της αυταπάρνησης; Αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπως μας το διηγείται ο διάσημος γιατρός Σέργιος Βόρος στην αυτοβιογραφία του.
«Μια μέρα, γράφει, παρουσιάστηκε στο ιατρείο μου μια γυναίκα με το ηλίθιο παιδί της.
-         Γιατρέ μου, πες τε μου τι έχει; Πως μπορεί να γίνει καλά; Με ρωτάει, και από τα μάτια της έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα.
Εγώ της είπα ότι ο γιός της έπασχε από υπερτροφία του θυρεοειδή αδένα και ότι μπορεί να θεραπευτεί και να αποκτήσει το λογικό του, αν κάποιος δεχθεί να δώσει τον δικό του θυρεοειδή και να τον μεταμοσχεύσω στο παιδί της, αλλά θα χάσει ο δότης την δική του διάνοια.
Άστραψαν τα μάτια της από χαρά!
-Θα δώσω τον δικό μου , γιατρέ, είπε, και ας μείνω εγώ ηλίθια!!
Και ήταν έτοιμη να υποστεί την εγχείρηση! Αλλά εγώ δεν απετόλμησα να πραγματοποιήσω την παράκλησή της.
Πάνω, λοιπόν, από τον ίδιο τον εαυτό της τοποθετεί η μητέρα το παιδί της. Με τίποτα δεν μπορεί να το ανταλλάξει, όσα πλούτη κι αν της δώσουν.
Τι υπέροχοι φαίνονται πάνω σε αυτό το θέμα  οι στίχοι  του Πέτρου Πετρόπουλου που αναφέρονται στη

«Φτωχομάνα με τα οχτώ παιδιά της».
Οχτώ παιδιά κι όλα μικρά
σαν τ’ άστρα του ουρανού.
Θεέ μου, πως θα μπορέσω να τ’ αναστήσω;
Ποιό απ’ αυτά να ντύσω, να ποδέσω,
στους σημερινούς καιρούς;

Κι η άκληρη που τα θωρεί
και τρέμει σαν κλαδί,
«Δεν έχω εγώ κανένα, της λέει,
δοσ’  μου εσύ απ’ τα παιδιά σου ένα,
να χω και εγώ ένα παιδί

Και πάρε από τα σπίτια μου
πάρε το πιο τρανό
Ένα απ’ τα’ άστρα δός μου.
Σου μένει η πούλια ολάκερη.
Το να να γενεί δικό μου
αστέρι φωτεινό».
Κι η φτωχομάνα βλέποντας
τριγύρω τα παιδιά της,  της λέει:
«Και την ζωή μου αρχόντισσα θα σού δινα
μα μην ζητάς παιδί μου»
-Θεέ μου με τι καρδιά εγώ να της το δώσω;;

Τι να πει κανείς για το μέγεθος της μακροθυμίας της μητέρας που καταλήγει πάντα στη συγχώρεση; Δεν είναι δικαστής για να δικάζει. Μάνα είναι για να συμβουλεύει και να συγχωράει. Και καμιά φορά γίνεται άδικη. Όλοι οι άλλοι μπορεί να φταίνε. Για το παιδί της βρίσκει πάντα ελαφρυντικά. Και αν κάποτε αναγκάζεται να επιβάλει μερικές φυσικές ποινές προς νουθεσία και συμμόρφωση, το κάνει με πόνο ψυχής. Αλλά, μες στα κατάβαθα της καρδιάς της υπάρχει πάντα η συγχώρεση.
Τούτη τη χαρακτηριστική στάση της Μητέρας την έχουμε όλοι συνειδητοποιήσει. Δες τε πως αισθάνεται ένας πιστός, όταν απευθύνεται προς τον θείο Πατέρα, και προς την Θεοτόκο  Μητέρα. Επικοινωνώντας προς τον Θεό Πατέρα, έχει την αίσθηση ότι βρίσκεται απέναντι στο δίκαιο κριτή και καταλαμβάνεται από το φόβο της κρίσης για τα κρίματά του. Χαρακτηριστικές είναι οι φράσεις που λέει συνήθως ο λαός για αυτούς που μας αδικούν. «Υπάρχει ψηλά ο Θεός και βλέπει – Υπάρχει ο θεός που κρίνει». Όταν όμως προσεύχεται στην Θεοτόκο Μητέρα, ποτέ μα ποτέ δεν περνά απ’ τη σκέψη του πως αυτή είναι ο κριτής των πράξεών του. Την θεωρεί πάντα μεσίτρια και ικέτιδα για την συγχώρεση των κριμάτων του και εναποθέτει σ’ αυτήν την ελπίδα του. «Την πάσαν ελπίδα μου εις Σε ανατίθημι. Μήτερ του Θεού φύλαξόν με υπό την σκέπην σου!»
Αυτή είναι η καρδιά της μάνας. Συγχωρεί το παιδί της που καμιά φορά την περιφρονεί, την πικραίνει , τη βασανίζει. Το συγχωρεί ακόμα κι όταν την σκοτώνει!!
Ο ποιητής Ρισπέν, για να υμνήσει το μέγεθος της συγχώρεσης που κρύβει μέσα της η καρδιά της μάνας, κι όταν ακόμα τη σκοτώνει το παιδί της, έγραψε τούτο το συνταρακτικό ποίημα:
Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ
Ένα παιδί, μοναχοπαίδι αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.
-Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, παιδία,
μ’ αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μάνας σου να φέρεις την καρδιά
να ρίξω να την φάει το σκυλί μου.

Τρέχει ο νιός, την μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβά και ξεριζώνει
και τρέχει να την πάει, μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νιός κατάχαμα με δαύτη.

Κυλάει ο γιός και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίει και να μιλάει.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
-Εχτύπησες, αγόρι μου;…και κλαίει!
Γι’ αυτό ο Μπαλζάκ θα αναφωνήσει : «Άβυσσος βαθιά η καρδιά της μάνας. Στο βάθος της πάντα η συγχώρεση!!»

Εκεί όμως που η μητρότητα προσλαμβάνει ιδιαίτερο μεγαλείο είναι ο χώρος της παιδαγωγίας. Αν σε όλα τα ένζωα όντα υπάρχει μια ενστικτώδης σχέση ανάμεσα μητέρας και παιδιού, που αποβλέπει στην εξασφάλιση των προϋποθέσεων για την επιβίωση του παιδιού, στην ανθρώπινη σχέση μητέρας – παιδιού, επειδή είναι έλλογα όντα, η μητρότητα δεν εξαντλείται μόνο στην εξασφάλιση της επιβίωσης του παιδιού, αλλά πέραν αυτής, προσλαμβάνει και μια έντονη πνευματικότητα. Η μητέρα δεν προσφέρει μόνο το μητρικό της γάλα, την κατάλληλη τροφή και ενδυμασία, και κάθε τι που θα επιτρέψει την ικανοποίηση των βιολογικών του αναγκών, αλλά φροντίζει και για την πνευματική του καλλιέργεια, προκειμένου να αναδειχθεί σε καλό και άξιο της κοινωνίας πολίτη. Από την επιθυμία της αυτή, που αποτελεί και ύψιστο χρέος της, αναπτύσσεται μεταξύ μητέρας και παιδιού μια έντονη πνευματική σχέση, που παίρνει τη μορφή της παιδαγωγίας. Εδώ η μητρότητα βιώνει την πιο  δύσκολη αποστολή της.
Στην παιδαγωγική αυτή διαδικασία μητέρα και παιδί γίνονται ένα, «εν διαφερόμενον εαυτώ», παρά το γεγονός ότι αποτελούν δύο διαφορετικές υπάρξεις. Αυτή η ενότητα και η ταύτιση μητέρας και παιδιού φανερώνεται και με τις συνηθισμένες μητρικές εκφράσεις: «Τώρα θα φορέσουμε τα παπούτσια μας – Έλα να φάμε το φαγητό μας – Θέλεις να δούμε λίγη τηλεόραση; - Τι λες, δεν πρέπει τώρα να διαβάσουμε; -Πάμε να κάνουμε την προσευχή μας;»  
Η μητέρα στο υπέροχο αυτό έργο της δεν κουράζεται να υποδεικνύει, να συμβουλεύει, να επαναλαμβάνει, να καθοδηγεί, να ερωτά, αλλά και να απαντά στις αλλεπάλληλες ερωτήσεις του παιδιού της, που θέλει να γνωρίσει τον κόσμο.
Ο παιδαγωγός Π. Κοροντζής υποστηρίζει ό,τι : «Κατά την παιδαγωγική της αποστολή η μητέρα επιδρά αφάνταστα με το παράδειγμά της. Η μιμητική τάση του παιδιού το οδηγεί στην επανάληψη των πράξεων της μητέρας. Η συμπεριφορά της αποτελεί το ιδεώδες πρότυπο για το παιδί της. Γι’ αυτό πολλές φορές, ό,τι είναι η μητέρα είναι και το παιδί της. Αυτό δεν είναι μόνο σάρκα από την σάρκα της, αλλά και έργο της αγωγή της». Για να συμπληρώσει ο Ram Brawn λέγοντας:
«Η μητέρα είναι μια γυναίκα, που έχει αναλάβει μια ζωή επιπλέον. Θα είναι δύο άνθρωποι στο ίδιο πετσί για ολόκληρη τη ζωή της»
Η σύγχρονη Παιδαγωγική Επιστήμη και η Ψυχολογία παραδέχονται, πως τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής του παιδιού είναι τα πιο κρίσιμα και τα πιο καθοριστικά για την διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Αυτό σημαίνει πως η μητρική αγωγή παίζει σημαντικότατο ρόλο σε ότι αφορά την πνευματική, συναισθηματική, και κοινωνική καλλιέργεια του ατόμου.
Η στατιστική αναφέρει ότι το 80/100 των μεγάλων προσωπικοτήτων της ανθρωπότητας ήσαν δημιουργήματα εκλεκτών μητέρων. Οι περισσότεροι σοφοί που με τις φωτεινές τους σκέψεις άνοιξαν τα μάτια της ανθρωπότητας και σκόρπισαν σ’ αυτήν το πνευματικό τους φως, είχαν άγιες και σεμνές μητέρες, που με την ενάρετη ζωή τους και το λαμπρό παράδειγμα τους  τους οδήγησαν στις πρώτες τους πνευματικές πτήσεις, και στα ψυχοσωτήρια ύψη των αιώνιων και ακατάλυτων αξιών. Φτάνει να θυμηθούμε τις μητέρες των Τριών Ιεραρχών την Εμμέλεια, την Νόννα και την Ανθούσα, για να επιβεβαιώσουμε τον κανόνα. Και συμβαίνει αυτό γιατί η μητέρα ενεργώντας με κάποια έκτη αίσθηση που της χάρισε ο Θεός, μπορεί να εισχωρεί ως τα μύχια της ψυχής του παιδιού της, να μαντεύει τους πόθους του, να αντιλαμβάνεται τις αδυναμίες του, να εκτιμά τις ικανότητές του και να διαισθάνεται τις ανάγκες του. Μια εβραϊκή παροιμία λέει: «Ο Θεός έχει χαρίσει στη μητέρα μια έκτη αίσθηση να καταλαβαίνει ακόμα και αυτό που δεν λέει το παιδί της». Και η πιο απλή μητέρα έχει την θεία χάρη του παιδαγωγού. Γιαυτό και ο Χαρμπέτ τόνισε πως «η καλή μητέρα αξίζει όσο εκατό δάσκαλοι». Η Γετρούδη του Πεσταλότσι που ήξερε να ανατρέφει το παιδί με έναν απλό, φυσικό και αβίαστο τρόπο, ήταν μια λαϊκή μητέρα. Αυτό δεν την εμπόδιζε να αναδειχθεί σε μια ιδανική παιδαγωγό, που έκανε τον Πεσταλότσι να την χαρακτηρίσει ως «δασκάλα πρότυπο».
Επομένως, όπως τονίζει και ο καθηγητής της Φιλοσοφίας και της Παιδαγωγικής Κων. Σπετσιέρης, « Η φύση καθιστά την πλέον απλοϊκή μητέρα απαράμιλλο διδάσκαλο, γιατί την προικίζει με υπομονή, με αγάπη, με στοργή, με ικανότητα προς ψυχική μετάθεση σε κάθε μετάδοση γνώσεων, αλλά και με πάθος να καταστεί το τέκνο της ικανότατο από όλους τους άλλους»

Κυρίες και κύριοι, τονίσαμε τις πιο χαρακτηριστικές και ευεργετικές ιδιότητες που έχει για όλους εμάς και για τη ζωή γενικότερα αυτό το θείο πλάσμα που λέγεται Μητέρα! Αξίζει νομίζω τώρα να δούμε με ποιο τρόπο τα παιδιά και γενικά οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται και βιώνουν τούτη την μεγάλη προσφορά της.
Ο Ευριπίδης θα μας τονίσει «Τίποτα δεν υπάρχει πιο προσφιλέστερο για τα παιδιά από την μητέρα. Η αγάπη προς την μητέρα είναι ο αγνότερος και γλυκύτερος έρωτας».
Ο εθνικός μας ποιητής Κ. Παλαμάς, στον Τάφο, υμνεί με ένα ξεχωριστό ανθρώπινο τρόπο την παρουσία της μητέρας. Με ένα τετράστιχο γεμάτο πίστη και θαυμασμό προσφέρει   το βαθύψυχο σεβασμό και την ευγνωμοσύνη του προς την μητέρα, που τη νιώθει ριζωμένη στο σώμα του κοινωνικού και του πνευματικού μας «είναι».
«Ω μητέρα της ζωής
γεννήτρα και τεχνίτρα!
Αλαλάζει αγνάντια σου
η μοίρα η καταλύτρα»

  Κι ο Νικηφόρος Βρεττάκος αισθάνεται την ψυχή της μάνας να διαπερνά όλα τα κύτταρα του, τη νιώθει σαν άγκυρα και σαν ουράνιο τόξο μέσα από τις πιο συνταρακτικές στιγμές αγωνιάς και ζόφου. Σε μια στιγμή μεγάλης έμπνευσης και με ύφος διθυραμβικό, που θυμίζει Σικελιανό, γράφει μεταξύ άλλων:
«Την πλάση αδειάστε! Φέρνω τη μητέρα μου
σ’ όλα τα κύτταρα μου επάνω ξαπλωμένη!
Μια αχτίδα μόνο να φωτά στ’ άπειρο ας μένει!
Την πλάση αδειάστε! Φέρνω τη μητέρα μου
κι ο Θεός για λίγο απέξω ας περιμένει
την κούραση της να χωρέσει η μέρα μου
Ανοίχτε!  Ανοίχτε! φέρνω τη μητέρα μου
μ’ όλο το σύμπαν του εαυτού μου αγκαλιασμένη»

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, που έσβησε τόσο άδοξα και τόσο πρόωρα, τίποτα στον κόσμο δεν αγάπησε πραγματικά όσο τη μητέρα του. Όταν το 1937 πέθανε, την έκλαιγε σαν μικρό παιδί κι έπειτα βυθίστηκε στη σιωπή και τότε μπόρεσε να κουβεντιάσει μαζί της περισσότερο παρά όταν ήταν ζωντανή. Στο ποίημα του με τίτλο «Δάκρυα» απευθυνόμενος στην μητέρα του της λέει:

Δεν είναι τίποτα στο σπίτι, Μάνα μου 
να μη Σε φέρνει ολάκερη στη σκέψη,
και μήτε τίποτα στη ζωή μου, Μάνα μου
που να μη το’ χεις κάπως σημαδέψει. 

 Κι ούτε που κάνω βήμα, τώρα, Μάνα μου,
χωρίς οι λογισμοί Σου να με ζώσουν
καθώς αγγίζω ή αντικρίζω, Μάνα μου,
το καθετί που μεταχειριζόσουν



Κι όχι το καθετί, μονάχα, Μάνα μου, 
 
δικό Σου, είναι μονάκριβο για μένα,
μα ως και τα μέρη, που περνούσες, 
Μάνα μου, κι εκείνα τα θαρρώ σαν αγιασμένα.

Κι όχι τα μέρη εκείνα, μόνο Μάνα μου,
κάτι, για μένα, έχουν του παραδείσου,

μα ως και τον ίδιο τον εαυτό μου, Μάνα μου,
  τον αγαπώ, γιατί ήτανε παιδί Σου...

Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο και ο Λάμπρος Πορφύρας μνημονεύει την μητέρα του, όταν στο ποίημα του «Lactrime tetum – Δάκρυα πραγμάτων» με πόνο ψυχής της λέει:

«΄Αμοιρη! Το σπιτάκι μας εστοίχειωσε
από την ομορφιά σου τη θλιμμένη.
Στους τοίχους, στον καθρέφτη, στα εικονίσματα,
από την ομορφιά σου κάτι μένει.
 
Κάτι σαν μόσκου μυρωδιά κ’ απλώνεται
και το φτωχό σπιτάκι πλημμυρίζει.
Κάτι σα φάντασμα θολό κι ανέγγιχτο,
κ’ όπου περνά σιγά το κάθε τι αγγίζει.
 
'Εξω βαρύ, μονότονο ψιχάλισμα
δέρνει τη στέγη μας και τότε αντάμα,
τα πράγματα που αγιάσανε τα χέρια σου,
αρχίζουν ένα κλάμα...κι ένα κλάμα...
 
Κι απ' τη γωνιά, ο καλός της Λήθης σύντροφος,
τ' αγαπημένο μας παλιό ρολόι,
τραγουδιστής του χρόνου, κι αυτός κλαίοντας,
ρυθμίζει αργά, φριχτά το μοιρολόι.»

Ο Πυργιώτης ποιητής Τάκης Δόξας στο ποιήμα του «Η άρρωστη Μητέρα», της απευθύνει μια σπαρακτική επίκληση, μια ολόκαρδη ευχή και προσευχή συνάμα, ένα βαθύψυχο λόγο ευγνωμοσύνης και μια λαχτάρα να μπορούσε να της προσφέρει ό,τι αυτή του έδωσε στη ζωή του, για να της φέρει ξανά τη γιατρειά της.
Να πως καταλήγει το ωραίο του αυτό ποίημα :
«Κοιμήσου, πόσο θα θελα στις άρρωστες στιγμές σου,
απ’ όσο μούδωσες χυμό
ξανά να σου γυρίσω
το φως, το πνεύμα, τη φωνή,
και κάθε τι δικό σου,
να δω στα χείλη σου τ’ αχνά
το γέλιο πάλι να αρχινά
γλυκά να σε φωτίζει….»

Και δεν υπάρχει ποιητής που να μην εξέφρασε την ευγνωμοσύνη, το θαυμασμό, και την λατρεία του προς τη Θεά – Μητέρα και να μην ύμνησε τη μεγάλη προσφορά της σαν γεννήτρα και πλαστουργό της ζωής μας. Και επειδή οι ποιητές αφουγκράζονται τις σκέψεις και τις λαχτάρες, τους πόθους και τα βιώματα ολάκερης της κοινωνίας και με την τέχνη τους τα ξεδιπλώνουν στους στίχους τους, προτίμησα ν’ αναφερθώ σε ορισμένους από αυτούς, πιστεύοντας πως εκφράζουν όλους εμάς και τον καθένα ξεχωριστά, σε σχέση με το τι αισθανόμαστε για την μητέρα, που μας έφερε στο φως της ζωής.

Αλλά και η ιστορία έχει να μας παρουσιάσει τρανά παραδείγματα μεγάλων ανδρών, που  θεώρησαν την μητέρα τους ως το πιο πολυτιμότερο υπάρχει  στη ζωή τους.
Όταν ο Παρμενίων έγραψε στον Μέγα Αλέξανδρο ένα γράμμα, παραπονούμενος επειδή η μητέρα του Ολυμπιάδα του φέρθηκε άσχημα και του ζήτησε την παραδειγματική τιμωρία της, ο στρατηλάτης υπερασπίζοντας τη μητέρα του του απάντησε: «Παρμενίων, ένα δάκρυ της μητέρας μου θα έφτανε να σβήσει όλη την επιστολή σου».
Όταν η Μόνικα η μητέρα του Ιερού Αυγουστίνο επισκέφτηκε τον επίσκοπο της περιοχής της και με δάκρυα στα μάτια, ζήτησε την βοήθεια του για να βρει ο γιός της το δρόμο το σωστό, της απάντησε: «Πορεύθητι εν ειρήνη. Ένα παιδί που προκαλεί τόσα δάκρυα στην μητέρα του, δεν είναι δυνατόν να χαθεί!». Και πράγματι, ο Αυγουστίνος βρήκε το σωστό του δρόμο και αναδείχτηκε μέγας Άγιος της Καθολικής Εκκλησίας.
Αλήθεια αυτό το δάκρυ της μάνας πόση δύναμη και πόση ελπίδα δεν κρύβει; Πόσο δίκιο είχε ο Μπέρναντ Σο όταν έλεγε : «Η μεγαλύτερη υδροηλεκτρική δύναμη του κόσμου είναι τα δάκρυα της Μητέρας».
Και πόσοι άλλοι σοφοί δεν εκφράστηκαν με θαυμασμό για τη μητέρα: Ας αναφέρουμε επιγραμματικά μερικές χαρακτηριστικές τους φράσεις.
«Το παιδί είναι η άγκυρα που κρατά στη ζωή την μητέρα» Σοφοκλής.
«Ποτέ δεν θα λησμονήσω τη μάνα μου, ό,τι ηθικό και ωραίο έχω στη καρδιά μου, βλάστησε με τις φροντίδες της. Αυτή πρώτη φύτεψε και τροφοδότησε το σπόρο του αγαθού μέσα μου και άνοιξε την καρδιά μου στις εντυπώσεις της φύσης. Τα διδάγματά της είχαν μια διαρκή επίδραση στη ζωή μου» Εμμανουήλ Καντ.
«Μόνο λαοί με ικανές μητέρες ευδοκιμούν. Όταν σ’ ένα λαό καταπέσει η μητρότητα, σε τίποτα δεν ωφελεί όλη η άλλη παιδεία» Γκαίτε
«Ό,τι είμαι και ό,τι ελπίζω να γίνω το χρωστάω στη μάνα μου» Αβραάμ Λίνκολν.
«Δώστε μου καλές μητέρες και σε εκατό χρόνια θ’ αλλάξω την όψη της οικουμένης» Ρουσώ.
«Ποτέ στη ζωή δεν θα συναντήσετε περισσότερη στοργή, πιο βαθειά αγάπη, πιο αφιλοκερδή, πιο πραγματική από εκείνη της μητέρας» Μπολζακ.
«Αν μου έχουν καταραστεί το σώμα μου και την ψυχή μου λέει ο Κίπλιγκ, ξέρω τίνος η ψυχή θα μ’ εξαγνίσει. Της Μητέρας μου».
«Μάνα εσύ είσαι το θεμέλιο που χτίζεται η ζωή μας» Γ. Αθάνας.
«Πολύ δίκαια, θα μας πει ο Καμπούρογλου, ονομάζουμε τη γη «μητέρα γη», γιατί ενώ συνεχώς την ποδοπατάμε και πολλές φορές την καταστρέφουμε, αυτή δεν παύει να μας αποδίδει  καρπούς και άνθη» .
Ατελείωτοι λοιπόν, οι ύμνοι οι δοξαστικοί που έψαλαν για την μητέρα οι σοφοί αλλά και οι απλοί άνθρωποι. Ποιους να πρωτοαναφέρεις;

Κάπου εδώ πρέπει να τελειώσουμε. Δεν ξέρω εάν η ομιλία μου μπόρεσε να δικαιώσει τον τίτλο της που ήταν « Ένας ύμνος στη Μητέρα». Αν δεν το κατόρθωσα,  παρηγοριέμαι με την ελπίδα πως μπόρεσα, τουλάχιστον, να συγκινήσω τις δικές σας ψυχές, έτσι ώστε,  συμμετέχοντας κι εμείς στη παγκόσμια γιορτή, να σταθούμε με σεβασμό μπροστά της, να υποκλιθούμε, να της φιλήσουμε το χέρι και μέσα από τα τρίσβαθα της ψυχής μας να της πούμε τούτα τα λόγια, μιας άγνωστης ποιήτριας, που έχουμε όμως τη χαρά και την τιμή να βρίσκεται ανάμεσά μας.
Μάνα
Την προσφορά σου, προσφορά
καμιά δεν πλησιάζει
Στην αγκαλιά σου τη γλυκιά
καμιά αγκαλιά δεν μοιάζει.
Το χάδι σου το απαλό
δεν δίνει άλλο χέρι.
Το βλέμμα σου το στοργικό
βλέμμα άλλο δεν προσφέρει.
Μοναδική μες τη ζωή
για τον καθένα ασπίδα.
Όλοι σε σε στηρίζουμε
την κάθε μας ελπίδα!

                                                                                         Ευχαριστώ

Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΟΤΕΡΗ ΣΚΕΨΗ


ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΟΤΕΡΗ ΣΚΕΨΗ

(Oμιλία της Φιλολόγου-Λογοτέχνιδας Ειρήνης Μπόμπολη στα πλαίσια των Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών  στην αίθουσα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πατρών  Δευτέρα 20 Απριλίου 2015.)
Υπάρχουν  κάποιες εξαιρετικές, ανεξήγητες, παράτολμες και θαυμαστές πράξεις ηρώων και ανθρώπων στην ιστορία που κινούνται ανάμεσα στη λογική και στο συναίσθημα. Ούτε το ένα ούτε το άλλο μπορούν να τις εξηγήσουν, ούτε μπορούν να θεωρηθούν αποκλειστικά υπεύθυνα για αυτές. Οι πράξεις αυτές στην πλειοψηφία τους ανέτρεψαν δεδομένα και απέβησαν μοιραίες θετικά και αρνητικά, τόσο για αυτούς που τις έπραξαν, όσο και για το ευρύτερο σύνολο. Ακόμα και οι ίδιοι οι δράστες αργότερα δεν αναγνώριζαν τους εαυτούς τους. Μάλιστα κάποιοι δεν θυμούνται καν τι τους έκανε να ενεργήσουν με τον συγκεκριμένο τρόπο. Άλλοι πάλι έφτασαν σε σημείο προφητείας ή μαντικής ή πρόνοιας για πράγματα και ανθρώπους που η λογική δεν τα φτάνει και το συναίσθημα είναι πολύ διαλυτικό για να τα εξηγήσει.
Η έννοια «Δαιμόνιο» έχει μια ιστορία πολλών αιώνων, που ξεκινά από τους πρωτόγονους λαούς και δεν παύει να παίζει ένα βαρυσήμαντο ρόλο σε κορυφαίους πολιτισμούς και σε εξαιρετικές προσωπικότητες (ένα οικείο σ’ εμάς παράδειγμα είναι το δαιμόνιο του Σωκράτη[1]. Στους αρχαίους Έλληνες και αργότερα στους Ρωμαίους το δαιμόνιο σχετίζεται με τον θεό («δαίμονα»), με την καλή ή κακή τύχη ενός ανθρώπου («ευδαιμονία - κακοδαιμονία»), με κάποια μαγική δύναμη που εξουσιάζει τον άνθρωπο άλλοτε προστατεύοντας και άλλοτε καταστρέφοντάς τον. Η λέξη και η έννοια «genius» αποτελεί ένα θεμελιώδες και αρχαιότατο συστατικό της ρωμαϊκής θρησκείας, ερμηνεύεται και διαφοροποιείται ποικιλότροπα μέσα στη Στωική φιλοσοφία, και φτάνει έως τις ημέρες μας να παίζει ένα σημαντικό ρόλο στις αντιλήψεις περί φαντασμάτων, ξωτικών, αλλά και περί «μεγαλοφυών» ανθρώπων (αγγλικά genius, γαλλικά génie, γερμανικά Genie). Ο Χέγκελ διαπιστώνει ως βασικό στοιχείο αυτής της έννοιας την ψυχική σχέση προς κάτι ανώτερο, χαρακτηρίζοντάς την «μαγική σχέση»[2].
Ονομάστηκε «δαιμόνιο» εκείνη η έντονη μορφή ατομικότητας, η οποία παίρνει την τελική απόφαση, όπως και αν εμφανίζονται οι εξηγήσεις, οι προθέσεις, οι δικαιολογίες, τις οποίες προβάλλει η καλλιεργημένη συνείδηση. Αυτή η συμπυκνωμένη ατομικότητα αποκαλύπτει επίσης τον εαυτό της με τη μορφή αυτού που ονομάζεται καρδιά ή πνευματική κατάσταση [Gemüt][3].
Όπως το έμβρυο μέσα στην κοιλιά της μητέρας διακατέχεται από αυτό το άλλο που είναι η μητέρα, έτσι και ο διαμορφωμένος εαυτός κάθε ώριμου ανθρώπου διακατέχεται, κατά τον Χέγκελ, από ένα δαιμόνιο. Ακόμα και στο συνειδητοποιημένο άτομο δεν παύει να υφίσταται ένας βαθύτερος «πυρήνας» ο οποίος είναι το ασυνείδητο, όπου εκεί συγκαταλέγονται όλα τα στοιχεία του μόνιμου χαρακτήρα. Αυτή η μερικότητα συγκροτεί και το Πεπρωμένο μας.
Στο δαιμόνιο αποδίδονται ακόμα καταστάσεις, όπως η προφητεία και η μαντεία[4]. Όμως ο Χέγκελ διατείνεται όμως πως  δεν μπορούν να προσεγγίσουν την αλήθεια, γιατί δεν περιλαμβάνουν ολόκληρη την προσωπικότητα του ατόμου.
Ο Προμηθέας, μετά την ισόθεη πράξη, την κλοπή της φωτιάς από τους θεούς και την προσφορά στον άνθρωπο, τιμωρείται παραδειγματικά από τον Δία. Καρφωμένος στον Καύκασο υποφέρει στο διηνεκές του Χρόνου μεγάλο πόνο και πάνω από όλα ένας αετός, σκύλος του Δία, καθημερινά του κατατρώει το συκώτι του. «μακρὸν δὲ μῆκος ἐκτελευτήσας χρόνου ἄψορρον ἥξεις εἰς φάος· Διὸς δέ τοί πτηνὸς κύων, δαφοινὸς αἰετός, λάβρως διαρταμήσει σώματος μέγα ῥάκος, ἄκλητος ἕρπων δαιταλεὺς πανήμερος, κελαινόβρωτον δ᾽ ἧπαρ ἐκθοινήσεται.» Προμηθέας Δεσμώτης (1034-1039).
Ο Προμηθέας έχει την ιδιότητα να σκέπτεται  και να προβλέπει όσα πρόκειται να συμβούν, αλλά και να προνοεί και να εφευρίσκει τρόπους επίλυσης προβλημάτων. Στον συγκεκριμένο μύθο προνόησε, πώς για τη σωτηρία του ανθρώπου ήταν απαραίτητη η φωτιά. Μέσα από αυτή θα βελτίωνε την ποιότητα της ζωής του και θα ανέπτυσσε πολιτισμό. «ἀπορίᾳ οὖν σχόμενος ὁ Προμηθεὺς ἥντινα σωτηρίαν τῷ ἀνθρώπῳ εὕροι, κλέπτει Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρί ἀμήχανον γὰρ ἦν ἄνευ πυρὸς αὐτὴν κτητήν τῳ ἢ χρησίμην γενέσθαι καὶ οὕτω δὴ δωρεῖται ἀνθρώπῳ. […]καὶ ἐκ τούτου εὐπορία μὲν ἀνθρώπῳ τοῦ βίου γίγνεται.» Πρωταγόρας (321d-322a). Ο αετός κατατρώει το συκώτι του, το οποίο τη νύχτα αναπλάθεται  κι το μαρτύριο δεν παίρνει τέλος.  Παρότι ο Φρόυντ έδωσε  στο μαρτύριο αυτό μια φαλλική ερμηνεία, είναι γεγονός, σύμφωνα με την εγελιανή άποψη περί συκωτιού, αλλά και σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ότι το μαρτύριο του Προμηθέα συνίσταται στην υπερβολική εξυπνάδα του και κυρίως στην άμετρη τόλμη να τα βάλει ακόμα και με τους θεούς. Το όνομα του Προμηθέα συγγενεύει με αυτό της Μήδειας (μήτις=σκέψις), της διαβολικής μάγισσας  από την Κολχίδα που χτυπημένη από το δαιμόνιο του έρωτα σκοτώνει τα παιδιά της. Μια αποτρόπαια, φρικτή, καταδικάσιμη, «υπέροχη» πράξη που θα την οδηγήσει στην συναισθηματική εσωτερικότητα, δηλαδή θα μεταβεί στο επίπεδο της απόλυτης Ιδέας και  θα επανέλθει στον πατέρα της, τον Ήλιο.
Ο Πλάτων αναγνώρισε τη σχέση της προφητείας εν γένει προς τη γνώση της νηφάλιας συνείδησης καλύτερα από πολλούς συγχρόνους του. Στον Τίμαιο λέει ότι για να συμμετάσχει και το άλογο μέρος της ψυχής έως ένα σημείο στην αλήθεια ο θεός έφτιαξε το συκώτι και του έδωσε τη μαντεία, δηλαδή την ικανότητα να διαβλέπει. Για το ότι ο θεός έδωσε στην ανθρώπινη αυτή αλογία τη μαντική ικανότητα, προσθέτει, ότι υπάρχει μια επαρκής απόδειξη: κανένας νηφάλιος άνθρωπος δε γίνεται μέτοχος μιας προφητικής αλήθειας, παρά μόνο εάν η διάνοια υποδουλωθεί στον ύπνο, ή τεθεί εκτός εαυτής μέσω αρρώστιας ή «ενθουσιασμού». «Ορθά έχει ειπωθεί από παλιά: το να κάνεις και να γνωρίζεις τα δικά σου και τον εαυτό σου, εναπόκειται μόνο στους νηφάλιους».
Ανάμεσα στο συναίσθημα και στη λογική εδρεύει λοιπόν εκείνη η περιοχή που μας ξαφνιάζει. Μας βγάζει εκτός εαυτού. Η φράση «ήμουνα εκτός εαυτού», όσο συνηθισμένη κι αν ακούγεται, ειπώθηκε πολλές φορές από όλους μας και παρόλο που μοιάζει μεταφορική, δεν είναι. Ουσιαστικά δηλώνεται μια κατάσταση εκτός ελέγχου, μια κατάσταση που μας ξεπερνά, κάτι σα σκοτάδι του μυαλού, σαν μια ηλεκτροπληξία, από την οποία όταν συνήλθαμε, ήδη είχαμε αποφασίσει ή είχαμε πράξει με τέτοιο τρόπο, που δεν μοιάζουν σαν δικά μας πράγματα, αλλά σαν να τα αποφάσισε ή να έδρασε κάποιος άλλος. Είναι μια παρόρμηση ή μια μέθη, ή μια τύφλωση, που μας ελέγχει και μας οδηγεί και ουσιαστικά αποτελεί την ουσία του χαρακτήρα μας, και γιατί όχι και τη μοίρα μας. Μοιάζει το δαιμόνιο ως δεύτερη φύση του ανθρώπου, ως μια εσωτερική φωνή που δεν είναι ούτε παράλογη, ούτε λογική, αλλά ισχυρή για να μας βγάλει εκτός εαυτού.
Θα ανατρέξουμε για λίγο σε αρχαία κείμενα για να διαπιστώσουμε την αντίληψη πως κάποιες ενέργειες των ανθρώπων, γίνονται ή ακυρώνονται εξαιτίας μιας κάποιας εξωτερικής δύναμης, μιας «δαιμονικής» δύναμης, δηλαδή θεϊκής. Στην Ιλιάδα ο Αγαμέμνονας από θεϊκή πλάνη ή μωρία (Άτη), για να αποζημιώσει τον εαυτό του για την απώλεια της ερωμένης του, αρπάζει την ερωμένη του Αχιλλέα. «Αλλ’ αίτιος διακηρύσσει αργότερα δεν είμαι εγώ αλλά ο Ζεύς κι η μοίρα και η νυχτοπλάνητη Ερινύα. . .»
Ο Αχιλλέας από την άλλη, αν και θιγμένος αντιμετωπίζει την αδικία του Αγαμέμνονα εις βάρος του με τον ίδιο τρόπο. «Δία Πατέρα, τους θνητούς πόσο  κακά τυφλώνεις (Άτας διδοίσθα) αλλιώς δεν θα αγρίευε στα βάθη την ψυχή μου ο Ατρείδης και στο πείσμα μου δεν θα έπαιρνε την κόρη στη θέλησή μου αμάλαχτος». Κι η φωνή του ποιητή τελειώνει με την παρόμοια  φράση «κι ετελειώθη η βουλή του Δία». Οι εξηγήσεις αυτές θα ταίριαζαν και στην περίπτωση της Ελένης  που σε ένα βαθιά συγκινητικό, και προφανώς ειλικρινή λόγο λέει πως ο Δίας έριξε πάνω σε αυτήν και στον Αλέξανδρο (Πάρη) μαύρη μοίρα (κακόν μόρον) «για να γενούμε και των κατόπιν γενεών τραγούδι ξακουσμένο». Όμοια ο Οδυσσεύς ούτε ένοχος ούτε απερίσκεπτος είναι όταν  παίρνει έναν υπνάκο σε πολύ ακατάλληλη στιγμή, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους συντρόφους του να σφάξουν τα ιερά και απαγορευμένα  βόδια του Ήλιου. Αυτό που εμείς θα ονομάζαμε ατύχημα, για τον Οδυσσέα και για τον Όμηρο είναι Ἄτη, που έστειλαν οι θεοί για να τον μωράνουν. Ο θάνατος του Πατρόκλου, παρότι αποδίδεται στον φανερό δράστη, άνδρα Εύφορβο, και στον κρυφό δράστη Απόλλωνα, υποκειμενικά για τον ίδιο οφείλεται στην κακή του τύχη, τη μοίρα. Όπως λένε οι ψυχολόγοι ο θάνατός του είναι «υπερκαθορισμένος». Η εξήγηση είναι πως η Ερινύα είναι ο προσωπικός παράγοντας που διασφαλίζει την εκπλήρωση μιας μοίρας. Αυτός είναι ο λόγος που σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, στην περίπτωση που ο ήλιος θα ξεπερνούσε τα μέτρα του, οι Ερινύες θα τον τιμωρούσαν. Τα μέτρα ορίζονται ως το έργο που ανατίθεται σε κάποιον να κάνει.
Τόσο η Άτη, όσο και το μένος που οι θεοί εμβάλλουν στους ανθρώπους είναι μια κατάσταση του νου. Το μένος συνδέεται με τη βούληση του ανθρώπου. Το «μενοινάν» αναφέρεται στην καλή βούληση, ενώ ο έχων κακή βούληση είναι ο «δυσμενής». Είναι κάτι πολύ πιο αυθόρμητο και ενστικτώδες από αυτό που αποκαλούμε απόφαση. Στον Όμηρο εμφυσείται από τους θεούς και με βάση αυτό αυξάνεται ή ελαττώνεται η αρετή ενός άνδρα στο να μάχεται. Η προσωρινή κατοχή ενός ανθρώπου από εξηρτημένο μένος, είναι όπως και με την Άτη αφύσικη κατάσταση, που απαιτεί μια εξωλογική εξήγηση. Οι άνθρωποι του Ομήρου καταλαβαίνουν την εισβολή του μένους από μια περίεργη αίσθηση στα μέλη τους. «Τα πόδια κάτω και τα χέρια σφοδρά ποθούν (μαιμώωσι)», δηλαδή, ο θεός έκανε τα μέλη ελαφρά. Βασικά είναι μια αφύσικη εμπειρία και οι κατεχόμενοι από μένος κάνουν εξαιρετικά δύσκολα έργα με μεγάλη ευκολία (ρεα). Αυτό είναι ένα σημάδι θεϊκής δύναμης. Ακόμη μπορούν να μάχονται ατιμώρητα ενάντια στους θεούς, όπως ο Διομήδης. Είναι λιγότερο ανθρώπινοι, συνήθως συγκρίνονται με αρπακτικά λιοντάρια. Η πιο εντυπωσιακή περιγραφή μιας τέτοιας κατάστασης  βρίσκεται στην 15 ραψωδία της Ιλιάδας  όπου ο Έκτορας βγάζει αφρούς από το στόμα του, φρενιάζει, μαίνεται, τα μάτια του γυαλίζουν. Τέτοιες καταστάσεις βρίσκονται ένα βήμα πίσω από το την έννοια του πραγματικού δαιμονισμού (δαιμονάν).
Χρησιμοποιώντας τη λέξη δαίμων, εκφράζεται το γεγονός πως μια ανώτερη δύναμη έχει βοηθήσει στο να συμβεί κάτι. Οι Έλληνες όλων των εποχών χρησιμοποιούσαν τέτοιους ασαφείς όρους όπως η λέξη, δαίμων, επειδή δεν μπορούσαν να επισημάνουν τον ιδιαίτερο θεό που κρύβεται πίσω από όλα αυτά. Την ίδια γλώσσα χρησιμοποιούσαν και οι πρωτόγονοι, για τον λόγο ακόμα ότι στερούνταν τους προσωπικούς θεούς. Ότι η γλώσσα αυτή είναι πολύ παλιά φαίνεται από τη χρήση της λέξης «δαιμόνιος». Αρχικά σήμαινε αυτόν που ενεργεί μετά την προειδοποίηση  ενός δαίμονα. Στην Ιλιάδα όμως έχει τόσο πολύ εξασθενίσει, ώστε ο Δίας τη χρησιμοποιεί για την Ήρα.
Επομένως μπορούμε να πούμε πως κάθε απόκλιση από την ομαλή ανθρώπινη συμπεριφορά, που τις αιτίες δεν μπορεί να συλλάβει αμέσως ούτε η συνείδηση του ίδιου του υποκειμένου, ούτε η παρατήρηση των άλλων, αποδίδεται σε υπερφυσική ενέργεια, ακριβώς όπως συμβαίνει σε κάθε απόκλιση από την ομαλή συμπεριφορά των καιρικών συνθηκών ή την ομαλή συμπεριφορά της χορδής ενός τόξου.
Είναι βέβαιο πως αυτή η εσωτερική προτροπή γενικά ή το απότομο ανεξήγητο αίσθημα δύναμης, ή η απότομη ανεξήγητη απώλεια ορθής κρίσης, είναι το σπέρμα από όπου αναπτύχθηκε ο θεϊκός μηχανισμός. Οι ποιητές πρώτοι αντικατέστησαν τη φράση «μένος ἔμβαλε θυμῶ» με το θεό να εμφανίζεται υλικά και να προτρέπει τον ευνοούμενό του να πράξει ανάλογα. Στην Α ραψωδία, της Ιλιάδας, η Αθηνά αρπάζει απ’ τα μαλλιά τον Αχιλλέα και τον προειδοποιεί να μη χτυπήσει τον Αγαμέμνονα. Είναι ορατή μόνο στον Αχιλλέα, σε κανέναν άλλο, είναι η εικονική έκφραση μιας εσωτερικής προτροπής που ο Αχιλλέας θα μπορούσε να εκφράσει με την ασαφή φράση « ενέπνευσε φρεσί δαίμων».
 Συμπληρωματικά να αναφέρουμε ότι η άλλη λέξη με την οποία προσδιορίζεται αυτή η εσωτερική φωνή στον Όμηρο, είναι η λέξη θυμός. Στον Όμηρο η λέξη θυμός παρουσιάζεται σαν μια ανεξάρτητη εσωτερική φωνή και δεν αποτελεί μέρος της προσωπικότητας ή της ψυχής όπως αργότερα. Πολλές φορές υπάρχουν δυο τέτοιες φωνές, όπως ο Οδυσσέας άκουγε τη μια φωνή που του έλεγε να σκοτώσει αμέσως τον Κύκλωπα και την άλλη να είναι εγκρατής και να σκεφτεί πιο μεθοδικά, η οποία και επικράτησε.
Βασικά ο Ομηρικός άνθρωπος κρύβει πίσω από την Ἄτη ενέργειες που θα τον εξέθεταν στην κοινωνία. Το μεγαλύτερο αγαθό για τον ομηρικό άνθρωπο ήταν η δημόσια εκτίμηση, η απόλαυση της τιμής. Και για αυτόν τον άνθρωπο οτιδήποτε τον εκθέτει, το αποδίδει σε ένα εξωγενή παράγοντα. Η ισχυρότερη ηθική δύναμη για τον ομηρικό άνθρωπο, δεν είναι ο φόβος προς το θεό, αλλά ο σεβασμός προς τη δημόσια γνώμη, η αἰδώς.  «Αιδέομαι Τρώας», λέει ο Έκτορας στην πιο κρίσιμη ώρα της ζωής του και πορεύεται με ανοιχτά μάτια στο θάνατο.
Η μετάβαση από τον πολιτισμό της ντροπής της Ομηρικής εποχής στον πολιτισμό της ενοχής, αυτόν της Αρχαϊκής εποχής η επέμβαση στη συμπεριφορά των ανθρώπων εξωλογικών δυνάμεων ξέφυγε από τον χαρακτήρα της απλής επέμβασης και επηρεασμού της σκέψης και πήρε το χαρακτήρα του τιμωρού και φθονερού θεού. Τόσο στον Πίνδαρο, όσο και στον Σοφοκλή και στον Ηρόδοτο που κρατάνε στοιχεία της Αρχαϊκής εποχής, ένα από τα πρώτα πράγματα που μας κάνουν εντύπωση είναι η βαθιά συνείδηση της ανθρώπινης ανασφάλειας και του ανθρώπινου αδιεξόδου(αμηχανία). Το θρησκευτικό αντίστοιχο είναι το αίσθημα της θρησκευτικής έχθρας, με την έννοια πως μια ακατανίκητη Δύναμη  και Σοφία συγκρατεί παντοτινά τον άνθρωπο υπόδουλο, τον εμποδίζει να ξεπεράσει το ανάστημά του. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο η θεότητα είναι πάντα  «φθονερόν τε και ταραχώδες», δηλαδή φθονερή και επεμβατική. Το νόημα είναι μάλλον πως οι θεοί ζηλεύουν και  βλέπουν με κακό μάτι κάθε επιτυχία που θα μπορούσε να φέρει τον άνθρωπο πιο κοντά σε αυτούς. Στους τελευταίους αρχαϊκούς και στους πρώτους κλασσικούς χρόνους η έννοια φθόνος, είναι μια καταθλιπτική απειλή, μια πηγή ή έκφραση θρησκευτικού άγχους. Για τον Ηρόδοτο η ιστορία είναι υπερκαθορισμένη. Ο αγγελιοφόρος στους Πέρσες αποδίδει τη μωρή τακτική του Ξέρξη στη Σαλαμίνα στους πανούργους Έλληνες που τον εξαπάτησαν και ταυτόχρονα στο φθόνο των θεών που ενεργούσε μέσω αλάστορος ή κακού δαίμονα. Η λέξη Δεισιδαίμων, αυτός που φοβάται το θεό χρησιμοποιήθηκε ως όρος επαινετικός ίσαμε τα χρόνια του Αριστοτέλη. Στην Ιλιάδα δεν απαντά κάτι αντίστοιχο, μόνο στην Οδύσσεια απαντάται το θεουδής, ως μια σημαντική αρετή. Αντίθετα η λέξη φιλόθεος δεν απαντά στην αρχαία σκέψη, παρά για πρώτη φορά στον Αριστοτέλη.
Με λίγα λόγια η Ἄτη, συνώνυμο της λέξης Δαίμων, στην Αρχαϊκή αντίληψη εξακολουθεί να σημαίνει την παράλογη συμπεριφορά. Στο  άκουσμα πως η Φαίδρα δε θέλει να φάει, ο χορός ρωτά, αν αυτό οφείλεται στην Ἄτη ή σε πρόθεση αυτοκτονίας; Η Ἄτη παίρνει τη μορφή του ολέθρου και πολλές φορές ταυτίζεται με τα ίδια τα όργανα ή τις ενσαρκώσεις της ίδιας της καταστροφής. Ο Δούρειος ίππος είναι μια Ἄτη. Η Αντιγόνη και η Ισμήνη είναι για τον Κρέοντα δυο Ἄτες, δυο καταστροφές. Σε μια πιο ασαφή θεολογικά προσέγγιση η Ἄτη είναι η σκόπιμη απάτη που παρασύρει το θύμα σε νέο σφάλμα, πνευματικό και ηθικό με τρόπο που επιταχύνει την καταστροφή του, δηλαδή το θλιβερό δόγμα: «Μωραίνει κύριος όν βούλεται απολέσει». Η Κασσάνδρα βλέπει τις Ερινύες σαν όμιλο δαιμόνων μεθυσμένων από ανθρώπινο αίμα. Η Κλυταιμνήστρα είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση συμμετοχής στην. Ἄτη Η ίδια βυθισμένη μέσα στο πρόσωπο του Αλάστορα, προσφέρει θυσία τον άνδρα της στις Ερινύες και στην Ἄτη. Η Τροφός στη Μήδεια γνωρίζει πως η Ἄτη είναι δουλειά κάποιου οργισμένου δαίμονα και τη συνδέει με την παλιά ιδέα του φθόνου. Έτσι εξηγεί την αποτρόπαια πράξη της παιδοκτονίας.
Συγγενείς της Ἄτης είναι οι άλογες εκείνες δυνάμεις που ορθώνονται μέσα στον άνθρωπο, ενάντια στη βούλησή του για να τον δοκιμάσουν. Ο Θέογνης αποκαλεί την ελπίδα και το φόβο «χαλεπούς δαίμονες». Ο Σοφοκλής χαρακτηρίζει τον Έρωτα σα μια δύναμη «που των δικαίων τους λογισμούς ξεσέρνει σε αδικία για τον χαμό τους». Πίσω από αυτές τις δυνάμεις κείται το ομηρικό αίσθημα πως δεν είναι τμήμα του αληθινού εαυτού μας, αφού δεν ανήκουν στο χώρο που ελέγχει η συνείδησή μας. Αυτά είναι  προικισμένα με ζωή και ενέργεια δική τους και έτσι μπορούν να αναγκάσουν κάποιον από εμάς, σαν να ενεργούν απ’ έξω, σε μια συμπεριφορά αλλότρια του εαυτού μας. Τελικά ο Πλάτωνας συνέλαβε την ιδέα και τη μετέβαλε εντελώς. Ο δαίμονας αποβαίνει ένα είδος έξοχου πνεύματος οδηγού. Είναι εκείνος ο παράξενος διαμεσολαβητής ανάμεσα στον άνθρωπο και στον θεό, εκείνος που τον οδηγεί από την άγνοια στη γνώση. Σήμερα θα λέγαμε ότι είναι   το φροϋδικό Υπερεγώ.
Περνώντας στην κλασσική εποχή, τα πράγματα αλλάζουν ριζικά. Από τον Σόλωνα και μετά η Αθήνα εισέρχεται στην σφαίρα της ορθής σκέψης και οτιδήποτε εξωλογικό και εξωανθρώπινο, αντιμετωπίζεται κριτικά. Για πολλούς μελετητές ο ορθός λόγος και ο εξορθολογισμός της θρησκείας και της ηθικής σήμαναν και το τέλος της ελληνικής γοητείας και έθεσαν σε πλήρη αμφισβήτηση και την ουσία του ελληνισμού. Στη χορεία αυτών που χρεώνονται αυτή τη μεταστροφή της σκέψης είναι και ο Σωκράτης. Παρότι εμείς τον γνωρίζουμε ως μεγάλο αντίπαλο της σοφιστικής μέσω του Πλάτωνος, η αλήθεια είναι πως ο Σωκράτης εγκαινιάζει το διαφωτισμό των Σοφιστών, είναι ο μεγαλύτερος Σοφιστής, αλλά είναι και αυτός που ξεπερνά το κίνημα και προπορεύεται. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με τον Κάντ στον ευρωπαϊκό διαφωτισμό. Για τον Νίτσε ο Σωκράτης είναι αυτός που σκότωσε τον μύθο. Τον κατηγορεί για αφανιστή του μύθου, εκείνον που ξεπέρασε τα ένστικτα, εκείνον που απαρνήθηκε ως άτομο την ελληνική ουσία, αλλά και ως τον τελευταίο δυνατό τύπο Έλληνα σοφού. Παρότι ακολούθησε το δρόμο της λογικής, ο Σωκράτης υποστηρίζει πως μέσα του κατοικεί ένας θεός, το δαιμόνιό του που τον καθοδηγεί. Όσο ειρωνικά και αν το λέει, δηλώνει με αυτό πως οι σκέψεις του και τα λόγια του, τον ξεπερνούν.
Για τον Σωκράτη «Το δαιμόνιό» του, εκείνη η εσωτερική φωνή, η οποία συνήθιζε να τον προειδοποιεί, αφότου ήταν παιδί, όταν πήγαινε να κάνει κάτι ασύμφορο για αυτόν, δεν τον εμπόδισε ούτε να παρουσιαστεί στο δικαστήριο, ούτε να υπερασπίσει τον εαυτό του. Μετά την καταδίκη του συμπεραίνει ότι όσα του έτυχαν πρέπει να είναι κάτι καλό για αυτόν και επομένως οι δικαστές, αν και το ήθελαν, δεν μπόρεσαν να τον βλάψουν. Επίσης ότι υπάρχει έντονη ελπίδα «πολλή ἐλπίς»  ότι ο θάνατος  δεν είναι κάτι κακό, παρά κάτι καλό, δηλαδή μια κατάσταση σαν τον ύπνο χωρίς όνειρα ή η πρόσβαση σε μια καλύτερη ζωή. Αυτή η λογική μέθοδος του Σωκράτη είναι εξαιρετικά χαρακτηριστική για τη σχέση πίστης και γνώσης σε αυτόν. Επίσης το δαιμόνιό του τον απέτρεψε να γίνει πολιτικός. Και επειδή δίνει στη φύση του δαιμονίου θεϊκή ιδιότητα, η ορθότητα αυτής της προειδοποίησης δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Ο Σωκράτης στέκεται κριτικά απέναντι σε αυτή την εσωτερική φωνή, η οποία τον ωθεί σε αγώνα για το δίκιο, αλλά πιστεύει πως σε αυτόν τον αγώνα, ο καθένας είναι μόνος, ιδιώτης. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζει το δελφικό χρησμό, ο οποίος τον ανακηρύσσει σοφότερο άνδρα. Είναι αυτονόητο ότι ο θεός έχει δίκιο, αλλά θέμα του Σωκράτη είναι να σκεφτεί τι σημαίνει αυτό. Και καταλήγει ότι  ο θεός τον αποκάλεσε έτσι, επειδή δεν πιστεύει ότι κατέχει την κατά φαντασία γνώση. Για τον Σωκράτη λοιπόν η προϋπόθεση των ορθολογικών συμπερασμάτων του είναι πάντοτε η πίστη στο παράλογο και αυτό ισχύει για όλη τη ζωή του. Αυτή δεν προϋποθέτει μεν την πίστη στο επέκεινα, αλλά την πίστη σε μια θεϊκή σοφία, η οποία επηρεάζει όλα τα συμβάντα και το νόημά της μπορεί να βρεθεί από τον ανθρώπινο διαλογισμό.
Ο Σωκράτης είχε σχεδόν απορριπτική στάση απέναντι στους θεούς της πόλης, απέφευγε να χρησιμοποιεί τα ονόματα των θεών απέναντι σε όρκους και προσευχές. Άλλοτε μιλά για θεό και άλλοτε για θεούς. Στο στρατόπεδο προσεύχεται στον Ήλιο και κάτω από τον πλάτανο στον Ιλισό στο θεό Πάνα. Θεωρεί επικίνδυνες τις θυσίες, γιατί υποβιβάζουν τη θρησκεία σε εμπορική συναλλαγή. Ίσως η πείρα του δαιμονίου του τον είχε κάνει δεκτικό και ανοιχτό σε μαντικά νεύματα του θεού. Ωστόσο συνιστούσε να χρησιμοποιεί κανείς στη ζωή του, όσο το δυνατόν περισσότερο, το νου του και μόνο σε αδιαφανείς καταστάσεις να επικαλείται τη μαντική. Όλα αυτά δείχνουν ότι ο Σωκράτης είχε υπερβεί τις μορφές της συνηθισμένης θρησκείας και αγωνιζόταν να της δώσει ένα βαθύτερο νόημα, αυτό της απόλυτης μιας και μοναδικής αλήθειας, να την ηθικοποιήσει.
 Εμφορούμενος από το δαιμόνιο ο Σωκράτης εκτιμά τη σκέψη περισσότερο από όλα, αλλά τη χρησιμοποιεί πρωτίστως για να καταρρίψει την απερισκεψία και τις προκαταλήψεις. Είναι ένας διαρκής ταραχοποιός και στη σχέση του με τους συμπολίτες του συγκρίνει τον εαυτό του με μια αλογόμυγα, η οποία ακατάπαυστα βρίσκεται πάνω σένα μεγάλο και καθαρόαιμο, αλλά λίγο νωθρό άλογο. Η ακλόνητη πεποίθησή του είναι ότι ο άνθρωπος διαθέτει αυτή την πνευματική δύναμη της αυτοκαθοδήγησης. Θεωρεί έργο ζωής του να την εκμαιεύσει σε άλλους. Εδώ διαπιστώνει τα όρια της προσωπικότητάς του. Ο «θεός με αναγκάζει να εκτελώ για άλλους χρέη μαίας. Μου αρνήθηκε να γεννώ». Ο Σωκράτης «θείω θελήματι» διαθέτει τη δύναμη (δύναμις) και την αγάπη (το εράν) για να βελτιώσει τους ανθρώπους, εφόσον αυτοί είναι γενικά δεκτικοί.
Σύμφωνα με τον Χάξλεϋ, οι χειρότερες δυσκολίες του ανθρώπου, αρχίζουν από τη στιγμή που μπορεί να κάνει ό, τι θέλει. Ο θρίαμβος της λογικής οδήγησε στην παρακμή της ελληνιστικής εποχής. Η υπέρβαση των τοπικών και χρονικών συνόρων του πνεύματος απ’ τη μια πλευρά, αλλά και απ’ την άλλη η κρίση των θεσμών και της θρησκείας ως βαθιά ανάγκη του ανθρώπου να επικοινωνήσει με τον εαυτό του, κάνουν τους ανθρώπους ουσιαστικά πιο απελπισμένους και τους στερούν το καθημερινό νόημα. Παράδειγμα αυτής της απελπισίας είναι η στροφή στην αστρολογία που εντείνεται αυτή την περίοδο. Αρκετοί συμβουλεύουν τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν την παλιά αντίληψη της ταπεινότητας, δηλαδή να ζουν με μετριότητα και σε μέτρα ανθρώπινα και τους προτρέπουν, μέσα από το στοχασμό και την ορθή σκέψη να ζουν ως θεοί. Εντούτοις ο Αριστοτέλης και οι μαθητές του, κατανοούν πως οι άνθρωποι και ειδικά οι Έλληνες δεν αντέχουν την καθαρή λογική. Γι αυτό μελετούν αυτός και οι μαθητές του τους άλογους παράγοντες της ανθρώπινης φύσης για να έχουν πιο ρεαλιστική την κατανόησή της. Έτσι οδηγήθηκαν στη μελέτη της μουσικής και των ονείρων για την προσέγγιση αυτών των σκοτεινών ανθρώπινων στρωμάτων.
Για το τέλος θα διαβάσω ένα εξαιρετικό απόσπασμα από το Φαίδρο του Πλάτωνος όπου γίνεται λόγος για τη μανία, μια άλλη έννοια-προσέγγιση του Δαιμονίου και του παραλόγου. Ο Σωκράτης μιλάει στον νεαρό όμορφο Φαίδρο για τα τέσσερα είδη της μανίας, την προφητική, την τελεστική, την ποιητική και την Ερωτική. Κανένας ποιητής για τον Σωκράτη δεν μπορεί να γίνει μεγάλος όταν γράφει με νηφαλιότητα. Είναι απαραίτητα τα λόγια των μουσών, τα θεόπνευστα. Ήταν κοινός τόπος για τους αρχαίους πως η δημιουργική σκέψη δεν είναι δουλειά του Εγώ. Όσον αφορά την ερωτική μανία, ο έρωτας είναι ο δρόμος της ψυχής προς τη θέωση μέσα από τη γνώση. Ο έρωτας είναι διαμεσολαβητής μεταξύ γης και ουρανού. Μέσω αυτού η ψυχή βγάζει φτερά, δονείται ολόκληρη και ζεμένη σε άρμα, το οποίο σέρνουν το επιθυμητικό και το θυμοειδές με ηνίοχο το λογικό υψούται με ανοδική φορά προς το Αγαθό.
ΠΛΑΤΩΝ ΦΑΙΔΡΟΣ
 [245a] τρίτη δὲ ἀπὸ Μουσῶν κατοκωχή τε καὶ μανία, λαβοῦσα ἁπαλὴν καὶ ἄβατον ψυχήν, ἐγείρουσα καὶ ἐκβακχεύουσα κατά τε ᾠδὰς καὶ κατὰ τὴν ἄλλην ποίησιν, μυρία τῶν παλαιῶν ἔργα κοσμοῦσα τοὺς ἐπιγιγνομένους παιδεύει· ὃς δ’ ἂν ἄνευ μανίας Μουσῶν ἐπὶ ποιητικὰς θύρας ἀφίκηται, πεισθεὶς ὡς ἄρα ἐκ τέχνης ἱκανὸς ποιητὴς ἐσόμενος, ἀτελὴς αὐτός τε καὶ ἡ ποίησις ὑπὸ τῆς τῶν μαινομένων ἡ τοῦ σωφρονοῦντος ἠφανίσθη.
[251a] ὁ δὲ ἀρτιτελής, ὁ τῶν τότε πολυθεάμων, ὅταν θεοειδὲς πρόσωπον ἴδῃ κάλλος εὖ μεμιμημένον ἤ τινα σώματος ἰδέαν, πρῶτον μὲν ἔφριξε καί τι τῶν τότε ὑπῆλθεν αὐτὸν δειμάτων, εἶτα προσορῶν ὡς θεὸν σέβεται, καὶ εἰ μὴ ἐδεδίει τὴν τῆς σφόδρα μανίας δόξαν, θύοι ἂν ὡς ἀγάλματι καὶ θεῷ τοῖς παιδικοῖς. ἰδόντα δ᾽ αὐτὸν οἷον ἐκ τῆς φρίκης μεταβολή τε [251b] καὶ ἱδρὼς καὶ θερμότης ἀήθης λαμβάνει· δεξάμενος γὰρ τοῦ κάλλους τὴν ἀποῤῥοὴν διὰ τῶν ὀμμάτων ἐθερμάνθη ᾗ ἡ τοῦ πτεροῦ φύσις ἄρδεται, θερμανθέντος δὲ ἐτάκη τὰ περὶ τὴν ἔκφυσιν, ἃ πάλαι ὑπὸ σκληρότητος συμμεμυκότα εἶργε μὴ βλαστάνειν, ἐπιῤῥυείσης δὲ τῆς τροφῆς ᾤδησέ τε καὶ ὥρμησε φύεσθαι ἀπὸ τῆς ῥίζης ὁ τοῦ πτεροῦ καυλὸς ὑπὸ πᾶν τὸ τῆς ψυχῆς εἶδος· πᾶσα γὰρ ἦν τὸ πάλαι πτερωτή.
[251c] ζεῖ οὖν ἐν τούτῳ ὅλη καὶ ἀνακηκίει, καὶ ὅπερ τὸ τῶν ὀδοντοφυούντων πάθος περὶ τοὺς ὀδόντας γίγνεται ὅταν ἄρτι φύωσιν, κνῆσίς τε καὶ ἀγανάκτησις περὶ τὰ οὖλα, ταὐτὸν δὴ πέπονθεν τοῦ πτεροφυεῖν ἀρχομένου ψυχή· ζεῖ τε καὶ ἀγανακτεῖ καὶ γαργαλίζεται φύουσα τὰ πτερά. ὅταν μὲν οὖν βλέπουσα πρὸς τὸ τοῦ παιδὸς κάλλος, ἐκεῖθεν μέρη ἐπιόντα καὶ ῥέοντ᾽-- δὴ διὰ ταῦτα ἵμερος καλεῖται--δεχομένη [τὸν ἵμερον] ἄρδηταί τε καὶ θερμαίνηται, λωφᾷ τε τῆς ὀδύνης [251d] καὶ γέγηθεν· ὅταν δὲ χωρὶς γένηται καὶ αὐχμήσῃ, τὰ τῶν διεξόδων στόματα τὸ πτερὸν ὁρμᾷ, συναυαινόμενα μύσαντα ἀποκλῄει τὴν βλάστην τοῦ πτεροῦ, δ᾽ ἐντὸς μετὰ τοῦ ἱμέρου ἀποκεκλῃμένη, πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα, τῇ διεξόδῳ ἐγχρίει ἑκάστη τῇ καθ᾽ αὑτήν, ὥστε πᾶσα κεντουμένη κύκλῳ ψυχὴ οἰστρᾷ καὶ ὀδυνᾶται, μνήμην δ᾽ αὖ ἔχουσα τοῦ καλοῦ γέγηθεν. ἐκ δὲ ἀμφοτέρων μεμειγμένων ἀδημονεῖ τε τῇ ἀτοπίᾳ τοῦ πάθους καὶ ἀποροῦσα λυττᾷ, καὶ ἐμμανὴς [251e] οὖσα οὔτε νυκτὸς δύναται καθεύδειν οὔτε μεθ᾽ ἡμέραν οὗ ἂν μένειν, θεῖ δὲ ποθοῦσα ὅπου ἂν οἴηται ὄψεσθαι τὸν ἔχοντα τὸ κάλλος· ἰδοῦσα δὲ καὶ ἐποχετευσαμένη ἵμερον ἔλυσε μὲν τὰ τότε συμπεφραγμένα, ἀναπνοὴν δὲ λαβοῦσα κέντρων τε καὶ ὠδίνων ἔληξεν, ἡδονὴν δ᾽ αὖ ταύτην γλυκυτάτην ἐν τῷ [252a] παρόντι καρποῦται. ὅθεν δὴ ἑκοῦσα εἶναι οὐκ ἀπολείπεται, οὐδέ τινα τοῦ καλοῦ περὶ πλείονος ποιεῖται, ἀλλὰ μητέρων τε καὶ ἀδελφῶν καὶ ἑταίρων πάντων λέλησται, καὶ οὐσίας δι᾽ ἀμέλειαν ἀπολλυμένης παρ᾽ οὐδὲν τίθεται, νομίμων δὲ καὶ εὐσχημόνων, οἷς πρὸ τοῦ ἐκαλλωπίζετο, πάντων καταφρονήσασα δουλεύειν ἑτοίμη καὶ κοιμᾶσθαι ὅπου ἂν ἐᾷ τις ἐγγυτάτω τοῦ πόθου· πρὸς γὰρ τῷ σέβεσθαι τὸν τὸ κάλλος [252b] ἔχοντα ἰατρὸν ηὕρηκε μόνον τῶν μεγίστων πόνων.


                                  









Βιβλιογραφία
§        Βίλχελμ Νέστλε, Aπό τον μύθο στο λόγο. Η εξέλιξη της ελληνικής σκέψης από τον Όμηρο ως τη σοφιστική και τον Σωκράτη, τ. 1, μτφρ. Άννα Γεωργίου, Γνώση, Αθήνα 1999.

§        E. R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο, μτφ. Γιατρομανωλάκης Γιώργης, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996.

§        Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Η φιλοσοφία του πνεύματος: Το υποκειμενικό πνεύμα, μτφ. Γιάννης Τζαβάρας, Δωδώνη Εκδοτική ΕΠΕ, Αθήνα, 1993.

§        Claude Levi-Strauss, Μύθος και νόημα, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1986.

§        George Steiner, Οι Αντιγόνες, Καλέντης, Αθήνα 2001.

§        George Steiner, Νοσταλγία του Απόλυτου, Άγρα, Αθήνα 2007.

§        George Wilhelm Friedrich, Hegel, Η Φιλοσοφία του πνεύματος, Δωδώνη Εκδοτική ΕΠΕ, Αθήνα 1993.

§        Luc Brisson, Ο Πλάτων, οι λέξεις και οι μύθοι, Μεταίχμιο, Αθήνα 2003.

Αρχαίες πηγές-Πρωτότυπα κείμενα
§        Πλάτων, Φαίδρος, μτφρ. Θεοδωρακόπουλος, Ιωάννης Ν., Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 20004.

§        Πλάτων, Απολογία του Σωκράτους, μτφρ. Γεώργιος Π. Μανουσόπουλος, Παπαζήση, Αθήνα 2009.

§        Πλάτων, Συμπόσιον, μτφρ. Ιωάννου Συκουτρή, Κάκτος, Αθήνα 2005.

§        Αριστοτέλης, Περί ψυχής, μτφρ Ι. Σ. Χριστοδούλου, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 20002.

§        Αισχύλος, Προμηθέας Δεσμώτης, μτφ. Τάσος Ρούσσος, Κάκτος, Αθήνα 1992.

§        Αισχύλος, Προμηθέας δεσμώτης, μτφρ. Παναγιώτης Μουλλάς, Αθήνα, Στιγμή, 2009.

§        Ησίοδος, Θεογονία, μτφ. Παναγής Λεκατσάς, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος 2003.

§        Πλάτων, Πρωταγόρας, μτφ. Ηλίας Σ. Σπυρόπουλος Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 20095.

§        Πλάτων, Τίμαιος, μτφρ. Α Παπαθεοδώρου, Αθήνα, Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός, 1975.



1.  Βλ. Πλάτωνος Απολογία, 27c, 31d.

2.  Γκέοργκ Χέγκελ, Η φιλοσοφία του πνεύματος, τ.1, σ. 107: Ποιο είναι αυτό το άλλο, από το οποίο εξαρτάται η συναισθανόμενη ψυχή; Πρόκειται για το «δαιμόνιο» (μεταφράζω έτσι τη λέξη:Genius). Αυτή η έννοια έχει μια ιστορία πολλών αιώνων, που ξεκινά από τους πρωτόγονους λαούς και δεν παύει να παίζει ένα βαρυσήμαντο ρόλο σε κορυφαίους πολιτισμούς και σε εξαιρετικές προσωπικότητες (ένα οικείο σ’ εμάς παράδειγμα είναι το δαιμόνιο του Σωκράτη, δες Πλάτωνος Απολογία 27c, 31d). Στους αρχαίους Έλληνες και αργότερα στους Ρωμαίους το δαιμόνιο σχετίζεται με τον θεό («δαίμονα»), με την καλή ή κακή τύχη ενός ανθρώπου («ευδαιμονία - κακοδαιμονία»), με κάποια μαγική δύναμη που εξουσιάζει τον άνθρωπο άλλοτε προστατεύοντας και άλλοτε καταστρέφοντάς τον. Η λέξη και η έννοια «genius» αποτελεί ένα θεμελιώδες και αρχαιότατο συστατικό της ρωμαϊκής θρησκείας, ερμηνεύεται και διαφοροποιείται ποικιλότροπα μέσα στη Στωική φιλοσοφία, και φτάνει έως τις ημέρες μας να παίζει ένα σημαντικό ρόλο στις αντιλήψεις περί φαντασμάτων, ξωτικών, αλλά και περί «μεγαλοφυών» ανθρώπων (αγγλικά genius, γαλλικά génie, γερμανικά Genie). Ο Χέγκελ διαπιστώνει ως βασικό στοιχείο αυτής της έννοιας την ψυχική σχέση προς κάτι ανώτερο, χαρακτηρίζοντάς την «μαγική σχέση».

3.  Γκ. Χέγκελ, ό.π., σ. 111.

4.  Ο Πλάτων αναγνώρισε τη σχέση της προφητείας εν γένει προς τη γνώση της νηφάλιας συνείδησης καλύτερα από πολλούς συγχρόνους του. Στον Τίμαιο λέει ότι για να συμμετάσχει και το άλογο μέρος της ψυχής έως ένα σημείο στην αλήθεια ο θεός έφτιαξε το συκώτι και του έδωσε τη μαντεία, δηλαδή την ικανότητα να διαβλέπει. «ἵνα ἀληθείας πῃ προσάπτοιτο, κατέστησαν ἐν τούτῳ τὸ μαντεῖον. ἱκανὸν δὲ σημεῖον ὡς μαντικὴν ἀφροσύνῃ θεὸς ἀνθρωπίνῃ δέδωκεν· οὐδεὶς γὰρ ἔννους ἐφάπτεται μαντικῆς ἐνθέου καὶ ἀληθοῦς, ἀλλ᾽ ἢ καθ᾽ ὕπνον τὴν τῆς φρονήσεως πεδηθεὶς δύναμιν ἢ διὰ νόσον, ἢ διά τινα ἐνθουσιασμὸν παραλλάξας. ἀλλὰ συννοῆσαι μὲν ἔμφρονος τά τε ῥηθέντα ἀναμνησθέντα ὄναρ ἢ ὕπαρ ὑπὸ τῆς μαντικῆς τε καὶ ἐνθουσιαστικῆς φύσεως, καὶ ὅσα ἂν φαντάσματα» (Τίμαιος, 72a).