Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

ME EΠΙΤΥΧΙΑ Η ΟΜΙΛΙΑ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΟΥΛΙΑ


ME EΠΙΤΥΧΙΑ Η ΟΜΙΛΙΑ
 ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΟΥΛΙΑ
 ΣΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Με την παρουσία συγγραφέων, λογοτεχνών και  διανοουμένων αλλά και  πολλών  φιλότεχνων έγινε με επιτυχία, η προαναγγελθείσα και προγραμματισμένη ομιλία του συμπολίτη διακεκριμένου δικηγόρου, ιστορικού ερευνητή και συγγραφέα Χρήστου Μούλια.
 Ο ομιλητής ανάπτυξε  με επιτυχία το  θέμα: «Γεώργιος Β.Θεοχαρόπουλος ένας άγνωστος Πατρινός Λόγιος».
 Η εκδήλωση ήταν ενταγμένη στον κύκλο των Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών που γίνονται κάθε Δευτέρα με τη συνεργασία της Δημοτικής Βιβλιοθήκης-Πολιτιστικός Οργανισμός του Δήμου Πατρέων στο αναγνωστήριό της.
 Την παρουσίαση του ομιλητή και το συντονισμό της εκδήλωσης έκανε ο πρόεδρος της Εταιρείας Λογοτεχνών Λεωνίδας Μαργαρίτης, ο οποίος μεταξύ άλλων είπε και τα εξής: O Χρήστος Αθ. Μούλιας γεννήθηκε και ζει στην πόλη μας όπου και ασκεί από το 1976 μαχόμενη δικηγορία. Σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και πέρα από την  δικηγορία την οποία ευδόκιμα  ασκεί μέχρι σήμερα ,ασχολείται με την έρευνα της ιστορίας και ειδικότερα   της τοπικής μας.
Είναι Πρόεδρος της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Πελοποννήσου, Πρόεδρος  της Φιλαρμονικής Εταιρείας -Ωδείου Πατρών, Έχει διατελέσει  Γενικός Γραμματέας της Εταιρείας Αχαϊκών Μελετών και   μέλος του Δ.Σ. της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πατρών  ισόβιο μέλος και γραμματέας της Διοικητικής Επιτροπής του Κοινωφελούς Ιδρύματος "Τριάντειος Επαγγελματική και Βιομηχανική Σχολή Πατρών", ισόβιο μέλος και γραμματέας της Διοικητικής Επιτροπής του "Ιδρύματος Λήδας, Νανάς και Σπύρου Δούκα" και μέλος της Διοικητικής Επιτροπής του "Ιδρύματος Ιωάννου και Ευτέρπης Τοπάλη". Διετέλεσε μέλος του Δ.Σ. της "Διακιδείου Σχολής Λαού Πατρών" και της "Αχαϊκής Εταιρείας Μελετών", επί προεδρίας Κώστα Ν. Τριανταφύλλου ". Είναι Γραμματέας του Δ.Σ. του "Συλλόγου Φίλων Νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Πατρών" και μέλος της "Εταιρείας Φίλων Παναγιώτη Κανελλόπουλου", της "Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών", της "Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών" και της "Εταιρείας Λογοτεχνών Νοτιοδυτικής Ελλάδος.
Παράλληλα με το κυρίως  συγγραφικό του έργο αρθρογραφεί σε εφημερίδες και έγκυρα περιοδικά. 
Αποτέλεσμα   της εξωεπαγγελματικής του,  πλην  σοβαρής και υπεύθυνης ενασχόλησης με  την έρευνα, είναι τα μέχρι σήμερα  έργα του που κυκλοφόρησαν από σοβαρούς εκδοτικούς οίκους.
Θα επιχειρήσω μια επιγραμματική αναφορά για να καταδείξω το είδος, το ερευνητικό αντικείμενο αλλά και την επιλογή των θεμάτων με τα οποία καταπιάστηκε κατά καιρούς ο διαλεκτός συνάδελφος και   φίλος και κατά χρονολογική σειρά εκδοθέντα έργα του: 1.« Γεώργιος Β. Θεοχαρόπουλος  Πατρεύς  1770-1852»( ένας άγνωστος Πατρινός λόγιος)  Πάτρα  1993.  2.«Η διάσταση αυτοχθόνων και ετεροχθόνων στην μετεπαναστατική Πάτρα 1828-1850». Πάτρα 1995
 3. «Τo λιμάνι της  Σταφίδας»  (Πάτρα 1828-1900)( Εμπόριο, βιομηχανία, τράπεζες, ασφάλειες).Πάτρα 2.000
 4Η Ιστορία της Σταφίδας» (Μια πριγκίπισσα στο διάβα των αιώνων)  Αθήνα  2.006 5.«Ιστορικά Σημειώματα»  Πάτρα  2.007.6. «Πολύβιος Κορύλλος: Ένας πρωτοπόρος Έλληνας θωρακοχειρούργος». Συνεργασία Χρίστου Γ.Φραγκίδη-Χρήστου Μούλια  Πάτρα  2.008. 7.«Xρονικό Δημοτικής Βιβλιοθήκης » (1910-2010) Έκδοση Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών Πάτρα 2009 . 8. «Παναγιώτης Κανελλόπουλος» (1902-1986) (Ένας «ήσυχος και τίμιος διάλογος» με το έργο του Αίμου Αυρήλιου)  Αθήνα   2009. 9. «Αρέθειο Εκπαιδευτήριον » (Ιστορικό χρονικό) Πάτρα  2010.10. «Φιλαρμονική Εταιρεία-Ωδείο Πατρών  1892-2012».  Πάτρα 2012.

 11. «Η Εβραϊκή παρουσία στην Πάτρα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα». Αθήνα 2015.
 Επιμελήθηκε  τη συλλογή Διηγημάτων  με τίτλο: «Χωρίς Πυξίδα». του  Π. Α. Χρονόπουλου  Πάτρα 2013.




Στο συλλογικό τόμο "Πάτρα", Εκδόσεις ΚΟΤΙΝΟΣ (Αθήνα 2005), περιέχονται οι μελέτες του, "Εκπαίδευση, λόγιοι, ιδέες" και "Ο τύπος των Πατρών, Τυπογραφεία, Βιβλιοπαραγωγή". Με δική του επιμέλεια και εισαγωγή εκδόθηκαν, τα: 1. "Ημερολόγια Αμπελώνων" του Κωνσταντίνου Αντωνόπουλου (Πάτρα 1996) 2. Το αδημοσίευτο χειρόγραφο του Βορειοηπειρώτη λόγιου Νικολάου Γ. Μυστακίδου "Πραγματεία Σύντομος Αρχαιολογική και Ιστορική περί Δρόβιανης και των εν αυτή Ιερών Θέσεων" (Πάτρα 1997). Έχει προλογίσει τα φωτογραφικά λευκώματα: 1. "Εικόνες της Ελλάδος 1944-1958" (Αθήνα 1998). Και 2. "Πάτρα 1947-1964 - Μικρή φωτογραφική διαδρομή" (Αθήνα 1999) και βιβλία που σχετίζονται με τη γενέτειρά του. Είναι συνεργάτης της "Εγκυκλοπαίδειας του Ελληνικού Τύπου" και της ημερήσιας εφημερίδας των Πατρών "ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ". Έχει δημοσιεύσει περίπου εκατόν πενήντα μελέτες και άρθρα, σε τιμητικούς και επετειακούς τόμους, σε ιστορικά και επιστημονικά περιοδικά, επετηρίδες και εφημερίδες, με αντικείμενο ιστορικά θέματα, σχετικά με την Πάτρα και κριτική βιβλίου. Έχει συμμετάσχει σε Διεθνή Συνέδρια της "Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών", με ανακοινώσεις σε θέματα τοπικής ιστορίας και έχει δώσει πολλές διαλέξεις στην Πάτρα και σε άλλες πόλεις. Επίσης έχει συμμετάσχει σε εκδηλώσεις παρουσίασης ιστορικών και λογοτεχνικών βιβλίων.
Μετά τη παρουσίαση του ομιλητή ο πρόεδρος της Εταιρείας και συντονιστής της εκδήλωσης έδωσε το λόγο στον  Χρήστου Μούλια ο οποίος μίλησε με θέμε «Γεώργιος Β. Θεοχαρόπουλος   ένας άγνωστος Πατρινός  Λόγιος». Ο ομιλητής με επίσημα στοιχεία και με παράθεση πληθώρας αποδεικτικών στοιχείων σκιαγράφησε την προσωπικότητα αυτού του πατρινού λογίου ο οποίος γεννήθηκε στην πόλη μας το έτος 1770 και αφού δραστηριοποιήθηκε ως Ελληνοδιδάσκαλος και συγγραφέας στην Πάτρα, τη Μολδαβία και στη Βλαχία αλλά και σε άλλα μέρη ενώ διετέλεσε οικοδιδάσκαλος σε οίκους ευγενών. Τα έργα του είτε πρόκειται για  αυτοτελείς συγγραφές  είτε  για μεταφράσεις αποτελούσαν δημιουργήματα ενός ανθρώπου ο οποίος είχε προωθημένη εθνική συνείδηση με ξεχωριστή αίσθηση της αποστολής του η οποία ήταν η  υπόθεση της πνευματικής ανάτασης του Γένους.
Ο κ.Μούλιας ανάπτυξε το θέμα του λίαν επιτυχώς αφού κατάφερε  να κάνει γνωστό το έργο ενός αφανούς εργάτη των γραμμάτων ενώ κατάγραψε με σημαντικά στοιχεία της του καταγεγραμμένο έργο του από βιβλιοθήκες και αρχεία διαφόρων κρατών και δημοσίων ιδρυμάτων.
Την ομιλία του κ. Μούλια ακολούθησαν τοποθετήσεις και ερωτήσεις των ακροατών οι οποίοι δήλωναν ενθουσιασμένοι και ξαφνιασμένοι από την  αποκάλυψη της προσωπικότητας και του έργου ενός πατρινού ελληνοδιδασκάλου του 17 και 18ου αιώνα του Γεωργίου Β. Θεοχαρόπουλου.
Τέλος   εκφράσθηκε η ευχή και το αίτημα προς το Δήμο Πατρέων να δοθεί το όνομά του σε  δρόμο της πόλης μας, σε εκδήλωση τιμής σ’ αυτό το άξιο παιδί της ,κάτι που ανέλαβε η Εταιρεία Λογοτεχνών να προωθήσει προς υλοποίηση.

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΤΗΣ ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ Ι.ΒΕΡΡΑ ΜΕ ΤΙΤΛΟ: "ΤΡΟΧΙΕΣ ΠΟΡΦΥΡΕΣ"



ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ  ΤΗΣ ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ Ι. ΒΕΡΡΑ,
ΜΕ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ :  TΡΟΧΙΕΣ ΠΟΡΦΥΡΣ" 
ΕΙΣΗΓΗΣΗ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
της Φρύνης Κωσταρά,
Φιλολόγου, Διδάκτορος Πανεπιστημίου Πατρών


Το γοητευτικό ποιητικό ταξίδι της Γαλάτειας Βέρρα, που ξεκίνησε με την Ευγένεια των ήχων, πέρασε μέσα από την παλέτα των Χρωμάτων αλήθειας και συναντήθηκε με Άχρονα πρόσωπα, συνεχίζεται με την τέταρτη ποιητική συλλογή της, τις Τροχιές Πορφυρές, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Διαβάζοντας την ποίησή της ξανά και ξανά αναρωτιέμαι πώς μπορεί να γίνεται ένας χείμαρρος νοημάτων, συναισθημάτων και εικόνων να ξεχύνεται ορμητικός μέσα από τόσο σύντομα, πολλές φορές τρίστιχα ή τετράστιχα ποιήματα. Κι όμως γίνεται. Η ποίηση της Γαλάτειας Βέρρα ξεχειλίζει από καλαισθησία, αρμονία, αλήθεια και ομορφιά, προκαλώντας διανοητική και ψυχική ανάταση στον αναγνώστη της. Αληθινή ποίηση στην εποχή της εκποίησης. Ακόμα ωριμότερη ποιητικά, συνεχίζει με την αστείρευτη πένα της να διαγράφει ποιητικές τροχιές, οι οποίες σε δύσκολους καιρούς, όπου «τα πάντα σείονται στις δονήσεις του ακαθόριστου», αναδύουν ελπίδα και δύναμη, έχοντας «τη σφραγίδα της αγάπης καμωμένη από κερί και δάκρυ». Εξορύσσοντας μεθοδικά και πεισματικά το πολύτιμο μετάλλευμα της μνήμης, η οποία, όπως δηλώνεται από το πρώτο κιόλας ποίημα, γίνεται «ζυγαριά» ακριβείας λόγων και έργων, χαρίζει στον αναγνώστη της -αυτούσια ή αφαιρετικά δοσμένα- κομμάτια από τα συναισθήματα, την εμπειρία, τις σκέψεις και τα όνειρά της. Άλλωστε, μέσα στην Ποίηση χωρά όλη η μνήμη του κόσμου. Ή τουλάχιστον αυτή τη μαγική εντύπωση μας δίνει η ποιητική τέχνη. Πώς όσα υπάρχουν, όσα έχουν χαθεί και εκείνα που θα έρθουν και θα περάσουν, όλα έχουν τη θέση τους μέσα σ’ αυτή.
            Πλαίσιο της ποιητικής γραφής της εν λόγω συλλογής καθίσταται άλλοτε η καθημερινότητα, οικογενειακή, κοινωνική ή πολιτική, και άλλοτε ο υπαρξιακός στοχασμός, που φέρει απόηχους της βιβλικής γραφής και λόγου. Η ποιήτρια παρατηρεί την ηθική και ψυχική διάβρωση γύρω της και την καταγγέλλει με το δικό της μοναδικό ποιητικό τρόπο. Ο «άνθρωπος του σήμερα», «γυμνός από αρετές, γεμάτος αστοχίες, γεμάτος αισχύνη, έχοντας αποτύχει οικτρά στις εξετάσεις του ουρανού», όπως αναφέρει στο ποίημα «Σύγχρονος επαίτης», αναζητά το «χαροποιό πένθος», αυτό που «δωρίζει νόημα στον λογισμό, βάθος στη επιθυμία, ουσία στις επιδιώξεις», όπως μας λέει στο ομώνυμο ποίημα («Χαροποιό πένθος»). Η κοινωνική διάσταση της ποίησής της ξετυλίγεται μέσα από συγκλονιστικές εικόνες φθοράς και αλλοτρίωσης, όπου το άτομο αγωνίζεται να κρατηθεί ψυχικά ζωντανό, καθώς βουλιάζει στα συντρίμμια ενός κόσμου που καταρρέει από τη σήψη του: «η μνήμη στάζει τραγικότητα. Σάπισαν οι ρόλοι» βροντοφωνάζει στο ποίημα «Πρόσχαρα θύματα». Με δυνατές εικόνες παρουσιάζει τα τραγικά αδιέξοδα των καιρών μας, την κοινωνική και πολιτιστική αλλοίωση της εποχής, δίνοντας όμως συγχρόνως την προοπτική της ανόρθωσης, την ελπίδα της σωτηρίας, απαλύνοντας την αγωνία των απανταχού εκτοπισμένων ψυχών και σωμάτων, ψιθυρίζοντας ότι το χάδι που αναζητούν «υπάρχει άφθονο στις κρύπτες του ουρανού. Στην πάσχουσα αγάπη», όπως δηλώνει στο ποίημα «Το χάδι».
            Σε κάποιες στιγμές το θρησκευτικό βίωμα είναι τόσο έντονο που μετατρέπεται σ’ έναν προσωπικό διάλογο της ποιήτριας με τον ίδιο τον Δημιουργό, όπως συμβαίνει στα ποιήματα «Περιήγηση», «Σε συναντώ» και «Ασώματη πολιτεία». Ο παράδεισος για την ίδια έχει γεύση γλυκού του κουταλιού, φτιαγμένου από καρπούς ουράνιων δέντρων. Πολύ συχνά η ποιήτρια στρέφεται βαθιά μέσα της, οδηγούμενη σε προσωπική ενδοσκόπηση, παλεύοντας με τις σκέψεις και τα συναισθήματά της, τα οποία δεν διστάζει να εξομολογηθεί και να μοιραστεί με τους αναγνώστες της. Φανερή την παρουσία του ως υπόστρωμα κάνει ο εσωτερικός μονόλογος με τη μορφή συνειρμικής περιδιάβασης στις διαδρομές του νου. Η ποιήτρια αναζητά την ηρεμία, την οποία βρίσκει στην αρετή της σιωπής, μια θεματική που απαντά και στις προηγούμενες συλλογές της, ειδικά στα «Άχρονα πρόσωπα», η οποία βλέπουμε ότι παραμένει στην ποίησή της και εξελίσσεται: «Είμαι φανερά ερωμένη της σιωπής. Αυτή με τρέφει, με γεννά, με ανασταίνει» δηλώνει απερίφραστα. Ένα επίσης βασικό θέμα των ποιημάτων αυτών προσωπικής ενδοσκόπησης αποτελεί στην παρούσα συλλογή η ενηλικίωση, η μετάβαση από την αθωότητα της εφηβείας και της νεότητας στην ωριμότητα, η οποία επιτυγχάνεται πολλές φορές με τρόπο οδυνηρό. Σύντομα μα πολύ δυνατά τα ποιήματα αυτής της κατηγορίας.
            Στην ποίηση της Γαλάτειας Βέρρα ξεχωρίζει η ιδιαίτερη τεχνοτροπία της σύνθεσης σύντομων αφηγήσεων που περικλείονται στην ποιητική μορφή, αποτελώντας αφορμή για στοχασμούς με γλυκόπικρη γεύση. Καθένα από τα ολιγόστιχα ποιήματα αποτελεί έναν αυτενεργό και αυτεξούσιο ποιητικό οργανισμό, μέσα στον οποίο το ποιητικό υποκείμενο παρουσιάζεται να περιηγείται στην οικιακή γεωγραφία ή να επισκέπτεται τόπους και σημεία του παρελθόντος, να συνομιλεί μαζί τους και με ό,τι περιέχουν. Πηγές έμπνευσής της αποτελούν άλλοτε απλές στιγμές της καθημερινότητας, όπως ένας αποχαιρετισμός, μια απρόσμενη συνάντηση, ένας συντροφικός περίπατος, που γίνονται αφορμές ανάμνησης, ρέμβης ή εσωτερικού διαλογισμού, άλλοτε συγκεκριμένοι χώροι, όπως αυτός μιας μουσικής συναυλίας, ο κινηματογράφος, το ιατρείο ενός οφθαλμίατρου, το λευκό μπαλκόνι κάποιου εκτυφλωτικού καλοκαιρινού μεσημεριού, και άλλοτε μικρά αντικείμενα, που μετατρέπονται σε σύμβολα, σχηματοποιώντας μέσα από την αλληγορία δυνατές υπερρεαλιστικές εικόνες και συνειρμούς. Σας αναφέρω ενδεικτικά τις «κουρτίνες» που καλύπτουν τις ατέλειες των προσώπων, κλείνοντας απέξω τη βουή του κόσμου, τον «μυστικό φάκελο» που κρύβει το μυστήριο της ζωής, το «μελανοδοχείο» της ιστορίας, την «πένα» των πολυκύμαντων βίων, το «χτενάκι» της παλλόμενης εφηβείας, το «δρύινο τραπέζι» των εξομολογήσεων, το «παλιό άλμπουμ» των οικογενειακών στιγμών, το «σκάκι» της παρτίδας της ζωής, το σιωπηλό «κοχύλι» των θερινών μυστικών. Οι ποιητικές εικόνες της Γαλάτειας Βέρρα πετυχαίνουν να συνενώσουν τις διεστώσες όψεις του κόσμου, να συναιρέσουν το συγκεκριμένο και το αφηρημένο, το αισθητό και το νοητό, το ορατό και το αόρατο, τέμνοντας διαφορετικά επίπεδα του πραγματικού μέσα από απροσδόκητες αντιθέσεις και μεταφορές (σταχυολογώ ενδεικτικά: πρόσχαρα θύματα, χαροποιό πένθος, αναλφάβητα όνειρα, προδομένη αιωνιότητα, άνδρας καμωμένος από ομίχλη, χάδι στο πρόσωπο των αιώνων, τύλιγμα με σπάργανα υπόσχεσης, άρωμα βημάτων). Αξιοπρόσεκτη και η εστίαση σε συγκεκριμένα ενδύματα προσώπων που η ποιητική ματιά απαθανατίζει και κρατά στη μνήμη, μετατρέποντάς τα σε σύμβολα, όπως, για παράδειγμα, τα «λευκά ρούχα» της αθωότητας, το «κίτρινο κυριακάτικο μαντό», λουσμένο από «ολόφωτες δεσμίδες ακριβού μειδιάματος», το «μπλε παλτό» των κενόδοξων οραμάτων. Συχνές είναι και οι αναφορές είτε στο φυσικό περιβάλλον, στα άστρα και το σύμπαν, με κυρίαρχη την εποχή της Άνοιξης, που επανέρχεται σε αρκετά ποιήματα της παρούσας συλλογής, είτε στο ζωικό βασίλειο –μνημονεύω τους λευκούς κύκνους, το μαύρο βυζαντινό άλογο των ονείρων, το λαγό και τη χελώνα του μύθου- είτε, τέλος, σε καρπούς και άνθη που προσλαμβάνουν επίσης βαθύτερους συμβολισμούς: οι λωτοί της λησμονιάς, το αγιόκλημα αλλοτινών εποχών, το απαγορευμένο μήλο, οι ανεμώνες των ερωτικών όρκων. 
            Ξεχωριστή θέση στη θεματολογία της Γαλάτειας Βέρρα έχει και σ’ αυτή τη συλλογή ο έρωτας, που προβάλλει άλλοτε ως απώλεια και πόνος, άλλοτε ως βασανιστικός τύραννος του μυαλού και του σώματος, πάντοτε, όμως, ως υψηλό, ευγενές συναίσθημα. Ο διάχυτος λυρισμός, η γλαφυρότητα των περιγραφών, ο χειμαρρώδης λόγος, η ομορφιά και αρμονία της γλώσσας που χαρακτηρίζουν τα ποιήματα αυτά τα καθιστούν πραγματικά μικρά ποιητικά διαμάντια. Αναφέρω ενδεικτικά τα ποιήματα «Ξαφνικά», «Σαν Άνοιξη», «Μην κλάψεις», «Εκείνο το βράδυ», «Το ακαθόριστο», «Κάθε βράδυ», «Τέλος», «Φιλιά δανεικά», «Στο παράθυρο». Υπόκρουση ηχητική στο σύμπαν αυτό των αισθήσεων και των αισθημάτων η μουσική. Η μεγάλη αγάπη της ποιήτριας για τη μουσική είναι εμφανής και σ’ αυτή τη συλλογή της είτε μέσα από ποιήματα καθαυτό αφιερωμένα στη μουσική είτε σε διάσπαρτες αναφορές της σε μελωδίες, ήχους και μουσικά όργανα. Άλλοτε ένας μοναχικός σαξοφωνίστας, άλλοτε ένας αναγεννησιακός βιρτουόζος του λαούτου, φρότολες και βιλανέλες, ήχοι από άρπα, πιάνο και τσέλο, σλάβικοι χοροί, μελωδίες Μπαχ  πλαισιώνουν το σκηνικό αρκετών ποιημάτων.
            Ιδιαίτερη κατηγορία στην παρούσα συλλογή αποτελούν τα ποιήματα που αναφέρονται στην ίδια την ποίηση, αποτυπώνοντας την ανησυχία του δημιουργού, την εναγώνια αναζήτηση της αποτύπωσης σε λέξεις σκέψεων και συναισθημάτων. Σας διαβάζω: «Ίσως οι λέξεις να αφήνονται/ σε απροστάτευτα πελάγη./ Αδύναμες να κυβερνώνται από ανέμους./ Κι εγώ/ να απλώνω πάντοτε προστατευτικά τα χέρια» («Ίσως»), αλλού: «Ας γίνει η άρθρωση των λέξεων της ζωής/ το κάτοπτρο της σιωπηλής κληρονομιάς» («Ας φύγουν»), ή στο εκπληκτικό ποίημα «Ύστατο απόκτημα», όπου αναφέρει: «Από σήμερα θα γράφεις πάντοτε/ αποτυπώνοντας κι αυτό που δεν έζησες./ Θα ανασταίνεις την ορμή που κήδεψες./ Θα δακρύζεις για τον γυρισμό/ που μάταια πρόσμενες./ Αυτή είναι η μοίρα των συγγραφέων./ Έτσι ξεπληρώνεται το τίμημα/ της θύελλας των αισθημάτων». Η ποιήτρια, πάντως, φαίνεται να έχει βρει και δεν διστάζει να ομολογήσει την πηγή για την ίδια της ποίησής της: «Οι ποιητές», αναφέρει, «εραστές του λόγου,/ περιφέρουν το νεκρό τους σώμα/ στην ζωντανή παρουσία της σκέψης./ Προσκυνούν ευλαβικά τον Δημιουργό,/ ομολογώντας ταπεινά/ το τάλαντο των παντοδύναμων λέξεων» («Οι ποιητές»).
            Η ποιητική συλλογή ολοκληρώνεται με ένα αφιέρωμα - ύμνο στα παιδιά με ειδικές ανάγκες. Εννέα ποιήματα, ξέχειλα από ευαισθησία, λεπτότητα και συναίσθημα, αφιερωμένα στους μεγάλους αυτούς ήρωες της ζωής. Ο αδιάκοπος αγώνας τους γεννά το δέος, τη συγκίνηση και το θαυμασμό. Αποτυπώνοντας τη βαθιά συναισθηματική επικοινωνία μαζί τους, η ποιήτρια ομολογεί ότι «διψά την κατά κόσμον ατέλεια» των μικρών αυτών αγγέλων με τα ευγνώμονα μάτια, που δίνουν μαθήματα ζωής, «ερμηνεύοντας», όπως αναφέρει, «τόσο διαφορετικά τον βίο».
            Στο νέο της, λοιπόν, αυτό ποιητικό φανέρωμα η Γαλάτεια Βέρρα με κατακτημένη πλέον την ακρίβεια, την ωριμότητα και τη δωρικής αυστηρότητας αισθητική, καλλιεργεί μια γλώσσα ζωντανή και συγχρόνως διάπυρη, απόλυτα συμμέτοχη στο εκάστοτε αφηγούμενο βίωμα ή σκέψη. Ο λόγος της κοφτερός, οι λέξεις της «ωρολογιακοί μηχανισμοί». Δοκιμασία και ζύμωση, αδιέξοδα και διέξοδοι εγκλείονται συγχρόνως σ’ αυτές. Κρατώντας τη φωτιά του λόγου στα χέρια της, πλάθει με το μοναδικό της τρόπο τις ποιητικές της λέξεις, δίνοντάς τους μορφή και νοηματικό σχήμα. Λεκτική τόλμη, απερίφραστη διατύπωση, ποιητικότητα που προκύπτει αβίαστα ως στοιχειώδης άρθρωση του ένδον. Πάνω απ’ όλα, όμως, ακούμε μια φωνή αυτόνομη και τολμηρή, κατασταλαγμένη απέναντι στην πραγματικότητα, με μια φιλοσοφική θεώρηση αντλημένη από έναν βαθύτερο ρεαλισμό, συνδυασμένο με συναίσθημα και πίστη, αναδυόμενο μοναδικά μέσα από την ευρηματική της φαντασία.
            Εν ολίγοις, ο χρόνος, η ενηλικίωση, η νοσταλγία, η φύση, ο έρωτας στις αποχρώσεις της απώλειας, της απουσίας ή του ιδανικού, οι μικρές στιγμές της καθημερινότητας και η αγωνιώδης αναζήτηση του βαθύτερου νοήματος της ζωής, όλα συμπλέκονται στην ποίηση της Γαλάτειας Βέρρα και αναδύονται αρμονικά με εναλλαγές εστίασης και φωτισμού. Ο προσωπικός της αγώνας ενάντια στην κατάλυση της μνήμης οδηγεί σ’ έναν ποιητικό λόγο, εντέλει, της ανθρώπινης εμπειρίας. Η ποίησή της έχει κάτι το καθαρτήριο, το εξαγνιστικό, καθώς ο αναγνώστης βρίσκει σ’ αυτή κομματάκια από σκισμένες φωτογραφίες της ψυχής του. Με λίγα λόγια η Γαλάτεια Βέρρα μέσα από τον ποιητικό της λόγο αγωνίζεται να αντιστρέψει και να διορθώσει την πτώση του ανθρώπου, να ενώσει και πάλι το υλικό σώμα με το πνεύμα, τη μνήμη με το βίωμα, τις αισθήσεις με το βαθύτερο νόημα της ύπαρξης.
                                                                        Φρύνη Κωσταρά


ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΤΗΣ ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ Ι.ΒΕΡΡΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ: "ΤΡΟΧΙΕΣ ΠΟΡΦΥΡΕΣ"



ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΤΗΣ ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ Ι.ΒΕΡΡΑ
 ΜΕ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ:   "ΤΡΟΧΙΕΣ ΠΟΡΦΥΡΕΣ"
ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΠΑΤΡΩΝ 
( ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 22 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016)

ΕΙΣΗΓΗΣΗ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ   ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ΣΙΔΗΡΑ




Πολύ πρόσφατα κυκλοφόρησε, σταθερά από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης, η τέταρτη ποιητική συλλογή της Γαλάτειας Βέρρα, οι «τροχιές πορφυρές» σ’ έναν κόσμο που δεν έχει πολύ χρόνο για ωραία δειλινά. Αφιερωμένο στην Κεφαλονιά, το νησί που πάνω από 10 χρόνια υπηρετεί στη Δημόσια Εκπαίδευση και που συχνά στις συζητήσεις μας ανακαλεί ως κατεξοχήν τόπο προνομιούχας πνευματικότητας, στο τελευταίο αυτό ποιητικό έργο της η Βέρρα δοκιμάζει έναν λόγο χαρακτηριστικής αισθητικής, οι λέξεις του οποίου μοιάζουν να διήλθαν από προηγμένο αποστακτήριο ώστε να συντονιστούν με τη λιτή και αυστηρή δομή, εγγράφοντας από κοινού ένα αναγνωρίσιμο όλο.


Ήδη στην πρώτη ανάγνωση, οι θεματικοί άξονες διαφαίνονται εξακτινωμένοι και εκατέρωθεν συναντώμενοι, με αποτέλεσμα να κλονίζεται, με τις ασυνήθιστες προσμίξεις τους, η ανενδοίαστη κατάταξη κάθε ποιήματος αποκλειστικά σε μία θεματική κατηγορία. Είναι αυτό ένα ξεχωριστό χάρισμα της ποιήτριας, να μην περικλείει τη λαγαρή γραφή της σε μία και μόνο περιοχή, στερώντας τις ερμηνευτικές απόπειρες από τη γοητεία της αυθαιρεσίας ή της λοξής πρόσληψης. Ωστόσο, ο έρωτας, το φιλοσοφικό βλέμμα και δη η θεολογική σκέψη, η αυτοαναφορική αναδίπλωση, τα ακαριαία πορτρέτα και το ευάριθμο πεδίο ποιημάτων συγγενών ως προς την κατανυκτική αισθαντικότητα της γραφής και της περιγραφής τους (φλας στην μικροκίνηση και στην ανακλαστική αντίδραση, προσευχές, αίνοι στον έξοχο συνάνθρωπο), αποτελούν χαρακτηριστικούς σταθμούς της όψιμης περιόδου της Βέρρα. Θα μπορούσαμε να συγκαταλέξουμε στους αρχετυπικούς της πυρήνες και τη θεματική της «σιωπής», εάν δεν αποτελούσε πνευματική προϋπόθεση της συγγραφής του βιβλίου και εάν δεν εκλυόταν σχεδόν από το σύνολο των ποιητικών σχεδιασμάτων. Μια μυστικιστική γραμμή φορτίζει τον λόγο, μια γραμμή που, όταν αισθητοποιείται αναβλύζει γιασεμί και ανασύρει κειμενικές μνήμες από βυζαντινούς ψαλμούς, μεταφρασμένη ποίηση της Ανατολής (γιαπωνέζικη πρωτίστως αλλά και σούφι και ινδική), και την υπαρξιστική ποιητική διάθεση που μας γνώρισε ο 20ός αιώνας. Κάποτε, μία αιολική μελωδία διαποτίζει την  ανάγκη ορθόδοξου βίου, ανάγκη σταθερά υπαρκτή, παρά το παιχνίδι των μεταμορφώσεών της. Γενικότερα, η ποίηση της Γαλάτειας Βέρρα, ακονισμένη πια υφολογικά και μορφικά, αποτελεί, όσον αφορά στις κατακτήσεις της νεωτερικότητας, μία νεορομαντική κατάθεση που φέρει ξανά τον άνθρωπο να αγωνιά για το άφατο, το αόρατο, το συμπαντικό και το πνευματικό. Ακόμη και οι εκδηλώσεις της καθημερινότητας λογοδοτούν στο καθαρτήριο του πνεύματος, προκειμένου να  αποπνέουν τη χάρη και τη σημασία τους.


Φυσικά, μια τέτοια ποιητική γλώσσα και στάση έχει και τις έμμονες αναφορές της. Ο ουρανός, η μνήμη της φωνής, το όνειρο κατεξοχήν συνιστούν μικρότερα μοτίβα της ποιητικής ενορχήστρωσης, που εξοικειώνουν τον αναγνώστη, αντλημένα καθώς είναι από το ρεπερτόριο της ρομαντικής σχολής, με τον αγώνα σύλληψης του επέκεινα. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε: «Απέτυχε οικτρά στις εξετάσεις/ του ουρανού»,[1] «Ηχούσε σαν άρπα σε ουράνιο στερέωμα»[2] ή «Πρόσφερες πάντοτε διακριτικά/ γλυκό του κουταλιού./ Παρμένο από ουράνια δέντρα»[3] ή «Ήμουν μια περιφερόμενη αίσθηση/ με σάρκα ονείρου»,[4] κι ακόμη «Ακόμα θυμάμαι την φωνή του./ Ηχούσε γλυκά και κάπως απόμακρα».[5]

Μορφικά τα ποιήματα μοιάζουν με την τυπολογία των ασκήσεων λογικής ή με ρητορικά σχέδια σπάνιας καθαρότητας, που διαθέτουν ρυθμικό βηματισμό, σύντομο στίχο και συχνά μελικό απόηχο. Η αυστηρότητά τους αντιδρά προς τον μεταφυσικό τους προσανατολισμό και τη φιλόδοξη βλέψη της ποιητικής αφηγήτριας να αδράξει το αόρατο. Και είναι αυτή η προσαρμογή του μέγιστου και του ανίδωτου στο ορισμένο πλαίσιο που προκαλεί μόνιμη ένταση στην επιφάνεια της λέξης, σα να σπαρταρά το σημαινόμενο από τη στενότητα του σημαίνοντος, ενώ συγχρόνως να φωταγωγείται το άπειρο μετωνυμικό του βάθος ακριβώς χάρη σ’ αυτόν τον περιορισμό: «ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΠΙΑ/ Δεν θέλω πια να περιφέρομαι/ στην σκόνη των αιώνων./ Να τακτοποιώ τα έπιπλα/ της πολύμορφης φθοράς./ Νοστάλγησα το κλασικό βλέμμα./Αυτό που μένει αναλλοίωτο./ Σαν ορατόριο σιωπηλό./ Σαν ασημένιο τάσι/ προορισμένο για λίγους.»[6] Έτερο μορφικό χαρακτηριστικό, η συχνή χρήση της τελείας. Συνήθως ανά δύο στίχους, η τελεία γεννά τη σιωπή που τους περιβάλλει σαν φόντος νυχτερινός. Την άκρα σιωπή, που σε αναγκάζει να διαβάσεις το ποίημα τελετουργικά. Ακόμη και κάποια διδακτική μνεία ακούγεται τώρα σαν μεταφυσικός αντίλαλος δυσδιάκριτης προέλευσης και παμπάλαιης λογοτεχνικής καταγωγής. Χάριν παραδείγματος, το ποίημα «ΜΗΝ ΚΛΑΨΕΙΣ», στο οποίο η βιοσοφία μετατρέπεται σε ποιητικό υλικό: «Μην κλάψεις για τον άνδρα/ που σε προσπέρασε./ Γι’ αυτόν που δεν σου δώρισε/ τον πολύτιμο εαυτό του./ Η ταχύτητα που ανέπτυξε/ θα θεωρηθεί παράβαση./ Το δίχως άλλο/ το αντίτιμο τον περιμένει».[7]

Επίμονο γνώρισμα της ποιητικής της Γαλάτειας Βέρρα και η δέσμευση της άρρητης έννοιας, της μη εννοημένης λογικά ή αισθητηριακά, από την υλικότητα ενός αντικειμένου ή τον αιφνίδιο συναγερμό μας από μια υπερρεαλιστική –λυρικής αντανακλάσεως- εικόνα. Στο ποίημα «Ο ΦΑΚΕΛΟΣ», η ενύλωση του απροσίτου μυστηρίου στο εν λόγω αντικείμενο, διανοίγει νέα μεταφορικά επίπεδα. Το ποίημα, όπως και αρκετά άλλα από τα ποιήματα της συλλογής, διαθέτει μία κυκλική κίνηση, καθώς από το επίθετο «μυστικός» του 1ου στίχου απολήγει στο ουσιαστικό «αίνιγμα» του τελευταίου. Ακόμη, ο συγχρωτισμός των ετερογενών λέξεων «φάκελος» (γένους συγκεκριμένου) και «μυστικός» (γένους αφηρημένου), η εμφατική απομόνωση με το διασκελισμό του μονολεκτικού στίχου «της ζωής» αιματώνουν τη νοηματική και αισθητική κυκλοφορία του ποιήματος: «Ο φάκελος έμεινε μυστικός./ Έκρυψε καλά το μυστήριο/ της ζωής./ Άλλωστε, σε τι βοηθούν οι αποκαλύψεις/ όταν συναντούν το αίνιγμα;»[8]

Στον απόηχο των χάι κου, τα δύο 4τράστιχα που ακολουθούν. Στο «ΟΤΑΝ ΚΟΙΜΑΣΑΙ», παρακολουθούμε ένα συμβάν καθημερινής θαυματοποιίας, άφατης παιδικότητας και μετρημένης συγκίνησης. Το ποίημα ενώνει τον ανθρώπινο και το φυσικό χρόνο, εμφανίζοντας μια υπερρεαλιστική όψη της αρχαίας τους συνύπαρξης: «Όταν κοιμάσαι/ τα άστρα αναπαύονται στην ποδιά σου./ Όταν ξυπνάς/ σε ασπάζεται το σύμπαν».[9]  Στο επόμενο, με τίτλο «ΚΑΘΩΣ ΝΥΧΤΩΝΕΙ», το ποιητικό υποκείμενο βιώνει, κατά τη διάρκεια της σταδιακής νυχτερινής επικράτησης, την αντιστροφή της φυσικής τάξης, μέσα από τον συγκλονισμό που γεννά η  «βλεμμάτινη» συνάντηση με ον σημαινόμενο ισχυρά από τον αδύναμο τύπο της προσωπικής αντωνυμίας «σου». Όταν η απεύθυνση διαθέτει την ολότητα της ερωτικής αναζήτησης, η αοριστία, τονωμένη από το βάθος της εξομολόγησης, μπορεί να φανερώσει μοναδικότητα και ιδιωτικότητα.   Τα δε καβαφικά «ποιητικά μάτια στο νύχτωμα του δρόμου» φέγγουν αμυδρά στα υπόγεια του ποιήματος: «Καθώς νυχτώνει/ συναντώ το βλέμμα σου./ Και τι παράδοξο./ Αντί να δύσει, ανατέλλει».[10]

Ακολουθεί, στην προσέγγισή μας, το μικροσκοπικό τετράστιχο «ΚΑΘΕ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ». Κρυπτικό και διεγερτικό στην αποκωδικοποίησή του, υποβάλλει με την αποφασιστική και ευγενική του λιτότητα. Η αίσθηση της εκπλήρωσης ενός τάματος είναι κυρίαρχη, ωστόσο το ποίημα καταλαμβάνει ευρύτερο σημασιολογικό χώρο: «Κάθε Σεπτέμβριο/ θα καταθέτω/ στον λογαριασμό/ της αγάπης σου».[11] Το βραχύσωμο ποίημα «ΠΡΟΤΡΟΠΗ», με την αισθαντική στόφα αλεξανδρινού επιγραμματοποιού, ανοίγει μ’ ένα «μην» και μ’ ένα ερωτηματικό «πού» το ένθεο και φωτεινό βάθος του ανθρώπου. Η Βέρρα αξιοποιεί τη λογοτεχνική παρακαταθήκη φράσεων του τύπου «μ’ ένα φως στα μάτια», αναπτερώνοντας τη συμβολή τους στην ποιητικότητα του λόγου: «Μην ανοίξεις ξανά τα βλέφαρα/ στο σήμερα./ Πού να αντέξει ο κόσμος/ τόσο φως».[12] Έτερη, μόλις τρίστιχη, ποιητική εφαρμογή «ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ», πραγματοποιούν μια «μετωνυμική υπόκλιση», καθώς μέσα από το ανθρώπινο μέλος εκπορεύονται κατά κύματα η στοργή, η τρυφερότητα, η συντροφικότητα, η προστασία: «Μου λείπουν τα χέρια σου./ Αυτά μόνο θα στέγαζαν/ τον πολύαθλο βίο μου».[13] Η κυριολεκτική και κατά γράμμα ανάγνωση –η ανάγκη αγγίγματος αγαπημένων χεριών, συναίσθημα ικανό να κυριεύσει την οπισθόδρομη ψυχή των νοσταλγών- νομιμοποιείται επίσης, ωστόσο το ρήμα «στέγαζαν» μας προδιαθέτει για μεταφορική πρόσληψη. Τέλος, ο «πολύαθλος βίος» μας ταξιδεύει γλωσσικά σε κάποιο ομηρικό ακρογιάλι.

Θα επιχειρήσουμε, στη συνέχεια, να εστιάσουμε ενδεικτικά στα ποιήματα που προσιδιάζουν με έναν τρόπο σαγηνευτικό στο είδος της προσευχής, ποιήματα που σε μια αναγνωριστική απλώς κατάταξη ονομάσαμε ήδη «κατανυκτικής αισθαντικότητας». Στα ποιήματα αυτά,  η χάραξη των ορίων είναι δυσδιάκριτη, καθώς ο θείος και ο ανθρώπινος έρως πάλλονται διφορούμενα, προς τέρψιν της αναγνωστικής εμπειρίας, ενώ πολύ συχνά δεν πρόκειται για ερωτικό περιεχόμενο αλλά για κοινωνία ερωτικής γραφής. Αρχής γενομένης με μια «ΑΝΑΣΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ»: «Ανάσα Κυριακής,/ δανεισμένη από ολόφωτες δεσμίδες/ ακριβού μειδιάματος,/ προβάλλεις με το κίτρινο μαντό/ σαν χρυσάνθεμο προσευχών/ σε δεσποτικούς ανέμους».[14] Ποίημα ανοιχτό και πολυσήμαντο, εύθραυστο στην αίσθησή του και γερό στην ποιητική του διάρθρωση, με την ακρίβεια της απωανατολικής παράδοσης και τη ρευστότητα του δυτικού μεταφορικού συστήματος. Οι πνευματικές δηλώσεις και συνδηλώσεις (η «Κυριακή», οι «προσευχές», οι «δεσποτικοί άνεμοι») μεγεθύνουν μυστικά την ανθρώπινη μορφή. Το ποίημα κινείται σε ένα κίτρινο μεταφυσικό φωτισμό, καθώς όλα αναλύονται σε υπερβατικό φως: Το «κίτρινο μαντό» μοιάζει με «χρυσάνθεμο προσευχών»και εξαίρεται μέσα από τις «ολόφωτες δεσμίδες» ενός χαμόγελου ευλογημένου, ευχαριστιακού. Μια στάση θα κάνουμε και στο «ΓΛΥΚΟ ΤΟΥ ΚΟΥΤΑΛΙΟΥ»: «Πρόσφερες πάντοτε διακριτικά/ γλυκό του κουταλιού./ Παρμένο από ουράνια δέντρα./ Στα χέρια σου αποκτούσε/ διαστάσεις μαγικές./ Γεύση παραδείσου»[15]: Αίνος γλυκύς, λέξεις προσοχής και προσευχής, γραμμένες με σπουδή, αφοσίωση και τη μέριμνα της ακριβολογίας που επιτρέπει στο ακριβοθώρητο να κατοικήσει. Η διακριτικότητα που εξαίρεται ως ίδιον του χαρισματικού ανθρώπου συναντάται και στην επιδερμίδα του ποιήματος, τη ριγηλή του κομψότητα. Για άλλη μια φορά, το άχρονο μεταμφιέζεται το γήινο και το «γλυκό του κουταλιού» φέρει στην ηδύτητά του το ίχνος μιας εξώ-κοσμης ομορφιάς. Του ιδίου θεματικού κύκλου τα «ΡΟΥΧΑ ΛΕΥΚΑ»: «Φορούσε πάντοτε ρούχα/ λευκά./ Πεισματικά εορταστικός./ Υπέρμαχος της αθωότητας./ Ποτέ δεν ανησύχησε/ μήπως λερωθεί./ Μήπως πληγώσει/ το φως». Ας σταθούμε, αρχικά, στην εκτυφλωτική και πολυεδρική αισθητική και σημασιολογική φόρτιση του τίτλου… Μας προκαλεί, έχοντας βέβαια υπόψη μας το σύνολο της συλλογής, να διατυπώσουμε παράτολμα πως, εάν ο Lacan κάνει λόγο για τσουλήθρα παραλλαγών του νοήματος, η Βέρρα θα μπορούσε να αντιπροτείνει την αγιολογική άλω. Πολύ συχνά στις ποιητικές της φανερώσεις το νόημα πολλαπλασιάζεται, διαθλάται, αποκτά την άυλη όψη του ακτίστου φωτός, ενώ συνάμα, μέσω της ποιητικής πονηρίας, περιγράφεται με ακρίβεια χάρτη. Το αποτέλεσμα μοιάζει να επιθυμεί να χαρτογραφήσει το υπέρλογο, με τρόπο τέτοιο ώστε τα όρια του αδυνάτου να χτυπούν στα όρια του ποιήματος και έτσι επίπονα να μορφοποιούνται.  Τελευταίο για τη θεματική ενότητα της κατανυκτικής αισθαντικότητας το ποίημα «ΣΤΟΝ ΟΦΘΑΛΜΙΑΤΡΟ»: «Άραγε ο οφθαλμίατρος/ παρατηρώντας τα μάτια σου/ θα υποψιαστεί το άμετρο βάθος;/ Την κρυμμένη θεότητα;/ Πόσο τυχερός και άτυχος μαζί/ απέναντι στο αίνιγμα».[16] Μελική, με την αποσκευή μιας φόρμας αυστηρής μα φιλοπαίγμονος, η ποιήτρια επεμβαίνει μελετημένα στο πραγματικό επεισόδιο, ανταλλάσσει και μεταφέρει τα επίπεδα της αντίληψης και ως φλογερός επιγραμματοποιός συνθέτει τη δική της μικρή Παλατινή. Ο αίνος που ρέει από τη γραφίδα της, καθαρμένος από λογοτεχνίζοντα «μαλάματα», ταυτοποιεί την πλειονότητα των ποιητικών της ηρώων ως επίγειους αγγέλους, ως εν δυνάμει κρυμμένους θεούς.

Αγαπά η Γαλάτεια Βέρρα τη νεότητα, όπως και την κατασκευή ακαριαίων, εν είδει μονοκοντυλιάς, πορτρέτων. Από την κατηγορία αυτή θα παραθέσουμε το ποίημα η «ΝΕΟΤΗΤΑ», στο οποίο τα δύο θέματα συμμαχούν, για να υπογραμμίσουν το δραματικό μεταξύ τους ασύμπτωτο: «Πάντοτε υπήρξε υπέρμαχος της νεότητας./ Πώς όχι;/ Κι αυτή σαν το ατίθασο νερό/ να γλιστρά πάντα επιδέξια/ από τις χούφτες του».[17] Κάνοντας χρήση της ειρωνικής αναδίπλωσης και τηρώντας καβαφική απόσταση από τον ήρωα, η ποιήτρια παρακολουθεί την υπαρξιακή του διάψευση. Η ειρωνική γραμμή δεν παίζει με την απόκλιση ανάμεσα στα λεχθέντα και τα πρακτέα του ήρωα, αλλά με την απόσταση ανάμεσα στο επιθυμητό και το κατακτημένο. Υπέροχο, κατά τη γνώμη μας, ποίημα. Η θλίψη λάμπει διακριτικά, ενώ η δέσμευση μιας ζωής στο απόλυτο του αρχικού «πάντοτε», τη σφραγίζει με την επίγευση του αδιεξόδου. Σε μια δεύτερη, ωστόσο, απόπειρα ειρωνικής ανάγνωσης, το ποίημα χαμογελά με της νεότητας την «ατίθαση» ροϊκότητα.

Ερωτικά είναι, όπως έχουμε διευκρινίσει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο πολλά από τα ποιήματα της συλλογής. Πάντα ο απόκρυφος πόθος διευρύνει τον ανθρώπινο και ο ανθρώπινος μορφοποιεί τον άρρητο. Οι παραλλαγές είναι αρκετές. Τα χρονικά όμως όρια της ομιλίας μάς αναγκάζουν να αρκεσθούμε σε δύο αντιπροσωπεύσεις: Το «ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ» και το «ΤΕΛΟΣ»: «Κάθε βράδυ έδιναν ένα ιδιότυπο/ μουσικό ραντεβού./ Αυτή στο πιάνο./ Αυτός στο τσέλο./ Συνομιλούσαν/ σ’ ένα μελωδικό οδοιπορικό./ Ερωτεύονταν./ Όταν τελείωνε το έργο/ επέστρεφαν στην πραγματικότητα./ Αυτός στο σθένος./ Αυτή στο ήθος».[18] Μια παπαδιαμαντική φλέβα ακούγεται μέσα από το ποιητικό σώμα. Ποίημα φιλόξενο για την τέχνη της Μουσικής, καθώς, πρώτον, εν είδει ρεφρέν, επαναλαμβάνεται το δίστιχο «αυτός…» - «αυτή…», δεύτερον, η ποιητική αφήγηση αφορά στο μυστικό διάλογο δύο μουσικών, ενώ, τρίτον, διαλέγεται συγχρόνως το ίδιο το ποίημα με τη μουσική τέχνη. Κατορθώνει να αισθητοποιήσει τις αδιόρατες ενώσεις των δύο νέων, τα φορτία του πάθους, το συμβάν της μουσικής τους συνύπαρξης, τον ηλεκτρισμό της καλλιτεχνικής πράξης, τον απόλυτο χαρακτήρα του έρωτά τους. Το «ΤΕΛΟΣ» είναι το ακόλουθο: «Ποτέ δεν θα σημάνει τέλος μεταξύ μας,/ είχες πει./ Τώρα παρατηρώ την προδομένη αιωνιότητα/ σιωπηλή σ’ ένα παγκάκι/ να αναλογίζεται/ το ευμετάβλητο του όρκου».[19] Το ποίημα αποτελεί μία αφορμή διαπίστωσης κάποιας εκλεκτικής συγγένειας με τη ρομαντική ειρωνεία, καθώς ο ποιητικός αφηγητής «παρατηρεί» την έκβαση της συνειδησιακής του περιπέτειας, κρατώντας από το είναι του απόσταση ικανή να μεταποιηθεί σε ειρωνική καταμέτρηση. Η εναλλαγή ανθρωπίνων και αφηρημένων ηρώων, η προσωποποίηση της «προδομένης αιωνιότητας», ο υπαρξιακός στροβιλισμός της αφηγηματικής φωνής, η κινητοποίηση της σκηνογραφίας που θέλει την «αιωνιότητα» να κάθεται «σιωπηλή σ’ ένα παγκάκι», η εκκωφαντική σιωπή που περιβάλλει το ποίημα, το καθιστούν μια ξεχωριστή ευκαιρία για ένα καλό ποίημα και ένα έξοχο σχόλιο για τα ανθρώπινα.

Ένα μόνο ποίημα για την θεολογική περιοχή, καθώς, όπως πολλάκις παρατηρήσαμε, η ποίηση της Γαλάτεια Βέρρα διαθέτει μεταφυσικό παλμό και υπαρξιακό βάθος και όλη η θεματολογία της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το φαινόμενο της πίστης. Κάποτε, μάλιστα, η ερμηνευτική ωχριά μπροστά στο δυσθεώρητο θεολογικό ανάπτυγμα της σκέψης της. Σε κάθε περίπτωση, η Γαλάτεια Βέρρα, με όλα τα αισθητικά της γνωρίσματα, είναι σε θέση να «φτιάχνει» ποιήματα αρωματικά, έχοντα άλλοτε ευχαριστιακή διάθεση και άλλοτε να λειτουργούν ως πυκνωτές της ανθρώπινης εμπειρίας και στάσης. Παίρνει ακριβή ποιητική σκυτάλη από τον Δημήτρη Παπαδίτσα, την Ζωή Καρέλλη, τον Νίκο Καρούζο, τον Ζήσιμο Λορεντζάτο. Και πορεύεται…
«ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ/ Τέλος χρόνου!/ φώναξε ο φύλακας άγγελος.// Μα πόσα νομίσματα αγάπης/ πρέπει να καταβάλω/ για να σωθώ;»[20]









[1] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, Τροχιές Πορφυρές, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2015, 14.
[2] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π.,  σ. 59.
[3] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 31.
[4] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 36.
[5] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 96.
[6] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 111.
[7] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 19.
[8] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 29.
[9] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 64.
[10] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 73
[11] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 94.
[12] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.,π., σ. 101.
[13] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 97.
[14] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 15.
[15] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 31.
[16] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 39.
[17] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 27.
[18] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 56.
[19] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 65.
[20] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 41.