Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΑΝΕΛΛΑΚΗ ΜΕ ΤΙΤΛΟ: «ΤΟ ΜΟΙΡΑΛΙ ΑΠΟ ΤΟ 1461 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ»



ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΑΝΕΛΛΑΚΗ ΜΕ ΤΙΤΛΟ:
 «ΤΟ ΜΟΙΡΑΛΙ ΑΠΟ ΤΟ 1461 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ» και ( Ετυμολογικό λεξικό των πρώην Δήμων: Μεσάτιδος, Φαρών, Τριταίας και Λασιώνος Ηλείας). Εκδόσεις: «ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΩΝ»ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ –ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΕΥΝΗΤΗ ΗΛΙΑ ΤΟΥΤΟΥΝΗ.
(Η παρουσιάση έγινε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών στα πλαίσια των Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών τη Δευτέρα 29η  Φεβρουαρίου 2016 και ώρα 7.μ.μ.)


                  Κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας
Το βιβλίο του Χρήστου Θ. Κανελλάκη, «Το Μοίραλι από το 1461 έως σήμερα», είναι ένα εξαίρετο ιστορικό και λαογραφικό βιβλίο, που δια μέσω αυτού, ο συγγραφέας, προσεγγίζει με πλήρη σαφήνεια και ιδιαιτερότητα, την τοπική ιστορία και την καθημερινότητα, με σκοπό να μας δώσει μια πλήρη εικόνα, όχι μόνον του χωριού Μοίραλι, αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Μεσσάτιδος των Φαρών, της Τριταίας, ακόμη και πέρα από τα όρια του νομού Αχαΐας, αφού ταυτόχρονα υποσκέλισε και έφθασε μέχρι την γείτονα ορεινή Ηλεία.
Ένα σημαντικό βιβλίο, για τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται, όχι μόνον για την τοπική ιστορία και την λαογραφία, αλλά και για κάθε ερευνητή, και νομίζω ότι είναι ένα σοβαρό και πανάξιο διαχρονικό εργαλείο για μελλοντικές επιστημονικές έρευνες, συλλογές, και για περαιτέρω εργασία αξιοποίησης και ταξινόμησης του πλήθους των στοιχείων του.
Διότι σε μια εποχή ισοπεδωτικής πολτοποίησης, όπου πολλοί αγωνίζονται να αμβλύνουν την ιστορική και λαογραφική μνήμη μας και ν’ αλλοιώσουν την εθνική μας υπόσταση, το διφυές αυτό βιβλίο της ιστορικής και λαογραφικής ύλης, έρχεται να μας προσεγγίσει ηθικά στις ρίζες μας και μπορώ να ειπώ να μας εξυψώσει και εθνικά.
Ευτυχώς ακόμη σήμερα, που βρίσκονται άνθρωποι σαν τον Χρήστο τον Κανελλάκη που συλλέγουν και καταγράφουν, όχι για τον κερδώο Ερμή, αλλά για να διασώσουν αυτά που ο ανεμοστρόβιλος της ταχύτατης εξέλιξης και της ισοπεδωτικής παγκοσμιοποίησης, απαξιεί και με χίλιους τρόπους μερικοί, όχι μόνον προσπαθούν, αλλά απαιτούν να μας τ’ αρπάξουν, να τ’ απαξιώσουν και να μας μυήσουν σε νέα δεδομένα, ώστε όχι να τα ξεχάσουμε, αλλά και να τα απορρίψουμε από μέσα μας, ως ενοχλητικά, γερασμένα περιττά και μη αναγκαία.
Και δυστυχώς εμείς σήμερα, χάριν της ραγδαίας εξέλιξης, της τεχνολογίας και της παγκοσμιοποίησης, τους ακολουθήσαμε και τους ακολουθούμε πιστά και, όπως όλοι γνωρίζουμε, όλα αυτά τα πληρώνουμε με το ίδιο νόμισμα, αισθανόμενοι σήμερα ως δούλοι στην ελεύθερη δική μας χώρα.
Η ιστορία του οικισμού Μοίραλι και της όμορης περιοχής, αποτελούν τους πυλώνες πάνω στους οποίους στηρίζεται, και περιστρέφεται, το παρόν βιβλίο του Χρήστου Κανελλάκη.
 Ένα βιβλίο, που νομίζω ότι είναι καρπός μεγάλου μόχθου του συγγραφέα αρκετών ετών! Ένα έργο, που για να φτάσει σε αίσιο πέρας, ο συγγραφέας του, χρειάστηκε να υποβληθεί σε μεγάλες θυσίες πολύτιμου ελεύθερου χρόνου και φαιάς ουσίας, αλλά και πολλών οικονομικών πόρων.
Για να ολοκληρώσει το έργο του, ο συγγραφέας αναζήτησε, επιλεκτικά και υπομονετικά περίπου τριάντα χρόνια ως μέλισσα, κάθε σχετική και ενδιαφέρουσα πληροφορία. Από ότι διαφαίνεται, δεν υπήρξε ιστορική η λαογραφική πηγή που να μην την ερεύνησε προσεκτικά και να μην άντλησε από αυτήν ότι του ήταν χρήσιμο και απαραίτητο.
Τα ιστορικά και λαογραφικά έργα, τα οποία μελέτησε και χρησιμοποίησε, για να συνθέσει την εργασία του, υπερβαίνουν τα 53! Ερεύνησε και τα μελέτησε όλα σχεδόν, επίσης σχετικές ιστορικές και λαογραφικές εκδόσεις και εργασίες διαφόρων ρεκτών. Κυρίως, αναδίφησε όλες τις λαογραφικές πληροφορίες που βρήκε διαθέσιμες, στις περιοχές που διάβηκε αναζητώντας κάθε χρήσιμη πληροφορία!
Το σημαντικό είναι ότι ο συγγραφέας αναζήτησε και σε άλλες πηγές άγνωστα ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία που συνθέτουν την πολυσέλιδη έκδοση. Γύρισε και ερεύνησε σε όλες τις εμπλεκόμενες περιοχές, ρωτώντας και ψάχνοντας. Πήγε σε εκδηλώσεις, σε γάμους, σε γλέντια, σε πανηγύρια, σε κηδείες, στα καφενεία στα σπίτια! Κι αναζήτησε πολύτιμα ψήγματα, που μέχρι τώρα πολλά από αυτά δεν είχαν καταγραφεί.

Βέβαια ο συγγραφέας δεν είναι ούτε ειδικός ιστορικός, ούτε ειδικός λαογράφος, ούτε εργάστηκε αυστηρά «κατ’ επιστήμην».
Όμως, όπως διαφαίνεται, διαθέτει μεγάλη αγάπη για την ιστορία και την ελληνική παράδοση, είναι ψυχωμένος Έλληνας, θερμός πατριδολάτρης, ευφυής, υπεύθυνος, φιλόπονος, ακούραστος, και συστηματικός. Όλες αυτές οι πνευματικές και ψυχικές ιδιότητές του είναι αρκετές, ώστε, και τα ασθενή σημεία του έργου του να θεραπεύουν και τα ελλείποντα ν’ αναπληρούν.
Ο Χρήστος Κανελλάκης ιστορικά και λαογραφικά είναι ένας απλός Έλληνας. Ένας ερασιτέχνης, που αποκερδαίνει τα προς το ζην με τον τίμιο ιδρώτα του. Είναι ένας θερμός πατριώτης, με μια καρδιά γεμάτη Πατρίδα! Έχει μιαν ευγενική φιλοδοξία και μόνο: να υπηρετήσει τον τόπο του, να βοηθήσει «το κατ’ αυτόν» στην διάσωση των ελληνικών αξιών και της ελληνικής τοπικής παράδοσης σε μια εποχή υλικού ευδαιμονισμού και γενικής αποσάθρωσης του κοινωνικού και εθνικού βίου μας.
Και μόνο που ασχολείται με αυτά τα θέματα, και μόνο που έκδωσε ένα τέτοιου είδους βιβλίο, ο Χρήστος Κανελλάκης δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να αντιστέκεται σθεναρά με τον τρόπο του στη σημερινή λαίλαπα της ισοπέδωσης και της παγκοσμιοποίησης.
Εξάλλου, αναφορικά με τον τομέα της λαογραφίας, το δεύτερο σκέλος του βιβλίου του Χρήστου Κανελλάκη, είναι γνωστό ότι η συμβολή απλών ερασιτεχνών λαογράφων στη συλλογή και διάσωση λαογραφικού υλικού, ήταν, και εξακολουθεί να είναι, σημαντικότατη και μεγάλη.
Η ποικιλία των θεμάτων, που δημοσιεύει ο συγγραφέας στο λεξιλόγιο του, νομίζω ότι για τον τόπο, είναι τεράστια πρωτότυπη και ανέκδοτη και διαχρονική καταγραφή.






Διέσωσε ιστορίες καθημερινότητας, επεισόδια, από πολέμους, από κλεψιές, από απαγωγές, από πρόσωπα της καθημερινότητας, από ιερωμένους, αγροφύλακες, χωροφύλακες, ελεύθερους επαγγελματίες, χατζήδες, μυλωνάδες, αγωγιάτες, καλιγωτές, μπαρμπέρηδες, τσαγκάρηδες διακονιαραίους κ.λπ.,
που κινδύνευαν να χαθούν, όπως χάνονται καθημερινώς με τον θάνατο ηλικιωμένων ανθρώπων, που έχουν τόσα πολλά να ειπούν, αλλά για διαφόρους λόγους τα κράτησαν και τοιουτοτρόπως χάθηκαν ή χάνονται.
Επίσης έφερε στην επιφάνεια διάφορα δρώμενα που πραγματοποιούνταν στον τόπο του, όπως του Δωδεκαημέρου, των Απόκρεω, των εορτών του Πάσχα, τα ριζικάρια, του θέρους, του τρύγου και της σποράς.
Γι’ αυτόν το λόγο η προσπάθεια του συγγραφέα θεωρείται αξιέπαινη και χρήζει συγχαρητηρίων και μεγάλων ευχαριστιών.
Ξέρετε ότι η αξία όλων αυτών, ανακαλύπτεται μόνον στο μέλλον, όταν ήδη τα έχουμε απολέσει και ποτέ δεν επιχειρήσαμε να τα καταγράψουμε για να τα αποθανατίσουμε. Επειδή έχω κι εγώ ασχοληθεί με την λαογραφία, συνάντησα στην διάβα μου πολλούς ανθρώπους που μου έλεγαν:
-Ξέρεις ο πατέρας, μου, ο παππούς μου, η γιαγιά μου, η μάνα και άλλοι ήξεραν πολλά αλλά δεν προλάβαμε να τα καταγράψουμε, να βγάλουμε μια φωτογραφία κ.λπ. ενώ όσο ήταν εν ζωή αγνοούσαν αυτά που έπρεπε να διασώσουν. Και μετά τετελεσμένων γεγονότων έρχονται και ζητάνε αυτά που ηθελημένα αγνοήσανε.
Μετά από αυτές τις γενικές σκέψεις για τη βαθύτερη σημασία του έργου του Χρήστου Κανελλάκη, ας δούμε τώρα λεπτομερέστερα το ίδιο το βιβλίο. Πρώτα-πρώτα από εξωτερικής πλευράς, πρόκειται για μια υπέροχη έκδοση!
Πολυτελές χαρτί, δίχρωμο εξώφυλλο, δεκάδες φωτογραφίες, φωτοαντίγραφα, χάρτες, έγγραφα, δεφτέρια, ποικιλία γραμμάτων, καθαρές γραμματοσειρές, κ.λπ.

Γενικά, πρόκειται για μια εκδοτική προσπάθεια που περιποιεί με μεγάλη τιμή την ελληνική επαρχία και ιδιαίτερα στις εκδόσεις ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΩΝ της Πάτρας. Το βιβλίο δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από τις αντίστοιχες εκδόσεις της Αθήνας και του εξωτερικού.
Το βιβλίο αποτελείται από 640 σελίδες και έχει καταστρωθεί σε 5 ανισομεγέθη μέρη.
Το Α΄ μέρος αναφέρεται από το 1461 έως και την ημέρα της έκδοσή του και περιλαμβάνει 25 κεφάλαια και 81 σελίδες.
Στο μέρος αυτό γίνεται, μεταξύ άλλων, λόγος για την ιστορική εξέλιξη της πατρίδος μας, και της περιοχή, με αφετηρία την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Εντοπίζει από πού και πότε προήλθε η ονομασία του χωριού Μοίραλι και στην συνέχεια γίνεται μια ιστορική αναφορά του οικισμού μέχρι σήμερα.
Άρχοντος του κεφαλαίου με τις αρχαιολογικές ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν κατά καιρούς στον οικισμό Μοίραλι, ο συγγραφέας δίνει μια πλήρη εικόνα για τις αρχαιότητες που έχουν εντοπίσει όπως διάφορα αρχαία κτίσματα, τάφους κ.λπ. και για τις υποτιθέμενες τοποθεσίες που υποπτεύονται οι κάτοικοι ότι υπάρχουν αρχαιότητες, ακόμη αναφέρεται σε διάφορα αρχαιολογικά αντικείμενα που έχουν βρεθεί στον χωριό και μας δίνει ονομαστική κατάσταση αυτών που τα κατέχουν σήμερα, επίσης παραθέτει και μερικές φωτογραφίες εξ αυτών.
Κατ’ αρχήν αναφέρεται στον οικισμό Μοίραλι την ονομασία και τους πρώτους κατοίκους του και την μεγάλη περίοδο της α΄ τουρκοκρατίας 1461- 1685, την Ενετοκρατία, 1685- 1715, την β’ τουρκοκρατία 1715 – 1821, τα Ορλοφικά την κλεφτουριά, και την παλιγγενεσία του 1821.
Επίσης ιδιαίτερη σημασία δίνει στα πρώτα χρόνια της επανάστασης την συμβολή των ντόπιων καπεταναίων και των κατοίκων στα πολεμικά γεγονότα και τις μάχες που έγιναν στην δυτική Αχαΐα, και ιδιαίτερα τις επιδρομές του τουρκοαιγύπτιου Ιμπραήμ Πασά και με την δράση και του τέλος του Δημητρίου Νενέκου, επίσης αναφέρεται στον Παπουλάκο των Τριποτάμων, στον Μπενιζέλο Ρούφο, και τέλος στην οικογένεια Παπανδρέου κ.λπ.
Αναφορά γίνεται και στους Βαλκανικούς πολέμους, τον πρώτο και δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και στον εμφύλιο. Συνοδευόμενο αυτό το σημαντικό κεφάλαιο με προσωπικά ημερολόγια στρατιωτών, έγγραφα, φωτογραφίες, ποιήματα τραγούδια και από πλήθος ανέκδοτες λαογραφικές ιστορίες.
Εντυπωσιακό είναι και το ημερολόγιο του Μοιραλιώτη Βασίλη Κουφόπουλου που δημοσιεύει ο συγγραφέας, ο οποίος στις 12/ 6/1912, έγραψε ημερολόγιο σε ποιητικό λόγο:

Στο Βρετ Ιτσάρ εφτάσαμε πάμε και στο Κιλκίσι
εκεί οβίδες έριχναν σαν να ήτανε μελίσσι.
Δυο ημέρες εδιήρκησε του Κιλκισιού η μάχη
σκοτώθηκε ο λοχαγός και μείναμε μονάχοι…
Θα σας διαβάσω ακόμη μια σημαντική αναφορά το ημερολόγιό του στις 7 Ιουλίου του 1918 ημέρα Πέμπτη.
«..Το απόγευμα ήλθε ο Βασιλεύς Αλέξανδρος προς επιθεώρηση, του συντάγματος. Κατόπιν της επιθεωρήσεως αναχώρησε δια Θεσσαλονίκη σιδηροδρομικώς, όταν το τραίνο έφθασε εις το σταθμό εξίσου εχθρικό αεροπλάνο έρριψε βόμβα κατά του βαγονιού όπου επέβαινε ο βασιλεύς ανεπιτυχώς όμως…»
Ακόμη στις 26 Αυγούστου ημέρα Παρασκευή γράφει:
«Το πρωί μετέβημεν να πλύνομε τα ασπρόρουχά μας, να δροσίσουμε τις ψείρες, επιστρέψαντες από τον ποταμόν εις τα αμπριά ανεπαύθημεν όλην την ημέραν. Την 6ην εσπερινήν ώρα άρχισεν βομβαρδισμός εκατέρωθεν της γραμμής, ένα Ιταλικό πυροβόλο έρριψε περί τας είκοσι οβίδας»
Ας διαβάσουμε μια από αυτές όσον αφορά την Μικρασιατική εκστρατεία που αναγράφεται στην σελίδα 49 του βιβλίου.
Ήρθα από του Μοίραλι…
Κατά την περίοδο της Μικρασιατικής εκστρατείας ένας από τους Μοιραλιώτες που βρέθηκε εκεί τότενες, ήτανε και ο Γιώργης Ανδρουτσόπουλος (του Ανδρέα αυτός που είχε πάει σώγαμπρος στον Κάνταλο στην κόρη του Κωνσταντή Γιαννακόπουλου που κι αυτός είχε πάει σώγαμπρος εκεί από του Μοίραλι). Έλεγε κι αυτό το περιστατικό που του συνέβηκε στην Μικρασία.
«Ήμουνα δεκανέας είχα πάρει τον λόχο μου και ανεβήκαμε σ’ ένα ύψωμα. Εκεί έβαλα φρουρά και κοιμηθήκαμε. Στον ύπνο μου ήρθε ένας γέρος ασπρογένης και μου πε:
-Ξύπνα σας έχουν κυκλώσει οι Τούρκοι
Ξυπνάω ταραγμένος τηράω τρογύρω μου τίποτα. Ξανακοιμήθηκα. Σε λίγο ξανάρχεται ο ίδιος γέρος, με πιάνει και μου λέει αγριεμένος:
-Δεν σου είπα να πάρεις τους στρατιώτες σου και να φύγεις από εδώ, θα σας πιάσουνε, εγώ ήρθα από του Μοίραλι Νικόλα με λένε…»
Πετάχθηκα πάνου ταραγμένος καθώς ήμουνα, ξυπνάω τους στρατιώτες μου και φύγαμε, ίσα- ίσα που προλάβαμε να γλιτώσουμε, σε λίγο φτάσανε ’κει πάνου οι Τούρκοι. Και τότενες είπα:
- Άμα γυρίσω πίσω Αϊ Νικόλα θα σου φέρω μια εικόνα.
Τελείωσε ο πόλεμος, κι όταν γύρισα πίσω, πήρα μια εικονίτσα του Αϊ Νικόλα και την πήγα στην εκκλησία της Οβρυάς, γιατί εκεί πηγαίναμε εμείς οι Παλιοημερολογίτες όπως ήμουνα κι εγώ. Το βράδυ έρχεται πάλι στον ύπνο μου ο ασπρογένης και μου λέει:
-Εγώ ήρθα από του Μοίραλι σου είπα, τι με έφερες εδώ; Εκεί να με πας…».
Ξύπνησα τι να κάμω, συγχώρα με Αϊ Νικόλα είπα, αύριο θα σε πάω στου Μοίραλι.
Ο ιερέας Χρήστος Γκοτσόπουλος αφηγείται:
Το απογιοματάκι είχα εσπερινό, διάβαζα στο ιερό, δεν ήτανε κανένας άλλος στην εκκλησία ακούω την πόρτα, ν’ ανοίγει γυρίζω από περιέργεια- χωρίς να σταματήσω το ψάλσιμο, τηράω και βλέπω τον Γιώργη Ανδρουτσόπουλο…
Τι θέλει αυτός ο παλαιοημερολογίτης εδώ αναρωτήθηκα; Έκανε τον σταυρό του, ασπάστηκε τις εικόνες κι έκατσε στο στασίδι ....κάτι κράταγε στα χέρια του. Όταν τελείωσα τον εσπερινό έσβησα τα κεριά στο νερό και βγήκα κάτου και χαιρετηθήκαμε… τι κάνεις Γιώργη;


Καλά σίγουρα αναρωτιέσαι ως ήρθα εδώ έέέέ… αυτό κι αυτό μου συνέβηκε μου λέει… να έχω εδώ την εικόνα του, πίσω γράφω ούλη την ιστορία μου, το πώς έγινε με μένα και με την εικόνα. Πάμε τώρα στο σπίτι μου.
Σημείωση ότι η εικόνα του Αϊ Νικόλα σήμερα βρίσκεται στον ναό του Αϊ Νικόλα και πίσω γράφει την ιστορία της.
Ακόμη γίνεται αναφορά για τον β΄παγκόσμιο πόλεμο την Γερμανική κατοχή και αναφέρεται και στο χρονικό της Μάχης της Χαλανδρίτσας που διεξήχθη στις 5 Αυγούστου το 1948 μεταξύ Ανταρτών και χωροφυλάκων.
Το Β΄ μέρος του βιβλίου αποτελείται από δύο κεφάλαια και περιλαμβάνεται από την 93 έως και την 113 σελίδα.
Το ένα εξ αυτών είναι αφιερωμένο στα οικογενειακά δένδρα -σόγια, όπως τ’ αναφέρει ο συγγραφέας- και το δεύτερο «Από πού κρατάει η σκούφια μας και ποιος είναι ποιος».
Εδώ ο συγγραφέας κάνει μια εκτενή αναφορά στα είκοσι οικογενειακά δένδρα του χωριού Μοίραλι και από πού ήταν η καταγωγή τους πριν φθάσουν στο Μοίραλι.
Ακόμη αναφέρεται σε επώνυμα που προήλθαν από την λέξη Μοίραλι και τέλος έχει και ένα μικρό κατάλογο με Μοιραλιώτες ανά τον κόσμο.
Επίσης σ’ αυτό το κεφάλαιο επισυνάπτει οικογενειακές και προσωπικές φωτογραφίες με συγχωριανούς του και κυρίως από την οικογένεια Κανελλάκη.
Το τρίτο μέρος του βιβλίου αποτελείται από τριάντα επτά σελίδες περιλαμβάνεται από την 115 έως και την 152 την σελίδα, και αναφέρεται στον καθορισμό των ορίων της κοινότητας Μοίραλι με έκθεση του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίτσας.
Επίσης γίνεται ειδική αναφορά στα τοπωνύμια των αγροτικών τοποθεσιών του χωριού και στην ιστορία των και αναφέρεται σε αγοραπωλησίες αγροτεμαχίων που συνοδεύονται με συμβόλαια και φωτογραφίες.


Ο συγγραφέας, για να βοηθήσει τους αναγνώστες στο εύκολο διάβασμα των περισσοτέρων εγγράφων και συμβολαίων του βιβλίου του, αντέγραψε αυτά και τα εκθέτει δίπλα από τα πρωτότυπα, ώστε ναι είναι ευκρινέστερα και να γίνεται δυνατή η ανάγνωση αυτών.
Ακόμη ανακαλύπτουμε άλλη μια ιδιαιτερότητα του συγγραφέα όπου αναλύει μέρος τοπωνυμίων λεξιλογικά και διευκολύνει τον αναγνώστη κατά πολύ για να γνωρίζει την γλωσσολογική προέλευση του κάθε τοπωνυμίου.
Πολλά τοπωνύμια είναι σλαβόφωνα, και όπως ανακαλύπτει ο συγγραφέας έχουν αντλήσει τις ονομασίες τους από την μορφολογική ιδιαιτερότητα, και από τα επώνυμα των εκάστοτε ιδιοκτητών,
Το Δ΄ μέρος του βιβλίου αρχίζει από την σελίδα 153 έως και την 301. Αυτό αποτελείται από τέσσερα κεφάλαια το πρώτο αναφέρεται γενικά στον νομό Αχαΐας, στην διοικητική διαίρεση του νομού και στην γεωγραφία του οικισμού Μοίραλι.
Στην συνέχεια ασχολείται με την πατριδογνωσία και την ζωή στο χωριό με τα ήθη τα έθιμα και τις παραδόσεις.
Ο συγγραφέας αναφέρεται περιληπτικά στην ιστορία των Φαρών όπου μας δίδει αρκετά και χρήσιμα στοιχεία για την πληθυσμιακή εξέλιξη και για την διοικητική διαίρεση του Δήμου Φαρών, μετά την απελευθέρωση ξεκινώντας από το 1835 και μετέπειτα.
Σε μια απογραφή πληθυσμού που διεξήχθη το 1836 ο συγγραφέας μας δίνει στοιχεία ότι τότε ο δήμος μεταξύ των Ελλήνων πολιτών του είχε και 1330 Αρβανίτες κατοίκους.
Στην συνέχεια εντυπωσιακή είναι και η έρευνα του συγγραφέα, ξοδεύοντας 4 πλήρεις σελίδες για τον Ερύμανθο ή Ωλονό, όπου μας δίνει μια πλήρη εικόνα για την προέλευση της αρχαίας ονομασίας του όρους αυτού και τα συνώνυμα όπως Ωλένη και Ώλενα και την σύγχρονη ονομασία του όρους Ερύμανθος.
Από την σελίδα 235 έως και την 257 γίνεται μια προσέγγιση στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση του χωριού, και της Χαλανδρίτσας.
Το πρώτο σχολείο, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, που λειτούργησε στο Μοίραλι ήταν το 1884, όπου στεγάστηκε στον γυναικωνίτη του Ιερού ναού του Αγίου Νικολάου και μας αναφέρει ότι ο τότε δάσκαλος μισθοδοτούταν από τους γονείς του κάθε παιδιού με 10 έως 50 λεπτά της δραχμής.
Και συνεχίζει την εξέλιξη του σχολείου μέχρι σήμερα. Επίσης δημοσιεύει και ονομαστικούς καταλόγους και φωτογραφίες και φωτοαντίγραφα από ενδεικτικά και απολυτήρια μαθητών που φοίτησαν στο σχολείο του Μοίραλι.
Ακόμη αναφέρεται και στο Σχολαρχείο της Χαλανδρίτσας και αναφέρει Μοιραλιώτες που φοίτησαν σε αυτό δημοσιεύοντας φωτοαντίγραφα από γενικούς ελέγχους αποτελεσμάτων από το 1890 και ένθεν.
Όσο για την καθημερινότητα και για τα διάφορα επαγγέλματα που αναπτύχθηκαν στο Μοίραλι και στην ευρύτερη περιοχή, μας δίνει αρκετά στοιχεία, όπως για όλες τις παραδοσιακές υπαίθριες και αγροτικές ασχολίες των κατοίκων.
Άρχοντος από την σπορά, τον θέρο, το αλώνισμα, το άλεσμα στον μύλο, το λιομάζεμα και την παραδοσιακή παραγωγή λαδιού, την αμπελουργία, τον τρύγο, το απόσταγμα του τσίπουρου, την κτηνοτροφία, το τυροκόμισμα, την επεξεργασία του μαλλιού, τον αργαλειό, τα ασβεστοκάμινα, τα χάνια, τους κτιστάδες, τους καλιγωτές, τους σαμαράδες, τους μαραγκούς, κ.λπ. αναπολεί την καθημερινή υπαίθρια ζωή στο χωριό, στα κτήματα και στις στάνες.
Ακόμα μας αναφέρει για τις ντόπιες παραδοσιακές συνταγές των ζυμαρικών φαγητών και γλυκισμάτων.
Το επόμενο κεφάλαιο ασχολείται με την χλωρίδα και την πανίδα του Μοίραλι και γίνεται αναφορά για όλα τα δένδρα και τους θάμνους της περιοχής με την τοπική αλλά και επιστημονική ονομασία τους, και μας δίνει αρκετές πληροφορίες για το σπάρτο και την επεξεργασία του. Επίσης αναφέρεται σε χορταρικά όπως βότανα αρωματικά φυτά, λουλούδια και είδη σταφυλιών και αχλαδιών που ευδοκιμούν στην περιοχή.

Όσον αφορά τα άγρια ζώα του τόπου, κατέγραψε δέκα είδη ζώων που ζουν και στο Μοίραλι συνοδεύοντας τα, πάντα με χρήσιμα λαογραφικά στοιχεία. Αναφέρεται στα φίδια και στα άγρια πτερωτά θηράματα της περιοχής. Και στην συνέχεια αναφέρεται στα εξημερωμένα ζώα που ζουν κοντά στον άνθρωπο.
Επίσης παραθέτει και κατάλογο με τις ονομασίες των αιγοπροβάτων και των αλόγων σύμφωνα με το χρώμα και την ιδιομορφία κάθε ζωντανού. Ακόμη επισυνάπτει και αντίγραφα πιστοποιητικών μεταπώλησης ή επιστράτευσης των υποζυγίων. Και κλείνει το κεφάλαιο με τα ζώα αναφέροντας ποια άγρια ζώα υπήρχαν στο Μοίραλι και σήμερα έχουν εξαφανισθεί.
Ακόμη μας αναφέρει για 30 περίπου έντομα που εντόπισε με την τοπική ονομασία και μας παραθέτει αρκετά στοιχεία για να τα αναγνωρίζουμε να τα χρησιμοποιούμε αλλά και ποια από αυτά είναι επικίνδυνα, αλλά και χρήσιμα για τον άνθρωπο.
Συνεχίζοντας μας αναλύει παροιμιώδεις εκφράσεις που αναφέρονται στο χωριό και στους κατοίκους του.
Θέλω επίσης να διευκρινίσω ότι ο συγγραφέας σεβόμενος τους πληροφοριοδότες του για κάθε επεισόδιο ή λαογραφική ή ιστορική αναφορά στο τέλος της ενότητας αναφέρει το όνομα του πληροφοριοδότη και τον τόπο καταγωγής του.
Επίσης ο συγγραφέας δημοσιεύει 15 γνωστά και άγνωστα αινίγματα, ενώ έχει καταγράψει γύρω στις τριακόσιες παροιμίες και παροιμιώδεις φράσεις που ακούγονται στην εν λόγο περιοχή.
Θα αναφερθώ ενδεικτικά σε μερικές που ίσως δεν ακούγονται σε άλλες περιοχές
-Τα πολλά τσιμπούρια και βόϊδι τρώνε.
-Ούλα τα μικρά αγαπιούνται, ο μικρός σωρός δεν αγαπιέται.
-Του ξένου είναι παράπονο και του δικού μας μαχαίρι.
-Τους γέρους και τα άδεια βαρέλια, δεν τα κοιτάει κανείς.
-Αν πεινάς, δεν θέλεις προσφάι και αν νυστάξεις, δεν θες κρεβάτι.
-Κρασί- λάδι και τυρί φίλοι δεν πιάνονται.
-Το βιος σκλαβώνει κούτσουρα, σκλαβώνει παλικάρια.
Κύριε Χρήστο θα σας αναφέρω και μια που ίσως σας είναι άγνωστη που αναμιγνύει την περιοχή σας με την ορεινή Ηλεία.
Λέει λοιπόν: «Μην πας στην Άρλα δάσκαλος, και στου Σκιαδά αστυνόμος, στου Κούμανι δασοφύλακας και στη Δίβρη ταχυδρόμος.
Λεγόταν προς αποφυγή της ανάλογης εργασίας στο κάθε χωριό.
Η Άρλα είναι χωριό της Αχαΐας και ως επί το πλείστον έχει Αρβανίτικο πληθυσμό, και για αυτό εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολο κάποιος δάσκαλος να μάθει τα παιδιά γράμματα, γιατί στην περιοχή είχαν για κύρια γλώσσα την Αρβανίτικη.

Το Σκιαδά της Τριταίας φημιζότανε γιατί έχει πολλούς πάρα οπλοφόρους, όπως έχει και η Κρήτη και ήταν αδύνατον να επιβληθεί ο νόμος και ιδίως ένας χωροφύλακας που θα ήταν υποχρεωμένος ν’ αντιμετωπίσει τόσους οπλοφόρους ανθρώπους και ιδίως την εποχή που την περιοχή την μάστιζε η ζωοκλοπή.
Το δε Κούμανι Ηλείας που βρίσκεται μέσα στη καρδιά του δρυδάσους της Φολόης, οι κάτοικοι του χωριού αλλά και οι κάτοικοι των γύρω χωριών έπρεπε να κόβουν τα δένδρα και να δημιουργούν χωράφια για να επιβιώσουν.
Και έτσι ο εκάστοτε δασοφύλακας ήταν υποχρεωμένος όλη την ημέρα να τρέχει αλλά και να έρχεται αντιμέτωπος με τον φτωχό πληθυσμό που ήθελε πάση θυσία να επιβιώσει.
Και η Δίβρη είναι μια κωμόπολη διασκορπισμένη όσο καμιά άλλη στην Ελλάδα ανάλογα με τους κατοίκους, η οποία αποτελείται από επτά μαχαλάδες, αλλά και το πιο κακοτράχαλο μέρος της Ηλείας. Για τούτο ο ταχυδρόμος έπρεπε να τρέχει όλη την ημέρα με τα γράμματα αν υπολογίσουμε ότι ίσως έπρεπε να περνάει κάθε ημέρα όλους τους μαχαλάδες με τα πόδια.
Το Ε’ μέρος 304 έως 638 είναι πλήρες αναπτυγμένο ένα αλφαβητικό ιστοριολαογραφικό ετυμολογικό και ερμηνευτικό και γλωσσολογικό λεξικό των δήμων της Μεσσάτιδος, Φαρών, Τριταίας και του δήμου Λασιώνος του νομού Ηλείας. Εδώ ο συγγραφέας έχει καταγράψει πλήθος με λέξεις και όρους από την τοπική διάλεκτο με την πραγματική έννοια τους και όχι μόνον με την απλή σημασία τους.
Η καταγραφή της γλωσσολογικής ιδιαιτερότητας του Μοίραλι αλλά και της ευρύτερης περιοχής είναι ένα μεγάλο κατόρθωμα του συγγραφέα ο οποίος με μεγάλη προσοχή έδωσε μια ιδιαίτερη έμφαση και κατέγραψε όπως ακριβώς άκουσε χωρίς διορθώσεις και αρεστές παραποιήσεις στον αναγνώστη.
Ιδιαιτερότητα στην τοπική διάλεκτο έχουν οι λέξεις που είναι σύνθετες στην αρχή και το τέλος με διάφορα φωνήεντα. Την λέξη πήγαιναν της προσθέτουν και στην αρχή και στο τέλος το έψιλον και στην ντοπιολαλιά ακούγεται επηγαίνανε, εκάμνανε, εμιλάγανε, επεράγανε, επηδάγανε, ετραβάγανε κ.ο.κ. ακόμη την κατάληξη εις – ούσαν την μερετέτρεπαν εις -άγανε όπως προανέφερα μετρούσαν- μετράγανε, τρυγούσαν ετρυγάγανε, γυρνούσαν εγυρνάγανε, μπορούσαν εμπορήγανε, κ.ο.κ.
Επειδή ασχολούμαι και εγώ με την λαογραφία του τόπου μας δεν σας κρύβω ότι με εξέπληξε το λεξικό για τις τόσες πολλές άγνωστες λέξεις αλλά και διατυπώσεις της προέλευσης αυτών. Εδώ εντοπίζουμε την ντοπιολαλιά μ’ όλα τα χαρακτηριστικά την ορεινής Τριταίας, των Φαρών της Λασιώνος και της Πηνείας, όπου ακούγονται διάφορες λέξεις άγνωστες στην υπόλοιπη Ελλάδα όπως θ’ αναφ’ερω ενδεικτικά:
Ασυφταΐλα, αλέργα, απορρηξήμι, αλυχτάει, βαντάκα, βασταγούρι, γκιάχτηκε, δρόγκαλα, καλοπήχερα, καλκάνι, κάργα, λισβούλης, μπουκούνι, ντερλέτσικο, ξεκουμπίδια, πλύματα, σπολάκι, τζερεμές, φακωτή, χαϊλός, ψάνη κ.λπ.
Σε αυτή την ενότητα αναπτύσσονται ιστορικά και λαογραφικά περιστατικά, η καθημερινότητα του χωριού του, τα επαγγέλματα, τα δρώμενα, τα παραμύθια τα αινίγματα οι μύθοι, και τα πραγματικά γεγονότα, που συνοδεύουν τους κατοίκους από γενιά σε γενιά.
Επειδή όπως σας προανέφερα ασχολούμαι και εγώ με την λαογραφία του τόπου μας και επειδή έχω ασχοληθεί πάρα πολύ και με τα χάνια από ότι γνωρίζω πρώτη φορά δημοσιεύονται σε βιβλίο χρεωστίδια πελατών.

Στην σελίδα 315 παραθέτει και ένα αντίγραφο «Έκθεση Πραγματογνωμοσύνης αγροφύλακα στον οικισμό Σκιαδά Τριταίας».
Ο αγροφύλακας μέχρι το 1950 πληρωνόταν ανάλογα με τις αγροζημιές που ανακάλυπτε ή συλλάμβανε επ’ αυτοφόρω. Έπαιρνε ένα κάρτο (τενεκέ) στάρι και το άλλο μισό αραποσίτι στις αγροζημιές από τον ιδιοκτήτη των ζώων που προξένησε την ζημιά. Μέχρι το 1950 ο αγροφύλακας ψηφιζότανε από το χωριό. Μετά και ύστερα τον διόριζε το κράτος. Ο αγροφύλακας έκανε και πραγματογνωμοσύνη για την αξία της ζημιάς.
Τέλος θα σας διαβάσω ένα λαογραφικό επεισόδιο όσον αφορά τις προλήψεις που πίστευε και πιστεύει ο λαός μας και συγκεκριμένα για το τέλος του Αποστολάρα, ενός αμαρτωλού ανθρώπου που όδευε προς το τέλος της ζωής του

Ο Αποστολάρας, προς το τέλος της ζωής του έμεινε κατάκοιτος κι είχε σκουληκιάσει … ρωτήσανε τότενες τι να κάμει για τις αμαρτίες που είχε κάνει να συγχωρεθούν …και του είπανε να πληρώσει να φτιάξουνε βρύσες, να πίνουνε νερό οι στρατολάτες και να συγχωράνε κι έφτιαξε στο Βαρκό και στου Μπαούλη στην Μαρτύροβα. Τα ασημικά που είχε τα έδωκε στην εκκλησία και φτιάξανε ασημένιο το ντήμα του Ευαγγελίου του Άι Νικόλα.

Εξομολογήση-Ου λύονται οι αμαρτίες του ανθρώπου
Τότενες που ήτανε στα τελευταία του ο γεραποστολάρας είχε έρθει στου Μοίραλι ο δεσπότης Αντώνιος θα τανε.
Όταν ερχότανε στο χωριό στο δικό μας σπίτι κατέληγε ή στου Αραπαίουνε. Ε αφού ήρθε στο σπίτι φάγανε ότι φτώχεια είχανε οι δικοί μας κι είπε να φύγει. Ετότενες θυμηθήκανε τον γεραποστολάρα.
Δέσποτα δίπλα έχουμε ένα γέρο κατάκοιτο δεν τον ξομολογάς να…. Να τον ξομολογήσω γιατί όχι βγήκανε ούλοι όξω μέσα ο δεσπότης με το γεραποστολάρα όξω περιμένανε οι άλλοι. Ο γέρος έλεγε, έλεγε, έλεγε…. Κάποια στιγμή βγήκε ο δεσπότης
Τι είδες δέσποτα; κούναγε το κεφάλι πριν ειπεί τίποτα τον ξαναφωνάζουνε γιατί ο γεραποστολάρας κάτι είχε ξεχάσει τι;
Πάει μέσα ο δεσπότης και του είπε για το σκυλί που είχανε φάει, βγαίνει όξω πάλε και τους λέει «ου λύονται οι αμαρτίες αυτουνού του ανθρώπου τόσα και τόσα μα να φάνε και το σκυλί τώρα τι θα γίνει;
Εγώ μοναχός μου δεν μπορώ να τον συγχωρέσω, για να κοινωνήσει
Μαζεύτε 7 δραχμές να στείλουμε, στα 7 πατριαρχεία να ζητήσουμε συγχώρεση και τότε κοινωνάει ώσπου να μαζέψουμε ναι να τα στείλουμε μετά από λίγες ημέρες πέθανε ο γεραποστολάρας.
Στο βιβλίο του ο συγγραφέας αναφέρεται επίσης σε λαογραφικές ιστορίες και σε διάφορες δεισιδαιμονίες που κυκλοφορούσαν όσον αφορά τις νεράιδες, τα στοιχειά, τους θρύλος, τις μαγείες, τα αμποδέματα, τις προλήψεις, τα ξόρκια, τα ματιάσματα, τα φυλαχτάρια, γιατροσόφια κ.λπ.
Αναφέρομαι σε ένα θρύλο
Κάποτε λέει πήγαινε να περάσει το ποτάμι μια ολόχρυση βασιλική άμαξα που πάνω της είχε επτά χρυσά γουρνόπουλα, και μια χρυσή γουρούνα. Καθώς λέει περνάγανε το γιοφύρι εκεί μεταξύ Μπούγα και Βαλμαντούρα έσπασε η γέφυρα και έπεσε η χρυσή άμαξα μέσα στο ποτάμι με τα γουρνόπουλα και χάθηκε. Οι δικοί μας λένε ότι αυτό το μέρος είναικατά το Μπουγαίϊκο στο Τρούπιο Λιθάρι.
Οι Μπουγαίοι λένε ότι είναι στο μέρος τους δίπλα στις όχθες του ποταμού Πείρου αλλά κι αυτοί το λένε Τρανό Λιθάρι…λέγεται ότι χάθηκε ή χώθηκε ή την κρύψανε – θάψανε τα χρυσά ούλα. Ποιος ξέρει;
Το στοιχειό του Βελιζού
Το στοιχειό του Βελιζού εκαθότανε στη μελικουκιά, το δέντρο που ως τα σήμερα είναι απ’ όξω από το χωριό. Και ήτανε αυτό βόδι αστεράτο γιατί είχε ένα αστέρι στο κούτελο, ενώ της Οβρυάς δεν είχε. Επάλευε το στοιχειό της Οβρυάς και το ενίκαγε και εγινότανε πολύ κακό εκεί τριγύρω. Μια νύχτα ένας ζούδιαρης ο Γιώργης Καπετάνιος από του Μοίραλι άκουσε μια φωνή που του είπε να σηκωθεί και να ρίξει να σκοτώσει το αστεράτο βόϊδι.
Εσηκώθηκε εκείνος και το είδε που επάλευε με το στοιχειό της Οβρυάς και του έριξε με το ζερβό χέρι και εσκότωσε το αστεράτο βόϊδι. Και έτσι χάθηκε το στοιχειό του Βελιζού.
Εκείνος ο Ζούδιαρης, εκάρφωνε τα στοιχειά και εκάρφωσε και το στοιχειό του Σουλίου (χωριό επί του Παναχαϊκού) που επαρουσιαζότανε σα γέρος. Και για τούτο μια φορά που πήγαινε ο ζούδιαρης στη Γουρζούμιζα, εμαζωχτήκανε τα στοιχειά και επαρουιαστήκανε σα λαγωνικά και τον εφάγανε και επέθανε. Και όντας επέθανε, τον εψάξανε και δεν βρήκανε πουθενά δαγκωματιά σκυλιού, ενώ ακούσανε τις βουηξιές και το κακό που γινότανε όντας πέσανε απάνου να τον φάνε, κάτου στο λαγκάδι.
Ακόμη αναφέρει για το στοιχειό του Καλάνου και της Καλάνιστρας, το στοιχειό του Καστριτσίου, της Νεράιδας και το μαντήλι κ.λπ.
Ενώ για την δημοτική παράδοση του Μοίραλι και της ευρύτερης περιοχής ο συγγραφέας δημοσιεύει είκοσι τρία δημοτικά τραγούδια και δυο πασχαλιάτικα κάλαντα ένα αναφέρεται στον Λάζαρο και ένα ακόμη του θρήνου της Μεγάλης Παρασκευής, όχι άγνωστα, αλλά με μερικές ντόπιες παραλλαγές.
Λέει ένα επιτραπέζιο δημοτικό τραγούδι της Βέργως:
«Τι τον ζηλεύεις Βέργο μου,
τι τον ζηλεύεις τον ψηλόν τον άντρα;
Που έσπερνε ένα χρόνο, με ένα φέσι σπόρο
και εφύτρωνε ένα στάχυ μες την κορφή στην ράχη.
Και κλεγόταν Βέργο μου ποιος θα το θερίσει,
ποιος θα το κουβαλήσει και ποιος θα το αλωνίσει.
Και ποιος θα πάει στον μύλο και ποιος θα το ζυμώσει;
Κορίτσια το θερίζανε και παιδιά το κουβαλάνε,
άστετα κι ας πιλαλάνε»’
Ο συγγραφέας αφού ασχολήθηκε ειδικά με την καθημερινότητα θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην ασχοληθεί και με την ζωή του ανθρώπου αφού μας διαφωτίζει με διάφορα στοιχεία από την εγκυμοσύνη της μητέρας, την γέννηση του ανθρώπου, το σαράντισμα, την βάπτιση, το σχολείο, την νεανική ζωή, τα παιχνίδια, την στράτευση κ.λπ. επίσης το προξενιό, τον αρραβώνα, τον γάμο σε όλες του τις φάσεις, τις απαγωγές γυναικών και ανδρών, τις γιορτές και τέλος τον θάνατο.
Ο Χρήστος Κανελλάκης όπως αποδεικνύεται πέτυχε το στόχο του.
Μας δίνει ένα πλουσιότατο ιστορικό και λαογραφικό υλικό, κυρίως εγκυκλοπαιδικού, λεξιλογικού και ανεκδοτολογικού χαρακτήρα, με τις πλούσιες λαογραφικές του καταγραφές, τις γλαφυρές και ευκολοδιάβαστες αφηγηματικές εισαγωγές. Έτσι η κατανόηση και η τοποθέτησή τους εν τόπο και χρόνο γίνεται ευκολότερη.
Αυτός ο ευτυχής συνδυασμός ιστορίας και λαογραφίας είναι και κατατοπιστικός και ευχάριστος για τον αναγνώστη.
Στην σημερινή εποχή, που είναι μια εποχή χυδαιότητας, φαυλότητας και παρακμής, όπου η ιστορία και η λαογραφία μας αμφισβητούνται και γίνεται μια επιδρομή απαξίωσης των και τα δημοτικά τραγούδια μας έχουν εξοριστεί από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, η καταφυγή μας στις ρίζες των χυμών της ύπαρξής μας και στις εθνικές καταβολές μας είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία.
Είναι θέμα εθνικής επιβίωσης. Σε μια τέτοια σκληρή εποχή, το βιβλίο του Χρήστου Κανελλάκη μπορεί να μας ξεδιψάσει υπαρξιακά και να μας τονώσει εθνικά. Γιατί είναι ένα βιβλίο εθνικής και παραδοσιακής αυτογνωσίας, που θα μας βοηθήσει να γνωρίσουν όλοι όσοι το διαβάσουν γνώστες της ιστορίας και της παράδοσης του Μοίραλι και της δυτικής Αχαΐας.
Δυστυχώς, σήμερα βρισκόμαστε σε μια κατάσταση ιδιότυπου «προσκυνήματος» και μιας σκληρής σκλαβιάς. Εγκαταλείψαμε τις αιώνιες αξίες μας. Μιμούμεθα όσα πρότυπα μας επιβάλλονται εκ των άνω και εκ των έξω. Δεχόμαστε αδιαμαρτύρητα την υποβάθμιση της τεράστιας ιστορίας μας, της γλώσσας, της θρησκείας, των παραδόσεων, των ηθών και των εθίμων μας. Καταντήσαμε άβουλοι και μοιραίοι, που φοβόμαστε να πιάσουμε στο στόμα μας τις λέξεις «Ορθοδοξία», «Πατρίδα» και «Έθνος» και οικογένεια. Δυστυχώς οι παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμά μας ήδη έχουν περάσει στην λήθη του παρελθόντος και αντικαταστάθηκαν από την ξενόφερτη και εμπορεύσιμη δυτική κουλτούρα, που όπως αποδεικνύεται μας υποσκέλισε και μας οδηγεί στο αδιέξοδο και στην αυτοκαταστροφή της οικογένειας των παραδόσεων ακόμη και του Έθνους.
Αγαπητέ Χρήστο, εύχομαι οι Μοιραλιώτες, το βιβλίο σου σήμερα και στο μέλλον να το θεωρούν ως κειμήλιο και ως μουσειακό είδος, διότι νομίζω ότι, από εδώ και πέρα, μάλλον είναι πολύ δύσκολο, να μην πω αδύνατον να πραγματοποιηθεί μια τέτοια καταγραφή, με τόσα πολλά ωραία και σημαντικότατα στοιχεία. Ότι προλάβαμε- προλάβαμε!
Σας ευχαριστώ πολύ!