Παρασκευή 14 Ιουλίου 2017

H ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΜΑΣ ΚΑΚΟΔΑΙΜΟΝΙΑ



                       H  ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΜΑΣ ΚΑΚΟΔΑΙΜΟΝΙΑ
                                    Λεωνίδα Γ. Μαργαρίτη Επιτ.Δικηγόρου
                                    Προέδρου Εταιρείας Λογοτεχνών
            Ο ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και  Ακαδημαϊκός  Εμμανουήλ Κριαράς  σε άρθρο του   στο περιοδικό «ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ» (Τόμος 13 σελ.967-980)το έτος  1985 αναφέρονταν  στη δυσάρεστη γλωσσική μας  κατάσταση και στα αίτια που είχαν οδηγήσει σ’ αυτή. Τότε μεταξύ άλλων σημείωνε και τα εξής: «Βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη κατάσταση της πορείας του γραπτού μας λόγου και εξαρτάται από τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζουμε το ζήτημα και από τις επί μέρους λύσεις στις οποίες θα οδηγηθούμε, αν θα αποκτήσουμε επί τέλους σταθεροποιημένο, ομοιογενή και καλαίσθητο γραπτό λόγο».
          Δυστυχώς αν και έχουν περάσει  έκτοτε τόσα χρόνια, συνεχίζεται και στις μέρες μας η γλωσσική μας κακοδαιμονία.
          Σήμερα μετά  την εφαρμογή του μονοτονικού συστήματος ,   άρχισε και η αποδόμηση της γλώσσας.  Οι νεοέλληνες  περιόρισαν το λεξιλόγιό τους ,μιλούν και γράφουν , με λέξεις κωδικούς ,χάριν όπως λένε απλούστευσης της γλώσσας μας Σήμερα   με τη  χρήση του διαδικτύου γίνεται  σε μεγάλη έκταση χρήση της  λατινικής  αλφαβήτου  είτε αυτό οφείλεται σε προβλήματα συμβατότητας  διαφορετικών  συστημάτων στους υπολογιστές  είτε αποτελεί νεανική μόδα ή   εν δυνάμει ένα νέο σύστημα γραφής θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα από τους νεοέλληνες και ειδικότερα από  τους ασχολούμενους με την Ελληνική παιδεία και τα γράμματα.
          Εάν θέλουμε να μη νοθευτεί η ελληνική μας γραφή είναι αναγκαίο να αποθαρρύνουμε τα νέα παιδιά να γράφουν στα greeklish (γκρικλις).
          Αυτό το τελευταίο σύμπτωμα είναι φοβερά επικίνδυνο για τη γλώσσα μας. Ο,τι δεν κατάφεραν να επιτύχουν 430 χρόνια δουλείας υπάρχει κίνδυνος να το καταφέρουμε μόνοι μας με την εγκατάλειψη της γλώσσας μας και τη χρησιμοποίηση μίας άλλης γραφής.
           Το φαινόμενο γίνεται ακόμη πιο επικίνδυνο όταν  κείμενα στη λατινική γλώσσα γράφουν και χρήστες –κρατικές υπηρεσίες,  που προβάλλονται ακόμη και από την κρατική τηλεόραση.
           Το ζήτημα είχε αποτελέσει αντικείμενο ερωτήσεων βουλευτών προς τον Υπουργό Παιδείας.
           Η γραφή μας και συνολικά η γλώσσα μας   πλούτισε όχι μόνο τη λατινική αλλά και όλες τις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες οι οποίες έχουν άρρηκτα συνδεθεί οπτικά με το αλφάβητό της. Δεν είναι δυνατόν  συνεπώς να μειωθεί και να καταργηθεί από εμάς τους ίδιους.
          Όταν στο παρελθόν  με πρόταση  βάσκων   Ελληνιστών  (Sagredo  και Pahana )oι Ισπανοί  βουλευτές  κ.κ. Gerikogoitia  Imaz ζητούσαν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο  την καθιέρωση της Ελληνικής ως επίσημης γλώσσας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν   ο    Μπιλ Γκέιτς διακηρύσσει πως η  Ελληνική με  τη μαθηματική δομή της είναι η γλώσσα της πληροφορικής και της νέας γενιάς των εξελιγμένων υπολογιστών, γιατί μόνο σ' αυτή δεν υπάρχουν όρια, όταν λαοί της Ευρώπης όπως Γάλλοι και  Ισπανοί  μάχονται για να διατηρήσουν τον τρόπο γραφής τους μέχρι την τελευταία  λεπτομέρεια, δεν μπορεί εμείς με το πρόσχημα της δήθεν διευκόλυνσης μας στην παγκόσμια επικοινωνία να επιχειρούμε είτε επίσημα είτε ανεπίσημα την αντικατάσταση του Ελληνικού αλφάβητου.
           Όταν σε σύνολο 490.000 λέξεων της Αγγλικής  οι 41.615 προέρχονται από την Ελληνική είναι υποχρέωσή μας να διατηρήσουμε τόσο τη γλώσσα μας όσο και τη γραφή της όπως μας παραδόθηκε, όταν ο λαός μας μέσω της ελληνικής γλώσσας  και γραφής μετέδωσε  το πολιτισμό σ’  ολόκληρο τον κόσμο είναι αδιανόητο εμείς  βαρβαρίζοντας να αντικαταστήσουμε τη γραφή μας.
           Είναι απαράδεκτο  επίσης για τη χώρα μας να ψηφίζονται νόμοι  προστασίας της   γλώσσα μας και εμείς οι ίδιοι να τους παραβιάζουμε.
           Σύμφωνα με το νόμο 1491/84 απαγορεύονται οι πάσης φύσεως ξενόγλωσσες επιγραφές. Όμως είναι θλιβερό το φαινόμενο όταν  μέσα ενημέρωσης τηλεοπτικά, ραδιοφωνικά αλλά και έντυπα σνομπάροντας τη γλώσσα μας παραβιάζουν κατάφορα τη νομοθεσία και  φέρουν ξενόγλωσσα ονόματα. Καταστήματα της πόλης μας είναι γεμάτα  ξενόγλωσσες επιγραφές, που σου δημιουργούν την αίσθηση   πως ζεις σε  ξένη χώρα.
          Οι εισαγγελικές ,αστυνομικές,  και κυρίως οι δημοτικές αρχές που είναι εκ καθήκοντος υποχρεωμένες να προστατεύουν την εικόνα της πόλης μας  τη νομιμότητα αλλά και την εθνική μας κληρονομιά, όμως  παραμένουν ασυγκίνητες στη γενική  παραβατικότητα.
          Θα θυμίσω πως  πρόσφατα ο Εισαγγελέας Αμαλιάδας έδωσε εντολή στην αστυνομική αρχή και το Δήμο  για απομάκρυνση των  ξενόγλωσσων  επιγραφών  με την απειλή  προστίμων.
          Ας ελπίσουμε ότι και στην πόλη μας θα υπάρξει ευαισθησία για  την πάταξη του φαινόμενου. Την ελληνικότητά μας θα πρέπει να την επιδεικνύουμε και με τη γραφή μας και όχι μόνο  με τις ζητωκραυγές μας στα γήπεδα.

Χριστίνα Αργυροπούλου: Η ποιητική του χώρου στα ομηρικά έπη:



Χριστίνα Αργυροπούλου: Η ποιητική του χώρου στα ομηρικά έπη:
Λειτουργία του χώρου, σκηνοθεσία, σκηνογραφία, εικονοποιΐα, χώροι και ειδικές χωρικότητες
(Ομηρικά Μελετήματα ΙΙ, Εκδόσεις  Γαβριηλίδης, Αθήνα 2016):

ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Το νέο βιβλίο της Χριστίνας Αργυροπούλου που εκτείνεται σε 523 σελίδες είναι καρπός πολυετούς μελέτης και ιδιαίτερης αγάπης για τα ομηρικά έπη από τα μαθητικά ήδη και τα φοιτητικά της χρόνια (όπως σημειώνει στον Πρόλογο), και συνάμα απόρροια ευδόκιμης διδακτικής και επιστημονικής επαγγελματικής ενασχόλησής της ως φιλολόγου της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ως Συμβούλου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου υπεύθυνης για το μάθημα.
 Η ποιητική του χώρου ως τίτλος και ως προσέγγιση είναι επηρεασμένος από τον Bachelard, Καθηγητή της φιλοσοφίας των επιστημών, που αποπειράθηκε να καταστήσει συμπληρωματικές δύο αντίθετες έννοιες, την ποίηση και την επιστήμη. Ο χώρος και η κατοίκηση είναι ζητήματα που απασχολούν τον Bachelard. Μέσα από τον ακαριαίο και άχρονο ψυχισμό της ποιητικής εικόνας, την «άμεση οντολογία» της, μας εισάγει με τις τοποφιλικές του έρευνες στην ποιητική αντίληψη του χώρου, διεισδύει με διορατικότητα και προσοχή σ' αυτές τις πολύ απλές εικόνες των οικείων μας χώρων, των χώρων που κατέχει ο άνθρωπος αλλά και προσδιορίζεται από αυτούς, χώροι που δεξιώνονται και απαλύνουν τον ανθρώπινο ψυχισμό και προστατεύουν σαν κουκούλι τον άνθρωπο. Μυστικά δωμάτια, κρησφύγετα, υπόγειες κρύπτες, μυστικές γωνιές, αυτή η ίδια η «παρηγοριά της σπηλιάς», αρχετυπικές, απλοϊκές εικόνες ενός ταπεινού σπιτιού, μιας καλύβας, αυτού του οίκου της ψυχής.
Η Ποιητική του χώρου στα Ομηρικά έπη είναι η δεύτερη μελέτη της Χριστίνας στα ομηρικά έπη με σύγχρονα εργαλεία κειμενικής ανάλυσης, όπως σημειώνει η Κυριακή Πετράκου στη δική της παρουσίαση του εν λόγω έργου.
Με την δική μου παρουσίαση θα προσπαθήσω να απαντήσω στα παρακάτω ερωτήματα:
Γιατί άλλο ένα βιβλίο, άλλη μια μελέτη για τον Όμηρο; Πού απευθύνεται; Πώς απευθύνεται; Πώς μπορεί να αξιοποιηθεί; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που το καθιστούν μοναδικό και αναντικατάστατο;
Η δομή
Μετά τον Πρόλογο, την Εισαγωγή και τα Γενικά στοιχεία για την Ομηρική ποίηση και τη λειτουργία του χώρου με ενδεικτικά αποσπάσματα από τη βιβλιογραφία ακολουθούν 8 κεφάλαια, ο Επίλογος και η τρίγλωσση περίληψη- ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά -, καθώς και μια πλούσια ελληνική και ξένη βιβλιογραφία κι ένα πολύτιμο ευρετήριο όρων, ορολογιών και ονομάτων.
Το περιεχόμενο
Το 1o κεφάλαιο αναφέρεται στη λειτουργία του χώρου στα ομηρικά έπη με περιγραφές τόπων, τοπίων, πόλεων, νήσων, ανακτόρων, μαχών, θαλάσσιων, ουράνιων και άλλων ειδικών χώρων, όπου τοποθετείται η δράση των ηρώων. Ο ακροατής και σύγχρονος αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει τα δρώμενα σε χώρο, σε μια καλά οργανωμένη σκηνογραφία και σκηνοθεσία δράσης των κειμενικών ηρώων και σε χρόνο και χρόνους (αναδρομικές αφηγήσεις, αναλήψεις, επιβραδύνσεις και επιταχύνσεις).
Τα κεφάλαια 2 και 3 αναφέρονται στη λειτουργία του χώρου στην Ομήρου Οδύσσεια. Ο χώρος στην Οδύσσεια συγκροτεί ένα ευρύ πλαίσιο ομηρικής γεωγραφίας με τους ειδικούς χώρους απ΄όπου πέρασε και έδρασε ο Οδυσσέας (Καλυψώ, Κίρκη, νήσος των Φαιάκων κ.ά.)
Τα κεφάλαια 4 και 5 αναφέρονται στη λειτουργία του χώρου στην Ομήρου Ιλιάδα. Η συγγραφέας εστιάζει στα πεδία των μαχών, στις συνελεύσεις, στις μονομαχίες, στο ανάκτορο του Πρίαμου, στην Τροία και τα εκεί δρώμενα, στις καύσεις των νεκρών, στις ικεσίες και γενικά σε ό,τι συντελείται κατά τις μάχες και τις ώρες της ανάπαυλας.
Το 6ο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στηνπεριγραφή της ασπίδας του Αχιλλέα, η οποία σύμφωνα με τη συγγραφέα "είναι ένας ειδικός συνδηλούμενος χώρος, ο οποίος λειτουργεί αρμονικά με τους επιμέρους χώρους του, όπου αναπαρίσταται η ζωή με όλη τη δράση της, ατομική και συλλογική, και όπου αντανακλάται η τότε κοσμοαντίληψη για το σύμπαν."
Στο 7ο κεφάλαιο μελετώνται οι αναγνωρισμοί σε όλες τις διαβαθμίσεις τους, οι οποίοι εντάσσονται στον χώρο, έναν χώρο που φορτίζεται πολιτισμικά από το ήθος των ηρώων.
Στο 8ο κεφάλαιο γίνεται λόγος για τις ανθρωπιστικές αξίες στα ομηρικά έπη ως αξίες ηρώων σε συγκεκριμένο χώρο.
Παραδείγματα χώρων
Στη ραψωδία α της Οδύσσειας η συγγραφέας εστιάζει στην περιγραφή του ανακτόρου του Οδυσσέα εξωτερικά και εσωτερικά από τον ποιητή και νοούμενο αφηγητή, όπως, χαρακτηριστικά, αποκαλεί τον Όμηρο. Η περιγραφή αναπαριστά την εξωτερική αυλή του ανακτόρου με τα κτίσματά της, τον χώρο όπου οι μνηστήρες τρωγοπίνουν και διασκεδάζουν, τους χώρους εργασίας των γυναικών, το επάνω μέρος του ανακτόρου που φαίνεται ότι ήταν διώροφο (το ανώγειο) με αναφορά στις σκάλες και το πλατύσκαλο, στις κολόνες και το στέγαστρο. Επίσης, περιγράφεται και το εσωτερικό του ανακτόρου με τους θαλάμους και τα υπνοδωμάτια, με μνεία στα υπνοδωμάτια της Πηνελόπης και του Τηλέμαχου,  εσωτερικό το ένα, γωνιακό το άλλο, με τους αποθηκευτικούς χώρους, όπου φυλάσσονται τα πολύτιμα αντικείμενα του ήρωα και ο πλούτος του, και ακόμη ο ιδιαίτερος χώρος με τον αργαλειό της Πηνελόπης. Επιπλέον, γίνεται μνεία στους χώρους άλεσης του σίτου και παρασκευής του φαγητού, όπως και της εξωτερικής αυλής για το ψήσιμο του κρέατος.
 Η συγγραφέας μελετά τα γενικά και επί μέρους στοιχεία του χώρου και τους τρόπους με τους οποίους συνδέονται με τη σκηνοθεσία των προσώπων που δρουν σε αυτόν, καθώς και με τον ομηρικό υλικό και πνευματικό πολιτισμό, τις αξίες των οικείων και τις απαξίες των μνηστήρων. Παρόμοια λεπτομερή περιγραφή συναντάμε και για το εσωτερικό και το εξωτερικό του ανακτόρου του Αλκίνοου στο νησί των Φαιάκων στη ραψωδία η της Οδύσσειας. Ανάλογες εικόνες αναφέρονται στην Οδύσσεια και την Ιλιάδα για τα ανάκτορα του Πρίαμου στην Τροία, του Νέστορα στην Πύλο, του Μενέλαου στη Σπάρτη.
Η συγγραφέας δεν αναλύει μόνο, όπως γίνεται συνήθως με τα Ομηρικά έπη, προχωρά και στην αντίστροφη ενέργεια, δηλαδή συνθέτει. Πώς; Αξιοποιεί τον χώρο σαν ένα καμβά πάνω στον οποίο ερμηνεύει τις προθέσεις του ποιητή και νοούμενου αφηγητή, αναδεικνύει τις περιγραφές και οπτικοποιήσεις όχι ως ''ταμπλό βιβάν" αλλά σε συνδυασμό με το ανθρώπινο στοιχείο είτε θεϊκό είτε θνητό και την ένταξή του στον χώρο και την συμμετοχή του στην εξέλιξη της δράσης, με την εμπλοκή, τον αναγνωρισμό, τον μικρό και μεγάλο απολογισμό, την ικεσία, τη φιλοξενία, τον καθαρμό. Επιπλέον, (η συγγραφέας) στο ίδιο πλαίσιο, στον χωρικό καμβά, εμπλέκει τα συναισθήματα και τις αξίες, το ήθος, τις στάσεις και τις συμπεριφορές των ηρώων, όπως: η φιλία και η προσφορά δώρων, ο νόστος, η αγάπη στην πατρίδα, ο σεβασμός στους γονείς και τους γέροντες, στους σκηπτροφόρους και τους νεκρούς, ιδιαίτερη αναφορά κάνει στις ικεσίες και τους θρήνους, ανασύροντάς τα από το ομηρικό κείμενο με σεβασμό και μέτρο και προβάλλοντάς τα με τον λογοτεχνικό της λόγο.
Για παράδειγμα, μελετώντας στη ραψωδία φ της Οδύσσειας αναφέρει σε ένα σημείο ότι οι σκηνικές λεπτομέρειες από το εσωτερικό της κάμαρας (της Πηνελόπης) μας επιτρέπουν να τη φανταστούμε με τα υπάρχοντά της στον χώρο και με τη συναισθηματική τους αξία. Τον χώρο αυτό αναδεικνύουν τα υλικά της κατασκευής του και η ξεχωριστή φροντίδα για τη φύλαξη του τόξου:  «το δρύινο κατώφλι της πάτησε, που τεχνίτης/με προσοχή το σκάλισε, το έσιαξε με στάφνη/και παραστάτες έβαλε κι ολόλαμπρες τις πόρτες/ Έλυσε αμέσως το λουρί απ΄το κοράκι πάνω,/έβαλε μέσα το κλειδί και άνοιξε τους σύρτες/αντίπερα περνώντας το, όπως μουγκρίζει ταύρος/ σε λιβάδι καθώς βοσκά, έτσι τότε κι η πόρτα/ με το κλειδί εμούγκρισε και άνοιξε αμέσως. (ακουστική εικόνα/ στοιχείο που συνδηλώνει ότι ο χώρος δεν είχε ανοίξει αφότου έφυγε ο Οδυσσέας και ότι το τόξο φυλασσόταν πολύ καλά-ειδικός εσωτερικός χώρος μνήμης και βιωμάτων) / Σ΄ένα πατάρι τράβηξε, που πάνω τους κασέλες/βρίσκονταν με τα ρούχα της τα μοσχοβολισμένα./ Άπλωσε κι απ΄τον πάσσαλο ξεκρέμασε το τόξο/ και το θηκάρι το λαμπρό, που το 'κλεινε όλο μέσα΄»
Ο εσωτερικός αυτός χώρος, ως χώρος υλικών και συναισθηματικών αξιών, διαπερνάται από το ήθος της Πηνελόπης, που τη συνοδεύουν τα επίθετα "περίφρων Πηνελόπεια" , συνετή Πηνελόπη, αντάξια του συζύγου της κλπ.
Χωρικότητα του σώματος:  η συγγραφέας ερμηνεύει τη διπλή μεταμόρφωση του Οδυσσέα από την Αθηνά σε ζητιάνο και σε όμορφο άντρα, όπως στην περίπτωση της Ναυσικάς και του αναγνωρισμού του με τον Τηλέμαχο, "ως μεταμόρφωση της χωρικότητας του σώματος που υπηρετεί την πλοκή και την εξέλιξη του μύθου και δημιουργεί αμφισημίες και ψυχολογικές μεταπτώσεις." Το σώμα, δηλαδή συγκροτεί ειδική χωρικότητα.
Παρότι, όπως αναφέρει η συγγραφέας, ο χώρος στην Ομήρου Ιλιάδα δεν παρουσιάζει την ποικιλία της Οδύσσειας, εντούτοις παρέχει όλες τις απαραίτητες σκηνικές  λεπτομέρειες σε πολλά επίπεδα χώρου για το πεδίο των μαχών και μονομαχιών, για τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, για τους χώρους κατοικίας των θεών και άλλων θεοτήτων. Ακόμη υποβάλλονται και οι χώροι καταγωγής των ηρώων μέσα από τους λόγους τους.
Για παράδειγμα, στη ραψωδία Α, ο Άδης παρουσιάζεται ως χώρος των ψυχών και των θεών του Άδη και ο χώρος του Ολύμπου ως κατοικία των θεών, επίσης η λειτουργία των απόντων χώρων ως παρόντων, ως τόπων καταγωγής και δράσης των ηρώων, η λειτουργία των σκηνών ως ιδιωτικών χώρων, τα μοτίβα της σπηλιάς και της ακρογιαλιάς, ως κλειστοί και ανοιχτοί χώροι, και η δια θαλάσσης παράδοση στο νησί Χρύσα της Χρυσηίδας.
Στη ραψωδία Σ, στον θρήνο του Αχιλλέα για τον θάνατο του φίλου του Πάτροκλου, η συγγραφέας εστιάζει στη συγκινητική στιγμή με τις Νηρηίδες που βγαίνουν από τις σπηλιές τους (μοτίβο της σπηλιάς) και συμπαραστέκονται στην αδελφή τους τη Θέτιδα, που θρηνεί μαζί με το γιο της. Αναγνωρίζει (η συγγραφέας) τον θαλάσσιο χώρο με τους επί μέρους χώρους του (σπηλιές) και το στηθοκόπημα των Νηρηίδων ως ειδική χωρικότητα που αναδεικνύουν τη λειτουργία του χώρου ως συνώνυμου με τον ανθρώπινο και θεϊκό πόνο, που παραπέμπει σε χορό αρχαίας τραγωδίας. Με το μοιρολόγι της Θέτιδας ο χώρος διευρύνεται  προς το Πήλιο, την Τροία και στο ακρογιάλι όπου θρηνεί ο Αχιλλέας και όπου αργότερα θα γίνει η επιφάνεια της θεάς.
Η θέση και η γλώσσα
Πώς προσεγγίζει η Αργυροπούλου τα ομηρικά έπη στην παρούσα μελέτη της; Υιοθετεί την εξής θέση την οποία αναφέρει επίσης στην εισαγωγή της: "τα ομηρικά έπη προσφέρονται για πολλαπλές αναγνώσεις, αρκεί να συνεργάζονται ανάγνωση, αναγνώστης και κείμενο και να μη γίνεται τίποτα με υπέρβαση του κειμένου και υπερερμηνεία του αλλά με αφορμή, με αφετηρία, με επέκταση των κειμενικών δεδομένων και με κατάληξη το κείμενο." Η μελέτη του χώρου και όλων των σχετικών με αυτόν πραγματοποιήθηκε από την συγγραφέα με λεπτομέρεια, στίχο -στίχο σε όλες τις ραψωδίες και των δύο επών, Ιλιάδας και Οδύσσειας, από το πρωτότυπο και από αρκετές εγκεκριμένες μεταφράσεις.
Επιπλέον, συνδυάζει τον λογοτεχνικό λόγο με την επιστημονική συνέπεια, την αλληλουχία με την επαγωγή, από το μέρος στο όλον και αντίστροφα. Επιστρατεύει ιδιαίτερα την επιχειρηματολογία, το ασύνδετο σχήμα, και άλλα εκφραστικά μέσα, όπως επίθετα και επιρρήματα, παρομοιώσεις και μεταφορές, που υπηρετούν εύστοχα την ερμηνεία και το μήνυμα που θέλει να εκφράσει. Οι δικές της διεισδύσεις και ερμηνείες συνδέονται πολλαπλώς και σε διάφορα επίπεδα με αυτές πολλών άλλων μελετητών και με έργα σύγχρονων ποιητών.
Η διδακτική αξιοποίηση της μελέτης: ο μαθητής, ο αναγνώστης, ο μελετητής
Η ομηρική ποίηση διδάσκεται στο ελληνικό σχολείο, στις Α΄ και Β΄ τάξεις του γυμνασίου, μέσα από επιλεγμένες ραψωδίες, λόγω έλλειψης διδακτικού χρόνου, καθώς διδάσκονται περισσότεροι του ενός αρχαίοι συγγραφείς ανά τάξη. Η μελέτη των ανθολογημένων ραψωδιών από τα ομηρικά έπη με τις συμμετοχικές και διαδραστικές δραστηριότητες που προτείνονται στα νέα βιβλία και διαδικτυακά μπορεί να δώσει ερεθίσματα για μελέτη όλου του έργου του Ομήρου, της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Να γνωρίσει ο μαθητής- αναγνώστης το λογοτεχνικό κείμενο και να κατανοήσει πολλά τόσο για τον άνθρωπο και τη συμπεριφορά του διαχρονικά, όσο και για τις αξίες του, ατομικές και συλλογικές.
Η ομηρική ποίηση για τον σύγχρονο αναγνώστη, πολύ περισσότερο τον  Έλληνα αναγνώστη: " μπορεί να ανιχνεύσει ομοιότητες με κάποια δικά του ήθη και έθιμα, στοιχεία πολύ σημαντικά και ενισχυτικά για τη συγκρότηση της δικής του σύγχρονης ταυτότητας" γράφει η Αργυροπούλου στην Εισαγωγή του βιβλίου.
Η ομηρική ποίηση για τον αναγνώστη- μελετητή: Η Αργυροπούλου αναφέρει πως "διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τα ομηρικά έπη, ως αναγνώστες και ως μελετητές, ανακαλύπτουμε θέματα τόσο παλιά όσο και σύγχρονα, τα οποία μπορούν να διερευνηθούν στον άξονα της διαχρονίας, της συγχρονίας και της ενδολογοτεχνικής εξέλιξης με το γενικό γίγνεσθαι της ιστορίας."
Θεωρώ πως η παρουσίασή μου απάντησε στα ερωτήματα που έθεσα στην αρχή. Τελειώνω με την παράγραφο με την οποία η συγγραφέας κλείνει το 5ο κεφάλαιο: " Με την ποιητική της γλώσσας και με την αναπαραστατική λειτουργία των εικόνων, που επαυξάνονται με τις παρομοιώσεις, με τη λειτουργία του επιθέτου, με τα παίγνια και το σκωπτικό στοιχείο, με τους εγκιβωτισμένους μύθους και την πολυφωνία των ηρώων, [...] με τη συνολική σκηνοθεσία και σκηνογραφία του τρωικού πολέμου ή του νόστου του Οδυσσέα, με όλα αυτά ο ποιητής δημιουργεί στον αναγνώστη μιας άλλης τάξης ποιητική διάθεση."
Εν κατακλείδι: "Η ποιητική του χώρου ως άνοιγμα γεωγραφικό και πολιτιστικό στον ελλαδικό, στον αιγαιακό και τον ευρύτερο μεσογειακό χώρο και η λειτουργία του αφηγηματικού λόγου αποτελούν μια ξεχωριστή αρετή της επικής ποίησης. Αυτή η ποίηση μάς ταξιδεύει στο απώτατο παρελθόν σαν να είναι παρόν, σε τόπους, σε χώρους, σε πόλεις, σε χώρες, σε τοπωνύμια, σε θάλασσες και όρη, σε αξίες, σε πάθη και παθήματα, όλα τόσο οικεία, διαποτισμένα από την παλίμψηστη ιστορία τους."

Βαρβάρα Καμπουρίδη, επ.Σχολική Σύμβουλος, τ.Συντονίστρια Εκπαίδευσης Λονδίνου


"ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ" ΔΙΗΓΗΜΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΚΩΣΤΑΚΗ



                                     ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

                                                           Αλεξάνδρας Κωστάκη*
(Β΄Επαινος
Πανελλήνιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Διηγήματος
της  Πνευματικής Συντροφιάς Λεμεσού)

            Τη στιγμή που το λεωφορείο έπαιρνε επιδέξια την τελευταία στροφή για το χώρο αποβίβασης του ΚΤΕΛ, έριξα μια ματιά στην τσάντα δίπλα μου. Χαμένη σε λαβύρινθο σκέψεων ανασηκώθηκα στο κάθισμά μου για να ξεμουδιάσω λιγάκι, ζητώντας συγνώμη από τον αμίλητο δίπλα μου άνδρα, που  φάνηκε να ενοχλείται. Σ’ όλη τη διαδρομή έγερνε σχεδόν ολόκληρος πάνω στο τζάμι, σαν  να ’θελε να απολαύσει   το καλοκαιρινό τοπίο.  Σήκωσα γρήγορα από κάτω τη φωτογραφία ενός ξανθού κοριτσιού, που μάλλον του είχε πέσει, και του την έδωσα χωρίς διάθεση για κουβέντα. Ένα τυπικό ευχαριστώ δεν θα πρόσθετε κάτι στη ζωή μου. Ήταν ήδη αρκετά περίπλοκη και η φυγή μου μπέρδευε ακόμη περισσότερο τα πράγματα.  Δεν είχα ιδέα τι με περίμενε. Μου το θύμιζε  ένας  κόμπος στο στομάχι και μια πικρή γεύση στο στόμα από  ανάκατα  συναισθήματα.   Οι πόρτες του λεωφορείου άνοιξαν και η βροντερή  φωνή του οδηγού « φτάσαμε, μπορείτε να κατεβείτε!» με προσγείωσε ακόμη πιο πολύ στην πραγματικότητα.  Ποια πραγματικότητα ακριβώς;  Όλα ήταν χυλός στο κεφάλι μου  κι ένιωθα ανίκανη να τα διαχειριστώ προς το παρόν. Έψαξα με  σπουδή τα  γυαλιά μου στο περιεχόμενο της τσάντας. Τα φόρεσα, αν και ο απογευματινός ήλιος δεν έκαιγε. Για κάθε ενδεχόμενο είχα πρόχειρα  και τα χαρτομάντιλα στο μπροστινό τσεπάκι. Ο διπλανός μου με προσπέρασε βιαστικός και οι κινήσεις   του πρόδιδαν ένταση. Μετακινήθηκα στο πλάι κάνοντάς του χώρο να βγει. Η μητέρα μου πετάχτηκε από το κάθισμά της δίπλα στα εκδοτήρια, όταν με είδε να κατεβαίνω χωρίς βιασύνη. Η ματιά της με τύλιγε ανήσυχη, όσο περίμενε  να βγάλω τις  βαλίτσες μου από το χώρο αποσκευών, με τις οποίες μετέφερα τα μόνα πράγματα που θέλησα να κρατήσω μετά το διαζύγιο. Τα υπόλοιπα, τα είχα μοιράσει σε  φίλες. Η θύμηση της Λίας, της κολλητής μου από τον εκδοτικό οίκο που δούλευα, ήρθε να με γαληνέψει. Ήταν η μόνη που με στήριξε  και τώρα μου έλειπε πολύ.  Χωρίς άλλες αναβολές βρέθηκα απέναντι από τη μητέρα μου και  ρίχτηκα στην αγκαλιά της. Τα λόγια της ακατάληπτα, πνιγμένα ανάμεσα σε φιλιά και στην φιλότιμη προσπάθειά της να μείνει ασυγκίνητη. Σφίχτηκα πάνω της.  Δάκρυα έπνιξαν  τα μάτια μου μέσα από τα σκούρα γυαλιά…

            Το πατρικό μου  δεν είχε αλλάξει πολύ τα χρόνια που έλειπα.  Μεταφέρθηκα απότομα στη ζωή του τότε, λες κι ο χρόνος είχε κάνει ξαφνικό άλμα προς τα πίσω. Το ίδιο γρήγορα επανήλθα. Δεν είχε νόημα. Δεν ήμουν η ίδια.  Με είχε αλλάξει  η ζωή στην πρωτεύουσα. Παλιά ερχόμουν  αραιά και πού, μα σαν  γνώρισα το Θέμη και παντρευτήκαμε δεν υπήρχε χρόνος. Η φροντίδα του σπιτιού, η υπεύθυνη δουλειά της επιμελήτριας στον εκδοτικό, οι ώρες που χάνονταν άσκοπα στο πήγαινε- έλα λόγω της  κίνησης, γέμιζαν τις μέρες. Κάποιες κοινές  έξοδοι, συχνές στην αρχή, στη νυχτερινή ζωή της πόλης, με τον καιρό μειώθηκαν, ώσπου κόπηκαν κι αυτές. Ο Θέμης άρχισε να βγαίνει μόνος με τους φίλους του. Ήταν τότε  που έκανα τη θεραπεία για να αποκτήσουμε παιδί. Η τελευταία αποβολή, μαζί με τα αποθαρρυντικά λόγια του γιατρού, ήλθε να μας στερήσει το όνειρο αυτό για πάντα, παρασέρνοντας  και ό,τι όμορφο είχε απομείνει όρθιο στη σχέση. Από κει και πέρα, οι συχνοί
 καυγάδες, η παγωμάρα και τελικά η ανακάλυψη της κρυφής σχέσης του Θέμη, έμοιαζαν με τυπικές λεπτομέρειες  μιας   συμβίωσης με ημερομηνία λήξης. 
            Ο θάνατος του πατέρα μου έκανε πιο ανούσια την παραμονή μου στην πόλη, ώσπου εδραιώθηκε μέσα μου η επιθυμία της επιστροφής. Δυο μοναξιές- εγώ κι η μάνα μου- μαζί,  ίσως ήταν καλύτερα. Εκείνη αποφεύγει να με ρωτήσει για το διαζύγιο. Ξέρει πως όταν πάψω να πενθώ την περασμένη μου ζωή, όταν θα τη θυμάμαι αδιάφορα,  τότε θα της τα πω. Τώρα σημασία έχει  να ξεχάσω. Η ζωή στη μικρή  επαρχιακή πόλη μου ταιριάζει περισσότερο, χωρίς το υπέρμετρο άγχος, τον συνωστισμό του ετερόκλητου πλήθους, την αιθαλομίχλη. Οι φυσικές ομορφιές,  η θάλασσα που λατρεύω,  οι άνθρωποι που με ξέρουν από παιδί και το καλό σπιτικό φαγητό, μου κάνουν καλό. Ο καθρέφτης, αδιάσειστος μάρτυς πως έχω ήδη αρχίσει να παίρνω το βάρος που έχασα, ενώ  οι μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια έχουν μειωθεί αισθητά. Γρήγορα βρήκα  νέα δουλειά σε τοπικό τυπογραφείο, χάρη στη βοήθεια γνωστών, πράγμα που δεν μου αφήνει  περιθώριο να μελαγχολώ.  Μόνο ένας αδιόρατος φόβος, ένα απροσδιόριστο κράτημα, με κάνει να  αποφεύγω ακόμη τις παρέες. Δεν βιάζομαι, ξέρω πως δεν είμαι έτοιμη ακόμη. Μόλο που καθημερινά  με βαραίνει η σιγουριά ότι δεν θα καταφέρω να εμπιστευθώ  ξανά άλλον στη ζωή μου. Δε θέλω να πληγωθώ πάλι.  Και το θέμα του παιδιού πονάει ακόμη. Πονάει πολύ… 

            «Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη του ιδανικού. Και τ’ όνομά της είναι ένα θαυμαστικό», εγκωμιάζει ο αγαπημένος μου ποιητής  το  υγρό γαλανό στοιχείο. Πόσο τον νιώθω! Είμαι τυχερή που  το κολύμπι έχει γίνει καθημερινή μου συνήθεια. Αν και οι πρώτες βροχές ανήγγειλαν  ήδη την έλευση του Φθινοπώρου, η σύνθεση των λουομένων θαμώνων της μικρής παραλίας, πίσω από τους ευκάλυπτους, δεν άλλαξε ιδιαίτερα. Ηλικιωμένοι που το θαλασσινό νερό ευεργετεί την υγεία τους – με συνταγή γιατρού-  και λίγοι γονείς με τα πιτσιρίκια τους, που χαλάνε τον κόσμο με  χαρούμενες τσιρίδες. Στρωμένη η ακρογιαλιά απλωμένες πετσέτες, ομπρέλες για τον ήλιο, σκόρπια σωσίβια και παιχνίδια για την άμμο, τρυφερά κορμάκια που φτιάχνουν κάστρα  με λάσπη. Τόσο εύθραυστα, μα πόση δύναμη,  πόση απέραντη ευτυχία μπορούν να χαρίσουν,  πόση ελπίδα στον κόσμο! Σκέπτομαι πως  αν, για κάποιον άγνωστο λόγο, θα ’πρεπε να  στερηθώ την παρουσία τους,  κανείς δεν μπορούσε να μου απαγορεύσει  να  τα θαυμάζω και  να τ’ αγαπώ από μακριά. Κανείς!

            Οι μέρες περνάνε σαν νερό. Η αγάπη και διακριτικότητα της μάνας μου, η αφοσίωση στη δουλειά μου  και τα  καλά  λόγια  συγγενών και φίλων, μου  απαλύνουν σταδιακά την ψυχή κι επουλώνουν τις πληγές μου.  Είναι τα βράδια όμως, που σέρνονται ύπουλα οι θύμησες και άγνωστες φωνές, γεμάτες μίσος, ματώνουν την ψυχή μου.  Οι άγριες μάχες με τους  δαίμονές μου, όλο και   πυκνώνουν τελευταία. Ο τελευταίος εφιάλτης ήταν ο πιο οδυνηρός των τελευταίων μηνών.  Ήμουνα, λέει, στη συνηθισμένη μου κατάσταση παρατεταμένης αγωνίας και φόβου, ενώ η φιγούρα του Θέμη   με κοιτούσε με κακία, εκτοξεύοντας τις γνωστές κατηγόριες για την κατάληξη
του γάμου μας. Με θεωρούσε υπεύθυνη, ως και για την αποτυχημένη μου εγκυμοσύνη. Στο πλάι του, πιασμένη τρυφερά με χαμόγελο χαιρεκακίας, μια νεαρή  κοπέλα  τέντωνε επιδεικτικά τη φουσκωμένη της κοιλιά. Ο πόνος με δίπλωσε στα δυο. Ήθελα να φωνάξω, να υπερασπίσω τον εαυτό μου, μα ο θυμός δεν άφηνε τις λέξεις να γλιστρήσουν. Τις ένιωθα να  χάνονται στυφές κι αγκαθωτές στο βάθος του λαιμού μου, να  με γρατζουνάνε, να  με πνίγουν. Ένιωθα αβοήθητη κι ανήμπορη να ξεφύγω. Τα πόδια μου είχαν ακινητοποιηθεί. Την άλλη στιγμή, αλλόκοτη  γυναικεία μορφή, πιο τρομακτική, έκανε  μια γκεστ  εμφάνιση στο  νουάρ σκηνικό, με άγρια ουρλιαχτά που κατέληξαν σύντομα σε τρελό, ξέφρενο κύμα από γέλιο και κλάμα μαζί.  Ξύπνησα τρέμοντας, μούσκεμα στον ιδρώτα, μη μπορώντας να συνειδητοποιήσω  πού βρισκόμουν. Προσπάθησα να ηρεμήσω, κάνοντας μια  ανώφελη προσπάθεια  να αποκωδικοποιήσω  το όνειρό μου. Αυτή η μορφή είχε ξανάρθει στον ύπνο μου  άλλες δυο φορές,  μα φαινόταν πιο ήσυχη κι αμίλητη σαν θλιμμένη. Η τελευταία φορά ήταν τότε που έχασα το παιδί. Τι να σήμαινε άραγε;    Προπέτασμα  ομίχλης σαν να  έκρυψε τους διαδρόμους του νου για προστασία  και δεν μπορούσα να σκεφτώ καθαρά. Καλύτερα, σκέφτηκα με ανακούφιση.
            Όταν άνοιξα  το παράθυρο  να πάρω αέρα, το σκοτάδι είχε αρχίσει να διαλύεται. Ξημέρωνε. Η μάνα μου κοιμόταν ακόμα. Ήταν κρίμα να την ξυπνήσω άλλη μια φορά μέσα στη νύχτα.  Ήταν δικός μου αυτός ο πόλεμος, κι έπρεπε κάτι να βρω, να αποκρούσω τις αναίτιες  επιθέσεις. Τίνος; Του παρελθόντος που γνώριζα, του υποσυνειδήτου που κρατούσε τα χαρτιά του κλειστά, ή μήπως, ήταν νέο προμήνυμα για μελλοντική καταιγίδα στη γεμάτη αναποδιές  ζωή μου;

            Τα ρούχα για τη θάλασσα αντικατέστησαν αμέσως τις πιτζάμες του ύπνου, όπως κάθε φορά που ήταν Κυριακή και δεν είχα δουλειά. Για να περάσει λίγο η ώρα ώσπου να φέξει για τα καλά - πού ύπνος πια-  άναψα το πορτατίφ του κομοδίνου μου  κι άνοιξα απαλά το συρτάρι των αναμνήσεων. Εκείνο που φιλοξενούσε φωτογραφίες μου από παιδί. Πάντα με χαλάρωνε μια απόδραση στο χρόνο, μέσα από  φωτογραφίες των τρυφερών μου χρόνων. Τα δάχτυλά μου άρχισαν να διαλέγουν με προσοχή. Το κορίτσι με τα κόκκινα σγουρά μαλλιά και τις διάσπαρτες φακίδες,  σ’ ένα πρόσωπο γλυκό σαν πετιμέζι -όπως έλεγε η μάνα μου- χαμογελούσε με αγάπη.  Κύμα νοσταλγίας με πλημμύρισε, κι  η επιθυμία να δω φωτογραφίες των γονιών μου, ειδικά του πατέρα μου που έχασε πρόωρα  την άνιση μάχη με την επάρατο, έγινε ανάγκη επιτακτική.  Μετά το θάνατό του, η μάνα μου είχε καταχωνιάσει τις πιο πολλές, σ’ ένα κουτάκι στη ντουλάπα της, μαζί με κάποια προσωπικά του αντικείμενα. Δεν άντεχε να τα βλέπει, πονούσε. Στα νύχια πατώντας, μπήκα στο δωμάτιό της κι   έψαξα αθόρυβα στην ντουλάπα. Το βρήκα εύκολα. Πίσω στο δωμάτιό μου,  χάιδεψα τρυφερά το ξανθό ξύλινο κουτί πριν το ανοίξω. Άδειασα το περιεχόμενό του πάνω στο κρεβάτι. Οικογενειακές φωτογραφίες, όπου η κλεισούρα κι ο χρόνος  είχαν αφήσει τα σημάδια τους, σκόρπησαν τριγύρω. Προσωπικά αντικείμενα του πατέρα, οι βέρες των γονιών μου συνοδευμένες από τη γαμήλια φωτογραφία και πολλές δικές του, από τότε που γνωριστήκανε. Δεν μπορώ να σταματήσω τα δάκρυα να τρέχουν ανυπότακτα.  «Ώρα για ύπνο φακιδομυτούλα μου!», ακούω να μου λέει, όπως παλιά. Μια αδέξια κίνηση να φέρω τα χαρτομάντιλα κοντά μου, και το κουτί έπεσε και κατρακύλησε στο πάτωμα.  Το σήκωσα με προσοχή. Ο βελούδινος πάτος του είχε υποχωρήσει κι ένας φάκελος έκανε την εμφάνισή του. Τον άνοιξα με προσοχή. Νέες φωτογραφίες, δικές μου από μωρό, που δεν είχα ξαναδεί. Χαμογέλασα συγκινημένη. Κι ένα διπλωμένο γράμμα, που έμοιαζε με Δημόσιο έγγραφο. Διάβασα τις πρώτες γραμμές: « Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών…»   Πότε είχαν πάει Αθήνα οι δικοί μου; Δεν μου ανέφεραν τίποτα ποτέ.   Ήταν μια αίτηση με τα ονόματα και τα στοιχεία τους. Δεν καταλάβαινα τίποτα.  « Στις […] τελέσαμε ορθόδοξο Χριστιανικό γάμο […] να αποκτήσουμε τέκνα […]Παρά τις πολυετείς άκαρπες προσπάθειές μας, η επιθυμία μας αυτή δεν κατέστη δυνατή.»  Η καρδιά μου άλλαξε χτύπο, ένιωθα το αίμα μου να παγώνει. Συνέχισα την ανάγνωση: «Προς πραγμάτωση του σκοπού μας […] επιθυμούμε να υιοθετήσουμε από κοινού το ανήλικο κοριτσάκι του …»  Νόμιζα  πως θα λιποθυμήσω. «… που τυγχάνει το φυσικό τους τέκνο εκτός γάμου αναγνωρισμένο από τον πατέρα του και με τη συναίνεση της μητρός…»   Έβγαλα μια στριγκλιά όσο ο ήλιος ξεμύτιζε σαν κλέφτης στο στερέωμα και σωριάστηκα αναίσθητη στα πόδια του κρεβατιού.

            Ο ήλιος συνεχίζει ηγεμονικά την ανοδική του πορεία. Προχωρώ στο δρόμο με τους ευκάλυπτους, που υψώνονται θαρρετοί  με τα σημάδια της παραλλαγής στους λυγερούς κορμούς τους. Τα τραχιά τους δάχτυλα με τις αραιές λόγχες δείχνουν προς τη θάλασσα. Η πόλη ξεμακραίνει, χάνεται. Η απολογητική φωνή της μάνας μου, παράξενο μίγμα ενοχής κι αγάπης, μου έρχεται ξανά στο νου, για δευτερόλεπτα.  Μετά σιωπή. Εγκαταλείπω τη φαγωμένη άσφαλτο, στρίβω σαν κουρδισμένη κατά κει που δείχνουν τα δέντρα. Γέρικα, τα πιο πολλά,  πέταξαν πέρα τις  φλούδες  το ρυτιδωμένο δέρμα, που μαρτυρούσε  ξεδιάντροπα το χρόνο. Με λείους κορμούς,   άνοιξαν κιόλας καινούρια λευκή σελίδα στη ζωή.  Κάθε μου βήμα πάνω στα πεσμένα φύλλα αφήνει  τρίξιμο γλυκό. Οι σαγιονάρες χώνονται βαθιά στην άμμο, αφήνοντας τα χνάρια της πορείας μου. Παραδίπλα,   παρατημένα και  μισοχαλασμένα κάστρα παιδιών,  δείγματα δημιουργικής πνοής της παραστρατημένης φαντασίας τους. Προχωρώ. Τα πέλματά μου ανακουφίζονται στο χάδι του νερού.  Ηδονική ανατριχίλα με διαπερνά ολόκληρη. Το κορμί μου βυθίζεται και χάνεται. Αρνιέται, λες,  τη συμβατική πραγματικότητα και ψάχνει, έμβρυο πάλι, την επαφή με την αρχέγονη πηγή  ελπίζοντας στην αναγέννηση, στη μεταμόρφωση.  Σε νέα ταυτότητα. Θέλω να παραμείνω στο νερό, μα δεν αντέχουν τα πνευμόνια μου.   Βγαίνω κι ανασαίνω το ζεστό αέρα με λαιμαργία. Κοιτώ τριγύρω. Πού είναι τα κομμάτια του παλιού μου εαυτού; Ένας γλάρος με περιγελά κάνοντας κύκλους από πάνω μου. Ζηλεύω. Θέλω  ένα κομμάτι  από ουρανό, καταδικό μου. Κάτι αλαφραίνει μέσα μου, κάτι σαν να  γεννιέται… δεν ξέρω.  Ζαλισμένη, αφήνω πίσω τη θάλασσα και περπατώ κατάκοπη στην άμμο.  Δεν είμαι μόνη. Ένα ξανθό αγγελούδι - πού το ’χω ξαναδεί;-  επισκευάζει το χαλασμένο κάστρο του. Δυο ζευγάρια μάτια  καρφώνονται πάνω μου  και μια αντρική φωνή ακούγεται ανήσυχη:  «Είστε καλά;  Θέλετε λίγο νερό;»   Αφήνομαι να πιαστώ στο χέρι που απλώνεται, ενώ το δικό μου χαϊδεύει με ζέση μια χρυσαφένια μπούκλα…




            Γεννήθηκε και διαμένει μόνιμα στην Πρέβεζα και συγκεκριμένα στον όρμο Βαθύ στη σκιά του  ευκαλύπτου αυτόπτη μάρτυρα της αυτοχειρίας του θλιμμένου ποιητή  Κώστα Καρυωτάκη και λογοτεχνικού της μέντορα περί τα ποιητικά.
Υπηρέτησε την  Προσχολική  Αγωγή και εκπαίδευση για 27 χρόνια τα τρία τελευταία σαν υπεύθυνη Περιβαλλοντολογικής Εκπαίδευσης  Α/βαθμιας Εκπαίδευσης Ν.Πρέβαζας.
            Η πρώτη παρουσία της στα γράμματα έγινε το 2014 με την έκδοση της πρώτης ποιητικής της συλλογής με τον τίτλο: «ΜΑΝΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΕΥΚΑΛΥΠΤΟΙ» από τις εκδόσεις:  «Ποιείν».
            Στο ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε  από τις εκδόσεις : «Άπειρος Χώρα» μια μελέτη της με τίτλο: « ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ-ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ και υπότιτλο: Αγάπησα ένα ποιητή κι όχι ήρωα».
            Συνεργάζεται  με τοπικές εφημερίδες και περιοδικά όπου φιλοξενούνται ποιήματά της και  άρθρα της με το όνομα της, αλλά και στο διαδίκτυο με το ψευδώνυμο: «Μανόλια».
            Το διήγημά της με τον τίτλο: «Αναζητώντας Ταυτότητα»  απέσπασε το Β΄Επαινο  στον 6ο  Πανελλήνιο Διαγωνισμό που προκήρυξε η Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού.