Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Στρατηγού Μακρυγιάννη ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ της ΒΙΒΙΑΝ ΦΑΡΜΑΚΗ

 

 

«ΩΣ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΠΟΛΕΜΟΥΣΕ 

ΚΑΙ ΩΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΟΔΗΓΟΥΣΕ»

(Δημοσίευση, «Πελοπόννησος της Κυριακής», 11 Οκτωβρίου 2020, σελ. 21)

ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ (Λιδορίκι, 1797-1864)

 


 

Στρατηγού

Μακρυγιάννη

ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ



 της ΒΙΒΙΑΝ ΦΑΡΜΑΚΗ

Στρατηγού Μακρυγιάννη ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ: « Έγραψα γυμνή την αλήθεια, ναι δούνε όλοι οι Έλληνες ν’ αγωνίζονται για την πατρίδα τους, για τη θρησκεία τους»

 

«… Έλλην ου του γένους αλλά της διανοίας» θα περιγράψει ο Ισοκράτης, έναν αιώνα μετά τον Περικλή, (4ος π.Χ. αιώνας) το σχήμα των νέων συνθηκών μέθεξης στην Ελληνικότητα, ολοκληρώνοντας, σε εποχή ειρήνης, το εγκώμιο που άρχισε ο Περικλής (5ος π.Χ. αιώνας).

Η φωνή της σκέψης αυτής του Μακρυγιάννη των Απομνημονευμάτων αρύει από τη σοφία των αδιαφιλονίκητων τραγικών ποιητών και φιλοσόφων της ελληνικής αρχαιότητας. 

Η στερρά, ηθικά και πνευματικά, προσωπικότητα του Μακρυγιάννη, δημιουργεί μια γόνιμη διαλεκτική σχέση σε μια διασταυρωτική σχέση αμοιβαίου σεβασμού και εκτίμησης του Έλληνα πατριώτη, σχέση δοκιμασίας προς τους συναγωνιστές του, προκειμένου περί των συμφερόντων του ελληνικού έθνους. 

Ο Μακρυγιάννης υπήρξε   αυτόπτης  και   συνεργός,    πολλαχού δε και αυτουργός σημαντικότατων γεγονότων της Ελληνικής Επανάστασης, του έπους του 1821.

Σημαντικώς δε έδρασε και μετά ταύτα «εν τη πολιτική, κυρίως, παλαίστρα».

Σε μια στιγμή που συλλογιζόμαστε για να διακρίνουμε το πεπρωμένο του Ελληνισμού, μέσα από τον ορυμαγδό των βολών των όπλων της βαρβαρότητας με το «ανθρώπινο πρόσωπο», του αιμοσταγούς Τούρκου, είναι καίριο να μιλούμε για ανθρώπους, όπως ο Μακρυγιάννης.

Ο λόγος του ιδίου στρατηγού Μακρυγιάννη: «… Κι όσα σημειώνω τα σημειώνω, γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικο να πνίγει το δίκιο. Για κείνο έμαθα γράμματα στα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμο το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπο, όντας παιδί, να σπουδάξω: … Κι αφού ο Θεός θέλησε να κάμει νεκρανάσταση στην Π α τ ρ ί δ α μου, να την λευτερώσει από την τυραγνία των Τούρκων αξίωσε κι εμένα να δουλέψω κατά δύναμη…».

Το κίνητρο του έργου του «Απομνημονεύματα»: «… τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί … όσοι αγωνιστήκαμεν, … έχομεν να ζήσομεν εδώ … όλοι μαζί να τη φυλάμε …».

Ένα πηγαίο, αυθόρμητο τίναγμα μεγαλοφυίας ήταν το κίνητρο που ενέπνευσε την ιστορική ικανότητα του Στρατηγού Μακρυγιάννη.

Η στρατηγική του άσκηση και εμπειρία αποτελούσαν γι’ αυτόν πολύτιμες ιδιότητες για να γίνει ο απομνημονευματογράφος. 

«Αλλ’ ούτε παρενέβη δευτέρα τις διάνοια ή τις αλλοτρία χείρ … προς τη σύνταξιν του έργου».

Ακολούθως, ο λόγος του ιδίου:

«… Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ», όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει να λέγει «εγώ», όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φτιάχνουν, τότε λένε «εμείς». Είμαστε στο «εμείς» και όχι στο «εγώ».

Προδήλως ο Μακρυγιάννης, εμφορούμενος από την καθόλου αρχαία ελληνική περί του ανθρώπου αντίληψη ιδιαίτερα από το περιεχόμενο της ελληνικής έννοιας του Πολίτη – ανθρώπου, και το κεντρικόν νόημα της «παιδείας», περικλείει και ορίζει την ελληνοσύνη, ως ζωντανό βίωμα στο παρόν, ως εξής: «την δε προς αρετήν εκ παίδων, παιδείαν ποιούσαν επιθυμητήν τε και εραστήν του πολίτην γένεσθαι τέλεον … άρχειν τε και άρχεσθαι .. επιστάμενος μετά δίκης …». 

Έγραψα γυμνή την αλήθεια να ιδούνε όλοι οι Έλληνες, ν’ ν’ αγωνίζονται για την πατρίδα τους, για τη θρησκεία τους. 

Εξομολογητικός εκφράζεται ο λόγος του Μακρυγιάννη στην εισαγωγή του έργου του, ως ακολούθως: «Δεν έπρεπε να έμπω εις αυτό το έργον ένας αγράμματος να βαρύνω τους … αναγνώστες, μεγάλους άντρες και σοφούς της κοινωνίας … Αν είμαι τίμιος άνθρωπος, θέλω γράψει την αλήθεια … να γράψω τον βίον μου … όσα έπραξα .. εις την κοινωνίαν … και όσα δια την πατρίδα μου, όπου μπήκα εις της εταιρείας (Φιλική Εταιρεία) το μυστήριο δια τον αγώνα της λευτεριάς μας …».

Ορθοτόμος ο αγωνιστής Μακρυγιάννης συνεχίζει: «…Η πατρίδα του κάθε ανθρώπου και η θρησκεία είναι το παν …».

Κι αλλού ο ίδιος αναφέρει: « … Πήγα στοχάστηκα και τάβαλα όλα ομπρός και σκοτωμούς και κιντύνους και αγώνες – θα τα πάθω δια την λευτεριάν της πατρίδος μου και της θρησκείας μου». 

Οι έννοιες της πατρίδας και της ελευθερίας στο Μακρυγιάννη θεμελιώνονται σ’ ένα κοινό φυλετικό υπόβαθρο: την ελληνική εθνότητα. 

Στους αρχαίους Έλληνες οι έννοιες αυτές εδράζονται την κορυφή της πυραμίδας των αξιών: Ο κορυφαίος φιλόσοφος Πλάτων με την ιδεαλιστική σκέψη αυτού τονίζει: « … μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερον εστίν η πατρίς …».

Προς επίρρωσιν της ενσυνείδητης σκέψης του Μακρυγιάννη αναφέρεται αυτή, καθώς εκφράζεται αυθεντική στο έργο του …

« … και πρέπει ο καθείς προκομμένος ή απλός αγράμματος να θυσιάζει και πατριωτισμό και να ζει αυτός και οι συγγενείς του, ως τίμιοι άνθρωποι στην κοινωνία …».

Κατά το αρμόζον, αναφέρεται ο παιάνας Ελλήνων, δημιουργημένος ποιητικά πριν από την ναυμαχία της Σαλαμίνας από τον τιτάνα της τραγικής ποίησης της Αρχαιότητας Αισχύλο:

«Ω Παίδες Ελλήνων, ίτε,

ελευθερούτε πατρίδα, ελευθερούτε δε

παίδας, γυναίκας,θεών τε πατρώων …»

(Αισχύλος, Πέρσαι, 402 – 405)

 

Σύμφυτη με την έννοια της πατρίδας είναι η ιδέα της ελευθερίας, αποτελούν δε τους δύο από τους βασικούς πόλους των στοχασμών του Μακρυγιάννη.

Ο συγγραφέας Μακρυγιάννης θέτει ενώπιον μας και στιγματίζει τη βάρβαρη κακοβουλία των Τούρκων εναντίον του Έθνους μας.

Ως αντίρροπη δύναμη αυτού, αποτελεί ο στιβαρός στοχασμός του αγράμματου Μακρυγιάννη με εκείνες των ιδεών του Αρχαίου Ελληνισμού, απαύγασμα της συνέχειας της ελληνικής παράδοσης καθώς: «Κι όταν υπάρξει η πατρίς, δεν σου χρειάζονται αρματολίκια, παίρνεις τις τιμές της πατρίδος …».

Επίσης, αντιπαρατίθεται εντός του λόγου στην εισαγωγή του έργου, εκεί όπου εκθειάζει την αρετή και τον πατριωτισμόν των καλών πατριωτών και τη συμβολή τους στον Αγώνα, η γνώριμη φράση:

«Η πατρίς, ως εοικε, φίλτατον βροτοίσι»

Η επιθυμία μας ήταν η ευόδωση του σκοπού της επανάστασης, της ελευθέρωσης της πατρίδας μας θα πει ευθαρσώς και με παρρησία ο Μακρυγιάννης, ο ταπεινός αλλά και ο πιο σταθερός διδάσκαλός μου.  

Ο άνθρωπος, τοποθετημένος μπροστά στο θάνατο, αντιμέτωπος του Μηδενός, ακροβατεί « επί ξυρού ακμής» τούτο τον οδηγεί στην ανάγκη ελευθερίας, να κρατηθούν ελεύθεροι.

Αυτό σημαίνει πως μόνο μέσα στην ελευθερία ο άνθρωπος αυτοπραγματώνεται και δικαιώνεται.

Η Ελληνική Επανάσταση ήταν βγαλμένη από το μεδούλι των κοκάλων των ζωντανών Ελλήνων και γι’ αυτό πέτυχε. 

«Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη…», τραγουδούσε ο Σολωμός.

Ο αγώνας εκείνος ήταν ένα κοινωνικό, πολεμικό και πολιτικό γεγονός, ήταν συνάμα και ένα πνευματικό γεγονός, επομένως είναι σημαντικό να έχουμε τεκμήρια σαν αυτά που μας άφησε ο Μακρυγιάννης, γιατί η ιστορία αυτού είναι μια ιστορία συναισθημάτων του λαού του στη μεγάλη κρίσιμη περίοδο που γέννησε η Ελλάδα. 

Στα 1820 «μπαίνει στο μυστικό» της Φιλικής Εταιρείας.

Είναι στην Πάτρα, όταν άναψαν τα πρώτα τουφέκια του αγώνα, ως πραματευτής αλλά η πραγματική του αποστολή είναι να οργανώσει τους οπλαρχηγούς και να μαζέψει πληροφορίες, αναγκαίες για τον επικείμενο Επαναστατικό Αγώνα του Έθνους μας.

Έτσι αρχίζει η πολεμική δράση του Μακρυγιάννη. Από τον Απρίλη του 1822 που τον βλέπουμε οπλαρχηγό τεσσάρων χωριών των Σάλωνων στην Ανατολική Ελλάδα.

Το αίσθημα της ευψύχου αυτοθυσίας του ήρωα Μακρυγιάννη αντίκρυ στο πολεμικό μέτωπο θα διανύσει μια πολεμική διαδρομή με πράξεις και δράσεις, συνυφασμένες με τον πατριωτισμόν και την πυραμίδα των ηθικών και εθνικών αξιών. 

Αρχομένης της επαναστάσεως του 1821, αγωνίστηκε στα πολεμικά γεγονότα στην Άρτα. Ακολούθως, σημειώνονται οι εκστρατείες στην Ανατολική Ελλάδα μέχρι το 1824. Ο Μακρυγιάννης σέβεται τη μόρφωση, «ως λιοντάρι πολεμούσε και ως φιλόσοφος οδηγούσε». 

«…Αί κατόπιν διαρκούσης της Επαναστάσεως πολιτικαί έριδες, ηκολούθησαν οδόν διάφορον και προς διαφόρους σκοπούς άγουσαν. 

Αλλ’ όμως λίαν χαρακτηριστικαί κατά τα πρώτα έτη κομματικαί διαιρέσεις … Οι μεν πολιτικοί κατ’ οικείαν βούλησιν και φιλοδοξίαν να συστήσωσι κράτος … εν τω προσώπω εαυτών … Οι δε στρατιωτικοί έχοντες … τοπικόν κύρος … δεν ήθελον να αναγνωρίσωσιν το δικαίωμα τούτο …».

Όμως ο Μακρυγιάννης δεν πράττει εκ πνεύματος φατριαστικού.

Ο λόγος του:

«Πατρίς, να μακαρίζεις όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν δια σένα να σ’ αναστήσουνε … Όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνεις εκείνους που πρωτοθυσιάστηκαν εις την Αλαμάνα, πολεμώντας με τόση δύναμη κατά των Τούρκων, κι εκείνους … που κλείστηκαν σε μια μαντρούλα με πλίθες, στο χάνι της Γραβιάς κι εκείνους όπου λιώσανε τόση Τουρκιά εις τα Βασιλικά … σαν λιοντάρια εις την Λαγκάδα του Μακρυνόρου…». 

Ο ήρωας Μακρυγιάννης αντέχει ως τις μάχες του Απρίλη του 1827, όπου πολεμά έχων ολόκληρον σχεδόν το σώμα του εντός «επιδέσμων».

Η μάχη της 7ης Οκτωβρίου 1826 στην πολιορκημένη Ακρόπολη, ο Μακρυγιάννης κρατούσε τις καμάρες του Σερπετζέ, (Ωδείο του Ηρώδη) χαρακτηρίζεται δε τούτο, ως: «σπουδαιότατη των περί την Ακρόπολην γενομένων».

«… Εγώ ήμουν άγρυπνος τόσες βραδιές … αποκοιμήθηκα … ξαναλαβώνομαι … με τράβηξαν οι άνθρωποι μέσα … τότε τους είπα: Αφήστε με να με τελειώσουνε εδώ να μην ιδώ τους Τούρκους να μου πατήσουν το πόστο μου …».

Το περιεχόμενο της γραφής του Μακρυγιάννη είναι ο τραγικός αγώνας του ανθρώπου, που με όλα τα ένστικτα της φυλής του, ριζωμένα βαθιά μέσα στα σπλάχνα του, αναζητά την ελευθερία, το δίκιο, την ανθρωπιά …

«Πολέμησε, αγωνίστηκε, πίστεψε, αηδίασε, θύμωσε. Αλλά έμεινε, όπως βγαίνει από το γράψιμο του το απελέκητο, ως το τέλος, άνθρωπος στο ύψος του ανθρώπου…

 

Η Βίβιαν Φαρμάκη είναι

Δρ Φιλολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων,

Πτυχιούχος Αρχαιολογίας – Ιστορίας 

Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, 

Κριτικός Λογοτεχνίας 

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

ΣΠΥΡΟΣ ΒΡΕΤΤΟΣ # Εμβαπτισμένος στα νερά της ποίησης #

 

ΣΠΥΡΟΣ ΒΡΕΤΤΟΣ

 

# Εμβαπτισμένος  στα νερά της ποίησης #

 


 

 'Η ΓΝΩΜΗ' ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ ΚΥΡΙΑΚΗ 29η ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020

Παρέα με την ποίηση

 τότε και τώρα

από την Πάτρα

 


Επιμέλεια ΣΩΤΗΡΗΣ Ι.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Μέλος του Κύκλου Ποιητών

Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών

 

Ο Σπύρος Λ. Βρεττός γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1960 Σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Ζει και εργάζεται ως δικηγόρος στην Πάτρα. Έχει εκδώσει οκτώ ποιητικές συλλογές, μία ανθολογία ποιημάτων του, μία συλλογή διηγημάτων και τρία βιβλία με δοκίμια και μελέτες. Οι 5 πρώτες ποιητικές συλλογές του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά. Ανθολογία ποιημάτων του εκδόθηκε στην Ιταλία  το 2005. Η μελέτη του ‘’Κώστας Καρυωτάκης’’, το ‘’εγκώμιο της φυγής’’, συμπεριλήφθηκε στη μικρή λίστα για το βραβείο δοκιμίου του περιοδικού Διαβάζω. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Στην ενότητα ποιημάτων «Μήδεια» βασίστηκε η παράσταση χοροθεάτρου «Μήδεια από την αρχή», της Μάρως Γαλάνη. 

Ας μελετήσουμε τον Ποιητή Σπύρο Βρεττο μέσα από τον ποιητικό λόγο

ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1995 Μ.Χ.    (αποσπ.)  

Συνέβη τότε και αυτό:
ενώ κάτω από το τραπέζι,
στων παπουτσιών τις λάσπες
και στα κολλημένα χόρτα,
παραμόνευε ο ίλιγγος μιας άγριας
μάλλον ιστορίας,
επάνω απ' το τραπέζι
αγκάλιασε με το αριστερό του το ψωμί
και με το δεξί το έκοψε βαθιά,
φθάνοντας και στο ψίχουλο του ύπνου.

Όμως την ώρα που έβγαινε από το όνειρο
βγήκε στο χώμα χιόνι.
"Για έλα εδώ", του φώναξε
ζητιάνα παγωμένη η Ιστορία.
"Τέτοια σου υπαγόρευα,
πώς κόβουν το ψωμί σε μάθαινα
όλη τη νύχτα;"
Και του αρπάζει το ψωμί
ως και το ψίχουλο του ύπνου.
Και τότε αυτός:
"Ήταν χειμώνας ξαφνικός.
Λάσπες στα πόδια μου και κολλημένα χόρτα.
Κατέβαινα από σχισμένα κράτη".

Οδηγός και Δάσκαλος ο πατέρας του επίσης ποιητής Λάμπρος Βρεττός, τον εμβαπτίζει στα νερά της ποίησης και  παίρνει το χρίσμα του, πριν καν τον ανακαλύψουν οι άλλοι Ποια ουτοπία ίσως κυνηγά και ποια «Ερωτήματα Ψυχής» προσπαθεί ν’ απαντήσει στο χρόνο ως άλλος Σίσυφος, κουβαλώντας το φορτίο μέχρι τον ανήφορο και πάλι ξεκινώντας κάθε φορά λες απ’ το μηδέν, παραδόξως αντλώντας ηδονή από τούτο το μαρτύριο-θυσία εφ’ όρου ζωής, που μοιάζει να του το υποδεικνύει μια σχεδόν Αρχετυπική Αθωότητα; Είναι η ίδια που τον οδηγεί μέσα από τη γραφή να ανασυστήσει το σύμπαν εντός, γκρεμίζοντας και χτίζοντας ανελλιπώς, σε μια προσπάθεια να πλησιάσει όσο περισσότερο το φως.

Σκέφτομαι πως ο ποιητής Σπύρος Βρεττος  πρέπει σχεδόν καθημερινά να «βιώνει την ποίηση» και να λαμβάνει εκ νέου ζωή πάλι και πάλι από τη «μήτρα» της ποίησής του, που με πόνο γεννά τη σοφία του κόσμου.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΥΠΝΟ

Στέγνωσέ με λοιπόν απ’ τον υδρόβιο ύπνο

και ας πάρουν τα όνειρα μου φως

κι ας καούν,

τώρα που πάει στο μωβ ο ουρανός

και πέφτει επάνω μου σαν τρούλος

να με σκεπάσει τον θεόρατο.

Βάλε με σε κάτι λοιπόν

απ το πολύ που υπάρχει

ετσι, με λίγα δένδρα

κι ίσα που να φυσάει ο αέρας,

γιατί εγώ θα ήθελα να φύγω

από τον ύπνο

και να μην είμαι πια

σα να ξύπνησα τώρα.

Ιερός τόπος η ψυχή. Και τα Ερωτήματά του, συνομιλία με τον Θεό. Ευλαβικός προσκυνητής σ’ εκκλησιά, περνά το κατώφλι που θα συναντήσω τη φεγγοβόλα σκέψη του δημιουργού  «Στις παραθαλάσσιες πεδιάδες «, που εκτιμώ γνωρίζοντας τον ελάχιστα, και διαβάζοντας μόνο τρία βιβλία  νιώθοντας τη «Θεία κοινωνία της ποίησής» του, με τις λέξεις του  

Και ωχ μου εμένα

που δεν μπόρεσα να σε ζεστάνω,

και ποιο πολύ αλλοίμονο

που τα καλά σου λόγια

θα ναι με κλάματα

Μα περιμένω το φως

αλλιώς να σε αγαπήσω,

και να μην είναι νύχτα

επάνω μας υστερική

και τα μαλλιά μας φίδια

που δεν συνέρχονται από νάρκη.

Διαβάζω, μελετώ, σημειώνω στο νου και την καρδιά, επανέρχομαι, δίνω τις δικές μου απαντήσεις και ως αναγνώστης που κάνει διάλογο με τον Αναζητητή της Αλήθειας κι ύστερα μονολογώ με τον εαυτό μου, θέτω τα δικά μου αντίστοιχα ή άλλα ερωτήματα που προκύπτουν, σαν να γίνεται εδώ μια λαμπαδηδρομία ψυχών που η νίκη ανήκει σε όλους και γιορτάζεται απ’ όλους, με την ποίηση να ’ναι ο Μέγας Εξαγνιστής. Παρακολουθώ τις λέξεις, τους απευθύνω το λόγο, ζητώ από τις ίδιες, ερήμην του ποιητή, διευκρινίσεις. 

Κάποιες το κάνουν με περισσή ευκολία. Άλλες είναι πιο δύσκολες στο πλησίασμά τους, πιο εσωστρεφείς και ενίοτε περισσότερο θλιμμένες ή στοχαστικές, αλλά και οι μεν και οι δε «ερωτοτροπούν» και είναι εξίσου αξιαγάπητες και συντροφικές, 

Ως άποικος τώρα εσύ

που βαρέθηκες πια  τις μέσα χώρες,

από έρημη άμμος

σε ακτή τώρα συντάσσεσαι

Και ομοιοκατάληκτα πουλιά 

ζητάς να σε κοιμίσουν.

 

Όμως, κάτι κινείται πίσω σου σπασμωδικά

σαν συρφετός

δεν είναι ωκεανός

δεν είναι φως,

ούτε και κάποιο σύνορο

που πάλι αλλάζει θέση.

Είναι που κατεβαίνει ο συρφετός

με τους σπασμούς

και τους τριγμούς

ως άλλη απάντηση του ήχου

στους γλυκανασασμους σου.

Είναι που ξαναβρήκε ο ήχος λάρυγγα

και βήχει.

Ποιήματα,  για όσα δεν βγήκαν στο φως, ριζώματα και ξεριζώματα ψυχής, να σου δίνει την αίσθηση –σχεδόν να σε πείθει– πως το δικό του μελάνι έχει τη μαγική δύναμη να αναγεννά την ψυχή απ’ τις στάχτες της. όπως ο φοίνικας που αφού παραδοθεί στις φλόγες της ίδιας του της φωτιάς βάζει ζωή στο θάνατο και στήνεται όρθιος απ’ την αρχή.

Συνδιαλλάχθηκα με το βιβλίο του Σπύρου Βρεττου. Ποίηση που ο ήχος της άλλοτε μοιάζει με κείνον ενός λυπημένου, μοναχικού βιολιού που αγρυπνά στις επάλξεις του κόσμου κι άλλοτε θυμίζει μια μπάντα που ανυπομονεί να παίξει τις πρώτες της νότες.

Η πανσπερμία του Έρωτα, της ηθελημένης πορείας, της ψυχικής απεραντοσύνης, της καθαρότητας των επιλογών, το έναυσμα της ψυχικής ωραιότητας, τα δωρίσματα της ζωής, -που ημερώνουν τον άνθρωπο-, τα φιλέματα της εγκαρδιότητας των προσφιλών ατόμων, η φωνητική διάθλαση της ποίησης και το ωριμασμένο και αισθητικό τέλος του ποιήματος, είναι οι κρίκοι δημιουργίας-έμπνευσης και δοκιμασίας αυτής της ποίησης του Σπύρου Βρεττού, που κεντρώνει την Ύπαρξη, με την αίσθηση της συνέχειας, της απλότητας, και της αμεσότητας του λόγου.  

Γιατί με έστειλες να σε βρω; της λέει

γιατί δεν ήξερα εάν υπάρχω, του απαντάει.

 

Αυτά ήταν τα λόγια τους 

εκείνο το πρωί.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή

αυτός γυρνούσε ιδρωμένος

σαν νερό και δίχως σάρκα.

Όλα του φύγανε

του πέφτανε στους δρόμους ψάχνοντας,

και ούτε στιγμή δεν ρώτησε

-τον εαυτόν του δηλαδή-

γιατί να ψάχνει να τη βρει

αφού αυτή εκεί βρισκόταν,

αυτή του έδωσε την εντολή,

«άντε» του είπε «να με βρεις,

ψάξε καλά στα μέρη

που περάσανε σαν χρόνια».

 

Κι αυτός γιατί να ψάχνει να την βρει

αφού το ήξερε πως δεν υπήρχε,

όχι αυτή

αλλά αυτός.

Περπάτησα και θα περπατήσω ξανά ανάμεσα στις λέξεις του. Σκόνταψα, έτρεξα, περιπλανήθηκα. Κι όπως μια στιγμή στάθηκα λίγο να πάρω ανάσα, σχεδόν σαν οπτασία είδα μπροστά μου έναν άνθρωπο να περπατά ώρες διψασμένος στον ήλιο, με τα πόδια του να βουλιάζουν στην άμμο του χρόνου, βαθιά όπως οργώνει το άροτρο, και να επανέρχονται. Τον ένιωσα να κλαίει τον αιώνιο ξεριζωμό, αναζητώντας ασφάλεια επί ματαίω. Το βλέμμα του μελαγχολικό. Κι εκεί, πάνω στο δάκρυ των ματιών, μου φάνηκε πως αναγνώρισα ό,τι ο ίδιος είχε ίσως αναγνωρίσει. Έναν τόπο. Το σπίτι του. Και τότε και με αφορμή τούτη την… «ταραχοποιό, καρποφορούσα και ανθοφόρα ποίηση», συνειδητοποίησα ότι… ποιητής είναι αυτός που κουβαλά στην ψυχή του μια ολοζώντανη εικόνα της νεκρής φύσης.

Στο τραπέζι αυτό

όχι κυδώνια και ρόδια.

- τα ρόδια είναι κάρβουνα

και τα κυδώνια αηδόνια-

εδώ αρμόζουνε φωτογραφίες είπες,

να χάσκει μέσα τους

το γεγονός τους,

όπως, ας πούμε,

φωτογραφία με ένα ανθρώπινο τσαμπί

που σε ψηλή κρέμεται περιστρεφόμενη σκάλα

μ’ όλα τα μάτια να κοιτάζουν στον Πατραϊκό

-πριν κλείσει η θάλασσα μοιραία λίμνη-

κι ύστερα λαθραία μες στα φορτηγά

σε ρόγες να μαδιέται.

 

Μια τέτοια λοιπόν φύση νεκρή

και όχι κυδώνια και ρόδια.

-στάχτες γίναν τα κάρβουνα

και τα αηδόνια χιόνια-.

 

Όμως το ξέρω, είπες, καλά

ότι δεν πρόκειται –ως είναι φυσικό-

τη φύση του τραπεζιού μου να αλλάξω.

 

Κοντεύουν αλώστε Χριστούγεννα

και μου’ ναι απαραίτητο- ως είναι πάλι φυσικό-

κυδώνια

αηδόνια

χιόνια

αλλά και στάχτες

κάρβουνα

και ρόδια.

Ο δρόμος της ποίησης – πάντα - θα γεμίζει ή θα αδειάζει την πραγματικότητα, στην υφέρπουσα κατάσταση της κοινωνικής αντιστροφής των γεγονότων ή της πνευματικής και ρεαλιστικής ισορροπίας των πραγμάτων, στο κοινωνικό μας γίγνεσθαι ή της εμπνευστικής και μετέωρης -κάποτε-σύλληψης -μεταφοράς και αποκωδικοποίησης, όσων εμπειριών μπόρεσε ο δημιουργός να καταχωρήσει σε στίχους”  

Επειδή δεν υπάρχουν δένδρα

γι’ αυτό και φυσά

Σχολείο που τρίζει

Σπάζει η λέξη στον πίνακα την κιμωλία.

Μάτια λέει στον μαθητή

Και αυτός της γράφει ματγια μου.

Υπαγορεύει ροδισ στα παιδιά

Και εκείνα το δαγκώνουν με την φλούδα

Ενεργός πολίτης, ο ποιητής, με στόχους κοινωνικούς, που εμπεριέχουν τη δύναμη της ανθρωπιάς, της συμπόρευσης, της καλοσύνης, της αναμονής και της παρηγοριάς. Η αγαπητική διάθεση του Σπύρου Βρεττου παίρνει ευρύτερες διαστάσεις, προς κάθε τι που αγγίζει την ψυχή του ανθρώπου. Στοιχεία της ποίησής του, η ακούραστη διάθεση της επικοινωνίας, το απλό ύφος, η ελπίδα που κρέμεται στην απόφαση και φυσικά το μέλλον της χώρας μας, οι άκαιροι χειρισμοί στο κοινωνικό γίγνεσθαι, που αφορούν την παιδεία, τη φύση και τον πολιτισμό.

Ο ποιητής Σπύρος Βρεττος πάντα θα έχει ένα στίχο, ένα ποίημα, ένα χαμόγελο παρηγοριάς, στη σύγχρονη πραγματικότητα. Ως ενεργός πολίτης, στην Πατραϊκή κοινωνία, επιθυμεί και προσδοκά η ποίηση να έχει πάντα καλοτάξιδες τις αντένες της επικοινωνίας της με τα ανθρώπινα, και το περίσσευμα της ανθρώπινης αίσθησης και της αγάπης, να πρωτοπορεί στη ζωή, μακριά από τις κραυγές της μοναξιάς και της ουτοπίας. Η ποίηση είναι ζωή, γεννά την επικοινωνία και ανοίγει πάντα διαύλους χαράς, δράσης και μεγαλοσύνης.

Εύχομαι ολόψυχα  στον ποιητή δημιουργό Σπύρο Βρεττο τα  δημιούργημα του  να έχουν  μακρόπνοη και ευδόκιμη πορεία και να φτερουγίζουν σαν ταξιδιάρικα πουλιά μέσα στους χώρους του έντεχνου λόγου.

 






   

 

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020

ΣΟΦΙΑΣ ΚΛΗΜΗ-ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑ H ΠΡΩΤΗ ΝΥΧΤΑ

 

H   ΠΡΩΤΗ  ΝΥΧΤΑ

 


Της Σοφίας Κλήμη-Παναγιωτοπούλου

 

Ήταν κουρασμένος, εξαντλημένος πες. Είχε περιπλανηθεί μέσα στον απέραντο κήπο σε μια περιδιάβαση δίχως τελειωμό. Είχε σταματήσει  ,μπρος τα πελώρια δένδρα, θαύμασε τα λουλούδια, τις νεροσυρμές…Αναμείχθηκε με τα δίποδα και τα τετράποδα που συνάντησε στα βήματα του και που τον έβλεπαν περίεργα όπως σαστισμένος τα κοίταζε κι αυτός.

Άδραξε απ’ τα δένδρα καρπούς ζουμερούς μυρουδάτους που του έδιναν ο καθένας διαφορετική γεύση στον καταπιώνα του. Ήθελε να προσδιορίσει τη διαφορετικότητά  τους, μα δεν δίνονταν. Δεν ήξερε τις λέξεις έπρεπε να τις εφεύρει μα ούτε  κι αυτό το μπορούσε.

Σκυμμένα πάνω στο ρυάκι, αγέλες τ’ αγρίμια, έχωναν τις μουσούδες τους στο νερό. Πλησίασε κι αυτός, τα αναμέριασε, εκείνα  του έκαναν  τόπο δίπλα τους, έσκυψε, έχωσε κι ο ίδιος το πρόσωπό του στο νερό . Μιά δροσιά τον διαπότισε ολάκερον. Άνοιξε το στόμα -σαν τ’ άλλα πλάσματα- κι άφησε αυτή τη δροσιά να εισρεύσει στα σωθικά του . Α, ναι, ήταν καλό. Λίαν.

 Όλα ήταν για πρώτη φορά. Όλα πρωτόγνωρα, πρωτοείδωτα, απαρατήρητα από άλλο ανθρώπινο μάτι, ανέγγιχτα κι απάτητα..

Κάθισε κατάκοπος στη γη, πάνω στο ψηλό χορτάρι. Έβλεπε ολόγυρα- και το σάστισμα του πλήθαινε-τα πάντα και λίγο λίγο   ν’ αλλάζουν.

Τα πλάσματα πλάι του-ήταν παλιότερά του- γνώριζαν την αλλαγή που στιγμή τη στιγμή ερχόταν. Με ενστικτώδη γνώση και υποταγή ετοιμάστηκαν γι αυτήν. Τα  πουλιά φώλιασαν στα κλαδιά των δένδρων, βολεύτηκαν. Οι ανθοί, άλλοι έσκυψαν να δροσερέψουν  τις καρδιές τους, άλλοι ανέδωσαν τ’ άρωμά τους  υμνώντας τη ζωή. Τα φίδια κουλουριάστηκαν τυφλά. Τ’ άλλα ζώα, αφήνοντας ένα ένα το ρυάκι, γύρισαν στις μεριές τους, ξάπλωσαν ομάδι.

Κάπου, πολύ μακριά, μια λαμπαδιασμενη λάβα, κατέβαινε απ’ τα’ αψήλου δισταχτικά. Μιά γαλήνη, ντυμένη χρυσαφιά, ομόρφαινε πιότερο τον κήπο.’ Ένα αγέρι τρέμισε για λίγο στις κορφές των δένδρων…κάποιοι ήχοι ανταποκρίθηκαν…Ύστερα, ηρέμησαν όλα. Τα χρώματα έσβησαν. Το υπόλοιπο φως χάθηκε. Σταμάτησαν οι ψίθυροι…

Βαθύς ίσκιος ξεκίνησε ν’ αναβρύζει απ’ τη γή, ν’ απλώνεται, να περεχά τα πάντα.

Δεν έβλεπε πια τίποτα. Καμιά εικόνα μπρος στα ορθάνοιχτα μάτια του. Κανένα είδωλο, ούτε καν του ίδιου του εαυτού του. Άγγιξε το κορμί του. Το έψαυε, το ένοιωθε, ναι ,μα δεν το έβλεπε. Κι αυτό τον συντάραζε.

Κάποιο τρέμουλο δυνάστεψε τα σωθικά του. Κάτι άρχισε να πάλλει μέσα του, να εδώ στο στέρνο του και να χτυπά γρήγορα και πιο  γρήγορα και δυνατά και δυνατότερα. Κρύωνε. Ριγούσε. Τα σαγόνια και τα χέρια του έτρεμαν. Ήταν ο συγκλονισμός απ’ την εμφάνιση του φόβου. Ο συνεπαρμός απ’ τη γνωριμιά με τη μοναδικότητά του κι η μοναξιά του ενός..

Μέσα στη νύχτα που τον σκέπαζε ανελέητη με το σκοτάδι και τη σιωπή της, ήταν μονάχος. Κανένας άλλος σαν κι αυτόν, ν’ ακουμπήσει στο πλευρό του, να παρηγορήσει την ερημιά του. Βαθειά στην ύπαρξή του εγκαταστάθηκε το μέγα δέος.

 Ένα  κάψιμο αναδύθηκε απ’ τα μάτια του κι έγινε δάκρυ να κυλά στο πρόσωπό του. Δάκρυ αδυναμίας μπροστά στο άγνωστο.

Ανήμπορος ν’  αμυνθεί, δίπλωσε τα πόδια, αγκάλιασε σφιχτά το κορμί του -ό,τι δικό του είχε- έγειρε στο χώμα και παραδόθηκε σ’ αυτό που τον κυριάρχησε: στη μέγιστη, ανέλπιδη απορία. Και στην παραίτηση.

Πάνωθέ του, ο μέγας Ουρανός του έστειλε τον Μορφέα να του αναπάψει τα μέλη και τον Όνειρο να διεγείρει τη συνείδηση του.

…………………………………………………………….

Όταν άνοιξε τα μάτια, όλα ήταν σαν χθές. Φωτερά, χρυσαφιά, δακρυσμένα απ’ τ’ αγιάζι…μυρωμένα. Όλος ο κήπος λαμπίριζε, τώρα που ο μέγας δίσκος αναδύθηκε ξανά απ’ το χάος. Οι γνώριμοι του-τ’ αγρίμια- έπαιζαν με τους συντρόφους τους, έπιναν νερό ομάδι,  τον προσέγγιζαν φιλικά.

Ανατάνυσε το κορμί του. Δεν έτρεμε. Δεν φοβόταν. Ήταν γερός. Πατούσε στέρεα στη γη. Όλα του ήταν γνώριμα. Και το κελάηδημα των πουλιών και το κελάρυσμα των ρυακιών, το θρόισμα του ανέμου στα φύλλα…Τα βάφτισε. Τα ονομάτισε ένα ένα και χάρηκε γι αυτή τη μπόρεσή σου

‘Εσκυψε,έχωσε το πρόσωπό του στο  ρυάκι, να πιει δίπλα στα  αγρίμια. Ύστερα μετανοιωμένος, άπλωσε τις χούφτες, τις γέμισε με τη δροσιά του νερού τις  πλησίασε στο στόμα του και ιπιε, μόνος  αυτός όρθιος, ανάμεσα στο σκυφτό πληθυσμό της γης.

Μια σιγουριά, μαζί με την  συνειδητοποίηση αυτού που του δόθηκε να είναι, τον ενδυνάμωνε. Το διαισθανόταν μα και το διαπίστωνε:  Ήταν το «ον το δίπουν, το άπτερον, το λογικόν».

Ο φόβος του είχε παρέλθει οριστικά  μαζί και η πρώτη¨-μεγάλη-  νύχτα του ανθρώπου.

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020

ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΦΩΤΗΣ

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΓΝΩΜΗ|» ΠΑΤΡΩΝ

15η  ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020             Παρέα νε την ποίηση

                                                         Τότε και τώρα

                                                         Από την Πάτρα.

 ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ  ΦΩΤΗΣ

 


                                  Επιμέλεια ΣΩΤΗΡΗΣ Ι.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

                                                   Μέλος του Κύκλου Ποιητών

                                                  Μέλος της Εταιρειας Ελλήνων Λογοτεχνών

 



                                                   

Γεννήθηκε στην Πάτρα όπου τέλειωσε το Β’ Γυμνάσιο αρένων. Τελείωσε την Φιλοσοφική σχολή Αθηνών και μετά την στρατιωτική του θητεία, υπηρέτησε ως φιλόλογος στην Β/βαθμια εκπαίδευση και συνταξιοδοτήθηκε ως Λυκειάρχης από το Πειραματικό Λύκειο του Πανεπιστημίου Πατρών. 

Έχει δημοσιεύσει διάφορα φιλολογικά και Ιστορικά μελετήματα καθώς και σχολικά βοηθήματα. Άρθρα του βιβλιοπαρουσιάσεις φιλοξενούνται τακτικά στον ημερήσιο τύπο της Πατρας και της Αθήνας και όχι μόνο. 

Τακτικό Μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών ΝΔ Ελλάδος

Τακτικό μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών

Και άλλων Λογοτεχνικών συλλόγων.

Έχει έντονη λογοτεχνική παρουσία στην πνευματική και πολιτιστική ζωή της Πάτρας. 

Διετέλεσε για μια δεκαετία 1985 – 1995 εξωτερικός συνεργάτης της Ελληνικής Ραδιοφωνίας σε θέματα της ειδικότητας του ενώ την ίδια περίοδο άφησε το στίγμα του ως πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων Πατρών.

Έχει εκδώσει ως σήμερα :  - «Το Πρώτο Ρήγος» 1972 – Το θεατρικό μονόπρακτο  «Το Δίλημμα» και το 2011 εξέδωσε τα «Νόστιμα Θέλγητρα»’ που είναι ανθολόγηση ποιημάτων του 1967 – 2007.  Πρόσφατα κυκλοφόρησε την μελέτη του  «ΟΙΝΟΣ ΚΑΤΡΟΠΤΟΝ ΝΟΥ»  έργο ζωής που αναφέρεται στον οίνο και τα συμπόσια στη Ελληνική αρχαιότητα και είναι βασισμένο στις αρχαιοελληνικές πηγές. Με το έργο αυτό αποκαλύπτεται ακόμα μια πλευρά της προσωπικότητας του.

Υπό έκδοση έχει το «Νόστιμα Θέλγητρα ΙΙ».

 

Ο Φώτης Δημητρόπουλος έχει μια παράλληλη πορεία στην ποίηση. Από το1968 δημοσιεύει ποιήματα του σε Αθηναϊκά περιοδικά και το 1971 εμφανίζεται στα γράμματα με το: «Πρώτο Ρήγος».

Η ποίηση του πλημμυρισμένη από Φως και Αγάπη μας μεταλαμπαδεύει την αισιοδοξία του για μια πνευματικότερη κοινωνία. Την προσδοκία του για την εκπόρθηση του ένδον είναι μας από το Φως της Γνώσης, του Κάλλους, της Συν αντίληψης.  Γι’ αυτό κάθε στίχος του διακατέχεται από ζωηρή παραστατικότητα και απηχεί τον ανυστερόβουλο Ιδεόκοσμo του. Από «τα νόστιμα θέλγητρα των κερασιών»1981-1990

 

Αγαπώ τον Θεό

την μουσική 

κι σένα

Τον θεό που είναι αγάπη

τη μουσική που ψάλλει τον θεό

Εσένα που είσαι μουσική

 

Στον Ποιητή διαπιστώνουμε την άοκνη αναζήτηση μιας Ιθάκης. Μας καλεί να καταστήσουμε τον ανεπεξέργαστο εσώτερο εαυτό μας επεξεργασμένο πνευματικό ον. Να ανιχνεύσουμε τον Θείο Σπινθήρα εν ημίν. Να αρθούμε υπεράνω των υλιστικών δεσμεύσεων. Να κονιορτοποιήσουμε της ιδιοτελείς μικροπρεπείς επιδιώξεις. Για να μπορέσουμε να γευθούμε τις άρρητες τέρψεις της οντολογικής αρτιότητας.

Η ελπίδα κυριαρχεί στην αέναη πορεία της ζωής η οποία γεννιέται μαζί με τη μουσική που υπάρχει πριν από εμάς, συνεχίζεται αενάως και πάλλετε αφομοιωμένη με το ρυθμικό μέλος του τραγουδιού. Γράφεται στην πέτρα της υπομονής που γεννά ανθούς την άνοιξη καταυγάζοντας ένα μυροβόλημα στην ψυχή του κόσμου. Ο τροφοδότης πόνος μεγαλείο στα κυπαρίσσια, στις πυγολαμπίδες που δεν νικάνε το σκότος, στο γυρισμό που είναι άπιαστη γιορτή και στο σπάραγμα που εκφράζεται με τον στίχο.

 

ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ

 

Συγχωρέσε μας κύριε!
Δεν βρήκαμε νερό
να νίψουμε τα ανομήματά μας.
Λίγο που είχε απομείνει
μουχλιασμένο
ήταν μολυσμένο
-αιώνες τώρα-
από τις ανομίες των βασιλέων
της βασιλεύουσας
που ένιβαν μόνο την όψη τους.

 

Θέλει να γίνει άνθρωπος χωρίς συμφέρον, χρήμα, περιουσίες, κέρδος, τράπεζες, αγορές που είναι σκλαβιά σωμάτων και ψυχών ανελεύθερων. Θέλει ενότητα, με προμετωπίδα τη δικαιοσύνη και αρωγούς αυτής τη γνώση, την τέχνη, τον πολιτισμό. Επιθυμεί να συντάσσονται τα πάντα και οι πάντες στο αλώνι της αδελφοσύνης. Είναι λάτρης της αγάπης στα γράμματα, της γνώσης που καθίσταται «κτήμα ες αεί» κατά τον Θουκυδίδη. Η γνώση και η παιδεία είναι τα μόνα αγαθά που παραμένουν στον κάτοχό του, τόσο στη ζωή όσο και μετά τον θάνατό του όπως διακηρύττει ο Μ. Βασίλειος ο μεγάλος στοχαστής, άγιος τιμώμενος και ως προστάτης της Παιδείας. Η παιδεία μια παράδοση αιώνων από την Ομηρική ακόμη εποχή είναι για τον κ. Φώτη Δημητρόπουλο «κρυφό σχολείο ίασης». Είναι θάλασσα-γυναίκα που αναδύεται από τον κόλπο της, μετατρέπεται σε ηχοχρώματα και με ένα αντικλείδι θαυματουργικό σε μια στιγμή ανοίγει την πόρτα της αιωνιότητας. Ένα κοχύλι αστρόσκονη ή ακρωτήρι να ρουφάει την αλμύρα των δακρύων. Θέλει ο ποιητής ως τιμή για την γενέτειρά «Στόλισμα της μνήμης» του πρώτου του ήλιου που είναι παρθενικά οράματα/ 

στο βωμό των αναζητήσεων/ με γεύση φιλιού/…

Μια ευαίσθητη πνοή διαχέει στους μελετημένους, λυρικούς και φιλοσοφικούς στίχους εκφράζοντας συμπυκνωμένα, λακωνικά, υψηλά μηνύματα και απέραντα συναισθήματα και στοχασμούς. Με ύφος λεπτό, με παλμό και κίνηση εναλλασσόμενη περιρρέει τους μικρούς, αλλά με μουσικότητα ομοιοκατάληκτους στίχους δίνοντας χαρακτήρα ρυθμικό. Εικόνες με αποχρώσεις φωτός, ωρίμανση με σιωπή προδίδουν νουν ρυτιδωμένης σοφίας. Με τους στίχους δίνει τη χαρά, τον έρωτα, τη φύση, την ομορφιά και τη γνώση.

 

ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ

 

Κιονόκρανα φωτισμένα 

από τους αιώνες που πέρασαν 

φαντάζουν 

οι ανάγλυφες εκείνες νύχτες·

στόλισμα της μνήμης 

λουσμένες 

με σπάνιο άρωμα 

λευκής ακακίας 

που μόνο λίγοι οσμίζονται,

ταξιδεύουν ανενόχλητες 

στις τρικυμίες και τις νηνεμίες 

των δρόμων με τους ίμερους· 

και σαν χοές 

παρθενικών οραμάτων 

στο βωμό των αναζητήσεων ,

με γεύση φιλιού

ρέουν απρόσκλητες 

στις φλέβες των οστράκων 

που κρύβουν τους έρωτες 

στο βυθό της θάλασσας.

 

Ποίηση που αναδεικνύει έναν ποιητή ονειρολόγο που με ευαισθησία ψυχής αναπλάθει την  ωραιότητα του Κόσμου και αποκαλύπτει τη μοναδικότητά του.

Βλέπει στην Αγάπη την εσωτερική ανάγκη της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Φώτης κοιτάζει μπροστά. Στην πνευματική ανασύνταξη. Στην καταξίωση. Η Ποίηση γίνεται για αυτόν Ανάδυση Μυστικών δυνάμεων  

Από «στα σύνορα του χρόνου και του φωτός» 2001-2007

 

Εκεί μηδεις κατηχούμενος μηδεις αμύητος

Μηδεις αγεωμέτρητος εισιτω

«οι δ’οικεται και εις τις άλλος βέβηλος τε και αγροίκος

Πυλας πανυ μεγάλας τοις ωσιν επιθεσθε»

Γιατί Εκεί εκτείνεται το πέλαγος των ανεξερεύνητων μύθων

Εκεί αρχίζει και τελειώνει το χάος

Εκεί καταργούν την ανάσταση

οι χαμένοι σύντροφοι του Οδυσσέα

και χορεύουν οι σάτυροι και οι σέλινοι

στα μουσικά αποτυπώματα της χαμένης Ατλαντίδας.

Εκεί ανεμίζουν τα μαντήλια οι εξόριστοι ποιητές

που δεν αφήσαν των ερώτων τ’ αποστάγματα

να γίνουν μεταλλαγμένα ιζήματα

και ρύποι χημικών αντιδράσεων.

 

Οραματίζεται ειλικρινέστερες και πιο ακίβδηλες τις ανθρώπινες διαπροσωπικές σχέσεις. Θέλει να αναχαιτίζει κάθε βάρβαρο καλπασμό της ανθρωπότητας.

Εναγκαλίζεται ο Ποιητικός Λόγος του την γόνιμη ανησυχία του Πνεύματος. Τα αισθήματα γίνονται κραδασμοί ασυμβίβαστου ανθρωπισμού.

Ξέρω ότι η αυτογνωσία του δίνει ζωή, ξέρω πως είναι η αναπνοή του  η ιδία του η καρδιά ο έρωτας του.  Ο Φώτης γράφει πέρα απ’ την ευφυΐα της ζωής ό,τι αγαπάει Η Ποίηση είναι ο έρωτας του!

Δεν μπορώ να μην πω, πως αυτό που  με έχει εντυπωσιάσει στο γράψιμο του είναι  που απεικονίζει ταυτόχρονα την συνεχή δυναμική της εναλλασσόμενης εικόνας της ζωής, έτσι που ο  λόγος του να επιδρά πιστεύω στην ψυχή του αναγνώστη!

Μας πηγαίνει στους δρόμους που διάβηκε, μας εξιστορεί αυτά που αισθάνθηκε όταν μόνος πέρναγε δεν διστάζει να πει τα συναισθήματά του.

Από τα ποίημα τα του 1991-2000 «Μπροστά στην ταραγμένη θάλασσα» μας λέει στο ποίημα «Ω Ρώμη».

 

Ω Ρώμη

Δεν χώρεσαν στην ψυχή μας

αποτυπώματα

της αιώνιας αίγλης σου…..

 

και από την ίδια συλλογή στο ποίημα : «Μαδρίτη 3 Μαΐου 1808»

 

Στους δρόμους της Μαδρίτης

κυλάει το άνομα του

όπως τα νερά του Μανθαναρες……

 

Οι γνώσεις, οι προσδοκίες οι εμπειρίες και η πείρα γράφονται και μεταδίδονται με γλαφυρό τρόπο και παράλληλα πολύ αληθινό.

Τα ποιήματα του απευθύνονται σε όλους, ακόμα και στον πιο σκεπτικιστή. 

H ποίηση του Φώτη διακρίνεται από έναν πλουραλισμό και μια αίσθηση ζωής αφοπλιστική. Από τη μία σε φέρνει αντιμέτωπο με τις μεγάλες αλήθειες, από την άλλη σου υποδεικνύει το δρόμο της απλότητας. Ευρυμαθής και πλουραλιστικός ο ίδιος, ως Φιλόλογος ποιητής ‘δάσκαλος’ διαχέει σκέψεις, ιδέες και εμπειρίες μέσα σε λειτουργικούς για τον αναγνώστη στίχους. Απολαμβάνουμε τα περάσματα από διάφορα κανάλια της Ιστορίας, της Φιλοσοφίας, του Μύθου, της Αυτογνωσίας. Με βλέμμα, άλλοτε παιχνιδιάρικο, άλλοτε λοξό, άλλοτε γεμάτο σοφία ή συγκατάβαση τα κοιτά ο ποιητής και τα αγκαλιάζει και τα θεωρεί ή τα αναθεωρεί και μετατρέπει «τα ξινά σε γλυκά». Καταθέτει ποιήματα που συναντιούνται και συνομιλούν. 

Από «οι ανάγλυφες εκείνες νύχτες» 1967-1980

 

Σαν ένιωσα το ρίγος να σιγοκαίει τα σωθικά μου

ξάφρισμα του δελφινιού

του νιου κορμιού η δροσιά,

ήταν φωτιά,

κομμάτι τ’ Κατάλαβα την δύναμη που σου ‘δώσε ο πλάστης.

Δεν ήταν αστραπή

ούτε το ουρανού

-το ρίγος- και μυστήριο.

 

Ο Φώτης Δημητρόπουλος δεν κάνει επίδειξη γνώσεων, ούτε υπερβάλλει. Ο Φώτης είναι λάτρης του παιγνίου και της περιπλάνησης στις ιδέες και στις αισθήσεις, ευγνώμων με την ζωή και την δυνατότητα έκφρασης μέσω της ποιητικής τέχνης, είναι θετικός προς το διαφορετικό, εραστής της φιλοσοφίας και της ιστορίας, παρατηρητής της ζωής και συνταξιδιώτης του Χάους και έχει την ικανότητα να παντρεύει ή να ενορχηστρώνει όλες τις διαφορετικές τάσεις, επιρροές, γνώσεις που τον κατακλύζουν. Με προσοχή χρησιμοποιεί τόσο τον υπερρεαλισμό όσο και τον λυρικό κραδασμό. Στροβιλίζεται γλωσσικά και ποιητικά μέσα σε μια πληθωρική αθωότητα! 

 

ΣΗΜΑΙΕΣ ΜΕΣΙΣΤΙΕΣ 

 

Σημαῖες μεσίστιες ὑποκλίνονται 

στό πένθος τῆς συμφωνικῆς μουσικῆς. 

(… μεταδίδουν τά μοναχικά προγράμματα 

τῆς ἑλληνικῆς ραδιοφωνίας…) 

Πολλοί φιλόμουσοι μένουν ἀκροατές. 

Σημαῖες μεσίστιες ὑποστέλλονται 

στό ἄκουσμα παράφωνων ἐμβατηρίων. 

(… ἀναμεταδίδει τό μοναδικό μεγάφωνο 

τῆς πλατείας θεάτρου σκιῶν καί 

 μαριονέτας…) 

Ὃλοι οἱ περαστικοί ἔστρεψαν τά νῶτα… 

 Χωρίς χαιρετισμό… 

 

Χειμαρρώδης μεταβολίζει όλα τα διαβάσματα, τις διακειμενικές του αγάπες, σπουδές και μελέτες και σε γλώσσα ευέλικτη μάς χαρίζει αξιοπρόσεκτες ποιητικές καταθέσεις. 

Κλείνοντας την παρουσίαση αυτή για τον ποιητή Φώτη Δημητρόπουλο θέλω να τονίσω ότι : Αν και σκάβει στην Ύπαρξη, δεν κατατρώγουν τις λέξεις του το Έρεβος και το Σκοτάδι. Είναι μια δύναμη που αυτές αποπνέουν και προτείνουν ταξίδια στον κόσμο και είναι γεμάτες αυτοπεποίθηση και όσο ξέρουν να σιωπούν, ξέρουν και να τραγουδούν, δρασκελίζοντας πάντα το κατώφλι της ζωής του αναγνώστη!

-Ικανός ο μισθός σου  ποιητή μας έβαλες στον κόσμο σου μήπως καταλάβουμε τον δικό μας.