Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

ΑΛΕΞΗ ΓΚΛΑΒΑ .ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΠΑΤΡΩΝ

Ο ΠΑΛΑΜΑΣ "ΧΩΡΙΣ" ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ.


(Ομιλία στο Φιλολογικό Βραδινό της Δευτέρας 24 Φεβρουαρίου 2010  του Δημοσιογράφου και Λογοτέχνη Αλέξη Γκλαβά)

«Η Διαμαντοπούλου άφησε τα κάρβουνα και τα χαρτιά της. Ήταν η υπέρτατη στιγμή. Ρίγος διαπέρασε το κορμί του, και κατόπι το κεφάλι του έγειρε πάνω στο δεξιό του ώμο.
Ο Κωστής Παλαμάς δε ζούσε πια!
Το ρολόι έδειχνε τρεις και είκοσι μετά τα μεσάνυχτα, και το ημερολόγιο 27 του Φλεβάρη του 1943».Έτσι τελειώνει η εξαίρετη μονογραφία της Αλεξάνδρας Στεφανοπούλου: «Κωστής Παλαμάς. Ο 12λογος του έρωτα».
Ο Παλαμάς χωρίς τον ποιητή... Μα, γίνεται θα μου πείτε; Μπορεί να αποσπαστεί ο Παλαμάς από τον ποιητή; Μπορεί ν’ αποτελέσει ξεχωριστή οντότητα ο ποιητής και ξεχωριστή ο άνθρωπος; Ή μήπως ο τίτλος είναι λίγο-πολύ προβοκατόρικος; Θα απαντήσω λοιπόν, χωρίς περιστροφές. Και ναι και όχι... «Όχι» κατ’ αρχάς, γιατί η πορεία του Παλαμά ανθρώπου είναι άρρηκτα δεμένη με την πορεία του Παλαμά ποιητή, αλλά και «ναι», γιατί μετά θάνατον συνηθίζουμε να περιβάλουμε τους μεγάλους μ’ έναν μανδύα αγιότητος, μ’ ένα φωτοστέφανο οσιομάρτυρος. Έχοντας πετσοκόψει από εκείνο το «ο αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας» (Ρωμ. 6,7) του απ. Παύλου την κατάληξη «από της αμαρτίας» και δίνοντάς του ένα τελείως διαφορετικό νόημα. Έτσι, ο κάθε είδους  ονομαστός αποθανών, μετατρέπεται στο συλλογικό συνειδητό σ’ έναν αδαμάντινο χαρακτήρα, απαλλαγμένο παθών, «κουσουριών», αμαρτιών και μικροτήτων, εγκαθίσταται  σε μια επουράνιο σφαίρα, μεταβαλλόμενος σε ένα παρθένο δημιούργημα  εκτός πάσης κριτικής, αλλά και επιστημονικής μελέτης ή προσέγγισης. Συνηθίζουμε να τους τοποθετούμε κάπου στα επουράνια, πάνω σ’ ένα χρυσό σύννεφο και βλέποντας έναν «όμορφο κόσμο, ηθικό, αγγελικά πλασμένο», όπως θα έλεγε και ο Σολωμός, δεν εξετάζουμε σφαιρικά και αντικειμενικά την προσωπικότητα του –όποιου- δημιουργού. Και, αν κάποιος επιχειρήσει  κάτι τέτοιο, (πράγμα που σπανιότατα συμβαίνει), μεταβάλλεται στον κακό, τον εξοβελιστέο, τον αποσυνάγωγο. Δεν ξεχνώ ποτέ τον σάλο που ξεσηκώθηκε όταν ο Ηλίας Πετρόπουλος σε άρθρο του με τίτλο «ο Σολομόν», ανέφερε ότι ο εθνικός μας ποιητής ήταν Εβραϊκής καταγωγής, ελευθεροτέκτων, ομοφυλόφιλος και οινόφλυξ. Και το χειρότερον αυτού, όταν χρόνια μετά, μόλις το 2016, δημοσιογράφος των Αθηνών αναφέρθηκε στο δημοσίευμα αυτό του Πετρόπουλου, συνεδρίασε εκτάκτως το Δημοτικό Συμβούλιο των Ζακυνθίων, τον κήρυξε persona non grata στο νησί και –το εξωφρενικότερο- ζήτησε την απόλυσή του από το μέσον στο οποίο εργαζόταν. Κάποιες παλαιότερες επ’ αυτού του θέματος νύξεις, που οδήγησαν τον Πετρόπουλο σ’ αυτό του το άρθρο, δεν είχαν εμποδίσει τον Ελύτη να γράψει τους περίφημους στίχους του:
«Όπου και να σας βρίσκει το κακό αδελφοί
όπου και να θολώνει ο νους σας
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη...»
Αντίστοιχος σάλος ξεσηκώθηκε όταν ο Όλιβερ Στόουν έκανε νύξεις περί ομοφυλοφιλίας του Μεγ. Αλεξάνδρου στην ομότιτλη ταινία του. Κι όμως. Ο κόντες Διον. Σολωμός, είχε γράψει το περίφημον: «Ο λαός πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν, ότι είναι αληθές». Με βάση, λοιπόν, αυτό το σκεπτικό, ας προσθέσουμε σε όλες τις «αγιογραφίες» της περασμένης περιόδου και μία «σατανογραφία». Ελπίζω, τελειώνοντας αυτή μου την εισήγηση να μην κηρυχτώ και εγώ persona non grata.
Κυρίες και κύριοι
«Στους ζωντανούς χρωστάμε σεβασμό, αλλά στους νεκρούς χρωστάμε μόνο την αλήθεια», είχε πει κάποτε ο αγαπητός κύριος François-Marie Arouet, γνωστός σε όλους μας με το ψευδώνυμο Βολταίρος.
Ο Παλαμάς λοιπόν, δεν ήταν άγιος, ούτε καν όσιος. Δεν ήταν –φυσικά- και ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Ήταν όμως μία ακόμα  δικαίωση του  Ρόμπερτ Λούις Μπάλφουρ Στίβενσον και του πασίγνωστου μυθιστορήματος του, «Η Παράξενη Υπόθεση του Δόκτωρος Τζέκιλ και του Κύριου Χάιντ». Μέσα του συμβίωναν άλλες φορές αρμονικά και άλλες συγκρουσιακά, ο άγγελος και ο δαίμονας. Και θεωρώ ότι, θα ήταν μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίπτωση για τον κ. Φρόυντ. Γιατί, είναι οι συνθήκες και τα γεγονότα, ο τρόπος ζωής και οι συναναστροφές που διαμορφώνουν τους χαρακτήρες, σφυρηλατούν συνειδήσεις και διαπλάθουν προσωπικότητες, εκτός από το «είναι να το ‘χ’ η κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες» της γνωστής λαϊκής θυμοσοφίας...  Είναι χαρακτηριστικό ένα περιστατικό των πρώτων παιδικών του χρόνων, πού μάς διηγείται ό ίδιος στα απομνημονεύματά του με τον τίτλο «Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου». Περιγράφει ο ποιητής πώς ή μητέρα του, δυσαρεστημένη, καθώς φαίνεται, από  την διαγωγή του στο σπίτι, κατέφυγε στην επέμβαση του δασκάλου στο σχολείο. Διαβάζω από την σελ.12:  «Ό δάσκαλος είπε στα παιδιά να σωπάσουν... κι έγινε σιωπή. Κι από τα βάθη της υψώθηκε ή φωνή του δασκάλου και είπε: “παιδιά μου, ξέρετε πώς έχουμε εδώ μαζί μας ένα παιδάκι. Το παιδάκι τούτο είναι στο σχολείο εδώ μέσα ένας άγγελος. Μα στο σπίτι του μέσα το παιδάκι αυτό είναι δαίμονας. Ποιό είναι τούτο το παιδάκι;” Και όλοι γυρίσανε και κοίταξαν εμένα... Ό σοφός δάσκαλος έκαμε τ’ αποκαλυπτήρια του δίψυχου και του διπρόσωπου παιδιού...»! Το επεισόδιο αυτό, χρονολογείται πριν από τον θάνατο της μητέρας του τον Δεκέμβρη του 1864, άρα ο ποιητής πλησίαζε τα 6 χρόνια ζωής. Και συνεχίζει μερικές σελίδες πιο κάτω, αφού έχει ήδη μετακομίσει μετά τον θάνατο του πατέρα του στο σπίτι του θείου του: «...παιδάκι χαϊδεμένο και σαν παρατημένο, να ζω με τον εαυτό μου αναρχικά, ρεμβαστικά...»!
Ο Κ.Θ. Δημαράς, σημειώνει χαρακτηριστικά:
«...Θα θυμηθούμε τότε το παιδί το ορφανεμένο πάνω στην πιο ευαίσθητη ηλικία, όταν κάθε εξωτερική ανωμαλία μπορεί να σημαδέψει την ψυχή τού ανθρώπου με βαθύτατους και συχνά αγιάτρευτους τραυματισμούς. Ορφανεμένος ό μικρός Παλαμάς εφτά χρονών, από μητέρα κι από πατέρα, ξεριζώνεται κιόλας από τον τόπο όπου γεννήθηκε κι όπου έζησε τά πρώτα του αμέριμνα χρόνια κάτω από την στοργική φροντίδα της μητέρας, την αυστηρή φροντίδα του πατέρα του έτσι ξαφνικά σπάζει σε δύο η ζωή του, δε μένει τίποτε ούτε από τούς ανθρώπους ούτε από το άψυχο περιβάλλον , πού την πλαισίωναν άλλοτε. Βαθιά όμως, τόσο βαθιά ώστε να λανθάνουν κι από την ίδια του τη συνείδηση, σκεπασμένες από τα αλλεπάλληλα πυκνά στρώματα των εντυπώσεων και των εμπειριών πού σχηματίζονται γοργά στην προεφηβική και την εφηβική ηλικία, εκεί, στα βάθη τού υποσυνειδήτου του, θα μείνουν κάποιες μνήμες πού θα σημαδέψουν για πάντα τον υποκειμενικό του κόσμο: ο κόσμος αυτός διχάζεται, χωρίζεται σε φανερό και σε κρυφό, στον οποίο καταφεύγει ο ποιητής όταν έχει ανάγκη από τρυφερότητα κι από ασφάλεια, τις προσφορές των γονέων στήν ψυχή του παιδιού. Η εικόνα της μητέρας θα γίνει λαχτάρα της γυναίκας ιδανική, νοσταλγία, έμπνευση' του πατέρα θα γίνει πίστη στη δύναμη, στη γνώση, στη μορφή. Και σιγά σιγά, όσο πάει περισσότερο, ο κρυφός κόσμος, ο μυστικός, ο κόσμος της μνήμης πού γίνεται ρέμβη, όνειρο, φαντασία, ξεχύνεται πάνω στον άλλο, τον εξωτερικό, και τον καλύπτει, τον παραλύει. Μαζί όμως έχει αρχίσει κιόλας έτσι το δράμα του Παλαμά, ο διχασμός της προσωπικότητας, ο διπολισμός, η αδυναμία της εκλογής, ή διαλεκτική, ή διαλογική αίσθηση του γύρω κόσμου. Και ύστερα πάλι από τό σπάσιμο πού προκάλεσε μέσα στη ζωή του ή ορφάνια, οι καινούργιοι διαμορφωτικοί παράγοντες πού επέδρασαν πάνω του, προς την ίδια κατεύθυνση τον ώθησαν, η εσωτερική του ζωή, η οικογενειακή, ανεπαρκής, ατροφική, τον ωθεί προς τον εαυτό του, προς την απομόνωση. Ή πικρία της ζωής τόν φέρνει μακρυά από τούς ανθρώπους, τού μαθαίνει την συμπόνια πού δε βρίσκει σ’ εκείνους. Κάποιοι του στίχοι είναι χαρακτηριστικοί αυτής της διαθέσεως εξ ίσου τυπικά με τους άλλους όπου εκφράζει  την οργή του έναντίον των δυνατών. Τα αδύναμα πλάσματα γεννούν την στοργή του. Ενδεικτικοί οι στίχοι του από την συλλογή «Περάσματα και χαιρετισμοί»:
«Ό,τι σέρνεται, πάσχει, ό,τι δέχεται
τη σκληρή καταφρόνια,
βλέπω, κλαίω, το θυμάμαι, είν’ αδέρφι μου...», και λίγο πιο κάτω
«...μουγκρίζει μέσα μου βαθιά,
Και μ’ όλη την αχάμνια μου και μ’ όλο το μαράζι
Προς όλους τους μεστούς και δυνατούς του κόσμου
Μια καταφρόνεση...»
«Έτσι» συνεχίζει ο Κ.Θ. Δημαράς, «με τέτοιες αντικοινωνικές προϋποθέσεις, οργανώνονται τα παιχνίδια του μοναχικά, με της φαντασίας αδέσμευτη την επιβολή κι αργότερα το πάθος του διαβάσματος. Παιχνίδια κι ασχολίες της ακινησίας και της φαντασίας, που δεν ασκούν το σώμα, το καθιστούν αδέξιο στις ζωηρές και βίαιες παιδιές των ομηλίκων συμμαθητών κι αυξάνουν μ’ αυτόν τον τρόπο την απομόνωση. Και στο σπίτι λοιπόν και στην κοινωνία, δλδ. στο σχολείο, στων παιδιών την κοινωνία, απομονωμένος, ξεχωριστός: ο διχασμός γίνεται πιο έντονος, αλλά δίπλα σ’ αυτόν και παράλληλα με τις συνέπειές του, αναπτύσσονται και κάποιες άλλες αναπόφευκτες συνέπειες, ιδιότητες ψυχικές, που και κείνες θα σημαδέψουν την μεταγενέστερη ζωή –και το έργο συνεπώς- του ποιητή».
Στη δική του «Ιστορία της Ελληνικής λογοτεχνίας» ο Λίνος Πολίτης σημειώνει πως: «Η κριτική παρατήρησε ότι στην ποιητική σκέψη του Παλαμά κυριαρχεί ένας δυαδισμός, μια ταλάντευση ανάμεσα σε δύο αντίθετους πόλους, που είτε τους δέχεται είτε τους αρνιέται και τους δύο: και τούτο και εκείνο - ή ούτε τούτο ούτε εκείνο: η έντονη δράση και η απόμερη ζωή, η άρνηση και η θέση, η πίστη και η απιστία...  Το ποιητικό του έργο ταλαντεύεται επίσης ανάμεσα σε δύο ακραία όρια, σ’ έναν ελάσσονα και σ’ έναν μείζονα τόνο...».
Με τους σημερινούς όρους, θα μπορούσαμε θαυμάσια να υποστηρίξουμε ότι, ο Παλαμάς ως μαθητής, δεχόταν ένα συνεχές bulling. Και, αν ρωτούσαμε έναν ψυχίατρο, θα μας μιλούσε για μια έντονη διπολική διαταραχή. Και άγγελος και δαίμονας. Έτσι, σε όλα αυτά που πέρυσι κατά κόρον ακούστηκαν, τα θρησκευτικά και εθνικά ποιήματά του, θα μπορούσαμε θαυμάσια ν’ αντιτάξουμε, χωρίς φόβο και πάθος, το ποίημα... Η Δ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Σ από την «Βραδινή φωτιά Β'»
Να θυμίσω ότι, σύμφωνα με το «Μεγάλο ελληνικό λεξικό», η έννοια του ηδονισμού είναι: κυριολεκτικά: «ενέργεια με αυτοσκοπό την επίτευξη ηδονής», μεταφορικά: κραιπάλη και φιλοσοφικά:  αναγνώριση της ηδονής ως υπέρτατου σκοπού... Διαβάζω...

Από τραγούδια ένα άυλο κομπολόι
Σ’ εσέ δεν ήρθα σήμερα να δώσω.
Με τα παιχνίδια εγώ θα σε λιγώσω
Και με τα ξόρκια, αγάπη μου, ενός γόη
Γυμνοί. Και σαν κισσός θα σκαρφαλώσω
Για να φάω το κορμί σου που με τρώει.
Του λαγκαδιού σου τη δροσάτη χλόη
Με το χέρι θρασά θα την πυρώσω.
Το κρασί που ξανάφτει και το γάλα
Που κοιμίζει, θα φέρω στάλα στάλα.
Μ’ όλο μου το κορμί, να σε ποτίσω.
Και στα πόδια σου τ’ ασπροσκαλισμένα,
Δυο βάζα που μου παίρνουνε τα φρένα,
Στερνή μανία το μέλι μου θα χύσω.

Εξ άλλου, αυτόν του τον δυισμό, παραδέχεται ο ίδιος γράφοντας στα «Παράκαιρα»:
«...σέρουν εμένα δυο άλογα, τ’ αράπικο το Πάθος
και τ’ αφροστάλαχτ’ Όνειρο..., μπορεί και στον γκρεμό».
Έτσι λοιπόν, δίπλα στον δρ. Τζέκυλ ποιητή, ζούσε και δρούσε ο κ. Χάυντ άνθρωπος. Ο κ. Χάυντ Παλαμάς, ήταν ιδιαίτερα αλαζόνας και εμπαθής. Δεν ανεχόταν την (αρνητική) κριτική και κρατούσε «Μανιάτικο» οτιδήποτε θεωρούσε σαν «πολεμική» εναντίον του. Σταχυολογώ μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα, με πρώτο την σύγκρουσή του με τον Χριστομάνο για την «Τρισεύγενη». 27 Φεβρουαρίου 1901: ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, διδάκτωρ του πανεπιστημίου του Ίνσμπρουκ , αναγνωρισμένος ποιητής στο εξωτερικό και δάσκαλος ελληνικών της πριγκίπισσας Σίσσης της Αυστρίας, εκφωνεί στο Θέατρο του Διονύσου τον ιδρυτικό λόγο της Νέας Σκηνής. Μαζί του, άλλες οκτώ προσωπικότητες των ελληνικών γραμμάτων, μεταξύ των οποίων ο Κωστής Παλαμάς, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και ο Παύλος Νιρβάνας. Παράλληλα με την ιδρυτική του θεάτρου ομιλία του, ο Χρηστομάνος απευθύνει στους παρευρισκομένους «μύστες» έκκληση για την συγγραφή εθνικού δράματος και την αναγέννηση του ελληνικού θεάτρου. Ανάμεσα σ’ αυτούς που ανταποκρίνονται ο Ξενόπουλος και ο Παλαμάς με την «Τρισεύγενη», της οποίας η πρεμιέρα προσδιορίζεται (σύμφωνα με τον τύπο της εποχής) για τις 12 Ιουνίου 1903. (Στο πρόγραμμα πάντως της «Νέας Σκηνής» η παρουσίασή του τοποθετείται μετά τον 15Αύγουστο, χωρίς συγκεκριμένη ημερομηνία). Όμως ο Χρηστομάνος, ζητά από τον Παλαμά κάποιες αλλαγές στο κείμενο για να καταστεί θεατρικότερο παρά ποιητικότερο. Ο Παλαμάς αρνείται, η σύγκρουση δεν αποφεύγεται και ο ποιητής αποσύρει το έργο. Η εφ. «Άστυ», σπεύδει να επιλέξει στρατόπεδο: «Οι λόγοι δεν εγνώσθησαν ακόμη, αλλ’ ο κ. Χρηστομάνος με ό,τι κι αν συνέβη είναι αδικαιολόγητος...»! Στο ίδιο όμως άρθρο του «Άστεως», συμπεριλαμβάνεται και μία ένσταση: «...ότι το ωραίον αυτό έργον είναι γραμμένον εις μίαν γλώσσαν ην πιθανόν να εκτιμά ο συγγραφεύς και να εργάζηται υπέρ αυτής, δεν είναι όμως και η γλώσσα ην στέργει να ενστερνισθεί η ανεπτυγμένη τάξις. Κρίμα ότι ο κ. Παλαμάς δεν το έγραψεν εις την καθαρεύουσαν...».  Ο δε  Βλάσης Γαβριηλίδης. υπερθεματίζει γράφοντας στην «Ακρόπολη». «Από λαγόνες τέτοιας Ελληνίδος θα βγούνε οι Έλληνες του μέλλοντος, οι άλλοι...».
Για να λέμε όμως «και του στραβού το δίκιο» ο Χρηστομάνος δεν είχε άδικο ως προς τις παρατηρήσεις του, οι οποίες ήταν επί της θεατρικότητας και όχι της ποιητικότητας του έργου. Ο Άλκης Θρύλος (Ελένη Ουράνη) σημειώνει, (διαβάζω ένα μικρό απόσπασμα): «Ο Παλαμάς δεν ήταν κύριος του σκηνικού οργάνου, που το χρησιμοποίησε μόνον μια φορά. Η δράση είναι πολύ χαλαρή η πλοκή καθόλου σφιχτοδεμένη, γίνεται αδιάκοπα κατάχρηση του αφηγηματικού στοιχείου, —τα πρόσωπα διηγούνται και τα επεισόδια που θα έπρεπε να εξελιχθούν στην σκηνή και τα επεισόδια που ξετυλίχτηκαν στην προηγούμενη πράξη στην σκηνή και που έτσι τα παρακολουθεί ο θεατής δύο φορές -κάθε τόσο εισχωρούν ατέλειωτα μάκρη, περιττές και κουραστικές επαναλήψεις, η φαντασία στην εξεύρεση των γεγονότων πού θα προκαλέσουν τη σύγκρουση και θα αναπτύξουν την υπόθεση και το έργο φανερώνεται πολύ ισχνή, οι χαραχτήρες διαγράφονται χωρίς πλαστικότητα. Όλα τα πρόσωπα είναι εντελώς σχηματοποιημένα και .μονοκόμματα· μόνο ψυχολογείται κάπως η ηρωίδα, ή Τρισεύγενη, πού φωτίζεται υπέρμετρα, αποκλειστικά και μονόπλευρα, γύρω από την οποία πλέκεται, αρκετά μονότονα κι απλοϊκά, όλο το έργο, αλλά και αυτής το τέλος, ή αυτοκτονία, είναι ψυχολογικά αδικαιολόγητο».
Ο Παλαμάς έκτοτε, δεν ξαναμίλησε στον Χρηστομάνο μέχρι το 1907... Τότε ο Χρηστομάνος κυκλοφόρησε και στα Ελληνικά, (είχαν προηγηθεί οι εκδόσεις στα Γερμανικά, Γαλλικά και Ιταλικά), το περίφημο έργο του «Το Βιβλίο της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ. Φύλλα ημερολογίου», το οποίο ενθουσίασε τον Παλαμά και του αφιέρωσε το ποίημα «Στο βιβλίο του Κωσταντίνου Χρηστομάνου για την αυτοκρατόρισσα Ελισάβετ». Σας διαβάζω τις δύο τελευταίες στροφές:
«Μα με την τέχνη του κρατάει και με τον έρωτά του
αλαφροΐσκιωτος ποιητής, λειτουργικό βιβλίο,
μέσα σου τ’ Όνειρο γοργό που ολάστραψε μπροστά του.
Ω! το βιβλίο που τραγουδεί! Και σαν το ξεφυλλίζεις,
κάποια φτερά σ’ αερίζουνε και κάτι αλαφρογγίζεις,
σαν από μυστική πηγή, σαν από νόημα θείο».
Συγκινημένος ο Χρηστομάνος, βρήκε τον Παλαμά κι έπεσε στην αγκαλιά του. Την αγκαλιά ενός παγόβουνου. Η απόσταση παρέμεινε. Δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ.
Ανάλογη περίπτωση η περίπτωση της κοντέσας Νοάιγ. Ένα τετράστιχό του, το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε στον «Κύκλο των Τετραστίχων» το 1929, αλλά ανάγεται στην εποχή πού οι φίλοι του παρεκάλεσαν την κοντέσσα Νοάϊγ, στο Παρίσι, να γράψει για τον Παλαμά ένα άρθρο, για να χρησιμοποιηθεί αυτό «όπου δει», μα ή μεγάλη ποιήτρια, ή αρνήθηκε ή το υποσχέθηκε και το αμέλησε. (Αδιευκρίνιστο το πιο απ’ τα δύο). Ο ποιητής αυτό δεν της το συγχώρεσε ποτέ και την έκαμε να το πληρώσει μ’ ένα τετράστιχο, πού την έλεγε τυφλή κι αναίσθητη, αφού πέρασε από μπροστά της ή Ποίηση και της γύρισε την πλάτη!
«Ποιήτρια, και σ’ ανάθρεψαν Ουγκώ, Ευριπίδης και Πετράρχης
και σε στεφάνωσαν κ οι εννιά, με τον ’Απόλλωνα Πιερίδες,
σε ξέρω. Σε καταφρονώ, για μένα δεν υπάρχεις,
γιατί εμπρός σου όταν πέρασα, δε μ’ ένιωσες, δε μ’ είδες».
Παρόμοια περίπτωση αυτή του Γιάννη Ψυχάρη. Φανατικός υπέρμαχος του δημοτικισμού και συνοδοιπόρος του Παλαμά σε αυτό το θέμα, συντάχθηκε απόλυτα με τον ποιητή, στην σύγκρουσή του με τον Καβάφη, για τον οποίον ο Παλαμάς είχε πει: «Ποιητής ο Καβάφης; Δεν ξέρω. Για ρεπορτάζ από τους αιώνες μοιάζουνε τα γραφτά του. Σκίτσα ιδεών, που πάνε να γίνουν καλά τραγούδια, αλλά παραμένουν ημιτελή σχεδιάσματα».
Επίσης ο Λέανδρος αναφέρει ότι, στα κατάλοιπα του ποιητή βρήκε μία σημείωση, σαφέστατα υπαινικτική για την ομοφυλοφιλία του Καβάφη. «Τον ποιητή, τον βλέπω πάνω στον Πήγασο και όχι πάνω στο ποδήλατο». Συντασσόμενος με τον Παλαμά ο Ψυχάρης, έφτασε στα άκρα αποκαλώντας τον Καβάφη καραγκιόζη. Ακόμα πιο καυστικός ήταν ο Θεοτοκάς, λέγοντας πως σε μια δικογραφία διαζυγίου υπήρχε περισσότερη ψυχή απ’ όση σε ολόκληρο το καβαφικό έργο. Το 1905 ο Παλαμάς γράφει ένα ποίημα για τον φίλο και συναγωνιστή του. Τίτλος του; «Στον Ψυχάρη».

Στης ακριβής μου Τέχνης τ’ αργαστήρι
σου γράφω την πλατιά σου ζωγραφιά
με το Όνειρο το μέγα του Γιαννίρη,
με της Ζούλιας την τραγική ομορφιά.
Στο ναό.& θα μπει με τις εικόνες των άξιων
που πέρασαν απ’ τη γη με το Λόγο
και ζούνε στους αιώνες, πλάστες
και λυτρωτήδες και οδηγοί.

«Αλλά η τελευταία επίσκεψη τού Ψυχάρη στην Αθήνα, μας ξεσκέπασε απρόοπτα και ολοκληρωτικά τον κρυφό καημό τού Παλαμά. Αυτή τη φορά, ο Δάσκαλος ερχόταν απ’ το Παρίσι για να μας ζητήσει το Νομπέλ!», σημειώνει ο Γρ. Ξενόπουλος. Ο Άλκης Θρύλος, αρνήθηκε να υπογράψει την πρόταση για τον Ψυχάρη, ενώ οι Παλαμιστές δήλωσαν ότι θα την υπογράψουν με την προϋπόθεση να την υπογράψει πρώτος ο Παλαμάς.  Ο Παλαμάς, αρνήθηκε ακόμα κι να δει την πρόταση για τον Ψυχάρη, θεωρώντας την κίνησή του casus beli. Να θυμίσω ότι, ο ποιητής ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 14 φορές (1926, 1927, 1928, 1929, 1930, 1931, 1932, 1933, 1934, 1935, 1936, 1937, 1938 και 1940). Επιστρέφοντας στο Παρίσι ο Ψυχάρης, εξέδωσε ένα φυλλάδιο στα Γαλλικά, υποτιθέμενης κριτικής στην ποίηση του Παλαμά, που στην πραγματικότητα ήταν λίβελος. Ο Ξενόπουλος ισχυρίζεται ότι, η έκδοση αυτή δεν ενόχλησε τον ποιητή, αλλά σε γράμμα του Παλαμά στην Λιλή Ιακωβίδη διαβάζουμε: «Μαθαίνω πως ο Ψυχάρης, πυρ και μανία εναντίον μου, ετοιμάζει ολόκληρο βιβλίο να με καταστρέψει…»! Παρά τις συνεχόμενες υποψηφιότητες του, ο Παλαμάς δεν κατέκτησε το βραβείο. Οι Παλαμικοί ισχυρίζονταν ότι την υποψηφιότητά του υπέσκαψε ο Ψυχάρης. ο οποίος διεκδίκησε παρασκηνιακά το Νόμπελ για τον εαυτό του, αλλά και αυτό δεν πρέπει να θεωρείται γεγονός, μια και ο Ψυχάρης «ψοφούσε» (κατά τον Ξενόπουλο) για το Νόμπελ το 1926, ενώ πέθανε το 1929. Ακολούθησαν άλλες 10 αποτυχημένες υποψηφιότητες για τον Παλαμά.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                      
Ένα άλλο ζήτημα, είναι η θρησκευτικότητα του Παλαμά. Υπήρξε όντως, ή είναι κι αυτή ένας ακόμα μύθος; Ο Πρωτοπρεσβυτέρος Ευάγγελος Πριγκιπάκης, σε ομιλία του στην «Χριστιανική Στέγη Πατρών» την Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019, επισημαίνει σχετικά:
Παρόλο όμως που ο Παλαμάς υπήρξε γόνος οικογένειας με μακρά, διδασκαλική, εθνική, λευιτική και γενικότερα εκκλησιαστική παράδοση, αλλά και ανδρώθηκε σε ένα περιβάλλον εμποτισμένο βαθύτατα από την Ορθόδοξη Παράδοση, ώστε όπως παρατηρείται ορθά, μέσα του να συνυπάρχει μέχρι το τέλος της ζωής του ο φλογερός δάσκαλος και ο ασκητής μοναχός, εν τούτοις ήδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής του στην Αθήνα και την έκδοση των πρώτων ποιητικών του συλλογών, παρόλο που συνθέτει ποιήματα με θρησκευτικό περιεχόμενο και κέντρο κυρίως το πρόσωπο του Χριστού, παρουσιάζεται να παλεύει μέσα στην ψυχή του μεταξύ πίστεως και αμφιβολίας, κάτι που θα διαρκέσει σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ενώ δηλαδή παρουσιάζεται να αποδέχεται και να τραγουδεί τις αλήθειες της Ορθοδόξου πίστεως στην ποίησή του, ταυτόχρονα τις αμφισβητεί, αμφιβάλλει και στρέφεται προς άλλες αναζητήσεις και κατευθύνσεις θρησκευτικές. Κι αυτό γιατί μέσα του συντελούνταν μια πάλη σκληρή μεταξύ πίστεως και αμφίβολης απιστίας, οι οποίες, χωρίς να εξαλείφει η μια την άλλη, συνυπήρχαν, ώστε να δηλώνει συχνά πως ήταν «μαζί και πιστός και άπιστος».
Για να συμπληρώσει δογματικότερος ο Δημ. Μπαλάνος:
«Ο Παλαμάς όμως, ακολουθών τας αρχάς του συγκρητισμού, παραλληλίζων τον Σωτήρα προς μυθολογικά πρόσωπα, θέτων τον Χριστιανισμόν εις ίσην ή και ήσσονα μοίραν προς τα εθνικάς θρησκείας και απαρνούμενος την δογματικήν διδασκαλίαν της εκκλησίας, απεμακρύνθη θεμελιωδών αρχών αυτής...»
Μερικές μάλιστα φορές ο συγκρητισμός του φθάνει (αν δεν ξεπερνά) τα όρια της βλασφημίας, όταν «με πόνο Χριστιανού και ειδωλολάτρη πόθο μαζί, παράξενα ζευγαρωμένα» αναπέμπει κοινή προσευχή στην «εκπρόσωπο της αιώνιας ομορφιάς» Αφροδίτη και στον «μαρτυρικόν, ωραίον Ναζωραίον, εκπρόσωπον της αιώνιας καλωσύνης».

«Ω ταίρι, που τον θρόνο σου τετράψυχο έχεις στήσει
ώ Κύπρις, ω Μεσσία!    ,    .
Χαίρετε, θλίψη και χαρά, τρισάγιο εσύ μεθύσι,
τρισάγια εσύ θυσία!
Ω! χαίρε πού τ’ άνθρώπινο κορμί το αποθεώνεις,
ουρανογεννημένη,
Χαίρε κ’ έσύ πού της ψυχής πατρίδα φανερώνεις
καινούργια, ονειρεμένη !
Ω, χαίρε πού γεννήθηκες για μάς με γέλιο πλάνο
στο μαγικό σου στόμα,
κ’ Εσύ πού πέθανες για μάς και στο Σταυρό Σου επάνω
μ’ αγάπης λόγια ακόμα!
Θεά! στη γη κατέβασες τον ουρανό με χέρια
φωτοπεριχυμένα,
Θεέ, κι ανέβηκεν ή γη ψηλότερα απ’ τ’ αστέρια
πιστεύοντας εσένα»

(«Οι Θεοί», «Τα μάτια της ψυχής μου» σελ.47).
Το άλλο «αγκάθι», είναι ο Παλαμάς ως σύζυγος και ως πατέρας. Δεν θ’ αναφερθώ διεξοδικά στις ερωτικές «ατασθαλίες» του ποιητή, παρά μόνον σε δύο περιπτώσεις, αλλά και στην σύγκρουσή του, λόγω αυτών, με τον γιο του Λέανδρο. Γράφει ο Γρ. Ξενόπουλος: «...Εν΄ άλλο βράδυ, είδα τον ποιητή πολύ πιο θυμωμένο. Είχα πάει κάπως αργότερα, και βρήκα το αντρόγυνο ν’ αποτελειώνει το δείπνο του στο χώλλ μονάχο. Τα παιδιά έλειπαν κι η Ειρηνούλα δεν είχε κατέβει από τα  πάνω. Μου φάνηκαν κι οι δύο σα μουτρωμένοι, σα να είχαν κάνει προ ολίγου καβγά. Θυμήθηκα τότε πώς ένας φίλος μας, την ίδια μέρα, μου είχε πει πώς ή κυρία Παλαμά ανακάλυψε καινούργια απιστία του αντρός της και του έκανε σκηνές, μην τα ρωτάς! Δεν φαντάστηκα πώς ήταν κάτι σοβαρό, πιο σοβαρό τουλάχιστο από τα συνηθισμένα, κι έτσι στ’ αστεία, για να γελάσουμε, τούς είπα.
—Έ, τί πάθατε σεις; Δε ντρεπόσαστε να ‘χετε ζήλειες στα γεράματα σα νιόπαντροι ; Ό κόσμος εβούιξε. Όπου σταθώ κι όπου βρεθώ, αυτό ακούω. Άλλα που να γελάσουν! Ο ποιητής κατσούφιασε φοβερά. Κι αμέσως ή γυναίκα του τον άρχισε:
—Ακούς, Κωστή; τ’ ακούς; Ο κόσμος βούιξε! Κι αλήθεια πρέπει να ντρεπόμαστε. Και ποιος φταίει, ποιος;...
Τού είπε, του είπε, χωρίς να τη νοιάζει πώς δεν ήταν πια οι δυο τους. Ο ποιητής μιλιά. Τότε μόνο κατάλαβα πώς ήταν κάτι σοβαρό και μετάνιωσα για το αστείο μου. Άλλα ήταν αργά. Ο καβγάς, φαίνεται, ξέσπασε φοβερός, όταν έφυγα σε λίγο. Και το αποτέλεσμα; Ο Παλαμάς ξεθύμανε με μένα! Και την επομένη έλαβα στο σπίτι μου ένα γράμμα του πού έλεγε πάνω - κάτω τα εξής: «Λυπούμαι πολύ! Αλλ’ αν είναι να μάς φέρνετε το βόρβορο των τριόδων, θα μου κάνετε χάρη να μην ξανάρθετε στο σπίτι μου». Την ίδια ώρα, του γύρισα πίσω το κακό αυτό γράμμα, με την ακόλουθη πάνω-κάτω σημείωση, γραμμένη στο ίδιο χαρτί, στο κενό πού έμενε κάτω απ’ την υπογραφή: « Δεν θέλω να κρατήσω, ούτε να σχίσω εγώ, ένα τέτοιο γράμμα. Σου το επιστρέφω να το σχίσης εσύ, βέβαιος πώς θα το μετανιώσης σε λίγο, αν δεν το μετάνιωσες κιόλα. Ανύποπτος, σάς έκαμα χτες έν’ αστείο. Στο σπίτι σου βρήκα μια σπασμένη καρέκλα πού δε φαινόταν, εκάθησα με την Ιδέα πώς ήταν γερή, και γκρεμίστηκα. Δεν φταίει παρά εκείνος πού άφησε στη μέση τέτοια καρέκλα, αντί να την κρύψη ή να τη διορθώση».
Από μια ανάλογη ιστορία, ξεκίνησε και η σύγκρουση με τον γιο του, ενώ ο Λέανδρος ήταν μόλις 19 ετών, με αποτέλεσμα να γράφει στην κόρη του Ναυσικά 6/19 του Μάρτη 1909: «Σχηματίζει εύκολώτατα και ακοπώτατα και κατηγορηματικώτατα ιδέα για την υπόθεση πού σάς απασχολεί, με βάζει σε σκαμνί κατηγορούμενου, με νουθετεί, μου δίδει μαθήματα  ...μέ δικάζει, και με καταδικάζει, μου λέει τί νά κάμω γιά νά σωθώ, τί να κάμω για να μη καταστραφούμε, ... ύστερα βρίζει μπακαλικώτατα μια γυναίκα, οποία κι αν είναι, για να με φωτίση ο έξυπνος, και να μου θυμίση ότι οι άνθρωποι, πριν πλησιάση ο ένας τον άλλον, καλά κακά, τρελά φρόνιμα, αθώα ή ένοχα, δεν εξετάζω, πρέπει να σταματούν, να ξεροκαταπίνουν, και να ζητούν πρώτα - πρώτα ο ένας από τον άλλον, πιστοποιητικά καλής διαγωγής και διαβατήρια υπογραμμένα από αστυνόμους...» ενώ 4 μήνες αργότερα (19/7/09), γράφει στην κόρη του σαν Υ.Γ., «παρακαλείται η κ. Ναυσικά να στείλη, η να εγχειρίση το εσώκλειστον, στον κ. Λέαντρο»... Σύμφωνα με τον Ξενόπουλο, η σχέση τους παρέμεινε σε χαμηλές θερμοκρασίες...
Είπα, θα ασχοληθώ με δύο μόνον από τις ερωτικές «ατασθαλίες» του ποιητή. Την μυστηριώδη «Μάγδα» και την Ραχήλ. Η ιστορία με την Μάγδα, είναι άγνωστο πότε άρχισε. Η γνωριμία μας μαζί της ξεκινά από τον «κύκλο των 4στίχων» όπου και διαβάζουμε στο 123ο.
«Ω, Μάγδα, άπό τ’ ολόχλωρο χωριό σου ο λογισμός σου
κι αν είναι κι όμοια όλόχλωρος, πάει και πολύ πιο πέρα.
Ντροπή στον άκριτο κριτή, δόξα στ’ άγνωρο φως σου!
Για σένα, το είπες, ό ποιητής σου είναι «ή νυχτιά και η μέρα»,
ενώ το πρώτο (από τα 26 συνολικά), γράμμα του ποιητή έχει ημερομηνία 12/8/1916, όταν ήταν ήδη 57 ετών. Τα γράμματα διεσώθηκαν αντεγραμμένα από την Μάγδα. Στις σημειώσεις των επιμελητών της έκδοσης διαβάζουμε: «’Από σημειώσεις έδώ κ’ έκεί φαίνεται πώς ή Μάγδα κατέβαλε προσπάθεια να μείνει απόλυτα πιστή στα αυτόγραφα. Λ.χ. γράφει για τον αρ. 406 : «ή λέξη ευγενική είναι από τον ίδιο των Ποιητή γραμμένη και σβησμένη». Επίσης: «Στήν αντιγραφή των υπογραφών του ποιητή έγινε προσπάθεια να είναι όμοιες όσο το δυνατόν». Παρά την αξιέπαινη προσπάθεια, διατηρούμε αρκετές επιφυλάξεις, αν ή Μάγδα κατόρθωσε ν’ αναγνώσει ορθά πάντοτε τα όχι πάντοτε ευανάγνωστα αυτόγραφα του ποιητή. Το μεγάλο όμως σφάλμα, στην αντιγραφή, είναι η εσκεμμένη παράλειψη των μερών εκείνων, στο οποία ό ποιητής γινόταν πιο θερμός και τολμηρός, πού πρέπει να τα θεωρούμε χαμένα».
Στην τύχη ένα απόσπασμα (Ιούνος του ’19). «...Αν δέν ξανανειώνη το κορμί μου, μέ ξανανειώνει κάθε τόσο το πνεύμα μου, ή καρδιά μου, ο άνθρωπος πού είμαι και πού με όλη μου τη σάρκα είμαι μια ψυχή. Λούζομαι στον ίδιο τον ποταμό, την πηγή, καλά καλά δεν θυμάμαι, πού λούζονταν ή 'Ήρα. Στην Κάναχο.  Και βγαίνω φρέσκος. Την ώρα τούτη, δηλαδή στην περίοδο αυτή της ζωής μου, ή φρεσκάδα μου συνίσταται σε τούτο: η tendresse η ερωτική, πού με συνοδεύει πάντα ποτίζοντάς με κάποια γλυκόπιοτα, δυσκολοπερίγραφα λικέρια, προσφέρεται από τη δική σου την εικόνα, πού είναι τόσο μακρυσμένη και τόσο κοντινή, πού είναι φάσμα και πού είναι πλάσμα. Πού είμαι μόνος και την πήρα καί ζώ, μαζί της.
Σιωπή, Σιωπή, Σιωπή, μη μ’ άκούση κανείς...»
Όσο για τον θεωρούμενο μεγάλο έρωτα του Παλαμά, την Ραχήλ, οι Παλαμιστές θεωρούν πως ήταν πλατωνικός. Είναι όμως έτσι;
Στο κείμενο «Όταν ο έρωτας κρατά... χαρτί και μολύβι", η Λουίζα Αρκουμανέα, σημειώνει ανάμεσα στ’ άλλα: « Όταν πρωτοσυναντήθηκαν σε ένα φιλικό σπίτι τα Χριστούγεννα του 1921, η Ελένη Κορτζά [Ραχήλ] ήταν μια όμορφη, φιλομαθής κοπέλα γύρω στα 20. Παρ' ότι αγνοούσε την ύπαρξή του ("Δεν γνωρίζω ποιητή Παλαμά"), η Ελένη κατάφερε να εντυπωσιάσει τον εξηντάρη τότε Παλαμά, όχι μόνο με τη μορφή αλλά και με τη μόρφωσή της. Η συζήτησή τους γύρω από τον Μποντλέρ και τον Ουγκό αποδείχθηκε τόσο ενδιαφέρουσα που συμφώνησαν ότι πρέπει να συνεχιστεί. Έτσι, για τον σκοπό αυτόν άρχισαν, παρουσία και άλλων ενδιαφερομένων, να συναντιούνται κάθε Σάββατο στο ίδιο σπίτι κάτι σαν κοσμικό φιλολογικό "σαλόνι" της εποχής. Ο Παλαμάς όμως δεν άντεχε την πολυκοσμία και ζήτησε από την Ελένη να τον επισκέπτεται στο Κελλί (το "ησυχαστήριο" και σπουδαστήριό του). Σιγά σιγά αναπτύχθηκε μεταξύ τους μια ερωτική σχέση που έδωσε νέα πνοή στον κουρασμένο ποιητή: οι φόβοι, οι αμφιβολίες και οι ανησυχίες καταλάγιασαν χάρη στο γεμάτο προσμονή και πίστη βλέμμα της Ελένης. Και εκείνη όμως με τη σειρά της που έπασχε από φυματίωση και είχε μια μελαγχολική φύση άντλησε δύναμη από την προσοχή αυτή που την κολάκευε τόσο. Συχνά, κυρίως τους χειμώνες, αναγκάζονταν να μείνουν χωριστά, εφόσον η άρρωστη Ελένη έπρεπε να αναζητήσει ηπιότερα κλίματα. Τα διαστήματα αυτά αλληλογραφούσαν εκτεταμένα. Στα γράμματά του ο Παλαμάς άρχισε να την αποκαλεί "Ραχήλ". Η σχέση συνεχίστηκε σίγουρα ως τον Αύγουστο του 1935 τότε χρονολογείται το τελευταίο γράμμα που διασώθηκε. Από εκεί και πέρα δεν είμαστε σίγουροι. Η Ελένη ακολούθησε τον στρατηγό πατέρα της στην Αίγυπτο και μετά στη Νότιο Αφρική. Όταν επέστρεψε το 1944, ο Παλαμάς είχε πια πεθάνει».
Δεν θα αναφερθώ περισσότερο σ’ αυτήν την υπόθεση. Και, όχι μόνον, λόγω του Πανδαμάτορος. Υπάρχει εξ άλλου, για κάθε ενδιαφερόμενο, ολόκληρος τόμος στα «Άπαντα» του ποιητή, με τα γράμματα στην Ραχήλ. Μια μικρή παρατήρηση μόνον. Το να διαβάζουμε στην περιοδική έκδοση Lifo στις 13.1.2015 άρθρο με τίτλο «Ο άγνωστος και παράνομος έρωτας του Κωστή Παλαμά για την «Ραχήλ», για ένα θέμα που –μάλλον- έχει εξαντληθεί, απασχολώντας τους μελετητές για σχεδόν 80 χρόνια, ξεπερνά την υπερβολή.
Ας δούμε –καθώς προς το τέλος προχωρούμε- και τις αντιφάσεις του στα δύο μείζονα έργα του. Την «Φλογέρα του βασιλιά» και τον «12λογο του γύφτου». Στο ένα, την «Φλογέρα του βασιλιά», εξυμνεί όλες τις «παλαιές αξίες», την πίστη, την φιλοπατρία και το ηρωικό πνεύμα, με αποτέλεσμα να θεωρείται το κατ’ εξοχήν πατριδολατρικό δημιούργημα του ποιητή. Μνημονευτέα ωστόσο εδώ η εξής παλαιότερη παρατήρηση του Κ.Γ. Κασίνη, γενικού επόπτη της πρώτης πλήρους έκδοσης των «Απάντων»:
«Μπορεί, βέβαια, ο πολίτης Παλαμάς να είναι δεμένος με τον τόπο του, αλλά υπερβαίνει την στενή ιδέα της πατρίδας και αισθάνεται ως πολίτης του ευρέος βαλκανικού χώρου, συνεχίζοντας υπό άλλες συνθήκες το κήρυγμα της βαλκανικής συμπολιτείας του Ρήγα. Ακόμη πιο προωθημένες θέσεις βρίσκουμε στη “Φλογέρα του βασιλιά”, που θεωρήθηκε ως το πιο στενά πατριδολατρικό ποίημα, όπου διακηρύσσει την ευρωπαϊκή ιδέα και, πιο ριζοσπαστικά ως πολίτης του κόσμου πια, κτυπά την κεφαλαιοκρατία και κηρύσσει την ειρήνη, την αδελφοσύνη των λαών, με αποτέλεσμα ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, ένας από τους πιο καταρτισμένους κριτικούς και συνειδητός τροτσκιστής στα νιάτα του, να σημειώνει ότι εδώ διατυπώνεται τόσο πρώιμα και τόσο ρωμαλέα το σοσιαλιστικό ιδανικό».
Ο ίδιος ο ποιητής βέβαια, για μια ακόμα φορά, αυτοαναιρείται:

«Με των εθνών τα λάβαρα
 πώς σέρνουν το κατόπι
καρδιές ευκολομάλαχτες
θαμποί πατριδοκόποι!
Εσύ αντιστάσου, αταίριαστος,
και τόλμα να κηρύττης:
Του ΚΟΣΜΟΥ είμαι πολίτης,
πατρίδα έχω τη γη!»

(«Τα παράταιρα», Αθήνα 1919).
Στο άλλο «12λογος του γύφτου», προχωρεί σ’ ένα σταδιακό γκρέμισμα όλων των αξιών. «Κανένας γύφτος δεν είναι σαν τον Γύφτο του Δωδεκάλογου», παρατηρεί ο Κων. Τσάτσος «και μονάχα ο ποιητής είναι σαν αυτόν». Ας τον ξεφυλλίσουμε:
Στον 4ο λόγο αρνιέται όλους τους Θεούς,

Δε γνωρίζω από θρησκείες,
μήτε σκύβω σε θεούς,
γνωριμιά μου εσύ και πίστη!
Πήρα αράδα τους ναούς,
γύμνωσα το εικονοστάσι
βέβηλα και το βωμό,
λείψαν’ άγια, τίμια ξύλα,
κάθε πρόσφορο ιερό,
δισκοπότηρα, λαμπάδες,
όλα τ’ άγια της καρδιάς,
όλα στα ’ριξα σαν άνθια,
για να τα πατάς!

στον 5ο γκρεμίζει τους αρχαίους, το Βυζάντιο και τις πατρίδες

Κι εσύ πλάθε και ξανάπλαθε, φιλόσοφε,
την πολύθεητη λατρεία,
πάρε απ' τους αρχαίους τα ονόματα,
πάρε απ' τους Χαλδαίους τα μυστήρια·
όλα σου τα πλάσματα, του κάκου!
Και το χτίσμα σου δεν είναι παρά μνήμα,
κι ας είναι άσπρο και μεγάλο και σεμνό.
Κι ό, τι απάνω του αργοσειέται
σάμπως να είναι ζωντανό,
ο ίσκιος είναι δέντρου ή βρυκολάκου.
Μήτε η Σπάρτη, μητ' η Αθήνα, μήτε η Πόλη!
Την Αθήνα την αφιόνισε μια Εβραία
μες απ' τη Γεθσημανί.
–Που είναι η Σπάρτη: Δεν την ξέρω.
Ξέρω το Μυστρά. Κι η Πόλη η κοσμοξάκουστη
τώρα τούρκισσα κι αυτή.

στον 6ο, με αφορμή την απόφαση του Πατριάρχη Γεννάδιου «...Διά ταύτα,  τοινύν,  και ότι ου πατρόθεν τοιούτος ην, αλλ’  αποστάτης, και ότι πάνδεινος αγροικία το ημέτερον νυν έχει γένος,   ουκ αφανισμού μόνον χάρις, αλλά ποινής είνεκα  μάλιστα,  δοθήναι πυρί πεποιήκαμεν το βιβλίον», να κάψει το έργο του Γεωργίου Πλήθωνος Γεμιστού «Νόμων συγγραφή» το 1454, και περιγράφοντας την σκηνή με τον τίτλο «Γύρω από μια φωτιά», παίζει με συγκρουσιακές καταστάσεις και αντικρουόμενα συναισθήματα, ενώ στον 7ο κονιορτοποιεί και πάλι το (ανύπαρκτο πια) Βυζάντιο και τις πατρίδες

Ποιός είναι αυτός που πύργους χτίζει στον αέρα
με τη φωνή του κράχτη και μοιράζει μας
βασιλικά τα κάστρα, κι άπρεπων ελπίδων
ίσκιους μπροστά στα μάτια μας σαλεύει;
Είμαστ' εμείς οι απάτριδοι κι οι αγιάτρευτοι·
γιούχα και πάντα γιούχα των πατρίδων!
Είμαστ' εμείς οι αθάνατοι απολίτιστοι·
κι οι Πολιτείες λημέρια των ακάθαρτων,
κι οι Πολιτείες ταμπούρια των κιοτήδων·
στη στρούγγα λυσσομάνημα και φαγωμός
λύκων, σκυλιών, προβάτων και τσοπάνηδων.
Γιούχα και πάλε γιούχα των πατρίδων!

και, αφού τα πάντα έχουν γίνει σκόνη και μέσα στην καρδιά του Γύφτου ο παλαιός κόσμος έχει μηδενιστεί, έρχεται η ανάνηψη και η απολύτρωση. Για να φτάσει στον 10ο λόγο, έναν λόγο με χαρακτηριστικές προμετωπίδες, δύο στίχους του Βαλαωρίτη «αν είμαι Χάρος χαλαστής/είμαι και Χάρος πλάστης» και μια ρήση του Νίτσε από το «Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα»: «Μόνον εκεί που είναι τάφοι, είναι και Ανάσταση», ν’ ανοίξει 3 τάφους στο παλιό κοιμητήρι, ξεθάβοντας τις ίδιες αξίες που ο ίδιος γκρέμισε. Την Αγάπη, την Πατρίδα και τους Θεούς.
Και, από το «Γιούχα και πάλι γιούχα των πατρίδων» του 7ου λόγου, φτάνουμε στην ανάσταση των Πατρίδων του 10ου.

Κι εκεί ανάμεσα στα μνήματα,
κι οι τρεις τάφοι!
κι οι τρεις τάφοι με το μάρμαρο
και με το χρυσάφι.
............................................
............................................
Και κυλάς την πρώτη πλάκα,
μουσικό βιολί μου εσύ,
κι από μέσα από τον τάφο,
νά η Αγάπη! σαν πρωτόπλαστη
ξανανθεί.
Και τη δεύτερη την πλάκα
την κυλάς, βιολί, και νά!
Να η μητέρα, να η Πατρίδα!
Κι ανασταίνεται, τρισέβαστη
μες στα σεβαστά.
Και κυλάς την Τρίτη πλάκα,
μουσικό βιολί μου εσύ,
κι από μέσα από τον τάφο
νά οι θεοί!
Κι απ' τον τάφο ξαναβγαίνουν
οι δημιουργοί.
Περιβόλια, ανοίχτε στην Αγάπη,
και βροντήστε, κάστρα, νά η Πατρίδα!
Στυλωθείτε, των θεών βωμοί!
Και τ' αθάνατα είν' αυτά και οι κοσμοπλάστες,
κοσμοπλάστρα Μουσική!

Εν κατακλείδι: Θεωρώ πως είναι λάθος να χαρακτηρίζεται ένας απλός άνθρωπος, πολύ δε περισσότερο ένας καλλιτέχνης ή ένας ποιητής, έτσι ή αλλιώς. Είμαστε –ως υπάρξεις- πολύ πιο πολύπλοκοι, απ’ ότι μπορούν τα λόγια όλου του κόσμου να περιγράψουν. Και, τελειώνοντας, να επαναλάβω τα λόγια του Βολταίρου: «Στους ζωντανούς χρωστάμε σεβασμό, αλλά στους νεκρούς χρωστάμε μόνο την αλήθεια».
Ευχαριστώ





Βασική βιβλιογραφία
Αλεξ. Στεφανοπούλου: Κωστής Παλαμάς. Ο 12λογος του έρωτα (Νέα Σύνορα-Λιβάνη, 1992)
Κ.Θ. Δημαράς: Δοκίμιο ψυχογραφίας Κωστή Παλαμά, «Νέα Εστία», (τ. 397, Χριστούγεννα 1943).
Πρακτικά 9ου συμποσίου ποίησης 7-9/7/1989 (Αχαϊκές εκδόσεις)
Αφιέρωμα στον Κ.Π. Νέα Εστία, τ.ΛΔ’, τεύχος 397, Χριστούγεννα 1943
Κωστή Παλαμά. Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου. Ποιητική (Ιωαν. Κολλάρος & Σια, 1933)
Κωστή Παλαμά. Άπαντα (Ίδρυμα Κωστής Παλαμάς)
Κωστή Παλαμά. Αλληλογραφία (Επιμέλεια Κ.Γ. Κασίνη - Ίδρυμα Κωστής Παλαμάς)
Γράμματα στην Ραχήλ. (Επιμέλεια Γ.Π. Κουρνούτου (Ελληνικά Γράμματα 1960)
Πέτρος Χάρης: Έλληνες πεζογράφοι. Αθήνα, Εστία, 1953.
Δημήτρης Μπαλάνος: Αι θρησκευτικαί πεποιθήσεις του Κ.Π. «Νέα Εστία», (τ. 397, Χριστούγεννα 1943).
Λουίζα Αρκουμανέα: Όταν ο έρωτας κρατά... χαρτί και μολύβι. εφημερίδα "ΤΟ ΒΗΜΑ", 16/08/1998
Κώστας Αρκουδέας: Το χαμένο Νόμπελ: Μια αληθινή ιστορία
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1978
Μανόλης Σειραγάκης, Η Τρισεύγενη του Κωστή Παλαμά στη «Νέα Σκηνή» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. https://www.eens.org/EENS_congresses/2014/seiragakis_emmanouil.pdf
π. Ευάγγελος Πριγκιπάκης: Η Ορθόδοξη Παράδοση στην ποίηση του Κωστή Παλαμά, «O Εκκλησιολόγος» τ. 598 / 26-01-2019,





O ΠΑΛΑΜΑΣ "ΧΩΡΙΣ " ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ.ΟΜΙΛΙΑ ΑΛΕΞΗ ΓΚΛΑΒΑ ΣΤΟ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΒΡΑΔΙΝΟ ΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Ο Παλαμάς «χωρίς» τον ποιητή




Ομιλία Αλέξη Γκλαβα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη στις 24 Φεβρουαριου 2020 στον κύκλο των Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών


«Η Διαμαντοπούλου άφησε τα κάρβουνα και τα χαρτιά της. Ήταν η υπέρτατη στιγμή. Ρίγος διαπέρασε το κορμί του, και κατόπι το κεφάλι του έγειρε πάνω στο δεξιό του ώμο.
Ο Κωστής Παλαμάς δε ζούσε πια!
Το ρολόι έδειχνε τρεις και είκοσι μετά τα μεσάνυχτα, και το ημερολόγιο 27 του Φλεβάρη του 1943».Έτσι τελειώνει η εξαίρετη μονογραφία της Αλεξάνδρας Στεφανοπούλου: «Κωστής Παλαμάς. Ο 12λογος του έρωτα».
Ο Παλαμάς χωρίς τον ποιητή... Μα, γίνεται θα μου πείτε; Μπορεί να αποσπαστεί ο Παλαμάς από τον ποιητή; Μπορεί ν’ αποτελέσει ξεχωριστή οντότητα ο ποιητής και ξεχωριστή ο άνθρωπος; Ή μήπως ο τίτλος είναι λίγο-πολύ προβοκατόρικος; Θα απαντήσω λοιπόν, χωρίς περιστροφές. Και ναι και όχι... «Όχι» κατ’ αρχάς, γιατί η πορεία του Παλαμά ανθρώπου είναι άρρηκτα δεμένη με την πορεία του Παλαμά ποιητή, αλλά και «ναι», γιατί μετά θάνατον συνηθίζουμε να περιβάλουμε τους μεγάλους μ’ έναν μανδύα αγιότητος, μ’ ένα φωτοστέφανο οσιομάρτυρος. Έχοντας πετσοκόψει από εκείνο το «ο αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας» (Ρωμ. 6,7) του απ. Παύλου την κατάληξη «από της αμαρτίας» και δίνοντάς του ένα τελείως διαφορετικό νόημα. Έτσι, ο κάθε είδους  ονομαστός αποθανών, μετατρέπεται στο συλλογικό συνειδητό σ’ έναν αδαμάντινο χαρακτήρα, απαλλαγμένο παθών, «κουσουριών», αμαρτιών και μικροτήτων, εγκαθίσταται  σε μια επουράνιο σφαίρα, μεταβαλλόμενος σε ένα παρθένο δημιούργημα  εκτός πάσης κριτικής, αλλά και επιστημονικής μελέτης ή προσέγγισης. Συνηθίζουμε να τους τοποθετούμε κάπου στα επουράνια, πάνω σ’ ένα χρυσό σύννεφο και βλέποντας έναν «όμορφο κόσμο, ηθικό, αγγελικά πλασμένο», όπως θα έλεγε και ο Σολωμός, δεν εξετάζουμε σφαιρικά και αντικειμενικά την προσωπικότητα του –όποιου- δημιουργού. Και, αν κάποιος επιχειρήσει  κάτι τέτοιο, (πράγμα που σπανιότατα συμβαίνει), μεταβάλλεται στον κακό, τον εξοβελιστέο, τον αποσυνάγωγο. Δεν ξεχνώ ποτέ τον σάλο που ξεσηκώθηκε όταν ο Ηλίας Πετρόπουλος σε άρθρο του με τίτλο «ο Σολομόν», ανέφερε ότι ο εθνικός μας ποιητής ήταν Εβραϊκής καταγωγής, ελευθεροτέκτων, ομοφυλόφιλος και οινόφλυξ. Και το χειρότερον αυτού, όταν χρόνια μετά, μόλις το 2016, δημοσιογράφος των Αθηνών αναφέρθηκε στο δημοσίευμα αυτό του Πετρόπουλου, συνεδρίασε εκτάκτως το Δημοτικό Συμβούλιο των Ζακυνθίων, τον κήρυξε persona non grata στο νησί και –το εξωφρενικότερο- ζήτησε την απόλυσή του από το μέσον στο οποίο εργαζόταν. Κάποιες παλαιότερες επ’ αυτού του θέματος νύξεις, που οδήγησαν τον Πετρόπουλο σ’ αυτό του το άρθρο, δεν είχαν εμποδίσει τον Ελύτη να γράψει τους περίφημους στίχους του:
«Όπου και να σας βρίσκει το κακό αδελφοί
όπου και να θολώνει ο νους σας
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη...»
Αντίστοιχος σάλος ξεσηκώθηκε όταν ο Όλιβερ Στόουν έκανε νύξεις περί ομοφυλοφιλίας του Μεγ. Αλεξάνδρου στην ομότιτλη ταινία του. Κι όμως. Ο κόντες Διον. Σολωμός, είχε γράψει το περίφημον: «Ο λαός πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν, ότι είναι αληθές». Με βάση, λοιπόν, αυτό το σκεπτικό, ας προσθέσουμε σε όλες τις «αγιογραφίες» της περασμένης περιόδου και μία «σατανογραφία». Ελπίζω, τελειώνοντας αυτή μου την εισήγηση να μην κηρυχτώ και εγώ persona non grata.
Κυρίες και κύριοι
«Στους ζωντανούς χρωστάμε σεβασμό, αλλά στους νεκρούς χρωστάμε μόνο την αλήθεια», είχε πει κάποτε ο αγαπητός κύριος François-Marie Arouet, γνωστός σε όλους μας με το ψευδώνυμο Βολταίρος.
Ο Παλαμάς λοιπόν, δεν ήταν άγιος, ούτε καν όσιος. Δεν ήταν –φυσικά- και ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Ήταν όμως μία ακόμα  δικαίωση του  Ρόμπερτ Λούις Μπάλφουρ Στίβενσον και του πασίγνωστου μυθιστορήματος του, «Η Παράξενη Υπόθεση του Δόκτωρος Τζέκιλ και του Κύριου Χάιντ». Μέσα του συμβίωναν άλλες φορές αρμονικά και άλλες συγκρουσιακά, ο άγγελος και ο δαίμονας. Και θεωρώ ότι, θα ήταν μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίπτωση για τον κ. Φρόυντ. Γιατί, είναι οι συνθήκες και τα γεγονότα, ο τρόπος ζωής και οι συναναστροφές που διαμορφώνουν τους χαρακτήρες, σφυρηλατούν συνειδήσεις και διαπλάθουν προσωπικότητες, εκτός από το «είναι να το ‘χ’ η κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες» της γνωστής λαϊκής θυμοσοφίας...  Είναι χαρακτηριστικό ένα περιστατικό των πρώτων παιδικών του χρόνων, πού μάς διηγείται ό ίδιος στα απομνημονεύματά του με τον τίτλο «Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου». Περιγράφει ο ποιητής πώς ή μητέρα του, δυσαρεστημένη, καθώς φαίνεται, από  την διαγωγή του στο σπίτι, κατέφυγε στην επέμβαση του δασκάλου στο σχολείο. Διαβάζω από την σελ.12:  «Ό δάσκαλος είπε στα παιδιά να σωπάσουν... κι έγινε σιωπή. Κι από τα βάθη της υψώθηκε ή φωνή του δασκάλου και είπε: “παιδιά μου, ξέρετε πώς έχουμε εδώ μαζί μας ένα παιδάκι. Το παιδάκι τούτο είναι στο σχολείο εδώ μέσα ένας άγγελος. Μα στο σπίτι του μέσα το παιδάκι αυτό είναι δαίμονας. Ποιό είναι τούτο το παιδάκι;” Και όλοι γυρίσανε και κοίταξαν εμένα... Ό σοφός δάσκαλος έκαμε τ’ αποκαλυπτήρια του δίψυχου και του διπρόσωπου παιδιού...»! Το επεισόδιο αυτό, χρονολογείται πριν από τον θάνατο της μητέρας του τον Δεκέμβρη του 1864, άρα ο ποιητής πλησίαζε τα 6 χρόνια ζωής. Και συνεχίζει μερικές σελίδες πιο κάτω, αφού έχει ήδη μετακομίσει μετά τον θάνατο του πατέρα του στο σπίτι του θείου του: «...παιδάκι χαϊδεμένο και σαν παρατημένο, να ζω με τον εαυτό μου αναρχικά, ρεμβαστικά...»!
Ο Κ.Θ. Δημαράς, σημειώνει χαρακτηριστικά:
«...Θα θυμηθούμε τότε το παιδί το ορφανεμένο πάνω στην πιο ευαίσθητη ηλικία, όταν κάθε εξωτερική ανωμαλία μπορεί να σημαδέψει την ψυχή τού ανθρώπου με βαθύτατους και συχνά αγιάτρευτους τραυματισμούς. Ορφανεμένος ό μικρός Παλαμάς εφτά χρονών, από μητέρα κι από πατέρα, ξεριζώνεται κιόλας από τον τόπο όπου γεννήθηκε κι όπου έζησε τά πρώτα του αμέριμνα χρόνια κάτω από την στοργική φροντίδα της μητέρας, την αυστηρή φροντίδα του πατέρα του έτσι ξαφνικά σπάζει σε δύο η ζωή του, δε μένει τίποτε ούτε από τούς ανθρώπους ούτε από το άψυχο περιβάλλον , πού την πλαισίωναν άλλοτε. Βαθιά όμως, τόσο βαθιά ώστε να λανθάνουν κι από την ίδια του τη συνείδηση, σκεπασμένες από τα αλλεπάλληλα πυκνά στρώματα των εντυπώσεων και των εμπειριών πού σχηματίζονται γοργά στην προεφηβική και την εφηβική ηλικία, εκεί, στα βάθη τού υποσυνειδήτου του, θα μείνουν κάποιες μνήμες πού θα σημαδέψουν για πάντα τον υποκειμενικό του κόσμο: ο κόσμος αυτός διχάζεται, χωρίζεται σε φανερό και σε κρυφό, στον οποίο καταφεύγει ο ποιητής όταν έχει ανάγκη από τρυφερότητα κι από ασφάλεια, τις προσφορές των γονέων στήν ψυχή του παιδιού. Η εικόνα της μητέρας θα γίνει λαχτάρα της γυναίκας ιδανική, νοσταλγία, έμπνευση' του πατέρα θα γίνει πίστη στη δύναμη, στη γνώση, στη μορφή. Και σιγά σιγά, όσο πάει περισσότερο, ο κρυφός κόσμος, ο μυστικός, ο κόσμος της μνήμης πού γίνεται ρέμβη, όνειρο, φαντασία, ξεχύνεται πάνω στον άλλο, τον εξωτερικό, και τον καλύπτει, τον παραλύει. Μαζί όμως έχει αρχίσει κιόλας έτσι το δράμα του Παλαμά, ο διχασμός της προσωπικότητας, ο διπολισμός, η αδυναμία της εκλογής, ή διαλεκτική, ή διαλογική αίσθηση του γύρω κόσμου. Και ύστερα πάλι από τό σπάσιμο πού προκάλεσε μέσα στη ζωή του ή ορφάνια, οι καινούργιοι διαμορφωτικοί παράγοντες πού επέδρασαν πάνω του, προς την ίδια κατεύθυνση τον ώθησαν, η εσωτερική του ζωή, η οικογενειακή, ανεπαρκής, ατροφική, τον ωθεί προς τον εαυτό του, προς την απομόνωση. Ή πικρία της ζωής τόν φέρνει μακρυά από τούς ανθρώπους, τού μαθαίνει την συμπόνια πού δε βρίσκει σ’ εκείνους. Κάποιοι του στίχοι είναι χαρακτηριστικοί αυτής της διαθέσεως εξ ίσου τυπικά με τους άλλους όπου εκφράζει  την οργή του έναντίον των δυνατών. Τα αδύναμα πλάσματα γεννούν την στοργή του. Ενδεικτικοί οι στίχοι του από την συλλογή «Περάσματα και χαιρετισμοί»:
«Ό,τι σέρνεται, πάσχει, ό,τι δέχεται
τη σκληρή καταφρόνια,
βλέπω, κλαίω, το θυμάμαι, είν’ αδέρφι μου...», και λίγο πιο κάτω
«...μουγκρίζει μέσα μου βαθιά,
Και μ’ όλη την αχάμνια μου και μ’ όλο το μαράζι
Προς όλους τους μεστούς και δυνατούς του κόσμου
Μια καταφρόνεση...»
«Έτσι» συνεχίζει ο Κ.Θ. Δημαράς, «με τέτοιες αντικοινωνικές προϋποθέσεις, οργανώνονται τα παιχνίδια του μοναχικά, με της φαντασίας αδέσμευτη την επιβολή κι αργότερα το πάθος του διαβάσματος. Παιχνίδια κι ασχολίες της ακινησίας και της φαντασίας, που δεν ασκούν το σώμα, το καθιστούν αδέξιο στις ζωηρές και βίαιες παιδιές των ομηλίκων συμμαθητών κι αυξάνουν μ’ αυτόν τον τρόπο την απομόνωση. Και στο σπίτι λοιπόν και στην κοινωνία, δλδ. στο σχολείο, στων παιδιών την κοινωνία, απομονωμένος, ξεχωριστός: ο διχασμός γίνεται πιο έντονος, αλλά δίπλα σ’ αυτόν και παράλληλα με τις συνέπειές του, αναπτύσσονται και κάποιες άλλες αναπόφευκτες συνέπειες, ιδιότητες ψυχικές, που και κείνες θα σημαδέψουν την μεταγενέστερη ζωή –και το έργο συνεπώς- του ποιητή».
Στη δική του «Ιστορία της Ελληνικής λογοτεχνίας» ο Λίνος Πολίτης σημειώνει πως: «Η κριτική παρατήρησε ότι στην ποιητική σκέψη του Παλαμά κυριαρχεί ένας δυαδισμός, μια ταλάντευση ανάμεσα σε δύο αντίθετους πόλους, που είτε τους δέχεται είτε τους αρνιέται και τους δύο: και τούτο και εκείνο - ή ούτε τούτο ούτε εκείνο: η έντονη δράση και η απόμερη ζωή, η άρνηση και η θέση, η πίστη και η απιστία...  Το ποιητικό του έργο ταλαντεύεται επίσης ανάμεσα σε δύο ακραία όρια, σ’ έναν ελάσσονα και σ’ έναν μείζονα τόνο...».
Με τους σημερινούς όρους, θα μπορούσαμε θαυμάσια να υποστηρίξουμε ότι, ο Παλαμάς ως μαθητής, δεχόταν ένα συνεχές bulling. Και, αν ρωτούσαμε έναν ψυχίατρο, θα μας μιλούσε για μια έντονη διπολική διαταραχή. Και άγγελος και δαίμονας. Έτσι, σε όλα αυτά που πέρυσι κατά κόρον ακούστηκαν, τα θρησκευτικά και εθνικά ποιήματά του, θα μπορούσαμε θαυμάσια ν’ αντιτάξουμε, χωρίς φόβο και πάθος, το ποίημα... Η Δ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Σ από την «Βραδινή φωτιά Β'»
Να θυμίσω ότι, σύμφωνα με το «Μεγάλο ελληνικό λεξικό», η έννοια του ηδονισμού είναι: κυριολεκτικά: «ενέργεια με αυτοσκοπό την επίτευξη ηδονής», μεταφορικά: κραιπάλη και φιλοσοφικά:  αναγνώριση της ηδονής ως υπέρτατου σκοπού... Διαβάζω...

Από τραγούδια ένα άυλο κομπολόι
Σ’ εσέ δεν ήρθα σήμερα να δώσω.
Με τα παιχνίδια εγώ θα σε λιγώσω
Και με τα ξόρκια, αγάπη μου, ενός γόη
Γυμνοί. Και σαν κισσός θα σκαρφαλώσω
Για να φάω το κορμί σου που με τρώει.
Του λαγκαδιού σου τη δροσάτη χλόη
Με το χέρι θρασά θα την πυρώσω.
Το κρασί που ξανάφτει και το γάλα
Που κοιμίζει, θα φέρω στάλα στάλα.
Μ’ όλο μου το κορμί, να σε ποτίσω.
Και στα πόδια σου τ’ ασπροσκαλισμένα,
Δυο βάζα που μου παίρνουνε τα φρένα,
Στερνή μανία το μέλι μου θα χύσω.

Εξ άλλου, αυτόν του τον δυισμό, παραδέχεται ο ίδιος γράφοντας στα «Παράκαιρα»:
«...σέρουν εμένα δυο άλογα, τ’ αράπικο το Πάθος
και τ’ αφροστάλαχτ’ Όνειρο..., μπορεί και στον γκρεμό».
Έτσι λοιπόν, δίπλα στον δρ. Τζέκυλ ποιητή, ζούσε και δρούσε ο κ. Χάυντ άνθρωπος. Ο κ. Χάυντ Παλαμάς, ήταν ιδιαίτερα αλαζόνας και εμπαθής. Δεν ανεχόταν την (αρνητική) κριτική και κρατούσε «Μανιάτικο» οτιδήποτε θεωρούσε σαν «πολεμική» εναντίον του. Σταχυολογώ μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα, με πρώτο την σύγκρουσή του με τον Χριστομάνο για την «Τρισεύγενη». 27 Φεβρουαρίου 1901: ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, διδάκτωρ του πανεπιστημίου του Ίνσμπρουκ , αναγνωρισμένος ποιητής στο εξωτερικό και δάσκαλος ελληνικών της πριγκίπισσας Σίσσης της Αυστρίας, εκφωνεί στο Θέατρο του Διονύσου τον ιδρυτικό λόγο της Νέας Σκηνής. Μαζί του, άλλες οκτώ προσωπικότητες των ελληνικών γραμμάτων, μεταξύ των οποίων ο Κωστής Παλαμάς, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και ο Παύλος Νιρβάνας. Παράλληλα με την ιδρυτική του θεάτρου ομιλία του, ο Χρηστομάνος απευθύνει στους παρευρισκομένους «μύστες» έκκληση για την συγγραφή εθνικού δράματος και την αναγέννηση του ελληνικού θεάτρου. Ανάμεσα σ’ αυτούς που ανταποκρίνονται ο Ξενόπουλος και ο Παλαμάς με την «Τρισεύγενη», της οποίας η πρεμιέρα προσδιορίζεται (σύμφωνα με τον τύπο της εποχής) για τις 12 Ιουνίου 1903. (Στο πρόγραμμα πάντως της «Νέας Σκηνής» η παρουσίασή του τοποθετείται μετά τον 15Αύγουστο, χωρίς συγκεκριμένη ημερομηνία). Όμως ο Χρηστομάνος, ζητά από τον Παλαμά κάποιες αλλαγές στο κείμενο για να καταστεί θεατρικότερο παρά ποιητικότερο. Ο Παλαμάς αρνείται, η σύγκρουση δεν αποφεύγεται και ο ποιητής αποσύρει το έργο. Η εφ. «Άστυ», σπεύδει να επιλέξει στρατόπεδο: «Οι λόγοι δεν εγνώσθησαν ακόμη, αλλ’ ο κ. Χρηστομάνος με ό,τι κι αν συνέβη είναι αδικαιολόγητος...»! Στο ίδιο όμως άρθρο του «Άστεως», συμπεριλαμβάνεται και μία ένσταση: «...ότι το ωραίον αυτό έργον είναι γραμμένον εις μίαν γλώσσαν ην πιθανόν να εκτιμά ο συγγραφεύς και να εργάζηται υπέρ αυτής, δεν είναι όμως και η γλώσσα ην στέργει να ενστερνισθεί η ανεπτυγμένη τάξις. Κρίμα ότι ο κ. Παλαμάς δεν το έγραψεν εις την καθαρεύουσαν...».  Ο δε  Βλάσης Γαβριηλίδης. υπερθεματίζει γράφοντας στην «Ακρόπολη». «Από λαγόνες τέτοιας Ελληνίδος θα βγούνε οι Έλληνες του μέλλοντος, οι άλλοι...».
Για να λέμε όμως «και του στραβού το δίκιο» ο Χρηστομάνος δεν είχε άδικο ως προς τις παρατηρήσεις του, οι οποίες ήταν επί της θεατρικότητας και όχι της ποιητικότητας του έργου. Ο Άλκης Θρύλος (Ελένη Ουράνη) σημειώνει, (διαβάζω ένα μικρό απόσπασμα): «Ο Παλαμάς δεν ήταν κύριος του σκηνικού οργάνου, που το χρησιμοποίησε μόνον μια φορά. Η δράση είναι πολύ χαλαρή η πλοκή καθόλου σφιχτοδεμένη, γίνεται αδιάκοπα κατάχρηση του αφηγηματικού στοιχείου, —τα πρόσωπα διηγούνται και τα επεισόδια που θα έπρεπε να εξελιχθούν στην σκηνή και τα επεισόδια που ξετυλίχτηκαν στην προηγούμενη πράξη στην σκηνή και που έτσι τα παρακολουθεί ο θεατής δύο φορές -κάθε τόσο εισχωρούν ατέλειωτα μάκρη, περιττές και κουραστικές επαναλήψεις, η φαντασία στην εξεύρεση των γεγονότων πού θα προκαλέσουν τη σύγκρουση και θα αναπτύξουν την υπόθεση και το έργο φανερώνεται πολύ ισχνή, οι χαραχτήρες διαγράφονται χωρίς πλαστικότητα. Όλα τα πρόσωπα είναι εντελώς σχηματοποιημένα και .μονοκόμματα· μόνο ψυχολογείται κάπως η ηρωίδα, ή Τρισεύγενη, πού φωτίζεται υπέρμετρα, αποκλειστικά και μονόπλευρα, γύρω από την οποία πλέκεται, αρκετά μονότονα κι απλοϊκά, όλο το έργο, αλλά και αυτής το τέλος, ή αυτοκτονία, είναι ψυχολογικά αδικαιολόγητο».
Ο Παλαμάς έκτοτε, δεν ξαναμίλησε στον Χρηστομάνο μέχρι το 1907... Τότε ο Χρηστομάνος κυκλοφόρησε και στα Ελληνικά, (είχαν προηγηθεί οι εκδόσεις στα Γερμανικά, Γαλλικά και Ιταλικά), το περίφημο έργο του «Το Βιβλίο της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ. Φύλλα ημερολογίου», το οποίο ενθουσίασε τον Παλαμά και του αφιέρωσε το ποίημα «Στο βιβλίο του Κωσταντίνου Χρηστομάνου για την αυτοκρατόρισσα Ελισάβετ». Σας διαβάζω τις δύο τελευταίες στροφές:
«Μα με την τέχνη του κρατάει και με τον έρωτά του
αλαφροΐσκιωτος ποιητής, λειτουργικό βιβλίο,
μέσα σου τ’ Όνειρο γοργό που ολάστραψε μπροστά του.
Ω! το βιβλίο που τραγουδεί! Και σαν το ξεφυλλίζεις,
κάποια φτερά σ’ αερίζουνε και κάτι αλαφρογγίζεις,
σαν από μυστική πηγή, σαν από νόημα θείο».
Συγκινημένος ο Χρηστομάνος, βρήκε τον Παλαμά κι έπεσε στην αγκαλιά του. Την αγκαλιά ενός παγόβουνου. Η απόσταση παρέμεινε. Δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ.
Ανάλογη περίπτωση η περίπτωση της κοντέσας Νοάιγ. Ένα τετράστιχό του, το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε στον «Κύκλο των Τετραστίχων» το 1929, αλλά ανάγεται στην εποχή πού οι φίλοι του παρεκάλεσαν την κοντέσσα Νοάϊγ, στο Παρίσι, να γράψει για τον Παλαμά ένα άρθρο, για να χρησιμοποιηθεί αυτό «όπου δει», μα ή μεγάλη ποιήτρια, ή αρνήθηκε ή το υποσχέθηκε και το αμέλησε. (Αδιευκρίνιστο το πιο απ’ τα δύο). Ο ποιητής αυτό δεν της το συγχώρεσε ποτέ και την έκαμε να το πληρώσει μ’ ένα τετράστιχο, πού την έλεγε τυφλή κι αναίσθητη, αφού πέρασε από μπροστά της ή Ποίηση και της γύρισε την πλάτη!
«Ποιήτρια, και σ’ ανάθρεψαν Ουγκώ, Ευριπίδης και Πετράρχης
και σε στεφάνωσαν κ οι εννιά, με τον ’Απόλλωνα Πιερίδες,
σε ξέρω. Σε καταφρονώ, για μένα δεν υπάρχεις,
γιατί εμπρός σου όταν πέρασα, δε μ’ ένιωσες, δε μ’ είδες».
Παρόμοια περίπτωση αυτή του Γιάννη Ψυχάρη. Φανατικός υπέρμαχος του δημοτικισμού και συνοδοιπόρος του Παλαμά σε αυτό το θέμα, συντάχθηκε απόλυτα με τον ποιητή, στην σύγκρουσή του με τον Καβάφη, για τον οποίον ο Παλαμάς είχε πει: «Ποιητής ο Καβάφης; Δεν ξέρω. Για ρεπορτάζ από τους αιώνες μοιάζουνε τα γραφτά του. Σκίτσα ιδεών, που πάνε να γίνουν καλά τραγούδια, αλλά παραμένουν ημιτελή σχεδιάσματα».
Επίσης ο Λέανδρος αναφέρει ότι, στα κατάλοιπα του ποιητή βρήκε μία σημείωση, σαφέστατα υπαινικτική για την ομοφυλοφιλία του Καβάφη. «Τον ποιητή, τον βλέπω πάνω στον Πήγασο και όχι πάνω στο ποδήλατο». Συντασσόμενος με τον Παλαμά ο Ψυχάρης, έφτασε στα άκρα αποκαλώντας τον Καβάφη καραγκιόζη. Ακόμα πιο καυστικός ήταν ο Θεοτοκάς, λέγοντας πως σε μια δικογραφία διαζυγίου υπήρχε περισσότερη ψυχή απ’ όση σε ολόκληρο το καβαφικό έργο. Το 1905 ο Παλαμάς γράφει ένα ποίημα για τον φίλο και συναγωνιστή του. Τίτλος του; «Στον Ψυχάρη».

Στης ακριβής μου Τέχνης τ’ αργαστήρι
σου γράφω την πλατιά σου ζωγραφιά
με το Όνειρο το μέγα του Γιαννίρη,
με της Ζούλιας την τραγική ομορφιά.
Στο ναό.& θα μπει με τις εικόνες των άξιων
που πέρασαν απ’ τη γη με το Λόγο
και ζούνε στους αιώνες, πλάστες
και λυτρωτήδες και οδηγοί.

«Αλλά η τελευταία επίσκεψη τού Ψυχάρη στην Αθήνα, μας ξεσκέπασε απρόοπτα και ολοκληρωτικά τον κρυφό καημό τού Παλαμά. Αυτή τη φορά, ο Δάσκαλος ερχόταν απ’ το Παρίσι για να μας ζητήσει το Νομπέλ!», σημειώνει ο Γρ. Ξενόπουλος. Ο Άλκης Θρύλος, αρνήθηκε να υπογράψει την πρόταση για τον Ψυχάρη, ενώ οι Παλαμιστές δήλωσαν ότι θα την υπογράψουν με την προϋπόθεση να την υπογράψει πρώτος ο Παλαμάς.  Ο Παλαμάς, αρνήθηκε ακόμα κι να δει την πρόταση για τον Ψυχάρη, θεωρώντας την κίνησή του casus beli. Να θυμίσω ότι, ο ποιητής ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 14 φορές (1926, 1927, 1928, 1929, 1930, 1931, 1932, 1933, 1934, 1935, 1936, 1937, 1938 και 1940). Επιστρέφοντας στο Παρίσι ο Ψυχάρης, εξέδωσε ένα φυλλάδιο στα Γαλλικά, υποτιθέμενης κριτικής στην ποίηση του Παλαμά, που στην πραγματικότητα ήταν λίβελος. Ο Ξενόπουλος ισχυρίζεται ότι, η έκδοση αυτή δεν ενόχλησε τον ποιητή, αλλά σε γράμμα του Παλαμά στην Λιλή Ιακωβίδη διαβάζουμε: «Μαθαίνω πως ο Ψυχάρης, πυρ και μανία εναντίον μου, ετοιμάζει ολόκληρο βιβλίο να με καταστρέψει…»! Παρά τις συνεχόμενες υποψηφιότητες του, ο Παλαμάς δεν κατέκτησε το βραβείο. Οι Παλαμικοί ισχυρίζονταν ότι την υποψηφιότητά του υπέσκαψε ο Ψυχάρης. ο οποίος διεκδίκησε παρασκηνιακά το Νόμπελ για τον εαυτό του, αλλά και αυτό δεν πρέπει να θεωρείται γεγονός, μια και ο Ψυχάρης «ψοφούσε» (κατά τον Ξενόπουλο) για το Νόμπελ το 1926, ενώ πέθανε το 1929. Ακολούθησαν άλλες 10 αποτυχημένες υποψηφιότητες για τον Παλαμά.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                      
Ένα άλλο ζήτημα, είναι η θρησκευτικότητα του Παλαμά. Υπήρξε όντως, ή είναι κι αυτή ένας ακόμα μύθος; Ο Πρωτοπρεσβυτέρος Ευάγγελος Πριγκιπάκης, σε ομιλία του στην «Χριστιανική Στέγη Πατρών» την Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019, επισημαίνει σχετικά:
Παρόλο όμως που ο Παλαμάς υπήρξε γόνος οικογένειας με μακρά, διδασκαλική, εθνική, λευιτική και γενικότερα εκκλησιαστική παράδοση, αλλά και ανδρώθηκε σε ένα περιβάλλον εμποτισμένο βαθύτατα από την Ορθόδοξη Παράδοση, ώστε όπως παρατηρείται ορθά, μέσα του να συνυπάρχει μέχρι το τέλος της ζωής του ο φλογερός δάσκαλος και ο ασκητής μοναχός, εν τούτοις ήδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής του στην Αθήνα και την έκδοση των πρώτων ποιητικών του συλλογών, παρόλο που συνθέτει ποιήματα με θρησκευτικό περιεχόμενο και κέντρο κυρίως το πρόσωπο του Χριστού, παρουσιάζεται να παλεύει μέσα στην ψυχή του μεταξύ πίστεως και αμφιβολίας, κάτι που θα διαρκέσει σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ενώ δηλαδή παρουσιάζεται να αποδέχεται και να τραγουδεί τις αλήθειες της Ορθοδόξου πίστεως στην ποίησή του, ταυτόχρονα τις αμφισβητεί, αμφιβάλλει και στρέφεται προς άλλες αναζητήσεις και κατευθύνσεις θρησκευτικές. Κι αυτό γιατί μέσα του συντελούνταν μια πάλη σκληρή μεταξύ πίστεως και αμφίβολης απιστίας, οι οποίες, χωρίς να εξαλείφει η μια την άλλη, συνυπήρχαν, ώστε να δηλώνει συχνά πως ήταν «μαζί και πιστός και άπιστος».
Για να συμπληρώσει δογματικότερος ο Δημ. Μπαλάνος:
«Ο Παλαμάς όμως, ακολουθών τας αρχάς του συγκρητισμού, παραλληλίζων τον Σωτήρα προς μυθολογικά πρόσωπα, θέτων τον Χριστιανισμόν εις ίσην ή και ήσσονα μοίραν προς τα εθνικάς θρησκείας και απαρνούμενος την δογματικήν διδασκαλίαν της εκκλησίας, απεμακρύνθη θεμελιωδών αρχών αυτής...»
Μερικές μάλιστα φορές ο συγκρητισμός του φθάνει (αν δεν ξεπερνά) τα όρια της βλασφημίας, όταν «με πόνο Χριστιανού και ειδωλολάτρη πόθο μαζί, παράξενα ζευγαρωμένα» αναπέμπει κοινή προσευχή στην «εκπρόσωπο της αιώνιας ομορφιάς» Αφροδίτη και στον «μαρτυρικόν, ωραίον Ναζωραίον, εκπρόσωπον της αιώνιας καλωσύνης».

«Ω ταίρι, που τον θρόνο σου τετράψυχο έχεις στήσει
ώ Κύπρις, ω Μεσσία!    ,    .
Χαίρετε, θλίψη και χαρά, τρισάγιο εσύ μεθύσι,
τρισάγια εσύ θυσία!
Ω! χαίρε πού τ’ άνθρώπινο κορμί το αποθεώνεις,
ουρανογεννημένη,
Χαίρε κ’ έσύ πού της ψυχής πατρίδα φανερώνεις
καινούργια, ονειρεμένη !
Ω, χαίρε πού γεννήθηκες για μάς με γέλιο πλάνο
στο μαγικό σου στόμα,
κ’ Εσύ πού πέθανες για μάς και στο Σταυρό Σου επάνω
μ’ αγάπης λόγια ακόμα!
Θεά! στη γη κατέβασες τον ουρανό με χέρια
φωτοπεριχυμένα,
Θεέ, κι ανέβηκεν ή γη ψηλότερα απ’ τ’ αστέρια
πιστεύοντας εσένα»

(«Οι Θεοί», «Τα μάτια της ψυχής μου» σελ.47).
Το άλλο «αγκάθι», είναι ο Παλαμάς ως σύζυγος και ως πατέρας. Δεν θ’ αναφερθώ διεξοδικά στις ερωτικές «ατασθαλίες» του ποιητή, παρά μόνον σε δύο περιπτώσεις, αλλά και στην σύγκρουσή του, λόγω αυτών, με τον γιο του Λέανδρο. Γράφει ο Γρ. Ξενόπουλος: «...Εν΄ άλλο βράδυ, είδα τον ποιητή πολύ πιο θυμωμένο. Είχα πάει κάπως αργότερα, και βρήκα το αντρόγυνο ν’ αποτελειώνει το δείπνο του στο χώλλ μονάχο. Τα παιδιά έλειπαν κι η Ειρηνούλα δεν είχε κατέβει από τα  πάνω. Μου φάνηκαν κι οι δύο σα μουτρωμένοι, σα να είχαν κάνει προ ολίγου καβγά. Θυμήθηκα τότε πώς ένας φίλος μας, την ίδια μέρα, μου είχε πει πώς ή κυρία Παλαμά ανακάλυψε καινούργια απιστία του αντρός της και του έκανε σκηνές, μην τα ρωτάς! Δεν φαντάστηκα πώς ήταν κάτι σοβαρό, πιο σοβαρό τουλάχιστο από τα συνηθισμένα, κι έτσι στ’ αστεία, για να γελάσουμε, τούς είπα.
—Έ, τί πάθατε σεις; Δε ντρεπόσαστε να ‘χετε ζήλειες στα γεράματα σα νιόπαντροι ; Ό κόσμος εβούιξε. Όπου σταθώ κι όπου βρεθώ, αυτό ακούω. Άλλα που να γελάσουν! Ο ποιητής κατσούφιασε φοβερά. Κι αμέσως ή γυναίκα του τον άρχισε:
—Ακούς, Κωστή; τ’ ακούς; Ο κόσμος βούιξε! Κι αλήθεια πρέπει να ντρεπόμαστε. Και ποιος φταίει, ποιος;...
Τού είπε, του είπε, χωρίς να τη νοιάζει πώς δεν ήταν πια οι δυο τους. Ο ποιητής μιλιά. Τότε μόνο κατάλαβα πώς ήταν κάτι σοβαρό και μετάνιωσα για το αστείο μου. Άλλα ήταν αργά. Ο καβγάς, φαίνεται, ξέσπασε φοβερός, όταν έφυγα σε λίγο. Και το αποτέλεσμα; Ο Παλαμάς ξεθύμανε με μένα! Και την επομένη έλαβα στο σπίτι μου ένα γράμμα του πού έλεγε πάνω - κάτω τα εξής: «Λυπούμαι πολύ! Αλλ’ αν είναι να μάς φέρνετε το βόρβορο των τριόδων, θα μου κάνετε χάρη να μην ξανάρθετε στο σπίτι μου». Την ίδια ώρα, του γύρισα πίσω το κακό αυτό γράμμα, με την ακόλουθη πάνω-κάτω σημείωση, γραμμένη στο ίδιο χαρτί, στο κενό πού έμενε κάτω απ’ την υπογραφή: « Δεν θέλω να κρατήσω, ούτε να σχίσω εγώ, ένα τέτοιο γράμμα. Σου το επιστρέφω να το σχίσης εσύ, βέβαιος πώς θα το μετανιώσης σε λίγο, αν δεν το μετάνιωσες κιόλα. Ανύποπτος, σάς έκαμα χτες έν’ αστείο. Στο σπίτι σου βρήκα μια σπασμένη καρέκλα πού δε φαινόταν, εκάθησα με την Ιδέα πώς ήταν γερή, και γκρεμίστηκα. Δεν φταίει παρά εκείνος πού άφησε στη μέση τέτοια καρέκλα, αντί να την κρύψη ή να τη διορθώση».
Από μια ανάλογη ιστορία, ξεκίνησε και η σύγκρουση με τον γιο του, ενώ ο Λέανδρος ήταν μόλις 19 ετών, με αποτέλεσμα να γράφει στην κόρη του Ναυσικά 6/19 του Μάρτη 1909: «Σχηματίζει εύκολώτατα και ακοπώτατα και κατηγορηματικώτατα ιδέα για την υπόθεση πού σάς απασχολεί, με βάζει σε σκαμνί κατηγορούμενου, με νουθετεί, μου δίδει μαθήματα  ...μέ δικάζει, και με καταδικάζει, μου λέει τί νά κάμω γιά νά σωθώ, τί να κάμω για να μη καταστραφούμε, ... ύστερα βρίζει μπακαλικώτατα μια γυναίκα, οποία κι αν είναι, για να με φωτίση ο έξυπνος, και να μου θυμίση ότι οι άνθρωποι, πριν πλησιάση ο ένας τον άλλον, καλά κακά, τρελά φρόνιμα, αθώα ή ένοχα, δεν εξετάζω, πρέπει να σταματούν, να ξεροκαταπίνουν, και να ζητούν πρώτα - πρώτα ο ένας από τον άλλον, πιστοποιητικά καλής διαγωγής και διαβατήρια υπογραμμένα από αστυνόμους...» ενώ 4 μήνες αργότερα (19/7/09), γράφει στην κόρη του σαν Υ.Γ., «παρακαλείται η κ. Ναυσικά να στείλη, η να εγχειρίση το εσώκλειστον, στον κ. Λέαντρο»... Σύμφωνα με τον Ξενόπουλο, η σχέση τους παρέμεινε σε χαμηλές θερμοκρασίες...
Είπα, θα ασχοληθώ με δύο μόνον από τις ερωτικές «ατασθαλίες» του ποιητή. Την μυστηριώδη «Μάγδα» και την Ραχήλ. Η ιστορία με την Μάγδα, είναι άγνωστο πότε άρχισε. Η γνωριμία μας μαζί της ξεκινά από τον «κύκλο των 4στίχων» όπου και διαβάζουμε στο 123ο.
«Ω, Μάγδα, άπό τ’ ολόχλωρο χωριό σου ο λογισμός σου
κι αν είναι κι όμοια όλόχλωρος, πάει και πολύ πιο πέρα.
Ντροπή στον άκριτο κριτή, δόξα στ’ άγνωρο φως σου!
Για σένα, το είπες, ό ποιητής σου είναι «ή νυχτιά και η μέρα»,
ενώ το πρώτο (από τα 26 συνολικά), γράμμα του ποιητή έχει ημερομηνία 12/8/1916, όταν ήταν ήδη 57 ετών. Τα γράμματα διεσώθηκαν αντεγραμμένα από την Μάγδα. Στις σημειώσεις των επιμελητών της έκδοσης διαβάζουμε: «’Από σημειώσεις έδώ κ’ έκεί φαίνεται πώς ή Μάγδα κατέβαλε προσπάθεια να μείνει απόλυτα πιστή στα αυτόγραφα. Λ.χ. γράφει για τον αρ. 406 : «ή λέξη ευγενική είναι από τον ίδιο των Ποιητή γραμμένη και σβησμένη». Επίσης: «Στήν αντιγραφή των υπογραφών του ποιητή έγινε προσπάθεια να είναι όμοιες όσο το δυνατόν». Παρά την αξιέπαινη προσπάθεια, διατηρούμε αρκετές επιφυλάξεις, αν ή Μάγδα κατόρθωσε ν’ αναγνώσει ορθά πάντοτε τα όχι πάντοτε ευανάγνωστα αυτόγραφα του ποιητή. Το μεγάλο όμως σφάλμα, στην αντιγραφή, είναι η εσκεμμένη παράλειψη των μερών εκείνων, στο οποία ό ποιητής γινόταν πιο θερμός και τολμηρός, πού πρέπει να τα θεωρούμε χαμένα».
Στην τύχη ένα απόσπασμα (Ιούνος του ’19). «...Αν δέν ξανανειώνη το κορμί μου, μέ ξανανειώνει κάθε τόσο το πνεύμα μου, ή καρδιά μου, ο άνθρωπος πού είμαι και πού με όλη μου τη σάρκα είμαι μια ψυχή. Λούζομαι στον ίδιο τον ποταμό, την πηγή, καλά καλά δεν θυμάμαι, πού λούζονταν ή 'Ήρα. Στην Κάναχο.  Και βγαίνω φρέσκος. Την ώρα τούτη, δηλαδή στην περίοδο αυτή της ζωής μου, ή φρεσκάδα μου συνίσταται σε τούτο: η tendresse η ερωτική, πού με συνοδεύει πάντα ποτίζοντάς με κάποια γλυκόπιοτα, δυσκολοπερίγραφα λικέρια, προσφέρεται από τη δική σου την εικόνα, πού είναι τόσο μακρυσμένη και τόσο κοντινή, πού είναι φάσμα και πού είναι πλάσμα. Πού είμαι μόνος και την πήρα καί ζώ, μαζί της.
Σιωπή, Σιωπή, Σιωπή, μη μ’ άκούση κανείς...»
Όσο για τον θεωρούμενο μεγάλο έρωτα του Παλαμά, την Ραχήλ, οι Παλαμιστές θεωρούν πως ήταν πλατωνικός. Είναι όμως έτσι;
Στο κείμενο «Όταν ο έρωτας κρατά... χαρτί και μολύβι", η Λουίζα Αρκουμανέα, σημειώνει ανάμεσα στ’ άλλα: « Όταν πρωτοσυναντήθηκαν σε ένα φιλικό σπίτι τα Χριστούγεννα του 1921, η Ελένη Κορτζά [Ραχήλ] ήταν μια όμορφη, φιλομαθής κοπέλα γύρω στα 20. Παρ' ότι αγνοούσε την ύπαρξή του ("Δεν γνωρίζω ποιητή Παλαμά"), η Ελένη κατάφερε να εντυπωσιάσει τον εξηντάρη τότε Παλαμά, όχι μόνο με τη μορφή αλλά και με τη μόρφωσή της. Η συζήτησή τους γύρω από τον Μποντλέρ και τον Ουγκό αποδείχθηκε τόσο ενδιαφέρουσα που συμφώνησαν ότι πρέπει να συνεχιστεί. Έτσι, για τον σκοπό αυτόν άρχισαν, παρουσία και άλλων ενδιαφερομένων, να συναντιούνται κάθε Σάββατο στο ίδιο σπίτι κάτι σαν κοσμικό φιλολογικό "σαλόνι" της εποχής. Ο Παλαμάς όμως δεν άντεχε την πολυκοσμία και ζήτησε από την Ελένη να τον επισκέπτεται στο Κελλί (το "ησυχαστήριο" και σπουδαστήριό του). Σιγά σιγά αναπτύχθηκε μεταξύ τους μια ερωτική σχέση που έδωσε νέα πνοή στον κουρασμένο ποιητή: οι φόβοι, οι αμφιβολίες και οι ανησυχίες καταλάγιασαν χάρη στο γεμάτο προσμονή και πίστη βλέμμα της Ελένης. Και εκείνη όμως με τη σειρά της που έπασχε από φυματίωση και είχε μια μελαγχολική φύση άντλησε δύναμη από την προσοχή αυτή που την κολάκευε τόσο. Συχνά, κυρίως τους χειμώνες, αναγκάζονταν να μείνουν χωριστά, εφόσον η άρρωστη Ελένη έπρεπε να αναζητήσει ηπιότερα κλίματα. Τα διαστήματα αυτά αλληλογραφούσαν εκτεταμένα. Στα γράμματά του ο Παλαμάς άρχισε να την αποκαλεί "Ραχήλ". Η σχέση συνεχίστηκε σίγουρα ως τον Αύγουστο του 1935 τότε χρονολογείται το τελευταίο γράμμα που διασώθηκε. Από εκεί και πέρα δεν είμαστε σίγουροι. Η Ελένη ακολούθησε τον στρατηγό πατέρα της στην Αίγυπτο και μετά στη Νότιο Αφρική. Όταν επέστρεψε το 1944, ο Παλαμάς είχε πια πεθάνει».
Δεν θα αναφερθώ περισσότερο σ’ αυτήν την υπόθεση. Και, όχι μόνον, λόγω του Πανδαμάτορος. Υπάρχει εξ άλλου, για κάθε ενδιαφερόμενο, ολόκληρος τόμος στα «Άπαντα» του ποιητή, με τα γράμματα στην Ραχήλ. Μια μικρή παρατήρηση μόνον. Το να διαβάζουμε στην περιοδική έκδοση Lifo στις 13.1.2015 άρθρο με τίτλο «Ο άγνωστος και παράνομος έρωτας του Κωστή Παλαμά για την «Ραχήλ», για ένα θέμα που –μάλλον- έχει εξαντληθεί, απασχολώντας τους μελετητές για σχεδόν 80 χρόνια, ξεπερνά την υπερβολή.
Ας δούμε –καθώς προς το τέλος προχωρούμε- και τις αντιφάσεις του στα δύο μείζονα έργα του. Την «Φλογέρα του βασιλιά» και τον «12λογο του γύφτου». Στο ένα, την «Φλογέρα του βασιλιά», εξυμνεί όλες τις «παλαιές αξίες», την πίστη, την φιλοπατρία και το ηρωικό πνεύμα, με αποτέλεσμα να θεωρείται το κατ’ εξοχήν πατριδολατρικό δημιούργημα του ποιητή. Μνημονευτέα ωστόσο εδώ η εξής παλαιότερη παρατήρηση του Κ.Γ. Κασίνη, γενικού επόπτη της πρώτης πλήρους έκδοσης των «Απάντων»:
«Μπορεί, βέβαια, ο πολίτης Παλαμάς να είναι δεμένος με τον τόπο του, αλλά υπερβαίνει την στενή ιδέα της πατρίδας και αισθάνεται ως πολίτης του ευρέος βαλκανικού χώρου, συνεχίζοντας υπό άλλες συνθήκες το κήρυγμα της βαλκανικής συμπολιτείας του Ρήγα. Ακόμη πιο προωθημένες θέσεις βρίσκουμε στη “Φλογέρα του βασιλιά”, που θεωρήθηκε ως το πιο στενά πατριδολατρικό ποίημα, όπου διακηρύσσει την ευρωπαϊκή ιδέα και, πιο ριζοσπαστικά ως πολίτης του κόσμου πια, κτυπά την κεφαλαιοκρατία και κηρύσσει την ειρήνη, την αδελφοσύνη των λαών, με αποτέλεσμα ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, ένας από τους πιο καταρτισμένους κριτικούς και συνειδητός τροτσκιστής στα νιάτα του, να σημειώνει ότι εδώ διατυπώνεται τόσο πρώιμα και τόσο ρωμαλέα το σοσιαλιστικό ιδανικό».
Ο ίδιος ο ποιητής βέβαια, για μια ακόμα φορά, αυτοαναιρείται:

«Με των εθνών τα λάβαρα
 πώς σέρνουν το κατόπι
καρδιές ευκολομάλαχτες
θαμποί πατριδοκόποι!
Εσύ αντιστάσου, αταίριαστος,
και τόλμα να κηρύττης:
Του ΚΟΣΜΟΥ είμαι πολίτης,
πατρίδα έχω τη γη!»

(«Τα παράταιρα», Αθήνα 1919).
Στο άλλο «12λογος του γύφτου», προχωρεί σ’ ένα σταδιακό γκρέμισμα όλων των αξιών. «Κανένας γύφτος δεν είναι σαν τον Γύφτο του Δωδεκάλογου», παρατηρεί ο Κων. Τσάτσος «και μονάχα ο ποιητής είναι σαν αυτόν». Ας τον ξεφυλλίσουμε:
Στον 4ο λόγο αρνιέται όλους τους Θεούς,

Δε γνωρίζω από θρησκείες,
μήτε σκύβω σε θεούς,
γνωριμιά μου εσύ και πίστη!
Πήρα αράδα τους ναούς,
γύμνωσα το εικονοστάσι
βέβηλα και το βωμό,
λείψαν’ άγια, τίμια ξύλα,
κάθε πρόσφορο ιερό,
δισκοπότηρα, λαμπάδες,
όλα τ’ άγια της καρδιάς,
όλα στα ’ριξα σαν άνθια,
για να τα πατάς!

στον 5ο γκρεμίζει τους αρχαίους, το Βυζάντιο και τις πατρίδες

Κι εσύ πλάθε και ξανάπλαθε, φιλόσοφε,
την πολύθεητη λατρεία,
πάρε απ' τους αρχαίους τα ονόματα,
πάρε απ' τους Χαλδαίους τα μυστήρια·
όλα σου τα πλάσματα, του κάκου!
Και το χτίσμα σου δεν είναι παρά μνήμα,
κι ας είναι άσπρο και μεγάλο και σεμνό.
Κι ό, τι απάνω του αργοσειέται
σάμπως να είναι ζωντανό,
ο ίσκιος είναι δέντρου ή βρυκολάκου.
Μήτε η Σπάρτη, μητ' η Αθήνα, μήτε η Πόλη!
Την Αθήνα την αφιόνισε μια Εβραία
μες απ' τη Γεθσημανί.
–Που είναι η Σπάρτη: Δεν την ξέρω.
Ξέρω το Μυστρά. Κι η Πόλη η κοσμοξάκουστη
τώρα τούρκισσα κι αυτή.

στον 6ο, με αφορμή την απόφαση του Πατριάρχη Γεννάδιου «...Διά ταύτα,  τοινύν,  και ότι ου πατρόθεν τοιούτος ην, αλλ’  αποστάτης, και ότι πάνδεινος αγροικία το ημέτερον νυν έχει γένος,   ουκ αφανισμού μόνον χάρις, αλλά ποινής είνεκα  μάλιστα,  δοθήναι πυρί πεποιήκαμεν το βιβλίον», να κάψει το έργο του Γεωργίου Πλήθωνος Γεμιστού «Νόμων συγγραφή» το 1454, και περιγράφοντας την σκηνή με τον τίτλο «Γύρω από μια φωτιά», παίζει με συγκρουσιακές καταστάσεις και αντικρουόμενα συναισθήματα, ενώ στον 7ο κονιορτοποιεί και πάλι το (ανύπαρκτο πια) Βυζάντιο και τις πατρίδες

Ποιός είναι αυτός που πύργους χτίζει στον αέρα
με τη φωνή του κράχτη και μοιράζει μας
βασιλικά τα κάστρα, κι άπρεπων ελπίδων
ίσκιους μπροστά στα μάτια μας σαλεύει;
Είμαστ' εμείς οι απάτριδοι κι οι αγιάτρευτοι·
γιούχα και πάντα γιούχα των πατρίδων!
Είμαστ' εμείς οι αθάνατοι απολίτιστοι·
κι οι Πολιτείες λημέρια των ακάθαρτων,
κι οι Πολιτείες ταμπούρια των κιοτήδων·
στη στρούγγα λυσσομάνημα και φαγωμός
λύκων, σκυλιών, προβάτων και τσοπάνηδων.
Γιούχα και πάλε γιούχα των πατρίδων!

και, αφού τα πάντα έχουν γίνει σκόνη και μέσα στην καρδιά του Γύφτου ο παλαιός κόσμος έχει μηδενιστεί, έρχεται η ανάνηψη και η απολύτρωση. Για να φτάσει στον 10ο λόγο, έναν λόγο με χαρακτηριστικές προμετωπίδες, δύο στίχους του Βαλαωρίτη «αν είμαι Χάρος χαλαστής/είμαι και Χάρος πλάστης» και μια ρήση του Νίτσε από το «Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα»: «Μόνον εκεί που είναι τάφοι, είναι και Ανάσταση», ν’ ανοίξει 3 τάφους στο παλιό κοιμητήρι, ξεθάβοντας τις ίδιες αξίες που ο ίδιος γκρέμισε. Την Αγάπη, την Πατρίδα και τους Θεούς.
Και, από το «Γιούχα και πάλι γιούχα των πατρίδων» του 7ου λόγου, φτάνουμε στην ανάσταση των Πατρίδων του 10ου.

Κι εκεί ανάμεσα στα μνήματα,
κι οι τρεις τάφοι!
κι οι τρεις τάφοι με το μάρμαρο
και με το χρυσάφι.
............................................
............................................
Και κυλάς την πρώτη πλάκα,
μουσικό βιολί μου εσύ,
κι από μέσα από τον τάφο,
νά η Αγάπη! σαν πρωτόπλαστη
ξανανθεί.
Και τη δεύτερη την πλάκα
την κυλάς, βιολί, και νά!
Να η μητέρα, να η Πατρίδα!
Κι ανασταίνεται, τρισέβαστη
μες στα σεβαστά.
Και κυλάς την Τρίτη πλάκα,
μουσικό βιολί μου εσύ,
κι από μέσα από τον τάφο
νά οι θεοί!
Κι απ' τον τάφο ξαναβγαίνουν
οι δημιουργοί.
Περιβόλια, ανοίχτε στην Αγάπη,
και βροντήστε, κάστρα, νά η Πατρίδα!
Στυλωθείτε, των θεών βωμοί!
Και τ' αθάνατα είν' αυτά και οι κοσμοπλάστες,
κοσμοπλάστρα Μουσική!

Εν κατακλείδι: Θεωρώ πως είναι λάθος να χαρακτηρίζεται ένας απλός άνθρωπος, πολύ δε περισσότερο ένας καλλιτέχνης ή ένας ποιητής, έτσι ή αλλιώς. Είμαστε –ως υπάρξεις- πολύ πιο πολύπλοκοι, απ’ ότι μπορούν τα λόγια όλου του κόσμου να περιγράψουν. Και, τελειώνοντας, να επαναλάβω τα λόγια του Βολταίρου: «Στους ζωντανούς χρωστάμε σεβασμό, αλλά στους νεκρούς χρωστάμε μόνο την αλήθεια».
Ευχαριστώ





Βασική βιβλιογραφία
Αλεξ. Στεφανοπούλου: Κωστής Παλαμάς. Ο 12λογος του έρωτα (Νέα Σύνορα-Λιβάνη, 1992)
Κ.Θ. Δημαράς: Δοκίμιο ψυχογραφίας Κωστή Παλαμά, «Νέα Εστία», (τ. 397, Χριστούγεννα 1943).
Πρακτικά 9ου συμποσίου ποίησης 7-9/7/1989 (Αχαϊκές εκδόσεις)
Αφιέρωμα στον Κ.Π. Νέα Εστία, τ.ΛΔ’, τεύχος 397, Χριστούγεννα 1943
Κωστή Παλαμά. Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου. Ποιητική (Ιωαν. Κολλάρος & Σια, 1933)
Κωστή Παλαμά. Άπαντα (Ίδρυμα Κωστής Παλαμάς)
Κωστή Παλαμά. Αλληλογραφία (Επιμέλεια Κ.Γ. Κασίνη - Ίδρυμα Κωστής Παλαμάς)
Γράμματα στην Ραχήλ. (Επιμέλεια Γ.Π. Κουρνούτου (Ελληνικά Γράμματα 1960)
Πέτρος Χάρης: Έλληνες πεζογράφοι. Αθήνα, Εστία, 1953.
Δημήτρης Μπαλάνος: Αι θρησκευτικαί πεποιθήσεις του Κ.Π. «Νέα Εστία», (τ. 397, Χριστούγεννα 1943).
Λουίζα Αρκουμανέα: Όταν ο έρωτας κρατά... χαρτί και μολύβι. εφημερίδα "ΤΟ ΒΗΜΑ", 16/08/1998
Κώστας Αρκουδέας: Το χαμένο Νόμπελ: Μια αληθινή ιστορία
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1978
Μανόλης Σειραγάκης, Η Τρισεύγενη του Κωστή Παλαμά στη «Νέα Σκηνή» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. https://www.eens.org/EENS_congresses/2014/seiragakis_emmanouil.pdf
π. Ευάγγελος Πριγκιπάκης: Η Ορθόδοξη Παράδοση στην ποίηση του Κωστή Παλαμά, «O Εκκλησιολόγος» τ. 598 / 26-01-2019,