Τετάρτη 23 Απριλίου 2025

XΡΗΣΤΟΣ ΑΘ.ΜΟΥΛΙΑΣ: Προανάκρουσμα της Επανάστασης στην Πάτρα. ( Ο πρώτος φόρος αίματος την Κυριακή των Βαΐων και την εβδομάδα των Παθών).

 

Προανάκρουσμα της Επανάστασης στην Πάτρα.

( Ο πρώτος φόρος αίματος την Κυριακή των Βαΐων και την εβδομάδα των Παθών).

   (Κείμενο ομιλίας του Δικηγόρου-Συγγραφέα-Ιστορικού Ερευνητή

Χρήστου Αθαν.Μούλια  που εγινε στα πλαίσια των κατα Δευτέρα Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών Ν.Δ.Ελλάδος στην αίθουσα της Στέγης Γραμμάτων "ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ" τη Δευτέρα 17η Μαρτίου 2025)                                         






Την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας άρχισαν να δημιουργούνται στην Πελοπόννησο τα πρώτα κλέφτικα σώματα, τα οποία, όσο πλησιάζουμε προς την Επανάσταση, πολλαπλασιάζονταν.

 Κλέφτης σημαίνει άτακτος διεκδικητής της ελευθερίας της πατρίδας του, που από το λημέρι του, συνήθως απόκρημνα ορεινά μέρη, παρενοχλούσε τους Τούρκους και χάρις στα κατορθώματά του γινόταν αντικείμενο θαυμασμού από το λαό.

Ενώ Αρματωλοί ονομάζονταν οι επιφορτισμένοι με την τήρηση της τάξης και της ασφάλειας, διορισμένοι, με την

έγκριση των Τούρκων, για την καταδίωξη των Κλεφτών.

 Οι ρόλοι αυτοί εναλλάσσονταν, όπως εναλλάσσονταν, κατά τον 19 ο αιώνα, μετά την

Απελευθέρωση, οι ρόλοι ληστή και διώκτη των ληστών.

Οι Κλέφτες γνώριζαν μόνον να πολεμούν, με συνακόλουθο το πλιάτσικο,

τη λαφυραγωγία και τις βιαιότητες και η εναλλαγή τους στη θέση των Αρματωλών

αντιμετωπιζόταν με καχυποψία από τους κοτζαμπάσηδες, διότι δεν μπορούσαν να

τους εμπιστευθούν ότι ενδιαφέρονταν πραγματικά για την τάξη και την ασφάλεια.

Παρότι ο εξοπλισμός των Κλεφτών έφθανε περίπου τα 20 κιλά, ήσαν ταχείς

και ανθεκτικοί στις κακουχίες και στις μακρές πορείες.

Η δημοτική μούσα υπήρξε ιδιαίτερα γενναιόδωρη στην εξύμνηση των κατορθωμάτων τους και σε αρκετές περιπτώσεις μυθοποιήθηκαν.

Η ανάπτυξη και διατήρηση της κλεφτουριάς ήταν εφικτή κυρίως σε ορεινά

εδάφη, με απότομες εξάρσεις που τους εξασφάλιζαν κρησφύγετα και περάσματα

διαφυγής και τους προστάτευαν από τους Τούρκους.

Για να μπορέσουν να επιβιώσουν σε τέτοια άγρια περιβάλλοντα έπρεπε να είναι ρωμαλέοι και εξασκούνταν συνεχώς στο τρέξιμο, τα άλματα, τη λιθοβολία και τη σκοποβολή.

Οργανώνονταν σε ομάδες, τον λεγόμενο «νταϊφά» και λημέριαζαν στα «γιατάκια»,

που βρίσκονταν σε δύσβατα μέρη και τους προστάτευαν από τον εχθρό.

Οι Κλέφτες ήσαν πληγή για τους Τούρκους, διότι με τις απονενοημένες

επιδρομές τους, επέφεραν μεγάλα πλήγματα στις περιουσίες τους και σε έμψυχο

υλικό.

 Γι’ αυτό και το 1806, με εντολή του Πασά της Πελοποννήσου Οσμάν,

διατάχθηκε η εξόντωση της κλεφτουριάς της Πελοποννήσου, γεγονός που

καθυστέρησε την έναρξη της Επανάστασης, διότι διαλύθηκαν οι περισσότερες

οικογένειες Κλεφτών, οι οποίες μπορούσαν να προβάλουν αποτελεσματική

αντίσταση στους Τούρκους. Μεταξύ αυτών που κατόρθωσαν να διασωθούν, διότι

κατέφυγαν στα Επτάνησα, ήταν η οικογένεια του Γέρου του Μωριά, η οποία όμως

πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος στον Αγώνα για το χάλασμα της κλεφτουριάς, κατά

τον οποίο έχασαν τη ζωή τους πάνω από 30 μέλη της.

Η πιο ηρωϊκή μορφή της κλεφτουριάς της Αχαΐας είναι ο Γιαννιάς, από τη

Δροσιά Τριταίας, του οποίου τους άθλους και τα κατορθώματα διέσωσε μέχρι τις

μέρες μας η λαϊκή ψυχή, η οποία τροφοδοτείται από τον ιστορικό πυρήνα των

γεγονότων, με αμβλύνσεις της μνήμης, ωραιοποιήσεις των γεγονότων και

μυθοποιήσεις των προσώπων, που συντηρούν και διασώζουν τα εθνικά μας

αποθέματα.

 Προδομένος από έναν κουμπάρο του ο Γιαννιάς συνελήφθη από τους

Τούρκους, που θεώρησαν τη σύλληψή του μεγάλο κατόρθωμα και το διαλάλησαν.

Μεταφέρθηκε στην Πάτρα, όπου απαγχονίσθηκε κοντά στον Ναό του Αγίου

Αθανασίου, μαζί με το πρωτοπαλλήκαρό του τον Τσιμήκο.

Η καταστροφή του Μωριά από τους Τουρκαλβανούς κατά τα Ορλωφικά, το

1770 και ο χαλασμός των Κλεφτών ήσαν δύο σοβαρά γεγονότα με αρνητικές

συνέπειες στην προετοιμασία της Επανάστασης.

Αφότου οι Έλληνες υποδουλώθηκαν, μετά την πτώση της

Κωνσταντινούπολης και την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους,

ποτέ δεν έπαψαν να αγωνίζονται για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, αλλά

όλες οι επαναστατικές πρωτοβουλίες που εκδηλώθηκαν, καθ’ όλη τη διάρκεια της

Τουρκοκρατίας, είτε από κακή οργάνωση, είτε από περιορισμένη ανταπόκριση,

είτε διότι ο εχθρός ήταν καλά προετοιμασμένος, απέτυχαν.

Μετά τα Ορλωφικά η προετοιμασία για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού ήταν πιο αποτελεσματικά οργανωμένη, με κινητήρια δύναμη τη Φιλική Εταιρία, οπότε και άρχισαν να

διαφαίνονται πολλές ελπίδες επιτυχίας.

Τις τελευταίες δεκαετίες πριν την Επανάσταση η Πάτρα έφθασε να αριθμεί

περίπου 10.000 κατοίκους, Έλληνες, Τούρκους και Εβραίους, με το

Ελληνοχριστιανικό στοιχείο να υπερτερεί και να αποτελεί περίπου τα 4/5 του

πληθυσμού.

 Αφότου όμως άρχισαν να διαρρέουν πληροφορίες για επαναστατικές

προετοιμασίες, πολλοί χριστιανοί κάτοικοι των Πατρών άρχισαν να φεύγουν προς

τα Επτάνησα και διάφορα ορεινά μέρη και όταν έφτασε στην Πάτρα ο Γιουσούφ

Πασάς (2 Απριλίου 1821) είχαν απομείνει ελάχιστοι.

Το 1817 ήλθε στην Πάτρα, από την Κωνσταντινούπολη, ως Απόστολος της

Φιλικής Εταιρίας, ο Αντώνιος Πελοπίδας, με καταγωγή από τη Στεμνίτσα της

Γορτυνίας, προκειμένου να μυήσει τον Ανδρέα Καλαμογδάρτη, aλλά απέτυχε,

διότι ο Καλαμογδάρτης ολιγοψύχησε και δεν τόλμησε να προφέρει τις λέξεις του

φρικτού όρκου, κατά τις οποίες έπρεπε, για την Φιλική Εταιρία, να θυσιάσει και

γονείς και τέκνα και ζωή και υπόληψη και όλα.

 Κατά τους κανόνες της Φιλικής Εταιρίας ο Πελοπίδας ή έπρεπε να σκοτώσει τον Καλαμογδάρτη, για την δειλία του ή αν απέκρυπτε το γεγονός της δειλίας του, να εκτελεστεί ο ίδιος από την Φιλική Εταιρία. Ο Πελοπίδας βρέθηκε σε δύσκολη θέση και έσπευσε στον

Παλαιών Πατρών Γερμανό, που καταγόταν από την Δημητσάνα, γειτονικό μέρος

με τον γενέθλιο τόπο του, τον οποίο ίσως γνώριζε, για να του ζητήσει να τον

βοηθήσει, παρότι είχε εντολή από την Κωνσταντινούπολη να μην τον μυήσει.

Ο Γερμανός αποδέχτηκε να γίνει μέλος της Φιλικής Εταιρίας και ανέλαβε να

κατηχήσει τους Αρχιερείς και τους προεστούς της Πελοποννήσου και να

προσεγγίσει και τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων.

Ένα άλλο μυημένο μέλος της Φιλικής Εταιρίας ήταν ο υπάλληλος του

Ρωσικού Προξενείου Ιωαν. Κ. Παπαρρηγόπουλος, με καταγωγή από τη Νάξο, ο

οποίος γνώριζε τον Αλή Πασά και προσφέρθηκε να τεθεί υπό τις διαταγές του

Γερμανού, προκειμένου να έλθει σε επαφή με τον τύραννο των Ιωαννίνων.

Φιλικός ήταν και ο Πρόξενος της Ρωσίας Ιωαν. Βλασσόπουλος, ο οποίος μυήθηκε

μαζί με τον Ιωαν. Κ. Παπαρρηγόπουλο την Μ. Εβδομάδα του 1919, από τον

ευρισκόμενο στην Πάτρα φιλικό Αριστείδη Παπά.

 Εκτός από τους  προαναφερθέντες φέρονται να ήσαν μέλη της Φιλικής Εταιρίας στην Πάτρα και οι Ανδρ. Λόντος, Ανδρ. Ζαΐμης, Θάνος Κανακάρης, Μπενιζέλος Ρούφος,

Κουμανιωταίοι, Ανδρ. Κοντογούρης, Ιωαν. Μπουκαούρης, Νικ. Γερακάρης,

φαρμακοποιός, ο λόγιος Διον. Φωτεινός, ο Εθνομάρτυρας Μητροπολίτης Δέρκων

Γρηγόριος από την Ζουμπάτα κ.α.

Παρότι οι πρόκριτοι τηρούσαν επιφυλακτική στάση για να μην

προκαλέσουν τους Τούρκους, η επαρχία Πατρών ήταν ανήσυχη και ταραγμένη

από τις αρχές του 1821 και οι κάτοικοί της αλληλοϋποβλέπονταν με τους

Τούρκους.

 Ο Γερμανός δεν μπορούσε να καθησυχάσει τους εξημμένους Έλληνες

και την ταραχή των Τούρκων, που φοβόντουσαν τους Έλληνες και κάλεσε τον

Ανδρ. Λόντο από το Αίγιο, ο οποίος παρουσιάστηκε με θάρρος και τόλμη στους

Αγάδες.

 Εκείνο που διαπίστωσε ήταν ότι δεν ήσαν οργισμένοι, αλλά φοβισμένοι.

Για να δικαιολογήσει ο Λόντος την έκρυθμη κατάσταση που είχαν δημιουργήσει

οι Έλληνες και να παραπλανήσει του Τούρκους απέδωσε την αναταραχή στις

ραδιουργίες του Αλή Πασά, που ήταν σε διαμάχη με τον Σουλτάνο και τους

διαβεβαίωσε ότι το συμφέρον των πλουσίων προκρίτων ήταν να διατηρηθεί η

τουρκική κυριαρχία.

 Βρισκόμαστε στις παραμονές της κήρυξης της Επανάστασης

και εκείνο που είχαν καταλάβει οι Έλληνες πρόκριτοι, αξιοποιώντας την εμπειρία

του παρελθόντος, από τα αποτυχημένα απελευθερωτικά κινήματα, ήταν ότι αν

ήθελαν να στεφθούν με επιτυχία οι κινητοποιήσεις που προετοίμαζαν, έπρεπε να

μείνει μυστική μέχρι το τέλος η απόφασή τους για κήρυξη Επανάστασης.

Στις αρχές του 1821 κυκλοφόρησε στην Πάτρα η φήμη ότι οι Τούρκοι

σχεδίαζαν να επιβάλουν νέους φόρους, δηλαδή έκτακτη εισφορά για εξοπλισμό

και πολεμοφόδια του οθωμανικού στρατού που μάχετο κατά του Αλή Πασά.

        Οι πατρινοί αντέδρασαν και έσπευσαν να διαμαρτυρηθούν στην Τριπολιτσά, που

ήταν το κέντρο της τουρκικής Διοίκησης.

 Από την Τριπολιτσά εστάλη αστυνομικό        απόσπασμα για να συλλάβει τους πρωταίτιους και τελικά βρήκαν και συνέλαβαν      έναν από αυτούς και τη νύχτα 11/12 Φεβρουαρίου 1821 τον φυλάκισαν. Την επομένη οι πατρινοί έκλεισαν τα καταστήματά τους και οργάνωσαν ένοπλο

συλλαλητήριο.  Συγκεντρώθηκαν προ του μητροπολιτικού οικήματος, δίπλα στον

ναό του Αγίου Δημητρίου, όπου τους μίλησε ο Γερμανός και απειλούσαν να

προβούν σε πυρπολήσεις.  Ο Βοεβόδας, δηλαδή ο Τούρκος Διοικητής των Πατρών,

έστειλε έναν πατρινό να τους νουθετήσει και οι στασιασταί, που ήσαν ένοπλοι,

τον ξυλοκόπησαν, ενώ πυροβολούσαν για να εκφοβίσουν τους Τούρκους.

        Η κατάσταση ήταν ανεξέλεγκτη και ο Τούρκος Διοικητής, υπό το κράτος φόβου,

διότι δεν είχε επαρκείς Δυνάμεις για να την αντιμετωπίσει, απέλυσε αυτόν που

είχε συλλάβει και προσπάθησε με διάφορες κολακίες να καθησυχάσει τους

πατρινούς.

Τα γεγονότα αυτά, που πιστοποιούνται από εκθέσεις των Προξένων της

Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας και της Σουηδίας, αποτελούν το

προανάκρουσμα των επαναστατικών κινητοποιήσεων που ακολούθησαν.

Σύμφωνα με τον ΄Αγγλο Πρόξενο στην Πρέβεζα Ουίλιαμ Μάγερ, ο ξεσηκωμός

των Πατρών έγινε με υποκίνηση του Αλή Πασά, που συνεργαζόταν με τη Φιλική

Εταιρία, για να δημιουργήσει πολεμικό αντιπερισπασμό και να ανακουφισθεί από

την πίεση των πολιορκητών του στα Γιάννενα.

Οι Τούρκοι ήσαν ενήμεροι για τις επαναστατικές προετοιμασίες των

Ελλήνων, από τον ΄Αγγλο Πρόξενο Γκρήν και τον αδελφό του, που με προκάλυμα

την προξενική ασυλία, οργάνωσαν δίκτυο επικοινωνίας με τον Χουρσίτ Πασά των

Ιωαννίνων.

 Και για να προστατευθούν, στις 28 Φεβρουαρίου 1821 μετέφεραν τα

υπάρχοντά τους και στις 18 Μαρτίου και τις οικογένειές τους, στο Κάστρο της

πόλης, όπου και οχυρώθηκαν.

Λίγες μέρες πριν την κήρυξη της Επανάστασης έφθασε στην Πάτρα από

την Άρτα, σε μυστική αποστολή, για να ενημερώσει για όσα είχαν συμβεί με τον

Αλή Πασά, που ήταν σε πόλεμο με τον Σουλτάνο, διότι είχε εκδηλώσει τάσεις

αυτονόμησης, να εξετάσει την κατάσταση και να συναντηθεί και με τον Οδυσσέα

Ανδρούτσο, που βρισκόταν κι αυτός στην Πάτρα, ο 24χρονος Ιωάννης

Τριανταφύλλου, γνωστός ως Μακρυγιάννης, ο οποίος καταγράφει τις κινήσεις του

και τις περιπέτειές του στην πρωτεύουσα της Αχαΐας στα Απομνημονεύματά του.

Έφθασε στην Πάτρα προσποιούμενος τον πραματευτή και κατέλυσε στο χάνι του

αστυνόμου Ταταράκη, που βρισκόταν στην πλατεία Αγίου Γεωργίου, όπου έμεναν

συνήθως ηπειρώτες από τα Γιάννενα και την Άρτα.  Πρώτος με τον οποίο ήλθε σε

επαφή ήταν ο φιλικός Ιωαν. Βλασσόπουλος πρόξενος της Ρωσίας στην

Πελοπόννησο. Επρόκειτο για σημαίνον πρόσωπο και σύμφωνα με τον Ιωαν.

Φιλήμονα, τον πλέον αξιόπιστο ιστορικό της Ελληνικής Επανάστασης, ο

Γερμανός και οι λοιποί προύχοντες της Αχαΐας δεν έκαναν τίποτα χωρίς την

γνώμη του και την βοήθειά του. Ήταν πλήρως ενήμερος για τις επαναστατικές

κινήσεις που κυοφορούνταν και στις 15 Μαρτίου, ως Γενικός Έφορος της Φιλικής

Εταιρίας στην Πελοπόννησο, οργάνωσε σύσκεψη στο Ρωσικό προξενείο, στην

οποία συμμετείχαν ο Γερμανός και ο Ανδρούτσος.

Στη συνέχεια ο Μακρυγιάννης, συναντήθηκε με τον πλούσιο δερματέμπορο

και χρηματοδότη του Αγώνα Αγγελή Ρηγόπουλο, πατέρα του γνωστού Ανδρέα

Ρηγόπουλου, ο οποίος του είπε ότι οι Τούρκοι ήσαν υποψιασμένοι και για να τους

αποκοιμίσει εφήρμοσε τον μόνο τρόπο με τον οποίο συναλλάσσονταν επί

τετρακόσια χρόνια, τους δάνεισε 15.000 γρόσια.

Οι κινήσεις του Μακρυγιάννη έγιναν γνωστές στους Τούρκους και άρχισαν

να τον αναζητούν και ο ίδιος προσπαθούσε να βρει τρόπο να ολοκληρώσει κρυφά

την αποστολή του και κυρίως να έλθει σε επαφή με τον Ανδρούτσο, ο οποίος

φιλοξενείτο στο σπίτι του φαρμακοποιού και φιλικού, με καταγωγή από την

Κεφαλονιά, Νικ. Γερακάρη. Προκειμένου να αποφύγει την σύλληψη

επιβιβάστηκε σε μία μικρή βάρκα, που τον μετέφερε σε μία γολέτα, στην οποία

ήταν και ο Ανδρούτσος και πάνω στο πλοίο ολοκληρώθηκε η αποστολή του και

συνεννοήθηκε μαζί του. Ταξίδεψε στην Πάτρα με σκοπό να φέρει σε επαφή τους

ηγέτες των επικείμενων εξεγέρσεων και να συντονίσει την επαναστατική

προσπάθεια. Ο Ανδρούτσος παρέμεινε στην Πάτρα μέχρι τις παραμονές της

Επανάστασης και όταν πληροφορήθηκε από τον Βλασσόπουλο για την

προγραμματισμένη συγκέντρωση των προκρίτων και των οπλαρχηγών στην Μονή

Ομπλού, για να κηρύξουν την Επανάσταση, πέρασε με το πλοίο του στη Ρούμελη

και αποβιβάσθηκε κοντά στο Γαλαξίδι, στις 19 Μαρτίου 1821.

Από τις 26 μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 1821 πραγματοποιήθηκε στο Αίγιο η

γνωστή ως «Μυστική Συνέλευσις της Βοστίτσας», κατά την οποία αποφασίστηκε η

κήρυξη της Επανάστασης για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.

Ως ημέρα  έναρξής της είχε αποφασισθεί από την Ύπατη Αρχή της Φιλικής Εταιρίας η 25 η

Μαρτίου, που εορτάζεται ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου ή η 23η Απριλίου ή η 21

Μαίου, ημέρες μεγάλων χριστιανικών εορτών, αν παρίστατο ανάγκη αναβολής.

Τις ημερομηνίες αυτές τις αποδέχτηκαν και οι οπλαρχηγοί που συμμετείχαν στη

«Μυστική Συνέλευση της Βοστίτσας», αλλά κάποια γεγονότα που μεσολάβησαν,

άλλαξαν τη ροή του χρόνου.

Πρόκειται για επιθέσεις στη Χελονωσπηλιά, τον Παλαιόπυργο, τα Πλατάνια, το Αγρίδι και σε άλλα μέρη, με θύματα τραπεζίτες, φοροεισπράκτορες, κεχαγιάδες και άτομα που ήσαν στην υπηρεσία των Τουρκαλβανών. Τα γεγονότα αυτά απετέλεσαν την αφορμή που περίμεναν ο

Γερμανός και οι οπλαρχηγοί, για να επισπεύσουν την κήρυξη της Επανάστασης.

Στην Πάτρα, αλλά και σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, υπήρχε έντονος

αναβρασμός από τον Φεβρουάριο 1821, με τους Τούρκους να έχουν κλειστεί στο

Κάστρο και να καθοδηγούνται στην πολεμική τους δράση από τον Γκρήν.

 Ενώ οι πατρινοί περίμεναν οδηγίες από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό. Το έναυσμα

δόθηκε το μεσημέρι της 21 ης Μαρτίου, όταν περίπου 100 Τούρκοι στρατιώτες από

το Κάστρο του Ρίου έφθασαν στην Πάτρα για να ενισχύσουν την τουρκική

φρουρά του Κάστρου της πόλης και να προστατεύσουν τους έγκλειστους σε αυτό

ομοεθνείς τους.

 Μπήκαν στην πόλη με πυροβολισμούς και πρόθεση να  λαφυραγωγήσουν. Κάποιοι από αυτούς κατευθύνθηκαν στο ρακοπωλείο του Κ. Σταμπολή, κοντά στην πλατεία Παπαδιαμαντοπούλου, σήμερα πλατεία Ομονοίας  και αφού μέθυσαν, έχυσαν ρακή σε μία λεκάνη, έβρεξαν πανιά και τους έβαλαν φωτιά, με συνέπεια να καεί το ρακοπωλείο. Σκότωσαν τον Σταμπολή και η πυρκαγιά επεκτάθηκε. Οι μεθυσμένοι Τούρκοι χτύπησαν με τα όπλα τους την

κατοικία του προεστού Ιωαν. Παπαδιαμαντόπουλου, που ήταν απέναντι από το

ρακοπωλείο και προσπάθησαν να μπουν μέσα για να την συλήσουν και να την

πυρπολήσουν. Αλλά η οικία του Παπαδιαμαντόπουλου φρουρείτο από Έλληνες

ενόπλους, οι οποίοι αμύνθηκαν και την έσωσαν. Από τις τουρκικές σφαίρες

σκοτώθηκε ο υπέργηρος θείος του Ιωαν. Παπαδιαμαντόπουλου, Αδαμάντιος.

Το επεισόδιο έλαβε διαστάσεις, η πυρκαγιά του ρακοπωλείου επεκτάθηκε

και κατέκαυσε πολλές γειτονικές κατοικίες και από το Κάστρο οι Τούρκοι άρχισαν

να βάλουν με πυροβόλα. Οι Έλληνες πήραν τα όπλα και συγκεντρώθηκαν στη

συνοικία του Αγίου Γεωργίου και προχώρησαν προς το Τάσι, που ήταν η τουρκική

συνοικία, η οποία ήταν έρημη, διότι οι Τούρκοι είχαν καταφύγει στο Κάστρο. Η

σύγκρουση Ελλήνων και Τούρκων στρατιωτών από το Κάστρο του Ρίου έγινε στο

Τάσι, όπου και φονεύθηκε ο κεφαλλονίτης Βασίλειος Ορκουλάτος, υπηρέτης του

αγγλικού Προξενείου. Το βράδυ οι Πρόξενοι, της Σουηδίας Λουδοβίκος Στράνης

και της Ρωσίας Ιωαν. Βλασσόπουλος, που κατοικούσαν εκεί πλησίον, φοβούμενοι,

εγκατέλειψαν τις κατοικίες τους και κατέφυγαν στα Επτάνησα. Το ίδιο έκαμε και

ο Πρόξενος της Πρωσίας Ανδρ. Κοντογούρης. Τους ακολούθησαν και πολλοί

πατρινοί, οι οποίοι επιβιβάστηκαν σε επτανησιακά και γαλαξιδιώτικα πλοία και

κάθε μέρα έφευγαν και άλλοι και η πόλη σχεδόν ερημώθηκε.

Την επαύριο ο Ιωαν. Παπαδιαμαντόπουλος μπήκε στην Πάτρα έφιππος,

μαζί με τον Νικόλαο Λόντο και αφού εξήτασαν την κατάσταση, κατευθύνθηκαν

προς την Μονή Ομπλού, όπου είχαν συγκεντρωθεί πολλοί ένοπλοι και μετέβη και

ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. Αποφάσισαν να κινηθούν προς την Πάτρα και

έφθασαν στην πόλη υπό τις επευφημίες των κατοίκων, που τους υποδέχτηκαν με

κραυγές ενθουσιασμού. Μαζί με τους προκρίτους ήσαν και πολλοί χωρικοί, που

στρατεύθηκαν πρόχειρα, άλλοι με όπλα και άλλοι με ρόπαλα και 400 στρατιώτες

από το Αίγιο, υπό τον Ανδρέα Λόντο. Τότε ακούσθηκαν για πρώτη φορά οι

κραυγές «Ζήτω η Ελευθερία», «Και στην Πόλη να δώσει ο Θεός». Αμέσως

κατελήφθη η πλατεία Αγίου Γεωργίου, όπου ο Γερμανός, περιστοιχιζόμενος από

τους προεστούς της Αχαΐας και τον κλήρο, έψαλε τρισάγιο υπέρ εκείνων που

έχασαν τη ζωή τους αγωνιζόμενοι εναντίον των Τούρκων, έδωσε συγχώρεση

αμαρτιών, επέτρεψε την κατάλυση τη νηστείας και ευχήθηκε υπέρ του Αγώνα.

Στήθηκε σταυρός στην πλατεία και μετά το πέρα της τελετής τον ασπάσθηκαν

όλοι όσοι ήσαν εκεί και ορκίστηκαν υπέρ πίστεως και πατρίδος. Μοιράστηκαν

εθνόσημα κόκκινα με μαύρο σταυρό, τυπώθηκαν σημαίες για τα στρατιωτικά

σώματα και για να αποσταλούν και σε άλλα μέρη και εκδόθηκαν επαναστατικές

Προκηρύξεις που παρακινούσαν τους κατοίκους να δράξουν και αυτοί τα όπλα.

Για την ακριβή ημερομηνία κήρυξης της Επανάστασης στην Πάτρα έχουν

υποστηριχθεί διάφορα. Θεωρούμε ότι όσα αναφέρει ο Φρανσουά Πουκεβίλ,

πρώην Γάλλος Πρόξενος στην Πάτρα (1814-1816) και αδελφός του Γάλλου

Προξένου Ούγγου Πουκεβίλ, στο βιβλίο του «Histoire de la Regeneration de la

Crece depuis 1740 jusqu’ en 1824», που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1824,

αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα, η οποία βασίζεται κυρίως στο

αδημοσίευτο ημερολόγιο του αδελφού του Προξένου, που αποτελεί αυθεντική

πηγή, γραμμένη στο πνεύμα υπηρεσιακού εγγράφου το οποίο είχε προορισμό την

ενημέρωση των προϊσταμένων Αρχών. Σύμφωνα με την ιστορική αυτή πηγή η

κήρυξη της Επανάστασης στην πλατεία Αγίου Γεωργίου στην Πάτρα έγινε στις 25

Μαρτίου 1821 από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό.

Μετά την κήρυξη της Επανάστασης οι αρχηγοί συνέστησαν το πρώτο στην

Ελλάδα άτυπο Διευθυντήριο, γνωστό ως «Αχαϊκόν Διευθυντήριον» και έστειλαν

στους Προξένους της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ρωσίας Προκήρυξη, με την

οποία τους γνωστοποιούσαν την απόφασή τους να επαναστατήσουν κατά των

Τούρκων και τους παρακαλούσαν για την εύνοια και προστασία των Κρατών τους.

Την Προκήρυξη, με ημερομηνία 26 Μαρτίου 1821, που συνέταξε ο Παλαιών

Πατρών Γερμανός, υπογράφουν ο ίδιος, ο Κερνίτσης Προκόπιος, ο Ανδρέας

Ζαΐμης, ο Ανδρέας Λόντος, ο Μπενιζέλος Ρούφος, ο Ιωάννης

Παπαδιαμαντόπουλος και ο Σωτηράκης Θεοχαρόπουλος. Στο κάτω μέρος φέρει

σφραγίδα με σταυρό μέσα στεφάνι από φύλλα βαλανιδιάς και πέριξ τις λέξεις

ΣΦΡΑΓΙΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ 1821.

Σε δημοσιευμένες εκθέσεις του ο Ολλανδός Πρόξένος Parnell αναφέρει ότι

μέσα στο Κάστρο είχαν κλειστεί περίπου 1.000 Τούρκοι ένοπλοι και οι

επαναστάτες στην πόλη έφθαναν τους 3.000.

Δύο μέρες μετά, αφότου οι Τούρκοι κλείσθηκαν στο Κάστρο, εδίψασαν,

διότι οι Έλληνες έκοψαν το υδραγωγείο, κυρίευσαν τις τουρκικές οικίες παρά το

Κάστρο και δεν τους επέτρεπαν ούτε τα κανόνια τους να γεμίζουν.

Οι Έλληνες έστησαν έξη κανόνια, που μετέφεραν από επτανησιακά πλοία

τα οποία ναυλοχούσαν στο λιμάνι και τα έφεραν συνήθως για άμυνα κατά των

πειρατών και άρχισαν να βομβαρδίζουν τα τείχη του Κάστρου. Προσπάθησαν δε

να μπουν στο Κάστρο από υπόγεια στοά (λαγούμι), αλλά οι έγκλειστοι Τούρκοι

ματαίωσαν το σχέδιό τους. Επίσης τους έστειλαν έγγραφο, που συνέταξε ο

Γερμανός και τους κάλεσαν να παραδοθούν. Οι Τούρκοι απήντησαν ότι

αρνούνται, οπότε η πολιορκία έγινε πιο στενή. Στους Έλληνες, όπως γράφει ο

Φίνλεϋ, δεν έλειπε ο ενθουσιασμός, αλλά ήσαν αδέξιοι και κακά οργανωμένοι και

αυτό αναιρούσε τον ενθουσιασμό τους. Δεν κατόρθωσαν να εκπορθήσουν το

Κάστρο, παρότι επιχείρησαν επανειλημμένα, καθ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα και

σ’ αυτό συνέβαλαν οι κατασκοπευτικές ενέργειες του Γκρην και η διχόνοια

μεταξύ των οπλαρχηγών. Αν το Κάστρο είχε πέσει στα χέρια των επαναστατών

στην αρχή του ξεσηκωμού, η κατάληξη της Επανάστασης θα ήταν διαφορετική.

Θα είχε σωθεί το Μεσολόγγι, η Επανάσταση είναι πολύ πιθανό να επεκτείνετο

βαθειά στην ΄Ηπειρο και τη Θεσσαλία και τα σύνορα του ελληνικού Κράτους θα

είχαν χαραχθεί πολύ βοριότερα.

Τελικά το Κάστρο παραδόθηκε από τους Τούρκους στους Γάλλους του εκστρατευτικού σώματος του Μαιζόν τον Οκτώβριο 1828, με έγγραφο που συντάχθηκε στην γαλλική και την τουρκική γλώσσα, παρότι επρόκειτο για συμφωνία που αφορούσε τους ΄Ελληνες, οι οποίοι αγνοήθηκαν προκλητικά.

    Από τους πιο θαραλέους αγωνιστές ήταν ο Παν. Καρατζάς, ο ασυμβίβαστος

λαϊκός ήρωας των Πατρών, που δολοφονήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 1821, κοντά

στη Μονή Ομπλού, από το πρωτοπαλίκαρο των Κουμανιωταίων Τσαλαμιδά, για

λόγους αντιζηλίας. Το επάγγελμά του ήταν σανδαλοποιός, αλλά είχε υπηρετήσει

στον αγγλικό στρατό στα Επτάνησα, ως αξιωματικός και είχε αποκτήσει στρατιωτικές γνώσεις.

Την κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη και κυρίως την πίεση που

δέχονταν οι Τούρκοι έγκλειστοι στο Κάστρο την πληροφορήθηκε ο Σουλτάνος και

έστειλε τον Γιουσούφ Πασά, που ήταν στα Γιάννενα, με εντολή να αντιμετωπίσει

τους επαναστάτες των Πατρών.

Ο Γιουσούφ Πασάς με μεγάλη ευκολία και χωρίς να αντιμετωπίσει δυσκολίες από τα μέρη που πέρασε, με τους Μεσολογγίτες να τον διευκολύνουν με τα πλοία τους, έφθασε με τα στρατεύματά του στο Αντίρριο.

Μόλις έφθασε στο Αντίρριο έστειλε γράμμα στους Αρχηγούς των Ελλήνων, με

φιλικό πνεύμα και τους ρωτούσε τον λόγο για τον οποίο αποφάσισαν να

επαναστατήσουν, τους υπεσχέθη δε αμνηστία, αν σταματούσαν τις εχθροπραξίες.

Οι Έλληνες απάντησαν ότι αποφάσισαν ή να ελευθερωθούν ή να πεθάνουν.

Μόλις έλαβε την απάντηση των Ελλήνων πέρασε στο Ρίον και οι

οπλαρχηγοί των Πατρών έστειλαν 400 περίπου στρατιώτες να φυλάνε τον δρόμο

Πάτρα – Ρίον και να τους ενημερώσουν για να στείλουν ενισχύσεις. Αλλά οι

στρατιώτες μετά από μία μέρα λιποτάκτησαν, χωρίς να ενημερώσουν τους

οπλαρχηγούς στην Πάτρα, διότι το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η λαφυραγωγία

των Τούρκων.

Καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις και κυρίως στη σφαγή των πατρινών, που

ακολούθησε, έπαιξε ο ανθέλλην και τροφοδότης των Τούρκων Άγγλος Πρόξενος

Γκρην, ο οποίος έστειλε τη νύχτα τον αδελφό του και τον διερμηνέα του στο Ρίον,

με πλοίο και ενημέρωσε τον Γιουσούφ Πασά να σπεύσει στην Πάτρα, διότι ο

δρόμος ήταν ελεύθερος. Μάλιστα του έδωσε και τα δίχρωμα σήματα των

Ελλήνων, για να τους παραπλανήσει. Αμέσως ο Γιουσούφ Πασάς κίνησε με 800

στρατιώτες και έφθασε στο Κάστρο των Πατρών, ξημερώματα της Κυριακής των

Βαΐων της 3 ης Απριλίου και αιφνιδίασε τους Έλληνες, που δεν είχαν

προειδοποιηθεί. Μόλις διαδόθηκε στην πόλη η είδηση της άφιξης του οι πατρινοί

φοβισμένοι από τις ειδήσεις που διέσπειρε ο Γκρην, ότι έφθασαν στην Ακαρνανία

15.000 Αλβανοί και πλησιάζει και ο τουρκικός στόλος και άλλες τουρκικές

Δυνάμεις, άρχισαν να εγκαταλείπουν την πόλη, στην οποία παρέμειναν πολύ

λίγοι χριστιανοί.

Οι στρατιώτες του Γιουσούφ Πασά ενώθηκαν με τους ομοεθνείς τους, που

βγήκαν από το Κάστρο και όρμησαν στις ακραίες συνοικίες και πυρπόλησαν

πολλά σπίτια, τα οποία κατεστράφησαν, διότι ήσαν ξύλινα. Στόχος τους ήταν να

αιχμαλωτίσουν ελληνικές οικογένειες και προχώρησαν μέχρι το Γηροκομειό και

την Εγλυκάδα.

 Οι προσπάθειες των οπλαρχηγών να οργανώσουν αντίσταση

έπεσαν στο κενό, διότι οι έντρομοι πατρινοί, στο άκουσμα και μόνο της λέξης

Τούρκος, τρέπονταν σε άτακτη φυγή, διότι οι περισσότεροι ήσαν άοπλοι, δεν

μπορούσαν να αντιπαραταχθούν με τους Τούρκους και έχοντας ζήσει τον ζυγό της

τουρκικής δουλείας και τυραννίας, έφευγαν αγεληδόν και καθένας φρόντιζε να

προστατεύσει τον εαυτό του, όπως γράφει ο Παλαιών Πατρών Γερμανός στα

Απομνημονεύματά του.

 Στην περιοχή της Παναγίας Αλεξιώτισσας και της Αγίας      Παρασκευής μερικοί πατρινοί προσπάθησαν να αναχαιτίσουν την κατάσταση και συγκρούστηκαν με τους Τούρκους και σκότωσαν πάνω από 100 από αυτούς. Αλλά συναισθανόμενοι ότι δεν μπορούν να περιμένουν βοήθεια, εγκατέλειψαν την πόλη το απόγευμα. Όταν άρχισε να σκοτεινιάζει συναντήθηκαν με τους οπλαρχηγούς  της περιοχής και προσπάθησαν να συγκεντρώσουν Δυνάμεις, για να μπουν την

νύχτα στην Πάτρα. Αλλά δεν υπήρξε ανταπόκριση. Οι οπλαρχηγοί χωρίς εφόδια,

τα οποία όλα είχαν μείνει στην πόλη, έφυγαν και οι Τούρκοι βρήκαν ευκαιρία και

 πυρπόλησαν την Πάτρα. Ο Άγγλος Πρόξενος, στον οποίο απευθύνθηκαν πολλοί

πατρινοί και του ζήτησαν άσυλο, τους φέρθηκε απάνθρωπα, σε αντίθεση προς τον

Γάλλο Πρόξενο Πουκεβίλ ο οποίος προστάτεψε πολλούς.

Οι Τούρκοι διαχύθηκαν παντού και οι κάτοικοι έτρεξαν στην παραλία του

Αγίου Ανδρέα, όπου υπήρχαν πολλά επτανησιακά πλοιάρια, τα οποία γέμισαν από

πατρινούς που ήθελαν να φύγουν, για να σωθούν. Πολλοί κρεμάστηκαν από τα

πλοία, ενώ από το Κάστρο ρίπτονταν κανονιές προς τη θάλασσα, αλλά τα βλήματα

δεν έφθαναν μέχρι τα πλοιάρια. Στο Γαλλικό Προξενείο δεν υπήρχε χώρος, ούτε

για όρθιους, ούτε στον κήπο. Επίσης κατακλύσθηκαν και το Αυστριακό και το

Ισπανικό Προξενείο. Στην πόλη γινόταν σφαγή και κατά τον Πουκεβίλ, ο Γκρην

είχε τοποθετήσει 20 ένοπλους κλητήρες μπροστά στη θύρα του Προξενείου με

εντολή να απωθούν όσους ζητούσαν άσυλο. Μάλιστα είχε δώσει στον Γιουσούφ

Πασά και κατάλογο των πατρινών που έπρεπε να καταδιωχθούν. Οι Τούρκοι

συνελάμβαναν αμάχους και όσοι πρόβαλαν αντίσταση, σφάζονταν. Έμπαιναν στα

σπίτια, με προφυλάξεις μήπως υπήρχαν ένοπλοι, τα λαφυραγωγούσαν και κατόπιν

τα έκαιγαν. Όλα ξεκίνησαν την Κυριακή των Βαΐων, στις 3 Απριλίου 1821 και

συνεχίσθηκαν με μεγαλύτερη ένταση τις επόμενες ημέρες.

Στους δρόμους κείτονταν πολλά ακέφαλα πτώματα και ανθρώπινο αίμα

γέμισε τα ρείθρα των δρόμων. Οι Πρόξενοι της Γαλλίας, της Αυστρίας και της

Ισπανίας ζήτησαν από τον Γιουσούφ Πασά να αποκαταστήσει την τάξη και ενώ

τους διαβεβαίωνε ότι η τάξη θα επαναφέρετο, μπροστά τους δεχόταν στρατιώτες

που του παρουσίαζαν κεφάλια Ελλήνων, τους οποίους είχαν σφάξει και για

καθένα τους φιλοδωρούσε με ένα χρυσό νόμισμα.

Μεταξύ των θυμάτων ήταν και ο εφημέριος του Ναού της Παναγίας

Αλεξιώτισσας Γεώργιος Παπαγεωργίου, ο οποίος σφαγιάσθηκε προ του

θυσιαστηρίου, την Κυριακή των Βαΐων, ενώ τελούσε τη Θεία Λειτουργία.

Οι Τούρκοι συνέλαβαν και τους τρεις γιούς του, τους οποίος έσυραν στην

αιχμαλωσία. Μετά από πολλές περιπέτειες διεσώθη ο ένας από αυτούς ο

Κωνσταντής, χάρις στον αγώνα της μητέρας του, η οποία έτρεξε σε διάφορα μέρη

του Οθωμανικού Κράτους, αναζητώντας τα παιδιά της. Για τον Παπαγιώργη η

«Αχαϊκή Εταιρεία Πατρών», την οποία διαδέχτηκε η «Ιστορική και Εθνολογική

 

Εταιρεία Πελοποννήσου» τοποθέτησε αναθηματική στήλη στον περίβολο του

Ναού της Παναγίας Αλεξιώτισσας, για να θυμίζει το γεγονός και κάθε χρόνο,

ανήμερα των Βαΐων, τιμάται η μνήμη του σε επίσημη τελετή.

Η επομένη ημέρα, δηλαδή η Μεγάλη Δευτέρα, ήταν χειρότερη μέρα από

την προηγούμενη. Όλη η πόλη καιγόταν, ακόμα και τα Προξενεία της Σουηδίας,

της Ολλανδίας και της Ρωσίας, παρά τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις προς τους

Προξένους του Γιουσούφ Πασά. Κινδύνευσε και ο Γάλλος Πρόξενος Πουκεβίλ

και σώθηκε από 3-4 Έλληνες που έσπευσαν να τον απομακρύνουν και να τον

επιβιβάσουν σε γαλλικό πλοίο, το οποίο ήταν στο λιμάνι. Όταν αργότερα

επέστρεψε στο Προξενείο, το βρήκε λεηλατημένο. Είχαν μπει μέσα και είχαν

αφαιρέσει ό,τι υπήρχε, κάποιοι εξόριστοι για εγκληματικές πράξεις Επτανήσιοι.

Με το προϊόν δε της λείας τους αγόρασαν από τους Τούρκους, σε εξευτελιστική

τιμή, τους θησαυρούς και ό,τι κινητό αξίας είχαν αφήσει πίσω τους οι πατρινοί

που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και την πόλη και τα άρπαξαν οι Τούρκοι. Όσες

νεαρές γυναίκες βρήκαν, ασέλγησαν πάνω τους, κατά προτίμηση εντός των

εκκλησιών και δεν δίστασαν να ασελγήσουν και κατά ανδρών, τους οποίους

έκαιγαν ζωντανούς. Ο Γιουσούφ Πασάς διάλεξε για τον εαυτό του μία οικογένεια

που αποτελείτο από νεαρή μητέρα, έφηβο γιό και δύο κορίτσια. Άλλοι Τούρκοι

αιχμαλώτισαν άλλες οικογένειες και τις πούλησαν σε δημοπρασία. Τις

περισσότερες όμως τις έσφαξαν, αφού πρώτα ασέλγησαν πάνω τους.

Μετά τρεις μέρες, όταν πλέον έπαυσε να υπάρχει «το ελάχιστον ίχνος ζωής

και κινητού πράγματος εις την αποτεφρωθείσαν ταύτην πόλιν», όπως αναφέρεται σε

δημοσιευμένο έγγραφο του Ιστορικού Αρχείου του ναυάρχου Ιωάννη Θεοφανίδη,

ο Γιουσούφ Πασάς ζήτησε να συνεννοηθεί με τον Πουκεβίλ για την εξασφάλιση

και φρούρηση των περιουσιών των κατοίκων της πόλης, αλλά ο Γάλλος Πρόξενος,

ο οποίος είχε άμεση γνώση της καταστροφής που είχε συντελεσθεί, απαξίωσε να

του απαντήσει.

Στις εκκλήσεις των πατρινών να τους μεταφέρουν στα Επτάνησα για να

σωθούν έσπευσαν να ανταποκριθούν οι Ζακυνθινοί και οι Γαλαξιδιώτες. Με τους

τελευταίους οι πατρινοί είχαν δεσμούς, διότι ήσαν συνιδιοκτήτες στα πλοία τους

και οι Γαλαξιδιώτες εξαρτιόντουσαν από αυτούς. Αντίθετα οι Μεσολογγίτες

αρνήθηκαν κάθε βοήθεια.

Κατά τον Πουκεβίλ, 42 πλοιάρια προσήγγισαν την παραλία του Αγίου

Ανδρέα για να παραλάβουν γυναικόπαιδα. Εξακολούθησαν δε να φθάνουν

πλοιάρια φέρνοντας τρόφιμα και γίνονταν δεκτά από τους Τούρκους στο λιμάνι.

Την νύχτα όμως, όταν οι Τούρκοι αποσύρονταν στο Κάστρο, διότι φοβόντουσαν

επίθεση των Ελλήνων, τα πλοιάρια μεθορμίζονταν στην παραλία του Αγίου

Ανδρέα και παρελάμβαναν πατρινούς για να τους μεταφέρουν στα

αγγλοκρατούμενα Επτάνησα, όπου ήσαν ασφαλείς.

 Ο Πουκεβίλ προστάτευσε στο κτίριο του γαλλικού προξενείου επί δύο ημέρες περίπου 500 πατρινούς και τους περισσότερους τους φυγάδευσε με δικό του πλοίο στα Επτάνησα, ενώ περίπου 50 από αυτούς, που κατάγονταν από την περιοχή των Καλαβρύτων, με τη συνοδεία

δικών του στρατιωτών, τους έβγαλε νύχτα από την πόλη και έφθασαν ασφαλείς

στα Νεζερά, σύμφωνα με την χειρόγραφη αυτοβιογραφία του μετέπειτα

εφημέριου του ναού της Παντανάσσης ιερέα Ιωαν. Λοντοτσακίρη, που σώζεται

στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Ο Λοντοτσακίρης ήταν ένας από τους 50 διασωθέντες

και μετά τα Νεζερά κατέφυγε στην πατρίδα του το Σοπωτό των Καλαβρύτων.

Στις 5 Απριλίου η κατάσταση στην πόλη ήταν απελπιστική. Όλοι οι

Πρόξενοι είχαν φύγει για τη Ζάκυνθο και η πόλη ήταν έρημη.

Η φυγή των κατοίκων από την Πάτρα άρχισε από τον Φεβρουάριο 1821,

ενόψει του ότι είχαν αρχίσει αψιμαχίες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων και ήταν

διάχυτη η εντύπωση ότι προετοιμάζεται ξεσηκωμός. Πολλοί έφυγαν κατά την

κήρυξη της Επανάστασης και το κύμα των φυγάδων διογκώθηκε όταν έφθασε ο

Γιουσούφ Πασάς και άρχισαν οι σφαγές.

 Υπολογίζεται ότι τα θύματα της Κυριακής των Βαΐων και των επομένων ημερών ήσαν περίπου 500 άτομα, διότι στις αρχές Απριλίου, που έφθασε στην Πάτρα ο Γιουσούφ Πασάς, είχαν απομείνει στην πόλη περίπου 3.000 κάτοικοι, από τους οποίους πολλοί ήσαν Τούρκοι και

από τους Χριστιανούς κάποιοι διασώθηκαν.

Κατά τον Γκρην κάηκαν 1.200 οικίες, από τις οποίες τις πιο πολλές τις  είχαν εγκαταλείψει οι ένοικοι τους και είχαν καταφύγει οι περισσότεροι στα Επτάνησα και κάποιοι λίγοι σε ορεινά και δυσπρόσιτα μέρη, προς τα Καλάβρυτα. Παρότι η Πάτρα έγινε το θέατρο των πιο ωμών τουρκικών θηριωδιών, η Επανάσταση δεν κατεβλήθη, διότι ήταν ορμητική και τα γεγονότα εξελίχθηκαν

γρήγορα.

Από τον Μάιο 1821 τόπος συγκέντρωσης των πολιορκητών και

στρατηγείο του Αγώνα για την πολιορκία των Πατρών έγινε η Μονή Ομπλού,

στην οποία είχαν καταφύγει και πολλές πατρινές οικογένειες, που είχαν στήσει

παραπήγματα. Από εκεί μπορούσαν οι οπλαρχηγοί να παρακολουθούν τις κινήσεις

των Τούρκων στην Πάτρα και την πεδιάδα. Σύμφωνα με εγγραφή στον Κώδικα

της Μονής, στις 26 Ιουνίου 1821 ο Γιουσούφ Πασάς με τις ορδές του,

συνεχίζοντας το θηριώδες έργο του, κατέστρεψε και την Μονή Ομπλού.

Πάντως οι επαναστάτες, παρά τις τουρκικές ωμότητες δεν υπέστειλαν την

αγωνιστικότητά τους και πολιόρκησαν την Πάτρα. Η πολιορκία έγινε πιο

αποτελεσματική όταν έφθασε ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος τους οδήγησε στην

νικηφόρα μάχη του Γηροκομείου, τον Μάρτιο 1822, μία μάχη με αποφασιστική

σημασία για την πορεία του Αγώνα.

 

Χρήστος Αθαν. Μούλιας

  Δικηγόρος – Συγγραφέας

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΚΩΣΤΑΚΗ: ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ Θέμα : Ακολουθώντας τα χνάρια της ποίησης στα μονοπάτια της ιστορίας

 

 Ομιλία για Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης

Ομιλήτρια :ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΚΩΣΤΑΚΗ Ποιήτρια*

ΟΡΓΑΝΩΣΗ: ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΝΟΤΙΟΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ-ΣΤΕΓΗ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ «ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ»

ΣΤΟΝ ΚΥΚΛΟ ΤΩΝ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΒΡΑΔΙΝΩΝ  ΕΤΟΥΣ 2025

ΔΕΥΤΕΡΑ 24η  ΜΑΡΤΙΟΥ 2025  ΩΡΑ 7.Μ.Μ.

ΑΙΘΟΥΣΑ : ΣΤΕΓΗ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ  «ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ»

  ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ

Θέμα : Ακολουθώντας  τα χνάρια της ποίησης στα μονοπάτια της ιστορίας

(Σύντομο  οδοιπορικό στους σημαντικότερους σταθμούς της  ελληνικής ποίησης από την Αρχαιότητα έως σήμερα





                                                           

                                           

Σας ευχαριστώ πολύ, κ. Πρόεδρε,  για την πρόσκληση και όλους εσάς που είστε σήμερα μαζί μας  στη γιορτή της Ποίησης. Είναι εξαιρετική τιμή να βρίσκομαι τέτοια μέρα, παραμονή επετείου της επανάστασης 1821, σ’ αυτόν τον όμορφο, ζεστό και φιλόξενο χώρο της Στέγης Γραμμάτων Κωστής Παλαμάς, με διάχυτη τριγύρω την ενέργεια και την αύρα του μεγάλου μας ποιητή, που προκαλεί το δέος. Να, λοιπόν μια από τις πιο σημαντικές λειτουργίες της ποίησης, να μας φέρνει κοντά, να μας ενώνει και όχι μόνο. Έχει τη δύναμη να συγκινεί και να μαγεύει, να  εμπνέει και να αποτυπώνει το ανείπωτο, να αντιστέκεται στη λήθη, να λέει την αλήθεια. Κι ακόμη να είναι οικουμενική, ασύνορη, παρηγορητική και λυτρωτική, να προκαλεί κατανόηση και  ενσυναίσθηση. Είναι μια γλώσσα που  μιλάει στην καρδιά και όχι μόνο στο μυαλό. Γεννιέται μέσα από το συναίσθημα, το όνειρο, την εμπειρία και την ανάγκη του ανθρώπου να κατανοήσει τον κόσμο και τον εαυτό του. Και οπωσδήποτε, μας ταξιδεύει. Η ίδια η ποίηση αποτελεί μια ζωντανή περιπλάνηση.

Κάνοντας, λοιπόν, μια ιστορική αναδρομή πρώτα στην ίδια την έννοια της ποίησης, διαπιστώνουμε πως από την προ-ομηρική ποίηση ως σήμερα η Ελλάδα μας μετρά σχεδόν 3000 χρόνια ποιητικής παράδοσης, ενώ η λέξη «ποίησις» που σήμαινε αρχικά «δημιουργία», «κατασκευή» (ποιώ), μόνο μετά τον 5ο αι. π.Χ. συναντάται με τη σημασία της «ποιητικής τέχνης». Από την εποχή των προφορικών παραδόσεων έως τη σύγχρονη εποχή, η ποίηση, εκτός από λογοτεχνικό είδος, είναι ένας τρόπος κατανόησης του κόσμου και ερμηνείας της πραγματικότητας.

«Ποίησιν μοι έννεπε, μούσα», λοιπόν, ας προσδεθούμε στο άρμα της, κι ας ετοιμαστούμε για το ταξίδι.




                                   


 



Η ποίηση στην Αρχαία Ελλάδα

Η ποίηση στην Αρχαία Ελλάδα κατείχε κεντρικό ρόλο στην κοινωνία, τη θρησκεία και την εκπαίδευση. Οι πρώτες ποιητικές εκφράσεις εμφανίστηκαν μέσα από την προφορική παράδοση, όπου οι αοιδοί και οι ραψωδοί διηγούνταν μύθους και ιστορικά γεγονότα μέσω έμμετρης αφήγησης. Η Ελληνική λογοτεχνία, όμως,  με την έννοια του γραπτού λόγου, αρχίζει, με την ποίηση, με τα ομηρικά έπη (8ος αι. π.Χ.) Η "Ιλιάδα" και η "Οδύσσεια", αποτελούν θεμελιώδη κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας, επηρέασαν βαθιά την ποίηση, τη σκέψη της εποχής και άσκησαν τεράστια επίδραση στην παγκόσμια λογοτεχνία. Μέσα από αυτά, ο Όμηρος δεν αφηγείται απλώς πολεμικές και περιπετειώδεις ιστορίες, αλλά μεταδίδει αξίες όπως η τιμή, η ανδρεία και η μοίρα. Στον Όμηρο, η ποιητική τέχνη έχει θεϊκή προέλευση και είναι δώρο των μουσών. Ο Ησίοδος, ομοίως, επικαλείται  τη μούσα προστάτιδα της επικής ποίησης για να τον εμπνεύσει στο έργο του, και μέσα από αυτό εδραιώνεται στην αρχαία ελληνική γραμματεία και ζωή ο τύπος της διδακτικής ποίησης. 

 Ο φιλόσοφος Πλάτων κατηγορώντας μεν την ποίηση και γενικότερα την Τέχνη για απομίμηση, κι επομένως για υποβάθμιση της αλήθειας και   υπονόμευση της αρετής, εξορίζοντας τους ποιητές από την Ιδανική του Πολιτεία, διατυπώνει στον διάλογο  «Ίων» την άποψη πως: Από κρήνες μελίρρυτες κι από κήπους Μουσών και λιβάδια δρέπουν οι ποιητές τις μελωδίες τους, όπως οι μέλισσες-  και ότι ο ποιητής  είναι κάτι πολύ ανάλαφρο, που πετάει, κάτι ιερό,   και δημιουργεί  μόνο όταν εκστασιαστεί και χάσει το μυαλό του.

 Από το απρόσωπο έπος, η ποίηση εξελίσσεται σε προσωπική, σε ποίηση συναισθημάτων (λυρική ποίηση 7ος- 6ος αι. π.Χ.) Η τριτοπρόσωπη ποιητική αφήγηση μετατρέπεται σε πρωτο-πρόσωπη και οι λυρικοί ποιητές (Αρχίλοχος, Πίνδαρος, Σαπφώ) χρησιμοποιούν δραματικά πρόσωπα (personae) για να μιλήσουν για το «εγώ», το «εδώ» και το «τώρα. Φραστικά βασίζονται πολύ στο έπος, αλλά  εγκαταλείπουν σε γενικές γραμμές το ηρωικό πνεύμα και τραγουδούν την αστάθεια του έρωτα, τα δεινά  της ζωής, τη φθορά των γηρατειών, την εύθραυστη ευτυχία.

 Στους αιώνες που ακολούθησαν (5ος-4ος αι. π.Χ.) και η δραματική ποίηση με τους μεγάλους    τραγικούς ποιητές Αισχύλο, Σοφοκλή και Ευριπίδη εξέφρασε την ίδια αρμονία, αναδεικνύοντας  τα ανθρώπινα πάθη, την ηθική και τη μοίρα και συνδυάζοντας τον επικό λόγο με τον λυρισμό των συναισθημάτων, τη μυθολογική σκέψη με την πολιτική, την τραγικότητα με την ειρωνεία.

 Στον 4ο αι. έχουμε την πρώτη προσπάθεια συστηματικής και επιστημονικής μελέτης της ποίησης από τον Αριστοτέλη ( Περί Ποιητικής), όπου υποστηρίζει  ότι «φιλοσοφώτερον ποίησις Ιστορίας» γιατί ασχολείται με πράγματα που έχουν γενική ισχύ, με τα «καθόλου», όχι με τα συγκεκριμένα γεγονότα.  

Στους ελληνιστικούς χρόνους (323 π.Χ.-31 π.Χ.) η ποίηση αντλεί τα θέματά της από την απλή, ταπεινή ζωή, αγροτική και αστική και επικρατεί στη γλώσσα η Κοινή Ελληνική ή Κοινή, η γλώσσα που γράφτηκε και η Βίβλος. Η πιο εξέχουσα φυσιογνωμία της εποχής είναι ο Καλλίμαχος, ποιητής, επιγραμματοποιός και εκπρόσωπος της Αλεξανδρινής ποίησης, που θεωρείται ο πρώτος καταλογογράφος στην ιστορία της Βιβλιοθηκονομίας.  Μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.) αναπτύσσεται η ποιητική μικρογραφία με ποιήματα σύντομα, κομψά, επιγραμματικά και υπαινικτικά, ενώ  στους αιώνες που ακολούθησαν (1ος- 3ος αι. μ.Χ.) η ποίηση φθίνει.

 

Η Ποίηση στη Βυζαντινή Περίοδο (4ος-10ος αι. μ.Χ.)

 

Η βυζαντινή ποίηση, αν και λιγότερο γνωστή από την αρχαία, υπήρξε σημαντικός φορέας πολιτισμού και πνευματικότητας. Κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με την στροφή των ειδωλολατρικών κρατών που αποτελούσαν τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία προς τον Χριστιανισμό, η επίδραση των κλασικών περιορίστηκε και η ποίηση απέκτησε έντονα θρησκευτικό χαρακτήρα, αντανακλώντας τη σύνδεση του πολιτισμού με την ορθόδοξη παράδοση.

Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ειδικότερα,  έγραψε ποιήματα με περιεχόμενο διδακτικό, θεολογικό και ιστορικό που επηρέασαν πολλούς βυζαντινούς επιγραμματοποιούς που, όμως, δεν κατάφεραν, να φτάσουν το ύψος και το πάθος του. Ανάμεσα στα κύρια είδη της βυζαντινής ποίησης συγκαταλέγονται οι ύμνοι, τα τροπάρια και οι κανόνες. Κορυφαίος εκπρόσωπος αυτού του είδους υπήρξε ο Ρωμανός ο Μελωδός, «ο Πίνδαρος της ρυθμικής ποίησης» όπως χαρακτηρίστηκε, του οποίου οι κοντάκιοι διακρίνονται για την εκφραστικότητα και τη θεολογική τους δύναμη. Έχουμε λοιπόν κυριαρχία της ηθικοδιδακτικής ποίησης και της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, ενώ το ερωτικό στοιχείο εξαφανίζεται τελείως στην ποίηση από τον 7ο αι. για πέντε  περίπου αιώνες.

 Στους αιώνες της Μακεδονικής δυναστείας (μέσα 9ου- 11ου αι. μ.Χ.)  είναι η εποχή  που ακμάζουν η επική ποίηση και τα βυζαντινά δημοτικά τραγούδια.

 

Η ποίηση πριν την άλωση της Κων/πολης (11ος- 15ος αι. μ.Χ.)

 

Οι αιώνες αυτοί αποτελούν μια κρίσιμη εποχή ανακατατάξεων και συγκρούσεων, με τους ακατάπαυστους αγώνες για την επιβίωση του Βυζαντίου από τους αμέτρητους εχθρούς, που είχαν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία του κύκλου των Ακριτικών τραγουδιών και του έπους του Διγενή Ακρίτα, στο οποίο οι νεότεροι μελετητές αναζητούν την αρχή της νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Το έργο αναφέρεται στην καταγωγή, τα κατορθώματα και τον θάνατο του Βασιλείου Διγενή Ακρίτα, ένα έργο που αγαπήθηκε πολύ από τον ελληνικό λαό. Τα ακριτικά τραγούδια είναι τα αρχαιότερα ποιητικά κείμενα σε νεοελληνική γλώσσα, που άρχισαν να γράφονται στις αρχές του 10ου αι. και έπαψαν να δημιουργούνται το 13ο αι. στα χρόνια του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου, λόγω της κατάργησης των προνομίων των ακριτών. 

Άλλα σημαντικά έργα αυτής της περιόδου είναι τα Προδρομικά ή Πτωχοπροδρομικά, που αποδίδονται στο Βυζαντινό λόγιο Θεόδωρο Πρόδρομο και ο Σπανέας, σύντομο ηθικοδιδακτικό στιχούργημα που αποδίδεται στον Αλέξιο Κομνηνό.

 Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους σταυροφόρους το 1204, έχουμε το Χρονικό του Μορέως  που άσκησε  μεγάλη επίδραση σε μεταγενέστερα έργα της νεοελληνικής πεζογραφίας, καθώς και τα έμμετρα ιπποτικά   μυθιστορήματα (Λίβιστρος και Ροδάμνη, Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, Βέλθανδρος και Χρυσάντζα, Ιμπέριος και Μαργαρώνα) που παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες με μεσαιωνικές γαλλικές αφηγήσεις και  αποτυπώνουν το νεοελληνικό πολιτισμό όπως διαμορφώθηκε από την επίδραση της δύσης.

 Στην Κρήτη, οι Βενετοί που κυριάρχησαν από  το 1211 μέχρι το 1669 μετέδωσαν πρώιμο αναγεννησιακό πνεύμα. Από τον 14ο αι. σώζονται ηθικοπλαστικά κείμενα και αυτοβιογραφικά ποιήματα του Λεονάρδου Δελαπόρτα και του Στέφανου Σαχλίκη και θρησκευτικά ποιήματα του Μαρίνου Φαβιέρου. Παρατηρούνται ακόμη πολλές διασκευές ομηρικών επών, ενώ άγνωστου ποιητή είναι και  «η Ιστορία του Πτωχολέοντος». Έργο με αλληγορικό περιεχόμενο της εποχής είναι ο  «Λόγος παρηγορητικός περί δυστυχίας και ευτυχίας», ενώ  έχουμε και ποιήματα ανωνύμων εμπνευσμένα από τον κόσμο των πτηνών, ζώων και ψαριών.  Γενικά, η ποίηση της εποχής χαρακτηρίζεται από αυθορμητισμό και ειλικρίνεια συναισθημάτων, σε γλώσσα ακατέργαστη δημοτική, ενώ θεωρείται σημαντική για τη σκιαγράφηση του πνεύματος και της ψυχοσύνθεσης  των ανθρώπων μεταφέροντας μια γλαφυρή εικόνα της καθημερινής ζωής.

 

Η ποίηση μετά την Άλωση (15ος – 17ος αιώνας)

 

Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς Τούρκους, (1453 μ.Χ.) ήταν επόμενο να αποτελεί σημαντική τομή και για τα λογοτεχνικά πράγματα. Αναπτύσσονται οι «Θρήνοι», μια σειρά από λόγια ποιήματα που αποτυπώνουν τον πόνο του ελληνισμού για την απώλεια της Βασιλεύουσας και τις ελπίδες του για τη γρήγορη επανάκτησή της. 

Αυτή την εποχή ο ελληνισμός είναι χωρισμένος σε τρία τμήματα: α) Στον ελληνισμό της ηπειρωτικής Ελλάδας υποδουλωμένης στους Οθωμανούς, β) Στη νησιωτική Ελλάδα που βρίσκεται στην κατοχή των Δυτικών (Ενετών, Φράγκων, Γενοβέζων) και γ) στον ελληνισμό της Διασποράς, που περιλαμβάνει τους λόγιους Έλληνες που έφυγαν από την Ελλάδα και βρήκαν καταφύγιο σε ευρωπαϊκές χώρες. Η ποίηση δεν αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ την πνευματική ανάπτυξη των  υπόδουλων Ελλήνων είχε αναλάβει το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης λόγω ιδιαίτερων προνομίων που απολάμβανε από τον σουλτάνο.  Παρά τα πολλά εμπόδια,  έχουμε την μετάφραση του Ευαγγελίου σε απλή γλώσσα και έκδοση θρησκευτικών βιβλίων  (Θρησκευτικός Ουμανισμός) και την αναδιοργάνωση της Μεγάλης Σχολής του Γένους. Σημαντική ήταν και η συμβολή των Ελλήνων της Διασποράς στην πνευματική ανάπτυξη των υπόδουλων Ελλήνων από τις ελληνικές παροικίες  της Ρώμης, της Πάδουας και της Βενετίας, όπου ίδρυσαν την Φλαγγίνειο Σχολή.

Διαφορετική ήταν η μοίρα της νησιωτικής Ελλάδας. Από την Ρόδο, Κύπρο, τα Επτάνησα και την Πελοπόννησο, προέρχονται ποιητικές συλλογές ανωνύμων ποιητών με ερωτικό περιεχόμενο (Ερωτοπαίγνια ή Αλφάβητος της αγάπης), που περισσότερο είναι μεταφράσεις ιταλικών ποιημάτων του Πετράρχη και άλλων από Κύπριους λόγιους, που παραμερίζουν τον δεκαπεντασύλλαβο, δείχνοντας προτίμηση στον εντεκασύλλαβο και  εισάγουν νέες πολύπλοκες ποιητικές φόρμες, όπως σονέτα και μαδριγάλια. 

Οι αιώνες 16ος και 17ος  αποτελούν γενικά τη χρυσή εποχή της Κρητικής Λογοτεχνίας, όπου καλλιεργείται το ποιμενικό ειδύλλιο (Η Βοσκοπούλα, Πανώρια ή Γύπαρης) και ιδιαίτερα το δράμα. Σημαντική φυσιογνωμία της εποχής  είναι ο Γεώργιος Χορτάτσης που έγραψε την τραγωδία Ερωφίλη και την κωμωδία  Κατζούρμπος, καθώς και ο Βιτσέντζος Κορνάρος, στον οποίο αποδόθηκε το ψυχογραφικό, θρησκευτικό δράμα «Η θυσία του Αβραάμ», αν και το αριστούργημά του είναι ο Ερωτόκριτος, έμμετρο ερωτικό μυθιστόρημα σε 10.012 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους που θαυμάστηκε για τον γλωσσικό του πλούτο, την εκφραστική καθαρότητα, την  περίτεχνη πλοκή, το λυρισμό, τους άψογους χαρακτήρες κλπ. 

 

Η προεπαναστατική ποίηση (18ος αι.) - Πριν το 1821

 

Το τέλος της Κρητικής Λογοτεχνίας έρχεται με την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669. Ο 18ος αι. χαρακτηρίστηκε αντιποιητικός, αφού από το 1779 έως το 1820  με την ακμή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού,  αναπτύσσεται κυρίως η πεζογραφία.

 Κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας, η ελληνική ποίηση συνέχισε να εξελίσσεται μέσα από τη δημοτική ποίηση και τα κλέφτικα τραγούδια, που μιλούσαν για την ψυχή του ελληνικού λαού, τους καημούς, τους πόθους και τις ιστορικές του περιπέτειες και γίνονταν εκφράσεις του αγώνα και της λαϊκής αντίστασης. 

Παράλληλα, η εκκλησιαστική ποίηση και θρησκευτική υμνογραφία διατήρησε τη σύνδεση με τη βυζαντινή παράδοση, ενώ εμφανίστηκαν και λόγια ποιητικά έργα.

 Τα δημοτικά τραγούδια κράτησαν τον ελληνικό λόγο ζωντανό, διατηρώντας στοιχεία της αρχαίας ελληνικής ποιητικής παράδοσης και μεταφέροντας ιστορικές μνήμες, κοινωνικά ήθη και αγωνιστικά ιδεώδη. Γράφονταν σε ανομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, τον οποίο υιοθέτησαν στη συνέχεια σημαντικοί Έλληνες ποιητές, όπως ο Σολωμός, ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Σεφέρης κ.ά., είχαν κοινά μοτίβα και γνωρίσματα και εξέφρασαν χαρακτηριστικές ελληνικές αρετές, όπως την αγάπη στη δικαιοσύνη, την αξιοπρέπεια, την αίσθηση της τιμής, την προσήλωση στη ζωή και την απέχθεια του θανάτου, το πάθος για την ελευθερία κλπ. Αξιοσημείωτη είναι  η ποιητική συμβολή του Αθανάσιου Χριστόπουλου και του Ιωάννη Βηλαρά.

Με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, εμφανίζονται ποιητές που εκφράζουν τον πόθο για ελευθερία. Οι πρώτοι επαναστάτες ποιητές, όπως ο Ρήγας Φεραίος με τον "Θούριο" του, έδωσαν στην ποίηση έναν έντονο πολιτικό και πατριωτικό χαρακτήρα, προετοιμάζοντας το έδαφος για την ανάπτυξη της νεοελληνικής ποίησης.

 

 Νεοελληνική Ποίηση (19ος - 20ός αι.) Επτανησιακή Σχολή

 

Κατά τον 19ο και 20ό αιώνα, η ελληνική ποίηση γνώρισε σημαντικές αλλαγές, καθώς επηρεάστηκε από τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, την εθνική ταυτότητα και τα παγκόσμια λογοτεχνικά ρεύματα. Ιδιαίτερα, η ποίηση επηρεάστηκε βαθιά από το κίνημα του φιλελληνισμού και τον αγώνα της Ελλάδας για ανεξαρτησία, ενώ λόγω της μεγάλης λογοτεχνικής άνθησης στα Επτάνησα  και  με πνευματικό δάσκαλο τον Διονύσιο Σολωμό δημιουργείται η Επτανησιακή Σχολή με ποιητές που επηρεάζονται άμεσα από αυτόν (Μάτεσις, Τυπάλδος, Πολυλάς, Μαρκοράς κ.ά.) και εμφανίζουν κοινά γνωρίσματα, όπως η λατρεία της φύσης, της πατρίδας, της θρησκείας και της γυναίκας. Ο Διονύσιος Σολωμός, με τον "Ύμνο εις την Ελευθερίαν", έθεσε τις βάσεις της νεοελληνικής ποίησης και της εθνικής ταυτότητας. Έξω από τη σφαίρα επιρροής του Σολωμού, είναι ο Ανδρέας Κάλβος, ο έτερος κορυφαίος εκπρόσωπος της Επτανησιακής ποίησης, με τις Ωδές του,  ποίηση ιδιόρρυθμη, υψιπετή, ύφος πινδαρικό και γλώσσα ιδιότυπη, καθώς και ο Ανδρέας Λασκαράτος και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης που με τα πατριωτικά τους ποιήματα  εξέφρασαν το πνεύμα της ελευθερίας και του ηρωισμού.

 

Μετεπαναστατική ποίηση (1830-1880)

 

Η επανάσταση του 1821 αποτέλεσε ορόσημο για το ελληνικό έθνος, αφού είχε σαν αποτέλεσμα τη συγκρότηση ενός  ανεξάρτητου κράτους και παράλληλα συνέβαλε στη διαμόρφωσης μια νέας τάξης λογοτεχνικών πραγμάτων. Η πνευματική ζωή συγκεντρώθηκε στην Αθήνα, τη νέα πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, όπου εγκαταστάθηκαν οι νεότεροι Φαναριώτες ( Σούτσος Π. και Α., Ραγκαβής, Τανταλίδης, Ζαλοκώστας, Βαλαβάνης) με την επιθυμία της σύνδεσης του γένους με την αρχαία Ελλάδα, που θαύμαζε η φωτισμένη δύση. Κάτω από την επίδραση του πνεύματος του Φιλελληνισμού, καθώς και τη μίμηση του γαλλικού και αγγλικού ρομαντισμού, διαμορφώθηκε από την  λεγόμενη Αθηναϊκή Σχολή (με τους Σπ. Βασιλειάδη,  Αχιλ. Παράσχο, Γ. Βιζυηνός, Αριστ. Προβελέγγιο) μια ποίηση λόγια, στομφώδης, πεσιμιστική, ο αθηναϊκός ρομαντισμός για 50 χρόνια,  που την χαρακτήριζε η ρηχή αισθηματολογία, η επιτηδευμένη γλώσσα, η ρητορεία, η έλλειψη αυθορμητισμού και βάθους,  με λίγες  εξαιρέσεις όπως   «Το φίλημα» του Γ. Ζαλοκώστα.

Ποίηση στο μεταίχμιο δύο αιώνων  (1880-1918)

 

Τις δυο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας κυριαρχεί η προσωπικότητα του Χαρίλαου Τρικούπη και η άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας που οδήγησε στην κήρυξη πτώχευσης (Δεκέμβριος 1893). Μέσα σε μια περίοδο αναταραχής, κοινωνικού αναβρασμού και ποικίλων συγκρούσεων, έρχεται προσωρινή αναπτέρωση του ηθικού των Ελλήνων  από την αναβίωση των Ολυμπιακών αγώνων στην Ελλάδα το 1896, ακολουθεί, όμως, η  εθνική ταπείνωση με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και η καταρράκωση της Μεγάλης Ιδέας. Μέσα σ’ αυτό το κοινωνικο-πολιτικό σκηνικό, το 1880  κάνει την εμφάνισή της μια νέα ποιητική γενιά, η γενιά του 1880 ή η Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Προμήνυμά της οι δυο ποιητικές συλλογές του  Ν. Καμπά  και Γ. Δροσίνη, με τάση ανανεωτική και προτίμηση για εκφραστική απλότητα σε δημοτική γλώσσα. Οι νέοι λογοτέχνες αναζητούν νέους εκφραστικούς τρόπους, στρεφόμενοι προς το χώρο της λαογραφίας, αλλά και στον αυθεντικό κόσμο της υπαίθρου μεταφέροντας στην ποίησή τους τη δροσιά και την απλότητα της ζωής του χωριού. Όσοι επηρεάζονται από τον γαλλικό παρνασσισμό, επιμελούνται σχολαστικά  τη μορφή του στίχου τους με στροφή προς το σονέτο.

 Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος αυτής της εποχής και από τους κορυφαίους της νεοελληνικής ποίησης είναι ο Κωστής Παλαμάς, που απομακρυνόμενος από την ειδυλλιακή αφέλεια, αγκαλιάζει στοχαστικά όλα τα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα εκφράζοντας τους πόθους, τους οραματισμούς και τις προσδοκίες της φυλής του  (Τα μάτια της ψυχής μου, Τάφος, Ασάλευτη ζωή, Η φλογέρα του Βασιλιά, Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου κ.ά. ) Η γλώσσα του συνδυάζει τον λυρισμό με τον ρεαλισμό, ενσωματώνει τον πλούτο της ελληνικής παράδοσης, τη βυζαντινή ποίηση, τα δημοτικά τραγούδια, τον Ερωτόκριτο κ.λπ. εκφράζοντας την αναζήτηση της ελληνικής ταυτότητας μέσα από την ποίηση. 

Στο γύρισμα του αιώνα, ανάμεσα στο τέλος του 19ου και την πρώτη δεκαετία του 20ου που η Αθήνα ζει την Μπελ Επόκ της, οι νικηφόροι Βαλκανικοί πόλεμοι τονώνουν την αυτοπεποίθηση των Ελλήνων, που εκφράζεται και μέσα από τη Λογοτεχνία, και ακολουθεί ο Ά Παγκόσμιος Πόλεμος που επιδρά καταστρεπτικά και σημαδεύει δραματικά την ανθρωπότητα διαποτίζοντας τη λογοτεχνία με το αίσθημα διάλυσης και παρακμής, ενώ η Ρωσική επανάσταση εγκαινιάζει μια νέα εποχή ιδεολογικών συγκρούσεων. Όλα αυτά συνέβαλλαν στην ανάπτυξη του συμβολισμού,  ενός ρεύματος που εστιάζει στον άνθρωπο και τα συναισθήματά του και δημιουργείται  μια χαμηλόφωνη ποίηση που εκφράζει ιδέες και συναισθήματα όχι με άμεση περιγραφή αλλά με  παρομοιώσεις, εικόνες και σύμβολα. Κύριοι εκπρόσωποι οι: Ι. Γρυπάρης, Λ. Πορφύρας, Μ. Μαλακάσης, Λ. Μαβίλης, Απ. Μελαχρινός,  Κ. Χατζόπουλος κ.ά. ενώ γνωρίσματα της ποίησής τους είναι η ευαισθησία, η ψυχική ευγένεια, η μουσικότητα, υποβλητικότητα, η τρυφερή μελαγχολία.

 Κι ενώ μετά το 1880 στην Αθήνα μεσουρανεί ο Παλαμάς, (ο ποιητής του καιρού και του γένους του), την ίδια εποχή στην Αλεξάνδρεια, ο Κ. Καβάφης, εκλεκτικός και ιδιότυπος ποιητής, πρόδρομος του μοντερνισμού και της πρωτοπορίας, ακολουθεί τη δική του ποιητική διαδρομή. Σημαντική είναι επίσης και η ποιητική παρουσία του Άγγελου Σικελιανού, ποίηση με πανθεϊστική ενατένιση των μυστηρίων της φύσης, της ζωής και του θανάτου. Διαφορετικά από την παλαμική σχολή κινείται η ποίηση του Κώστα Βάρναλη, ο οποίος συνδέει στο έργο του τον παγανισμό, τον χριστιανισμό και το μαρξισμό, ενώ η ποίησή του  επιστρατεύεται στην ελευθερία, την κοινωνική δικαιοσύνη και την ειρήνη  προσπαθώντας  να αφυπνίσει τις μάζες.

 

Μεσοπολεμική ποίηση (1919-1944)

 Στη μεσοπολεμική περίοδο εμφανίζονται  οι πρώτες ανανεωτικές τάσεις στην ποίηση. Τώρα, έχουμε ένα ακόμη συγκλονιστικό γεγονός για την Ελλάδα, τη Μικρασιατική καταστροφή με τις γνωστές συνέπειες. Στη Λογοτεχνία κυριαρχεί το αίσθημα  διάλυσης και παρακμής, με το κλίμα της απογοήτευσης, της ανίας και της ηττοπάθειας να διαποτίζει και την ελληνική ποίηση. Έτσι,  στις αρχές της δεκαετίας του 1920, εμφανίζονται στο προσκήνιο νέοι ποιητές που κινούνται αρχικά στο κλίμα του Συμβολισμού, αλλά σταδιακά το ανανεώνουν και γίνονται φορείς μιας νέας ευαισθησίας, οι νεορομαντικοί ή νεοσυμβολιστές, η γενιά του ’20: Κλέων Παράσχος, Κώστας Καρυωτάκης, Μαρία Πολυδούρη, Τέλλος Άγρας, Μήτσος Παπανικολάου κ.ά. Η ιστορική εμπειρία της Μικρασιατικής καταστροφής επιφέρει στους μεσοπολεμικούς ποιητές  γενική κόπωση,  αίσθηση αδιεξόδου  και τάση φυγής από την πραγματικότητα, το πνεύμα της απαισιοδοξίας, άρνησης, του υπαρξιακού κενού. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Κώστας Καρυωτάκης με το σημαντικό ρήγμα στην ποιητική παράδοση, την αίσθηση της ματαιότητας και του κενού που δονεί τους στίχους του, αλλά και την καυστικότητα, το σαρκασμό, τη διάθεση απόδρασης. Παραίτηση, διατρέχει, όμως, και το αίσθημα του ανεκπλήρωτου έρωτα  στην ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη.  Λίγο μετά ο καρυωτακισμός διαποτίζει τη νεοελληνική ποίηση, ενώ  ο Νίκος Καββαδίας δίνει διέξοδο στην τάση φυγής με την ποίηση των ταξιδιών του.

 Στην Ευρώπη, ως αντίδραση στον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο εμφανίζονται νέα επαναστατικά λογοτεχνικά κινήματα, (μοντερνισμός, φουτουρισμός, ντανταϊσμός, υπερρεαλισμός) που χαρακτηρίζονται ως πρωτοποριακά γιατί φιλοδοξούν να αλλάξουν τον κόσμο γκρεμίζοντας τη συμβατική αίσθηση και λογική, αναδεικνύοντας την υπερ-πραγματικότητα του υποσυνειδήτου, του ονείρου και της φαντασίας. Η απήχησή τους φαίνεται ιδιαίτερα στην ποιητική συλλογή «Στροφή» του Γ. Σεφέρη, που σηματοδότησε  μια βαθύτερη αλλαγή στη Λογοτεχνία, επιβάλλοντας μια νέα καλαισθησία. 

Την ίδια εποχή ο υπερρεαλισμός  κάνει τα βήματά του με τα «Ποιήματα» του Νικόλαου Καλαμάρη- Κάλας, ενώ ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της ελληνικής πρωτοπορίας του υπερρεαλισμού είναι ο Ανδρέας Εμπειρίκος, που πρωτοεμφανίζεται με  τη συλλογή «Υψικάμινος» με βασικά γνωρίσματα τον ερμητισμό και το άλογο στοιχείο. Σημαντική αντίδραση στον υπερρεαλισμό εκδηλώνεται με τις ποιητικές συλλογές του Ν. Εγγονόπουλου («Μην ομιλείτε εις τον Οδηγόν» και «Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής,) όπου μεταφέροντας το έντονο και τολμηρό στοιχείο των ζωγραφικών του συλλήψεων, εισάγει μια νέα επαναστατική ποιητική αισθητική που, όμως,  χλευάζεται. Αντίθετα, γίνεται δεκτή η υπερρεαλιστική ποιητική συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη «Προσανατολισμοί» και «Ήλιος ο Πρώτος», όπου ξεπερνώντας την αυτόματη γραφή εισάγει μια δική του ποιητική μέθοδο όπου αναμιγνύει το ‘αυθόρμητο’ και το ‘λελογισμένο’. 

Ο πόλεμος του 1940 και η Αντίσταση έφεραν τους λογοτέχνες στην πρώτη γραμμή στράτευσης, τόσο ως εθελοντές στον αγώνα, όσο και μέσω της τέχνης τους. Η ποίηση είναι εσωστρεφής και υποκειμενική, οι ποιητές προσπαθούν να ξεπεράσουν τη ζοφερή πραγματικότητα με στίχους που εκφράζουν αίσθημα φυγής ή υμνούν τη χαρά της ζωής, όπως στην ποιητική συλλογή «Αμοργός» το  Νίκου Γκάτσου. Την ίδια εποχή ο Γ. Ρίτσος υιοθετεί τον υπερρεαλισμό, εντάσσεται στη γενιά του ’30, αν και ξεκίνησε την ποιητική του πορεία τη δεκαετία του 1920 και συνεχίζει για πολλές δεκαετίες ακόμη με ποίηση αισθησιακή, ερωτική και στοχαστική, ενώ παράλληλα προβάλλεται το όραμα ενός κοινωνικά και πολιτικά καινούριου κόσμου (Τρακτέρ, Πυραμίδες, Επιτάφιος). Άλλος σημαντικός ποιητής της ίδιας γενιάς ο Νικηφόρος Βρεττάκος, που αν και ξεκίνησε την ποιητική του διαδρομή από τον καρυωτακισμό, στη συνέχεια καλλιέργησε μια αισιόδοξη, λυρική, ανθρωπιστική ποίηση, με διάχυτη την αγάπη στη φύση και τη νοσταλγία της πατρίδας του και μηνύματα ειρήνης, αρμονίας και ελευθερίας.

 

Μεταπολεμική ποίηση (1945-2000)

 

Τα σημάδια από τις πληγές του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου είναι εμφανή σε όλους τους τομείς της ζωής και της τέχνης και η ελληνική ποίηση τραυματίζεται θανάσιμα από τις εμπειρίες του πολέμου, τον Εμφύλιο, την αστάθεια στην πολιτική ζωή, τη Δικτατορία και τις μετέπειτα ιστορικές περιπέτειες. Η μεταπολεμική λογοτεχνία συνεχίζεται χωρίς κάτι ξεχωριστό που να αναταράζει τα ποιητικά νερά, όταν εμφανίζεται μια ομάδα ποιητών, οι μετασυμβολιστές, μέρος των οποίων γράφει κοινωνικο-πολιτική ποίηση εκφράζοντας χαμηλόφωνη διαμαρτυρία ή οργή για τα τραυματικά πολεμικά και εμφυλιακά βιώματα: (Άρης Αλεξάνδρου, Μανόλης Αναγνωστάκης, Τάκης Σινόπουλος, Τάσος Λειβαδίτης, Τίτος Πατρίκιος,  Κλείτος Κύρου, Βύρων Λεοντάρης)

Άλλοι πάλι,   γράφουν υπαρξιακή ή μεταφυσική ποίηση διοχετεύοντας υπαρξιακές ανησυχίες και στοχασμούς για τον άνθρωπο, την τραυματική πραγματικότητα, για ό,τι χάθηκε, τη μοναξιά, τη φθορά, το θάνατο κλπ.  (Τ. Βαρβιτσιώτης, Ν. Καρούζος, Άρης Δικταίος, Άθως Δημουλάς,  Κ. Στεργιόπουλος, Ζέφη Δαράκη, Κ. Δημουλά, Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ. ) Ο χαρακτήρας των μετασυμβολιστικών ποιημάτων έχει όλα τα χαρακτηριστικά της μοντέρνας ή νεωτερικής ποίησης: τον ελεύθερο στίχο, καθημερινό λεξιλόγιο, το δραματικό στοιχείο, ενώ συνδυάζουν δύο αντίθετες ροπές, τον λυρισμό με τον ρεαλισμό.

 Άλλη αξιόλογη ομάδα ποιητών είναι  οι μετα-υπερρεαλιστές, γεννημένοι την ίδια περίοδο με τους προηγούμενους, επηρεασμένοι από τον υπερρεαλισμό (Δημ. Παπαδίτσας, Εκτωρ Κακναβάτος, Μίλτος Σαχτούρης, Νάνος Βαλαωρίτης, Ελένη Βακαλό, Γιάννης Δάλλας, Μαντώ Αραβαντινού κ.ά. 

Η ποίηση σήμερα- Συμπεράσματα

 

Και φθάνουμε αισίως στο σήμερα. Η σύγχρονη ελληνική ποίηση, αντλώντας στοιχεία από το παρελθόν, εξελίσσεται συνεχώς, υιοθετώντας νέες τεχνικές, θεματικές και εκφραστικούς δρόμους. Οι ποιητές σήμερα-  με τη βοήθεια της τεχνολογίας- συνομιλούν με το διεθνές ποιητικό γίγνεσθαι, ενώ ταυτόχρονα διατηρούν την ιδιαίτερη φωνή της ελληνικής παράδοσης. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στην ποίηση συγκερασμός παλαιών και νέων ποιητικών ρευμάτων με χαρακτηριστικά την τάση φυγής, εμμονή στον έρωτα και τον θάνατο, δημιουργώντας στους ερευνητές την απορία αν η ποίηση βαδίζει προς την εξάντληση ή είναι μια κρίσιμη καμπή που εγκυμονεί κάτι καινούριο. Πληθωρική   η λογοτεχνική παραγωγή των ημερών, καθώς και ο πειραματισμός με λέξεις και νοήματα. Απομένει μόνο να φανεί τι θα επιβιώσει στο μέλλον. Αν και η ποίηση έχει ήδη αποδείξει πως μπορεί να κάνει την ανέλπιστη υπέρβαση και να αποδώσει  ιδιαίτερα ώριμους καρπούς. 

Και ποια, λοιπόν, τα συμπεράσματα;  θα ρωτούσε κάποιος…

Στην ελληνική κοινωνία και ιστορία, η ποίηση κατέχει μια ξεχωριστή θέση. Διά μέσου των αιώνων τίποτε δεν την έχει παραγκωνίσει και σήμερα βρίσκεται ακόμη στην πρώτη γραμμή ανάμεσα στις τέχνες. Από την αρχαία εποχή, με τα ομηρικά έπη που διαμόρφωσαν τη συλλογική μνήμη και την πολιτισμική ταυτότητα, μέχρι τη σύγχρονη ποίηση που αποτυπώνει τις προκλήσεις και τα οράματα του σήμερα, οι ποιητές λειτούργησαν συχνά ως εκφραστές της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης. Η ποίηση υπήρξε εργαλείο διατήρησης της γλώσσας, της παράδοσης και των αξιών του ελληνισμού, ενώ σε περιόδους κρίσεων, πολέμων και κοινωνικών αναταράξεων, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης, παρηγοριάς και αφύπνισης, όπλο ενάντια στην καταπίεση, υπερασπιστής της αλήθειας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ένας τόπος όπου η γλώσσα δεν περιγράφει απλώς τον κόσμο, αλλά τον αναδημιουργεί. Η ποίηση είναι ένας ζωντανός οργανισμός που συνεχώς μεταμορφώνεται μέσα στον χρόνο και μέσα μας.  Μια συνομιλία, που ενώνει  τον αναγνώστη και τον δημιουργό πέρα από  εποχές και τα πολιτιστικά όρια. Η Ελλάδα έχει βάλει το λιθαράκι της στην ανάπτυξη και τη διάδοση της ποίησης από αρχαιοτάτων χρόνων και οι Έλληνες ποιητές έχουν αποδείξει ότι η αξιόλογη ποίηση είναι ένας αξιοσέβαστος πολιτισμός. 

Ας ψάξουμε, λοιπόν, την Ποίηση, να γίνει κάθε μέρα μας γιορτή. Κι αν μένει η πόρτα της κλειστή και το κλειδί δε βρούμε,  ας φτιάξουμε αντικλείδια για να μπούμε. «Μα η ποίηση  είναι  μια πόρτα ανοιχτή.» 

Σας ευχαριστώ πολύ!

 

*Αλεξάνδρα Κωστάκη 

Συγγραφέας, ποιήτρια

Μέλος Δ.Σ. Ένωσης Λογοτεχνών Πρέβεζας

Τακτικό μέλος Εταιρείας Λογοτεχνών Ν/Δ Ελλάδας