OMIΛΙΑ-ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΘΕΟΔΟΣΗ ΠΥΛΑΡΙΝΟΥ
Μια περιδιάβαση στην
ποίηση του Στέλιου Μαφρέδα
(Ομιλία στην αίθουσα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πατρών στα πλαίσια των φιλολογικων βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών Ν.Δ.Ελλάδος την 8η Ιανουαρίου 2018 κατα την παρουσίαση της τελευταίας ποιητικής συλλογής του ΣΤΈΛΙΟΥ Θ.ΜΑΦΡΕΔΑ με τον τίτλο: ΝΕΥΜΑ ΑΠΟ ΑΠΕΝΑΝΤΙ).
Η περιδιάβαση που θα επιχειρήσω
στην ποίηση του Στέλιου Μαφρέδα θα είναι γενική, ένα είδος πρώτης γνωριμίας
μαζί του για όσες κυρίες και κυρίους βρίσκονται σήμερα εδώ και δεν γνωρίζουν τον
ποιητή και το έργο του, αλλά και επανενθύμισης αυτού για όσους το έχουν
διαβάσει. Η έννοια του γενικού δεν ενέχει ασφαλώς το φευγαλέο ή το πρόχειρο·
αντίθετα, θα επιδιώξω πυκνά και προπαντός εύληπτα, εστιάζοντας στα βασικά
γνωρίσματα των θεματικών και της ποιητικής του, να δώσω μια σφαιρική εικόνα του
έργου του, αφήνοντας την αναλυτική παρουσίαση της τελευταίας συλλογής του στη
φίλη φιλόλογο Μαρία Ψάχου, η οποία έχει ασχοληθεί συστηματικά με την ποίηση των
μεταπολεμικών γενεών της λογοτεχνίας μας.
Το βιογραφικό
υπόβαθρο των ποιημάτων του Στ. Μαφρέδα αποτελεί βασικό γνώρισμα της ποίησής
του, βοηθητικό για την πρόσληψη και κατανόηση του έργου του, που απαρτίζεται
από πέντε συλλογές μέσα σε δέκα χρόνια, παραγωγή πλούσια, αν σκεφθεί κανείς ότι
η πρώτη του εμφάνιση με βιβλίο πραγματοποιήθηκε το 2007. Αν θέλουμε να είμαστε
ακριβείς, ποιήματα της πρώτης αυτής συλλογής προδημοσιεύτηκαν σε διάφορα
λογοτεχνικά έντυπα, ενώ το 2010 η έμπειρη κριτική ματιά του Γιάννη Δάλλα
επισήμανε την ποιότητα της ποίησής του στο 30ό Συμπόσιο Ποίησης στην Πάτρα.
Αυτά για την
ιστορία, για τις αρχές, για την επίσημη ένταξη του ποιητή στη λογοτεχνική
συντεχνία. Διότι οι πραγματικές αρχές βρίσκονται αλλού, πηγαίνουν πίσω στον
χρόνο, αφού ο δημιουργός αυτός έχει αγαπητικές σχέσεις με την ποίηση πολύ
νωρίτερα και την ιστορία αυτή ο ίδιος την έχει διηγηθεί, με τον τρόπο των
ποιητών, στα συνθέματά του. Για να το πω με άλλα λόγια, στον Ταριχευτή ημερών, την πρώτη συλλογή του, καταγράφει πώς διατήρησε
ευλαβικά ταριχευμένες τις μέρες του, πώς δηλαδή συντήρησε με κόπο και προσδοκία
την ποιητική φλόγα, αναμένοντας την ώρα της λάμψης της. Άργησε να εμφανιστεί
στο προσκήνιο, όμως η ωριμότητα, το μέστωμα στα πολλά χρόνια των αναστολών, των
δύσκολων εργασιακών συνθηκών και της αναμονής αποδείχθηκαν εκ των υστέρων
ωφέλιμα. Έτοιμος, λοιπόν, από καιρό,
απέδωσε έργο πλούσιο, κυοφορημένο επί πολύ, με ταχείς φαινομενικά ρυθμούς. Αν
πρέπει, συνεπώς, να τονίσουμε με έμφαση κάτι, αυτό είναι η επιμονή του, παρά
τις καθημερινές σκοτούρες των βαρετών εργασιακών επαναλήψεων· είναι η πίστη
στον σκοπό του, το άσβεστο ποιητικό του όραμα. Θα γράψει παρουσιαζόμενος (ΤΗ,
σ. 20, «Το αγόρι»):
Οι μέρες του αρχίζουν και τελειώνουν
με ποσοστά κερδών, δείκτες χρηματιστηρίων
στόχους υπαλλήλων.
Σκλήρυνε η καρδιά του,
όπως οι άπλυτες φτέρνες των ζητιάνων.
Αυτοβιογραφούμενος,
δίνει το τοπικό στίγμα του στο ποίημα «Βιογραφία» (ΤΗ, σ. 11), συνδυάζοντας
αυτό με τον ψυχισμό που του κληροδότησαν οι δύο ιστορικές θάλασσες της
γενέτειράς του της Πρέβεζας, το Ιόνιο των ονειροπόλων ταξιδευτών και φλογερών
εραστών, και η θάλασσα της Πρέβεζας, βαμμένη με το πένθιμο χρώμα της
μελαγχολίας του Καρυωτάκη:
Γεννήθηκα ανάμεσα σε δύο θάλασσες.
Από την πρώτη κληρονόμησα
τα ηλιοβασιλέματα, τον έρωτα
και τα ταξίδια που ονειρεύτηκα
σε πέλαγα και ωκεανούς.
Μ’ αφήνουν άγρυπνο ακόμη τα βουητά του
πόντου.
Η άλλη – κόλπος ναυμάχος,
με χάραξε με τα πένθη της πιστολιάς
που έσκισε την ησυχία του κόρφου της.
Κατάσαρκα φοράω – μισόν αιώνα τώρα,
τη θλίψη του δειλινού και την αρά του
αυτοκτόνου.
Γεννήθηκα ανάμεσα σε δύο θάλασσες –
γεμάτη
η ζωή μου σταυροδρόμια.
Ο Μαφρέδας
παρέμεινε δεμένος με τον τόπο του, μνημονική μαρτυρία που τη συναντάμε συχνά
στα ποιήματά του, όταν επανέρχονται στη σκέψη οι νεκροί του, οι παιδικοί κήποι,
τα χρόνια που έφυγαν. Θα γράψει αιώνιος νοσταλγός στην «Παλιννόστηση» (ΑΠ, σ.
11):
Θα γυρίσουμε κάποτε στον τόπο μας.
Εκεί που φυτρώνουν τα στάχυα
κι όταν φυσάει ο μαΐστρος του Ιονίου
λυγίζει η περήφανη κορμοστασιά τους.
Ο Μαφρέδας
είναι ποιητής ερωτικός· ο έρωτας αποβαίνει ρυθμιστής του έργου του από την
πρώτη συλλογή έως την τελευταία. Έρωτας μελαγχολικός, πονεμένος, συν τω χρόνω
σταδιακά εκδηλότερος, σύμφυτος με την ιδιοσυγκρασία του· στίχοι με αγωνία και
ξεχωριστό λυρισμό, παρακολουθούν σε μεγάλη σειρά ποιημάτων του τη μη
κατονομαζόμενη αιώνια ερωμένη, ενώ κατατρύχεται από τη θλίψη της απώλειας, από
τον φόβο του τέλους και τον αποχωρισμό της. Η Βεατρίκη του ενδιαιτάται σε ένα
χώρο δυσπρόσιτο, θεοποιημένη και εμβληματική. Έχει την αίσθηση κανείς ότι
πρόκειται για μορφή μετακινούμενη, για άπιαστο όνειρο· και ότι ο θεός έρωτας
αντιστρατεύεται τη λατρευτική επιθυμία του ποιητή, του στερεί την ολοκληρωτική
προσέγγιση με την γυναίκα των ονείρων του (ΑΠ, σ. 30, «Το χώμα των γονάτων»):
Ξυπόλυτη περπάτησες σε αγεώργητο χωράφι
[...]
Ύστερα έφυγες κατά τον βορρά
στα μέρη που η ομίχλη σκεπάζει διαρκώς τα
δάση.
Στη διχάλα του δρόμου
έμειναν τ’ αποτυπώματά σου,
εκεί έριξες το ανάθεμα της πρώτης πίστης,
αποχαιρέτισες διαπαντός τα πρώιμα όνειρα,
σε σένα ανήκουν πλέον όλα αυτά, μου είπες.
Σε άλλες περιπτώσεις ο αναγνώστης
των ποιημάτων αυτών σχηματίζει την εικόνα ότι το ποθητό πρόσωπο αντιστέκεται
σθεναρά, ώστε ο ποιητής να αναζητεί παρηγοριά στον εσωτερικό του κόσμο και στη
μοναξιά του. (ΑΠ, σ. 31, «Άρνηση του τέλους»):
Αμύνομαι στα φίλια πυρά της σιωπής σου.
Η ενδοχώρα μου – καταφυγή μου,
η άρνηση του τέλους
άρνηση αναμνήσεων και ατραπών.
Τυφλοπάνι στα μάτια μου φοράω
να μην βλέπω στα έξι μέτρα
το εκτελεστικό απόσπασμα
να σημαδεύει την καρδιά μου.
Είναι το
αγωνιώδες συναίσθημα που παρουσιάζει ως άξονα περιστροφής στο ομώνυμο ποίημα
(σ. 32), αποφαινόμενος ότι «δεν στέργουν τη νύχτα οι εξορκισμοί / το αύριο
μόνος του ο καθένας περιμένει».
Οι συλλογές
του Μαφρέδα, πρέπει να τονιστεί αυτό, έχουν συνέχεια, τις διακρίνει ενότητα.
Έτσι, ενώ στον Ταριχευτή ημερών είναι
αφηγηματικός, μιλάει απλά, γιατί πρέπει να μας δείξει την ταυτότητά του, να μας
συστηθεί, στη δεύτερη συλλογή του είναι πυκνός, αφαιρετικός, υπαρξιακός και τα
ποιήματά του μακροσκελή και αναλογικά δύσκολα, αν δεν γνωρίζει κανείς ό,τι έχει
προηγηθεί, αν δεν έχει αντιληφθεί τι τον προβλημάτισε και τι βασανίζει τη σκέψη
του. Τα στοιχεία της ταυτότητας αυτή τη φορά δίνουν τη θέση τους στην
αναγνώριση του συναισθηματικού και ψυχικού κόσμου του ποιητή.
Στο σημείο
αυτό ως ανάχωμα κατά της απαισιοδοξίας, ως ανακούφιση της αγωνίας έρχεται η
ποίηση. Δεν αμβλύνει απλώς τις δυσκολίες η ποίηση, δίνει τα όπλα στον ποιητή να
αποκτήσει συνείδηση των δυνάμεών του, να ζήσει ό,τι έχει στερηθεί ως
δημιουργός. Πρόκειται και πάλι για βιώματα και όχι για θεωρητικές σκέψεις
σχετικές με τις θέσεις του ως ποιητή. Η ποίηση είναι από κοινού με τον έρωτα
πηγή έμπνευσης, διέξοδος προς την προσωπική ελευθερία για τον Μαφρέδα. Ξεχωρίζω
λίγους στίχους ενδεικτικά για τον τρόπο συνομιλίας του με την ποίηση: «Νιώθω
πως κάθε που σε προετοιμάζω σε ποίημα να μεταμορφωθείς, την ύπαρξή σου λεηλατώ
λέξη τη λέξη μέσα μου σε μεταγγίζω» (ΑΠ, σ. 17, «Ποιητική 2») –ή «Οι ιαχές μου,
απαγγελίες ποιημάτων,/ γράμματα τα συνθήματα, καθημερινά στο ίδιο πρόσωπο» (ΑΠ,
σ. 38, «Γεωγραφικές αποστάσεις»). Πάθη και αγωνίες ψάλλει, εμπλέκοντας ρητά σ’
αυτά με διάφορους τρόπους την ποίηση και τους θεράποντές της, λογίζοντάς τους
ως ζωντανές παρουσίες (ΑΠ, σ. 51, «Εξαγορά της κατάρας»):
Η μάνα σου – αγράμματη γυναίκα
έλεγε,
ποιητής είναι αυτός που γυρίζει τον κόσμο
και βλέπει...
Κι εσύ που διατείνεσαι
πως κάθε μέρα παλεύεις με τις λέξεις,
δεν
είδες την παλίρροια ν’ αποτραβιέται,
το λυκόφως να καταπίνει τις μορφές των
αγίων,
τα σκυλιά να αλυχτούν χωρίς ελπίδα;
Ο χρόνος
απασχολεί βασανιστικά τους ποιητές: οι μυθικές διαστάσεις του παρελθόντος, με
τη μνήμη και τη νοσταλγία συνεχώς παρούσες, η παροντική ρευστότητα και το
αβέβαιο του μέλλοντος, με το τέλος του βίου ως όριο απαραβίαστο, έρχονται και
ξανάρχονται στις συλλογές του Μαφρέδα. Οι αναδρομές είναι διττές, νοσταλγικές
και αγωνιώδεις. Το παρελθόν δηλαδή συνάπτεται με απώλειες, άλλες νοσταλγικές
και άλλες λυπηρές (ΑΠ, σ. 34, «Οι ήχοι του σπιτιού»):
Ο ύπνος μου γίνεται άγριος
όταν ακούγονται οι τριγμοί των πατωμάτων,
το παράπονο της στέγης,
οι κλαυθμοί των κρεβατιών.
Ήχοι μεσονυκτίου, ήχοι του παρελθόντος μου.
Θα περίμενε
κανείς να διακατέχει τον ποιητή αυτόν το δέος του θανάτου. Μάλιστα, αν
συνυπολογίσει τη μελαγχολική του διάθεση και τη βαριά κληρονομιά στις αποσκευές
του της Πρέβεζας του Καρυωτάκη, ο οποίος συχνά αναστρέφεται στους στίχους του,
θα ήταν εύλογο να αναμένει απαισιόδοξη, και πεισιθάνατη ακόμη, θεώρηση της
ζωής. Και όμως, ο θάνατος, όχι ως τετελεσμένο γεγονός, αλλά ως επικείμενο,
αντιμετωπίζεται με φωτεινή απαισιοδοξία, αν μου επιτρέπεται το οξύμωρο σχήμα,
από τον Μαφρέδα. Ο θάνατος είναι γι’
αυτόν η αναμενόμενη στιγμή, η αναπόφευκτη νομοτέλεια. Δέχεται ψύχραιμα,
ρεαλιστικά θα έλεγα, το τέλος που μεταφέρει αυτός μαζί του. Είναι προφανές ότι
θλίβεται για τη ζωή που αναλώνεται, θεωρεί με περίσκεψη την τραγική μοίρα του
ανθρώπου και έχει συνείδηση του αναπότρεπτου. Δεν φαίνεται όμως να
πανικοβάλλεται, να αναζητεί παρηγοριά στο επέκεινα, μεταφυσικών ή θεολογικών ή
φιλοσοφικών προδιαγραφών. Ο θάνατος δεν σημαίνει ότι λείπει από τα ποιήματά
του, κάθε άλλο. Αναμένει ο ποιητής ψύχραιμα, ακόμα και στον Επιβάτη πορθμείου, την τέταρτη συλλογή
του, όπου ο θάνατος ενδημεί πολύ συχνά στους στίχους της· αναμένει, επιβάτης ο
ίδιος, έτοιμος για το ταξίδι. Ωκεανός χαώδης το επέκεινα, άγνωστο, ασύλληπτο,
όπως γράφει, είναι «ωκεανός που μας αγνοεί και ερήμην μας βρυχάται».
Ο Μαφρέδας,
σύμφωνα με τα προηγούμενα, βλέπει τον κόσμο και τη ζωή διπολικά. Διακρίνει τα
υπέρ και τα κατά σε όλες τις περιπτώσεις που προσεγγίζει τα θέματά του, είτε
είναι ο έρωτας και ο θάνατος, είτε είναι ο χρόνος και η απώλεια. Διπολικά υπό
την έννοια ότι δεν εθελοτυφλεί, δεν μετεωρίζεται, αλλά βλέπει τη ζωή, όπως
είναι, ανεκτίμητη και πολύτιμη μέσα στην τραγικότητά της, σημαντική γιατί
περιέχει ημερομηνία αποδημίας. Ονειρεύεται ως ποιητής και οραματίζεται, και τα
όνειρά του είναι άλλοτε ευχάριστα και άλλοτε εφιαλτικά, αποδίδοντας έτσι
χαρμολυπικά, διπολικά και αυτό, το διάβα της ζωής. Για να χρησιμοποιήσω λόγια
δικά του «η ποίηση λιπαίνει τα όνειρά μας», θα πει («Αναμμένο καντήλι», ΑΠ) ή
«τ’ όνειρό μου ταξιδεύει σε ήρεμα νερά» («Απόπλους καραβιών», ΑΠ). Και από την
άλλη, «παραπεταμένα όνειρα και στίχοι» («Έξοδος», ΑΠ), θα μας πει, ή «τα όνειρα
που χάθηκαν στα πεδία των αμβλώσεων» (ΑΠ).
Η τρίτη
συλλογή του, η Υπόκλιση στον αυτουργό, θα
σηματοδοτήσει την καταβύθιση του ποιητή στα μύχια του είναι. Μετά τη γνωριμία
του, μετά τις εξομολογήσεις του, μετά την παρουσίαση του τρόπου θεώρησης του
βίου, θα ακολουθήσει ένα είδος αποτίμησης, αυθερμηνευτικό των πεπραγμένων του,
σε σχέση με ό,τι του επιφύλαξε η μοίρα, το πεπρωμένο του. Ο Μαφρέδας δεν
ενέδωσε, αντιστάθηκε στο πεπρωμένο αυτό. Δεν δέχθηκε ηττοπαθώς ό,τι του
επέβαλλε η σκληρή πραγματικότητα. «Κι εσύ πεπρωμένο μου / ποτέ δεν θέλησες στα
ίσια να λογαριαστούμε», θα γράψει (ΥΑ, σ. 7). Η επίμονη αναζήτηση της ποίησης
και η συνάντησή του με αυτήν επιβεβαιώνουν την αλήθεια αυτή. Δεν έγινε έρμαιο
της μοίρας· αντίθετα, ακολούθησε συστηματική, ευθεία διαδρομή συνεχούς
διαπορίας και αγώνα να ερμηνεύσει και όχι να αποδεχθεί αβασάνιστα τα κελεύσματα
της μοίρας. Θα γράψει χαρακτηριστικά (ΥΑ, σ. 9, «Στο άβατο της αμφιβολίας»):
Στους ώμους μου βάσταξα τη σιωπή μισού
αιώνα,
στρίμωξα τόσα ηλιοβασιλέματα στην ψυχή μου
–όλα κουβαλούσαν μέσα τους ένα φορτίο
λησμονιάς.
Έτσι έμαθα πώς περνούν τις ώρες τους
οι κατάδικοι στην απομόνωση της φυλακής,
πώς συντηρείς την κάθε μέρα
με διαγνώσεις χαράς εξ αποστάσεως.
Στον Επιβάτη πορθμείου, την τέταρτη συλλογή,
μας επαναφέρει στην Πρέβεζα και τον Καρυωτάκη. Η ιστορία και η αυτοχειρία του ποιητή
τής προσέδωσαν διαστάσεις δραματικές. Ο Μαφρέδας βλέπει τώρα μια άλλη Πρέβεζα.
Το δέσιμό της με τον ποιητή των Νηπενθών,
τον καρυωτακικό θρύλο της, τα ακολουθεί με σεβασμό. Όμως, η Πρέβεζα της
συλλογής αυτής δεν είναι μόνο πόλη της μελαγχολίας, είναι και η πόλη του, μια
πόλη ζωής, η πόλη της δικής του ζωής, όπως ο ίδιος την έζησε, και με τον τρόπο
αυτό έρχεται να της αποδώσει τα δίκαιά της, να αποκαταστήσει την υστεροφημία
της υπό τη δική του ποιητική οπτική. Επιβάτης του πορθμείου, όπως ανέφερα, ο ίδιος
αυτή τη φορά, θα περιμένει στην προκυμαία νηφάλιος τον περατάρη για ένα άλλο
ταξίδι, για την χώρα των καλότυχων νεκρών που λησμονάνε του Λορ. Μαβίλη, ο
οποίος δεν έχει αναφερθεί τυχαία στο διακείμενο ενός ποιήματός του. Αναμένει
χωρίς βιασύνη, χωρίς σφαίρες στον κρόταφο, αναλογιζόμενος το γήινο ταξίδι που
διάνυσε από κοινού με εκείνο που οραματίστηκε και θα ήθελε να αποβεί αντάξιο
των ονείρων του. Μελαγχολικό, ασφαλώς, και αυτό το ταξίδι, αλλά με υπόρρητη την
προσδοκία για έναν κόσμο στο ανεξιχνίαστο Αλλού (ΕΠΠ, σ. 9, «Πέτραι πλαγκταί»):
Εκείνο το ταξίδι που επαγγέλθηκες
απ’ την αρχή μετράει πάθη κι ενοχές
απ’ το αρμένισμα το άδηλο μέλλον των
ονείρων,
εκείνο το ταξίδι
κάποτε θα φτάσει, έφτασε!
στις συμπληγάδες πέτρες.
Η ζωή δίδαξε
τον ποιητή να είναι επιφυλακτικός και υπομονετικός. Στον Επιβάτη πορθμείου είναι κατεξοχήν διαπορητικός και αινιγματικός,
επιμένοντας στις δύο κορυφαίες έννοιες, του έρωτα και του θανάτου, με τον φόβο
της διάψευσης ακόμη και την κρίσιμη αυτή ώρα. Αυτή η ασάφεια και αβεβαιότητα
τον καθιστούν αποφθεγματικό και χρησμώδη, όχι δύσκολο. Η αδυναμία διείσδυσης
στα μυστικά του συμπαντικού κόσμου είναι αυτή που τον καθιστά σκοτεινό, όσο
σκοτεινή είναι και η πηγή του έρωτα και η ερμηνεία του θανάτου και το άγνωστο
αύριο. Μια ιδιότυπη σύζευξη έρωτα και
θανάτου θα την περιγράψει ως εξής, κτυπώντας τον θάνατο με το όπλο του έρωτα,
έχοντας μπροστά του την εικόνα της αιώνιας αγαπημένης (ΕΠΠ, σ. 35, «Αντί της
Περσεφόνης»:
Πάντα θα σε φαντάζομαι σε βάθρο τ’ ουρανού
απερινόητη – θεραπαινίδα των ονείρων!
Και θ’ ανασαίνω τη ζωή
να μην αργοπεθαίνω εντός μου.
Ο Πλούτωνας ρήγμα στον θρόνο του ομολογεί·
στην αλλαγή των εποχών
άλλη θεά αντί της Περσεφόνης.
Για την
τελευταία συλλογή, το Νεύμα από απέναντι,
το επόμενο σταθερό βήμα του ποιητή, θα μας μιλήσει η Μαρία Ψάχου. Ο
Μαφρέδας συνεχίζει τη διαδρομή του, οδηγός ο έρωτας, αντίμαχος πάντα του
θανάτου αλλά και προάγγελός του (ΝαΑ, σ. 15, «Σημάδια»):
Κλητοί σε τούτο το συμπόσιο
παράκαμψη να κάνουμε σ’ ένα ταξίδι μακρινό
πριν απ’ το πέρασμα στο αντίκρυ,
απέναντι αν σταθούμε
χειροπιαστή η εικόνα σου κι εγώ
ευεργετημένος.
Θα επιστρέψω,
κλείνοντας, σε ένα από τα πρώτα ποιήματά του και θα το ξαναδιαβάσω. Θεωρώ ότι
περιέχει προγραμματικά όσα περιλήφθηκαν στις συλλογές του, όσα επιχείρησα να
σας παρουσιάσω πυκνά στα κεντρικά σημεία τους. Επιστρέφω στο ποίημα αυτό για να
τονίσω τη συνέπεια της βιοθεωρίας του, μετά από όσα είπα για την ποίησή του.
Θεωρώ, επίσης, ότι οι θεματικές του προεξαγγέλθηκαν σ’ αυτό το ποίημα και ότι η
ποιητική ευαισθησία του ήταν από τότε ήδη καλλιεργημένη:
Γεννήθηκα ανάμεσα σε δύο θάλασσες.
Από την πρώτη κληρονόμησα
τα ηλιοβασιλέματα, τον έρωτα
και τα ταξίδια που ονειρεύτηκα
σε πέλαγα και ωκεανούς.
Μ’ αφήνουν άγρυπνο ακόμη τα βουητά του
πόντου.
Η άλλη – κόλπος ναυμάχος,
με χάραξε με τα πένθη της πιστολιάς
που έσκισε την ησυχία του κόρφου της.
Κατάσαρκα φοράω – μισόν αιώνα τώρα,
τη θλίψη του δειλινού και την αρά του
αυτοκτόνου.
Γεννήθηκα ανάμεσα σε δύο θάλασσες –
γεμάτη
η ζωή μου σταυροδρόμια.