ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ
Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου
Πατρών
*Κείμενο
ομιλίας που δόθηκε στα πλαίσια των Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας
Λογοτεχνών Ν. Δ. Ελλάδος τη Δευτέρα 23 Μαΐου 2016 και ώρα 7.μ.μ. στην αίθουσα
της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πατρών και με
τη συνεργασία στα πλαίσια του εορτασμού της επετείου των 75 χρόνων από τη Μάχη
της Κρήτης με θέμα: «Η Mάχη της Κρήτης: ένα ορόσημο στην ιστορία του Β΄
Παγκοσμίου Πολέμου»
Κατά
την κοινή εκτίμηση των ιστορικών, η Μάχη της Κρήτης, και για την ιδιοτυπία της
και για τις απώτερες συνέπειές της, έχει περάσει πλέον στην περιοχή του θρύλου.
Πρέπει όμως εξαρχής να τονίσουμε ότι η μάχη εκείνη δεν υπήρξε μόνο σταθμός στην
ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και επηρέασε αποφασιστικά την ζωή
χιλιάδων ανθρώπων, μεταξύ των οποίων και του ομιλητή. Παραλείποντας την αναφορά
σε προσωπικά μου βιώματα, θα ήθελα μόνο να σας εξομολογηθώ ότι η θυσία δύο
αγαπημένων μου προσώπων, του πατέρα μου και του παππού μου, κατά την
αντιμετώπιση της ναζιστικής εισβολής, υπήρξε ένα γεγονός που σφράγισε σκληρά
την πορεία της ζωής μου και συνδέθηκε με αμέτρητες αγωνίες και πολλά δάκρυα της
παιδικής μου ηλικίας.
Γι’
αυτό θα ήθελα η σημερινή μου ομιλία να μη θεωρηθεί ως απλή και τυπική υποχρέωση
συμμετοχής σε μια επετειακή εκδήλωση, που οργάνωσε η Εταιρεία Λογοτεχνών
Νοτιοδυτικής Ελλάδας, αλλά ως εκδήλωση ευγνωμοσύνης σε όλους εκείνους που με
τον ηρωικό τους αγώνα συνέβαλαν στην συντριβή του ναζισμού, συντριβή που έχει
την ουσιαστική της αφετηρία στη μάχη εκείνη που άρχισε στις 20 Μαΐου 1941, στην
κόλαση του πολέμου που ξέσπασε στο πάμφωτο και ειρηνικό τοπίο της Κρήτης σε
ώρες άνοιξης: «Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος / που με τα μάτια μιας
παρθένας άνοιγε ο καιρός», εκεί όπου «Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα.
/ Πρωί, στα πόδια του βουνού», όπως θα έλεγε ο ποιητής.
Εβδομήντα
πέντε χρόνια έχουν περάσει από τότε, και είναι φυσικό, στο διάστημα αυτό, η
Μάχη της Κρήτης να έχει φωτιστεί από πολλές απόψεις χάρη στη δημοσίευση πολλών
μελετών, που αξιοποίησαν και το άφθονο αρχειακό υλικό και τις προσωπικές
μαρτυρίες όσων έλαβαν μέρος στα πολεμικά γεγονότα: «Άγει προς φως ο χρόνος την
αλήθειαν». Όμως ο χρόνος έχει την ιδιότητα ν’ αφαιρεί από τα γεγονότα την καυτή
ουσία της ζωής και ν’ αφήνει το περίγραμμά τους. Για ν’ ανασυνθέσεις μιαν εποχή
και να νιώσεις τον παλμό της, πρέπει, εκτός από μνήμη, να έχεις και φαντασία
και διαίσθηση και πάθος. Η ψυχρή λογική, που δουλεύει με έννοιες και
περιγράμματα, δεν είναι αρκετή.
Τα
γεγονότα που συνέβησαν κατά τη Μάχη της Κρήτης και όσα συνδέοντα με την Εθνική
Αντίσταση, που ακολούθησε, συνιστούν ένα θαύμα, που ανατρέπει όχι μόνο την
ιστορική νομοτέλεια, αλλά και τους νόμους της κοινής ανθρώπινης λογικής. Πώς να
καταλάβεις μιαν εποχή που ενεργεί με υπέρλογο πάθος, που στη θέση των νόμων της
κοινής λογικής υψώνει το νόμο της «αποκρήμνου αρετής» κατά τη φράση του Κάλβου;
Η επιστήμη μπορεί να ερμηνεύσει την ιστορική διάσταση της Μάχης της Κρήτης,
υπάρχει όμως και το υπεριστορικό στοιχείο, το ηθικό βάθος, εξαιρετικά
δυσπρόσιτο σε ιστορικού τύπου ερμηνείες. Για να συλλάβουμε, λοιπόν, την αληθινή
φυσιογνωμία του γεγονότος που τις ημέρες αυτές εορτάζουμε, είναι ανάγκη να
κινητοποιήσουμε νου και καρδιά, γνώση και ευαισθησία, λογική διεργασία αλλά και
συναισθηματική έξαρση ανάλογη με αυτήν στην οποία μας καλεί η Εκκλησία: «Άνω
σχώμεν τας καρδίας!». Διαφορετικά, η Μάχη της Κρήτης θα παραμείνει ένα γεγονός
εξαιρετικά δυσερμήνευτο.
Ας
δούμε όμως πρώτα την ιστορική διάστασή της. Η επίθεση των γερμανικών δυνάμεων
κατά της Κρήτης ήταν η τελική φάση ενός διπλωματικού παιχνιδιού, που είχε
αρχίσει πολλούς μήνες ενωρίτερα. Η γερμανική ηγεσία είχε κατανοήσει την
εξέχουσα στρατηγική σημασία της Κρήτης πολύ πριν την έναρξη του ελληνοϊταλικού
πολέμου, η σθεναρή όμως αντίδραση του Ντούτσε, που επιθυμούσε να διατηρεί την πρωτοβουλία
των κινήσεων, ειδικότερα στον ελλαδικό χώρο, είχε παρεμποδίσει την εξαπόλυση
πρωιμότερης επίθεσης.
Η
απόφαση για την επίθεση πάρθηκε οριστικά στις 5 Απριλίου 1941. Είχε προηγηθεί η
εισβολή των δυνάμεων της Βέρμαχτ στη Γιουγκοσλαβία, που κατέρρευσε μετά από
ολιγοήμερες μάχες, και εν συνεχεία στην Ελλάδα. Μετά από σκληρότατη αντίσταση
των ελληνικών δυνάμεων στα μακεδονικά οχυρά, αντίσταση που κατέπληξε τους
Γερμανούς και τους συμμάχους, τα γερμανικά στρατεύματα άρχισαν την προέλασή
τους προς τον νότο, ενώ οι συμμαχικές δυνάμεις υποχωρούσαν καταστρέφοντας
τρένα, αποθήκες και ό,τι άλλο θα μπορούσε να χρησιμεύσει στον εχθρό.
Ακολούθησαν
γεγονότα εκτάκτως δραματικά: η συνθηκολόγηση του Τσολάκογλου, η ανάληψη της
πρωθυπουργίας από τον Εμμανουήλ Τσουδερό και, τέλος, η παραίτηση του
αρχιστράτηγου Παπάγου. Στις 23 Απριλίου οι εκπρόσωποι του επίσημου ελληνικού
κράτους, ο βασιλιάς Γεώργιος και ο πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός, αναχώρησαν
για την Κρήτη, όπου επρόκειτο να δοθεί η τελευταία μάχη εναντίον της Βέρμαχτ.
Και ενώ η γερμανική αεροπορία βομβάρδιζε ανηλεώς δρόμους και λιμάνια
προκαλώντας το χάος, τα πρώτα γερμανικά στρατεύματα έμπαιναν στην Αθήνα στις 27
Απριλίου. Με την ύψωση του αγκυλωτού σταυρού στην Ακρόπολη, άρχιζε ο κύκλος
μαρτυρίου για την πρωτεύουσα και τη χώρα γενικότερα.
Όπως
είπαμε προηγούμενα, το γερμανικό επιτελείο στις 5 Απριλίου αποφάσισε οριστικά
την κατάληψη της Κρήτης. Οι Ναζί είχαν αντιληφθεί τη μεγάλη χρησιμότητα του
νησιού για την προστασία των θαλάσσιων
επικοινωνιών στο Αιγαίο από βρετανικές επιθέσεις με προέλευση την Αλεξάνδρεια
και ιδιαίτερα για την προστασία των μεταφορών πετρελαίου από την Κωστάντζα,
μέσω των Στενών, στην Ιταλία. Το σχέδιο της επίθεσης είχε εκπονήσει ο διοικητής
της Έβδομης Μεραρχίας Αλεξιπτωτιστών, στρατηγός Kurt Student, ενώ την
παρουσίαση και την υποστήριξή του στον Χίτλερ ανέλαβε ο αρχηγός της γερμανικής
αεροπορίας Χέρμαν Γκαίριγκ. Η όλη επιχείρηση, που είχε τη συνθηματική ονομασία «Ερμής»
(Merkur), εγκρίθηκε από
τον Χίτλερ, μετά τη διαβεβαίωση των στρατηγών ότι με κανέναν τρόπο δεν θα
επέφερε παρεμπόδιση ή καθυστέρηση της σχεδιαζόμενης εισβολής στη Ρωσία (το
γνωστό σχέδιο Barbarossa). Οι Γερμανοί πίστευαν ότι η Κρήτη θα μπορούσε να
καταληφθεί σε 48 ώρες, αλλά –όπως αποδείχθηκε στην πράξη– πλανήθηκαν οικτρά.
Για
την υλοποίηση του σχεδίου επίθεσης διατέθηκαν η Έβδομη Μεραρχία Αλεξιπτωτιστών,
η 5η Ορεινή Μεραρχία και ένα Ιταλικό Σύνταγμα Τεθωρακισμένων, που
αποβιβάστηκε όμως μετά το τέλος των επιχειρήσεων. Συνολικά, η δύναμη των
Γερμανών αριθμούσε περίπου 23 χιλιάδες άνδρες. Η επιχείρηση στηρίχθηκε σε μια
συγκέντρωση 1.280 αεροσκαφών –αριθμός τεράστιος ακόμα και με τα σημερινά
δεδομένα–, από τα οποία τα μισά περίπου ήταν μεταγωγικά.
Η
δύναμη των πολεμικών περιλάμβανε, μεταξύ των άλλων, 205 αεροσκάφη καθέτου
εφορμήσεως –τα περίφημα Στούκας– και 228 βομβαρδιστικά Μέσσερμιτ. Για την
εξυπηρέτηση των αεροσκαφών κατασκευάστηκαν πρόχειρα αεροδρόμια στην Κόρινθο, σα
Μέγαρα, στην Τανάγρα, στην Ελευσίνα, στο Φάληρο, στο Δαδί και στα Τοπόλια. Τα
γειτονικά με την Κρήτη νησιά χρειάστηκε να καταληφθούν και να οχυρωθούν. Τα
Κύθηρα και τα Αντικύθηρα έγιναν βάσεις αντιαεροπορικού πυροβολικού, η Μήλος
βάση χερσαίων δυνάμεων, η Κάρπαθος βάση για τα Στούκας και τα Μέσσερμιτ.
Σύμφωνα
με το σχέδιο «Ερμής», αρχικός αντικειμενικός στόχος ήταν η κατάληψη, κατά σειρά
προτεραιότητας, των αεροδρομίων Μάλεμε, Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Τα αεροδρόμια
θα καταλαμβάνονταν από τους αλεξιπτωτιστές, για να χρησιμοποιηθούν στη συνέχεια
για τη μεταφορά ενισχύσεων και πολεμικού υλικού. Το σχέδιο προέβλεπε τη μεταφορά
ανδρών και υλικού και από τη θάλασσα, όμως ο βρετανικός στόλος, που περιπολούσε
στα ανοιχτά των βορείων ακτών της Κρήτης, ματαίωσε το εγχείρημα βυθίζοντας
σχεδόν όλα τα αποβατικά σκάφη των Γερμανών και τα επιταγμένα ελληνικά
ψαροκάικα, καίτοι σφυροκοπούμενος άγρια από τους σχηματισμούς των Στούκας.
Και τώρα, λίγα λόγια για τους αλεξιπτωτιστές,
που είχαν χαρακτηρισθεί ως η «αιχμή του ναζιστικού δόρατος». Το σώμα, που ήταν
προσωπικό δημιούργημα του Student, ενσάρκωνε το ιδανικό του τέλειου στρατιωτικού
συνόλου τόσο από άποψη οργάνωσης και οπλισμού, όσο και από άποψη εκπαίδευσης
και ηθικού. Είχε χρησιμοποιηθεί επιτυχώς από το γερμανικό επιτελείο στη
Νορβηγία, στην Ολλανδία και στην Ελλάδα, κατά την επιχείρηση εναντίον του
Ισθμού της Κορίνθου.
Ο
Student στο βιβλίο του για την Κρήτη γράφει σχετικά: «Οι Γερμανοί
αλεξιπτωτιστές είναι γεννημένοι από την ανάγκη να δημιουργηθεί η μεγάλη
Γερμανία. Έχουν διαπαιδαγωγηθεί και ατσαλωθεί με θάρρος, για να προσφερθούν
θυσία. Είναι ο τολμηρότερος και αξιολογότερος στρατός του Ράιχ. Εμπόδια δεν
υπήρξαν ποτέ για το γερμανικό στρατό και πολύ περισσότερο για τους
αλεξιπτωτιστές». Ας σημειωθεί ότι όσοι αλεξιπτωτιστές θα έπαιρναν μέρος στην
επίθεση κατά της Κρήτης είχαν υποβληθεί σε ειδική σκληρότατη εκπαίδευση.
Ουσιαστικά, επρόκειτο για την πρώτη μεγάλη δοκιμή αποτελεσματικότητας του νέου
όπλου και –κατά τον στρατηγό Wittman– το μεγαλύτερο τόλμημα σ’ όλη την πολεμική
ιστορία.
Ας
δούμε τώρα τη στρατιωτική κατάσταση που επικρατούσε στην Κρήτη πριν από τη
γερμανική επίθεση. Την ευθύνη της άμυνας του νησιού είχε αναλάβει το συμμαχικό
αρχηγείο της Μέσης Ανατολής, επικεφαλής του οποίου ήταν ο στρατηγός Ουέιβελ.
Μετά από αμφιταλαντεύσεις και δισταγμούς τόσο της ελληνικής όσο και της
αγγλικής πλευράς, αποφασίστηκε –κυρίως
έπειτα από την ιταλική εισβολή στην Ελλάδα– η μεταφορά συμμαχικών
δυνάμεων στην Κρήτη και η εκτέλεση εκεί αμυντικών οχυρωματικών έργων. Ήδη την επόμενη
της ιταλικής εισβολής, δηλαδή στις 29 Οκτωβρίου, αποβιβάστηκαν στη Μεγαλόνησο
τα πρώτα ολιγάριθμα συμμαχικά στρατεύματα, με την πρόθεση να οργανώσουν ναυτική
αεροπορική βάση. Όμως το σχέδιο αυτό –στο μεγαλύτερο μέρος του– δεν υλοποιήθηκε
τελικά, επειδή η βρετανική ηγεσία διατηρούσε επιφυλάξεις κατά πόσον η Κρήτη θα
μπορούσε ν’ αποτελέσει τον κύριο στόχο των επιθετικών προθέσεων του Βερολίνου.
Επιπλέον, ο στρατιωτικός διοικητής Μέσης Ανατολής, ο στρατηγός Ουέιβελ, και το
επιτελείο του απέδιδαν μεγαλύτερη σημασία στην οριστική εκδίωξη των Ιταλών από
τη Λιβύη, αγνοώντας μάλιστα σχετική διαταγή του Τσώρτσιλ. Την έλλειψη συνεπούς
στρατηγικής αντανακλά, μεταξύ άλλων, και το γεγονός ότι η βρετανική φρουρά του
νησιού άλλαξε, σε διάστημα έξι μηνών, πέντε φορές διοικητή. Ο τελευταίος, ο
Νεοζηλανδός στρατηγός Φράυμπεργκ, σε έγγραφό του προς τον πρωθυπουργό της χώρας
του, παρακαλεί ν’ ασκηθεί πίεση στο Λονδίνο, ώστε να επιταχυνθεί ο ρυθμός
κατασκευής οχυρωματικών και αμυντικών έργων και να ενισχυθεί, ιδίως ποιοτικά, η
φρουρά, που σε μεγάλο βαθμό αποτελείται από άνδρες που πρόσφατα είχαν φτάσει
στο νησί, μετά τη φυγή τους από την ηπειρωτική Ελλάδα, χωρίς οχήματα και βαρύ
οπλισμό και, εν μέρει, με κλονισμένο ηθικό. Όταν ο Τσώρτσιλ, στα τέλη Απριλίου,
δίνει εντολή να οχυρωθεί η Κρήτη, ο χρόνος αποδεικνύεται ανεπαρκής για να
καλύψει τις παραλείψεις ενός εξαμήνου. Αν εξαιρεθούν η μερική αντικατάσταση
7.000 μη μάχιμων από τμήματα επίλεκτα και η μεταφορά αριθμού πυροβόλων και 25
αρμάτων μάχης, τίποτα το αξιόλογο δεν είχε γίνει για την άμυνα του νησιού. Αυτό
επιβεβαιώνεται και από τη σχετική νότα, που επέδωσε στις 29 Απριλίου η ελληνική
κυβέρνηση στο Βρετανό πρεσβευτή, στην οποία μεταξύ άλλων τονιζόταν η ανάγκη να
αυξηθεί ο αριθμός των βρετανικών αεροπλάνων. Όμως, η μικρή αεροπορική δύναμη
της RAF αποδεκατίζεται από τις καθημερινές επιδρομές της Luftwaffe, και τα
υπολείμματά της αναγκάζονται ν’ αποσυρθούν στις 19 Μαΐου, λίγες ώρες πριν
εκδηλωθεί η γερμανική επίθεση.
Αλλά το μεγαλύτερο σφάλμα των Βρετανών ήταν η
παράλειψή τους, οπωσδήποτε δυσεξήγητη, να εξοπλίσουν και να οργανώσουν τους
εθελοντές του άμαχου πληθυσμού σε ομάδες πολιτοφυλακής, που θα πρόβαλλαν πολύ
πιο αποτελεσματική αντίσταση στους επιδρομείς και, ταυτόχρονα, θα πληρούσαν
τους όρους του πολεμικού δικαίου, αποφεύγοντας έτσι τη "νομιμοφανή"
εκδικητική μανία των ναζιστικών στρατευμάτων, που εκδηλώθηκε μετά την κατάκτηση
του νησιού. Δύσκολα μπορεί να προβληθεί πειστική δικαιολογία από μέρους των
Βρετανών για την παράλειψη αυτή, δεδομένου μάλιστα ότι η επίθεση ήταν προ
πολλού αναμενόμενη. χάρη στην ομολογουμένως εντυπωσιακή επιτυχία της
Intelligence Service να υποκλέψει και ν' αποκρυπτογραφήσει τα γερμανικά
τηλεπικοινωνιακά σήματα που αφορούσαν την επιχείρηση «Ερμής», οι Βρετανοί
γνώριζαν, ήδη από τις 6 Μαΐου, όχι μόνο την ακριβή ημερομηνία, αλλά και την ώρα
που θα εκδηλωνόταν η γερμανική επίθεση. Τα χαράματα της 20ης Μαΐου, με την έναρξη
της επιδρομής, ο Φράυμπεργκ διαπίστωσε την ακρίβειά της, κοιτάζοντας το ρολόι
του, και συνέχισε ψύχραιμα το πρωινό του.
Στη Μεγαλόνησο, την ημέρα της γερμανικής επιδρομής
υπήρχαν οι εξής συνολικά δυνάμεις: Από την πλευρά της Κοινοπολιτείας, 28.600
Βρετανοί, Νεοζηλανδοί και Αυστραλοί –αξιωματικοί και οπλίτες. Όλος σχεδόν ο βαρύς οπλισμός, τα
παντοειδή μηχανοκίνητα μέσα και μεγάλο μέρος του ατομικού οπλισμού είχαν
εγκαταλειφθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα, σε εκτέλεση διαταγής να προτιμηθούν οι
άνδρες από το υλικό, επειδή η φόρτωσή του στα πλοία γινόταν δυσχερέστατη από το
συνεχές σφυροκόπημα της γερμανικής αεροπορίας.
Από ελληνικής πλευράς, εκτός από 6.000 ένοπλους
Κρητικούς, υπήρχε δύναμη 11.400 ανδρών τακτικού στρατού, που την αποτελούσαν:
1. Τα έμπεδα Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου. 2. Οκτώ τάγματα νεοσυλλέκτων, που
είχαν μεταφερθεί βιαστικά από το Ναύπλιο και την Τρίπολη. Οι άνδρες των
ταγμάτων αυτών είχαν καταταχθεί μόλις πριν από ένα μήνα, ήταν ανεπαρκώς
γυμνασμένοι, και όσοι από αυτούς είχαν όπλα διέθεταν ελάχιστα φυσίγγια ο
καθένας. 3. Η Σχολή Χωροφυλακής και η πρώτη τάξη της Σχολής Ευελπίδων, που
αποτελούσαν και τα πιο αξιόμαχα τμήματα -με ανεπαρκέστατο όμως οπλισμό.
Από την άποψη, λοιπόν, της σύνθεσης, αντιπροσωπευόταν
στρατιωτικά σχεδόν ολόκληρη η Ελλάδα. Απουσίαζε μόνο η εμπειροπόλεμη V Μεραρχία
της Κρήτης, που είχε αποκλειστεί στην ηπειρωτική Ελλάδα. Το γεγονός αυτό οι
Κρητικοί το θεώρησαν ως ένα από τα κύρια αίτια της πτώσης του νησιού, όπως και
το ότι ο δικτάτορας Μεταξάς, από το φόβο ενδεχόμενης ένοπλης εξέγερσης, είχε
ζητήσει να παραδοθεί όλος ο οπλισμός, με το πρόσχημα της ενίσχυσης του
μαχόμενου στο αλβανικό μέτωπο στρατού μας. Όπως αποδείχθηκε μετά, ο οπλισμός
αυτός σάπισε στις αποθήκες. Πάντως σ’ ένα από τα ριζίτικα τραγούδια, στα οποία
έχουν αποτυπωθεί πλείστα όσα γεγονότα της επικής εκείνης σύγκρουσης, ο Κρητικός
λαός θ’ αναφερθεί στους δύο αυτούς λόγους, για τους οποίους, όπως πίστευε,
χάθηκε το νησί:
Χίτλερ, να μην το καυχηθείς πως πάτησες την Κρήτη.
Ξαρμάτωτη την ήβρηκες κι έλειπαν τα παιδιά της,
στα ξένα πολεμούσανε, πάνω στην Αλβανία,
μα πάλι πολεμήσανε…
Ας
παρακολουθήσουμε όμως τα γεγονότα. Από τις 14 Μαΐου άρχισε η προπαρασκευή της
εισβολής με ανελέητο και αδιάκριτο βομβαρδισμό όχι μόνο στρατηγικών στόχων,
αλλά και οποιουδήποτε σημείου στο οποίο διακρινόταν κάποιο ίχνος ζωής. Είναι
χαρακτηριστικό ότι τα Στούκας πολυβολούσαν ακόμα και κοπάδια ζώων και ανθρώπους
που περπατούσαν στους δρόμους. Αντίθετα, οι βρετανικές αμυντικές δυνάμεις
έμειναν ανέπαφες, επειδή –χάρη στην αριστοτεχνική τους κάλυψη– δεν
ανακαλύφθηκαν ποτέ, παρά τις συχνές αναγνωρίσεις από τη γερμανική αεροπορία.
Το
πρωί της 20ης Μαΐου, μετά από βομβαρδισμό που τη φορά αυτή ήταν
απείρως ισχυρότερος, εκατοντάδες μεταγωγικών αεροπλάνων άρχισαν να
διασκορπίζουν στον ουρανό της Κρήτης –πρώτα στα Χανιά και μετά στο Ρέθυμνο και
στο Ηράκλειο– αλλεπάλληλα κύματα φτερωτών επιδρομέων. Στο σημείο αυτό θα δώσω
το λόγο σ’ έναν από τους μαχητές-αυτόπτες μάρτυρες: τον αείμνηστο Ρεθύμνιο
καθηγητή Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γεώργιο Κουρμούλη, που υπήρξε και
καθηγητής μου:
«Αλεξίπτωτα
κάθε χρώματος –γράφει– σκέπαζαν τον ουράνιο χώρο και κατέβαιναν γρήγορα στη γη
με άντρες και κάθε είδους πολεμικό υλικό και εφόδια. Ρυμουλκούμενα ανεμόπτερα
προσγειώνονταν ξαφνικά και αποβίβαζαν άριστα εξοπλισμένα αεραγήματα σε κάθε
σημείο των προσβαλλόμενων περιοχών.
Εμβρόντητοι,
προς στιγμήν, οι υπερασπιστές του εδάφους από το πρωτοφανές ουράνιο θέαμα,
ρίχνονταν αμέσως στην πιο παράδοξη μάχη της μέχρι τότε πολεμικής ιστορίας, τον
ορυμαγδό της οποίας αντιλάλησαν επί δέκα εικοσιτετράωρα οι βαρείς όγκοι των
Λευκών Ορέων και του Ψηλορείτη. Η ταχύτατη εξάπλωση των επιχειρήσεων
–συνεχίζει– σ’ όλο το μήκος των βόρειων ακτών της Κρήτης δημιούργησε αυτόματα
μια θάλασσα συμπλεκόμενων ανδρών, σύγχυση και ανατροπή των σχεδίων επιτιθέμενων
και αμυνόμενων. Ο εχθρός ήταν ανηλεής και δυσμάχητος, οι υπερασπιστές
πολεμούσαν κυριαρχημένοι από την αποφασιστικότητα της απελπισίας. Η μάχη δεν
είχε φάσεις χρονικής εξέλιξης, δεν έδινε ευκαιρίες ανακατάταξης και μεταφοράς
δυνάμεων, δεν επέτρεπε τη διατήρηση εφεδρειών για την κρίσιμη ώρα. Μέσα σ’
ελάχιστες ώρες, οι επιχειρήσεις είχαν αναπτυχθεί σ’ ολόκληρη τη βόρεια Κρήτη.
Παρά
τη διακοπή των επικοινωνιών και την επακόλουθη έλλειψη συνεργασίας και
συντονισμού των επιχειρήσεων, παντού και σ’ όλη τη διάρκεια των μαχών
επικράτησε απόλυτη ομοιοτυπία αγώνα, η ίδια πάντοτε γρανιτώδης ενότητα
αντίστασης στρατού και λαού. Στρατός και λαός, αδελφωμένοι, συναγωνίζονταν σε
πράξεις άφθαστου ηρωισμού. Για πρώτη φορά στην ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου
Πολέμου οι Γερμανοί αντιμετώπισαν όχι τυπική στρατιωτική αντίσταση, αλλά
παλλαϊκή κινητοποίηση ασυνήθιστης και απίθανης έκτασης. Για τον Γερμανό
επιδρομέα, επικίνδυνος εχθρός ήταν όχι μόνο ο κάθε στρατιώτης, αλλά και ο κάθε
πολίτης, η κάθε γυναίκα και το κάθε παιδί που συναντούσε. Γερμανός αξιωματικός
γράφει: «Στην Κρήτη μόνο οι πέτρες δεν σηκώνονταν, για να μας χτυπήσουν. Κάθε
έμψυχο μας πολεμούσε, και μας πολεμούσε μέχρι την τελευταία του πνοή».
Το
κορυφαίο σημείο της Μάχης της Κρήτης ήταν ακριβώς αυτό: η αυθόρμητη συμμετοχή
στις μάχες του άμαχου πληθυσμού, πράγμα που υπήρξε ένας οδυνηρότατος
αιφνιδιασμός για τους Ναζί. Άντρες, γέροι, γυναίκες και αμούστακα παιδιά,
καθένας με ό,τι βρέθηκε στα χέρια του, όρμισαν σαν εξαγριωμένες μέλισσες στο
θρασύ επιδρομέα, που δε σεβάστηκε την πρασινάδα της άνοιξης και της ζωής το
ήρεμο χαμόγελο. Παμπάλαια τουφέκια –τα καινούρια τα είχαν δώσει, όπως είπαμε,
για τον πόλεμο της Αλβανίας–, μαχαίρια ολοσκούριαστα ή γεωργικά εργαλεία,
μαγκούρες ή πέτρες έγιναν εκείνες τις στιγμές αστροπελέκια στα χέρια των άμαχων
και αγύμναστων χωρικών, που, αφού συμπλέκονταν άφοβα με τους Γερμανούς
εισβολείς και τους σκότωναν, αποκτούσαν στη συνέχεια τα πολυπόθητα όπλα. Και το
ακόμη θαυμαστότερο είναι ότι, λίγες ώρες μετά την έναρξη των επιχειρήσεων, όλοι
αυτοί οι ετερόκλητοι και παράδοξοι μαχητές εντάχθηκαν στα τρία μέτωπα –Χανίων,
Ρεθύμνου και Ηρακλείου– και δέχονταν με την πειθαρχία ασκημένων στρατιωτών τις
διαταγές των υπεύθυνων αξιωματικών. Ο αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων
σημειώνει στην πολεμική του έκθεση: «Ολόκληρος ο λαός της Κρήτης ήθελε να
πολεμήσει. Δεν έχω αμφιβολία ότι, αν είχαμε καιρό, θα μπορούσαμε να είχαμε
εκπαιδεύσει δύο πλήρεις μεραρχίες».
Πρέπει
ακόμη να τονίσουμε ότι αυτός ο ασύγκριτος ηρωισμός του άμαχου πληθυσμού άσκησε
ευεργετικότατη επίδραση στο ηθικό των Ελλήνων και –προπάντων– των ξένων
στρατιωτών, που εντυπωσιασμένοι από όσα πρωτοφανή και παράδοξα συνέβαιναν γύρω
τους, πολέμησαν με φοβερό πείσμα και έξοχη γενναιότητα.
Χάρη
σ’ αυτή την καθολική και λυσσαλέα αντίσταση των ενόπλων δυνάμεων και του άμαχου
πληθυσμού της Κρήτης, οι Γερμανοί δεν είχαν καμία αξιόλογη επιτυχία στις δύο
πρώτες ημέρες της επίθεσης. Αυτό οφείλεται, βέβαια, και στο γεγονός ότι συχνά
οι αλεξιπτωτιστές έπεφταν στις θέσεις των αμυνόμενων Ελλήνων και συμμάχων.
Έτσι, οι μισοί περίπου σκοτώθηκαν με ευχέρεια κατά την πτώση τους ή αμέσως μετά
την προσγείωσή τους. Εξαιτίας της σχεδόν ανύπαρκτης ασύρματης επικοινωνίας, το
γερμανικό επιτελείο στην Αθήνα δεν ενημερώθηκε αμέσως για την πραγματική
κατάσταση, με αποτέλεσμα το δεύτερο κύμα των αλεξιπτωτιστών να έχει ακόμη
βαρύτερες απώλειες. Στο Ρέθυμνο αιχμαλωτίστηκε ακόμη και ο διοικητής τους, ενώ
οι υπόλοιποι ταμπουρώθηκαν χωρίς σύνδεση με το αρχηγείο τους. Στο Ηράκλειο η
αποτυχία των εισβολέων υπήρξε ολοκληρωτική, εφόσον όλοι εξοντώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν.
Τότε
μόνο, και καθυστερημένα, το απόγευμα της 22ας Μαΐου, η γερμανική ηγεσία, που
ήταν τελείως απογοητευμένη και, προς στιγμήν, είχε προσανατολιστεί στην διακοπή
των επιχειρήσεων, αποφάσισε να διεκδικήσει τη νίκη στο δυτικό τομέα,
εγκαταλείποντας προσωρινά στην τύχη τους τις άλλες ομάδες κρούσης. Έτσι,
αλεξιπτωτιστές και αλπινιστές καταλαμβάνουν το αεροδρόμιο του Μάλεμε,
επωφελούμενοι και από την κάπως διστακτική στάση του Νεοζηλανδού διοικητή, αλλά
και του ίδιου του Φράυμπεργκ, που δεν έριξε στη μάχη όλες τις δυνάμεις του,
επειδή εξακολουθούσε να πιστεύει ότι η κύρια επιθετική ενέργεια του εχθρού θα
εκδηλωνόταν από τη θάλασσα.
Με
τον έλεγχο ενός αεροδρομίου, δηλαδή τη δημιουργία προγεφυρώματος, η κατάληψη
της Κρήτης ήταν πλέον ζήτημα χρόνου. Την 26η Μαΐου, ύστερα από
σφοδρότατες μάχες, η 5η ορεινή ταξιαρχία του στρατηγού Ρίγκελ
διέσπασε τις αμυντικές γραμμές στον Γαλατά, και την ίδια μέρα ο Φράυμπεργκ
ζήτησε –και έλαβε γρήγορα– την άδεια να εγκαταλείψει το νησί. Ενώ όμως
συνέβαιναν αυτά στον τομέα των Χανίων, οι τομείς του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου
ήταν ακόμα στα χέρια των υπερασπιστών, που έκπληκτοι άκουσαν την διαταγή της
αγγλικής διοίκησης να διακόψουν τις επιχειρήσεις, γιατί ο αγώνας τερματίζεται
και οι σύμμαχοι αποχωρούν. Υπάκουσαν με τα ίδια συναισθήματα με τα οποία οι
νικητές της Αλβανίας υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους μετά την
κατάρρευση του μακεδονικού μετώπου.
Βαριές
υπήρξαν κατά το δεκαήμερο εκείνο πόλεμο οι απώλειες των Γερμανών, που οι ίδιοι
ουδέποτε τις ομολόγησαν. Εντελώς πρόσφατα στοιχεία –που δημοσιεύτηκαν πέρυσι–
αποκαλύπτουν ότι είχαν 6.800 νεκρούς και τραυματίες, από τους οποίους οι 5.100
ήταν αλεξιπτωτιστές (από τους 8.000 που είχαν λάβει μέρος στη μάχη). Η 7η
Αερομεταφερόμενη Μεραρχία τους διαλύθηκε, ενώ 200 αεροπλάνα τους καταστράφηκαν
και άλλα τόσα τέθηκαν προσωρινά εκτός μάχης. Το –θεωρούμενο ως αήττητο– όπλο
των αλεξιπτωτιστών, μετά τη δοκιμασία που υπέστη στην Κρήτη, δεν
χρησιμοποιήθηκε ποτέ πια από τους Γερμανούς σε παρόμοιες αποστολές. Ο ίδιος ο
Χίτλερ, παρασημοφορώντας τον Student, ομολόγησε: «Η Κρήτη απέδειξε ότι οι
μεγάλες ημέρες των αλεξιπτωτιστών τελείωσαν». Η έκθεση του Student είναι επίσης
εύγλωττη: «Για μένα, ως διοικητή των γερμανικών μονάδων που κατέλαβαν την
Κρήτη, το όνομα του νησιού συνδέεται με πικρές αναμνήσεις. Ομολογώ ότι έκαμα
λάθος στους υπολογισμούς μου, όταν συμβούλευσα αυτή την επίθεση. Το αποτέλεσμα
ήταν όχι μόνο να χάσω πολύτιμους αλεξιπτωτιστές που τους θεωρούσα παιδιά μου,
αλλά και να εκλείψουν πια οι σχηματισμοί αλεξιπτωτιστών, που είχα δημιουργήσει
ο ίδιος».
Αλλά
και οι απώλειες των υπερασπιστών του νησιού ήταν βαρύτατες: 6.100 νεκροί και
τραυματίες, 12.300 αιχμάλωτοι, 9 πολεμικά βυθισμένα, από τα οποία τα 3
καταδρομικά, και 15 με βαριές ζημιές, από τα οποία 3 θωρηκτά και 1 αεροπλανοφόρο,
αποτελούν το βαρύτατο τίμημα που πλήρωσε η Κοινοπολιτεία, προπάντων όμως η
Βρετανία, για τη συμμετοχή της στον τρομερό εκείνο πόλεμο, που με τόση
γενναιότητα διεξήγαγε από κοινού με την Ελλάδα. Στο πεδίο της μάχης οι δικές
μας απώλειες (σε σύνολο 17.400 ανδρών) ήταν 1.100 νεκροί, 900 τραυματίες και
5.300 αιχμάλωτοι.
Στρατιωτικά,
η Μάχη της Κρήτης θεωρήθηκε ως σημείο καμπής του πολέμου, επειδή επιβράδυνε τη
γερμανική εισβολή στη Ρωσία με τα γνωστά σε όλους αποτελέσματα. Ο αντίκτυπός
της έφτασε ως τα πέρατα της οικουμένης. Οι Ιάπωνες, μολονότι ανήκαν στο
αντίπαλο στρατόπεδο, χαιρέτισαν το ολοκαύτωμα με τρόπο ιπποτικό. Η εφημερίδα «Χρόνος»
του Τόκιο, λίγες ημέρες μετά τη Μάχη, έγραφε μεταξύ άλλων: «Προτείνουμε ως
ζήτημα υπέρτατου καθήκοντος και τιμής τη δημιουργία εκτάκτου Τάγματος Ιπποτών
της Κρήτης, για να τιμηθεί με ειδικό παράσημο κάθε πολίτης και κάθε
στρατιωτικός, που έλαβε μέρος στην παραδοξότερη και ενδοξότερη μάχη της
ιστορίας, τη Μάχη της Κρήτης. Οι Άγγλοι και οι Έλληνες στρατιώτες, οι άνδρες και
οι γυναίκες της Κρήτης, που έλαβαν μέρος στη θρυλική αυτή μάχη, πρέπει να
καταταχθούν ονομαστικά σ’ ένα ειδικό τάγμα υπερανθρώπων».
Η
Κρήτη υπέκυψε κάτω από το βάρος της τρομερότερης πολεμικής μηχανής που είχε
γνωρίσει ως τότε ο κόσμος. Στις 27 Μαΐου καταλήφθησαν τα Χανιά και το Ρέθυμνο,
στις 30 Μαΐου το Ηράκλειο. Την ίδια μέρα έφευγαν από τα Σφακιά για τη Μέση
Ανατολή και οι τελευταίοι Βρετανοί υπερασπιστές της Κρήτης. Από την 1η
Ιουνίου απλώθηκε και στο μαρτυρικό μας νησί η βαριά σκιά της Κατοχής.
Οι
Γερμανοί είχαν συνείδηση ότι κατέκτησαν το έδαφος της Κρήτης, αλλά όχι και το
λαό της, που πολέμησε με όλα τα μέσα, για να ξαναβρεί τη λευτεριά του. Η Εθνική
Αντίσταση της Κρήτης είναι, φυσικά, ένα πελώριο κεφάλαιο, με το οποίο είναι
αδύνατο, για λόγους χρόνου, ν’ ασχοληθώ διεξοδικά. Τούτο μόνο θα ήθελα να
τονίσω: Η φλόγα της αντίστασης, αντίστασης που επρόκειτο να διαβρώσει της
γερμανικές δυνάμεις σ’ όλη την Ευρώπη, άναψε για πρώτη φορά στην Κρήτη. Χάρη
στην αντίσταση αυτή, οι Γερμανοί απέτυχαν να μεταβάλουν την Κρήτη σε «αλτήρα» μιας
επιθετικής στρατηγικής προς τη Μέση Ανατολή, πράγμα που ήταν η αρχική τους
φιλοδοξία. Απέτυχαν ακόμη να παρεμβάλουν εμπόδια στην ομαλή λειτουργία της
διώρυγας του Σουέζ και στις κινήσεις του αγγλικού στόλου. Ούτε μπόρεσαν να καταστήσουν
την Κρήτη δεύτερη –μετά την Ιταλία– γέφυρα ανεφοδιασμού των δυνάμεων του Άξονα
στη Βόρεια Αφρική. Το ναυάγιο των επιδιώξεών τους αυτών οφείλεται στον
αστάθμητο παράγοντα, που ήταν η στάση του ντόπιου πληθυσμού.
Αλλά
το τίμημα που πλήρωσε η Μεγαλόνησος υπήρξε βαρύτατο. Οι Γερμανοί, βέβαια, ποτέ
δεν συγχώρησαν το λαό της Κρήτης για τη σθεναρότατη αντίσταση που πρόβαλε στην
άδικη επίθεσή τους. Τρανό παράδειγμα η Κάνδανος, που την ισοπέδωσαν αμέσως μετά
τη μάχη. Και, φυσικά, αντέδρασαν με θηριώδεις και απάνθρωπες μεθόδους εκδίκησης
για τα πλήγματα που δέχθηκε από την Ενωμένη Εθνική Αντίσταση, που τους πολέμησε
με σύστημα και επιμονή στα βουνά και στους κάμπους. Αμέτρητα τα θύματα της
εκδικητικής μανίας του ναζιστικού τέρατος. Χιλιάδες όσοι εκτελέστηκαν και όσοι
άφησαν την τελευταία τους πνοή στα εφιαλτικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως από
κακουχίες ή μέσα στους θαλάμους αερίων. Δεκάδες τα κατεστραμμένα, σε μεγάλο
βαθμό, ή ισοπεδωμένα χωριά μας, από τα οποία υπενθυμίζω εδώ τον Σκινέ, το
Κουστογέρακο, τα Ανώγεια, τα χωριά του Αμαρίου και της Άνω Βιάννου. Πλήθος
ολόκληρο οι χήρες, τα ορφανά, οι μαυροφορεμένες μανάδες. Φρικτά και
δυσπερίγραπτα και αμέτρητα τα μαρτύρια, η πείνα και οι ταλαιπωρίες του Κρητικού
λαού, μέχρι να φέξει η γλυκιά μέρα της λευτεριάς.
Όμως
πέρα από τα ιστορικά γεγονότα και τις άπειρες λεπτομέρειες που συνδέονται με τη
Μάχη της Κρήτης και την Εθνική Αντίσταση, ιδιαίτερη σημασία έχει, νομίζω, η
ηθική φυσιογνωμία, το ηθικό βάρος της επετείου που εορτάζουμε σήμερα.
Εκείνος
που θέλει να συλλάβει τις αληθινές διαστάσεις ενός γεγονότος, πρέπει –κατά την
καθιερωμένη νομολογία της ιστορίας– να το κρίνει: α) σύμφωνα με την ψυχική ορμή
που το προκάλεσε, β) ανάλογα με τον ηθικό νόμο στον οποίο στηρίζεται, γ)
ανάλογα με τη συμβολή του στην ανθρώπινη πρόοδο.
Είπαμε
ότι Μάχη της Κρήτης ήταν κυρίως μάχη του λαού της. Μα θα ήταν λάθος να
νομίσουμε ότι η γενναιότητα που επέδειξαν οι Κρητικοί κατά την απόκρουση της
ναζιστικής επιδρομής ήταν μια απλή έκρηξη πολεμοφιλίας, που είχε την πηγή στον ενστικτώδη
έρωτα του πολέμου και στην έμφυτη αποστροφή της ειρηνικής ζωής. Γιατί ο
Κρητικός, που στη μάχη δείχνεται ανοικτίρμων και στη φωτιά απαντά πάντοτε με
φωτιά, είναι, όσο κανένας άλλος, τρυφερός εραστής της ζωής, πράγμα που φαίνεται
σ’ όλες τις εκδηλώσεις της καθημερινής του ζωής και στον γεμάτο αβρότητα, χάρη
και ειρηνικό πνεύμα πολιτισμό, που ανέπτυξε σ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας
του. Συμβαίνει με την ψυχή του Κρητικού ό,τι και με τον τοπίο της Κρήτης: «Το
τοπίο της Κρήτης, σημειώνει ο Παντελής Πρεβελάκης, δεν παίζει, δε ρητορεύει.
Είναι δυνατό και συγκρατημένο. Μα, ανάμεσα από τις αυστηρές γραμμές του,
ξεχωρίζει απροσδόκητη ευαισθησία και τρυφεράδα, σε απάνεμες γούβες μοσκοβολούν
οι λεμονιές και πέρ’ απ’ τη θάλασσα ξεχύνεται αστείρευτη ποίηση».
Ο
Παλαμάς έκαμε λόγο για την «Κρήτη των κελαηδισμών» και την «Κρήτη των αρμάτων»,
πράγμα που σημαίνει ότι ο ευαίσθητος και οξύνους ποιητής μας διέκρινε στην ψυχή
του Κρητικού εκείνα τα στοιχεία που σφραγίζουν τη ζωή και την ιστορία του:
παράφορη αγάπη για τη ζωή και άφοβο αντίκρισμα του θανάτου. Θα ήταν, λοιπόν,
άδικο να ερμηνεύσουμε τη στάση των Κρητικών τον Μάη του 1941 ως απλή έκρηξη
πολεμοφιλίας. Γιατί η άρνηση της ζωής –που εκδηλώνεται με την άφοβη
αντιμετώπιση του θανάτου– χωρίς την ταυτόχρονη λατρεία της, αφαιρεί κάθε
δραματικό στοιχείο από την πράξη της θυσίας.
Αυτός ο παράφορος έρωτας της Ελευθερίας
έσπρωξε τους Κρητικούς στις οκτώ αιματόβρεχτες επαναστάσεις του 19ου
αιώνα –αριθμός πρωτοφανής στην παγκόσμια ιστορία. Αυτός ο έρωτας της
Ελευθερίας, που ταυτίζει –σε σύνθεση αληθινά δραματική– τον έρωτα της ζωής με
τον έρωτα του θανάτου, έσπρωξε τους Κρητικούς να συγκρουσθούν με τις δυνάμεις
της βίας και του ολέθρου, που είχαν επιβάλλει σ’ ολόκληρη την Ευρώπη ως summum
jus –ως ύψιστο νόμο– το βρυχηθμό των τεθωρακισμένων και των Στούκας.
Είναι
ασφαλώς η ίδια ορμή που έσπρωξε τους Σουλιώτες στο θανάσιμο χορό του Ζαλόγγου,
τους Μεσολογγίτες στην ασύλληπτη με λογικά κριτήρια αντίσταση και έξοδό τους,
τον Γαβριήλ στην θρυλική ανατίναξη του Αρκαδίου, τους αλβανομάχους και τους υπερασπιστές
των μακεδονικών οχυρών στα κατορθώματα εκείνα για τα οποία «θα δακρύσει από
χαρά ο Ήλιος» για να χρησιμοποιήσω τη φρασεολογία του Ελύτη.
Ο
Ελληνισμός πέρα από συγκεκριμένη γεωγραφική έκταση, είναι προπάντων τρόπος
ζωής, ζωής συνυφασμένης απόλυτα με το ιδανικό της Ελευθερίας, που τον οδηγεί ν’
αντιμετωπίζει το θάνατο όχι μόνο φιλοσοφημένα και ψύχραιμα, αλλά συχνά και με
χιούμορ και ειρωνεία. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, την απάντηση που, κατά τον
Ηρόδοτο, έδωσε, πριν από τη μάχη των Θερμοπυλών, ο Λακαιδεμόνιος Διηνέκης σε
κάποιον από τους Τραχίνιους, ο οποίος –προφανώς τρομοκρατημένος– είπε ότι είναι
τόσοι οι Πέρσες, που με τα βέλη τους θα σκεπάσουν τον ήλιο: «Ευχάριστα νέα μας
φέρνεις –του είπε– αν πρόκειται να πολεμήσουμε κάτω από σκιά».
Δεν
νομίζω ότι οι Κρητικοί αντιμετώπισαν με διαφορετικό τρόπο τους Ναζί, που με το
πλήθος των αεροπλάνων τους έκρυψαν τον ήλιο στον ουρανό της Κρήτης. Και πιστεύω
ότι ο Καζαντζάκης είναι πολύ κοντά στην αλήθεια παρατηρώντας ότι η Κρήτη έχει
τόσο πολύ εξοικειωθεί με το θάνατο, που μπορεί πια να γελάει και να παίζει μαζί
του. Δεν πρόκειται για υπερβολή ή φιλολογικό πλάσμα. Είναι σ’ όλους γνωστό ότι
πολλοί Κρητικοί, ενώ ήταν μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα των Γερμανών,
τραγουδούσαν μαντινάδες ή έψαλλαν τον Εθνικό Ύμνο.
Ασφαλώς,
η ευγενέστατη ορμή, για την οποία
μιλήσαμε ως τώρα, θα αρκούσε για να στερεώσει ηθικά τον αγώνα του Μάη του 1941.
Όμως οι Κρητικοί τις ημέρες εκείνες εκτελούσαν και έναν πανάρχαιο νόμο της
ελληνικής ιστορίας: αμύνονταν για την πατρίδα. Το νόμο αυτόν, το «αμύνεσθαι
περί πάτρης», που πρώτος έχει διατυπώσει ο Όμηρος, οι Κρητικοί τον είδαν ως
ύψιστο χρέος όχι μόνο απέναντι στη μάνα Ελλάδα, αλλά και απέναντι στους
ελεύθερους ανθρώπους όλου του κόσμου, που με αγωνία είχαν στρέψει τα βλέμματά τους
στη Μεγαλόνησο. Όχι, δεν ήταν ασυνείδητη η ορμή που έσπρωξε τους Κρητικούς στο
θανάσιμο αγώνα τους, ήταν απόρροια βαθύτατης συναίσθησης ευθύνης απέναντι στην
ιστορία της Ελλάδας και του κόσμου. «Γιατί παραξενεύεσαι;», απάντησε ένας
Κρητικός σε δημοσιογράφο, που φαινόταν έκπληκτος για την παλικαριά που έδειξαν
οι Κρητικοί. «Εμείς ξέραμε πως γράφαμε ιστορία».
Αλλά,
όπως ήδη υπογραμμίσαμε, η Μάχη της Κρήτης είναι ένα γεγονός που η εμβέλειά του
έχει ξεπεράσει τα σύνορα της χώρας μας. Σε μια οριακή στιγμή της ιστορίας του
κόσμου, σ’ αυτή τη βραχόσπαρτη και τραγικά μεγαλοπρεπή γωνιά της γης, την
Κρήτη, δόθηκε ένα αποφασιστικό χτύπημα στις δυνάμεις εκείνες που είχαν
απειλήσει τους ελεύθερους θεσμούς, είχαν ανακόψει την πορεία προς την πρόοδο
και είχαν μεταβάλει ένα μεγάλο μέρος της υδρογείου σε απέραντο νεκροταφείο
ελπίδων και πολύτιμων ανθρώπινων υπάρξεων.
Κυρίες και Κύριοι,
Φτάνοντας
ήδη στο τέλος της ομιλίας μου, κρίνω σκόπιμο να προσθέσω στα προηγούμενα ότι η
αναδρομή στις μεγάλες ώρες της ιστορίας μας –και, αναμφίβολα, μια τέτοια ώρα
είναι η Μάχη της Κρήτης– λειτουργεί προς δύο κατευθύνσεις. Από τη μια, αποτελεί
για μας τους ίδιους πηγή παρηγοριάς και θάρρους υπενθυμίζοντας μας τις αείζωες
και ακατάβλητες δυνάμεις του Ελληνισμού, έκδηλες προπάντων στις κρίσιμες
στιγμές, όπως επιγραμματικά διαπιστώνει ο Κάλβος:
Ω
Έλληνες, ω θείαι
ψυχαί,
που εις τους μεγάλους
κινδύνους φανερώνετε
ακάμαντον
ενέργειαν
και
υψηλήν φύσιν.
Από την άλλη,
αποτελεί υπόμνηση και προς τους φίλους μας, η ιστορική μνήμη των οποίων και η
συνείδηση της οφειλής τους στο έθνος μας συχνά συνθλίβονται μέσα σε ποικίλες
σκοπιμότητες και παντοειδή συμφέροντα, και προς τους εχθρούς μας, που μας
απειλούν στηριζόμενοι στην αριθμητική τους υπεροχή. Στα υπερφίαλα σχέδια και
τους κομπασμούς της Άγκυρας εμείς με σεμνότητα και τόλμη αντιτάσσουμε την
απώτερη αλλά και την πρόσφατη ιστορία μας, ιστορία οδυνηρών πτώσεων αλλά και
εκπληκτικών κορυφώσεων, τον ανώτερο πολιτισμό μας, την ετοιμότητα των ενόπλων
μας δυνάμεων, αλλά και τη δεδομένη προ εθνικών κινδύνων ενότητα της πολιτικής
ηγεσίας, του στρατού και του λαού μας, όπως προπάντων έδειξε η Μάχη της Κρήτης.
Όχι,
ο τόπος αυτός δεν πρόκειται να χαθεί! Αυτός ο λαός δεν πρόκειται να χαθεί! Δεν
είναι δυνατόν να χαθεί ένας λαός, που έχει να επιδείξει τόσους αγώνες για την
προάσπιση της εθνικής του αξιοπρέπειας αλλά και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου,
ένας λαός που αντικρίζει το θάνατο στη διαλεκτική του σύνθεση με τη ζωή, που
αγωνίζεται για την ειρήνη και ταυτόχρονα τραγουδά μαζί με τον ποιητή: «Όταν
σκοτώνονται, η ζωή τραβά την ανηφόρα / με σημαίες και με ταμπούρλα». Είναι
αθάνατη η Ρωμιοσύνη: «Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα, / όλοι
πεινάνε, όλοι σκοτώνονται / και κανένας δεν πέθανε».
Κυρίες και Κύριοι,
«Κείνοι
που επράξαν το κακό τους πήρε μαύρο σύννεφο. / Μα κείνος που τ’ αντίκρισε,
στους δρόμους τ’ ουρανού / ανεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος». Οι στίχοι
αυτοί του Ελύτη, γραμμένοι για τους νεκρούς του αλβανικού μετώπου, μπορούν να
εκφράσουν πληρέστερα από κάθε δικό μου εγκώμιο το ηθικό μεγαλείο των νεκρών της
Μάχης της Κρήτης, όλων εκείνων των ανθρώπων, οι οποίοι σε μια στιγμή τιτανικής
ορμής, που επήγαζε από βαθύτατη συνείδηση, αψήφισαν το δυνατό ένστικτο της ζωής
και ενώθηκαν με την αθανασία. Φθαρτά σύμβολα της άφθαρτης ουσίας οι λέξεις,
είναι ανίκανες να δηλώσουν την αξία της θυσίας τους και το μέγεθος της
ευγνωμοσύνης μας. Όλους αυτούς τους ηρωικούς μαχητές, Έλληνες και συμμάχους,
τιμούμε σήμερα με την τιμή της μνήμης, σεμνοί και αδάκρυτοι, όπως ταιριάζει στο
ήθος τους, «φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και το Χάρο», κατά το σολωμικό
στίχο.
Μαζί
μ’ αυτούς τιμούμε τους νεκρούς της Εθνικής Αντίστασης. Τιμούμε ακόμη τους
βασανισμένους από το μόχθο της ζωής γέρους, που ύψωσαν ευθυτενή τα κυρτωμένα
τους κορμιά μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα, τις σεμνές γυναίκες της
Κρήτης, που θυσιάστηκαν στα πεδία των μαχών συμπαραστεκόμενες με άπειρη
τρυφερότητα και αγάπη στα μαχόμενα τμήματα, τα παιδιά που πότισαν με το άλικο
αίμα τους τη γη της Κρήτης, πριν προλάβουν να χαρούν τις ομορφιές της ζωής,
τους μάρτυρες των ναζιστικών στρατοπέδων συγκεντρώσεως.
Όλοι αυτοί οι
νεκροί, «λευτεριάς λίπασμα», που με τη θυσία τους συνθέτουν το εξαίσιο τραγούδι
της Ρωμιοσύνης, μας δίνουν σήμερα το κουράγιο να προσβλέπουμε με εμπιστοσύνη
στο μέλλον της φυλής μας και να απαντούμε στος ανιστόρητους και υπερφίαλους
εκφραστές του πνεύματος της επιθετικής βαρβαρότητας με τα λόγια του ποιητή:
Αυτό το χώμα είναι
δικό τους και δικό μας.
Κάτου απ’ το χώμα,
μες στα σταυρωμένα χέρια
τους
κρατάνε της καμπάνας
το σκοινί – προσμένουνε την
ώρα, δεν κοιμούνται,
δεν πεθαίνουν,
προσμένουν να
σημάνουν την Ανάσταση. Τούτο το
χώμα
είναι δικό τους και
δικό μας – δεν μπορεί κανείς
να μας το πάρει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου