Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΚΑΡΕΛΑ ΓΩΝΙΑ Διήγημα Ευαγγελίας Δαμουλή Α΄βραβειο Διηγήματος Ε.Π.Ο.Κ. 2017



ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΚΑΡΕΛΑ ΓΩΝΙΑ        
                                                                                 
                                                              
                                                        Eυαγγελίας Δαμουλή-Φίλια,
                                                         Α΄ Βραβείο Διηγήματος  ΕΠΟΚ , 2017



Ψηλή, λιγνή, λυγερόκορμη, γερή γυναίκα με κοντά μαλλιά, η Βάσω περνούσε από το δρόμο κρατώντας μια τσάντα που πάνω της είχε ρίξει τη ζακέτα της.
Περπατούσε για να πάει στη στάση του λεωφορείου για την Πεντέλη.
    Δούλευε καθαρίστρια στο Π.Ι.Κ.Π.Α. Σφουγγάριζε ώρες ατέλειωτες τις σκάλες, τα υπνοδωμάτια των παιδιών, τα γραφεία, προσπαθώντας με την πάστρα να διώξει τον πόνο των εγκαταλειμμένων παιδιών του Ιδρύματος. Εκεί μέσα ζούσαν παιδιά από κάθε γωνιά της χώρας, ορφανά, δυστυχισμένα, ταλαιπωρημένα, έβρισκαν  κάτω  απ’αυτή  τη στέγη προστασία έως ότου να μεγαλώσουν.
   Η Βάσω ζούσε στο σταυροδρόμι, στο γωνιακό σπίτι με τον κήπο. Δίπλα της ζούσαν ο αδελφός και η νύφη της, η μάνα της η κυρά Διαλεχτή, και στο υπόγειο η Βαρβάρα η αδελφή της, η μοδίστρα. Οι γονείς της Βάσως ,ο κυρ-Χαράλαμπος  ο πατέρας της ήταν από τη Σαμψούντα, την αρχαία Αμισό των Μιλησίων, και η μάνα της η κυρά Διαλεχτή, από την πρωτεύουσα του Πόντου, την Τραπεζούντα. Εκεί γνωρίστηκαν, παντρεύτηκαν, απέκτησαν τα παιδιά τους. Εκεί τα μεγάλωσαν.
    Ώσπου μια μέρα, μάζεψαν ότι μπόρεσαν κι έφυγαν κυνηγημένοι για την πατρίδα. Αναζήτησαν καταφύγιο στο Χαλάνδρι. Το  προάστιο με τα πολλά νερά από τα πηγάδια και τους νερόμυλους, με τα εύφορα κτήματα, έδωσε δουλειά σε πολλούς πρόσφυγες μετά το 1922. Ο πλούσιος γαιοκτήμονας, ο Χαïμαντάς, τους στοίβαζε στην αρχή, κάτω από τέντες για να κοιμούνται τη νύχτα και να δουλεύουν τη μέρα στα χωράφια του μαζεύοντας πατάτες.
   Έπειτα οι πρόσφυγες απέκτησαν δικά τους σπίτια. Φτωχικά, χαμηλά και μικρά, που στέγασαν όλο  το καημό και τον πόνο του ξεριζωμού τους.Αυτά ήταν τα σπίτια του Συνοικισμού στο Χαλάνδρι με τα σκαλάκια τους μπροστά, που φιλοξενούσαν τις γειτόνισσες τ’απογεύματα. Η Σουλτάνα, η Βηθλεέμ, η Διαλεχτή, η Ρουμπίνη, η Κυριακούλα, η Ράμσα ,έπιναν το καφέ τους, κάποιες κάπνιζαν, αντάλλασσαν συνταγές για τα φαγητά και υπερηφανεύονταν για τη νοστιμιά τους. Μεγάλη υπόθεση το «ιμάμ- μπαïλντί» και τα Σμυρναίικα κουλουράκια της Λαμπρής. Κουβέντιαζαν μισά Ελληνικά, μισά Τούρκικα, όταν δεν ήθελαν να τις καταλάβουν οι ντόπιοι:

-          «Τσόκ γκιουζέλ! Το γιαβρί σου! » Σουλτάνα μου.
-          «Τσόκ γκιουζέλ!» επαναλάμβαναν όλες, βλέποντας την πανέμορφη κόρη της Σουλτάνας, που η ομορφιά της δεν της  βγήκε όμως, σε καλό…
Μια μέρα η Χαρίκλεια, η όμορφη κόρη της κυρά-Σουλτάνας,δεν ξαναγύρισε σπίτι γιατί είχε ερωτευτεί έναν πολύ πλούσιο άντρα που ήταν όμως παντρεμένος. Η μάνα της πέθανε με το καημό της.

     Την παραμονή των μεγάλων εορτών, όλη η γειτονιά μύριζε λιβάνι και ιδιαίτερα το σπίτι της Κυριακούλας, που είχε έρθει από το Προκόπη Καππαδοκίας, μαζί με την εικόνα του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου και ήταν πολύ ευλαβής και φιλακόλουθη. Κάθε Σάββατο απόγευμα διάβαζε το Συναξάρι των Αγίων σε καραμανλίδικη γραφή .Είχε ένα γιό της παντρειάς, τον Τριαντάφυλλο, προκομμένο και νοικοκύρη. Τα βράδια έπαιζε τάβλι μαζί με τους άντρες της γειτονιάς στο γειτονικό μπακάλικο-καφενείο του κυρ-Μιχάλη.Εκεί μαζεύονταν κάμποσοι μαστόροι,  έπιναν, κάπνιζαν παίζοντας το κομπολόι τους, κάποιοι έπαιζαν μπουζούκι προσπαθώντας έτσι να ξορκίσουν τον πόνο του ξεριζωμού τους, αναμασώντας ευτυχισμένες αναμνήσεις.

   Σαν αυτές που διηγιόταν η κυρά-Αργυρώ:  « Είχαμαν και τι δεν είχαμαν, κόρη μου στη Σμύρνη!»  Η κυρ-Αργυρώ είχε δει ένα προφητικό όνειρο στη Σμύρνη, πριν την καταστροφή: Είχε δει ότι κουρούνες είχαν κάτσει στις στέγες των σπιτιών… Ήρθε κι αυτή στο συνοικισμό μαζί με τις δυό της κόρες: την Μαρίτσα που ήξερε να ράβει και τη Καλλιόπη, τη δασκάλα. Ανύπαντρες και οι δυο. Τις πάντρεψε στο Χαλάνδρι. Μια μέρα ρώτησα τη κυρά-Καλλιόπη:
-Γιατί έγινες δασκάλα;
-«Διότι είχα κάτι να πω»… μου απάντησε.
    Οι κοπέλες: η Βάσω,  η Όλγα, η Ελευθερία, η Αρχόντω, η Μαρίνα, ονειρεύονταν το γάμο και οργάνωναν γλέντια στα σπίτια. Περισσότερο γλεντούσαν χορεύοντας στο σπίτι της κυρά-Λένης του Πασά, που είχε γιό ανύπαντρο, τον Χρήστο και έφερνε πολλούς φίλους του. Νέοι και νέες γλιστρούσαν πέρα από τα βάσανα και τα ντέρτια των παλιότερων, προσπαθώντας να στεριώσουν και να ζήσουν στο νέο τόπο που τους έλαχε να βρεθούν. Όσο κι αν δούλευαν σκληρά, πάντα έβρισκαν τρόπο για διασκέδαση.
    Ένα βράδυ ο Αντώνης, ο  μονάκριβος γιός του Καραγκιόζη, που έμενε απέναντι από την κυρά-Διαλεχτή,πήγε με τη γυναίκα του να διασκεδάσει σένα νυχτερινό κέντρο της εποχής. Ήρθαν στο κέφι, ήπιαν λίγο παραπάνω και μέσα στη νύχτα αποφάσισε να επιστρέψει οδηγώντας το μηχανάκι. Τότε ήταν που έγινε το τροχαίο στη Κηφισίας… Ο Αντώνης κείτονταν νεκρός στο δρόμο. Ο πατέρας του λιποθύμησε όταν το έμαθε.
    Ο κύρ-Βαγγέλης ο  Συριανός ναυτικός, μετά τον βομβαρδισμό του Πειραιά από τους Γερμανούς, αγόρασε το σπίτι στο Χαλάνδρι, στο συνοικισμό. Ο γιός του ο Γιάννης, μαθήτευε ως κουρέας στο κουρείο του Μπούτου, ενός Πειραιώτη κουρέα στο Χαλάνδρι, στην πλατεία Δούρου, απέναντι από το Ζαχαροπλαστείο του Βάρσου που σέρβιρε  κασάτα παγωτά καïμάκι με βύσσινο στη πλατεία. Εκεί πήγαινε να κεράσει  ο Γιάννης τη γυναίκα του την Αγγελική και τα παιδιά του. Ο Γιάννης, το μοναχοπαίδι της κυρά-Βαγγελιώς παντρεύτηκε αργά, καθότι στρατιώτης σε πολλούς πολέμους… Τη γυναίκα του την αναζήτησε πολύ μακριά, στο Μοριά. Τώρα πιά ήταν  ο κουρέας της Βουλής, στο Σύνταγμα και ήξερε τις παραξενιές των πολιτικών, από πρώτο χέρι… Ο μισθός όμως δεν έφτανε και δούλευε και τ’ απόγευμα. Μεγαλωμένος στον Αι-Βασίλη στον Πειραιά, δεν παρέλειπε  να πάει την οικογένειά του στην περίφημη «Ναυτική Εβδομάδα» και με την ευκαιρία,  τους έδειχνε  το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά και προπάντων το Ρολόι. Έπειτα τους μιλούσε για τα «ποστάλια», τα πλοία της εσωτερικής-άγονης γραμμής όπου ήταν καμαρότος ο πατέρας του κι αυτός παιδάκι τότε… Ξεκινούσαν από τον Πειραιά, πήγαιναν στο Γύθειο κι από κεί έπιαναν όλα τα λιμάνια της Μάνης. Ο πατέρας του, ο κυρ-Βαγγέλης ήταν κοσμογυρισμένος. Είχε ταξιδέψει με τα υπερωκεάνια της εποχής, με την «Αντιγόνη» του Τζων, είχε φτάσει μέχρι την Νέα Υόρκη και του έφερνε για δώρα, πρωτόγνωρα παιχνίδια. Ο Γιάννης νοσταλγούσε πάντα τον  Πειραιά, την Καστέλα και τη θέα από τη Φρεατίδα και σίγουρα αισθανόταν ξένος και διαφορετικός στο Χαλάνδρι …

   Την Άνοιξη το Χαλάνδρι είναι ένας παράδεισος. Λιγώνεσαι από τις μυρωδιές των ανθισμένων λουλουδιών. Των  λεμονανθών, των πορτοκαλιών, των νεραντζιών, των πασχαλιών, των ακακιών, της λεύκας, του σανταμοριού. Μυρωδιές που ξεσηκώνουν τις ψυχές, «φουσκώνουν» τα κορμιά με «χυμούς», επιθυμίες, όνειρα, και  στους πιο τυχερούς,  η μέλισσα με τη γύρη της φέρνει τον έρωτα…
   H Eιρήνη μια όμορφη κοπέλα, ήρθε από την Τήνο στην Αθήνα, για να βρει την  τύχη της. Δούλευε μοδίστρα στο Χαλάνδρι. Έτσι τη συνάντησε μια μέρα ο Τριαντάφυλλος ο γιός της κυρά-Κούλας, την ερωτεύτηκε και την παντρεύτηκε.

    Να κάπως έτσι έγινε και με τη Βάσω, τη κόρη της κυρά –Διαλεχτής: ερωτεύτηκε ένα όμορφο, δυνατό παλληκάρι που λύγιζε τα σίδερα. Δούλευε σιδεράς κάπου στο Χαλάνδρι. Παντρεύτηκαν, άνοιξαν το σπιτικό τους κι απέκτησαν δυο γιούς: τον Γιάννη και τον Μπάμπη. Η ζωή κυλούσε ,τα παιδιά μεγάλωναν. Ο Γιάννης μάθαινε σιδεράς κοντά στο πατέρα του. Η κυρά-Βάσω είχε αδυναμία στον μικρότερο γιό της, τον Μπάμπη, κι αυτός της το ανταπέδιδε. Ώσπου μια μέρα, μια άγνωστη πήρε τον άντρα της κυρά-Βάσως μακριά. Την παράτησε μόνη να μεγαλώνει τους δυο γιούς της.
Ο Μπάμπης έπαιζε μπάλα στις αλάνες μένα τσούρμο αγόρια της γειτονιάς, και ο ένας αποκαλούσε τον άλλο με παρατσούκλια: ο Μπάμπουρας, ο Τσίου-Τσίου, ο Μπλο-Μπλόμ, ο Βλάσης…
   Στο συνοικισμό είχαν έρθει κάποιοι καινούριοι από τη Μακεδονία που νοίκιαζαν με φτηνό νοίκι τα υπόγεια ή τα δωμάτια των προσφύγων. Τους έλεγαν «Λαζούς», είχαν έρθει από τη Μακρακώμη Σερρών: η Μακρίνα, η Παρθένα, η Σουμέλα, ο Βλάσης, ο αδελφός του ο Σάββας. Μεταξύ τους μιλούσαν Ποντιακά κι έτρωγαν παστουρμά με τα φαγητά τους. Ήσαν εργατικοί, πολύ γλεντζέδες και φιλόξενοι. Ότι είχαν το μοιράζονταν με το γείτονα και εύκολα σε καλούσαν στο τραπέζι τους. Γι ’αυτούς η μάνα είναι «βράχος».
   Η Παρθένα, η μάνα του Μιχαλάκη, πήγε να δουλέψει καθαρίστρια στο Κολλέγιο του Ψυχικού .Το μωρό της, τον Άγγελο, τον εμπιστεύτηκε στην απέναντι γειτόνισσα, την κυρά-Αγγελική, μια προκομμένη, τίμια και εργατική γυναίκα. Το καλοκαίρι,  ο Άγγελος έκανε μπάνια στη Λούτσα, με τα παιδάκια της κυρ’-Άγγελικής,τη Λίτσα και τον Μπάμπη. Κάπως έτσι μεγάλωσε ο Άγγελος…
Ο Μπάμπης, ο γιός της κυρά-Άγγελικής ήταν ένα έξυπνο, αδύνατο αγόρι με σγουρά, δαχτυλιδένια μαλλιά, πολύ ζωηρό, που έπαιζε πολλές φορές μπάλα με τα παιδιά της γειτονιάς. Ένα απόγευμα καθώς επέστρεφε μόνος του από έναν αγώνα, τον καρτερούσαν κάποιοι συμπαίκτες αντίπαλης ομάδας σένα σταυροδρόμι. Άρχισαν να τον χτυπάνε, μα καθώς σκοτείνιασε, κατάφερε να τους ξεφύγει κατεβαίνοντας μέσα στο ξερό χείμαρρο της γειτονιάς, τον Καλαμά. Ο Καλαμάς ήταν γεμάτος ξερόχορτα, καλαμιές, βατράχια, γυρίνους και ένα σωρό άχρηστα αντικείμενα. Στην Κατοχή της Αθήνας, πολλοί από τη γειτονιά κατέβαιναν στο ποτάμι, έπιαναν βατράχια για να τα φάνε. Τα παιδιά της γειτονιάς περπάταγαν μέσα στο ξερό ποτάμι, εις ένδειξη ενηλικίωσης και ανεξαρτησίας. Στο Καλαμά, σε αντίθετη φορά περπατούσε, υποβασταζόμενος από ένα καλάμι και ο Γιώργης, μονολογώντας ασυναρτησίες. Στον Εμφύλιο του είχαν ρίξει τόσο ξύλο, που σάλεψαν τα λογικά του. Λέγεται ότι ο «τρελό-Γιώργης» ήταν δάσκαλος κάποτε. Τώρα ζούσε σε μια παράγκα στη μέση μιας αλάνας.
Ο Μπάμπης βγήκε ξαφνικά από το χείμαρρο, μπροστά στον Μπάμπουρα, της κυρά-Βάσως, που περνούσε από κει πηγαίνοντας σπίτι του. Τον ρώτησε:

-«Τι έγινε ρε Μπάμπη;
-Γιατί είσαι έτσι; που σκίστηκες; Σε έδειραν;
-Ναι, οι Δημητρακόπουλοι για την ομάδα τους.»

Ο Μπάμπουρας αγαπούσε και προστάτευε το σγουρομάλλικο αγόρι και ανέλαβε προσωπικά να «τακτοποιήσει» το θέμα, που ήταν και ζήτημα τιμής για τη γειτονιά του. Φώναξε λοιπόν σε βοήθεια τον φίλο τους τον Βλάση. Ο Βλάσης ο Παπαδόπουλος, ήταν ένα πολύ ζωηρό αγόρι, πρόθυμο για όλες τις αταξίες .Το θέμα τακτοποιήθηκε μεταξύ αγοριών, χωρίς την επέμβαση των γονιών .
    Η πιο αγαπημένη στιγμή για τα παιδιά της γειτονιάς ήταν ο ερχομός του «μικρού κινηματογράφου», που έδινε άλλη διάσταση στην καθημερινότητα τους και στοίχιζε ένα πενηνταράκι για να δεις μέσα από το view master,την ιστορία της Σταχτοπούτας, της Χιονάτης, του Πινόκιο…
Αλλά κι ο ερχομός του γαλατά, που τα παιδιά ήξεραν το κλάξον του, έδινε ξεχωριστή χαρά στους μικρούς που τον ακολουθούσαν τρέχοντας.
  Στη γειτονιά υπήρχαν δυο περίπτερα, γεμάτα προκλητικές σοκολάτες ΙΟΝ αμυγδάλου και γλειφιτζούρια. Ένα απόγευμα, ξαφνιάστηκα καθώς ένα πλήθος όχλου ακολουθούσε ένα κοριτσάκι που προσπαθούσε να κρυφτεί στα στενά.
Ο περιπτεράς ήταν ένας συνταξιούχος αστυνομικός, που είχε ξεσηκώσει όλο αυτό το πλήθος γιατί το κορίτσι του είχε πάρει μια σοκολάτα, είδος πολυτελείας της εποχής…
   Τότε ήταν που πήγαιναν πόρτα-πόρτα για να μαζέψουν υπογραφές για να σώσουν τα δυο παλικάρια. Δεν τα κατάφεραν όμως… Ούτε τις μανάδες τους δεν λυπήθηκαν οι Εγγλέζοι…!

    Στον ίδιο τόπο, στο Χαλάνδρι, στο συνοικισμό, προσπαθούσαν να ζήσουν κάποιοι  αντάρτες στον Εμφύλιο. Μια οικογένεια προσφύγων έκρυψε και βοήθησε έναν αντάρτη από το Μοριά. Αργότερα ο νέος αυτός ερωτεύτηκε τη κόρη της οικογένειας και την παντρεύτηκε.
Αντάρτης ήταν και ο μεγάλος γιός της κυρά Βηθλεέμ, ο Θοδωρής. Ο Θοδωρής ήταν κουμουνιστής και εξόριστος στα Γιούρα στη δικτατορία του 1967.Εκεί κακόπαθε πολύ, έπαθαν τα νεφρά του από το ξύλο. Ζούσε με τεχνητό νεφρό, μέχρι τα τελευταία του.
Αντάρτισσα και  κουμουνίστρια ήταν και η Βάσω, μια γειτόνισσα που διάβαζε διάφορα θεωρητικά βιβλία του κόμματος προς ενημέρωση της. Μετά την μεταπολίτευση η Βάσω,  πάνω στους ώμους των συντρόφων της πανηγύριζε το γεγονός, τριγυρνώντας στην Αθήνα. Ζούσε με την νύφη της την Ατζουλέτα, ελεύθερη και ανεξάρτητη, δεν παντρεύτηκε ποτέ, πιστή μόνο στο κόμμα της.
Όταν άκουγε για γάμο έλεγε: «Τα βαρέλια στεφανώνουνε».

  Ο Μπάμπουρας, παντρεύτηκε μια πολύ όμορφη κοπελίτσα. Αλλά δεν ευτύχησε στο γάμο του. Η γυναίκα του έπαθε εκλαμψία στη γέννα και έχασε το μωρό τους. Από τότε όλα στράβωσαν μεταξύ τους, λές και τους μάτιασαν. Ο Μπάμπης δεν ξαναπαντρεύτηκε… Πηγαινοερχόταν κι έβλεπε τη μάνα του τη κυρά-Βάσω,που ζούσε μόνη της στο παλιό, προσφυγικό σπίτι τους.
Ο Γιάννης, ο μεγαλύτερος γιός της, είχε σιδεράδικο κι έμενε λίγα στενά παραπάνω από τη μάνα του, με την οικογένεια του. Τον έβλεπαν συχνά μένα μπουκάλι μπύρα στο χέρι στη ταβέρνα του συνοικισμού.
Η κυρά-Βάσω χαιρετούσε μεγαλόφωνα πάντα τις γειτόνισσες, καθώς πήγαινε προς τη δουλειά της, απομακρινόμενη με γρήγορο βήμα προς τη στάση του λεωφορείου για την Πεντέλη. Από το παράθυρο μου, την έβλεπα με τον καιρό να γέρνει λίγο-λίγο προς τα μπρος το λυγερό, ψηλό κορμί της.
Ο Μπάμπης ερχόταν και την έβλεπε, κουβέντιαζαν γιός και μάνα.Τον συμβούλευε να παντρευτεί, να κάνει οικογένεια. Δεν αποφάσιζε όμως.
Στο δρόμο, όταν συναντιόμασταν, με ρωτούσε πάντα για τον παιδικό φίλο του, τον Μπάμπη.

   Τα καλοκαίρια η κυρά-Βάσω, πήγαινε για μπάνια με τα εγγόνια της στη Λούτσα. Εκεί είχαν ένα εξοχικό σπιτάκι. Εκεί πήγαινε και ο Μπάμπης και ξεχνούσε τους καημούς του κοντά στη θάλασσα.
Ήταν Άνοιξη. Λείπαμε πολλά χρόνια από τη γειτονιά, όταν μια γειτόνισσα μου πρόλαβε το νέο. Ο παιδικός φίλος του Μπάμπη, το τρυφερό γειτονόπουλο που πάντα τον υπερασπιζόταν, ο Μπάμπουρας, ο γιός της κυρά-Βάσως, είχε βάλει τέλος στη ζωή του πίνοντας δηλητήριο. Τον βρήκε η μάνα του νεκρό στο εξοχικό σπιτάκι, κοντά στη θάλασσα. Οι γιατροί του είχαν διαγνώσει καρκίνο, και δεν άντεξε τέτοιο νέο. Προτίμησε να βάλει τέλος στη ζωή του μια ώρα αρχύτερα.
  Τα χρόνια πέρασαν. Η κυρά-Βάσω ντύθηκε στα μαύρα. Δεν δουλεύει πιά στη Πεντέλη. Τώρα πιά
βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού μια γειτόνισσα συνομήλικη της, τη κυρά-Λένη, τη μανάβισσα. Μένει πολλές ώρες μαζί της. Πάνε στην εκκλησία,
κάνουνε παρέα χειμώνα-καλοκαίρι, κουβεντιάζουν… Στο σπίτι της επιστρέφει το βράδυ για να κοιμηθεί μόνη, χωρίς να την παίρνει ο ύπνος…
Τη συλλυπήθηκα, της έδωσα κάρβουνα και λιβάνι να τα πάει στο γειτονόπουλο των παιδικών μας χρόνων, τον Μπάμπουρα…

Μια ειδοποίηση στη κολόνα της γειτονιάς, με ξάφνιασε δυσάρεστα: «Κηδεύουμε τον γιό μας Γιάννη…». Τα εγγόνια της, της φέρνουν  φαγητό και τη ρωτούν μήπως έχει ανάγκη από κάτι..
Τελευταία έχασε και την αδελφή της ,τη Βαρβάρα.

Μια μέρα που τη συνάντησα στο δρόμο, μου είπε:
- «Πόσα ν ’αντέξω πιά κόρη μου;
-Δε βαστάω πιά, κουράστηκα …»
Έξω από τη πόρτα της την περιμένει καρτερικά πάντα, το βρώμικο, γέρικο σκυλί της, η Κανέλλα.Τα βράδια στον έρημο κήπο, την υποδέχονται οι γάτες  και η γερασμένη χελώνα για να τις ταïσει. Αυτοί είναι πιά οι κάτοικοι του χορταριασμένου κήπου και του ετοιμόρροπου, παλιού σπιτιού που θυμίζει άλλες εποχές…
Δίπλα της, ένα μικρό φρεσκοβαμμένο σπιτάκι στεγάζει το Σύλλογο Κωνσταντινουπολιτών,  «Οι Ρίζες». Στη πόρτα του, μια κίτρινη σημαία και στη μέση  της ένας μαύρος δικέφαλος αετός που κρατούν περήφανα τα εγγόνια των προσφύγων στις παρελάσεις.
Η κυρά-Βάσω περπατάει πιά στο δρόμο, καμπουριασμένη από τις συμφορές που τη βρήκαν. Φοράει πάντα μαύρα, και από πάνω τη γκρι ποδιά της, όπως το συνήθιζαν οι παλιές νοικοκυρές. Τις πιο πολλές ώρες τις περνάει με τους γείτονες. Δίπλα της, τρεκλίζοντας την ακολουθεί, η Κανέλλα, η μόνη συντροφιά που της απόμεινε για να κουβεντιάζει:
-«Έλα πάμε σπίτι πιά, βράδιασε,»  της λέει.
-Γέρασες μωρέ Κανέλλα και δεν μπορείς να πάρεις τα πόδια σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου