ΔΙΑΔΥΚΤΙΑΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ Ν/Δ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΓΙΑ ΤΑ 200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ 1821
ΣΤΕΓΗ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ «ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ»
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΑ
Διάγραμμα ομιλίας του Φώτη Δημητρόπουλου, φιλολόγου-συγγραφέα
Τo 1821 oι δυνάμεις του Ελληνισμού, υλικές και πνευματικές, βρίσκονται σε συναγερμό. Οι ιδέες γίνονται όλο και πιο εκρηκτικές. Οι ραγδαίες εξελίξεις των γεγονότων στην Ευρώπη, την πρώτη εικοσαετία του ΙΘ’ αιώνα είχαν προβληματίσει τους Έλληνες, τους είχαν απογοητεύσει, τους ανάγκασαν να ξαναφέρουν στη μνήμη τους τις συμφορές που δοκίμασαν όταν εξεγέρθηκαν εναντίον του κατακτητή πολεμώντας στο πλευρό Ευρωπαίων αντιμαχομένων τους Οθωμανούς (έξι αποτυχημένες εξεγέρσεις στην Πάτρα από το 1465 έως το 1770) και αποφάσισαν να πάρουν τις τύχες τους στα δικά τους χέρια. Τώρα πια οι Έλληνες καταλαβαίνουν ότι η ελευθερία τους δεν δωρίζεται αλλά κατακτάται με τις δικές τους δυνάμεις και θυσίες θεμελιωμένες στην εθνική τους συνείδηση χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι δεν υπολογίζουν και σε συμπαράσταση από τους άλλους λαούς. Έχουν όμως συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να είναι οι ίδιοι πρωταγωνιστές και να αξιοποιούν τις διεθνείς συγκυρίες και τις αντιδράσεις όχι μόνο κυβερνήσεων αλλά και λαών.
Οι Πατρινοί, όπως και οι περισσότεροι Έλληνες, δεν ήσαν πλέον ανύποπτοι για τα διπλωματικά παρασκήνια και τις συμμαχικές ακροβασίες. Είχαν παύσει να ζουν με ψευδαισθήσεις όπως παλαιότερα που πίστευαν ότι ο εχθρός της Τουρκίας είναι οπωσδήποτε και σύμμαχός τους. Τώρα πλέον και οι Έλληνες -- τουλάχιστον οι πιο υποψιασμένοι -- γνωρίζουν ότι και οι ομόδοξοι Ρώσοι νοιάζονται περισσότερο να κρατήσουν μακριά από την ανατολική μεσόγειο τους Αγγλογάλλους παρά να στηρίξουν ανοιχτά επανάσταση των Ελλήνων.
Η Πάτρα Προπύργιο της Φιλικής
Οι Εταιριστές ευθύς εξ αρχής έκριναν και τα σημεία που πρέπει να εγκατασταθούν ‘‘εφορείες της Εταιρείας’’ και εντόπισαν τις περιοχές από όπου θα άρχιζε ο Αγώνας. Σχετικά με τις κατά τόπους Εφορείες πρέπει να σημειώσουμε ότι ήσαν διάσπαρτες σε διάφορες πόλεις εντός και εκτός Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά οι κεντρικότερες ήσαν σε: Κων/λη, Βουκουρέστι, Αλεξάνδρεια, Σμύρνη και Πάτρα. Για την έναρξη της Επανάστασης αρχικά, αλλά και της δράσεως της Εταιρείας, προκρίθηκε η Πελοπόννησος με κεντρική Εφορεία στην Πάτρα, για λόγους γεωγραφικούς, οικονομικούς (:το εμπόριο στα ελληνικά χέρια βρισκόταν σε ακμή) και στρατηγικούς. (:Κοντά στα μη τουρκοκρατούμενα Επτάνησα, σαφώς υπέρτερος ο ελληνικός πληθυσμός, ανεπτυγμένη η κλεφτουριά, οι Τούρκοι κατά κανόνα ζούσαν στα κάστρα, κτλ).
Στην Πάτρα ως "απόστολος" της "Εταιρείας" ήλθε ο συμπατριώτης (καταγόταν από τη Στεμνίτσα, κοντινή στη Δημητσάνα) του Π.Π.Γερμανού Αντώνιος Πελοπίδας προκειμένου να μυήσει τους νέους εταίρους .(μεταξύ των οποίων ο "υποληπτικώτερος" πρόξενος Ιωαν.Βλασσόπουλος, ο Ιωαν.Παπαδιαμαντόπουλος και ο Π.Π.Γερμανός.) Ο ιεράρχης εμυήθη (1818) και στη συνέχεια ανέλαβε πολλές πρωτοβουλίες για τη στελέχωση της κεντρικής Εφορείας της Πάτρας Ο ίδιος ο Γερμανός κατήχησε κι άλλους αρχιερείς και προύχοντες καθώς επίσης καθοδήγησε και τον Πελοπίδα στην κατήχηση ισχυρών ανδρών της Αχαΐας, συνεργαζόμενος με δύο ακόμα εταίρους, τον Ι.Βλασσόπουλο, πρόξενο της Ρωσίας και τον γραμματέα του Ι.Παπαρρηγόπουλο με τους οποίους μάλιστα υλοποίησαν αρκετά προβλεπόμενα σχέδια της "Εταιρείας" για οικονομικές δραστηριότητες και διπλωματικές ενέργειες ακόμα και με τον Αλή Πασά.
Και το Ρώσικο προξενείο στην Πάτρα ήταν πράγματι προπύργιο της Φιλικής Εταιρείας. Και προ του 1816, οπότε διορίσθηκε πρόξενος ο Ι.Βλασσόπουλος, επί προξένου Ματθαίου Μιντσάκη εγίνοντο συσκέψεις Πατρινών προκρίτων για τις ιδέες των Φιλικών.Και από το Ρωσικό προξενείο φυγαδεύτηκε ο Γ. Μακρυγιάννης που ως κατάσκοπος ήλθε στην Πάτρα στις αρχές Μαρτίου του ’21 προκειμένου να συναντήσει τον Οδυσ. Ανδρούτσο και να μάθει τα σχετικά με την προετοιμασία της Επανάσταση.
Οι Πατρινοί Φιλικοί γνωστοί και στην αστυνομία του Τσάρου!
Τα ονόματα των Πατρινών και άλλων μελών της "Φιλικής Εταιρείας" τα οποία περιλαμβάνονται στις Ελληνικές πηγές της εποχής, επιβεβαιώνονται και από μυστικά αρχεία της τσαρικής (Ρωσικής) αστυνομίας η οποία παρακολουθούσε τις κινήσεις των Ρώσων Δεκεμβριστών την περίοδο 1817-1825 που είχαν και σχέσεις με τους Φιλικούς. (Οι Δεκεμβριστές ήσαν ρώσοι στρατιωτικοί και πολίτες αντικαθεστωτικοί που στασίασαν εναντίον του Τσάρου Νικολάου Α’ τον Δεκέμβριο του 1825. Απέτυχαν και εκτοπίσθηκαν στη Σιβηρία ενώ οι ηγέτες τους απαγχονίσθηκαν. Δεκεμβριστές ονομάζονται και οι οπαδοί του Ναπολέοντα Γ’ στη Γαλλία)
Φαίνεται ότι η Ρωσική Τσαρική αστυνομία, είχε τον τρόπο, να παρακολουθεί και να καταγράφει λεπτομερώς ακομά και τις μυστικές κινήσεις των επιτετραμένων διπλωματών της Ρωσίας. Στα πολλά ονόματα που κατέγραψαν οι μυστικές υπηρεσίες της Ρωσίας περιλαμβάνονται και οι Αχαιοί Ν.Λόντος, Ι.Παπαδιαμαντόπουλος, Αγγ.Ρηγόπουλος, Π.Καρατζάς, Θ.Κανακάρης, Μπ.Ρούφος, Στ. Κουμανιώτης, Ηλ. κ Διον.Φωτεινός και πολλοί άλλοι από την Πάτρα, ο Ασημ. Σκαλτσάς από τον Αλυσσό, ο Β.Ιατρού από τη Χαλανδρίτσα, ο Γ.Γιαννόπουλος από την Προστοβίτσα, ο Αναγνώστης Γιαννόπουλος από τα Νεζερά, πολλοί από την Αιγιάλεια και τα Καλάβρυτα καθώς και από τους άλλους νομούς της Πελοποννήσου, γνωστοί και άγνωστοι στις ελληνικές πηγές. Στις εκθέσεις αναφέρονται ξεχωριστά τα ονόματα των κληρικών. Μεταξύ αυτών και οι επίσκοποι Π.Π. Γερμανός, ο Κερνίτσης Προκόπιος, ο Τριπόλεως Δανιήλ, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος, ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός, οι αρχιμανδρίτες, ιερείς και μοναχοί, Αμβρόσιος Φραντζής και Νικηφόρος Παμπούκης από τα Καλάβρυτα, ο Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας) από την Τριφυλλία, οι Πατρινοί Κύριλλος Λαυριώτης και Ιωαννίκιος Οικονομόπουλος και πλείστοι άλλοι. (Ενδεικτική η αναφορά των ονομάτων).
Η διασύνδεση των Δεκεμβριστών με την Φιλική Εταιρεία οφείλεται στο γεγονός ότι ένας των ηγετών τους, ο συνταγματάρχης της Β’ Ρώσικης Στρατιάς Πέρσελ υπηρετώντας στα σύνορα της Ν.Δ.Ρωσίας το 1821, είχε την ευθύνη παρακολουθήσεως των "Υποθέσεων της εξεγέρσεως των Ελλήνων". Το 1909 δημοσιεύτηκαν στη Ρωσία οι απόρρητες εκθέσεις του Πέρσελ και πολλοί ιστορικοί Ρώσοι τότε ασχολήθηκαν με το θέμα (Ζεμιέφσκι, Σιρογεκόφσκι, Μπαζανώφ , Σεμέφσκυ). Αναφέρουν μάλιστα ότι στις συναντήσεις των Δεκεμβριστών συμμετείχαν και πολλοί Φιλικοί όπως ο Αλεξ.Υψηλάντης και ο Γ.Λεβέντης…και ότι βοηθούσαν οι Δεκεμβριστές να αγοράσουν όπλα για τους Φιλικούς.
Στο "Γενικό Σχέδιο της Εταιρείας,΄΄ ένα είδος καταστατικού, καθηκοντολογίου και δράσεως, η Πάτρα εθεωρείτο «αρμοδιότερα δια την συλλογή χρημάτων… με πολίτας ειδήμονας των εμπορικών καταστίχων, τακτικούς, εναρέτους, φιλογενείς» (κεφ.Γ’) και προβλεπόταν (κεφ. ΣΤ’ και Ζ’) «να θαλασσοπλοήσουν ο Καλός και ο Αρμόδιος (Αλ.Υψηλάντης και Παπαφλέσσας) εις Πελοπόννησον επειδή ο εμφανισμός των θέλει εμπνεύσει τόλμην κατά του εχθρού….» Ως Εφορεία η Πάτρα, ήταν και το οικονομικό κέντρο της Φιλικής για τη νότια Ελλάδα.
Οι μυστικές υπηρεσίες όλων των κρατών όπως και τα προξενεία τους, κατέγραψαν κάθε επαναστατική κίνηση των Ελλήνων στην Πάτρα. Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα από επιστολή του Ολλανδού Solair προς τον Testa (Ιουλ 1821) με το οποίο μάλιστα ζητεί και αποζημίωση για τις προσωπικές του απώλειες κατά τις πρώτες ημέρες Μαρτίου-Απριλίου του ’21. (Τα αποσπάσματα των εγγράφων του Ολλανδικού Προξενείου όπως το αρχείο του Βατικανού εδημοσίευσε τμηματικά στον «Παρνασσό» το 1971-1974 ο Γ.Θ.Ζώρας καθηγητής της Ν.Ελ.Φιλολογίας στο Παν/μο Αθηνών.):
«Κύριε Ιππότα….εξεπλάγην μανθάνων ότι ο ιππότης κύριος Dascoff, όστις ήλθεν εις Πάτρας κατά μήνα Μάΐον του παρελθόντος έτους 1820, ήτο πράκτωρ τον οποίον η Α.Ε. ο κόμις Καποδίστριας είχεν αποστείλει εις Ελλάδα με σκοπόν να πραγματευθεί και να επισπεύση την επανάστασιν των Ελλήνων και ότι ο ίδιος ο κύριος Καποδίστριας είχε κακάς διαθέσεις ότε μετέβη εις Κέρκυραν το έτος 1819.» Ο Καποδίστριας πράγματι βρισκόταν στην Κέρκυρα και μετεβίβαζε βέβαια εντολές του Τσάρου ο οποίος δεν ήθελε να διαταράξει την ειρήνη με την Τουρκία. Τον συνάντησε μάλιστα στην Κέρκυρα το 1819 και ο Ι.Παπαρρηγόπουλος από την Πάτρα.
Η ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΑΝΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΑΣ
Η Πάτρα στο στόχαστρο από το 1466
Ο ακροατής θα πρέπει να έχει υπόψη του ότι οσάκις επί Τουρκοκρατίας υποκινήθηκε επανάσταση, σχεδιάστηκε με κέντρο την Πελοπόννησο και ιδιαίτερα την Πάτρα. Τη στρατηγική της θέση, κοντά στα Επτάνησα δυτικά και στη ναυτική δύναμη των Σπετσών και της Υδρας ανατολικά, το γεωγραφικό στίγμα της με τις αδιάβατες οροσειρές και τα στενά και δύσβατα "δερβένια" τα ελεγχόμενα από τους ορεσίβιους κι αδούλωτους κλέφτες, την άμυνα που μπορούσε να αντιπαραχθεί στον Ισθμό αλλά και τα φυσικά προπύργια της απένατι Ρούμελης ακόμα και τη σύσταση του πληθυσμού της με την οικονομική και πνευματική υπεροχή των Ελλήνων, είχε εντοπίσει τόσο ο Ρήγας Φερραίος που σκόπευε από εδώ να αρχίσει την επανάσταση (απόβαση στη Μάνη όπου τελικά από εκεί ξεκίνησε και ο Θ. Κολοκοτρώνης) όσο και η Φιλική Εταιρεία. Εξάλλου, Τούρκοι αξιωματούχοι, μπέηδες, αγάδες και τούρκικος στρατός υπήρχε μόνο όπου υπήρχαν κάστρα στα οποία και κατέφευγαν σε περιπτώσεις κινδύνου.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η σημασία της Πάτρας από κάθε άποψη είχε εκτιμηθεί και προ πολλού από τον ίδιο τον Μωάμεθ Β΄ τον πορθητή της Κων/λης ο οποίος αναγκάσθηκε να έλθει δύο φορές μέχρι να την κατακτήσει οριστικά το 1461, όταν έπεσε και το τελευταίο ελεύθερο κάστρο της μεσαιωνικής Ρωμιοσύνης, το γειτονικό Σαλμενίκο. (βλέπε και Φ. Δημητρόπουλου ΄΄Η Τουρκική κατάκτηση της Πάτρας΄΄σε ΄΄Μικρά δημοσιεύματα για την Πάτρα΄΄)
Κι από τότε βρισκόταν στο στόχαστρο τόσο των Δυτικών όσο και των Τούρκων. Από το 1466 όταν ήλθαν οι Βενετσιάνοι με αρχηγό τους τον Ιάκωβο Βαρβαρήγο και πολιόρκησαν το κάστρο της, οι Πατρινοί άρχισαν να θρηνούν τους πρώτους νεκρούς (ήταν η πρώτη απόπειρα επανάστασης) και τις πρώτες καραβιές των σκλάβων που έφευγαν για τα σκλαβοπάζαρα της σουλτανικής (πλέον) επικράτειας. Και το κακό συνεχίστηκε μέχρι το 1821! Τότε που οι Πατρινοί επαναστάτησαν για έβδομη φορά! Το 1821!
Ήδη από τις πρώτες μέρες του Φεβρουαρίου η ατμόσφαιρα είχε γίνει βαριά ιδίως στην περιοχή της Πάτρας. Μέσα στην ίδια την Πάτρα οι κάτοικοί της ζουν μέρες αγωνίας και ακαθόριστου φόβου. Ο ερεθισμός των πνευμάτων μεγαλώνει και φτάνει στο κατακόρυφο. Όλοι αναμένουν τη μεγάλη στιγμή.
Στην Πάτρα είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί η άποψη πως "ουδέποτε θα ανεγεννάτο η Ελλάς διότι οι Έλληνες απώλεσαν τα πάντα, επιστήμας, γράμματα, αξίαν, τους φοίνικας, τα στέμματα και τας αρετάς των προγόνων" όπως αναφέρει ο Πουκεβίλ ότι επιστεύετο στην Ευρώπη. Ο ίδιος είχε πλέον διαπιστώσει ότι ο πόθος της ελευθερίας είχε φουντώσει και οι Πατρινοί κυκλοφορούσαν ένοπλοι . Ο Τρικούπης γράφει «ουδεμία επαρχία ήτον τόσο τεταραγμένη όσο η των Πατρών.»
Ο μυσαρός φόρος « Τεκιαλίφι-σιακκά ή Τζιβεγιά».
Και πράγματι. Η ΠΡΩΤΗ άμεση πολεμική ελληνοτουρκική σύγκρουση έγινε στην Πάτρα και μάλιστα πολύ πριν από τις γνωστές ημερομηνίες του ξεσηκωμού. Εκεί και η πρώτη ομαδική λαϊκή αντιστασιακή εκδήλωση, συλλαλητήριο και απεργία. Από τον Φεβρουάριο του ’21 κιόλας οι Πατρινοί είχαν αρνηθεί την καταβολή των φόρων και από τη μία στιγμή στην άλλη άδραξαν τα όπλα και άρχισαν να κυκλοφορούν στους δρόμους αρματωμένοι
Πιο συγκεκριμένα όταν ο Χουρσίτ ανέλαβε την εκστρατεία (Ιαν.1821) εναντίον του Αλή-Πασά πήρε από την Πύλη ένα μεγάλο χρηματικό ποσό (ένα εκατομμύριο γρόσια κατά του Πουκεβίλ) για τη διοίκηση και τον εφοδιασμό του αυτοκρατορικού στρατού. Τα χρήματα όσα και να ήσαν, δεν επαρκούσαν και ο Χουρσιτ επέβαλε έκτακτη φορολογία στηριζόμενος στο εθιμικό δίκαιο σύμφωνα με το οποίο η κάθε επαρχία έπρεπε να φορολογείται για την κάλυψη των δαπανών για τη μεταφορά, πολεμοφοδίων, ζωοτροφών και άλλων εξόδων του Οθωμανικού στρατεύματος. Έτσι επέβαλε το λεγόμενο «βαρύ φόρο, Τεκιαλίφι-σιακκά ή Τζιβεγιά».
Από την Πάτρα όπου ήκμαζε το εμπόριο ζητήθηκαν τα περισσότερα. Και ναι μεν οι μεγαλέμποροι θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των Τούρκων αλλά ο φτωχός λαός είχε εξαντληθεί από τους ετήσιους φόρους: «Οι Πατρινοί και αυτήν ακόμα την ψιάθο, επί της οποίας τα τέκνα αυτών κατεκλίνοντο, είχαν δώσει». (Πουκεβίλ) "Είχαν μείνει στην ψάθα", όπως ακριβώς διατηρείται και σήμερα η φράση. Βρέθηκαν σε απελπισία με την αναγγελία και μόνο της έκτακτης αυτής εισφοράς. Γογγυσμοί, παράπονα και καταγγελίες κατέκλυσαν την πόλη, όπως γράφει ο Πουκεβίλ για τον νέο "μυσαρό φόρο". Και ήταν δυσβάστακτος όπως βέβαια και τόσοι άλλοι, οι μόνιμοι φόροι που δεν ήσαν και λίγοι.
Και πράγματι η φορολογία των ραγιάδων ήταν πάντοτε βαριά. Και στην Α’ Τουρκοκρατία (1460-1687) και στη Β’ (1715-1821) --είχε μεσολαβήσει η τελευταία Ενετοκρατία μετά τον ενετοτουρκικό πόλεμο το 1684 για τρεις δεκαετίες περίπου-- οι Τούρκοι φορολογούσαν τους Έλληνες ανάλογα με τις ανάγκες τους (και κυρίως τους πολέμους). Οι διάφοροι περιηγητές μας δίνουν πολλές πληροφορίες. Για τη Β’ Τουυρκοκρατία, ο Σικελός ιστορικός και οικονομολόγος Xavier Scrofani (1756-1837) στο πλουσιώτατο από πληροφορίες "ΧΡΟΝΙΚΟ" του μας δίνει αναλυτικά στοιχεία ιδιαίτερα για τον Μωριά και την Πάτρα και αναφέρει δεκαπέντε (15) φόρους που πλήρωναν οι Έλληνες μεταξύ των οποίων τον "κεφαλικό", της "ντογάνας" (τελωνεικό), "δεκατίας των χωραφιών", "των ζώων" (αλόγων, γαιδάρων, βοδιών κτλ.) τον "πολιτικό" για τους μισθούς, "των πολεμικών δαπανών", "των διαφόρων προϊόντων", εξαγωγών, σταφίδας, αλατιού οινοπνεύματος κρασιού κτλ καθώς και τον "μπεταέτ" για λάδι, δημητριακά, λαχανικά, μπαμπάκι και καφέδες Δυναμική αντίδραση
Με τόσο βαριά φορολογία, αντιλαμβάνεται κανείς τι σήμαινε για τους Πατρινούς η «τζιβεγιά», το νέο εκείνο χαράτσι που ζητήθηκε από τους σκλαβωμένους Έλληνες. Εκείνες όμως τις ημέρες, οι Πατρινοί δεν φαίνεται ότι αισθανόσαντε ραγιάδες. Το κλίμα είχε αλλάξει. Ο πόθος της ελευθερίας είχε φουντώσει και ο νέος εκείνος φόρος μάλλον ήταν μια αφορμή για εξέγερση που θα επιτάχυνε τις εξελίξεις. Και έτσι έγινε. Άρχισαν συζητήσεις, συγκεντρώσεις, διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις. Τα «σενάρια» φαίνεται ότι κινήθηκαν δραστήρια.
Ο βοεβόδας της Πάτρας ανησύχησε και έστειλε αναφορά στην Τρίπολη. Τότε ο τοποτορητής του Χουρσίτ απεφάσισε να ενεργήσει με κάθε βίαιο μέσο προκειμένου να σταματήσουν οι διαδηλώσεις στην Πάτρα και να πληρωθούν οι φόροι. Στις αρχές του Φεβρουαρίου 1821 έφτασε στην Πάτρα ένας «Μπουμπασίρης» (ανώτερος αστυνομικός) με την εντολή να συλλάβει τους πρωταίτιους και να τους φυλακίσει στα μπουντρούμια του Κάστρου. Αυτό βέβαια συνεπάγεται βασανιστήρια και αποκεφαλισμό.
Οι Πατρινοί αντέδρασαν δυναμικά για να προλάβουν τέτοια ενδεχόμενα. Πήραν τα όπλα στα χέρια και βγήκαν στους δρόμους. Και πρώτα-πρώτα δύο από τους υποτιθέμενους και καταζητούμενους ως προταίτιους τους φυγάδευσαν έξω από την πόλη. Οι Τούρκοι όμως ζαπίτες (χωροφύλακες) συνέλαβαν έναν άλλο που είχε υποδειχθεί από καταδότες ότι υποκινούσε τις διαδηλώσεις και τον «έσυραν εις τας φυλακάς του Βοεβόδα».
Τούτο συνέβη όπως γράφει ο Πουκεβίλ «την νύχτα της ενδεκάτης προς την δωδεκάτην Φεβρουαρίου». Και συνεχίζει: «Οι Πατρινοί την πρωίαν της επομένης δωδεκάτης Φεβρουαρίου πληροφορηθέντες την προσωπικήν κράτησιν του εκπροσώπου των εξεδήλωσαν την οργήν, υπό της οποίας κατείχοντο δια κραυγών, και η εξανάστασις εγένετο τόσω γενική, όσω και αυτόματος. Τα καταστήματα εκλείσθησαν∙ έλαβον δε τα όπλα και ωρκίσθηκαν να παραλάβωσιν είτε εκουσίως είτε και δια της βίας τον φυλακισθέντα». Συγκεντρώθηκαν μπροστά στο διοικητήριο του Βοεβόδα στην πλατεία Αγίου Γεωργίου αλλά ματαίως. Τότε σχημάτισαν πορεία μέχρι τον Άγιο Δημήτριο όπου παραπλεύρως υπήρχε το επισκοπείο του Π.Π.Γερμανού.
Και συνεχίζει ο Πουκεβίλ: « Ήδη παρασκεύαζον τας δάδας, ίνα πυρπολήσωσι τας οικίας, πυροβολισμοί ηκούοντο ότε ο Βοιβόδας έντρομος απέλυσε τον κρατούμενον, ευφημών την ανδρεία εκείνων, τους οποίους δεν ηδύνατο να τιμωρήση, χωρίς όμως να λησμονήση και να πληροφορήση τον Χουρσίτ διά τα ήδη γενόμενα.»
Τα γεγονότα αυτά που δείχνουν ασφαλώς την αποφασιστικότητα των Πατρινών και την ετοιμότητά τους για τον επικείμενο αγώνα της απελευθέρωσης μοιάζουν και σαν ένας προάγγελος όσων θα ακολουθήσουν. Και μπορεί ο Βοεβόδας "την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος" --αφού δεν είχε δυνάμεις να επιβληθεί-- να υπεχώρησε και μάλιστα "ευφημών" τους Πατρινούς διαδηλωτές, συγχαίροντάς τους τρόπον τινά για την ανδρεία τους, οι Πατρινοί όμως είχαν καταλάβει ότι η μαζική αυτή διαδήλωση - η πρώτη εκείνη την περίοδο σε τουρκοκρατούμενη πόλη με τούρκικο στρατό και αστυνομία- η οποία είχε και μορφή συλλαλητηρίου και απεργίας αφού έκλεισαν τα καταστήματα, αφενός μεν είχε και πρακτικό αποτέλεσμα να μην πληρωθούν τα χαρατσόχαρτα της τζιβεγιάς, αφετέρου δε --το και ουσιωδέστερο-- άνοιγε το δρόμο για την Επανάσταση.
Ο Πουκεβίλ τονίζει μάλιστα για τη στάση του Βοεβόδα ότι: «η οργή λαού κολακευμένου είναι μάλλον επικίνδυνη παρ’ ότι η οργή ηγεμόνος διαφθειρόμενου υπό της κολακείας». Και πράγματι οι Πατρινοί δεν κολακεύτηκαν τότε αλλά συνέχισαν την πρωτοποριακή τους δράση λίγες ημέρες μετά την "Φεβρουαριανή" εκείνη εξέγερση.
Και αυτή δεν είναι μόνο μια ρομαντική ιστορία του Πουκεβίλ αλλά μια πραγματικότητα. Την πιστοποιούν και άλλοι ξένοι πρόξενοι στην Πάτρα εκείνη την εποχή.
Πρώτος ο μισέλληνας Γκρην, πρόξενος της Αγγλίας στην Πάτρα εκείνους τους κρίσιμους μήνες του ’21, σε αλλεπάλληλες επιστολές και αναφορές του προς τους προϊστάμενους του, (τις εκτύπωσε το 1827 στο Λονδίνο) αναφέρει πολλές λεπτομέρειες και ως κατάσκοπος. Σε μία, αφού επισημαίνει την οικονομική κρίση που μαστίζει την Πάτρα γράφει ότι οφείλεται «στους έκτακτους φόρους για να εξασφαλισθούν οι δαπάνες της τουρκικής διοίκησης η οποία είχε συνάψει και μεγάλα δάνεια. Ο πληθυσμός είναι δυσαρεστημένος από τις έκτακτες εισφορές για τον εφοδιασμό των τουρκικών στρατευμάτων που πολεμούν τον Αλή Πασά…Για πρώτη φορά κυκλοφορούσαν ένοπλοι… ...Η κατάσταση δεν αντιμετωπίσθηκε με επιτυχία από τους Τούρκους…» Προφανώς η τελευταία παρατήρηση αναφέρεται στην υποχώρηση του Βοεβόδα της Πάτρας.
Ο σχολαστικός γραμματέας του Ολλανδικού προξενείου εξάλλου Ι.Σολαίρ (Solair) συμφωνώντας και με έκθεση του προξένου της Σουηδίας Λουδ.Στράνη, ενημερώνει τον πρεσβευτή της Ολλανδίας στην Κων/λη Gaspar Testa αναλυτικά για όλα σχεδόν τα γεγονότα εκείνων των ημερών και για την εξέγερση του Φεβρουαρίου γράφει: «…οι Έλληνες ραγιάδες των Πατρών ηρνήθησαν απροκαλύπτως να καταβάλουν το χαράτσι και άλλους φόρους, Οι πλείστοι συνεκεντρώθησαν εις την οικίαν του τοπικού αρχιεπισκόπου. Προς το εσπέρας πάντες μετέβησαν ησύχως εις τας οικίας των. Αλλ’ οι φόροι δεν κατεβλήθησαν.»
Και πράγματι η μη πληρωμή των φόρων ήταν πρωτόγνωρη. Ο Πουκεβίλ τη χαρακτηρίζει «ανήκουστη» η οποία προκάλεσε και διπλωματικές εντάσεις αφού ο Γκρην πίσω από την εξέγερση του Φεβρουαρίου έβλεπε ρώσικο δάκτυλο μέσω του Βλασσόπουλου: «Οι Έλληνες των Πατρών, οίτινες επέτυχον ήδη ανήκουστον έως τότε παραχώρησιν παρά του Βοεβόδα της Αχαΐας…»
Και στη συνέχεια κατηγορεί τους Βρεττανούς γιατί σκόπιμα αγνοούσαν ότι οι Ρώσοι κάλεσαν τους Έλληνες στα όπλα για να τους «εγκαταλείψουν εις την λύσσαν των Οθωμανών». Αναφέρεται προφανώς στα Ορλωφικά και την καταστροφή (1770) της Πελοποννήσου. Τότε ως γνωστόν, ρημάχτηκαν Αίγιο, Πάτρα, Χαλανδρίτσα στην Αχαΐα, η Μεσσηνία και η Γορτυνία. Και το κακό ολοκληρώθηκε την Κυριακή των Βαΐων, στις 3 Απριλίου 1821…!.
Τίποτα όμως δεν εμπόδισε τους Πατρινούς να εξεγερθούν το Φεβρουάριο του ’21 όπως είδαμε, ούτε βεβαίως και τον Μάρτιο που η εξέγερση ήταν γενική. Όμως η Φεβρουαριανή εξέγερση ήταν οπωσδήποτε αυθόρμητη και οφείλεται στον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους και το πιθανότερο είναι να μην είχε σχέση με τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας, παρόλους τους αρχικούς στόχους του Υψηλάντη και την επανάσταση στη Μολδοβλαχία επίσης το Φεβρουάριο.
«Ξημερώνοντας των Βαγιών οι Τούρκοι ρήμαξαν την Πάτρα»
Γιάννης Μακρυγιάννης
Η μεγάλη καταστροφή στις 3 Απριλίου 1821
Το Πάσχα, 10 Απριλίου του '21, ο Γιάννης Μακρυγιάννης, ύστερα από ένα ταξίδι του στην Πάτρα ως απεσταλμένος της Φιλικής Εταιρείας τις μέρες του ξεσηκωμού και ευρισκόμενος στην Άρτα, λίγο προτού συλληφθεί και φυλακιστεί, είδε, όπως σημειώνει στα «Απομνημονεύματα» του, «τα κεφάλια των Πατρινών»: προσφιλής τουρκική συνήθεια ο αποκεφαλισμός των ραγιάδων που σήκωναν κεφάλι και η αποστολή των κεφαλιών στο Σουλτάνο.
«Ξημερώνοντας Λαμπρή, πήγα στην Αρτα, αντάμωσα τους δικούς μας, τους είπα τα τρέχοντα! Φέραν και τα κεφάλια των Πατρινών εκεί, να τα πάνε του Χουρσίτ πασά».Ήταν μια εικόνα αναμενόμενη. Ο Μακρυγιάννης είχε ζήσει από κοντά τα γεγονότα στην Πάτρα, στις 21-26 του Μάρτη και είχε μάθει τι είχε συμβεί λίγες μέρες αργότερα. Υποψιαζόταν λοιπόν, τις αντιδράσεις των Τούρκων: «Ξημερώνοντας των Βαγιών, την νύχτα (ότ' ήταν ο καιρός ανάντιος) βλέπομε από αγνάντια στην Πάτρα (βρισκόταν τότε στο Βασιλάδι του Μεσολογγίου) φωτιά πολλή. Και κανονισμός και ντουφεκίδι. Το γιόμα έρχεται εκεί εις το πόρτο ο Βλασόπουλος (πρόξενος της Ρωσίας) και άλλα καΐκια με φαμελιές. Ρώτησα, μου είπαν, μπήκε ο Ισούφ πασάς μέσα εις την Πάτρα και την ρήμαξε και αφάνισε τους κατοίκους».
Και δεν ήταν η πρώτη φορά – ούτε και η τελευταία – που ο Τούρκος κατακτητής ρήμαξε την Πάτρα. Από τότε που ο Μωάμεθ ο Β' ο Πορθητής της Κωνσταντινούπολης την κατέκτησε στα 1460, η Πάτρα επαναστάτησε άλλες έξι φορές.
Όμως το αίμα των Πατρινών που χυνόταν κάθε φορά, δεν τρόμαξε ποτέ κανέναν, αλλά πολύ περισσότερο θέριευε τη φλόγα του γενικώτερου ξεσηκωμού. Και φτάσαμε στον Μάρτιο του '21. Ο ιστορικός Σπ. Τρικούπης) γράφει στην Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης παραστατικότατα:
«Την αυτήν ημέραν (δηλ. την 21 Μαρτίου) ανέβησαν ένοπλοι έως 100 Τούρκοι εκ του Ρίου εις την πόλιν τουφεκίζοντες. Τινές δε αυτών εμβάντες εις τι ρακοπωλείον κατά την ενορίαν της αγίας Τριάδος, (πλατεία Ομονοίας) αφ’ ου εμέθυσαν, έχυσαν ρακήν εν τινι λεκάνη, και έμβάψαντες τα παρευρεθέντα παλαιόπανα, τα άναψαν, και δι' αυτών έκαυσαν το ρακοπωλείον. Εφόνευσαν δε και τον ρακοπώλην. Εκείθεν υπήγαν να πατησωσι την οικίαν του Παπαδιαμαντοπούλου. Αλλ’ ευρόντες αντίστασιν αυτοί μεν την επολέμουν κάτωθεν, οι δε εν τη ακροπόλει την εκανονοβόλουν άνωθεν. Εν τοσούτω, αι φλόγες του ρακοπωλείου διεδόθησαν και πολλαί οικίαι εκάησαν».
Όμοια περιγραφή του πρώτου εμπρησμού, που ήταν το προμήνυμα του ολοκαυτώματος της Κυριακής των Βαΐων, μας δίνει και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός στ' «Απομνημονεύματα» του, με τη διαφορά ότι μιλάει για Τούρκους του φρουρίου της Πάτρας κι όχι του Ρίου:
«Ωσαύτως και οι εν Πατραις Τούρκοι, μαθόντες τα τοιαύτα, έμβασαν ευθύς τας φαμίλιας των εις το Κάστρον. Είτα τη κα' Μαρτίου εξήλθον ένοπλοι εις την αγοράν της πόλεως και περιεκύκλωσαν πρώτον το οσπίτιον του Ιωάννου Παπαδιαμαντόπουλου, όπου υπώπτευον ότι ευρίσκονται εναποτεθειμένα άρματα. Αλλά, με το να εύρον κεκλεισμένας τας πόρτας, άρχισαν τον πόλεμον έξωθεν, και του εφόνευσαν εις το παράθυρον ένα άνθρωπον. Επειτα έβαλον πυρκαϊάν εις τα πέριξ οσπίτια. Εις δε την Μητρόπολιν (ως μητροπολιτικό οίκημα ο Π.Π.Γερμανός εχρησιμοποιούσε ισόγεια οικία πλάι στον Ι.Ν.Αγίου Δημητρίου) δεν ετόλμησαν να πλησιάσουν, νομίζοντες, ότι ευρίσκοντο μέσα Ελληνες κεκρυμμένοι. Εκτυπούσαν όμως από το Κάστρον με τα κανόνια τόσον την Μητρόπολιν, όσον και άλλα οσπίτια. Η δε πυρκαϊά εκτανθείσα κατέκαυσεν ικανά οσπίτια. Ότε τινές των Ελλήνων οπλισθέντες εξήλθον εις τους δρόμους, οι δε Τούρκοι ευθύς εκλείσθησαν εις το Κάστρον».
Τον Π. Π. Γερμανό είχε υπόψη του και ο Ιωάννης Φιλήμων (αγωνιστής, γραμματέας του Δ. Υψηλάντη και ιστορικός 1788-1874), ο οποίος αναφέρει ότι μετά την επίθεση τους οι Τούρκοι στην οικία του I. Παπαδιαμαντόπουλου «πολεμούντες ... και τας πέριξ οικίας εις το πυρ παραδίδοντες ... εκ του φρουρίου διά τηλεβόλου προσέβαλλον οικίας».
Για 'κείνη την πρώτη πυρκαγιά γράφει στο ημερολόγιο του και ο φιλέλληνας Ούγος Πουκεβίλ, πρόξενος τότε στην Πάτρα, αποσπάσματα του οποίου με το γνωστό γαλλικό ρομαντισμό του, μας δίνει ο επίσης φιλέλληνας Φραγκίσκος Πουκεβίλ, αδελφός του και προκάτοχος του στο προξενείο στην εκτενή «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» ( μτφρ.Ξεν.Ζύγουρα 1890): «Η κραυγή της ελευθερίας ηκούσθη.Το πυρ λυμαίνεται την πόλιν..
Η πρώτη πυρπόληση της Πάτρας συνοδεύτηκε και από ομαδικό εκπατρισμό, προς τα Ιόνια νησιά κυρίως, πολλών Πατρινών. Ο Γ. Μακρυγιάννης που βρισκόταν στην Πάτρα εκείνες τις μέρες, σημειώνει στο σχέδιο αυτοβιογραφίας του:
«Πήγαμε κάτω στη θάλασσα και μπήκαμε σε μια φελούκα και πήγα σε ένα καράβι μαρτίο Κεφαλλονίτικο (=μικρό πλοιάριο) που ήταν κι ο Δυσσέας (εννοεί τον Οδ. Ανδρούτσο που βρισκόταν κι αυτός στην Πάτρα)... τότε οι Τούρκοι πιάνανε τους Χριστιανούς…»
Τα γεγονότα αυτά, τα οποία οι περισσότεροι τοποθετούν στις 21 Μαρτίου (μόνον στις εκθέσεις των προξένων και στο ημερολόγιο του Πουκεβίλ τοποθετούνται στις 23) ο Διονύσιος Ευμορφόπουλος, αγωνιστής από την Ιθάκη που θέλησε αργότερα να ενισχύσει με τους άνδρες του την πολιορκία των Πατρών, τα τοποθετεί στις 22 Μαρτίου. «Την 22 Μαρτίου 1821 περί την 8 ώρα έδωσαν αφορμήν οι Τούρκοι καταλαβόντες τας οδούς και ρίπτοντες πυροβόλον, επυρπόλησαν τα εργαστήρια, επολιόρκησαν διαφόρους προκρίτους των Π. Πατρών. Οι Ελληνες άρχισαν τον πόλεμον από ταςοικίας, οι δε ανίκανοι (= άμαχοι) έφευγαν εις τα όρη».
Με το επεισόδιο στο ρακοπωλείο οι Έλληνες, όχι μόνο δεν πτοήθηκαν, αλλά ξεσηκώθηκαν. Από τη μία στιγμή στην άλλη οι Έλληνες άδραξαν τα όπλα, πολιόρκησαν τους Τούρκους στο κάστρο, χρησιμοποίησαν πυροβολικό, άνοιξαν λαγούμι για ανατίναξη των τειχών και έφοδο στο κάστρο. Θα είχε δε κριθεί η τύχη του φρουρίου καθώς και των άλλων οχυρών του Πατραϊκού αν την Κυριακή των Βαΐων δεν είχε επιτεθεί ο Γιουσούφ-πασάς και ο Κολοκοτρώνης δεν είχε εμποδισθεί να εκστρατεύσει στην Πάτρα μετά την άλωση της Τριπόλεως το 1821.
Τότε αρκετοί Επτανήσιοι και μαζί τους πολλοί Πατρινοί, βλέποντας τις φλόγες, άλλοι άρπαξαν τα όπλα κι άλλοι «επιμελήθησαν την κατάσβεσιν της πυρκαϊάς».
Κατευθύνθηκαν προς το Τάσι (άνω μέρος οδού Γερμανού) και ήρθαν για πρώτη φορά σε σύγκρουση με τους Τούρκους. Εκεί έπεσε και ο πρώτος νεκρός Έλληνας, ο Κεφαλλονίτης(!) Βασίλης Ορκουλάτος, ενώ άρχισε την ηρωική του δράση και ο Πατρινός αγωνιστής Παναγιώτης Καρατζάς, που διακρίθηκε για τ’ ανδραγαθήματά του. Έτσι οι Τούρκοι κυνηγημένοι κλείνονται στο κάστρο.
Διπλωματική δραστηριότητα.
Τότε σχηματίζεται το «Αχαϊκόν Διευθυντήριον» –πρώτον κατά τον Ι.Φιλήμονα– γίνεται η ορκομωσία στο προαύλιο του ναού του Αγίου Γεωργίου (στη σημερινή πλατεία Αγ.Γεωργίου) και συντάχθηκε η γνωστή διακήρυξη προς τους προξένους των Ευρωπαϊκών κρατών που είναι αποτυπωμένη στην αναθηματική στήλη στην ίδια πλατεία και η οποία αποτελεί το πρώτο επίσημο διπλωματικό κείμενο ελληνικής ελεύθερης αρχής σε ξένες χώρες.
«Ημείς, το Ελληνικόν Έθνος των Χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί το οθωμανικόν γένος, και σκοπεύει όλεθρον εναντίον μας πότε μ’έναν πότε μ’άλλον τρόπον, απεφασίσαμεν σταθερώς ή να αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν, και τούτου ένεκα βαστούμεν τα όπλα εις χείρας ζητούντες τα δικαιώματά μας .Όντες λοιπόν βέβαιοι ότι όλα τα χριστιανικά βασίλεια γνωρίζουν τα δίκαιά μας, και όχι μόνον δε θέλουν μας εναντιωθή, αλλά και θέλουν μας συνδράμει, και ότι έχουν εις μνήμην ότι οι ένδοξοι πρόγονοί μας εφάνησαν τότε ωφέλιμοι εις την ανθρωπότητα, δια τούτο ειδοποιούμεν την εκλαμπρότητά σας, και σας παρακαλούμε να προσπαθήσετε να ήμεθα ύπο την εύνοιαν και προστασίαν του μεγάλου κράτους τούτου» (εννοούν τα κράτη που εκπροσωπούσαν οι πρόξενοι στην Πάτρα).
Ο Νικ.Σπηλιάδης (Φιλικός, αγωνιστής, πολιτικός 1785-1867) στα ‟Απομηνονεύματά„ του επιγράφει τη διακήρυξη ως "δηλοποίησιν" και μας την παραδίδει με ελαφρώς διαφορετική διατύπωση. Ως ‟εγκύκλιον„ ή ‟δήλωσιν„ την αναφέρουν έλληνες ιστορικοί της εποχής όπως ο Σπ.Τρικούπης και ο Ιωαν. Φιλήμων καθώς και οι μεταγενέστεροι. Ίσως ο όρος ‟διακοίνωση„ θα ταίριαζε περισσότερο.
Με την ίδια διατύπωση την υπέβαλε και ο Ζακυνθινός πρόξενος της Σουηδίας Λουδοβίκος Στράνης σε έκθεσή του προς τον πρεσβευτή της Σουηδίας-Νορβηγίας στην Κων/πολη. Την ίδια έκθεση αναφερόμενη στα γεγονότα των ημερών εκείνων στην Πάτρα υπέβαλε αντίστοιχα και ο γραμματέας του Ολλανδικού προξενείου Solair.
Από την έκθεση επίσης του Solair μαθαίνουμε και την απάντηση των προξένων –συντάκτης της ο Στράνης– απόλυτα σύμφωνη με την πολιτική της χώρας που εκπροσωπούσαν (οι Έλληνες πρόξενοι Βλασόπουλος. Κοντογούρης, Στράνης την υπέγραψαν "εκ καθήκοντος προξενικού" καθόσον ήσαν Φιλικοί και με κάθε τρόπο εστήριζαν όπως θα δούμε την Επανάσταση). Το κείμενο της απάντησης που το υιοθέτησαν όλοι, έχει ως εξήςː
«Προς τους Πανιερωτάτους ιεράρχας Πατρών και Καλαβρύτων και τους κύριους προκρίτους των πόλεων τούτων.
Έλαβον την υμετέραν διακήρυξιν της 26 Μαρτίου, [παλαιά ημερομηνία.] Δεν απόκειται εις εμέ να κρίνω περί του δικαίου ή της παρανομίας των επιχειρημάτων, τα οποία αναφέρετε. Ο Υψηλός Μονάρχης μου ευρίσκεται εν ειρήνη και πλήρη αρμονία μετά της Υψηλής Πύλης. Δεν δύναται επομένως να ιδή μετ’ αδιαφορίας οιανδήποτε καινοτομίαν είτε εσωτερικήν είτε εξωτερικήν, την οποία επιζητούν να εισαγάγουν εις την πολιτικήν κατάστασιν φίλης Δυνάμεως.»
Και υπογράφεται το κείμενο από κάθε πρόξενο.
Πρέπει να αναφέρουμε ότι παρόμοια με την ΄΄Προκήρυξη΄΄ του Αχαικού Διευθυντηρίου και εκτενέστερη, με ημρομηνία 23 Μαρτίου 1821, απέστειλε και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ως ΄΄Αρχιστράτηγος των Σπαρτιατικών Δυνάμεων.΄΄ Η ταυτόχρονη ενέργεια και η κοινή φρασεολογία δείχνει, νομίζω εμφανώς και οδηγίες της Φιλικής Εταιρίας.
Η πολιορκία του κάστρου
Ο Ι.Παπαδιαμαντόπουλος, ο Α.Λόντος, ο Α.Ζαΐμης, ο Π.Π.Γερμανός, ο Μπ.Ρούφος κι άλλοι, αμέσως μετά την ορκωμοσία στον Άγιο Γεώργιο, αφού συγκέντρωσαν και αρκετούς άλλους οπλισμένους άνδρες άρχισαν την πολιορκία των Τούρκων στο κάστρο.
Όλα τα γεγονότα αυτά με τύπο ημερολογιακής έκθεσης που υπέβαλλε αργότερα στον G.Testa, επιτεραμένο των Κάτω Χωρών στην Κων/λη αναφέρει και ο Ολλανδός πρόξενος Θωμάς Parnell στηριζόμενος σε αναφορά του γραμματέα του J.Solair (ο ίδιος έλειπε στη Ζάκυνθο λόγω ασθενείας) Χάρη στην ευθυνοφοβία και το σχολαστικισμό του και παρά την κακεντρέχεια που διακρίνει τα γραπτά του για τους Έλληνες, έχουμε σημαντικές πληροφορίες για τις εξελίξεις στην Πάτρα τις πρώτες ημέρες της Επανάστασης και όχι μόνον.
«Την 5ην Απρ (24 Μαρτίου) ο Ι.Παπαδιαμαντόπουλος μετά 2000 Ελλήνων εισήλθεν εις Πάτρας και κατέλαβε τας σημαντικότερας θέσεις. Την 6ην, ο αρχιεπίσκοπος Πατρών, ονόματι σεβασμιώτατος Γερμανός, εισήλθεν επίσης εις αυτήν με 4000 Έλληνες. Ούτος ενήργει ως αρχηγός των επαναστατών και ως κυβερνήτης της πόλεως. Βοηθοί και συνεργάται του ήσαν οι Α.Ζαΐμης, ο Α.Λόντος και ο Ν.Λόντος. Ταμίας των αρματολών αυτών ήτο ο Ι.Παπαδιαμαντόπουλος……Οι επαναστάται εχάραξαν σταυρόν εν τω μέσω της πλατείας του Αγίου Γεωργίου με τας λέξεις «Νίκη η θάνατος». Οι εντός του φρουρίου κεκλεισμένοι Τούρκοι έρριπτον συνεχώς βολάς κανονίου.
Οι Επατανήσιοι Έλληνες διωρίσθησαν αξιωματικοί του στρατού τούτου των επαναστατών. Ούτοι ηυνοούντο και επροστατεύοντο υπό των κυρίων Βλασοπούλου, Κοντογούρη, Στράνη και Ζεν (ο Ζεν βρισκόταν στο Αυστριακό προξενείο το 1821), Ελλήνων Προξένων. Ήρχισαν να ανασκάπτουν υπόνομον υπό το φρούριον. Οι επαναστάται και οι κομπορρήμονες προστάται των ήσαν ήδη ικανοποιημένοι και επήροντο έναντι των πολιτισμένων Ευρωπαίων ότι ενίκησαν τους Τούρκους και ότι εκυριάρχησαν εις όλην την πολιτισμένην Ευρώπην και ήδη με την αλαζόνα φαντασίαν των ενομοθέτουν εις όλον τον κόσμον...»
Όταν άρχισε η πολιορκία του Κάστρου της Πάτρας οι πολιορκούντες με τους πολιορκούμενους Τούρκους αντάλλαξαν επιστολές. Σ' αυτές αναφέρεται ο I. Φιλήμων ο οποίος και τις παραθέτει στις σημειώσεις του:
«...Καθ' ας ημέρας προώδευεν η πολιορκία των Πατρών, οι αρχηγοί ταύτης έγραψαν τοις εν τη ακροπόλει, όπως καταθέσωσι τα όπλα, παραδώσωσι το φρούριον και καταβώσιν εις τας εστίας αυτών ήσυχοι ή απέλθωσιν, όπου αν θέλωσι, πριν ή καταστώσι τα πράγματα δεινότερα. ...‟Οταν φθάσητε, έλεγον, εις εκείνην την ώραν, θέλετε απεράσει όλοι εν στόματι μαχαίρας„. Οι Τούρκοι, ουχί τόσω γενναιοψυχούντες, όσω πεπληροφορημένοι βεβαίως περί της ελεύσεως του Ιουσούφ πασσά παρ' άλλων τε και προ πάντων παρά του Φιλίππου Γρην, αυθημερόν απεκρίθησαν αρνούμενοι συντόμως μεν παρά την συνήθειαν εαυτών, υβριστικώς δε, ουδενός υπογραφομένου....‟Και τέλος πάντων, έλεγον, εις ποίον να παραδώσωσιν το κάστρον; εις τους σκλάβους του βασιλέως μας ή εις τους σκαφτιάδαις μας;…»
Η Ελληνικη επιστολή σύμφωνα με κοινοποίησή της στην Εταιρία στη Κων/λη που δημοσιεύθηκε το 1911 στο περιοδικό ‘Νουμάς’ (τ.Θ) έχει ως εξής:
«Οι ευρισκόμενοι έγκλειστοι εις το Κάστρον της Πάτρας σας ειδοποιούμεν, ότι εμείς σκοπόν κακόν ποτέ δεν έχουμεν διά λόγου σας μήτε διά την ζωή σας, μήτε διά την τιμήν σας. Του λόγου σας όμως ηθελήσατε με δολιότητα να μας σκοτώσετε, να μας διαγουμήσετε και να καύσετε τα σπίτια μας, και δια τούτο και εμείς εφερθήκαμεν εχθρικώς προς εσάς. Μ’ όλον τούτο ημείς πάλιν δια την φιλανθρωπίαν, όπου έχομεν, και δια την αναμεταξύ μας φιλίαν δεν ξεσυνεριζόμεθα τα σκληρά φερσίματά σας, αλλά σας φανερώνομεν φιλικώς, και σας δίδομεν την είδησιν, ότι τούτο το κίνημα, όπου βλέπετε εδώ, δεν είναι μόνον εις την Πάτραν, αλλά όλον το γένος των ρωμαίων με τα άρματα εις το χέρι ζητεί την ελευθερία του, και της πατρίδας του με απόφασιν, όπου όσοι των οθωμανών αντισταθούν, θέλουν τιμωρηθή από τα άρματα του γένους.
Όθεν όλα τα κάστρα είναι μουχασιρά (αποκλεισμένα), όλοι οι στενοί τόποι είναι πιασμένοι από πλήθος αρμάτων των ρωμαίων, και όσοι από τους Τούρκους έχουν γνώσιν, ζητούν με τον τρόπον, όπου χρειάζεται και κάμνομεν το γειτονικόν χρέος μας, και σας βεβαιώνομεν , ότι βοήθειαν από κανένα μέρος μη προσμένετε, διότι είναι αδύνατον να σας έλθη. Αλλά πάρετε μέτρα καλά, ως φρόνιμοι όπου είστε, δια να φυλάξετε και την ζωήν σας και την τιμήν σας. Μη στοχασθήτε ότι έχετε τέσσαρας, πέντε ρωμαίους, και τους βασανίζετε, αλλά μάλλον θέλετε διερεθίσει την οργήν του έθνους εναντίον σας. Και είστε οικοκυραίοι να ακολουθήσετε εκείνο όπου θέλετε, υγιαίνετε.
Πάτρα τη 28 Μαρτίου 1821.
Ο Πατρών Γερμανός. Ο αρχιμανδρίτης Προκόπιος, ο Ανδρέας Ζαήμης, Νικόλαος Λόντος, Ανδρέας Λόντος, Μπενιζέλος Ρούφος».
Και ενώ οι Πατρινοί συνέχιζαν την πολιορκία του κάστρου με περισσότερη ένταση -- αύξησαν τους κανονιοβολισμούς του κάστρου, επιτάχυναν διάνοιξη υπόγειου ορύγματος προς το τείχος, «το λαγούμι επλησίασεν εις το τείχος και εγίνετο ετοιμασία διά να κρημνίσουν μέρος του και να εισπηδήσουν οι Ελληνες μέσα» (Γερμανός), ξεσκέπασαν το μολυβδοσκέπαστο τζαμί (σήμερα I. Ν. Παντοκράτορος) για να εξασφαλίσουν βόλια με τη βοήθεια ενός γέροντα, κυρ Ανδρέα, Ζακυνθινού μηχανικού (I. Φιλήμων) – δεν παρέλειψαν να οργανώσουν και αμυντική γραμμή προς την πλευρά του Ρίου για να αποκρούσουν τον Γιουσούφ.
Αλλά και για το δρόμο από το Ρίον έλαβαν μέτρα οι Αχαιοί μια και δεν ήταν δυνατόν με τις δυνάμεις που διέθεταν να πολιορκούν δυο κάστρα ταυτόχρονα. Έστειλαν περίπου τετρακόσιους άνδρες, κυρίως Αιγιώτες, υπό τον Γεώργιο Ροδόπουλο (οπλαρχηγό των ανδρών του Α. Λόντου, από τον Ερινεό) στο πέρασμα των Συχαινών με την προοπτική να ενισχυθούν από τον ίδιο το Α. Λόντο και τον Α. Ζαΐμη με τους Καλαβρυτινούς. «Αλλά τις έρις δυστυχής του Γερμανού και του Παπαδιαμαντοπούλου, γεννηθείσα τότε, εκώλυσε τούτους της αναγκαίας αυτής υπηρεσίας... επισυμβάσης συγχύσεως... προελθούσης από έν ξίφος(!) το οποίον ένας διάκονος (του Γερμανού, πιθανόν ο Θεόφιλος Βλαχοπαπαδόπουλος μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος· δυστυχώς συνέβησαν και τέτοια· ισχύει και εδώ η ρήση του Φωτάκου «δια μικράν αιτίαν, έγιναν μεγάλα σφάλματα») ήθελε να πάρει από έναν άλλον, υπερασπιζόμενον από τον Παπαδιαμαντόπουλον». (I. Φιλήμων).
Έτσι στα Συχαινά έλειψε ο απαραίτητος αρχηγός και «οι επί της μεταξύ οδού τοποθετηθέντες υπό τον Ροδόπουλον Βοστιτσάνοι εις εμπόδιον της μεταβάσεως έφυγαν αμαχητί…». (Σπ. Τρικούπης).
Οι επαναστάτες όχι μόνον απώθησαν τους Τούρκους στο κάστρο αλλά και οργάνωσαν συστηματική πολιορκία μέχρι την Κυριακή των Βαΐων. Και πίστευαν ότι «την Κυριακή του Πάσχα η σημαία του Σταυρού ήθελε ανεμίζεται εις τα τείχη του φρουρίου εκείνου», όπως γράφει σε επιστολή του ο Ανδρέας Λόντος στον Θ. Κολοκοτρώνη.
Οι Πατρινοί δεν έπεσαν στα λαγούμια του φόβου· δεν ήταν της δικής τους μοίρας· περίμεναν «το αίμα, το αίμα ένα πρωί να σηκωθεί σαν τον Αη-Γιώργη τον καβαλάρη για να καρφώσει με το κοντάρι του πάνω στο χώμα τον δράκοντα». Δυστυχώς η έλευση του Γιουσούφ Πασά άλλαξε τη ροή των γεγονότων και επέφερε τη μεγάλη καταστροφή της Πάτρας επιτρέποντας να κυματίζει η τουρκική σημαία στο κάστρο μέχρι την απελευθέρωση της πόλης στις 7 Οκτωβρίου του 1828!
Η έλευση του Γιουσούφ Πασά
Οι Τούρκοι, οι οποίοι αντελήφθησαν τη σπουδαιότητα των επαναστατικών αυτών κινήσεων στην Πάτρα, μέσα σε λίγες μέρες κινητοποίησαν μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη για να καταπνίξουν την επανάσταση. Έτσι φτάνουμε στην Κυριακή των Βαΐων στις 3 Απριλίου του ΄21. Ο Γιουσούφ Πασάς (γιος του Ισμαήλ Μπέη των Σερρών, αρκετά μορφωμένος, φιλόδοξος και δυναμικός διακρίθηκε στους αγώνες του Χουρσίτ Πασά εναντίον του Αλή Πασά από το 1820 και από τις αρχές του 1821 διορίστηκε διοικητής της Εύβοιας) κατευθυνόμενος από τα Ιωάννινα προς την Εύβοια και ευρισκόμενος στο Αγρίνιο έμαθε τα γεγονότα της Πάτρας (κήρυξη επανάστασης και πολιορκία). Επειδή μάλιστα στο κάστρο της Πάτρας ήσαν έγκλειστοι και 100 Τούρκοι μισθοφόροι από το Αγρίνιο, ανταποκρίθηκε στις παρακλήσεις των συγγενών τους να τους βοηθήσει (I. Φιλήμων) αλλάζοντας την πορεία του. Την καταστολή της επανάστασης των Ελλήνων στην Πάτρα έβλεπε σαν μια ανέλπιστη ευκαιρία προκειμένου να αναρριχηθεί σε ανώτατα τουρκικά αξιώματα.
Έφτασε λοιπόν ανενόχλητος μέχρι το Αντίρριο αφού οι Αιτωλοακαρνάνες, για τους δικούς τους λόγους, αρνήθηκαν να τον εμποδίσουν
Όταν ο Γιουσούφ έφτασε στο Αντίρριο άρχισε πρώτα τον ψυχολογικό πόλεμο εναντίον των Πατρινών κερδίζοντας χρόνο παράλληλα ώστε να οργανώσει καλύτερα την επίθεσή του περιμένοντας ενισχύσεις και από την Εύβοια και συλλέγοντας πληροφορίες. Στις υποσχέσεις του για αμνηστία πήρε την γνωστή από αιώνες απάντηση των Ελλήνων όπως οι απεσταλμένοι του Δαρείου ή του Ξέρξη, από τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες, όπως ο Μωάμεθ ο Β' από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Αυτή τη φορά την απάντηση έδωσαν οι Πατρινοί που «απεκρίθησαν... ότι αυτοί, αφ' ου άπαξ έλαβον τα όπλα, απεφάσισαν ή να ελευθερωθώσι της τυραννίας των Τούρκων ή να αποθάνωσι» (Γερμανός).
Ο I. Φιλήμων διηγείται: «Ο Ιουσούφ Πασσάς έγραψε προς τους αρχηγούς της πολιορκίας των Πατρών, αγγέλων την έλευσιν εαυτού και ερωτών τας αιτίας, δι' ας εβιάσθησαν ούτοι εις κίνημα τοιούτο. «Εάν, παρετήρει, προέρχωνται αύται από των Τούρκων, καταγγείλατέ μοι τους αιτίους, και εγώ τιμωρώ αυτούς, εάν δε παρεσύρθητε εξ απάτης, άφετε τα όπλα, επανέλθετε ήσυχοι εις τας οικίας υμών, και εγώ υπισχνούμαι πάσιν αμνηστείαν προσωπικήν και την επανόρθωσιν των πραγμάτων». Αλλ' απεκρίθησαν οι Αχαιοί: «Αιτία μεν του πολέμου εισί βεβαίως οι Τούρκοι. Άπαξ δε λαβόντες ημείς τα όπλα, απόφασιν έχομεν αμετάθετον, ίνα ελευθερωθώμεν από τυραννίας τοιαύτης ή αποθάνωμεν επί των όπλων». Αναβιώνουν οι γενναίοι των Πατρών το «Μολών λαβέ» του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες γαλουχημένοι με τους πατριωτικούς στίχους ׃
«Κάλλιο ’ναι μιάς ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!»
από τον "ορμητικό Θούριο" του Εθνεγέρτη Ρήγα Φεραίου.
Έστειλε επίσης ο Γιουσούφ επιστολή και προς τους προξένους ζητώντας τη συνδρομή τους για την κατάπαυση «των ταραχών»
Ο Φρ. Πουκεβίλ στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» αποδίδει την ενέργεια αυτή του Γιουσούφ στην υποψία του ότι πίσω από την επανάσταση των Ελλήνων κρύβεται η Ρωσία (ασφαλώς και εγνώριζε και τα Ορλωφικά και τις διαδόσεις των Φιλικών). Γι' αυτό ο Γιουσούφ «έσπευσε να γράψει προς τον γενικόν πρόξενον Βλασσόπουλον ίνα ερώτηση αυτόν, τι εσήμαινεν η Επανάστασις των Πατρών; Εις τί έδει ν' αποδοθεί το αίτιον; Εάν οι Μοσχοβίται, τους οποίους κατηγορούν ως αυτουργούς διετέλουν εν πολέμω μετά της Υψηλής Πύλης;» Και οι μεν Ρώσοι δεν ήσαν αίτιοι αλλά ο Βλασόπουλος από την Ιθάκη, Φιλικός, πρόξενος της Ρωσίας από το 1816 έως το 1821, εβοήθησε με κάθε τρόπο τον Αγώνα, είχε πράγματι μετατρέψει το Προξενείο σε μυστικό κέντρο της Φιλικής Εταιρείας και είχε κρύψει μάλιστα και τον Οδυσ.Ανδρούτσο και τον Γ.Μακρυγιάννη (παραμονές της Επανάστασης) στο «κονσουλάτο το ρούσικο, οπούταν κόνσολας ο Βλασόπουλος», γι' αυτό και την Κυριακή των Βαΐων οι Τούρκοι τού έκαψαν το σπίτι και κατέφυγε με τους πρόσφυγες στα Επτάνησα.
Ο ρόλος του μισέλληνα πρόξενου Φιλίππου Γκρην
Ο δρόμος λοιπόν για την Πάτρα είναι τώρα για τον Γιουσούφ ανοιχτός. Και τα «υβριστικά υπερήφανα τύμπανα» ή την «περιπαίχτρα σάλπιγγα» των βαρβάρων άκουσε χαιρέκακα πριν από τους ποιητές μας (Κάλβο και Σολωμό) ο Φίλιππος Γκρην. Και τους διευκόλυνε ακόμα περισσότερο ο μισέλληνας άγγλος πρόξενος. Ο Π.Π. Γερμανός είναι σαφής στ' «Απομνημονεύματα» του:
«Βλέπων ο της Αγγλίας Κόνσολος, Φίλιππος Γκρην ονομαζόμενος, ότι κινδυνεύει να κυριευθή το φρούριον, απέστειλε διά νυκτός εις το Καστέλι (Ρίον) τον αδελφόν του και δραγουμάνον του Βάρθολδον με εν πλοίον, μηνύων εις τον Ισούφ Πασάν τον κίνδυνον του φρουρίου, αν δεν προφθάση εις βοήθειαν και οδηγώντας τον, τίνι τρόπω να έλθη και πληροφορώντας τον, ότι ο δρόμος είναι ελεύθερος, το οποίον ήξευρε με το να κατεσκόπευε το μέρος εκείνο, απέστειλε δε προς αυτόν και σημεία δίχροα όμοια με εκείνα οπού εφόρουν οι Ελληνες…».
Ο I. Φιλήμων καυτηριάζει τον ανθελληνισμό του Φ. Γκρην, επιβεβαιώνοντας την προκλητικώτατη και δόλια (φανερή προβοκάτσια θα την λέγαμε) ενέργεια του να μοιράσει στους Τούρκους ακόμα και τα επαναστατικά δίχρωμα εθνόσημα (κόκκινα με μαύρο σταυρό) που έφεραν οι επαναστάτες από τις 23 Μαρτίου για αναγνώριση τους και αναφέροντας ότι ενημέρωσε τον Γιουσούφ για το αφύλακτο της οδού στα Συχαινά και προσθέτει:
«Ο Γκρην προσέτι, καίτοι Χριστιανός χριστιανικού κράτους υπάλληλος, ουδέποτε επαύσατο αποθαρρύνων τους Ελληνας, και καθ' εκάστην ως επισήμους ειδήσεις εκήρυσσε και διέδιδε, νυν μεν ότι πολυάριθμος τουρκικός στρατός κατέβη εις Ακαρνανίαν και Αιτωλίαν, νυν δ' ότι μέγας τουρκικός στόλος επλησίασε τη Πελοποννήσω και την Μεσσηνίαν παραπλέει, φέρων και ετέρας προς απόβασιν δυνάμεις». Οι διαδόσεις αυτές του Γκρην (Fake news…!) είχαν βεβαίως αντίκτυπο στον απλό λαό της πόλης και διόγκωναν τη σύγχυση που προερχόταν από άλλες φήμες για βοήθεια δήθεν από τη Ρωσία ή για νίκες του Αλή Πασά.
Η διαβόητη δράση του Γκρην είχε διαδοθεί και στην Πόλη.Ακόμα και ο Αγγλος κληρικός R.Walsh, ιερέας της βρεταννικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, άκουσε Έλληνες να χαρακτηρίζουν τον πρόξενο Green «νέο Εφιάλτη. Θα μείνει,( του είπαν,) στην ιστορία με το ίδιο ατιμωτικό στίγμα».
Το Προτέστον
Για την κακοήθη συμπεριφορά του Άγγλου προξένου το Αχαϊκόν Διευθυντήριον διαμαρτυρήθηκε επίσημα λίγες ημέρες αργότερα (25 Απριλίου '21) και επέδωσε κείμενο διαμαρτυρίας –«προτέστον», στο αρχείο του I. Παπαδιαμαντοπούλου- στο οποίο φαίνονται καθαρά συγκεκριμένες κατηγορίες εναντίον του Γκρην. Διαβάζοντας την διαμαρτυρία (καταχωρίζεται και στον Φιλήμονα) συμπεραίνει κανείς ότι όχι μόνον ο πρόξενος ήταν «ΡERSONA ΝΟΝ GRΑΤΑ» αλλά και ότι οι επαναστάτες είχαν απόλυτη επίγνωση της προδοτικής του δράσης και των αιτίων της και ότι παρόλες τις δυσκολίες του αγώνα διατηρώντας την εθνική τους αξιοπρέπεια τολμούσαν να καταγγείλουν τον εκπρόσωπο μεγάλης δύναμης. Αλλωστε και ο Αγγλος πρωθυπουργός Γεώργιος Κάννιγκ αργότερα (17-4-1824) «επετίμα αυστηρώς την διαγωγήν Αγγλων τινών υπηκόων και ιδίως του προξένου Γκρην. οίτινες εβοήθησαν τους Τούρκους» (Κ. Παπαρρηγόπουλος). Ο πρόξενος δεν εκτελούσε πάντοτε εντολές της αγγλικής κυβέρνησης (τυπικά η στάση της ήταν ουδετερότητα) αλλά ραδιουργούσε όπως είδαμε, σύμφωνα με τα συμφέροντα των επιχειρήσεών του. Μάλιστα διέψευδε ακόμα και τις πληροφορίες του αγγλικού τύπου για τις Ελληνικές νίκες!
Το «προτέστον», την έγγραφη δηλαδή διαμαρτυρία των Αχαιών προκρίτων προς τον Γκρην, ο Ι.Φιλήμων θεωρεί «ως έγγραφον τόσω ουσιώδες, όσω περιλαμβάνει μίαν προς μίαν τις πράξεις των Χριστιανοτούρκων της εποχής εκείνης, και καθαρόν εκτίθησι το ιστορικόν της επιτυχούς επιδρομής του Ιουσούφ Πασσά»· γι αυτό και το καταχωρίζει αυτούσιο στο κείμενο του δοκιμίου του. Παραθέτουμε τα κυριώτερα σημεία του προκειμένου να κατανοήσει ακόμα περισσότερο τη σημασία του ο αναγνώστηςː
«Κύριε Φίλιππε Γκρην, εις Πάτρας διωρισμένε κόνσολε…
Τα δίκαια, άτινα μας εβίασαν να λάβωμεν εις τας χείρας τα όπλα εναντίον των Οθωμανών, σοί τα εκάμαμεν εγγράφως γνωστά…εκ της αποκρίσεως δήλον, ότι θέλεις μείνεις αδιάφορος εις τα μεταξύ ημών και των Οθωμανών, εν όσω το Βρεττανικόν κράτος μένει αδιάφορον (=ουδέτερον)…
Έγραψας ευθύς εις τους εν Ιωαννίνοις Πασσιάδαις, και αμέσως έφθασεν ο Ιουσούφ Πασσάς και ο Κεχαγιάς του Μεχμέτ Πασσά με στρατιωτικήν δύναμιν.
…δεν έπαυες καθ’ ημέραν να στέλλης κρυφίως ανθρώπους σου εις τους εν τω φρουρίω κεκλεισμένους Οθωμανούς, και να τους οδηγείς πάντα τα τρέχοντα, εν ω προς ημάς εδείκνυες προς το φαινόμενον αδιαφορίαν, και ενόμιζες, ότι μας λανθάνουν τα φρονήματά σου.
…εμπόδιζες πλαγίω τρόπω πάντα τα κινήματά μας.
…εζητήσαμεν να μας πληρώσεις τας σταφίδας των ομογενών μας, όπου είχες προαγορασμένας…και απεκρίθης ότι δεν πληρώνεις.
Απέστειλας δια νυκτός εις το Καστέλι (=φρούριο Ρίου) τον αδελφόν σου και δραγουμάνον σου, και έφερε τον Ιουσούφ Πασσά, δεικνύων εις αυτόν τον τρόπον της εισόδου,
Ετοίμασας κρυφίως σημεία όμοια με εκείνα, όπου εφόρουν οι Χριστιανοί Έλληνες με το σημείον του Σταυρού, και τα έδωκας τοις Οθωμανοίς…
Τέλος πάντων έβαλαν πυρκαϊάν εις όλην την πόλιν δια της παρακινήσεώς σου…
Όθεν… σε προτεστάρομεν δια του παρόντος εθνικού εγγράφου, και να δώκης λόγον εν καιρώ περί απάντων των ανωτέρω συμβεβηκότων και περί των ζημιών, οπού παρανόμως έγινες αίτιος.
Νεζερά την 25 απριλίου 1821.
Οι εν Πελοποννήσω πρόκριτοι του Χριστιανικού Γένους
ΓΕΡΜΑΝΟΣ Π.Π. Α. ΖΑΗΜΗΣ, Ι. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ, Ν. ΛΟΝΤΟΣ, ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΡΟΥΦΟΣ».
Ο Φιλήμων σημειώνει ότι οι Αχαιοί κοινοποίησαν τη διαμαρτυρία και στον ευρισκόμενο εκείνες τις ημέρες στη Ζάκυνθο Πουκεβίλ, παρακαλούντες να «αντιγράψει εις την ιεράν φίλτσαν του» (=βιβλίο εισερχομένων) και προσθέτει ότι «τόσω σαφής και τόσω εκφραστική η διαμαρτυρία αυτή ουδενός δείται σχολίου». Και είναι πράγματι. Οφείλουμε όμως να επισημάνουμε ότιː
Α. Από τις πρώτες μέρες της Επανάστασης, ο αγώνας των Πατρινών επεκτεινόταν και στο διπλωματικό πεδίο· ήδη είχε αποσταλεί στους πρόξενους από 23 Μαρτίου και η γνωστή διακοίνωση-εγκύκλιος.
Β. Οι Πατρινοί (μυημένοι και στη Φιλική Εταιρεία) γνωρίζουν και παρακολουθούν όχι μόνο τους κατακτητές αλλά και τις υποχθόνιες μυστικές κινήσεις των παροικούντων ξένων ευρωπαίων και μάλιστα των δεδηλωμένων μισελλήνων όπως ο Γκρην, ενεργοποιώντας ένα δίκτυο "αντικατασκοπείας".
Γ. Δια του «προτέστου» οι επαναστάτες τολμούν να υψώσουν φωνή διαμαρτυρίας σε μεγάλη δύναμη της εποχής (ισχυρό βρετανικό κράτος) και να παρουσιάσουν μια πρώτη, έστω και υποτυπώδη, διοικητική εκπροσώπηση λίγες μέρες μετά την καταστροφή.
Δ. Στο κείμενο γίνεται σαφέστατα λόγος για ανθρώπινα δικαιώματα και εθνικούς νόμους. Τα σαλπίσματα του Ρήγα για την δυσφορωτάτην τυραννίαν του οθωμανικού βδελυρωτάτου δεσποτισμού, είχαν γονιμοποιηθεί και στην Αχαϊκή γη και είχαν διασταυρωθεί με τις φλογερές καρδιές των επαναστατών στην Πάτρα.
και Ε. Οι επαναστάτες έχουν συνείδηση Ελληνικού Γένους, Ελληνικού Έθνους(με εθνικούς νόμους και εθνικά έγγραφα) και Χριστιανικού Γένους το οποίο βρίσκεται σε πόλεμο εναντίον των Οθωμανών. Και φυσικά τη συνείδηση αυτή δεν την απέκτησαν…κάποιο πρωί του Μαρτίου του 1821! Είχαν επίγνωση ότι ως Γένος υπαρκτό από αιώνες και υπόδουλο στο Οθωμανικό κράτος αγωνίζονται για το Δίκαιο και την Ελευθερία τους διεκδικώντας και Εθνικό Κράτος.
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΓΙΟΥΣΟΥΦ
Όπως γίνεται φανερό λοιπόν, και επιβεβαιώνεται και από το «προτέστον» στο οποίο σαφώς καταγγέλλεται ο Γκρην, οι Τούρκοι καθοδηγούμενοι από τους Αγγλους πέρασαν το Ρίο - Αντίρριο «Δαρδανέλλια ή μικρόν Ελλήσποντον της Ναυπάκτου» (Φ. Πουκεβίλ) και «Μαθών δε (ο Γιουσούφ) τα πάντα και ότι το φρούριον έπιπτε διά λειψυδρίαν, αν δεν επρόφθανε να λύσει την πολιορκίαν, εκίνησε την Κυριακήν των Βαΐων πρωΐ 3 Απριλίου και εισήλθεν ανεμπόδιστος» (στην Πάτρα) όπως γράφει ο Σπ. Τρικούπης.
Ο Φ. Πουκεβίλ τοποθετεί την εκκίνηση 300 Τούρκων στις 5 τα χαράματα. Μιλάει μάλιστα και για σεισμό που προηγήθηκε στις 3 τη νύχτα και προσθέτει: «Ζωηρός κανονιοβολισμός του φρουρίου αναγγέλλει την άφιξιν της επικουρίας,τήν οποίαν ανέμενον οι Τούρκοι. Ο Γιουσούφ... εισέδυσεν εις την ακρόπολιν....».
Και στην έκθεση του Ολλάνδικού προξενείου, δίνεται επιγραμματική περιγραφή της εισβολής και φυσικά «στολίζονται καταλλήλως» και οι επαναστάτες.
«Αμα τη αφίξει όμως ενός τουρκικού πολεμικού μπριγαντίνου(=πολεμικού ιστιοφόρου) και τη εισόδω εις Πάτρα του Γιουσούφ Πασά εξ Ευβοίας μετά 350 ανδρών, την 14ην Απριλίου, ετράπησαν εις φυγήν φύρδην μίγδην, ανάνδρως και επονειδίστως. Αμέσως εξήλθον οι Τούρκοι του φρουρίου και, ενωθέντες μετ΄εκείνων του μπριγαντίνου και του πασά, ελεηλάτησαν όλην την πόλιν των Πατρών και έθεσαν πυρ εις αυτήν εκ δευτέρου.»
Ο Γιουσούφ όταν μπήκε στο κάστρο βρήκε τους πολιορκούμενους φοβισμένους και αμήχανους. Αφού τους εμψύχωσε τους πήρε όλους μαζί και βγήκε να εφαρμόσει το σχέδιο του. Σωτηρία τους ήταν η λύση της πολιορκίας και η λύση της πολιορκίας θα πετύχαινε με το κάψιμο της πόλης και τη γενοκτονία των Ελλήνων! Το είχε γράψει εξ άλλου πριν λίγες ημέρες σε επιστολή του προς τους έγκλειστους Τούρκους το κάστρο «ίνα μείνωσι σταθεροί, καθότι ήρχετο προς βοήθειαν αυτών, ότι η επανάστασις του σατράπου των Ιωαννίνων (Αλή-Πασά) προσήγγιζε πλέον εις το τέρμα, και ότι μετ' ου πολύ θα είχον την ηδονήν να εξοντώσωσιν ομού τους Ελληνας, οίτινες έπρεπε να εξαφανισθώσιν»!!! (Πουκεβίλ).
Οι επιδιώξεις αυτές του Γιουσούφ εκινούντο μέσα στο πλαίσιο του γενικώτερου σχεδιασμού της Υψηλής Πύλης που κατά τον Φρ. Πουκεβίλ δεν ήταν μύθος του Αλή Πασά αλλά πραγματικό σχέδιο εξόντωσης ή εξισλαμισμού των χριστιανών. Με αυτό το επιχείρημα του εξισλαμισμού ο Αλή πασάς επεδίωκε και επετύγχανε τον προσεταιρισμό και την σύμπραξη στις επιχειρήσεις του αρκετών Ελλήνων αρματωλών. Πρέπει να υπενθυμίσουμε πάντως ότι και η Φιλική Εταιρεία και ο Αλεξ.Υψηλάντης έκριναν ότι πρέπει να καλλιεργείται κλίμα συνεργασίας με τον Αλή εναντίον του Σουλτάνου· του έδιναν μάλιστα την εντύπωση ότι στον αγώνα του κατά των Οθωμανών θα του συμπαραστεκόταν η Ρωσία. Σπουδαία ήταν η συμβολή τυο ρωσικού προξενείου της Πάτρας στις μυστικές εκείνες επαφές με τον Ι.Βλασσόπουλο και κυρίως τον διερμηνέα του Ιωαν.Παπαρρηγόπουλο(1780-1874), δραστήριο και ανώτερο στέλεχος της Εταιρείας. Το σχέδιο βέβαια της γενοκτονίας των Ελλήνων ετέθη σε άμεσα εφαρμογή από τον σουλτάνο Μαχμούτ Β αμέσως μόλις έμαθε για την επανάσταση του Αλ.Υψηλάντη.
Ο Γιουσούφ λοιπόν στην Πάτρα αναδείχθηκε υπέρμαχος των εντολών του Διβανίου και «εξελθων ήρχισε να καίει πρώτον τα προς το φρούριον άκρα της πόλεως και πολεμών να προχωρεί και να καίει και τα ενδότερα», ιστορεί ο Σπ. Τρικούπης, ενώ ο αυτόπτης Π.Π. Γερμανός σημειώνει: «Οι Έλληνες... άτακτοι και πεφοβισμένοι εκ των ειδήσεων οπού διέσπειρεν ο Κόνσολος Γκριν, ότι έφθασεν εις την Ακαρνανίαν 15 χιλιάδες Αλβανοί και πλησιάζει ο Τουρκικός στόλος με άλλας δυνάμεις, εταράχθησαν με υπερβολήν και κατεπλάγησαν και άρχισαν να φεύγουν έξω της πόλεως, παραιτήσαντες όλας τας θέσεις των και την μπαταρίαν (κανόνια) έρημον. Οι δε του Ισούφ Πασά στρατιώται, ενωθέντες μετά των εν Πάτραις πολιορκουμένων, εις με το μέσον της πόλεως δεν ετόλμησαν να εισχωρήσουν, ώρμησαν δε εις τας άκρας και έβαλον πυρκαϊάς εις πολλά μέρη, και επροχώρησαν τινές εξ αυτών έξω της πόλεως μέχρι του Μοναστηρίου Γηροκομείου και του χωρίου Εγλυκάδος, ελπίζοντες να εύρουν εκεί ικανόν πράγμα και φαμίλιας διά να αιχμαλωτίσουν, πλην ουδέν εύρον». Και φυσικά επυρπόλησαν και το μοναστήρι.
Παντού βία και όλεθρος
Η έξοδος των Τούρκων από το Κάστρο άρχισε μετά τις 10 το πρωί γιατί τη φυγή των Ελλήνων την εξέλαβαν ως πολεμικό στρατήγημα και εφοβούντο μήπως τους επιτεθούν· γι αυτό και εξερχόμενοι άρχισαν την πυρπόληση της πόλης. «Ακούονται σπαραξικάρδιοι κραυγαί, πυροβολισμοί, διαρρήξεις θυρών, οικιών. Ίσως ο προς την λεηλασίαν έρως περιστείλει την μανίαν των Μωαμεθανών» σημειώνει στο ημερολόγιο του ο Ουγ. Πουκεβίλ, υπολογίζοντας ότι με το πλιάτσικο των βαρβάρων θα προλάβαιναν και θα γλύτωναν τη ζωή τους κάποιοι Ελληνες, αλλά ο ευγενικός Γάλλος διεψεύσθη.
Ο I. Φιλήμων είναι σαφής: «Αι παραλίαι, οι αγροί και οι χάνδακες της πεδιάδος επληρώθησαν ανδρών, γυναικών και παιδίων. Οντινα οι Τούρκοι συνελάμβανον ή κατεκρεούργουν ή έρριπτον χαμαί και έσφαττον ως ζώον. Τα θυσιαστήρια του Θεού μετέβαλον εις αποπάτους και εις καταγώγια ασελγείας, τας αγίας εικόνας των ναών συντρίβοντες καθύβριζον, και δια των ιερών αμφίων περιέβαλλον τους κύνας, πατέρα δε και υιόν, τον Μήτρον Βεγουλόπουλον, αναπείραντες (=αφού τον σούβλισαν) ήναψαν πυράν, και τους αιχμαλώτους Ελληνες εβίασαν, ίνα ψήσωσι τούτους, τον έναν κατόπιν του άλλου. Γέρων τις, Βουρδούκας λεγόμενος, κατώκει πλησίον του αγγλικού προξενείου, ασθενών τότε. Η γυνή τούτου απελθούσα εδέετο του Φιλίππου Γκρην, ίνα δεχθή εν αυτώ τον γέροντα ασθενή και εαυτήν, απέτυχεν όμως, κλεισθείσης της θύρας, επανερχόμενη δε συνελήφθη και κεκομμένην ήδη την κεφαλήν του γέροντος συζύγου αυτής εβίαζαν οι Τούρκοι ίνα περιφέρη εν ταις αγυιαίς (=σοκάκια) υψούμενην επί ξύλου. Τις δύναται την λεπτομερή διήγησιν τοσούτων άλλων απάνθρωπων ανοσιουργημάτων;» Ίσως όχι μόνο απάντηση στο ρητορικό ερώτημα του Πουκεβίλ αλλά και επιτύμβιο επίγραμμα για τους αποκεφαλισμένους αθώους αποτελεί η ευλαβική Κάλβεια στροφήː
«Ώ λαιμοί των αθώων
παιδιών μας, ώ πλευρά
σεβάσμια των μητέρων,
γερόντων κόμαι εις αίμα
αθλίως βρεγμέναι!»
(Λύρα, Ωδή 6η ,ιζ)
Εν τω μεταξύ η πυρκαϊά εξαπλώνεται στην πόλη και κυρίως προς τα βόρεια, άρπαξε το Βλατερό, η συνοικία όπου λίγο νωρίτερα είχαν ταμπουρωθεί λίγοι επαναστάτες, αλλά διασκορπίστηκαν. Μάλλον και εκεί ο Γκρην οδήγησε τους Τούρκους. «Το Βλατερό παριστά την εικόνα καμίνου (Πουκεβίλ) της οποίας ο υπόκωφος κρότος μιγνυόμενος μετά του θορύβου των καταρρεουσών οικιών δύναται να παραβληθή προς έκρηξιν ηφαιστείου. Ρύακες καιομένου ελαίου, θερμότεροι και αυτής της λάβας του Βεζουβίου, έρρεον μέχρι της παραλίας ένθα παρετηρούντο σωροί κεφαλών και πασσάλων, εφ ων απηγχόνισαν πλείστους χριστιανούς». Ο,τι άφησε η φωτιά στο Βλατερό το αποτελείωσαν οι σφαγείς. Και το θέαμα που αντίκρυσε έμεινε ανεξίτηλο στη μνήμη του: «Οποία εικών! αδύνατον να είδη τις ερήμωσιν τελειοτέραν εκείνης, η οποία παρουσιάσθη ενώπιον μου. Πτώματα άνευ κεφαλής ημισπαραχθέντα υπό των κυνών, έκειντο παρά την θύραν ήν είχον κατασυντρίψει. Εκεί υπήρχον διεσκορπισμένα αγγεία ελαίου συντετριμμένα. Αι αποθήκαι ήσαν καιναί και πλήρεις υπολειμμάτων των εμπορευμάτων, διότι ο Κοντογούρης ήτο έμπορος και προξενικός πράκτωρ, οι κλίμακες πλήρεις βιβλίων, επιστολών και εσχισμένων τόμων, ούτε θύραι ούτε κάτοπτρα, ούτε και έδραι ήσαν σώα...».
Οι πληροφορίες του Πουκεβίλ επιβεβαιώνονται και στην έκθεση των Ολλανδώνː«Αι προξενικαί έδραι της Σουηδίας, της Ρωσίας και της Ολλανδίας, αίτινες ευρίσκοντο εις το κέντρο της πόλεως και ήσαν γειτονικαί η μία προς την άλλην, επυρπολήθησαν. Αι προξενικαί έδραι της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ισπανίας ουδεμίαν υπέστησαν λεηλασίαν η πυρκαϊάν. Η προξενική έδρα της Ρωσίας ελεηλατήθη και κατεστράφη εκ θεμελίων, εφονεύθησαν δ’ εν αυτή δύο γέροντες υπηρέται, οίτινες ήσαν ασθενείς και δεν ηδυνήθησαν να φύγουν.»
Και μέσα σ' αυτόν τον χαλασμό οι αρχηγοί των Ελλήνων έκαμαν μία τελευταία προσπάθεια υπέρτερη από τις δυνάμεις τους. Με ελάχιστους άνδρες που απέμειναν, συνέχισαν τον αγώνα τους. Ανασύνταξαν όποιες δυνάμεις είχαν, εδημιούργησαν κάποιες εστίες αντίστασης και μερικοί από αυτούς κάπου μεταξύ Αγίας Παρασκευής και Παναγίας Αλεξιώτισσας είχαν και μιά σημαντική νίκη. Ο Π.Π. Γερμανός που πρωτοστατούσε στον αγώνα, γράφει συνοπτικά:
«Οι δε Αρχηγοί βλέποντες ότι άφησαν την πόλιν έρημον οι στρατιώτες και αυτούς μενονωμένους… έφευγον, εκτός ολίγων τινών όπου έμειναν κεκλεισμένοι προς το μέρος της Αλεξιωτίσσης και Αγίας Παρασκευής. Οίτινες πολεμούντες εφόνευσαν υπέρ τους εκατόν Τούρκους εις τους οποίους εφάνησαν τα σημεία, οπού τους έστειλεν ο Γκρίν». (Τα δίχρωμα πλαστά σήματα που είχε παραχαράξει ο Αγγλος πρόξενος). Ισως οι φονευθέντες Τούρκοι να ήσαν λιγότεροι.
Στη σύγκρουση εκείνη πρωτοστάτησαν και πολέμησαν με απαράμιλλη γενναιότητα, οι Κουμανιώτες από την Κούμανη της Πάτρας και οι Χασαπαίοι από το Ξηρόμενο. Αλλά κι' αυτοί απελπισμένοι επειδή δεν έβλεπαν κάποια βοήθεια απομακρύνθηκαν «περί το δειλινόν»γράφει ο Γερμανός και συνεχίζει«ομοίως και οι αρχηγοί έμειναν μέσα έως το δειλινόν, ότε απελπισθέντες, και βιασθέντες από τας πέριξ πυρκαϊάς, εξήλθον της πόλεως ημίσειαν ώραν μακράν, και εδοκίμαζον πάλιν να συνάξωσι μίαν δύναμιν, και να έμβωσιν διά νυκτός μέσα εις την πόλιν, πλήν ματαίως ηγωνίζοντο, επειδή οι εκ των χωρίων συνηθροισμένοι στρατιώται, οι περισσότεροι σχεδόν άοπλοι και ασυνήθιστοι διόλου να αντιπαραχθώσιν εις πόλεμον, ...έφευγον αγεληδόν, και έκαστος αυτών εφρόντιζε πώς να φυλάξη των εαυτόν του».
Ανυπεράσπιστα γυναικόπαιδα καταφεύγουν στα προξενεία
Όπως διηγείται ο Πουκεβίλ λίγο πιο κάτω στην πόλη είχε ταμπουρωθεί και ο Π.Π. Γερμανός με είκοσι άνδρες σ' ένα σπίτι «αποφασίσας να αμυνθή κρατερώς, έμελλε δε ν'απολεσθή, ότε Ελλην, Απεθαμένος καλούμενος, αναγγέλλει αυτώ ότι πάσα αντίστασις απέβαινεν ανωφελής και εξορκίζει αυτόν να αποσυρθή εν ονόματι του Θεού, της πατρίδος και του Γάλλου προξένου, όστις απέστειλεν αυτόν, ίνα καταστήση γνωστήν την άφιξιν των πολεμίων. Ο πρωθιεράρχης αποθέτει την μήτρα, καταλείπει τας σισύρας (= άμφια) και απέρχεται κλαίων. Αφικνείται παρά την θάλασσαν και ανέρχεται επί τινος σκάφους. Τα πλοία πλήρη χριστιανών διαφυγόντων τον θάνατον ανάγονται και αναπεταννύουσι τα ιστία» (Φρ. Πουκεβίλ). Λίγο αργότερα ο Γερμανός μαζί με τον Α. Ζαΐμη κατευθύνθηκε στα Νεζερά.
Εκείνος που έμεινε πιο κοντά στην Πάτρα ήταν ο Π. Καρατζάς «προφυλάσσων εκείθεν τα πέριξ χωρία από της επιδρομής των Τούρκων». Σχετικά με την αρχιερατική στολή του Γερμανού μαθαίνουμε από τον I. Φιλήμονα ότι ο Γιουσούφ την έστειλε ως λάφυρο στην Πόλη, γιατί δήθεν δεν ανεχόταν να δημοπρατηθούν άμφια προορισμένα για θρησκευτική τελετή, στην πραγματικότητα όμως για να ενοχοποιήσει τον Πατριάρχη Γρηγόριο ως συμπατριώτη του Γερμανού (από τη Δημητσάνα). Είναι βέβαια γνωστό ότι την Κυριακή του Πάσχα 10 Απριλίου 1821 η Υψηλή Πύλη στην Κωσταντινούπολη μέσα στο γενικότερο κλίμα κατατρομοκράτησης των ραγιάδων ο σουλτάνος εκορύφωσε τις βιαιοπραγίες με τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε!
Ανυπεράσπιστοι πλέον οι άμαχοι Πατρινοί, γέροντες και γυναικόπαιδα, έτρεχαν καταδιωκόμενοι για να σωθούν. Άλλοι προς τα γύρω περιβόλια, άλλοι στα ξένα προξενεία κι άλλοι προς τη θάλασσα. Παντού τους κυνηγούσαν οι Τούρκοι. «Ορδές ιππέων εξήλθον επί του γηλόφου των Ψηλών Αλωνίων» προκειμένου να εμποδίζουν την κάθοδο των Ελλήνων προς την παραλία του Αγίου Ανδρέα.
Ο Σπ. Τρικούπης μαρτυρεί ότι η καταδίωξη των Ελλήνων έφτασε ακόμα και μέχρι τη Μανωλάδα όπου οι Τούρκοι συνέλαβαν τον «δυστυχή Αναστάσην Χαμαμτσόπουλον, τον έφεραν εις την ακρόπολιν και τον ελιάνισαν»! Από 'κείνους που ζήτησαν άσυλο στα ξένα προξενεία τυχεροί ήσαν μόνον όσοι πρόλαβαν να κλειστούν στο Γαλλικό του οποίου τις θύρες ο Πουκεβίλ κράτησε διάπλατα ανοιχτές. Μέχρι αργά το βράδυ έτρεχαν προς τα εκεί «γυναίκες ημιθανείς εξελθούσαι εκ μέσου των ερειπίων και των χόρτων, ένθα ήσαν κεκρυμμέναι, εφέροντο υπό την λάμψιν της πυρκαϊάς μέχρι του περιβόλου του προξενείου, αναρριχώμεναι επί των κιγκλιδωμάτων τρέμουσαι, ζητούσι μετά δακρύων, ίνα σώσωσι την ζωήν των τέκνων, τα οποία κρατούσι υψωμένα οιονεί προσφοράν εις την θεότητα..».
Το Γαλλικό προξενείο βρισκόταν τότε στην οδόν Γ. Ρούφου και Σισίνη και είχε και παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Αγιο Λουδοβίκο. Κι αυτό εγέμισε εκείνο το βράδι από χήρες, ορφανά και θηλάζουσες μανάδες. Οσους δε συγκεντρώνονταν στο προξενείο, τη νύχτα – επειδή οι Τούρκοι μετά τις αρπαγές, τους εμπρησμούς και τις σφαγές της ημέρας διανυκτέρευαν στο κάστρο – ο ίδιος ο πρόξενος συνοδευόμενος και από προσωπικούς του φρουρούς, τους μετέφερε στα προσαραγμένα πλοιάρια στην παραλία του Αγ. Ανδρέα, για να απομακρυνθούν από την Πάτρα ή προς τη Ζάκυνθο ή σε άλλες παραλίες.
Αυτόπτης και διασωθείς εκείνη τη μέρα ο εφημέριος το 1821 της Παντάνασσας Πατρών, Ιωάννης Λοντοτσακίρης από το Σοπωτό Καλαβρύτων (1755-1844), στην αυτοβιογραφία του κάνει λόγο για περισσότερες από πεντακόσιες ψυχές που σώθηκαν από τον Γάλλο πρόξενο:
«Των Βαΐων το πρωί 3 Απριλίου έφθασε και ο Γιουσούφ Πασσάς με καβαλαρίαν και πεζικόν… Ημείς δε, Θεού ευδοκιμούντος, επροφθάσαμεν μ' άλλους πολλούς και εμβήκαμεν εις το Γαλλικόν Κονσολάτον, όπου μας εδέχθη ο ευλογημένος Κόνσολος Μποκοβίλ και μας επερίθαλψε και μας επαρηγόρησε δύο ημέρας υπέρ (500) ψυχάς. Έπειτα έφερε πλοίον εδικόν του και όσοι, ηθέλησαν, τους έβαλεν πλοίον να απεράσουν εις τας Ιονικάς νήσους, ημείς δε όντες ορεινοί και Καλαβρυτινοί δεν εμβήκαμεν εις το πλοίον, αλλά μας έδωσε στρατιώτας εδικούς του και μας έβγαλε έξω από την πόλιν νυκτός, πενήντα τον αριθμόν άνδρας, γυναίκας και παιδία με ασφάλειαν και εφθάσαμεν εις τα Νεζερά αβλαβείς... Ηκουσαν οι αδελφοί μας την κατάστασιν των Πατραίων και ευθύς έστειλαν ζώα εις τα Νεζερά και μας έφεραν εις το Σοπωτόν, δοξάζοντες τον Θεόν οπού μας διεφύλαξεν αβλαβείς (8) ψυχές με τα τέκνα μας... μας περιέθαλψαν και εορτάσαμεν δε το Αγιον Πάσχα και ευθύς ετρέξαμε εις τα Τριπόταμα... κατά των Λαλαίων και έπειτα εις την Δίβρην... και επολιορκήσαμεν τους Λαλαίους εις το Πούσι» (μικρό χωριό πολύ κοντά στο Λάλα της Ηλείας, το οποίο μετά την κατάληψη του χρησιμοποιήθηκε ως ορμητήριο των Ελλήνων για την περίφημη μάχη του Λάλα τον Ιούνιο του '21).
Πατρινοί γιορτάζουν την πρώτη ελεύθερη Ανάσταση
Η ανάγνωση του αυθόρμητου αυτού αποσπάσματος από την αυτοβιογραφία του I.Λοντοτσακίρη, δείχνει καθαρά, εκτός των άλλων συμπερασμάτων για τα ιστορικά γεγονότα και τον τρόπο με τον οποίο οι κυνηγημένοι πρόσφυγες της Πάτρας αντιμετώπισαν την καταστροφή εκείνες τις δραματικές ώρες. Κι αυτή, δεν ήταν η αντίδραση της οικογένειας του I.Λοντοτσακίρη μόνο, αλλά όλων των Πατρινών που περιπλανήθηκαν γύρω από την Πάτρα ή στα νησιά μέχρι την απελευθέρωση της πόλης. Στην πηγαία αυτή διήγηση του ιερέα φαίνεται ότι οι Ελληνες δεν εδείλιασαν.
Πρώτα ως χριστιανοί δεν εκρέμασαν τις ελπίδες τους «επί ταις ιτέαις» των ποταμών της Βαβυλώνας για να κλάψουν την τραγικότητα της μοίρας τους, αλλά μετά το πάθος τους γιόρτασαν τη Λαμπρή. Εψαλαν το «Χριστός Ανέστη», γιατί πίστευαν ότι την Ανάσταση του Χριστού ακολουθεί η Ανάσταση του Γένους. Και η Ανάσταση δεν γιορτάστηκε μόνο στο Σοπωτό τότε με τον ιερέα I. Λοντοτσακίρη, αλλά παντού όπου βρέθηκαν οι κυνηγημένοι Πατρινοί. Στον Ομπλό, στο μοναστήρι, όπου οι ένοπλοι Αχαιοί είχαν το στρατηγείο τους «λεύγας τινάς απέχοντος των Πατρών, οι χριστιανοί εόρτασαν προ του στρατοπέδου των Τούρκων την τελετήν του Πάσχα, πληρώσαντες την ατμόσφαιραν διά των ευθύμων κραυγών του Χριστός Ανέστη», γράφει και ο Πουκεβίλ.
Κι έπειτα, ως Έλληνες δεν κατέθεσαν τα όπλα, αλλά ξεχύθηκαν σε ράχες και βουνά, σε πόλεις και χωριά, για να ξεσηκώσουν κι άλλους στην επανάσταση, για να αγωνιστούν στις γύρω από την Πάτρα περιοχές. Η πορεία του I. Λοντοτσακίρη προς του Λάλα, ήταν μία από τις πολλές. Οπως και 'κείνη του επισκόπου Προκοπίου που διέτρεχε την Ηλιδα προκειμένου να εξεγείρει τους φοβισμένους, σε προμαχώνες ελευθερίας ψάλλοντας τον ύμνον των μαχών «Αναστήτω ο θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί ημών».
Γιατί μαζί με τον Θούριο του Ρήγα ήσαν κι οι αναστάσιμοι στίχοι «η Μασσαλιώτιδα» των ξεσηκωμένων Ελλήνων. Και 150 χρόνια αργότερα ξεπληρώνοντας ποητικό χρέος ο ποιητής θα τραγουδήσειː
«Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις…..
νάτη πετιέται από ξαρχής
κι αντριεύει και θεριεύει»(Γ.Ρίτσος).
Εκ βάθρων καταστροφή
Εκείνη την Κυριακή των Βαΐων είχε αρχίσει η πιο μεγάλη, η πιο τραγική Μεγάλη Εβδομάδα στην ιστορία της Πάτρας, αληθινή εβδομάδα των παθών για την πολύπαθη πόλη. Στις 4 Απριλίου, το πρωί της Μ. Δευτέρας, οι Τούρκοι χωρίς να τολμήσουν να καταδιώξουν τους ένοπλους στα περίχωρα Ελληνες, βγήκαν από το κάστρο και κατέβηκαν στην πόλη «την οποίαν ήρξαντο να λεηλατώσιν αγγέλλοντες το σχέδιον της εκ βάθρων καταστροφής αυτής». Οπου συναντούσαν σπίτι απείραχτο από τις φλόγες το πυρπολούσαν αφού το λήστευαν. Δεν άφησαν μαγαζί και εργαστήριο που να μη το λεηλατήσουν. Οσα εμπορεύματα δεν είχαν καεί τα ξεσήκωναν μαζί με σκεύη και έπιπλα και τα 'παιρναν στο κάστρο ή τα φόρτωναν σε πλοία.
Στράφηκαν και κατά του ρωσικού προξενείου για δύο λόγους. Πρώτα-πρώτα γιατί υποπτεύοντο τους Ρώσους ως υποκινητές της επανάστασης κι ο Φ. Γκρην πίστευε ότι θα εύρισκε εκεί ενοχοποιητικά έγγραφα. Ο δεύτερος λόγος ήταν η υποστολή της ρωσικής σημαίας η οποία όπως γράφει ο Φρ. Πουκεβίλ βρισκόταν σ' έναν υψηλό ιστό χωρίς να έχει καεί: «Ο αγάς των γενιτσάρων και μετ' αυτού πολλοί ιμάμηδες συνέρχονται επί των ερειπίων του Προξενικού οίκου της Ρωσίας διότι το πυρ τα πάντα είχε καταφάγει πλην του ιστού, επί της κορυφής του οποίου εκυμάτιζε η Ρωσική σημαία. Εκεί από της ογδόης πρωινής ώρας εξασκούνται πυροβολούντες κατά της σημαίας ταύτης…»
Σκλαβοπάζαρο και μαύρη αγορά
Και ενώ συνεχίζονταν οι σφαγές, οι λεηλασίες και οι πυρκαγιές σ' όλη την πόλη, –κράτησαν μέχρι και τη Μ. Παρασκευή– ο Αγγλος πρόξενος φρόντιζε να επωφεληθεί και οικονομικά και ν' αυξήσει την κερδοφορία των επιχειρήσεων του συναλλασσόμενος ως κοινός μαυραγορίτης με τους τούρκους ληστές και ως κλεπταποδόχος της λείας τους ή ενεργώντας και ως κοινός κλέφτης όπως τον αποκαλύπτει ο Π.Π. Γερμανός: «Ο δε Κόνσολος Γκριν και οι υπάλληλοι του, ομοίως και ο Ισπανικός Κόνσολος, Ενρίκος Σέλην, οίτινες εκ πρώτης αρχής μετεχειρίσθησαν μυρίας επιβουλάς και προδοσίας κατά Ελλήνων, ευρόντες καιρόν την ημέραν εκείνην, εγύμνωσαν πολλά οσπίτια και εργαστήρια, τα οποία ήτον γεμάτα από διάφορον πράγμα». Ήταν βέβαιο ότι και οι επαναστάτες από τις πρώτες ώρες του αγώνα και τα άμαχα γυναικόπαιδα δεν είχαν να αντιμετωπίσουν τους φανερούς εχθρούς μόνον, αλλά όπως υπογραμμίζει και ο Φιλήμων « είχον ήδη ούτοι και τους δολοφόνους εκείνους, καθ’ων αδύνατοι ήσαν προσλαμβάνειν τας επιβουλάς ως εκ του αφανούς γινομένας, η εκδικείσθαι τα πρόσωπα ως ισχυρά όντα.» (εννοεί Γκρην και Σέλην.)
Τα κλοπιμαία μετεφέροντο στη Ναύπακτο κι από 'κει στα λιμάνια Αγκώνας,Τεργέστης και Λιβόρνου για πώληση και αγορά ζωοτροφών χάριν των Τούρκων κατά τον Φ. Πουκεβίλ ο οποίος υποστηρίζει ότι μαζί με το εμπόριο των κλοπιμαίων διεξήγετο και δουλεμπόριο των αιχμαλώτων Πατρινών –κυρίως γυναικών–.
Ο Γκριν όμως δεν αρκέστηκε στις κλεψιές και στη ληστεία εκείνη τη Μ. Εβδομάδα. Από την Κυριακή των Βαΐων είχε κλείσει τις πόρτες του προξενείου του για τις Ελληνίδες που ζητούσαν άσυλο κρατώντας ανήλικα παιδιά στην αγκαλιά τους και παρότρυνε τον Γιουσούφ να συνεχίζει να καίει και να σφάζει. «Έδειξεν ο Γκριν παν είδος απανθρωπίας εκείνην την περίστασιν, διά την φυσικήν του προς τους Ελληνας κακίαν» γράφει ο Π.Π. Γερμανός και ο I. Φιλήμων: «... Αλλ' εκορέσθη ο Φίλιππος Γρην μέχρι τούτων όλων; Ουδαμώς…»
ΘΗΡΙΩΔΙΕΣ ΚΑΙ ΚΑΝΙΒΑΛΙΣΜΟΙ
Το μεσημέρι της ίδιας μέρας (Μ.Δευτέρας), οι Τούρκοι έβαλαν νέα φωτιά. Αυτή τη φορά στο κέντρο της πόλης στην αγορά του Αγίου Γεωργίου και τα γύρω σπίτια. Οι φλόγες τύλιξαν όλη την περιοχή. Οι προξενικοί οίκοι Ολλανδίας Σουηδίας και Ρωσίας έγιναν παρανάλωμα του πυρός. Της Γαλλίας σώθηκε γιατί γκρεμίστηκαν τα γύρω του ερειπωμένα χτίσματα και σχηματίστηκε αντιπυρική ζώνη. Ηταν τόση η έκταση της φωτιάς, που ανησύχησε και ο ίδιος ο Γιουσούφ κι έτρεξε έντρομος με τις ορδές του, μήπως σώσει το δυτικό μέρος της αγοράς. Ηταν όμως αργά, «το κακόν ήτο ανίατον και η καταστροφή έμελλε να προχωρήσει... τότε δεν εφαίνετο πλέον ο ουρανός, φρικώδεις κραυγαί ανθρώπων και ζώων εξήρχοντο εκ του κόλπου τρομεράς καμίνου», σημειώνει ο Φρ. Πουκεβίλ. Γίνεται μάλιστα άκρως ρεαλιστικός, περιγράφοντας την πορεία του προξένου από το προξενείο ( οδός Σισίνη και Γ. Ρούφου) μέχρι το κάστρο, όταν πήγε να συναντήσει τον Γιουσούφ:
«Ουδέποτε παρετηρήθη θέαμα τόσω φρικώδες! Πτώματα άνευ κεφαλών, μέλη διεσπαρμένα, τεμάχια σαρκών εδείκνυον τα ίχνη της οδού, ήτις ήγεν εις το άντρο των ανθρωποφάγων. Εκεί ωλίσθαινεν ο διαβάτης πατών επί έλους εκ πεπηγότος αίματος κεκαλυμένου υπό σποδού (στάχτης). Περαιτέρω έδει να διαβή τις ρύακας εξ ελαίου, οίνου και οινοπνεύματος. Αλλαχού, η οδός ήτο πλήρης επίπλων και εμπορευμάτων κατακαέντων. Ινα αποφύγωμεν τα καταρρέοντα τείχη έπρεπε να προχωρήσωμεν ελικοειδώς, ότε αφικομένων ημών εκεί που δερβίσης τις κρατών κεφαλήν παρουσιάζεται ενώπιον του προξένου και υβρίζει αυτόν. Στρατιώται και μαύροι πλήρεις λαφύρων ή σύροντες από της κόμης γυναίκας και παιδιά, επλήρουν την ατμόσφαιραν διά των αλαλαγμών αυτών.... Εν μέσω χαρακώματος Ελληνες ανεσκολοπισμένοι εξέπνεον βραδέως, παραδίδοντες εαυτούς τη Βασιλίδι των Αγγέλων. Αναγνωρίζουσι μεταξύ των μαρτυρούντων ιερείς προσευχόμενους υπέρ των δημίων».
Την ίδια μέρα (Μ. Δευτέρα) ο Ούγος Πουκεβίλ, σύμφωνα με όσα καταγράφονται στο προσωπικό του ημερολόγιο, στην προσπάθεια του να επιβιβάσει στα καΐκια όσα γυναικόπαιδα είχαν καταφύγει στο προξενείο, αντιμετώπισε και ανταρσία τριών ανδρών της προσωπικής του φρουράς, οι οποίοι απαιτούσαν την «διαρπαγήν των θησαυρών της πόλεως των Πατρών, των κατατεθειμένων εν τω προξενείω». Πολύτιμα αντικείμενα είχαν μεταφέρει οι Πατρινοί, όπως φαίνεται, στα προξενεία, προκειμένου να τα σώσουν από τη λεηλασία. Γνώριζαν τις προθέσεις και τις συνήθειες των Τούρκων. Ομως, ούτε στα προξενεία απέμεινε τίποτα. Γιατί ή και σ' αυτά, όπως είδαμε, μπήκαν οι Τούρκοι, ή κάποιοι πρόξενοι, όπως ο Γκρην και ο Σέλην, πρωτοστάτησαν στη λεηλασία ή όπως στο γαλλικό προξενείο ληστεύτηκαν από τους τυχοδιώκτες φρουρούς. Εκινδύνευσε μάλιστα και η ζωή του Πουκεβίλ, ο οποίος μόλις κατάφερε να διασωθεί συνέχισε την προσπάθεια του για την επιβίβαση των Ελλήνων στα πλοία. Και συνέχισε το έργο του για πέντε νύχτες.
Φαίνεται ότι η πυρκαγιά, οι σφαγές, οι λεηλασίες κράτησαν μέχρι και τη Μ. Παρασκευή, 8 Απριλίου. Εκείνη την ημέρα, περπατώντας σε μια έρημη πόλη που είχε γίνει ολοκαύτωμα, ο Πουκεβίλ βρήκε στο σπίτι ενός Αγγλου υπηκόου «επί τίνος ψιάθου κορμόν άνευ κεφαλής κατά το ήμισυ σπαραχθέντα υπό των κυνών», ενώ από την αποθήκη του ίδιου σπιτιού «πτωχός ιερεύς κατακεκλιμένος παρά τη γραία αυτού μητρί, οίτινες από τεσσάρων ημερών ουδέν είχον φάγει» μεταφέρεται ημιθανής μαζί με τη μητέρα του πάνω σε φορείο. Ισως να ήταν κι ο τελευταίος που έσωσε ως καλός Σαμαρείτης, ο Ουγ. Πουκεβίλ, σ' εκείνη την καταστροφή
Και τα κεφάλια των αθώων Πατρινών αμέσως εξεκίνησαν για ένα μεγάλο ταξίδι! Συσκευάζονταν σε σακκιά από τους ανθρωποθήρες του Γιουσούφ και στέλνονταν στον Χουρσίτ στα Ιωάννινα. Κάπου στην Αρτα τα είδε και ο Γ. Μακρυγιάννης, όπως έχουμε αναφέρει. Μάλιστα στο ‟Σχέδιο Αυτοβιογραφίας„ του αναφέρει και αριθμό κεφαλιών! Γράφει συγκεκριμέναː«…σηκώθηκα να πάω’ στην Άρτα πίσω ως πραματευτής νά’ πω τα χαμπέργια της Πάτρας. Βγήκα’ στο Βασιλάδι και ξημερώνοντας των Βαϊών εβλέπαμε κανονοβολισμούς και φωτιές απ’ την Πάτρα· ερχόντουσαν οι φαμέλιες απ’ έκει και ο ίδιος ο Βλασσόπουλος…Πήγα’ στην Άρτα και είπα όλα τα τρέχοντα. Σε ένα δυο ημέρες πέρασαν περίπου από 600 κεφάλια από την Πάτρα και τα πάνε’ στο Χουρσίτ πασσά’ στα Γιάννινα. Τότε με πιάνουνε κ’ εμένα και με πήγαν μέσα’στο κάστρο της Άρτας και τράβηξα τόσα μαρτύρια· και είπαν ότι ήμουν κι εγώ’ στην Πάτρα μέσα
Στη συνέχεια ο Χουρσίτ τα έστελνε στην Κωνσταντινούπολη στο Σουλτάνο. Ηταν το τίμημα για την ευαρέσκεια του Σουλτάνου και την άνοδο του στη στρατιωτική ιεραρχία! Εκεί, στην πιο περίοπτη θέση, στη «Μπάμπι Χουμαγιούν», την αυτοκρατορική πύλη δηλαδή του σεραγιού, γινόταν η έκθεσή τους για να τρομάξουν οι ραγιάδες και να εκστασιάζονται με παροξυσμούς φρενίτιδας οι δερβίσηδες. Πάνω τους υψωνόταν ένας «γιαφτάς», ένα επίγραμμα που πληροφορούσε τους πιστούς υπηκόους για το πώς επιβλήθηκε η αήττητη δύναμη της Υψηλής Πύλης στους Γκιαούρηδες της Παλιάς Πάτρας, επικράτησε η τάξη και η νομιμότητα και αποκαταστάθηκε η δικαιοσύνη! Συνηθιζόταν δε από παλιά και σε παρόμοιες περιπτώσεις εξόντωσης «αχάριστων προδοτών της Αυτού Μεγαλειότητος» να στέλνεται και διάγγελμα στους εξολοθρευτές κεφαλοκυνηγούς: «Ανδρείοι στρατιώται, οίτινες βαδίζετε την οδόν της πίστεως και το ηρωισμού (!) θριαμβεύτε αδιακόπως. Είθε το πρόσωπον υμών να καταυγασθεί υπό της λάμψεως των νικηφόρων υμών όπλων... είθε αι σπάθαι υμών να ώσιν πάντοτε αιχμηροί... Ανατίθεμαι έκαστον υμών υπό την αιγίδα του Παντοδυνάμου. Είθε η ευλογία μου να συνοδεύει υμάς. Υγεία υμίν και ειρήνη»!
Παρουσιάζεται, όπως δείχνει το κείμενο, η σφαγή των αμάχων και ο αφανισμός μιας πόλης και ως έργο θεάρεστο εκτός από νόμιμο και δίκαιο! Είχαν δοθεί εξ άλλου και εντολές στον Χουρσίτ Πασά (νικητή του Αλή) «να περάσει εν στομάτι μαχαίρας όλον τον Ελληνικόν πληθυσμόν. ούτε παίδων ούτε γυναικών φειδόμενος... να ενεργήση απόβασιν πολυπληθούς στρατού εις Πάτρας και να εξόντωση τους Μοραλίδες (Πελοποννησίους) μόνον ερείπια και τέφραν εγκαταλείπων εν τη επαρχία εκείνη»· Από τον Χουρσίτ μάλιστα ζητούσε ο σουλτάνος και τους θησαυρούς των επαναστατών «δεν ηρκείτο ο άπληστος εις κεφάλας και ορμαθούς ώτων μόνον»!
Φρικτό θέαμα και στην Πόλη
Ο ιερέας της Αγγλικής πρεσβείας R.Walsh περιγράφει τη φρίκη
Αλλά το θέαμα που παρουσιάστηκε τότε, λίγες μέρες μετά το ολοκαύτωμα της Πάτρας, στην Κωνσταντινούπολη όπου γράφτηκε η τελευταία πράξη του δράματος της Κυριακής των Βαΐων, θ' αφήσουμε να το περιγράψει ένας εντελώς ξένος προς τα γεγονότα και ψυχρός παρατηρητής. Είναι ο R.Walsh (Ρ.Γουόλς) ο οποίος από τις αρχές του 1821 βρισκόταν στην ακολουθία του λόρδου Στράνγκφορντ, νέου πρεσβευτή στην Πόλη ως ιερέας της αγγλικής πρεσβείας. Σαν άνθρωπος ήταν ριψοκίνδυνος, ακούραστος και περίεργος. Εζησε τα τραγικά γεγονότα της Πόλης στις αρχές του '21, αντίκρυσε τον κρεμασμένο Πατριάρχη και ανατρίχιασε μπροστά στα μακάβρια θεάματα. Το κείμενο αντλείται από το έργο του Κυρ. Σιμόπουλου «Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του '21». Ο Γουόλς είναι τόσο ωμός όμως που η ανάγνωση της περιγραφής του απαιτεί γερά νεύρα και ασφαλώς γονική συναίνεση για τους ανήλικους:
«Εκείνες τις μέρες (μετά το Πάσχα του '21) πληροφορήθηκα ότι έφθασαν στην Πόλη σακκιά με 2.500 ζευγάρια αυτιά από τη σφαγή των Ελλήνων της Πάτρας και ότι μπορούσε να δει κανείς αυτά «τα πολεμικά τρόπαια», στοίβες μπροστά στην πύλη του σεραγιού. Πίστευα πως ήταν φήμες, ανατολίτικα παραμύθια, κι ότι τέτοια δημόσια έκθεση μπορούσε να γίνει σε περασμένους αιώνες (για να μη θεωρούμε και τον Φ. Πουκεβίλ υπερβολικό) και νόμιζα ότι ήταν αδύνατο να συνεχίζεται στην εποχή μας (στην εποχή του εννοεί αλλά δυστυχώς κληροδοτήθηκε και στη δική μας!) αυτό το βάρβαρο έθιμο».
Και βεβαίως δεν ήσαν παραμύθια. Ήταν παλαιά παράδοσή τους. Το βεβαιώνουν αρκετοί μάρτυρες. Ένας από αυτούς ο Γάλλος Ζερόμ Maurand, στρατιωτικός κληρικός την εποχή που ο βασιλιάς Φραγκίσκος Α΄ είχε συμμαχήσει με τον Σουλεϊμαν Β΄τον λεγόμενο Μεγαλοπρεπή (16ο αιώνα) κατά των Ισπανών, συνοδεύοντας τον Γαλλοτουρκικό στόλο ταξίδεψε σε Ιόνιο και Αιγαίο και μας άφησε σημαντικές περιγραφές · και δεν μπορεί να τον κατηγορήσει κανείς για μεροληψία· γράφει για τη Μεθώνηː«…κοντά στο λιμάνι είδαμε ένα σωρό κόκκαλα, τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο, έτσι που να σχηματίζουν πύργο. Ένας Τούρκος μας είπε πως είναι κόκκαλα χριστιανών…»
Αλλά ας παρακολουθήσουμε τον R.Walsh Πήρε έναν γενίτσαρο και ξεκίνησε για το σεράι.«Οι δρόμοι παρουσίαζαν πένθιμη εικόνα. Κλειστά τα καταστήματα τους. Μόνο Τούρκους, κι όχι πολλούς, έβλεπες. Περάσαμε πλάι στο πτώμα ενός αποκεφαλισμένου. Το αίμα έτρεχε ακόμα από τις φλέβες. Γύρω - γύρω ένα κοπάδι σκυλιά καθισμένα στα πισινά τους. Μερικά είχαν κι όλας γλείψει το αίμα, κι όλα μαζί περίμεναν να νυχτώσει για να κατασπαράξουν το πτώμα. Ηταν πεταμένο σε ένα στενό σοκάκι του παζαριού μπροστά σε ένα χασάπικο κι από πάνω του ακριβώς κρέμονταν κρέατα, έτσι που νόμιζε κανείς πως ήταν κομμάτια από το ίδιο το πτώμα. Οι Τούρκοι δρασκέλιζαν αδιάφορα το κουφάρι».
Εφθασε στην πύλη του σεραγιού και διαπίστωσε την ακρίβεια της πληροφορίας. Παρατηρητικός και νηφάλιος περιγράφει με λεπτομέρειες το ανατριχιαστικό θέαμα: «Στις δύο πλευρές της πύλης υπήρχαν δύο στοίβες, σαν μικρά δεμάτια σανού, από κάθε λογής κομμάτια του προσώπου. Τα αφτιά ήταν τρυπημένα και κρέμονταν από σπόγγους. Μαζί με κάθε μύτη είχαν κόψει επίσης το πάνω χείλος καθώς και μακριά, συνήθως, γενειάδα. Άλλοτε ήταν χωρισμένα κατά κατηγορίες, ανάλογα με τον ακρωτηριασμό. Εκεί έμεναν κρεμασμένα ώσπου, σαπίζοντας εντελώς, έπεφταν στη λάσπη του δρόμου. Οι Τούρκοι περνούσαν πατώντας τα αδιάφοροι. Τα λείψανα των προσώπων, καθώς βρίσκονταν σε αποσύνθεση, κολλούσαν στα παπούτσια των περαστικών. Ετσι έβλεπες τον Τούρκο να βαδίζει με ένα χείλος ή πηγούνι στις παντούφλες του. Και καθώς ξεπετιόνταν τα ανθρώπινα γένεια, νόμιζες πως τα παπούτσια ήταν φοδραρισμένα με γουναρικά».
Τα τεμαχισμένα κεφάλια με την μακριά γενειάδα ήσαν πιθανόν και από ιερείς. Οι στοίβες των τροπαίων, γράφει ο Γουόλς, δεν αντιπροσώπευαν τον πραγματικό αριθμό των σκοτωμένων εχθρών. «Ισως οι Ελληνες που σκοτώθηκαν στην Πάτρα να μη ξεπερνούσαν τους εκατό. Οι Τούρκοι, έκοβαν μύτες, χείλη και πηγούνια από κάθε κεφάλι που έβρισκαν μπροστά τους για να φουσκώσουν τον λογαριασμό»! Αυτό το κανιβαλικό (λίαν επιεικώς) θέαμα εξηγεί και συμπληρώνει το θέαμα των ακέφαλων πτωμάτων στην Πάτρα: Σε μια Πάτρα όπου είχαν απομείνει ερείπια μόνον που κάπνιζαν για πολλές ημέρες, (και δεν νομίζω ότι έχουν σημασία οι ακριβείς αριθμοί. 1.000 ή 1.200 σπίτια γκρεμισμένα ή εάν ήσαν τα πτώματα 100 ή 600,όπως έγραψε ο Μακρυγιάννης, ή περισσότερων Πατρινών),σε μια Πάτρα όπου δεν υπήρχε ψυχή, σε μια Πάτρα που είχε γίνει ολοκαύτωμα στο βωμό της ελευθερίας.
Στην Πάτρα κυκλοφορούσαν μόνο οι Τούρκοι όταν έβγαιναν από το κάστρο, οι έμποροι του θανάτου καθώς και ελάχιστοι ξένοι πρόξενοι. Στον Caspar Testa, επιτετραμμένο των Κάτω Χωρών στην Κωνσταντινούπολη έφτασαν αλλεπάλληλες αναφορές (χαρακτηρίζονται και ως φιλότουρκες μάλιστα) που διεκτραγωδούν και αυτές τις δυσχέρειες των προξένων: «Οι Τούρκοι των Πατρών... εφόνευσαν όσους συνήντων Έλληνας και επυρπόλησαν ολοκλήρους τας Πάτρας. Η προξενική έδρα της Ολλανδίας δεν υπάρχει πλέον... Ο γραμματεύς μου και εγώ απολέσαμεν παν ό,τι είχομεν….απεμείναμεν άνευ οβολού... Όλαι αι γυναίκες ήρχισαν να θρηνούν και να εκβάλλουν τρομεράς κραυγάς, ανάμεσα εις τον θόρυβον των κανονίων, των τουφεκίων, των πιστολίων και της συνεχώς επεκτεινόμενης πυρκαϊάς. Νομίζω ότι η ημέρα της ύστατης κρίσεως θα είναι ολιγώτερον απαισία και φοβερά από την ημέραν εκείνην. ….»
Απ’τα κόκκαλα βγαλμένη
Επειδή η οποιαδήποτε περιγραφή της φρίκης από ιστορικό ή απομνημονευματογράφο υστερεί στην απόδοση του μεγέθους και των πολύπλευρων διαστάσεων του ολέθρου, θα μου επιτρέψει ο αναγνώστης να καταφύγω και πάλι στην ποίηση του Κάλβου (ΩΔΗ ΕΙΣ ΧΙΟΝ), σε τρείς ακόμα στροφές που αγκαλιάζουν το ανθρώπινο δράμα της καταστροφής (αφιερωμένες στη Χίο βέβαια) και δύο στίχους προσευχής που δείχνουν την ακλόνητη βεβαιότητα του ποιητή για το φως της κάθαρσηςː
«Θλίβει ο καπνός το διάστημα
Γαλάζιον των αέρων·
Ούτως εις την ομίχλην
Του θανάτου, μειδίασμα
Πνίγεται νέον.
Πόσους ναούς που εδέχοντο
τας πτερωτάς της πίστεως
προσευχάς και τα δώρα·
πόσους βλαστούς σοφίας,
πόσας ελπίδας·
Αι, πόσους πνέοντας έρωτα
θαλάμους, τώρα η φλόγα
βαρβαρως κατατρώγει·
μισητόν ολοκαύτωμα
ενός τυράννου.»
και καταλήγει κατανυκτικάː
« ….ώ των αγγέλων
πάτερ και ανδρών, βοήθησον
συ την Ελλάδα!»
Ας μένει πράγματι η αρχαϊκή μεγαλοπρέπεια του Κάλβου δοξαστικό στεφάνι στα ιδεατά μνήματα των σφαγιασθέντων.
Βρισκόμαστε λοιπόν σε μια πόλη που έγινε στάχτη. 12.000 περίπου κάτοικοι ή έφυγαν πρόσφυγες, ή σφάχτηκαν ή κάηκαν. Οι πρόσφυγες βέβαια για εφτά ολόκληρα χρόνια ξαναγύριζαν όσοι μπορούσαν για να βοηθούν τους Ελληνες ένοπλους που κάθε τόσο πολιορκούσαν τους Τούρκους στο Κάστρο. Η ανθρωποσφαγή δεν σταμάτησε τον αγώνα: «Η εμπορικωτέρα και πλουσιωτέρα πόλις της Πελοποννήσου, η μία των δύο επαναστατικών εστιών, καθ' ην πρώτον υψώθη το σύμβολον της ελευθερίας, κατεστράφη εκ πρώτης αφετηρίας παραδοθείσα εις το πυρ και την λεηλασίαν» λέει ο Σπ. Τρικούπης.
Κι όμως από τα ιερά εκείνα κόκαλα των Ελλήνων βγήκε η ελευθερία.
«Απ’τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά»
«Ηδη πυρά αναφθέντα επί του όρους Παναχαϊκού ανήγγελον ότι οι επαναστάτες... ήρχισαν να συναθροίζονται. Οι Τούρκοι δεν ηγνόουν ότι ο Γερμανός είχεν αποκαταστήσει το στρατηγείον αυτού εν Νεζερώ και ότι ηδύνατο απροσδοκήτως να επιπέσει κατ' αυτών...» (Πουκεβίλ). Αλλο ένα στρατόπεδο στα Σελλά αποτελούσε κι αυτό ορμητήριο για την πολιορκία του κάστρου της Πάτρας. Ο αγώνας άρχισε αμέσως. Και η Πάτρα επέζησε και αναγεννήθηκε και έδωσε νέες δυνάμεις στον αγώνα και στάθηκε και το πρότυπο γι' άλλες ελληνικές πόλεις, όπως το Γαλαξείδι, που γνώρισε λίγο αργότερα την ίδια καταστροφή ή το Μεσολόγγι. Με φως ξεπλήρωσε «των φονιάδων το αίμα…..Κείνοι που έπραξαν το κακό τους πήρε μαύρο σύννεφο….»
Και η δημοτική Μούσα δεν έμεινε ασυγκίνητη από τα γεγονότα. Με λιτό τρόπο θρηνεί:
«Ποιος έχει πέτρινη καρδιά
και στήθια από λιθάρια
να βγει στης Πάτρας τα βουνά
στης Πάτρας τα μπουγκάζια
…..κλαίνε μανάδες για παιδιά
και τα παιδιά για μάνες!».
Ή στο άλλο τραγούδι του οπλαρχηγού Γιαννιά που σπεύδει να βοηθήσει:
«Ο Γιαννιάς εκαβαλίκευε στην Πάτρα για να πάει
Νύχτα σελώνει τ' άλογο νύχτα το καλιγώνει
……Βλέπει το πέλαγο πλατύ την Πάτρα βλέπει λίγη
Τον πήρε το παράπονο και κάθεται και κλαίει!»
Στο πρόσωπο του Γιαννιά εξυμνούνται όλοι εκείνοι οι γενναίοι που μετά το πρώτο κλάμα, κρατώντας τα όπλα, από τα περίχωρα για εφτά χρόνια δεν άφηναν τους Τούρκους να ξεμυτίσουν από το Κάστρο. Μέχρι την Απελευθέρωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου