ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΛΑΜΠΡΗ
(Ομιλία στον κύκλο των Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών Ν/Δ Ελλάδος
στη Στέγη Γραμμάτων «Κωστής Παλαμάς», την 4η Νοεμβρίου 2024 πρώτη της περιόδου 2024-2025 με Θέμα :ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΡΑΛΗΣ,ΕΝΑΣ ΕΥΠΑΤΡΙΔΗΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ.¨)
Φίλες και φίλοι, καλησπέρα σας!
Στην περσινή μου ομιλία στα Φιλολογικά Βραδινά σας ταξίδεψα στη μητέρα
Ήπειρο, μιλώντας σας για τον δημιουργό, Γιώργο Κοτζιούλα. Φέτος, συγχωρήστε με,
αλλά θα σας ξαναπάω εκεί και συγκεκριμένα στην Άρτα, πρωτεύουσα του νομού,
στον οποίο και η γενέτειρά μου, η Ροδαυγή, ανήκει. Και τούτο, διότι θα σας μιλήσω
για τη ζωή και το έργο ενός τέκνου της, του σπουδαίου ζωγράφου, γλύπτη, χαράκτη
και σκηνογράφου, Γιάννη Μόραλη, ο οποίος εκεί είδε το πρώτο φως, την άνοιξη του
1916.
Με δεδομένο τον θαυμασμό και την αγάπη μου για το έργο του, οφείλω να πω πως
έχω μιλήσει ξανά στο παρελθόν γι’ αυτόν. Συγκεκριμένα, το 2016, που
συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από τη γέννησή του και το Υπουργείο Πολιτισμού τον
τίμησε ανακηρύσσοντάς το ως «Έτος Γιάννη Μόραλη». Η ομιλία μου έγινε στις
θερινές εκδηλώσεις του Πολιτιστικού Συλλόγου του χωριού μου, στον οποίο ήμουν
και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου. Τότε, μου είχε έρθει η ιδέα, που έγινε
αποδεκτή, να μιλούμε σ’ αυτές για κάποια σημαντική προσωπικότητα των
γραμμάτων και των τεχνών της περιοχής και όχι μόνο. Αφού είχα κάνει την πρόταση,
επωμίστηκα και την ευθύνη να κάνω την αρχή, όπως κι έγινε. Μόνο που, όταν
αποχώρησα, δεν υπήρξε συνέχεια, αν και στην εκδήλωση προσήλθε κόσμος και, για
χαρά μου, ο περισσότερος αποτελείτο από παιδιά και εφήβους.
Η παρούσα ομιλία μου, λοιπόν, θα έχει κάποια στοιχεία από κείνη, αφού το
πρόσωπο αναφοράς είναι το ίδιο, αλλά έχει γραφεί εξ αρχής για την αποψινή βραδιά.
Πολύ περισσότερο, που από το 2016 μεσολάβησαν δύο γεγονότα. Το ένα αφορά στο
σπίτι - ατελιέ του Γιάννη Μόραλη, στην Αίγινα, το οποίο ανήκει στον γιο του
Κωνσταντίνο, ζωγράφο και ποιητή που ζει στο Παρίσι, και στα πλαίσια των δράσεων
της «Εταιρείας Μελέτης, Έρευνας και Προβολής της Νεοελληνικής Τέχνης -
Εργαστήριο Γιάννης Μόραλης», άνοιξε για πρώτη φορά για το κοινό το 2020 και
φέτος υποδέχθηκε μικρούς και μεγάλους για δύο εκδηλώσεις. Το άλλο αφορά στο
ταξίδι μου στην Αίγινα, το 2022, στη διάρκεια του οποίου, παρότι το σπίτι ήταν
κλειστό, έσπευσα να το επισκεφτώ, αφού κιόλας με είχε εντυπωσιάσει στα
διαβάσματά μου η φιλοσοφία της αρχιτεκτονικής του, καθώς και εικόνες που είχα δει.
Ως εκ τούτου, πηγαίνοντας στην περιοχή Πλακάκια, όπου κι άλλοι καλλιτέχνες
διέμεναν και δημιουργούσαν την ίδια εποχή, όπως, για παράδειγμα, ο Χρήστος
Καπράλος, ο Νίκος Νικολάου, -κι ο Νίκος Καζαντζάκης διέμενε κι έγραφε για ένα
χρονικό διάστημα εκεί και οι Αιγινήτες τον έχουν τιμήσει με προτομή και με
ονομασία οδού-, αναζητήσαμε με τον συνοδοιπόρο μου το σπίτι του.
Η αλήθεια είναι πως δεν δυσκολευτήκαμε να το βρούμε, διότι αριστερά της
λεωφόρου Νίκου Καζαντζάκη, με θέα τη θάλασσα, βρίσκεται το γλυπτό του, «Χωρίς
τίτλο», φτιαγμένο από σίδηρο και απεικονίζει δύο πλοία, το ένα να φεύγει και τ’ άλλο
να έρχεται στην Αίγινα, την οποία ο καλλιτέχνης υπεραγαπούσε, ενώ έλεγε πως
υπογράφει τα έργα του, γράφοντας πρώτα «Αίγινα» και μετά βάζει την υπογραφή του
και την ημερομηνία. Το εν λόγω έργο τοποθετήθηκε, όπως εκείνος επιθυμούσε,
δηλαδή πάνω στο χώμα και με θέα τη θάλασσα και είναι δωρεά της Πέγκυς
Ζουμπουλάκη, φίλης και συνεργάτιδας του εικαστικού μας και ψυχής, όπως ίσως
γνωρίζετε, της πιο γνωστής, ομώνυμης γκαλερί της Αθήνας, στον Δήμο της Αίγινας
για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Μόραλη, ενώ παρακείμενος δρόμος
φέρει τ’ όνομά του.
Καθώς πήρα πεζή αυτόν τον δρόμο, αναζητώντας το σπίτι του, να ’σου ένα
αντρόγυνο που, εποχούμενο, έστριψε στον ίδιο δρόμο. Έκανα σήμα πως θέλω να
ρωτήσω κάτι κι εκείνοι σταμάτησαν με ευγενική διάθεση και πρόθυμοι να με
βοηθήσουν, ενώ το σπίτι βρισκόταν λίγο πιο πάνω. Το σημαντικό σ’ αυτή τη
συνάντηση δεν ήταν η βοήθεια, αλλά η διαπίστωση πως γνώριζαν τον Γιάννη
Μόραλη, ενώ είπαν πως ήταν ο καλύτερος ως άνθρωπος, μεταξύ των καλλιτεχνών
που διέμεναν στο νησί! Περήφανη για τον συμπατριώτη μου, μίλησα μαζί τους για
διάφορα, αλλά θα σας πω μόνο κάτι απ’ αυτά. Μια μέρα, είπε η κυρία, είχα φτιάξει
ντολμαδάκια κι είπα να τον φιλέψω. Χτυπάω την πόρτα -εκείνος ζωγράφιζε-, μου
άνοιξε χαμογελαστός και δέχθηκε με χαρά το φίλεμά μου. Όταν είδε τι του είχα πάει,
σχολίασε: «Τέχνη είναι αυτά που κάνω εγώ; Ετούτα είναι τέχνη!» Αυτός ήταν ο
Μόραλης, πρόσθεσε!
Ο Γιάννης Μόραλης, λοιπόν, ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά του
Κωνσταντίνου Ι. Μόραλη και της Βασιλικής Μιχάλη. Το 1922 η οικογένειά του
μετοίκησε στην Πρέβεζα, όπου ο φιλόλογος πατέρας του υπηρέτησε ως γυμνασιάρχης
και το 1927, με γεμάτη την ψυχή του από εικόνες της Ηπείρου, εγκαταστάθηκε με την
οικογένειά του στην Αθήνα. Για την Πρέβεζα έλεγε πως την αγάπησε πολύ και δεν
έπαψε ποτέ να τη μνημονεύει σαν άλλη πατρίδα του, μια κι έζησε σ’ αυτή από τα έξι
ως τα έντεκά του χρόνια, ηλικία καθοριστική για τη διαμόρφωση της
προσωπικότητας ενός παιδιού. Ο πίνακάς του «Καφενείο» θαρρώ πως στο σπίτι της
Πρέβεζας παραπέμπει.
Αλλά και για τα χρώματα που χρησιμοποιούσε έλεγε: «Το Ιόνιο με διαπότισε. Εμείς
είμαστε του Ιονίου. Εκεί έχει άλλο φως, πιο γλυκό, πιο μαλακό. Όταν πρωτοήρθα στην
Αθήνα μ’ ενοχλούσε το πικρό πράσινο των πεύκων. Αντίθετα, αυτό που με μάγευε και
με συμφιλίωσε τελικά με την Αττική ήταν το χρώμα της ελιάς. Για σκέψου ότι η ελιά
έχει όλα τα χρώματα της ζωγραφικής του Γκρέκο. Το έλεγα κάποτε στον Παντελή
Πρεβελάκη και του άρεσε πολύ. Πάρε το φύλλο της ελιάς με το ψυχρό γκρίζο μπροστά,
πιο πράσινο πίσω. Πάρε τον καρπό, μ’ αυτό τα μαυριδερά χρώματα που μωβίζουν. ∆εν
ξέρω γιατί η ελιά μου θυμίζει το Γκρέκο». (Τιμή στον Γιάννη Μόραλη, (Μαρίνα
Λαμπράκη - Πλάκα, σ. 10-13), έκδ. Εθνικής Πινακοθήκης - Μουσείο Αλέξανδρου
Σούτζου, 2011)
Στην Αίγινα αποφάσισε να χτίσει σπίτι τη δεκαετία του '50, γιατί το τοπίο της του
θύμιζε τα παιδικά του καλοκαίρια στην Πρέβεζα, έλεγε. Το σπίτι αυτό, χτισμένο από
τον αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη, βρίσκεται σε οικόπεδο γεμάτο ελιές, λεμονιές
και φιστικιές· διαθέτει μόλις δύο υπνοδωμάτια κι έναν χώρο ανοιχτό και
ψηλοτάβανο, όπου ο καλλιτέχνης δημιουργούσε. Χτισμένο με πέτρα και τσιμέντο,
είναι λουσμένο στο φως, με παράθυρα που μοιάζουν με κορνίζες για τα έργα της
φύσης.
Όταν αντίκρισα την έπαυλή του, ένιωσα δέος, καθώς η απέριττη ομορφιά της έδενε
αρμονικά με το τοπίο και γέμιζε το βλέμμα με υπέροχες εικόνες και την ψυχή με
ξεχωριστά συναισθήματα. Όσο μου επέτρεπε το οπτικό πεδίο την παρατήρησα και
την απόλαυσα! Όμως, καθώς ήταν κλειστή, η επιθυμία μου να δω και το εσωτερικό
της, να νιώσω λίγη από την αύρα του καλλιτέχνη, αλλά και ν’ αγναντέψω το τοπίο
μέσα από τα θεόρατα παράθυρα, δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Ίσως, μια άλλη
φορά…
Ο Μόραλης, έχοντας αποφασίσει να γίνει ζωγράφος, τη χρονιά που η οικογένεια
του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, παράλληλα με τα σχολικά του μαθήματα
παρακολουθούσε, μαζί με τον πατέρα του, τις κυριακάτικες παραδόσεις της
Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, ενώ το 1931 εισήχθη στη Σχολή, όπου είχε
καθηγητή τον Δημήτριο Γερανιώτη. Εκεί, άρχισε η γνωριμία του με σημαίνοντες
ζωγράφους, όπως ο Νίκος Νικολάου, ο Γιάννης Τσαρούχης, κ.ά. Μαθήτευσε για δύο
μήνες κοντά στον Κωνσταντίνο Παρθένη, αλλά επειδή, όπως έλεγε, «επικράτησε μια
πολύ αυστηρή ατμόσφαιρα» στο εργαστήριό του, αποχώρησε και πήγε στον Ουμβέρτο
Αργυρό, όπου είχε απόλυτη ελευθερία έκφρασης. (Τσιγκάκου, Φανή-Μαρία (2001). Ι.
Μόραλης. Άγγελοι, Μουσική, Ποίηση. Αθήνα: Μουσείο Μπενάκη, σελ. 24)
Άλλωστε, ο ίδιος, αυτή επιδίωκε. «Καλλιτέχνης», έλεγε, «είναι αυτός που δουλεύει
με την καρδιά, με το μυαλό και με το χέρι. […] Δεν ξεκινώ από μια θεωρία. Μπορώ εκ
των υστέρων να βγάλω εγώ ο ίδιος μια θεωρία, αλλά δεν το θεωρώ χρήσιμο. Ούτε
θέλω να ενταχθώ σε ομάδα. Ήθελα πάντοτε να είμαι ελεύθερος». Αυτή η επιλογή του
ομολογώ πως με συγκίνησε από την πρώτη επαφή με το έργο του, αλλά κι επειδή
πάντα με γοητεύουν οι άνθρωποι της τέχνης και του πνεύματος, οι οποίοι χαράσσουν
αυτόνομη πορεία, δημιουργώντας τον δικό τους μοναδικό δρόμο που τους καθιστά
ξεχωριστούς.
Αυτό, όσον αφορά στον Μόραλη, αποδείχθηκε νωρίς! Σε ηλικία μόλις 16 ετών, σε
έκθεση των μαθητών της ΑΣΚΤ τα έργα του τράβηξαν το ενδιαφέρον και ο Δ.
Κόκκινος έγραψε στο περιοδικό Νέα Εστία (1/8/1932) την πρώτη ενθουσιώδη κριτική
για «τον νεαρό κ. Βόραλη», όπως επιμένει να τον αποκαλεί στο άρθρο. Μάλιστα, στη
διάρκεια των σπουδών του διακρίθηκε για την επιμέλεια και την επίδοσή του, ενώ
απέσπασε επαίνους, τόσο στη ζωγραφική όσο και στη χαρακτική, καθώς παράλληλα
με τη φοίτησή του στην ΑΣΚΤ παρακολουθούσε το νέο εργαστήριο χαρακτικής
του Γιάννη Κεφαλληνού. «Αυτός, ήταν πραγματικός δάσκαλος», έλεγε, «όχι μόνο ως
χαράκτης, μας μάθαινε και για τη ζωγραφική, αυτός ήταν δάσκαλός μου, φίλος μου, τα
πάντα, ήταν ο Κεφαλληνός. Για ό,τι ήθελα, για προβλήματα με κοπέλες, ας πούμε,
πήγαινα σ’ αυτόν. Ήτανε κάποτε μια κοπέλα και εγώ την ήθελα και παντρευόταν. Και
βγάζει ο Κεφαλληνός το πορτοφόλι του και μου δίνει ένα πεντακοσάρικο και μου λέει:
"Κλέφτηνα!"».
http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=306581 (Ζενάκος Αυγουστίνος)
Το 1936 αποφοίτησε από τη Σχολή και υπήρξε ο νεότερος από τους συναδέλφους
του, μόλις 20 ετών, που συμμετείχε σε Έκθεση της Ελληνικής Χαρακτικής στην
Τσεχοσλοβακία, όπου οι ξυλογραφίες του εντυπωσίασαν τους Τσέχους κριτικούς, οι
οποίοι είδαν στο πρόσωπό του «μια μεγάλη ελπίδα της νεοελληνικής Τέχνης» και,
όπως απεδείχθη, δεν έπεσαν έξω.
Το 1937, συνέβησαν δύο καθοριστικά γι’ αυτόν γεγονότα. Το πρώτο είναι ο
ξαφνικός θάνατος του πατέρα του σε τροχαίο ατύχημα! Πατέρας, που, πέραν άλλων,
με τη στοργή και την παιδεία του είχε συμβάλει καταλυτικά στη διαμόρφωση της
προσωπικότητάς του, αλλά και στην απόφασή του να γίνει καλλιτέχνης. Το άλλο ήταν ότι κέρδισε υποτροφία σε διαγωνισμό της Ακαδημίας Αθηνών, από το κληροδότημα της Ουρανίας Κωνσταντινίδου, που του επέτρεψε να συνεχίσει τις σπουδές του στο εξωτερικό. Έτσι, αναχώρησε για τη Ρώμη με τον φίλο του Νίκο Νικολάου, αφού μοιράστηκε την υποτροφία για σπουδές ψηφοθετικής. Αυτή ήταν, άλλωστε, η φιλική
τους συμφωνία, να φύγουν μαζί στο εξωτερικό για σπουδές, όποιος κι αν κέρδιζε την
υποτροφία! Τη Ρώμη διαδέχθηκε το Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα
ζωγραφικής, τοιχογραφίας και ψηφοθετικής.
Το 1939, με την κήρυξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, επέστρεψε στην Ελλάδα και
υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία, ενώ το 1940 εξέθεσε σειρά χαρακτικών με
την ομάδα «Ελεύθεροι Καλλιτέχναι» στον Πειραιά -φιλοτέχνησε μάλιστα και το
εξώφυλλο του καταλόγου-, ενώ συμμετείχε στην τελευταία προπολεμική Πανελλήνια
Έκθεση στο Ζάππειο, όπου απέσπασε το χάλκινο μετάλλιο.
Το 1941 νυμφεύτηκε τη Μαρία Ρουσσέν, από την οποία χώρισε το 1945.
Νυμφεύτηκε άλλες δύο φορές! Το 1947 με τη γλύπτρια Αγλαΐα Λυμπεράκη, από την
οποία χώρισε το 1955, και απέκτησε μαζί της τον γιο τους Κωνσταντίνο, και το 1996
με την Ιωάννα Βασσάλου.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε, κέρδιζε τα
προς το ζην από τη συντήρηση έργων τέχνης και ζωγραφίζοντας πορτραίτα. Η Άννα
Τζάνες - Ξηρουχάκη σημειώνει πως «Δεν είναι «προσωπογράφος», όπως
χαρακτηρίστηκε από μερικούς κριτικούς, αλλά η απεικόνιση προσώπων μέσα σ’ ένα
συνθετικό πλαίσιο, πέρα από τη δυνατότητα της άμεσης συγκίνησης και την
αποτελεσματικότητα που παρουσιάζει, υποδηλώνει την αγάπη του για την απόδοση της
ανθρώπινης μορφής και τον προβληματισμό του στην έκφραση μιας ανθρώπινης
ιστορίας.» (Οι Έλληνες ζωγράφοι, 20ος αιώνας, σ. 372, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1976)
Ο ίδιος ο Μόραλης, μάλιστα, λέει στο βραβευμένο ντοκιμαντέρ για το έργο του
που σκηνοθέτησε ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος: «Κάθε φορά που ξεκινούσα ένα
πορτρέτο έπρεπε από κάπου να πιαστώ για να μπορέσω να το κάνω! Και ξέρετε, το
ζωγραφικό γεγονός κάθε φορά είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που ο πίνακας
παριστάνει.»
Το 1947 εξελέγη τακτικός καθηγητής στο προπαρασκευαστικό τμήμα της ΑΣΚΤ,
ενώ το 1953 έγινε τακτικός καθηγητής του Εργαστηρίου Ζωγραφικής της ίδιας
σχολής, θέση που διατήρησε ως το 1983, διδάσκοντας πολλούς καταξιωμένους
σήμερα καλλιτέχνες. Κι έλεγε, μεταξύ άλλων, γι’ αυτή την εμπειρία του: «Ο
δάσκαλός μου, ο Κεφαλληνός, με πίεσε και με έπεισε τελικά να υποβάλω
υποψηφιότητα. Δίσταζα πολύ. Φοβόμουνα μη γίνω δημόσιος υπάλληλος, μην πάψω να
ζωγραφίζω. Ο Νικολάου μου είπε: Πήγαινε ένα χρόνο, άμα δεν σου αρέσει, φεύγεις.
Τελικά δέχτηκα. Την πρώτη μέρα, ενώ πήγαινα στη Σχολή, έλεγα στον εαυτό μου για να
τον καθησυχάσω: διάβολε, όλοι οι πρόγονοί σου ήταν δάσκαλοι, κάτι θα βρεις να τους
πεις. Οι πρώτες μου λέξεις ήταν: θέλω να με βλέπετε σαν συνάδελφο με λίγο
μεγαλύτερη πείρα. Αν σας πω δεν ξέρω, μην απορήσετε. […]
Κάνοντας τον απολογισμό, θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που πήγα στη Σχολή.
Άλλωστε, είχα ορκιστεί να μη γίνω ποτέ Διευθυντής, ούτε να εκφωνήσω λόγους· και το
κράτησα. Ο διάλογος με τους νέους, η επαφή μας με πλούτιζε αδιάκοπα. Αντλούσα
δυνάμεις. Συνειδητοποιούσα βαθύτερα τα προβλήματα της δημιουργίας.» (Μαρίνα
Λαμπάκη - Πλάκα, Τιμή στον Γιάννη Μόραλη, 2011, σ. 24)
Το 1949, «μαζί με τους πρωτοπόρους ζωγράφους της «Γενιάς του ’30», Νίκο
Χατζηκυριάκο - Γκίκα, Γιάννη Τσαρούχη, Νίκο Νικολάου, Νίκο Εγγονόπουλο, Γιώργο
Μανουσάκη, Λιλή Αρλιώτη, Ανδρέα Βουρλούμη, Έλλη Βοΐλα -τους νεότερους, Κοσμά
Ξενάκη, Νίκο Γεωργιάδη, Παναγιώτη Τσέτη, Μίνω Αργυράκη, Νέλλη Ανδρικοπούλου,
Καίτη Αντύπα, Μαριλένα Αραβαντινού, Ευγένιο Σπαθάρη, και τους γλύπτες Κλέαρχο
Λουκόπουλο, Μπούμπα Λυμπεράκη - Μόραλη, Ναταλία Μελά και Γιώργο Γεωργίου,
σχημάτισαν έναν καλλιτεχνικό όμιλο, τον ΑΡΜΟ», με σκοπό τη δημιουργία σύγχρονης
καλλιτεχνικής κίνησης και τη διάνοιξη μιας νέας αισθητικής γραμμής στην Ελλάδα με
κριτήριο την κοινή αισθητική κατεύθυνση, κάνοντας εκθέσεις στην Αθήνα και τη
Θεσσαλονίκη.» (Οι Έλληνες ζωγράφοι, 20ος αιώνας, σ. 373, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα
1976)
Ο Μόραλης αναζήτησε την προσωπική του τεχνοτροπία που τον έκανε να
ξεχωρίσει και ν’ αφήσει το δικό του στίγμα. Σ’ αυτή την αναζήτηση καθοριστικό
ρόλο είχε η κλασική του παιδεία, η αγάπη του στα πορτρέτα του Φαγιούμ της
ελληνιστικής εποχής, η ζωγραφική της Πομπηίας, τα αρχαία ελληνικά και βυζαντινά
ψηφιδωτά. Στην κατάκτηση του ζωγραφικού του στόχου επικουρήθηκε από την
ήρεμη μελαγχολική διάθεση των επιτύμβιων στηλών, την κλασική αγγειογραφία, την
πειθαρχημένη έκφραση της βυζαντινής ζωγραφικής και τον αυθορμητισμό της λαϊκής
τέχνης, χωρίς να αποστασιοποιηθεί από τα νέα ρεύματα στον χώρο της ζωγραφικής.
Και μέσα σ’ όλα αυτά μόνιμη πυροδότηση της καλλιτεχνικής του έκφρασης
αποτελούν το τοπίο και το φως της πατρικής γης, τα μνημεία και η αρχιτεκτονική και
η καλλιτεχνική της παράδοση.
Από νωρίς, ο Μόραλης δείχνει την προτίμησή του σε ορισμένα θέματα, μεταξύ των
οποίων βρίσκεται η ανθρώπινη μορφή και ιδιαίτερα η γυναικεία, την οποία
παρουσιάζει άλλοτε ντυμένη κι άλλοτε γυμνή. Η Άννα Τζάννες - Ξηρουχάκη (Οι
Έλληνες ζωγράφοι, 20ος αιώνας, σ. 376, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1976) αναφέρει
πως «Όλες οι γυναικείες μορφές που ζωγραφίζει είναι όμορφες, με πρόσωπο αόριστο
και μακρινό, κοιτάζουν κατάματα όσους περιεργάζονται την ομορφιά τους ή στρέφουν
στο πλάι περήφανα το κεφάλι τους με κάποια απροσδιόριστη μελαγχολία, αισθησιασμό
και ατάραχη γαλήνη. Τις τοποθετεί σε φόντα μονόχρωμα ή σε κλειστά σκοτεινά
δωμάτια, παραλλάζοντας κάθε φορά τη χρωματική κλίμακα και την τεχνική του. Η
αδιάκοπη επιστροφή του στο θέμα αυτό δε γίνεται ποτέ με τον ίδιο τρόπο, αλλά κάθε
φορά με απλουστευμένα και συνάμα τεχνικά πλουσιότερα εκφραστικά μέσα. Μέσα από
τη συνεχή επανάληψη του ίδιου θέματος διακρίνεται ανάγλυφη η προσπάθεια του
ζωγράφου για την κατάκτηση του ζωγραφικού του οράματος.»
Αντιπροσωπευτικό έργο του, η «Έγκυος γυναίκα» (1948), όπου εικονίζεται η
δεύτερη σύζυγός του. «Το πρόσωπο της έχει μια έκφραση γαλήνης και απροσδιόριστης
προσμονής. Ακουμπά με απαλή, προστατευτική κίνηση το αριστερό της χέρι – άρτια
ζωγραφισμένο – στην κοιλιά της, ενώ στο δεξί κρατά ένα μήλο – άραγε υπαινιγμός του
ζωγράφου για το μυστήριο της ζωής; Χρησιμοποιεί κι εδώ τα αγαπημένα του χρώματα –
το σκούρο μπλε του φορέματος, το πράσινο-μπλε του φόντου, το μαύρο των μαλλιών. Ο
πίνακας φωτίζεται με το κόκκινο που έχει το ύφασμα πάνω στο τραπέζι, πίσω από την
καθιστή γυναίκα. Το μήλο σε έντονο κίτρινο -ώχρα, σπάζει τη μονοτονία του σκούρου
μπλε φορέματος. Πάνω στο μικρό κρυστάλλινο ποτήρι ιριδίζει το φως. Ο Μόραλης σε
μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές του…» (Οι Έλληνες ζωγράφοι, σ. 377)
Το 1951 ο Μόραλης παρουσιάζει στην Πανελλήνια Έκθεση Ζωγραφικής στο
Ζάππειο πίνακα με τον τίτλο «Μορφή» σε μεγαλύτερο μέγεθος από το φυσικό.
Συνέλαβε την ιδέα, όταν η κοπέλα που χρησίμευε ως μοντέλο, κάθισε να
ξεκουραστεί. Τα χρώματα που κυριαρχούν είναι το μπλε, το μαύρο και το υπόλευκο.
Η μορφή προβάλλεται από μακριά, γαλήνια και θυμίζει έντονα κλασικές επιτύμβιες
στήλες, συνδέοντας την τέχνη του Μόραλη με τα Αττικά Επιτύμβια.
«Γύρω στο’50,», γράφει η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα, «η θεματική του Μόραλη
αποκρυσταλλώνεται. Αν ο Τσαρούχης έπλεξε τον ύμνο του μελλέφηβου και του νέου, ο
Μόραλης θα τραγουδήσει το ερωτικό μέστωμα του κοριτσιού. Κόρες που κάθονται
αντικριστά ή που αναπαύονται, σχεδιάζοντας «αρχαίες» στάσεις πλάι σε παραστάδες,
μπροστά σε πόρτες. Τα σώματά τους, τα μέλη τους αρθρώνουν μιαν αρχιτεκτονική
γνώριμη. Ο ζωγράφος την είχε μελετήσει στις ναόμορφες στήλες του Κεραμεικού και
του Εθνικού Μουσείου. Τα σώματα προβάλλονται και κάποτε αναδύονται από το
σκοτεινό φόντο, όπως στην ερυθρόμορφη αγγειογραφία ή στην ζωγραφική της
Πομπηίας. Ο Μόραλης ζυγίζει τις φωτεινές και τις σκοτεινές ζώνες. Οργανώνει τη
σύνθεση γεωμετρικά, ρυθμικά, χωρίς βάθος. Ο κλασικός κανόνας, «συμφωνία των
μερών προς άλληλα και προς το όλον», επαληθεύεται αδιάκοπα. Η γκάμα περιορίζεται
στα γαιώδη, στις ώχρες, στις σιένες, στα μπλε, στα μαύρα, σε κάποια ασβεστώδη λευκά.
«Είναι τα χρώματα του Πολύγνωτου», σχολίαζε ο ζωγράφος.»
Το 1958, μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον γλύπτη Αντώνη Σώχο,
εκπροσώπησαν την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας και απέσπασαν
σημαντικότατους επαίνους. Ο Ιταλός αρχιτέκτων, τεχνοκριτικός και εκδότης Τζίο
Πόντι (Gio Ponti) τους κατέταξε σε κείνους που «ξέρουν να απεικονίζουν την
ανθρώπινη μορφή […]. Να υφίστανται την έλξη της. Να την απεικονίζουν βλέποντας σ’
αυτή την απεικόνιση, σ' αυτή την προσωπογράφηση σαν ακρότατο όριο της έκφρασης
της ανθρωπότητας, την ανθρώπινη ιστορία της αλλά και την ιστορία του εαυτού μας
που περιγράφεται συγχρόνως.» (Οι Έλληνες ζωγράφοι, σ. 378) Χαρακτηριστικό έργο
αυτής της συμμετοχής του είναι η «Σύνθεση» (1958), όπου απεικονίζονται τρεις
απόκοσμες και γαλήνιες γυναικείες μορφές. Στον πίνακα κυριαρχεί η εναλλαγή των
θερμών χρωμάτων του φόντου με τα ψυχρά των σωμάτων, τονίζοντας τη
«μαρμάρινη» σχεδόν παγερότητα της λευκής σάρκας.
Το 1963 ο Μόραλης παρουσιάζει στα εγκαίνια του ξενοδοχείου «Χίλτον»
πρόσφατη ζωγραφική του δουλειά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι πίνακες με τον
γενικό τίτλο «Επιτύμβια Σύνθεσις - Α, Β, Γ, Δ, Ε και Ζ» , όπου αναπαριστώνται στάδια
επεξεργασίας σχεδίου, με ίδιο θέμα: Μια γυμνή γυναικεία μορφή, μισοξαπλωμένη
και πίσω της μια άλλη γυναίκα, σχεδόν μυστηριώδης, μισοκρυμμένη πίσω από ένα
κομμάτι υφάσματος που κρατά. Ίσως να είναι η ζωγραφική μεταφορά της πιο
κοντινής μορφής του έρωτα και του θανάτου, του σφάλματος και της αιδούς, του
Επιτάφιου και της Ανάστασης.
Εκεί παρουσιάζει και τη διακοσμητική του σύνθεση με αρχαϊκά ανάγλυφα για τον
εξωτερικό τοίχο (626 τ.μ.) της ΒΔ πλευράς του ξενοδοχείου, όπου «η «διήγηση»
είναι: «Επάνω, δεξιά, οι δύο κεραίες είναι ο ήλιος, η αρχή. Από τον ήλιο σχηματίζονται
όλα: η γραμμή του αετώματος, πάνω στο αέτωμα η Γλαυξ, αριστερά το χέρι της Αθηνάς
που κρατάει τη Νίκη. Κατεβαίνουμε παρακάτω: αριστερά η Αθηνά με την ασπίδα της.
Δίπλα στην Ασπίδα, ο βωμός και οι Κανηφόρες, δηλαδή η προσφορά προς τον ξένο.
Παρακάτω, οι Αυλητρίδες, δηλαδή «η διασκέδαση». Κάτω είναι το άρμα που
συμβολίζει το ταξίδι, όπως και η τριήρης παρακάτω. Αυτή είναι όλη η ιστορία. Είναι
πολύ απλό και επιπλέον δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο που να είναι αντίγραφο από
αρχαίο μοτίβο.»
https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2992796/file.pdf
Το 1972, στην τρίτη ατομική έκθεση στην γκαλερί «Ιόλα - Ζουμπουλάκη»,
παρουσιάζει σειρά έργων του, τα «Επιθαλάμια», στα οποία το στοιχείο της αφαίρεσης
είναι πιο έντονο σε σχέση με το παρελθόν. Ο Μόραλης, αντλώντας από τη μακραίωνη
ζωγραφική παράδοση του τόπου, αποδίδει τις μορφές με τεθλασμένες γραμμές ή
αντίθετες καμπύλες και δεν τον ενδιαφέρει ν’ αποδώσει με ακρίβεια το πρότυπο,
αλλά μέσω της αφαίρεσης να δηλώσει την ουσία της κίνησης και του ρυθμού των
μορφών. Ξεχωριστό έργο της έκθεσης το «Το κορίτσι που ζωγραφίζει» (1971), με
μοντέλο μια μαθήτριά του. Ο ίδιος αφηγείται σχετικά: «Πήγα στο ατελιέ, έκανα το
πρόχειρο σχέδιο του έργου, αλλά δεν είχα τελάρο τετράγωνο. Είχα δύο στενόμακρα, τα
ένωσα και είπα: στο κάτω κάτω, είναι και πιο καλό αυτό. Γιατί; Δεν θέλεις να δεις το
έργο συνέχεια; Το κλείνεις και το ξανανοίγεις!» https://schoolpress.sch.gr/andreou/files/2019/02/Giannis-Moralis-
Andreou-Aikaterini-e-ikastika.pdf
Για την έκθεση αυτή ο φίλος του, Οδυσσέας Ελύτης, έγραψε μεταξύ άλλων στον
κατάλογο της έκθεσης: «Μ’ ένα ολιγοψήφιο αλφάβητο στα χέρια του, όπου τα στοιχεία
που επανέρχονται περισσότερο είναι οι δύο αντίθετες καμπύλες, η ώχρα και το μαύρο,
επέτυχε ο Μόραλης να μετατρέψει την ομιλία των πραγμάτων σε οπτικό φαινόμενο,
κατά τρόπο μοναδικό μέσα στη σύγχρονη ελληνική τέχνη. Μια ορισμένη αυστηρότητα,
φτασμένη μέσα του υποσυνείδητα, και που σίγουρα έχει την προέλευσή της στην
Ηπειρωτική του καταγωγή, συναντήθηκε με μερικές από τις πιο απαιτητικές μετα-
Σεζανικές Ευρωπαϊκές αναζητήσεις. [...] Τα χρώματα της Αττικής γης και της Αίγινας,
τα σώματα των νέων κοριτσιών, το φως ευγένειας, τα βλέπουμε στα τελευταία έργα του
Μόραλη ν' αναδύονται κάποτε με μεγεθυμένα θραύσματα από αρχαίες, ή σμικρυμένες
νωπογραφίες τόπων λατρείας που χάθηκαν για πάντα. […]» (Οι Έλληνες ζωγράφοι, σ.
380)
Ο Μόραλης υπηρέτησε τη ζωγραφική και μέσα από άλλους δρόμους, όπως το
θέατρο. Για πρώτη φορά ασχολήθηκε μ’ αυτό το 1951 που φιλοτέχνησε σκηνικά και
κοστούμια για το μπαλέτο «Έξι λαϊκές ζωγραφιές», σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι,
που παρουσίασε το Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου. Ακολούθησαν κι άλλες
συνεργασίες για μπαλέτα σε μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, αλλά και των Μίκη
Θεοδωράκη, Γιάννου Κόνταλυ και Holim El Dabh. Ιδιαίτερης σημασίας ήταν η
μακροχρόνια συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης και τον Κάρολο Κουν, αλλά και
με το Εθνικό Θέατρο, όπου τα σκηνικά και τα κουστούμια του άφησαν εποχή.
Σπουδαία είναι, επίσης, η συνεισφορά του στον χώρο του βιβλίου, καθώς αρκετά
κοσμούνται με έργα του. Τη σφραγίδα του φέρουν, για παράδειγμα, το «Έξι και μια
τύψεις για τον ουρανό» και το «Άξιον εστί», του Οδυσσέα Ελύτη, καθώς και τα
«Ποιήματα» (Ίκαρος 1965) του Γιώργου Σεφέρη, με τον ποιητή να χαρακτηρίζει τις
δέκα συνθέσεις του Μόραλη, που τα κοσμούν, «Ζωγραφικά σχόλια στην ποίησή του»,
παρότι είχε ακούσει με δισταγμό την πρόταση του εκδότη να εικονογραφήσει ο
Μόραλης τα ποιήματά του.
Ιδιαίτερα σημαντική ήταν και η συνεργασία του Γιάννη Μόραλη με αρχιτέκτονες,
όπως ο Πρ. Βασιλειάδης, ο Σ. Στάικος, Γ. Μπόγδανος, Ν. Χατζημιχάλης, Ν.
Βαλσαμάκης, Ε. Βουρέκας και άλλοι, καθώς φιλοτεχνεί για αρχιτεκτονήματα τους,
όπως το «Χίλτον», το ξενοδοχείο «Grand Hotel» της Ρόδου, το ξενοδοχείο «Αμαλία»
στους Δελφούς, σε καταστήματα τραπεζών, στο εστιατόριο «Διόνυσος» στου
Φιλοπάππου, στο Δημαρχείο Αθηνών, στο Σταθμό Πανεπιστήμιο του Μετρό και
άλλα.
Ο Γιάννης Μόραλης συμμετείχε σε εγχώριες και διεθνείς εκθέσεις, διακρίθηκε με
το έργο του και τιμήθηκε γι’ αυτό, και δικαίως, εν ζωή! Ενδεικτικά σημειώνω το
χρυσό μετάλλιο στη Διεθνή Έκθεση Χειροτεχνίας στο Μόναχο το 1973, την εκλογή
του ως τακτικού μέλους του Διεθνούς Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών (1962), το
παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικα (1979) και το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών
της Ακαδημίας Αθηνών (1979), ενώ το 1996 η Ακαδημία Αθηνών οργάνωσε έκθεση
προς τιμήν του.
Αγαπητοί φίλοι. Ο ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης και σκηνογράφος, Γιάννης
Μόραλης, πέθανε στα 93 του χρόνια, έχοντας σφραγίσει την πορεία της νεοελληνικής
ζωγραφικής. Ένα χρόνο μετά τον θάνατό του η Εθνική Πινακοθήκη του αφιέρωσε
τιμητική έκθεση, όπου εκτέθηκαν αντιπροσωπευτικά έργα, ζωγραφικά, σχέδια και
χαρακτηριστικά από έξι δημιουργικές περιόδους της γόνιμης πορείας του (1930-
1980), τα οποία προέρχονται από τη γενναία δωρεά του καλλιτέχνη με 113 έργα προς
την Εθνική Πινακοθήκη. Την έκανε το 1988, μετά το πέρας της πρώτης αναδρομικής
παρουσίασης της δουλειάς του στο Ίδρυμα. Η έκθεση συμπληρώθηκε από 20
μεταγενέστερα της δωρεάς των έργων, από ιδιωτικές συλλογές, που
αντιπροσωπεύουν την τελευταία, γεωμετρική, πιο αφαιρετική περίοδό του. Μάλιστα,
σε δημοσίευμα της εφημερίδας «Έθνος» (26-4-2011) για την έκθεση
( http://www.ethnos.gr/politismos/arthro/o_moralis_ proteinei_morali-62977080/ ), μεταξύ άλλων, αναφέρεται η
εκτίμηση της διευθύντριας της Πινακοθήκης Μαρίνας Λαμπράκη - Πλάκα πως «Από
νωρίς ο Μόραλης είχε αποφασίσει να κρατήσει τα καλύτερα έργα του και να τα χαρίσει
στην Εθνική Πινακοθήκη» και πως συνειδητοποίησε «το γιατί, όταν είχε πάρει
συνέντευξη μέσα στην αναδρομική έκθεση του '88, στην οποία σχολίαζε κυρίως εκείνα
τα έργα που θα έκανε μετά δωρεά στην Εθνική Πινακοθήκη». Και πράγματι, η Εθνική
Πινακοθήκη τα τίμησε και κάποια τα έχει τοποθετήσει σε περίοπτη θέση, δίπλα πάντα
από άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες. Αν κάποια στιγμή επισκεφτείτε την
Πινακοθήκη είμαι βέβαιη πως θα τα θαυμάσετε.
Και στην Άρτα, αν πάτε, πέραν άλλων, αξίζει να επισκεφτείτε τη Δημοτική
Πινακοθήκη, η οποία φέρει, το όνομα του Γιάννη Μόραλη, όπως και η μικρή πλατεία
μπροστά στην Πινακοθήκη, όπου έχει στηθεί προτομή του, που σημαίνει πως η
γενέτειρά του δεν τον λησμόνησε! Δεν τον λησμόνησε, όμως, ούτε η Πρέβεζα, αφού
η Δημοτική Πινακοθήκη φέρει το όνομά του, αλλά, διάβασα πως και για κάποια
πλατεία το ίδιο ισχύει!
Αγαπητοί φίλοι. Αν υποστηρίξει κάποιος πως μπορεί να παρουσιάσει μέσα σε λίγα
λεπτά της ώρας το έργο του Γιάννη Μόραλη, προφανώς πλανάται. Όσο με αφορά,
προσπάθησα να σας δώσω, μια ιδέα γι' αυτό. Ίσως, μάλιστα, τούτη η βραδιά να γίνει
αφορμή να εντρυφήσουμε περισσότερο στην προσωπικότητα και το έργο του κι ίσως,
ποιος ξέρει, να δούμε μέσα σ’ αυτό αθέατες πλευρές του εαυτού μας. Και, κλείνω,
αναθυμούμενη τους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη από το «Άξιον εστί», «Όπου και να
σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,/ όπου και να θολώνει ο νους σας,/ μνημονεύετε Διονύσιο
Σολωμό/ και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη», και πιστεύω πως μπορούμε
δίπλα στα ονόματα του Σολωμού και του Παπαδιαμάντη να τοποθετήσουμε και του
Γιάννη Μόραλη, διότι ό,τι εξέφρασαν αυτοί οι δύο μέσω της πένας τους, αυτός το
αποτύπωσε εξαιρετικά με τις τέχνες που υπηρέτησε.
Σας ευχαριστώ πολύ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου