Διάλεξη στη Διακίδειο
Σχολή Λαού Πατρών
(9-12-2015)
.Ηρακλή Εμμ. Καλλέργη
Ομότιμου Καθηγητή του Πανεπιστημίου Πατρών
με θέμα:
Κυρίες και
Κύριοι,
Στις 21 Φεβρουαρίου 1857, το εκλεκτό τέκνο της Ζακύνθου και αρχηγέτης της
νεοελληνικής ποίησης, ο Διονύσιος Σολωμός, έκλεισε για πάντα τα μάτια του, σε
ηλικία μόλις 59 ετών. Ο Ιάκωβος Πολυλάς, αναφερόμενος στην κηδεία του δασκάλου
του, με τον οποίο τόσο είχε συνδεθεί, γράφει στα Προλεγόμενα της έκδοσης των
σολωμικών ποιημάτων και τα εξής: «Η
γενική σιγή, ενώ το ξόδι εδιάβαινε τα πολυανθρωπότερα μέρη της πόλης, και η
σοβαρή λύπη εις όλα τα πρόσωπα έδειχναν ότι σ’ εκείνη τη στιγμή όλος ο λαός
συνέπνεεν εις ένα μόνον θεάρεστον αίσθημα, και ότι, επιδεχτικός του πλέον
υψηλού ενθουσιασμού, επροσκυνούσε το μεγαλείον του νοός και της αρετής».
Στα λόγια αυτά του Πολυλά αποτυπώνεται, νομίζω, η γενική πεποίθηση των
συγχρόνων του Σολωμού για την προσωπικότητά του, προσωπικότητα που συνδύαζε
αρμονικά την ποιητική μεγαλοφυΐα με το βαθύτατα καλλιεργημένο και ενάρετο
χαρακτήρα.
Η αρετή του Σολωμού, για την οποία κάνει λόγο ο Πολυλάς, γνωρίζουμε
σήμερα πολύ καλά ότι ήταν απόρροια μιας πολύ επιμελημένης αγωγής, αλλά
προπάντων μιας έντονης θρησκευτικότητας. Και δεν θα μπορούσε να είναι
διαφορετικά. Η ιστορία, η φιλοσοφία, αλλά και η προσωπική πείρα όλων μας,
πιστοποιούν ότι η προσπάθεια για την κατάκτηση της αρετής είναι αγώνισμα έωλο
χωρίς την πίστη στον Θεό. Η αρετή, που αποτελεί τον αμετάθετο στόχο κάθε
γνήσιου πνευματικού ανθρώπου, είναι στην ουσία δώρο «άνωθεν καταβαίνον», όπως φαίνεται
να πιστεύει και ένας άλλος μεγάλος της ποίησής μας, ο Ανδρέας Κάλβος. Στην ωδή
του «Εις Ελευθερίαν» γράφει
χαρακτηριστικά:
Εάν το θείον πίετε ρεύμα
–δηλαδή εάν ενωτισθείτε τα θεία διδάγματα–
μία δύναμις ουράνιος
εις την ψυχήν σας δίδει
πτερά ελαφρά και υψώνεται
λαμπρόν το μέτωπόν σας
υπέρ την νύκτα.
Η θρησκευτικότητα του Σολωμού, χάρη στην οποία υψώθηκε «υπέρ την νύκτα»
των ψυχικών παθών και των δυσχερειών της ζωής υποτάσσοντας στη συνέχεια με τη
δύναμη του ταλέντου του τα βιώματα και τις σκέψεις του στο νόημα της τέχνης,
ιδού το αποψινό μας θέμα. Θέμα εξαιρετικά επίκαιρο σε μια εποχή όπως η δική
μας, όπου απουσιάζουν τα μεγάλα πρότυπα της αρετής και είναι ανάγκη να τα
αναζητούμε στην πλούσια πνευματική μας παράδοση. Οι τεχνοκριτικές επισημάνσεις
και οι ποικίλες φιλολογικές προσεγγίσεις στο έργο των λογοτεχνών μας, ασφαλώς
χρήσιμες πάντοτε, δεν πρέπει, νομίζω, να μας απομακρύνουν από την καυτή ουσία
της ζωής, που αναμφίβολα υπάρχει πίσω από τα μορφώματα της τέχνης.
Έχει υποστηριχθεί από έγκυρους μελετητές –τους χαρακτηριζόμενους, κατά
πάγια ορολογία, ως «σολωμιστές»– ότι ο Σολωμός είναι ο θρησκευτικότερος ποιητής
της νεότερης Ελλάδας όχι μόνο για το πλήθος των θρησκευτικών απηχήσεων που
διαπιστώνονται στο έργο του, αλλά και για όλη την κοσμοθεωρητική του συγκρότηση
και τη ζωή του σε όλες τις εκφάνσεις της, ζωή που –παρά τον ιδιόρρυθμο
χαρακτήρα του– διακρινόταν από αγαθότητα, καλοσύνη και πίστη στο Θεό.
Αυτό όμως που κατεξοχήν χαρακτηρίζει τη θρησκευτικότητα του Σολωμού,
είναι ότι συνδέεται άρρηκτα στη συνείδησή του με την ποιητική δημιουργία. Σε
κάποιον από τους Στοχασμούς του στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», ποίημα της
άκρας ωριμότητάς του, αποκαλύπτεται άμεσα η σύνδεση αυτή, που αποτελεί και το
βαθύτερο θεωρητικό πιστεύω του για την ποίηση. Η ποίηση, σύμφωνα με το στοχασμό
αυτόν, ξεκινά από το Θεό και σ’ Αυτόν πρέπει να επιστρέφει. «Το ποίημα, γράφει, ας έχη ασώματη ψυχή, η οποία απορρέει από τον Θεό, και αφού
σωματοποιηθεί εις τα όργανα καιρού, τόπου, εθνικότητος, γλώσσας κ.ά. [...],
τέλος επιστρέφει εις τον Θεόν».
Η θρησκευτική αυτή πίστη πηγαίνει ακόμη βαθύτερα. Εφόσον, κατά το Σολωμό,
ο ποιητής-δημιουργός αντλεί από το πνεύμα τού κατ’ εξοχήν Δημιουργού, του Θεού,
και ο κόσμος που αποκαλύπτεται με τη χάρη που έχουν τα μάτια του να βλέπουν
είναι θεϊκός. Τη θέση αυτή τη βρίσκουμε εκφρασμένη με περισσή καθαρότητα στο
όραμα της Φεγγαροντυμένης του «Κρητικού», μορφής που ο ποιητής την ονομάζει
ρητά θεϊκή: Έτρεμε το δροσάτο φως στη
θεϊκιά θωριά της. Κι αλλού: Κι έχασα
αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλή ώρα. Εκτός από τα εξαίσια γνωρίσματα με τα
οποία τη στολίζει και τις θαυματουργικές της ιδιότητες, η γαλήνη, που ξαφνικά
απλώνεται στην πλάση πριν από την εμφάνισή της, δείχνει ότι εδώ ο ποιητής μας
συνειδητά ακολουθεί ένα πανάρχαιο μοτίβο, σύμφωνα με το οποίο, πριν από τη θεία
επιφάνεια πρέπει να σιγήσει κάθε έμψυχο και άψυχο ον. Ας μην ξεχνούμε το
Χερουβικό Ύμνο της Λειτουργίας του Ιακώβου, όπου η ανθρωπότητα ολόκληρη
εντέλλεται να σιγήσει και να σταθεί με φόβο και τρόμο πριν από τη Μεγάλη
Είσοδο: Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία και
στήτω μετά φόβου και τρόμου και μηδέν γήινον εν εαυτή λογιζέσθω ιδού γαρ ο βασιλεύς
των βασιλευόντων και κύριος των κυριευόντων, Χριστός ο Θεός ημών, προσέρχεται
σφαγιασθήναι και δοθήναι εις βρώσιν τοις πιστοίς κλπ..
Το ίδιο θεϊκές είναι και άλλες μορφές, που έχει τη χάρη ν’ αντικρίζει ο
ποιητής. Ρητά ονομάζεται «αθάνατη και θεία» η Ελευθερία στον «Ύμνο»:
Κι εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
που
ό,τι θέλεις ημπορείς,
εις
τον κάμπο Ελευθερία
ματωμένη περπατείς.
«Θεά» προσφωνεί ο ποιητής τη Μητέρα, «τη μεγαλόψυχη στον πόνο και στη
δόξα», στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους». Και η γυναίκα με το πέπλο, όπως
γράφει ο ίδιος ο ποιητής στο ομώνυμο ποίημα (La Dona Velata), «αν και το πρόσωπό της ήταν κρυμμένο, φαινόταν θεϊκή σε
όλα, καθώς στεκόταν ασάλευτη».
Αναμφίβολα, η σύνδεση Θρησκείας και Ποίησης, όπως φανερώνεται στις
σκέψεις του και στα ποιητικά μορφώματα, όπου πλαστικά τις μετουσιώνει,
αποτελούν έκφραση μιας οριστικά διαμορφωμένης βιοθεωρίας, αλλά και μιας ζωής,
που από τα πρώτα παιδικά του χρόνια είχε συνυφανθεί με βιώματα θρησκευτικά.
Τα λιγοστά που μας έχουν παραδοθεί για την παιδική του ηλικία μας οδηγούν
στο συμπέρασμα πως, εκτός από μια επιμελημένη θρησκευτική ανατροφή που πήρε στη
Ζάκυνθο –νησί που διακρινόταν για την έντονη θρησκευτικότητά του και ιδιαίτερα
για τη λατρευτική αφοσίωσή του στον Άγιο Διονύσιο, πράγμα που ασφαλώς
συνετέλεσε στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του–, τον τραβούσε προς τα εκεί
και κάποια έμφυτη δική του κλίση, που στάθηκε η αρχή της θρησκευτικότητας των
ώριμων χρόνων του. Είναι μαρτυρημένο ότι από παιδί μελετούσε την Αγία Γραφή,
από την οποία είχε αποστηθίσει ολόκληρες περικοπές, και ιδίως από τους Ψαλμούς,
τον Ιερεμία, τον Ιωβ και το Άσμα Ασμάτων, από το οποίο εμπνεύστηκε μερικά
σονέτα στην ιταλική. Αγαπητά του αναγνώσματα ήταν ακόμα η Αποκάλυψη του Ιωάννη,
ο Ιερός Χρυσόστομος, ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Ιωάννης ο
Δαμασκηνός. Διακεκριμένοι μελετητές έχουν εντοπίσει στο έργο του όλο το εύρος
των επιδράσεων που δέχθηκε από τη Βίβλο και τη λοιπή εκκλησιαστική γραμματεία,
αλλά στο θέμα αυτό –καθαρά γραμματολογικό–
δεν προτίθεμαι να εισέλθω.
Επιστρέφοντας στη νεανική ηλικία του Σολωμού, πρέπει να τονίσουμε ότι η
θρησκευτική κλίση του –την οποία οπωσδήποτε θα ενίσχυσε ο πρώτος δάσκαλός του,
ο Ιταλός ιερωμένος Santo Rossi–
τον παρακολουθεί και τα χρόνια των σπουδών του στην Ιταλία (1808-1818) και
φανερώνεται, κάπως εξωτερικά, στα θρησκευτικά θέματα που έχουν διάφορα σονέτα
του στην ιταλική. Όπως ήδη έχει διαπιστωθεί, τα ιταλικά αυτά συνθέματα έχουν
φανερή την επίδραση του μεγάλου Ιταλού ποιητή Manzoni, που είχε δημοσιεύσει στα 1815
τους «Θρησκευτικούς Ύμνους» του. Ωστόσο,
η πείρα μάς διδάσκει ότι συχνότατα μόνον όταν είσαι έτοιμος, όταν δηλαδή το
επιτρέπουν ο ψυχικός σου κόσμος και το ιδεολογικό σου υπόστρωμα, δέχεσαι
επιδράσεις από κάποιο έργο. Η πηγαία, λοιπόν, εσωτερική παρόρμηση του Σολωμού
προς το Θεό, αποτέλεσμα και των επιδράσεων που δέχθηκε στα παιδικά του χρόνια,
ήταν αυτή που τον οδήγησε στη δημιουργική αφομοίωση των θρησκευτικών κειμένων
του Manzoni. Η
θρησκευτική τάση του θα ενισχύθηκε τα χρόνια αυτά και από την αδιάκοπη και
συστηματική μελέτη του Δάντη, μιας από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές συνειδήσεις
των αιώνων, από τον οποίο αργότερα εμπνεύστηκε 6 σονέτα στην ιταλική. Είναι,
εξάλλου, χαρακτηριστικό ότι, ενώ την εποχή αυτή βλέπουμε να έχει γόνιμα
ποτιστεί από τις φιλελεύθερες ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, γεγονός που
διαπιστώνεται και στο μεταγενέστερο «Διάλογό» του για τη γλώσσα –όπου τα
επιστημονικά επιχειρήματα είναι στηριγμένα στο στοχασμό του γαλλικού
διαφωτισμού–, στην ψυχή του δεν φαίνεται να βρήκε καμιά ανταπόκριση ο
ορθολογισμός που συνόδευε ως θεωρία το κίνημα αυτό, και μάλιστα τη στάση του
απέναντι στη θρησκεία.
Αναμφισβήτητα, το σπουδαιότερο απ’ όλα τα ποιήματα της εποχής των σπουδών
του είναι η «Ωδή για πρώτη λειτουργία». Ο ίδιος ο Σολωμός το θεωρούσε έργο
ώριμο, κι αυτό διάβασε στον Σπυρίδωνα Τρικούπη το 1822 στη Ζάκυνθο. Ο
Τρικούπης, που ήξερε καλά την ιταλική, αφού άκουσε προσεκτικά την όντως εξαίσια
αυτή σύνθεση είπε στον ποιητή: «Οι πρώτες θέσεις στον ιταλικό Παρνασσό είναι
πιασμένες. Ο ελληνικός Παρνασσός περιμένει τον Δάντη του». Με τα λόγια αυτά ο
Τρικούπης τον παρότρυνε να ασχοληθεί με καθαρώς ελληνικά συνθέματα και να γίνει
έτσι ο γενάρχης της ποίησής μας.
Μετά την επιστροφή του Σολωμού στη Ζάκυνθο, παρατηρούμε ότι η επίδραση
της Δυτικής Εκκλησίας στα ποιήματά του ατονεί και η θρησκευτικότητά του στα
εξωτερικά φανερώματά της παίρνει βαθμιαία μια έκφραση πιο ελληνική: Ο κάποιος
βορινός μεταφυσικός ζόφος, που φανερωνόταν στα ιταλικά συνθέματα, διαλύεται
σιγά-σιγά στο λαγαρό ελληνικό φως. Τώρα παίρνουν μορφή στα ποιήματά του κάποιες
θύμησες ολότελα ελληνικές: το σήμαντρο του εσπερινού, το ερημικό εξωκλήσι, το
φως της καντήλας, η μυρωδιά του λιβανιού.
Γλυκόφωνο σήμαντρο
που
κράζει απ’ το σπίτι.
το
γέρο ερημίτη
να πει το σπερνό.
θα μας πει στα
«Δύο Αδέλφια», ενώ στην ωδή «Εις τον θάνατον του Λόρδου Μπάιρον» θα γράψει:
Ακριβό σαν την ελπίδα
που
έχει πάντοτε ο θνητός,
γλυκοφέγγει
απ’ τη θυρίδα
τσ’ Άγιας Τράπεζας το φως.
Στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» θα θυμηθεί και πάλι τη μυρωδιά του
λιβανιού και τα φτωχά εξωκλήσια, όπως για παράδειγμα στους στίχους:
οληνυχτίς ανέβαινε η δέηση, το λιβάνι (Β΄
Σχεδίασμα)
και με λιβάνι δέχεται και φώτα τον καημό τους
ο σταυροθόλωτος ναός και το φτωχό ξωκλήσι. (Γ΄
Σχεδίασμα)
Ας προσθέσουμε στα προηγούμενα ότι όσο ο Σολωμός προχωρεί στη μελέτη της
ελληνικής γλώσσας και όσο εμβαθύνει στο νόημα της ποίησης, τόσο η
θρησκευτικότητά του συνδέεται στενότερα με τα ιδανικά της πατρίδας και της
ελευθερίας. Όσο περνούν τα χρόνια, η πίστη του παίρνει ελληνικότερο χρώμα, αλλά
και το ιδανικό της πατρίδας θεμελιώνεται στη θρησκευτική αυτή πίστη και από
εκεί παίρνει δύναμη και βάθος. Η συνύφανση αυτή των δύο ιδανικών, που ορίζουν
ολόκληρο το έργο του Σολωμού, εκδηλώνεται έκτυπα στον «Ύμνο εις την
Ελευθερίαν», όπου –καθώς παρατηρεί ο αείμνηστος καθηγητής Νικόλαος Τωμαδάκης, η
Ελευθερία, η Ελλάδα και η Θρησκεία ορίζονται με νέα πλατύτατα όρια, σύμφωνα με
την παράδοση, την πίστη του Έθνους και την ιστορία του παρελθόντος και του
παρόντος, ενώ μετά από τόσους αιώνες ποιητικής αδράνειας ενώθηκαν πάλι ο
θαυμασμός προς την Ελλάδα και η πίστη στη δικαιοσύνη του Θεού.
Όλος ο Ύμνος είναι διάχυτος από απηχήσεις εκκλησιαστικών κειμένων και από
θερμή αγάπη προς τη μητέρα Εκκλησία, που υλοποιείται κυρίως στις στροφές
εκείνες, όπου εκφράζονται ο σπαραγμός και η οργή του ποιητή για τον απαγχονισμό
του Πατριάρχη:
Κειες τες δάφνες που
εσκορπίστε
τώρα πλέον δεν τες πατεί,
και το χέρι οπού εφιλήστε
πλέον, α, πλέον δεν
ευλογεί
Όλοι κλάψτε
αποθαμένος
ο αρχηγός της Εκκλησιάς
κλάψτε, κλάψτε
κρεμασμένος
ωσάν νά’ τανε φονιάς!
Ωστόσο, η σύνδεση Ελευθερίας και Θρησκείας πραγματοποιείται κυρίως στις
στροφές 88-121, όπου εισάγεται η Θρησκεία να υποδέχεται, με ένα σταυρό στο
χέρι, την Ελευθερία στην ιερή γη του Μεσολογγίου, και η απόφαση των Ελλήνων να
ελευθερωθούν βρίσκει την επικύρωσή της στον Ουρανό. Βαθιά θρησκευτική συνείδηση
εκφράζουν ιδιαίτερα οι στροφές 134 και 135 όπου η Ελευθερία, με το φίλημα που
δέχεται από τη Θρησκεία, εμφανίζεται θεοποιημένη. Ο μυστικός δεσμός αυτών των
δύο ιδανικών, δηλαδή της Θρησκείας και της Ελευθερίας, επεκτείνεται και στο
ζεύγος Πατρίδα-Θρησκεία:
134
Α,
το φως που σε στολίζει,
σαν
ηλίου φεγγοβολή,
και
μακρόθεν σπινθηρίζει
δεν είναι, όχι, από τη γη.
135
Λάμψιν έχει όλη φλογώδη
χείλος, μέτωπο, οφθαλμός
φως το χέρι, φως το πόδι,
κι όλα γύρω σου είναι φως.
Σύμφωνα με το
στοχασμό των «Ελεύθερων Πολιορκημένων»: «Εις
αυτό (το ποίημα) θα ενσαρκωθεί το ουσιαστικότερο και υψηλότερο περιεχόμενο της
ανθρώπινης φύσης, η Πατρίδα και η Πίστις».
Στο σημείο αυτό αξίζει να τονίσουμε ιδιαίτερα κάτι που γίνεται φανερό και
από τις σκέψεις που προηγήθηκαν, ότι δηλαδή ο Σολωμός δεν είναι απλά ένας
θρησκευόμενος ποιητής, που πιστεύει αόριστα σε κάποια ανώτερη δύναμη
έχει εγκολπωθεί τη χριστιανική διδασκαλία, και ιδιαίτερα της Ορθόδοξης
Εκκλησίας μας, θεμελιώδη δόγματα της οποίας και ιδέες εκφράζει με τρόπο
ποιητικό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ωδή «Εις Μοναχήν», λαμπρή πραγματοποίηση θρησκευτικής ποίησης, κατά τον
Εμμ. Κριαρά, που ο Σολωμός την έγραψε στην Κέρκυρα το 1829 μέσα στη γλυκιά
γαλήνη του δωματίου του. Για το ποίημα αυτό ο Πολυλάς παρατηρεί: «Όταν η τέχνη
τολμάει να εκφράσει θρησκευτικούς στοχασμούς, κινδυνεύει πολύ να χάσει την
ανεξαρτησία της και να φανεί μικρή σιμά εις το βάθος της αποκαλυμμένης
αλήθειας. Ο Σολωμός εβγήκε αξιόλογα από τη δύσκολη θέση, κι εδυνήθηκε, σιμά εις
την αγνότητα της παρθενίας, πλαστικώς να παραστήσει τα πλέον μυστηριώδη νοήματα
του Χριστιανισμού.
Κατά τον Γιάννη Αποστολάκη, έναν από τους εγκυρότερους σολωμιστές «Η
σύνθεση είναι ποιητική οπτασία της ζωής του ανθρώπου, καθώς την παραδέχεται η
χριστιανική θρησκεία. Σύμφωνα μ’ αυτή η ζωή του ανθρώπου, αρχίζει με τη γέννησή
του, ή καλλίτερα με τη δημιουργία του κόσμου, και τελειώνει όχι με το θάνατό
του, αλλά με την κρίση των νεκρών στη Δεύτερη Παρουσία».
Ο ποιητής σ’ ένα μεγαλόπρεπο όραμα, όπου ο ναός μεταβάλλεται σε ουρανό,
καθώς οι άγγελοι κατεβαίνουν από το θρόνο του Άπλαστου και κρυμμένοι στο
σύννεφο του μοσχολίβανου παρακολουθούν την είσοδο στην εκκλησία της νέας
μοναχής, βρίσκει την ευκαιρία να αντιπαραθέσει τη γαλήνη και ευτυχία της
μοναχικής ζωής στην τρικυμία και δυστυχία της κοσμικής:
Γλυκό ’ναι της Παράδεισος
να
μελετάς τα κάλλη
πικρή
’ναι η φοβερότατη
του
κόσμου η ανεμοζάλη
μόν’
εδώ φθάνει ο αντίλαλος,
δε φθάνει η τρικυμιά.
Εδώ ο Χριστός στα ονείρατα
σ’
εσένα κατεβαίνει.
Εκεί
ταράζουν άρματα
και
θρόνοι αιματωμένοι.
Εδώ
ευτυχία και θρίαμβος,
εκεί ’ναι συμφορά.
Η νύμφη του Χριστού, το πιο μοσχοβόλο ρόδο μέσα στο λαμπροφόρο πανηγύρι
της Ανάστασης, έστρεψε οριστικά τα μάτια και τη φωνή της στον Ουρανό αρνούμενη
τις χαρές του έρωτα. Ο Χριστός, σε αντάλλαγμα, θα την παρηγορήσει στο κρεβάτι
του πόνου τη βαριά ώρα του ψυχομαχητού και θα της ξαναδώσει τον αρραβώνα που
της πήρε με το θάνατο, αρραβώνα αφθαρσίας. Τελειώνοντας το ποίημα, ο χριστιανός
Σολωμός εκφράζει και πάλι την πίστη του στην Ανάσταση των νεκρών και στην
τελική Κρίση:
Τα κόκκαλα εβαρέθηκαν
στο μνήμα καρτερώντας
και τρίζουνε ακατάπαυστα
την Κρίση αναζητώντας
Ξύπνα, αδελφή! Τη Σάλπιγγα
την ύστερη αγροικώ.
Τα μάτια της αστράψανε
του τάφου από την κλίνη.
Κοίτα, πετιέται ολόχαρη
και μες στο λάκκο αφήνει
τους μόσχους του Μαϊάπριλου
που δεν υπάρχει πλιο!
Ο Σολωμός από πολύ ενωρίς είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου χάρη
στην πίστη του, πως, πέρα από την επίγεια ζωή, υπάρχει μια άλλη ζωή, ένας
κόσμος ανώτερος, ο κόσμος ο αληθινός, που τον ονομάζει «Πατρίδα του Αγαθού» και
«Βασίλειο της Αγάπης και της Αλήθειας».
Αυτή την πίστη του στην ύπαρξη ενός κόσμου ανώτερου θα τη μετουσιώσει
ποιητικά στους στίχους που αφιέρωσε στο θάνατο της Αιμιλίας Ροδόσταμο, στίχους
που αποπνέουν μιαν υπέροχη πνευματική αγνότητα:
Στη θύρα την ολόχρυση της Παντοδυναμίας,
πνεύματα μύρια παλαιά, πνεύματα μύρια
νέα
σ’
ακαρτερούν για να σου πουν πως άργησες να φθάσεις.
Το όραμα της αιωνιότητας, του άφθαρτου κόσμου της ομορφιάς και της
καλοσύνης, στο οποίο ήταν προσηλωμένος ο Σολωμός, διαπνέει και τους «Ελεύθερους
Πολιορκημένους», όπου οι αγωνιζόμενοι για την ηθική ελευθερία Μεσολογγίτες –σ’
έναν τόπο, που δεν είναι πια το συγκεκριμένο Μεσολόγγι, αλλά μια πατρίδα
υπερεθνική και υπερούσια, η πατρίδα του ανθρώπου– έχουν απαρνηθεί τα εγκόσμια
και έχουν οριστικά στρέψει τα μάτια της ψυχής τους στον ουρανό.
«Οι ήρωες –γράφει ο ποιητής στο 2ο Σχεδίασμα– είναι ενωμένοι και, μέσα
τους, λένε λόγια:
Για την αιωνιότητα που μόλις τα
χωράει.
Στα μάτια και στα πρόσωπα φαίνοντ’ οι
στοχασμοί τους
τους λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη
ψυχή τους.
Αγάπη κ’ έρωτας καλού τα σπλάχνα τους
τινάζουν
τα σπλάχνα τους κι η θάλασσα ποτέ δεν
ησυχάζουν.
Γλυκιά κι ελεύθερη η ψυχή
σα να ’τανε βγαλμένη, κ’
ύψωναν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη.
Μία άλλη βασική χριστιανική ιδέα, που έχει εγκολπωθεί ο Σολωμός, είναι
ότι τα πάντα εκπορεύονται από την πνοή του δημιουργού. «Εντύπωση κάνει –γράφει
ο Λ. Πολίτης–, μέσα στην καυστικότητα των στίχων του σατιρικού του ποιήματος Το Όνειρο, το ξαφνικό γαλήνιο φως που
εκπέμπουν οι στίχοι:
Όταν έπλασαν τα χέρια
που
σκορπίσανε τ’ αστέρια
του
θνητού τα σωθικά
(και
τα πλάσανε καλά),
πρώτ’
απ’ όλα τ’ άλλα πάθια
του έχουν βάλει τη Συμπάθεια.
Στους στίχους
αυτούς, εκτός από την ιδέα της δημιουργίας από το Θεό του έναστρου ουρανού και
της ανθρώπινης ψυχής, είναι, νομίζω, φανερή και η ιδέα ότι η αγάπη προς το
συνάνθρωπο είναι βαλμένη στην ψυχή από τη θεία δημιουργική πνοή, επομένως είναι
σύμφυτη στον άνθρωπο αποτελώντας πρωταρχικό θεϊκό δώρο, εφόσον ο ίδιος ο Θεός
«Αγάπη εστίν». Ας θυμηθούμε με την ευκαιρία τα λόγια και της σοφόκλειας
Αντιγόνης: Ούτοι συνέχθειν, αλλά
συμφιλείν έφυν (Δεν γεννήθηκα για να μισώ, αλλά για ν’ αγαπώ).
Η ιδέα της εκ του μηδενός δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου, που θα
τον κατοικούσε, αποτυπώνεται ανάγλυφα στους οραματικούς εκείνους στίχους της
Ωδής «Εις Μοναχήν»:
Ο Πλάστης κατ’ εικόνα του
τον
άνθρωπο εποιούσε.
Μες
στα κρυφία της γνώσης του
τη
Χτίση εμελετούσε,
για
να ’ναι του λιγόζωου
ανθρώπου η κατοικιά.
Απάνου
απάνου χύθηκε
στην
Άβυσσο που εσειότουν
και
με τρομάρα εμούγκριζε,
κι
αυτί δεν εσωζότουν
ο
Πλάστης ολομόναχος
αγρίκαε με χαρά:
Το Θεό αυτόν, που είναι αόρατος, μπορεί να τον αντικρίσει, επικοινωνώντας
μαζί του, ο άνθρωπος, όταν αποσυρθεί στη γαλήνη της μοναξιάς. Ο ποιητής έχει τη
χάρη ν’ αντικρίσει τη θεϊκή μορφή της μητέρας-Πατρίδας «μες στο πανέρμο δάσος».
Η μοναχή μόνο αποτραβηγμένη από την ανεμοζάλη του κόσμου μπορεί να βρεθεί στον
άλλο κόσμο τον ιδεατό, κοντά στο Θεό, και να νιώσει την ευτυχία, όπως λέει και
ο εκκλησιαστικός ύμνος: «τοις μοναχικοίς ζωή μακαρία εστίν θεϊκώ έρωτι
πτερουμένη». Εκεί στη μοναξιά, κάτω από το βλέμμα του Θεού, μπορεί να
αντιμετωπίσει ακόμη και το φοβερό βίωμα του θανάτου αντλώντας δύναμη από την
πίστη της, σύμφωνα με τα λόγια του αγγέλου στη σχετική Ωδή:
Μη φοβηθείς να ’σ’ έρημη
τότ’ από κάθε μάτι
ιδού ο Χριστός που γέρνοντας
στου πόνου το κρεβάτι,
σου σιάζει το προσκέφαλο
και σε παρηγορά.
Όμως ο Σολωμός δεν είναι μόνο ο αναχωρητής του γραφείου, ο οραματιστής,
που μακριά από τη ζωή, συλλογίζεται και πλάθει κόσμους αγγελικούς. Είναι
βαθύτατα ριζωμένος στη γη, καταφάσκει απόλυτα τη ζωή. «Δεν τό ’λπιζα να ’ν’ η ζωή μέγα καλό και πρώτο», γράφει στον
«Πόρφυρα». Η θρησκευτικότητα, που τον βαθύτερο πυρήνα της αποτελεί η πίστη στη
μετά θάνατο ζωή, δένεται σφιχτά με την αγάπη για τη ζωή και ιδιαίτερα τη φύση,
πράγμα που βλέπουμε τόσο στους εξαίσιους στίχους των «Ελεύθερων Πολιορκημένων»,
όσο και στο γνωστό απόσπασμα του «Λάμπρου» «Η ημέρα της Λαμπρής». Το Πάσχα
είναι η μεγαλύτερη θρησκευτική γιορτή των Ελλήνων, που ο λαός ονόμασε Λαμπρή.
Το «Χριστός Ανέστη» είναι για το λαό μας η έκφραση της πιο βαθιάς θρησκευτικής
χαράς. Γι’ αυτό ο Σολωμός στην «Ωδή εις Μοναχήν», θέλοντας να εκφράσει την
ανεκλάλητη, την υπερκόσμια χαρά του Έλληνα χριστιανού, παρασταίνει τους
αγγέλους να ψάλλουν το «Χριστός Ανέστη» κρυμμένοι στο σύννεφο του λιβανωτού.
Ό,τι κατορθώνεται εδώ, ολοκληρώνεται στο θαυμαστό απόσπασμα του «Λάμπρου»:
Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της
αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο,
καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’
ουρανού σε κανένα από τα μέρη
και
από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο
γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που
λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
«Γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα».
Χριστός
Ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι,
μικροί μεγάλοι, ετοιμαστείτε
μέσα
στες εκκλησιές τες δαφνοφόρες
με
το φως της χαράς συμμαζωχτείτε
ανοίξετε
αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά
στους Αγίους και φιληθείτε
φιληθείτε
γλυκά χείλη με χείλη,
πέστε «Χριστός Ανέστη» εχθροί και φίλοι.
Η απόλυτη αυτή κατάφαση της ζωής, το φως της χαράς που πλημμυρίζει τις
εκκλησίες τις δαφνοφόρες είναι, αναμφίβολα, κάτι βαθύτατα ελληνικό κι είναι
αυτό που χρωματίζει με πρόσχαρο χρώμα και το θρησκευτικό συναίσθημα του Έλληνα.
Στο συγκεκριμένο απόσπασμα του «Λάμπρου» «ο Σολωμός –σημειώνει ο Λ. Πολίτης–
όχι μόνο έδωσε την πιο γνήσια μορφή στο θρησκευτικό του συναίσθημα, αλλά ένωσε
με αυτό και το άλλο βαθύ συναίσθημα που κυβερνά την ποίησή του: τη λατρεία προς
τη φύση. Σε κανένα σημείο της ποίησής του, ούτε στους υστερότερους στίχους των
«Ελεύθερων Πολιορκημένων» και του «Πόρφυρα» δεν έχουμε ένα τέτοιο σφιχτό
συνταίριασμα: της φύσης, του ελληνικού αισθήματος και της θρησκείας.
Είναι, εξάλλου, κοινός τόπος η διαπίστωση ότι η θρησκευτικότητα του
Σολωμού εκφράζεται προοδευτικά με βαθύτερη σκέψη, καθώς στα έργα του
αξιοποιούνται τα διαβάσματα ξένων φιλοσοφικών κειμένων, και ιδιαίτερα
γερμανικών, που του μετέφραζαν φίλοι του. Το βάθεμα της σκέψης του το
διαπιστώνουμε καταρχήν στο ποίημα της ζωής του, το στεφάνωμα της δόξας του,
τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους». Εδώ η νίκη του πνεύματος πάνω στην ύλη, νίκη
όμως που κερδίζεται με μια σειρά ολόκληρη από θυσίες και που καταλήγει στην
υπέρτατη θυσία, τη στιγμή που δεν υπάρχει από πουθενά καμία ελπίδα, η νίκη του
ηθικού ανθρώπου, ο οποίος υλοποιεί την έννοια του χρέους, είναι ιδέες έντονα
επηρεασμένες από τη γερμανική φιλοσοφία, ωστόσο δεν παύουν να είναι απαύγασμα
μιας βαθύτατα θρησκευτικής συνείδησης. Στοχαστικοί μελετητές βρήκαν μάλιστα
στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» πιο συγκεκριμένη σχέση με το Χριστιανισμό.
«Ολόκληρο το ποίημα –γράφει ο Άλκης Θρύλος– είναι βυθισμένο σε θρησκευτική
ατμόσφαιρα, που θυμίζει το πάθος του Χριστού. Όπως εκείνος από το Γολγοθά
φτάνει στην Ανάσταση, έτσι και οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, αφού πέρασαν μια
κλίμακα από δοκιμασίες [...], φτάνουν στον ηθικό θρίαμβο εξαγιαζόμενοι με το
μαρτύριο και τη θυσία». «Έως εκείνη τη στιγμή –λέει ο ίδιος ο ποιητής στο Β΄
Σχεδίασμα– οι πολιορκημένοι είχαν υπομείνει πολλούς αγώνες με κάποιαν ελπίδα να
φθάση ο φιλικός στόλος και να συντρίψει ίσως τον σιδερένιο κύκλο οπού τους
περιζώνει
τώρα οπού έχασαν κάθε ελπίδα και ο εχθρός τούς τάζει να τους χαρίσει τη ζωή αν
αλλαξοπιστήσουν, η υστερινή τους αντίσταση τους αποδείχνει Μάρτυρες».
Η νίκη του πνεύματος στην ύλη, της ζωής στο θάνατο, του αγαθού στο κακό
είναι ιδέα προσφιλής στο Σολωμό και «διήκουσα» στα έργα της ωριμότητάς του,
όπως για παράδειγμα, στον «Πόρφυρα». Εδώ η νίκη του αθάνατου μέρους του
ανθρώπου είναι σα να έρχεται με την καταστροφή του θνητού. Η γνωριμία με τον
άλλο κόσμο, τον πραγματικό, στην πιο μοναχική ώρα του ανθρώπου, της εσώτατης
δηλαδή συνταύτισής του με τη φύση (Φύση
χαμόγελ’ άστραψες και γίνηκες δική του [...] / Νιος κόσμος όμορφος παντού χαράς
και καλοσύνης) φέρνει σα φυσικό επακόλουθο το σβήσιμο του κόσμου του
επίγειου, αφού πια στα μάτια του ανθρώπου ανοίχθηκε ο κόσμος ο πραγματικός,
αφού άστραψε φως και γνώρισε ο νιος τον
εαυτό του. Στον τελευταίο αυτό στίχο κρύβεται το θρησκευτικό βάθος που
περιέχει το ποίημα, ότι δηλαδή τη στιγμή που ανοίγεται ο αληθινός κόσμος, ο
«νιος κόσμος της χαράς και της καλοσύνης», βρίσκει ο άνθρωπος μέσα του τον
πραγματικό του εαυτό, το μέρος που έχει μέσα του από τον κόσμο τον αληθινό, από
την Παράδεισο.
Τούτο εκφράζεται ακόμη καλύτερα στο πρώτο από τα αποσπάσματα του
ποιήματος που έχουν σωθεί, και ιδιαίτερα στον τρίτο στίχο, που μόνο με τέτοια
ερμηνεία γίνεται κατανοητός: και συ σ’
αυτό έχεις μέρος, και συ δηλαδή έχεις μέσα σου ένα μέρος, ένα κομμάτι από
την Παράδεισο αυτή.
Η Κόλαση πάντ’ άγρυπνη
σου στήθηκε τριγύρου
αλλά
δεν έχει δύναμη πάρεξ μακριά και πέρα,
μακριά
από την Παράδεισο, και συ σ’ αυτό έχεις μέρος
μέσα στα σπλάχνα σου τ’
ακούς, Καλέ, να λαχταρίζη;
Όπως παρατηρεί ο Λίνος Πολίτης, «Ίσως ποτέ άλλοτε να μην έχει μετουσιωθεί
το θρησκευτικό συναίσθημα με τέτοια καθαρότητα στην ποιητική γλώσσα. Ο άνθρωπος
–ο άνθρωπος που του μέλλεται να κοινωνήσει από τον καινούριο κόσμο– έχει μέσα
του κλεισμένο ένα κομμάτι από την Παράδεισο, που τον προφυλάσσει από τις
δυνάμεις της Κόλασης».
«Μια τέτοια πίστη –συνεχίζει ο ίδιος μελετητής– πως ο άνθρωπος τρέφει
μέσα του την εικόνα του Θεού, μόνο μια ανώτερη θρησκευτική συνείδηση θα
μπορούσε να συλλάβει. Είναι η υπέρτατη πίστη στο Θεό και μαζί στον άνθρωπο, στο
αθάνατο και μαζί στο θνητό, στο αιώνιο και μαζί στο πρόσκαιρο, γιατί το
πρόσκαιρο και το θνητό έχουν μέσα τους το αθάνατο και το αιώνιο».
Κυρίες
και Κύριοι,
Η ποίηση του Σολωμού είναι ασφαλώς πολύπλευρη και πολυσήμαντη. Είναι
ποίηση εθνική, φιλοσοφική, ερωτική, σατιρική, κατεξοχήν όμως θρησκευτική στο
βαθύτερο πυρήνα της και στις επιμέρους εκφάνσεις της. Και πηγάζει από μια
προσωπικότητα θεμελιωμένη σε θρησκευτικό πιστεύω αταλάντευτο, που πατούσε στη
γη, αλλά ήταν σταθερά στραμμένη στον Ουρανό. Από το μεταφυσικό βάθος αυτής της
προσωπικότητας ήταν φυσικό να προέλθει ένα έργο, που διεγείρει μέσα μας τους
υψηλότερους στοχασμούς και γεννά τα ευγενέστερα συναισθήματα, απαντώντας σε
κάποια κρίσιμα υπαρξιακά μας ερωτήματα.
Μέσα στα περιορισμένα χρονικά όρια μιας ομιλίας προσπάθησα να παρουσιάσω
αυτή την πλευρά της προσωπικότητας και του έργου του μεγάλου εθνικού μας
ποιητή. Ήταν, λοιπόν, φυσικό πολλά από όσα θα μπορούσαν να λεχθούν ακόμη να
μείνουν έξω από την ομιλία μου.
Θα ήθελα ωστόσο, τελειώνοντας, να εκφράσω τη βεβαιότητα, που μου
δημιούργησε η μελέτη του θέματος, ότι η ποίηση του Σολωμού, προπάντων στη
θρησκευτική της διάσταση, νοηματοδοτεί τη ζωή μας και φωτίζει την ύπαρξή μας με
ένα φως εντελώς εσωτερικό. Ιδιαίτερα στις ημέρες μας θεωρώ ότι είναι εξαιρετικά
επίκαιροι δύο στίχοι του Σολωμού στην Ωδή «Εις Μοναχήν», στίχοι που μας
αποκαλύπτουν μια χαμένη για τους πολλούς εσωτερική εμπειρία, ικανή να μας
χαρίσει την τόσο ποθητή ανάταση και γαλήνη:
Γλυκό
’ναι της Παράδεισος
να
μελετάς τα κάλλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου