Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΠΑΤΡΙΝΩΝ



ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΠΑΤΡΙΝΩΝ
Α
Αλιάδα =  η  σκορδαλιά
Αλυσίβα=ζεστό νερό με στάχτη γι πλύσιμο ρούχων
ανάκαρα= αντοχή

Αντε= φύγε
Αντούβιανος =  ο  βλάκας
απίδι = αχλάδι

απίστομα= ανάσκελα
απίστομήθηκα= έπεσα κάτω
Αρούκατος=αδέξιος
Αραποσίτι = Καλαμπόκι
Αφερεμένο = χαζό
 Αχινέος =   ο αχινός




 B
Βοϊδογλιψά= φύτρες μαλλιών


Γ
Γούβα = Λακκούβα
 Γορδόνια = κορδόνια
«γεια σου κι αλήθεια λέω»=στο φτέρνισμα


Δ


Δώμου = Δώσε μου
Ε
έφαγα μια γιαούρτη = ένα γιαούρτι
έγκωσα = χόρτασα

 Ερεψε = αδυνάτισε (βλπ.το ρεμένο)
έντωσα = τέντωσα έδεσα
έκιωσα = τελείωσα
 έδωκα= έδωσα


Η
Ήσαντε= ήταν
 Ήμουνα = ήμουν
Θ
θα κάνει καιρός=θα κάνει κακό καιρό


Κ
Κουρκουσάλι = χαλάζι
Καλικατζούρες = άσχημα γράμματα

Κούτσαβλος = κουτσός

 κοκκινογούλια = ραπανάκια

 Κατσιφάρα = ομίλχη, πούσι
καλικούτσα= παίρνω κάποιον στην πλάτη
κουντράω = τρακάρω χτυπάω
καμιανού = κανενός

 κάλιασε = έτυχε
 Κλειδωνιά= κλειδαριά
κοκότα = καρούμπαλο
Κόπανος = βλάκας, ηλίθιος
Καρναμπίκι = μπρόκολο
κατσούλα=κουκούλα
κατουρίστηκα = κατούρησα
Καίνοσε ή Κένοσε=στρώσε τραπέζι
Κάμαρα= δωμάτιο
 κατσιμπουχέρι=μπάστακας
Κρεμανταλάς =   ο  ψηλός   ανδρας
Κοτέτσενα =  αυτή  πού  ασχολείται  με  κότες
«κάποιος πάει για χ__μο»=όταν σε πιάνει λόξυγγας (και καλά σε μελετάει αφοδεύοντας) η
 κάδη = ο κάδος
Κουσκουρού =  η  κουτσομπόλα
 κοκοροβι=χοντρο χαλαζι
κοτσονούρης=διάολος
κεσάτια = αναδουλιές
κολοσούρτης = τραίνο
κεψές= τρυπητή κουτάλα
καψερός=καημένος
κατσαμαλίδα, κατσαμάλιασα = όταν από το κρύο η επιδερμίδα γίνεται με σπυράκια, σαν την πέτσα από το κοτόπουλο


Λ
Λιανά = ψιλά (χρήματα)
Λούμπα=Λακούβα με νερό
Λέρα = βρωμιά (λέρα πέτσα)
Λιακωτό = ταράτσα
Λίγδα =  η  μαύρη αλανιάρα  τσιπούρα
Λιγδοπούλα =  η  μικρή  λίγδα
Λέγγα=παιχνίδι στις αλάνες
λαχανοπιτα=χορτοπιτα
λουμίνια=φυτιλάκια

Μ
Μινάρας = μαλάκας


Μιναροκεφτές =  παράγωγο  απο το  μινάρας


Μπίζα = Αρακάς

 Μάπα = Λάχανο
μαντορίνια = μανταρίνια
 μπαμπουλωμένος = κουκουλωμένος
 Μερελό = τρελό
Μπανταβό = χαζό
μπούζι = κρύος, παγωμένος
μπαίγνιο = γελοίος, περίγελος
Μαλακαντρέας =  συνοδευτικό  τού Ανδρέα
Μπαγιόκο =  τα  αρκετά χρήματα
Μπίγουλι = φιδές
Μακεδονήσι = μαϊντανός
Μπουρμπουλίθρες = φυσαλίδες
Μαούνα – φορτηγίδα
Μπούλα = μασκαράς
Μετζάστρα = μισόκλειστα (παραθυρόφυλλα)
μπλουγούρι= πλιγούρι
Μιξινάρι =   το   κεφαλόπουλο
Μανιαούρι =  το  προσφυγόπουλο
μακαροτσινια=κοφτο μακαρονακι (που φτιαχνουμε με τ χταποδι)
μαλακιασμενο=μαλακισμενο
μπατζουρια-εξωφυλλα ή τ αντιστροφο
Μακρασκέλα =  η  γυναίκα  με  μεγάλα   πόδια
Μέσκουλα-Μεσκουλιά=Μούσμουλο(
φρούτο)
-Μουσμουλιά(δέντρο)
Μπαρπουτσέλι =  το  μικρό  μπαρμπούνι
 μεσάλα = τραπεζομάντηλο
μακεδονιση=μαιντανος
 μιναριστός=φραπέ
μποναγράτσια= κουρτινόξυλο
μολιντίρι=μικρή σαύρα
μπακαλιάρος, μπακαλάος = βακαλιάρος, βακαλάος
μια δαχτυλήθρα = μικρή ποσότητα υγρού (όσο χώραγε η δακτυλήθρα που χρησιμοποιείται στην ραπτική)
μαμαλίγκα, παπαλίνα = τα μικρά ψαράκια – γόνος (γαβράκια – μαριδούλα
μαχαλάς = γειτονιά (στον Επιτάφιο έγινε μάχη από τα παιδιά του πάνω μαχαλά με τον κάτω μαχαλά)



Ν
ντωτό = χαλαρό
Νίβομαι= πλένω το πρόσωπό μου
 ντένομαι= ντύνομαι
 νευριάστηκα = νευρίασα
νιτερέσσα=δωσοληψία
(ν)ταμιζάνα = μπουκάλα για κρασί κυρίως αλλά και για λάδι



Ξ
 ξεσβουρτσίστηκα = έπεσα, τσακίστηκα



Ξεήγκλωτο = ξεχειλωμένο
Ξεμπουντουλωμός = Χαλασμός (αέρας, βροχή)
ξεμπουρίζω = παρασέρνω (τον ξεμπούρισε)

Π
 πιλαλάω = τρέχω
πέσε = πες
 Πορτόνι = Αυλόπορτα
πούμωμα, πούμωσα = κρύωμα, κρύωσα
 
Παδέλα=πήλινη χύτρα

Πασατέμπο = ψημένοι σπόροι κολοκύθας
Πίστρωσε με = σκέπασε με
Πλανιδού =  η  γυναίκα  πού  μαζεύει  τα  πλανίδια
Ποδέσου= φόρεσε παπούτσια,
 Πόμολο= χερούλι πόρτας ή παραθύρου
ποκάμισο=πουκάμισο
 πραματα-ζα=τα προβατα
παρασόλι = ομπρέλα για τον ήλιο
παρωνύμι = παρατσούκλι, παρώνυμο


Ρ
Ρέλλο = στρίφωμα
Σ
Σακαφλιόρα = άσχημη, ξερακιανή γυναίκα
 σκούρα = παντζούρια
Σκαμπίλια = σφαλιάρες
σομάρα = κομάρα (έχω μιά…σομάρα απόψε)
Στάει = Στάζει (χύνεται)
Στουμπήχτηκα – Στούμπηγμα = Χτύπησα, μελάνιασα
σπίνωσέ το = βάλτο πιο σιγά, χαμήλωσέ το  ραδιόφωνο

Σιφονιέρα = έπιπλο τραπεζαρίας ή σαλονιού
Σύρε = πήγαινε
Σκοτισαρχίδης= πολύ ενοχλητικός
Σκιάχτηκα= φοβήθηκα
Σκλεπού =  η ασχημη  γυναίκα
σίγλος= κουβάς
σέσκλα= σέσκουλα
σαβουρώνω= τρώω ακατάσχετα
Σαρδελί =  το  σαρδελάκι
σούφρα = πισινός
σουφρώνω = κλέβω
σαλιόρα = η μεγάλη πετσέτα φαγητού
σκουτέλι = κεσές γιαούρτι
συρφετάσι = δοχείο μεταλλικό που έκλεινε σφιχτά, βάζανε το κολατσιό, το φαγητό για την εκδρομή.
στιλιάρι,τζέρο=ξεροκεφαλος


σ εχει καβαληκει ο μπαρμπας σου=σε εχει βαλει ο διαολος

Τ
Τίρα =κοιτα
σκουτί=πανι παλιο

Τουτουμάκια = Μακαρονάκι κοφτό (χυλοπίτες)

Τάντινο = λεπτό, ευαίσθητο
Τσουρούλια = τρέχει γρήγορα, μαλλιά κουβάρια
Τσερλιό = διάρροια

Τη βρήκα = πέρασα καλά
Τσίτσιρι = φρέσκα ρεβύθια
Τσιμπίμπο – λευκή σταφίδα
Τουτουμάκια: χυλοπίτες
Τενεκές = άχρηστος
τσούπα = κοπέλα
ταγιαντριός = Του Αγίου Ανδρέα!!!!

Τσιμπίπo = σταφύλι
Υ
υποβρύχιο = βανίλια στο ποτήρι με νερό


Φ
Φοντάνα =    ο  δημόσιος  κρουνός
 Φουσκές = χαστούκια
Φούσκα = μπαλόνι
 φιόρα= λουλούδια
φοντανιέρα = το σκεύος με καπάκι που βάζουμε για φύλαξη ή σερβίρισμα τα φοντάν (γλυκά)



Χ
Χεράμι= μάλλινο σκέπασμα Χοντρομπίγουλη = φιδές
χάμω = κάτω
Χούφταλο = ηλικιωμένος
Χάβαρο =  η  αχιβάδα
Χαζοβιόλα = αφηρημένη
Χαμούρα = ξεπεσμένη
 χαμουτζής = αυτός που δουλεύει στα γόνατα, μεταφορικά ο βρώμικος
χαμάδες = ελιές, σταφύλια, φρούτα που έχουν πέσει κάτω (χάμω)


Ψ
Ψηλαλώνια = Υψηλά Αλώνια
ψιλικά = μυρωδικά

1 σχόλιο:

  1. Κακό πράγμα το copy-paste...
    Κοκκινογούλια ΔΕΝ είναι τα ραπανάκια, αλλά τα παντζάρια...
    Αναφέρεται επίσης: Τουτουμάκια = Μακαρονάκι κοφτό (χυλοπίτες). Άλλο ζυμαρικό το μακαρονάκι κοφτό (μακαροτσίνι) και άλλο οι χυλοπίττες.
    Αναφέρεται επίσης: Σκλεπού = η ασχημη γυναίκα. Σκλεπού είναι το ψάρι πεσκανδρίτσα (το οποίο οι Αθηναίοι πληρώνουν πανάκριβα και στην Πάτρα το είχαμε για πέταμα). Μεταφορικά σημαίνει την γυναίκα του υποκόσμου και όχι την άσχημη...
    Διαλέξτε τι είναι η Τσιμπίπο... Σταφύλι ή άσπρη σταφίδα???
    Και... ΦΥΣΙΚΑ... λείπουν τα τσατσαμίνια... Η ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ Πατρινή λέξη για τα γιασεμιά... (Όπως απ' όλα τα σχετικά δημοσιεύματα)

    ΑπάντησηΔιαγραφή