Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

Θωμάς Ιωαν. Παπαδόπουλος (1935 – 2014)

Θωμάς Ιωαν. Παπαδόπουλος (1935 – 2014)
            Τον αείμνηστο Θωμά Παπαδόπουλο τον γνώρισα στα μέσα της δεκαετίας 1970, σε μία επίσκεψή μου στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, όπου ήταν προϊστάμενος στο τμήμα χειρογράφων και σπανίων εντύπων. Από την πρώτη στιγμή μου έκανε εντύπωση η ευγένειά του, η προθυμία του και η προσήνειά του και έκτοτε συνδεθήκαμε στενά.
            Ο Θωμάς Παπαδόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα στις 23 Νοεμβρίου 1935 και από μικρός έδειξε την κλίση του στα γράμματα. Όπως είπε ο ίδιος, σε συνέντευξη που έδωσε, «Από πολύ μικρό με ταξίδευε σε ομορφότερους κόσμους το διάβασμα. Ακόμη κι από την προσχολική ηλικία. Θυμούμαι πως άμα ο πατέρας έφερνε ψώνια τυλιγμένα σε κομμάτια εφημερίδας (έτσι γινόταν τότε), εγώ έκρυβα το κομμάτι εφημερίδας (που μπορούσε να βρωμοκοπάει και ψαρίλα), για να το διαβάσω. Γι’ αυτό μου είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «ο τρελλοδάσκαλος». Η απόκτηση εξωσχολικών βιβλίων, αυτών των κάποιων που κυκλοφορούσαν τότε, ήταν μόνο για λίγους. Θυμούμαι που είχε αναγγελθεί ότι θα κυκλοφορούσαν σε εβδομαδιαία τεύχη τα «Άπαντα» του Παπαδιαμάντη. Παρά τη λαχτάρα μου, μόνο το πρώτο τεύχος κατάφερα να αγοράσω».
            Όμως υπήρχαν τα «Λαϊκά Αναγνωστήρια», όπου γίνονταν διαλέξεις και λειτουργούσε πλούσια δανειστική βιβλιοθήκη. Τα «Λαϊκά Αναγνωστήρια» ιδρύθηκαν στις 23 Αυγούστου 1945, από πνευματικά ανήσυχους συμπολίτες και διαλύθηκαν στις 4 Ιουνίου 1996, αφού διέγραψαν μία διαδρομή μισού αιώνα, εκπληρώνοντας ζηλευτή πολιτιστική αποστολή, υπό την προεδρία του αείμνηστου Κώστα Τριανταφύλλου. Οι διαλέξεις γίνονταν σε μία μικρή αίθουσα, στο ισόγειο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, σ’ ένα χώρο που εξέπεμπε οικειότητα, ζεστασιά και πνευματικότητα, προσφερόταν για τη δημιουργία πνευματικών δεσμών και παρείχε ευκαιρίες και ερεθίσματα για γόνιμο διάλογο. Σ’ αυτό το χώρο καταφύγαμε πολλοί νέοι της εποχής, θέλοντας να μάθουμε, όσο γίνεται περισσότερα, για να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο, όπως πιστεύαμε.
            Με νοσταλγία θυμόταν, στις κατά καιρούς συναντήσεις μας, τη δανειστική βιβλιοθήκη των «Λαϊκών Αναγνωστηρίων», που στεγαζόταν στο γωνιαίο χώρο Δημ. Βότση και Μαιζώνος, στο ισόγειο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, όπου τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο είχε η αείμνηστη Τούλα Παπαχρονοπούλου. Μας γνώριζε όλους, όσοι συχνάζαμε εκεί, με τα μικρά μας ονόματα και όταν επιστρέφαμε το βιβλίο που είχαμε δανειστεί, απαιτούσε, με εξεταστική διάθεση, να της πούμε τις εντυπώσεις μας, για να διαπιστώσει αν πραγματικά το είχαμε διαβάσει.
            Από τους πιο τακτικούς θαμώνες της δανειστικής βιβλιοθήκης ήταν ο Θωμάς Παπαδόπουλος, σε σημείο που όταν τελείωνε το Γυμνάσιο, να δυσκολεύεται η αείμνηστη κ. Τούλα, να του βρει και να του δανείσει κάποιο βιβλίο, που να μην έχει διαβάσει.
            Αποφοίτησε από το Δ΄ Γυμνάσιο Πατρών το 1954, με άριστα και όπως είπε στη συνέντευξη που έδωσε, «Ίσως να μην κατάφερνα να το τελειώσω, αν από την προτελευταία τάξη δεν μου έστελνε κάποιος ιδιωτικός σύλλογος από την Αθήνα ένα χρηματικό ποσό κάθε μήνα ως υποτροφία». Ήταν το πρώτο παιδί επταμελούς οικογένειας και ο πατέρας του ήταν βιομηχανικός εργάτης, με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για ένα φιλομαθή νέο. Είναι ευτυχής συγκυρία ότι αναγνωρίστηκε η ασίγαστη επιθυμία του για μόρφωση και σ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών του, έλαβε συνολικά 15 υποτροφίες, κυρίως κρατικές. Ελπίζοντας λοιπόν στην υποτροφία του ιδιωτικού συλλόγου από την Αθήνα, αποφάσισε να δώσει εξετάσεις για τη Φιλοσοφική Αθηνών, στις οποίες και πέτυχε με καλή σειρά και κέρδισε υποτροφία από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του και παρά τα σοβαρότατα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, εργαζόταν και βοηθούσε, όσο μπορούσε, την οικογένειά του.
            Με την υποστήριξη του καθηγητή Γεωργίου Ζώρα, αφού είχε λάβει το πτυχίο του, του χορηγήθηκε υποτροφία της Ιταλικής Κυβέρνησης και πήγε στη Ρώμη, για μεταπτυχιακές σπουδές και έρευνες. Με ελληνικές και ξένες υποτροφίες που του χορηγήθηκαν στη συνέχεια, έμεινε τρία ολόκληρα χρόνια στην Ιταλία και επεξέτεινε τις έρευνές του σε βιβλιοθήκες και αρχεία και άλλων πόλεων. Γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ρώμης τον Οκτώβριο 1961 και το δίπλωμα που έλαβε έφερε το βαθμό «άριστα μετ’ επαίνου», «trenta e lode», στα ιταλικά. Οι εξετάσεις για την απόκτησή του ήταν δημόσιες, δηλαδή ενώπιον κοινού και η ογκώδης διπλωματική εργασία του χαρακτηρίστηκε από το Συμβούλιο των καθηγητών της Σχολής «έργο βαρύ», «opera poderosa». Ο τίτλος της ήταν «Τρία ανέκδοτα ποιήματα από τα «Χαρτιά» του Λέοντος Αλλατίου» και ήταν γραμμένη στα ιταλικά, «Tre poemi inediti dale Carte Allacciane». Δυστυχώς, οι πιεστικές υπηρεσιακές ανάγκες καθυστέρησαν για πάνω από δέκα χρόνια τη δημοσίευση αυτών των ποιημάτων στα ελληνικά και το ένα από αυτά, «Ο Δαβίδ», για το οποίο θα γίνει εκτενής λόγος στη συνέχεια, όταν δημοσιεύθηκε, θεωρήθηκε ως μία από τις σημαντικότερες φιλολογικές ανακαλύψεις των τελευταίων ετών.
            Ταυτόχρονα γράφτηκε και στη μεταπτυχιακή Σχολή για Αρχειονόμους και Βιβλιοθηκαρίους του ίδιου Πανεπιστημίου και όταν ήρθε η ώρα της διπλωματικής εργασίας, το Συμβούλιο των Καθηγητών τον ρώτησε για το θέμα που ήθελε να πραγματευθεί. Ο Θωμάς Παπαδόπουλος απήντησε ότι σκόπευε να ανασυγκροτήσει την παλαιότερη του 1800 Ελληνική Βιβλιογραφία, δηλαδή να αποδελτιώσει τα βιβλία που εκδόθηκαν μέχρι το 1800. Μεταξύ των Εισηγητών Καθηγητών για τη διπλωματική του εργασία, ήταν και η διακεκριμένη βυζαντινολόγος Enrica Follieri, η οποία είχε δημοσιεύσει μελέτη για την Ελληνική Βιβλιογραφία του 16ου αιώνα. Η απάντησή της, μόλις άκουσε το θέμα της μεταπτυχιακής εργασίας του, ήταν, ότι έμοιαζε με ουτοπία, αναλογιζόμενη το μέγεθος του έργου και τον κόπο που έπρεπε να καταβάλλει, εργαζόμενος μόνος του.
            Η αλήθεια είναι ότι είχε αρχίσει να δουλεύει την Ελληνική Βιβλιογραφία, από το καλοκαίρι του 1962 και μετά από μερικά χρόνια παρέδωσε την εργασία του, με τον τίτλο «Ανασυγκρότηση της Ελληνικής Βιβλιογραφίας μέχρι το έτος 1800». Πρόκειται για δύο τόμους 900 μεγάλων σελίδων, που οι καθηγηταί του τους υποδέχτηκαν με επαινετικά σχόλια. Μάλιστα του έδωσαν και ένα έγγραφο, με το οποίο συνιστούσαν στο Ελληνικό Κράτος, να δημοσιεύσει την εργασία του, για να καταδειχθούν οι πνευματικοί δεσμοί μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, αφού το μεγαλύτερο μέρος της παλαιάς εκείνης τυπογραφικής παραγωγής, πραγματοποιήθηκε στην Ιταλία. Ευτυχώς για το Θωμά Παπαδόπουλο, που έχασε το έγγραφο, γιατί αν το υπέβαλε, μπορεί και να του δημιουργούσε προβλήματα.
            Στην Ιταλία, επισκέφθηκε τις σημαντικότερες βιβλιοθήκες της χώρας. Πρώτα επισκέφθηκε τη βιβλιοθήκη Vallicelliana, που είναι κοντά στο Βατικανό. Εκεί άρχισε να αποδελτιώνει τα «χαρτιά» του Χιώτη Λέοντος Αλλατίου (1588 – 1669), που ήσαν 237 ογκώδεις τόμοι, με σύμμικτο υλικό στα ιταλικά, λατινικά, ελληνικά και σε άλλες γλώσσες. Οι σύγχρονοί του ευρωπαίοι επιστήμονες έλεγαν για τον Αλλάτιο, ότι η Χίος γέννησε δύο μεγάλους, τον Όμηρο και τον Αλλάτιο. Είχαν γίνει πολλές προσπάθειες να αποδελτιωθούν τα κατάλοιπά του, από επιφανείς Έλληνες ερευνητές, όπως ο Κων. Άμαντος, ο Νικ. Τωμαδάκης, ο Γεωργ. Ζώρας και ο Αθαν. Κομίνης, αλλά κανένας δεν μπόρεσε να παρουσιάσει κάτι ολοκληρωμένο. Μετά από πολύ κόπο ο Θωμάς Παπαδόπουλος κατόρθωσε να συντάξει τον κατάλογο με τα «Αλλατιανά», ο οποίος καταλαμβάνει δεκάδες πυκνογραμμένα τετράδια, αλλά παραμένει ανέκδοτος.
            Οι άλλες αρχειακές έρευνές του περιεστράφησαν γύρω από το θέμα της ελληνικής διασποράς στην Ιταλία, από το 16ο μέχρι τον 19ο αιώνα και ιδίως εκείνης που είχε σχέση με την Καθολική Εκκλησία, το Παπικό Κολλέγιο της Ρώμης, που ιδρύθηκε το 1576, τους μαθητές του και τις δραστηριότητές τους, μετά την αποφοίτησή τους και τους Έλληνες και Δυτικούς μισσιονάριους, στον ελλαδικό χώρο. Είδε και ερεύνησε πολλά ιταλικά αρχεία, προπαντός εκκλησιαστικά και εκτός Ρώμης και έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το περιώνυμο αρχείο της «Προπαγάνδας της Πίστεως», που ιδρύθηκε το 1622, με σκοπό να διαδώσει τον καθολικισμό σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Είδε πολλές εκατοντάδες ογκώδεις σύμμικτους τόμους, με αρχειακό υλικό, αρκετό από το οποίο μικροφωτογράφησε, αλλά δεν πρόλαβε να δημοσιεύσει. Ο σοφός δάσκαλός του Γεώργιος Ζώρας, που γνώριζε τί είχε βρει, του είπε ότι και δύο ζωές αν ζούσε, δεν θα προλάβαινε να τα δημοσιεύσει όλα. Δυστυχώς δεν κατάφερε να τον διαψεύσει.
            Στις 3 Σεπτεμβρίου 1964, προσελήφθη ως έκτακτος υπάλληλος στη Βιβλιοθήκη της Βουλής και μετά από μερικά χρόνια μονιμοποιήθηκε. Κατά την περίοδο που ήταν έκτακτος, τοποθετήθηκε προϊστάμενος, ταυτόχρονα στα δύο από τα πέντε τμήματά της, στο τμήμα χειρογράφων και σπανίων εντύπων και στο τμήμα αγορών. Τον Ιούλιο 1997 παραιτήθηκε, όταν έγινε εθελουσία έξοδος των  υπαλλήλων της Βουλής. Τα δώδεκα τελευταία χρόνια της υπηρεσίας του τα πέρασε ως Προϊστάμενος της Μπενακείου Βιβλιοθήκης, που είναι ένα αποκεντρωμένο τμήμα της Βιβλιοθήκης της Βουλής, το οποίο έχει ως βάση, τη βιβλιοθήκη Ρενάν–Ψυχάρη και είναι εγκατεστημένο στο δυτικό τμήμα του κτιρίου της Παλαιάς Βουλής, με είσοδο από την οδό Ανθίμου Γαζή.
            Στα 33 συνολικά έτη της υπαλληλικής του ζωής, κατέκτησε ένα σπάνιο ρεκόρ, μεταξύ των υπερεξακοσίων συναδέλφων του, που υπηρετούσαν στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Τα τελευταία 25 χρόνια τα πέρασε καθηλωμένος στον ίδιο υπαλληλικό βαθμό, διότι δεν φρόντισε, όπως συνηθίζεται, να διασυνδεθεί ανάλογα, για να προωθηθεί. Για όσους είχαμε την τύχη να τον γνωρίσουμε, αυτό ήταν άλλος ένας λόγος να τον εκτιμάμε. Για τον ίδιο, ήταν τίτλος τιμής.
            Ο Θωμάς Παπαδόπουλος, μπορεί να μην είναι ευρέως γνωστός, διότι δεν φρόντισε να προβληθεί τηλεοπτικά, όπως τόσοι άλλοι προπαγανδισταί, που αυτοαποκαλούναι ιστορικοί, όμως συγκαταλέγεται στους διακεκριμένους Έλληνες ιστορικούς ερευνητάς. Το συγγραφικό και ερευνητικό έργο του ξεπερνάει τις 50 μικρές και μεγάλες μελέτες και ανακοινώσεις σε συνέδρια και είναι δημοσιευμένο σε συλλογικούς τόμους ή αυτοτελώς. Τα πεδία των ερευνών του είναι ιστορικά, βιβλιολογικά και βιβλιογραφικά και στον τομέα της ελληνικής βιβλιογραφίας, η συμβολή του είναι ανεκτίμητη.
            Βιβλιογραφία είναι η καταγραφή των εντύπων που κυκλοφόρησαν μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο, σ’ ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο. Λόγω της αρχαιοελληνικής γραμματολογίας και της πατερικής παράδοσης της Εκκλησίας μας, οι ελληνόφωνες εκδόσεις, που αποτελούν το αντικείμενο της ελληνικής βιβλιογραφίας, απασχόλησαν από πολύ νωρίς ξένους βιβλιογράφους, οι οποίοι ασχολήθηκαν με την καταγραφή και την αποδελτίωσή της. Πρωτοπόρος ήταν ο Γάλλος φιλόλογος – ιστορικός Emille Legrand, ο οποίος συνέθεσε το corpus της ελληνικής βιβλιογραφίας από τον 15ο αιώνα, που εκδόθηκε το παλαιότερο ελληνικό βιβλίο, μέχρι το 1790, σε 11 ογκώδεις τόμους. Το έργο άρχισε να δημοσιεύεται από το 1885 και προκάλεσε αίσθηση στη διεθνή ιστορική κοινότητα, η οποία ενδιαφερόταν για τις ελληνικές εκδόσεις ανά τους αιώνες. Έκτοτε, κανένας δεν επιχείρησε να το ανασυνθέσει. Απλά έγιναν, κατά καιρούς, διάφορες προσθήκες – συμπληρώσεις νέων εντύπων, που βρέθηκαν σε βιβλιοθήκες, διότι η διασπορά των έργων της συγγραφικής και εκδοτικής δραστηριότητας των Ελλήνων, είναι μεγάλη.
            Το τεράστιο έργο της ανασύνθεσης της ελληνικής βιβλιογραφίας ανέλαβε να φέρει εις πέρας και το ολοκλήρωσε με θαυμαστή πληρότητα και μεθοδικότητα, ο Θωμάς Παπαδόπουλος και ο καρπός του μόχθου του περιέχεται σε δύο ογκώδεις τόμους 1.400 σελίδων και οι δύο, που εκδόθηκαν το 1984 και το 1986, στη σειρά «Πραγματεία της Ακαδημίας Αθηνών», μετά από απόφαση της Ολομέλειας και κατόπιν Εισήγησης των ακαδημαϊκών Ιωαν. Θεοδωρακόπουλου και Διον. Ζακυνθινού.
            Μετά τη δημοσίευση του πρώτου τόμου, με υποτροφία του Ιδρύματος Fullbright, πήγε το Σεπτέμβριο 1985, για τρείς μήνες, στην Αμερική, όπου ερεύνησε μεγάλες βιβλιοθήκες και επέστρεψε κατά δώδεκα κιλά ελαφρύτερος, όπως μου είπε, αλλά με μία συγκομιδή που η δημοσίευσή της κατέλαβε 150 σελίδες του δεύτερου τόμου της «Ελληνικής Βιβλιογραφίας», στις οποίες βιβλιογραφούνται 281 άγνωστα έντυπα, που βρήκε στις εκεί βιβλιοθήκες.
            Για κάθε έντυπο που βιβλιογράφησε, υπάρχει ακριβής περιγραφή του τίτλου και στοιχεία για την έκδοση και για τις βιβλιοθήκες που υπάρχουν αντίτυπα. Καταγράφονται περίπου 7.500 έντυπα, από το 1466 μέχρι το 1800, τα οποία βρίσκονται σε δημόσιες, πανεπιστημιακές, μοναστηριακές, δημοτικές και ιδιωτικές βιβλιοθήκες.
            Το έργο του βιβλιογράφου προϋποθέτει στέρεη φιλολογική και ιστορική παιδεία και πολλή υπομονή. Είναι επίπονο, ανιαρό, άχαρο και αχάριστο, διότι όλοι προστρέχουμε στις βιβλιογραφίες, γενικές ή ειδικές, για να αντλήσουμε στοιχεία για τις εκδόσεις που μας ενδιαφέρουν, αλλά σπανίως κάνουμε αναφορά στις βιβλιογραφικές πηγές που χρησιμοποιήσαμε. Γι’ αυτό χαρακτήρισα το έργο του βιβλιογράφου αχάριστο. Δηλαδή ο βιβλιογράφος, που είναι ίσως ο πιο βαρύμοχθος ιστορικός ερευνητής, δεν έχει την ευκαιρία να χαρεί για τον κόπο του, μετρώντας τις βιβλιογραφικές αναφορές στο έργο του, που θα έπρεπε να είναι περισσότερες από οποιονδήποτε άλλο, αλλά δυστυχώς είναι πολύ λιγότερες.
            Και επειδή δεν θέλω να γίνω ανιαρός, όπως είναι το έργο του βιβλιογράφου, επιλέγοντας για την «Ελληνική Βιβλιογραφία» του Θωμά Παπαδόπουλου, θα σημειώσω, ότι αφότου κυκλοφόρησε, ο Legrand σχεδόν έπεσε σε αχρησία. Έκτοτε, όλοι, όταν αντιμετωπίζουμε κάποια βιβλιογραφική απορία, καταφεύγουμε στην εργασία του Παπαδόπουλου, που είναι σημείο αναφοράς και θα συνεχίσει να είναι σημείο αναφοράς, διότι δεν μπορώ να φανταστώ ότι κάποιος άλλος θα έχει το κουράγιο και το ψυχικό σθένος να καταπιαστεί μ’ ένα τόσο γιγάντιο έργο, πέραν του ότι δεν υπάρχει ελκυστικό πεδίο για συμπληρώσεις και διορθώσεις. Από το Legrand στον Παπαδόπουλο, υπήρχε μεγάλη απόσταση. Από τον Παπαδόπουλο στον τυχόν επίδοξο διάδοχό του, δεν θα υπάρχει και γι’ αυτό πιστεύω ότι δεν θα υπάρξει διάδοχος.
            Οι βιβλιογραφικές του έρευνες, σε ελληνικές και ξένες βιβλιοθήκες, έγιναν στο περιθώριο των υπαλληλικών του υποχρεώσεων, απαιτούσαν μόχθο, γνώση και κατανόηση και τα έξοδα τα κάλυπτε εξ ολοκλήρου ο ίδιος, χωρίς απώτερο όφελος. Πραγματοποίησε πολλές επισκέψεις σε μεγάλες βιβλιοθήκες εκτός Αθηνών, για να συγκεντρώσει υλικό και οι επισκέψεις αυτές γίνονταν υπό αντίξοες συνθήκες, διότι όχι μόνο δεν είχε συμπαραστάτες στο έργο του, αλλά κάποιοι, από λόγους αντιζηλίας ή από αδυναμία να αντιληφθούν την αξία των ερευνών του, του όρθωναν εμπόδια. Του Lengrand του έστειλαν βιβλιογραφικό υλικό πολλοί βιβλιοθηκάριοι, ιδίως μοναστηριών, βιβλιόφιλοι και παλαιοβιβλιοπώλες, ενώ ο Θωμάς Παπαδόπουλος αγωνίστηκε μόνος του, για να βρει και να καταγράψει το υλικό που δημοσίευσε.
            Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στη Βιβλιοθήκη τη Βουλής, πλέον των συνηθισμένων καθημερινών καθηκόντων του, ασχολήθηκε και με τη σύνταξη και έκδοση του δίτομου έργου «Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, Αρχέτυπα και Εκδόσεις ΙΕ΄ και ΙΣΤ΄ αιώνος». Από σεμνότητα αρνήθηκε να βάλει το όνομά του, αλλά είναι γνωστό σε όσους ασχολούμεθα με την ιστορία του ελληνικού βιβλίου, ότι η σπουδαία αυτή έκδοση, δεν θα είχε πραγματοποιηθεί, χωρίς τη δική του αποκλειστική συμβολή.
            Από το 1971 μέχρι το 1981 διετέλεσε γραμματέας της Επιτροπής έκδοσης των 14 πρώτων τόμων της σειράς «Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας». Πρόκειται για τα έγγραφα που φυλάσσονται στη Βιβλιοθήκη της Βουλής και σχετίζονται με τον αγώνα της Ανεξαρτησίας και τη συγκρότηση του νέου ελληνικού Κράτους. Τους δύο πρώτους τόμους εξέδωσε το 1857 και το 1862 ο Γεωργ. Τερτσέτης, αλλά στοιχειοθετήθηκαν πάλι από την αρχή. Όλα τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής ήσαν εξωϋπηρεσιακοί παράγοντες, οι οποίοι συνέρχονταν στο χώρο της Βιβλιοθήκης, για να συντονίσουν το έργο που ετοίμαζε ο μόνος υπάλληλος της Βιβλιοθήκης, ο Θωμάς Παπαδόπουλος. Όταν η έκδοση βρισκόταν στο μέσον προεργασίας του 14ου τόμου, πληροφορήθηκε, ότι ο Γενικός Διευθυντής της Βουλής, τον είχε κρίνει, επί τρία χρόνια, μη προακτέο, απορρίπτοντάς τον από τη διεκδίκηση διευθυντικής θέσης, με το εξής φαιδρό σκεπτικό: «Δεν είναι δυνατόν ο Παπαδόπουλος να εκτελεί σωστά τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, γιατί ασχολείται με πολλά: είναι προϊστάμενος τμήματος, διδάσκει στη Σχολή Βιβλιοθηκονομίας, είναι γραμματέας της Επιτροπής εκδόσεως των «Αρχείων της Ελληνικής Παλιγγενεσίας» και επιπλέον δημοσιεύει και επιστημονικές μελέτες». Το γεγονός αυτό τον εξόργισε και τον ανάγκασε να παραιτηθεί, μόλις ολοκληρώθηκε η έκδοση του 14ου τόμου. Έκτοτε, διεκόπη το εκδοτικό πρόγραμμα της δημοσίευσης των «Αρχείων της Ελληνικής Παλιγγενεσίας», διότι δεν βρέθηκε κάποιος άλλος, ικανός να το συνεχίσει.
            Τέλος, στις δραστηριότητές του εντάσσεται και η από το 1977 μέχρι το 1979, διδασκαλία του μαθήματος της γενικής βιβλιογραφίας, στο Τμήμα Βιβλιοθηκονομίας του Τ.Ε.Ι. Αθηνών.
            Εκτός από την «Ελληνική Βιβλιογραφία», για την οποία έγινε ήδη λόγος, στις δημοσιευμένες βιβλιογραφικές έρευνές του, περιλαμβάνεται η τρίτομη ογκώδης «Ιονική Βιβλιογραφία», περίπου 2.000 σελίδες και η καταγραφή των ελληνικών βιβλίων των Βιβλιοθηκών του Αγίου Όρους, που κυκλοφόρησε το 2000, σ’ έναν ογκώδη τόμο 700 σελίδων. Δηλαδή, η δημοσιευμένη βιβλιογραφική συγκομιδή του αγγίζει τις 5.000 σελίδες, αν προσμετρηθούν και άλλες μικρότερες συμβολές του σε περιοδικά κ.λπ., όπως προσθήκες, διορθώσεις και συμπληρώσεις προηγούμενων καταγραφών άλλων βιβλιογράφων. Εκείνο που έχει μεγάλη σημασία και αναδεικνύει και τη βαρύτητα και την πληρότητα της προσφοράς του, είναι ότι μετά τη δημοσίευση των βιβλιογραφικών εργασιών του, ελάχιστες προσθήκες και συμπληρώσεις έχουν γίνει σ’ αυτές.
            Για την απόφασή του να ασχοληθεί με την Ελληνική Βιβλιογραφία, μας πληροφορεί ο ίδιος, στη συνέντευξη που προαναφέραμε, ότι όλα έγιναν ένα απόγευμα, το καλοκαίρι του 1962, στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, στη Βενετία. Είχε λάβει μία δίμηνη υποτροφία από την Ακαδημία Αθηνών, για τη Βενετία, προκειμένου να πραγματοποιήσει έρευνα στο εκεί ονομαστό Κρατικό Αρχείο (Archivio di Stato). Όσο διήρκεσε η παραμονή του στη Βενετία, φιλοξενείτο στο εκεί Ελληνικό Ινστιτούτο, που διηύθυνε η τότε βυζαντινολόγος Σοφία Αντωνιάδη και συμφιλοξενούμενος για παρόμοιες έρευνες, ήταν και ο τότε καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Μανούσος Μανούσακας, διάδοχος της Αντωνιάδη στη διεύθυνση του Ελληνικού Ινστιτούτου της Βενετίτας. Σε μία απογευματινή τους βόλτα, στην ονομαστή πλατεία του Αγίου Μάρκου, ο Μανούσακας του είπε: «Δεν θα βρεθεί κάποιο κορόιδο να συμμαζεύσει και να βάλει σε μία τάξη την παλαιότερη του 1800 βιβλιογραφία μας;» Για το «κορόιδο» του εξήγησε, ότι ο κόπος του θα ήταν μακροχρόνιος και μεγάλος και δεν θα μπορούσε να δρέψει μ’ αυτόν επιστημονικές δάφνες, μπορεί και να θλιβόταν κιόλας, σε πολλές περιπτώσεις, διότι πολλοί θα έπαιρναν στοιχεία από το έργο του, χωρίς ούτε κάν να τον αναφέρουν. Του είπε ότι ο Legrand την είχε δημοσιεύσει αρκετά ανακατεμένη και ότι μετά έγιναν συμπληρώσεις από άλλους επιστήμονες, αλλά δεν μπορούσε να εξακριβωθεί με ασφάλεια, ποιά παλαιά ελληνικά βιβλία ήσαν γνωστά και ποιά έπρεπε να θεωρούνται αθησαύριστα (άγνωστα). Αυτό ήταν. Και ο Θωμάς Παπαδόπουλος ανέλαβε οικειοθελώς και με πολύ συστηματικό τρόπο, να παίξει το ρόλο του «κορόιδου». Αν κρίνουμε δε από το αποτέλεσμα, τα πήγε μιά χαρά και το όνομά του θα είναι, αν όχι για πάντα, διότι ο χρόνος εχθρεύεται τα παντοτινά, πάντως για πολλές δεκαετίες, ταυτισμένο με την Ελληνική Βιβλιογραφία μέχρι το 1800.
            Ως ιστοριοδίφης, διέθετε αυξημένη κρίση, που τον βοήθησε στις έρευνές του, σε μεγάλες βιβλιοθήκες της Ιταλίας και αλλού, να εντοπίσει και να δημοσιεύσει δυσπρόσιτα κείμενα, που η έκδοσή τους πλούτισε την ελληνική γραμματολογία. Η πιο εντυπωσιακή περίπτωση είναι η κριτική έκδοση ενός διαλογικού στιχουργήματος με τον τίτλο «Δαυίδ», άγνωστου Χίου ποιητή, που είναι το πρώτο γνωστό λογοτέχνημα, από τη θρυλούμενη μεσαιωνική πνευματική παράδοση της περιοχής του Αιγαίου και επιβεβαιώνει, ότι η πνευματική δημιουργία στο νησιωτικό χώρο, δεν περιορίστηκε μόνο στην Κρήτη και τα Επτάνησα. Την έκδοση του «Δαυίδ», πραγματοποίησε η «Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας» και το έργο παρουσιάστηκε επί σκηνής, σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου, από το «Αμφιθέατρο», με μουσική μπαρόκ της Ελένης Καραΐνδρου, κατά τα εγκαίνια του «Ομηρείου Πνευματικού Κέντρου» της Χίου, το Νοέμβριο 1980. Επίσης παίχτηκε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, στο Φεστιβάλ «Έκφραση» και στο Φεστιβάλ Πεντέλης, στον υπαίθριο χώρο του παλατιού της Δούκισσας της Πλακεντίας. Δυστυχώς δεν είχε αντάξια διάδοση, διότι η παρουσίασή του, απαιτεί σκηνή μεγάλων διαστάσεων, η οποία να μπορεί να χωρισθεί σε δύο επίπεδα, τον επάνω και τον κάτω κόσμο και τόσο ψηλές σκηνές, είναι ελάχιστες στα ελληνικά θέατρα.
            Το ποίημα το ανακάλυψε ο Θωμάς Παπαδόπουλος στα χειρόγραφα του Λέοντος Αλλατίου, στη Βιβλιοθήκη Vallicelliana της Ρώμης και είναι γραμμένο στα «φραγκοχιώτικα», δηλαδή με γράμματα του λατινικού αλφαβήτου. Ανάλογη περίπτωση είναι και τα «καραμανλίδικα», στην Τουρκία, κατά τα οποία, αποδίδονται ελληνικές λέξεις, με γράμματα του τουρκικού αλφαβήτου. Αυτός ο τρόπος γραφής και έκδοσης βιβλίων, αποτελεί συνήθεια των μεταβυζαντινών χρόνων, για την επικράτηση της οποίας, κατά μία άποψη, ήταν υπεύθυνη η Καθολική Εκκλησία και το Ισλάμ αντίστοιχα, που πίστευαν, ότι έτσι θα απομάκρυναν σιγά – σιγά τους κατοίκους των μερών αυτών, από την ελληνική παιδεία και την Ορθοδοξία. Δηλαδή, κατά τους εμπνευστές του, ήταν ένας τρόπος άμβλυνσης του θρησκευτικού και του παιδευτικού αισθήματος. Κατά το Θωμά Παπαδόπουλο, η πρώτη αιτία αυτής της συνήθειας ήταν η ανάγκη των συγγραφέων να βρουν στοιχεία, στους τόπους που ζούσαν, να τυπώσουν στα ελληνικά, τα έργα τους. Όμως, αλλά δεν ήταν εύκολο να βρουν τυπογραφείο, που να διαθέτει στοιχεία στην ελληνική γλώσσα και γι’ αυτό χρησιμοποιούσαν ανάλογα στοιχεία του λατινικού ή του τουρκικού αλφαβήτου, που ήσαν διαθέσιμα.
            Η δημοσίευση του «Δαυίδ», με την εξαιρετικά εκτενή και κατατοπιστική Εισαγωγή του Θωμά Παπαδόπουλου, δίκαια χαρακτηρίστηκε «απόκτημα του Νεοελληνικού Θεάτρου», διότι έρχεται να καλύψει το κενό ανάμεσα στα τελευταία κείμενα της όψιμης Κρητικής Αναγέννησης, των πρώτων δεκαετιών του 18ου αιώνα, με τα χαμένα θεατρικά στιχουργήματα του τέλους του 18ου αιώνα.
            Μία άλλη σημαντική συμβολή του, είναι η δημοσίευση άγνωστων επιστολών του Αδαμάντιου Κοραή, της περιόδου 1795–1799, που σώζονται σε Κώδικα της φλωρεντινής βιβλιοθήκης Marucelliana. Η αξία τους έγκειται στο ότι φωτίζουν μία στενάχωρη περίοδο της ζωής του, για την οποία δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία.
            Αφού ο Κοραής έλαβε το πτυχίο της Ιατρικής, από το Πανεπιστήμιο του Montpellier, πήγε στο Παρίσι, όπου αποφάσισε οριστικά να μην εξασκήσει το ιατρικό επάγγελμα, αλλά να ασχοληθεί με τις φιλολογικές επιστήμες. Η άφιξή του στο Παρίσι συνέπεσε με τις παραμονές της έκρηξης της Γαλλικής Επανάστασης και για να εξασφαλίσει στοιχείωδη έσοδα, για τη συντήρησή του, αναγκάστηκε να εργασθεί σκληρά. Υπήρχαν βέβαια αρκετοί φίλοι του, που προσφέρονταν να τον βοηθήσουν, αλλά αυτό πλήγωνε τον υπερήφανο χαρακτήρα του. Για να είναι οικονομικά ανεξάρτητος, μετέφραζε στα γαλλικά και δημοσίευε, ιατρικά συγγράμματα, εκλαϊκευτικού μάλλον χαρακτήρα ή αντέγραφε κείμενα από Κώδικες, που βρίσκονταν σε παρισινές βιβλιοθήκες, κατά παραγγελία τρίτων. Η δεύτερη αυτή απασχόληση δεν του ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη, διότι τα έσοδα που αποκόμιζε ήσαν πενιχρά, για το μόχθο που κατέβαλε.
            Οι 15 επιστολές που δημοσίευσε ο Θωμάς Παπαδόπουλος, αφορούν τη συνεργασία του με τον άγγλο πρωθιερέα Robert Holmes, ο οποίος, από το 1788, είχε αποφασίσει να δημοσιεύσει, σε κριτική έκδοση, την Παλαιά Διαθήκη, κατά το κείμενο το Εβδομήκοντα. Ο Holmes ανέθεσε σε διάφορους λογίους, που ζούσαν σε πόλεις όπου υπήρχαν πλούσιες βιβλιοθήκες (Φλωρεντία, Ρώμη, Παρίσι), να του αντιγράψουν, επ’ αμοιβή, ιερά κείμενα, από Κώδικες που φυλάσσονταν σ’ αυτές και να κάνουν και σχετική παλαιογραφική παραβολή. Από τις επιστολές του Κοραή, εκείνο που αναδεικνύεται είναι ότι δούλεψε πολύ, πικράθηκε περισσότερο και αμείφθηκε ελάχιστα.
            Όπως προανέφερα, οι ερευνητικές αναζητήσεις του Θωμά Παπαδόπουλου ξεκίνησαν από τα κατάλοιπα του Λέοντος Αλλατίου, από τα οποία προέρχονται οι περισσότερες δημοσιεύσεις του, που είναι πολλές, αλλά δεν μπορούμε να αναφερθούμε εκτενώς, διότι θα παραβιάσουμε το χρόνο. Με το συγκεκριμένο Χιώτη σοφό, ποτέ δεν έπαψε να ασχολείται και το τελευταίο βιβλίο του είναι ένα σχεδίασμα βιογραφίας του, που κυκλοφόρησε το 2007 και περιέχει πολλά και άγνωστα στοιχεία.
            Θέλω να επισημάνω, ότι ο τιμώμενος άντλησε το υλικό όλων των δημοσιευμάτων του, μόνο από αρχεία, ιδίως από τα κατάλοιπα του Αλλατίου και οι πηγές που χρησιμοποίησε είναι πρωτογενείς και οι περισσότερες ήταν άγνωστες, μέχρι που τις δημοσίευσε. Στον πρόλογο του βιβλίου του για τον Αλλάτιο, νοιώθει την ανάγκη να τον «υπερασπιστεί», διότι, όπως γράφει, «Οι Έλληνες συμπατριώτες του, οι σύγχρονοι και οι μεταγενέστεροι, τον αδίκησαν». Πριν ασχοληθεί μαζί του ο Θωμάς Παπαδόπουλος, οι φοιτηταί των των ελληνικών Πανεπιστημίων μάθαιναν ελάχιστα γι’ αυτόν και κυρίως ότι τον βαραίνει η προδοσία του πατρογονικού δόγματος, επειδή εκουσίως, όπως υποστηριζόταν, ασπάσθηκε τον καθολικισμό, από υστεροβουλία, για να ανελιχθεί στην παπική αυλή. Ο Παπαδόπουλος, με τη νηφαλιότητα που διακρίνει τις ιστορικές εκτιμήσεις του και χωρίς φανατισμό και προκαταλήψεις, ανασκεύασε πολλές ανακρίβειες και απέδειξε, ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει, ότι άλλαξε το δόγμα του. Η αλήθεια είναι ότι ήταν φιλοκαθολικός, διότι ανατράφηκε, σπούδασε και έζησε στην παπική αυλή και ότι την αντιπαλότητα μεταξύ των δύο δογμάτων, την απέδιδε σε προσωπικές φιλοδοξίες. Η συγγραφή του βιβλίου για τον Αλλάτιο, ήταν για το συγγραφέα του, εκπλήρωση ηθικού χρέους και αυτό εισπράττει όποιος σκύψει στις σελίδες του.
            Δυστυχώς δεν πρόφθασε να δημοσιεύσει τον αμητό των Αλλατιανών ερευνών του, που κατέγραψε σε σαράντα πολύφυλλα τετράδια. Είναι πλήγμα για την επιστήμη η κοίμησή του και όσοι τον γνωρίσαμε, θα τον θυμόμαστε για τη σεμνότητά του, το ήθος του, την εργατικότητά του, την υπευθυνότητά του και το εύρος των γνώσεών του, που ανυστερόβουλα και αφειδώλευτα μοιραζόταν με όποιον ζητούσε τη βοήθειά του. Σήμερα, πολλοί δηλώνουν ιστορικοί, ιστοριοδίφες και άλλα συναφή, ενώ κατ’ ουσία είναι «αποδομηταί» της ιστορικής μας μνήμης, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για το μέλλον της χώρας μας. Ο τιμώμενος, ήταν από τους τελευταίους έντιμους ιστορικούς ερευνητάς και με το θάνατό του, οι ιστορικές επιστήμες έγιναν φτωχότερες. Νομίζω ότι ταιριάζει στην περίπτωσή του, αυτό που είπε ο Ίων Δραγούμης, όταν πληροφορήθηκε το θάνατο του Περικλή Γιαννόπουλου, «Κρίμα, κι είμαστε τόσο λίγοι». Δεν ξέρω βέβαια όμως πόσοι είναι οι λίγοι σήμερα.
Χρήστος Αθαν. Μούλιας.

Δικηγόρος – Συγγραφέας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου