Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024

ΑΘΗΝΑΣ ΚΑΛΛΙΜΑΝΗ-ΓΕΩΡΓΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ : ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟΥΣ "ΑΥΛΑΙΑ" ΚΑΙ

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΒΡΑΔΙΝΟ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΣΕ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΗ ΣΤΕΓΗ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ "ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ" ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ 9η ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2024 7 Μ.Μ.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΚΑΛΛΙΜΑΝΗ-ΓΕΩΡΓΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟΥΣ  "ΑΥΛΑΙΑ¨ΚΑΙ  "ΥΕΤΟΣ"

ΤΙΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΑΝ Η ΜΑΙΡΗ ΣΙΔΗΡΑ ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ-ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

 

 

Της φιλολόγου και συγγραφέως Μαίρης Σιδηρά.

Η «αυλαία» του «υετού»: Ερμηνευτική και υφολογική προσέγγιση στις ποιητικές συλλογές

της Αθηνάς Καλλιμάνη Αυλαία και Υετός

 


Το 2014 άνοιξε με τη συλλογή Αυλαία την αυλαία της ποίησης η εκπαιδευτικός και σκηνοθέτιδα της πόλης μας Αθηνά Καλλιμάνη, για να ακολουθήσει δύο χρόνια αργότερα ο Υετός, και οι δύο δημοσιευμένες από τις πατρινές εκδόσεις Το Δόντι. Και οι δύο ακουμπούν σε μια Ελλάδα κατηφή, με διακριτή την εμφραγματική επέλαση της οικονομικής κρίσης και τα ποικίλα αδιέξοδα που μαστίζουν το προσωπικό και διαπροσωπικό επίπεδο κάθε φορά που η γενική διαταραχή χτυπά το ατομικό σθένος.

 

«Οι κακοτυχίες», γράφει ο Τζωρτζ Στάινερ, «ποικίλουν: το μήλο της Εύας, το κουτί της Πανδώρας, η σφαγή του τοτεμικού ζώου στους μύθους των Ινδιάνων. Σε όλες πάντως η συνέπεια είναι η αμετάκλητη διείσδυση του κακού στην πρωταρχική ειδυλλιακή αθωότητα και κακοτυχία. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς την ατελείωτη αλυσίδα καταστροφών, άδικων βασάνων, δημόσιας και ιδιωτικής απελπισίας που χαρακτηρίζουν τη ζωή του ανθρώπου; Πώς αλλιώς να εκλογικεύσουμε τις φονικές παρορμήσεις, τις ωμότητες, την αυτοκαταστροφική τυφλότητα ή τον παραλογισμό που κάνουν τις πολιτικές υποθέσεις κατάλογο νεκρών και αγνοουμένων; Το αθώο παιδί υποβάλλεται σε βασανιστήρια, η Τροία ισοπεδώνεται συνεχώς, η αδικία θριαμβεύει. […]» 

 

Όσον αφορά στην περίπτωση  της Αθηνάς Καλλιμάνη, η δυαρχία κακού – καλού καλά κρατεί… Το κακό δεν καθιερώνεται αλλά ακολουθεί μια ντετερμινιστική λογική, όμως, όσο φυσικά και αν ενσκήπτει, αποκαθηλώνεται. Είτε με την κατά κράτος νίκη της αγάπης είτε με την ανάδυση ενός κόσμου κατάλληλου για τον άνθρωπο, σύμμαχο της φύσης αλλά και των αναγκών μας ως όντα κοινωνικοπολιτικά, θεσμικά και ικανά να εννοήσουν τόσο την έλλογη όσο και την πνευματική αξία του καλού. Στον Υετό, η αμείλικτη διαμάχη μετριάζεται και είναι η υφολογική εξέλιξη που υποβάλλει τόνους μινόρε, μιας μελαγχολίας εναρμονισμένης, θα έλεγε κανείς, με τοπίο αγγελοπουλικό, βαθύτερα υπαρξιστικής, μιας, με δυο λόγια, γόνιμα μελαγχολικής ποιητικής στάσης. Στην πρωτόλεια, ωστόσο, συλλογή της, την Αυλαία, η ποιήτρια εμφανίζεται στα γράμματα με διάθεση υπογραμμισμένης κατάδειξης των σκοταδιών τόσο του ποιητικού υποκειμένου όσο και του κόσμου.

 

Στην εξωστρέφεια αυτή συμβάλλει ο τεχνικός χειρισμός της στροφικής ενότητας και ιδίως η ηχηρή ομοιοκαταληξία που ως «ήχος όπλου» εκπυρσοκροτεί, υποβάλλοντας,  με έναν επίμονο συχνά ήχο, την αγωνία και την αγωνιστικότητα του ποιητικού υποκειμένου. Σα να φωνάζει, με όλη του την αθωότητα, ένα παιδί, προκειμένου να πολεμήσει τα κακώς κείμενα καταδεικνύοντάς τα με πείσμα ή, κάποτε, σα να χαράζει, με όλη της τη δύναμη, μάρμαρο μια ύπαρξη θηλυκή, επιχειρώντας να ραγίσει αναλγησία αιώνων: Διαβάζουμε, χαρακτηριστικά, από τους «Λαθρεπιβάτες»: […] Τυχαίες ωραίες στιγμές/ δεν τις ξεχνάμε/ το χειροκρότημα κρατάμε/ επάνω του ξεδιάντροπα πατάμε/ σε βήμα που συνθλίβει στρέφεται/ και η ζωή/ ακόμα μας ανέχεται. Στο «Ο Κύκλωπας», η πόλη τρέπεται σε τεράστιο σκηνικό για την επέλαση της αγριότητας. Το θεατρικό στήσιμο αναγνωρίζεται σε αρκετά ποιήματα της συλλογής, γινόμενο, εν τέλει, δομικό φαντασιακό γνώρισμα. Στο προαναφερόμενο ποίημα, η Καλλιμάνη μετέρχεται παραδοσιακές μεταμφιέσεις του κακού, ομηρικής (ο Κύκλωπας) και δημοτικής (οι λύκοι) προέλευσης, η δε αλληγορική ακολουθία εκβάλλει σε μια νικητήρια σωτηριολογική για το είδος μας κοινωνικοπολιτική κατάληξη. Να σημειώσουμε, επίσης,  την πρωτοτυπία της μεταφορικής φράσης «η πόλη τριαντάφυλλο πικρό» μα και τον διαλεκτικό δυισμό που σπονδυλώνει το ποίημα: Η βραδιά συνηθισμένη/ η πόλη τριαντάφυλλο πικρό/ το φεγγάρι μάτωσε απ’ τη μαχαιριά/ που ύπουλα καρφώθηκε στην καρδιά.// Ο Κύκλωπας χτύπησε για άλλη μια φορά/ μονόφθαλμος/ μας ξεγελάει τάχα/ πως δεν βλέπει και καλά/ κι όμως αρπάζει πρόβατα πολλά/ τους αλλάζει την προβιά.// Φόβο οι λύκοι στις γειτονιές σκορπούν/ με όπλα και στιλέτα ανενόχλητοι κυκλοφορούν./ Μίσος καταχθόνιο/ νεκρά κτηνώδη κύτταρα/ αδύναμους και διαφορετικούς αναζητούν/ θύματά τους να γεννούν.// Ελεύθερη η σκέψη/ αφήνει τους μύθους της/ στης μνήμης την αυγή∙ πολιτισμός, παιδεία, δικαιοσύνη/ ορθώνονται δειλά δειλά// η κόρη του ματιού ματώνει και πονά/ ο Κύκλωπας πεθαίνει/ στου σκοταδισμού του τη σπηλιά.

 

Το δίπολο καλού - κακού μαζί με την εκπορευόμενη εξ αυτών  διαλεκτική που υπηρετεί η Καλλιμάνη και με μια γενικευμένη περί καλού αντίληψη φέρουν την ποιήτρια, σ’ αυτήν την πρώτη της αναζήτηση του αναγνωστικού βλέμματος, κοντά στο ρομαντικό αντικαπιταλισμό του 19ου αι., έτσι καθώς στοχεύει «τα θεμέλια του κατεστημένου». Η κλασική αντιπαραβολή καλού – κακού και η προαιώνια πάλη τους, με παραλλαγμένη την ποιητική αισθητοποίησή τους, ενυπάρχει σε πολλά από τα ποιήματα της συλλογής, υπονοούμενη σχεδόν σε όλα, καθώς συχνά βρισκόμαστε μάρτυρες είτε μιας πολιτικής είτε ηθικής ταλάντωσης, στην κατάληξη της οποίας το καλό νικά κατά κράτος τουλάχιστον ως επιθυμητικό αναγνωστικό σκίρτημα ή ως μελλοντική πρόληψη, επίτευγμα πίστης του ποιητικού υποκειμένου.

 

Δεν είναι λίγα, επίσης, τα ποιήματα της συλλογής στα οποία σκιαγραφείται υπαινικτικά ή και καταδεικνύεται μεγαλοφώνως η έννοια της απώλειας, στοιχειοθετημένης είτε ως επικινδύνως φεύγουσα φιλική, ερωτική ή και γονεϊκή σχέση είτε ως παρηκμασμένη αξιακή συνθήκη αλλά και ως καθαρόαιμη προδοσία. 

 

Το έμπονο στοιχείο, που εκλύεται από εγνωσμένο κενό ή από την επαγρύπνηση του ποιητικού υποκειμένου  προκειμένου να μην καθιερωθεί η απώλεια ή κι από το πένθος που διορατικά η ποιήτρια ψηλαφεί, μας οδηγεί, από άλλο δρόμο, στη ρομαντική ανάγνωση της συλλογής και του κόσμου της. Η Catherine J. Parat στο «Δοκίμιο για την ευτυχία» αναφέρει σχετικά: «[…] θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ευτυχία είναι το αντίθετο, το ανάποδο του πρωτόγονου πένθους: η επανεύρεση του χαμένου αντικειμένου καθώς και όλων όσα χάθηκαν στη συνέχεια, του οιδιπόδειου συμπεριλαμβανομένου. Το πένθος, η πιο σκληρή απώλεια, είναι το γεγονός που υποκινεί την παλινδρομούσα άμυνα∙ έτσι εξηγείται γιατί τόσο συχνά το πένθος προετοιμάζει την κοίτη του έρωτα ή της πίστης, κάτι που είναι περίπου το ίδιο». 

 

Κάποτε, το στοιχείο της αιφνιδιαστικής μεταβολής της τύχης φοβίζει το ποιητικό υποκείμενο και, όσο και εάν πασχίζει να αποκαταστήσει το καλό πολεμώντας το κακό ή εντάσσοντάς το στην πονηρία της λογοτεχνίας, ποιητικοποιώντας το ειδάλλως, δεν είναι λίγα τα ποιήματα στα οποία η χώρα της ευτυχίας καταλύεται και οι προσπάθειες αποδεικνύονται χίμαιρες. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε το ποίημα «Με τη βία» στο οποίο, αφού το ποιητικό υποκείμενο αποστείλει ολόχαρο τα όνειρά του «στ’ ουρανού την αγκαλιά» και ταξιδέψει πρίμα κι ονειρικά τη σκέψη του, η τύχη θα μεταβληθεί: […] Αγρίεψε ο καιρός/ χάθηκε ο ουρανός/ μετέωρα τα όνειρα ∙/ η σκέψη απ’ τα κύματα/ παλεύει να σωθεί ∙/ μπλέχτηκαν πουλιά/ στα κατάρτια τα ψηλά/ με τη βία άνοιξαν φτερά/ για μέρη άγνωστα και μακρινά. Οι δύο φροϋδικές ενορμήσεις, του έρωτα και του θανάτου, απεικονισμένες κυρίως έμμεσα μάχονται, ωστόσο τον τόνο δίνει η αξία της πάλης και η ελπίδα του μέλλοντος καιρού: […] Φίλοι ξένοι/ σύντροφοι και αδερφοί/ μην ξεχαστείτε∙ σε άλλη γειτονιά/ μια πολιτεία ανέφελη/ θα χτίσουμε ξανά. Ας θυμηθούμε εδώ την Julia Kristeva και την «ανανέωση της εξέγερσης» που προτείνει «όταν πια δεν παίρνουμε ευχαρίστηση απ’ τους δεσμούς». Αυτή είναι συνοπτικά η οδός της Αθηνάς Καλλιμάνη που βγαίνοντας από τις ποιητικές της ιστορίες ωσάν ιεροφάντης παρηγορεί και επιτάσσει: Λίγη υπομονή!/ και σε ένα χρόνο/ όνειρα εαρινά/ θα δραπετεύσετε απ’ του νου τη θολερή σκιά/ και θα ζωντανέψετε με άλλου τόπου σκηνικά. 

 

Ολοκληρώνοντας την προσπέλαση της πρωτόλειας συλλογής της, υπογραμμίζουμε δύο στοιχεία: Αφενός τη θεατρικότητα με την οποία «στήνεται» η πλειονότητα των ποιημάτων της, είτε πρόκειται για πρόσωπα είτε για μικροσκηνές που εν είδει σκετς αναδύονται είτε και για αυτούσιο διαλογικό επεισόδιο («Δύο σκιές»), και αφετέρου μια κάποια ρετρό καταφυγή σε σχήματα λόγου και ρητορικές αυξήσεις. Κατά τη γνώμη μας, με την Αυλαία η ιδιοπροσωπία της ποιήτριας δεν έχει, κατά τη γνώμη μας, ολοκληρωθεί. Τα γνωρίσματα, ωστόσο, που της αποδόθηκαν είναι ήδη σοβαρές κατακτήσεις και προμηνύουν μεστή ποιητική γραφή. Κάτι που απολαύσαμε στη «βροχερή» συλλογή της, τον «Υετό», που δύο χρόνια μετά, το Νοέμβριο του 2016, ακολούθησε. 

 

Εδώ η Καλλιμάνη αναδεικνύεται ποιήτρια των αρχετυπικών συναντήσεων, σκηνογραφώντας με τα προαιώνια υλικά, τον ουρανό, τα άστρα, τη θάλασσα, τη γη, και συνθέτοντάς τα με πυρηνικές καταβολές του ανθρώπινης φύσης. Το υγρό στοιχείο, ως άνωθεν απεσταλμένος «υετός», βροχή, στάλα, αλλά και ως θάλασσα, πρυτανεύει στα ποιητικά του περάσματα, ωστόσο και η αναγωγή στα ουράνια ή οι πράξεις καθαυτές των διαστημικών σωμάτων, του ήλιου, των άστρων, αλλά και της νύχτας, του σκοταδιού, εμφανίζονται στο ποιητικό της εργαστήρι.

Η ποιητική της χώρα ορίζεται συχνά ως ένας θέατρο βίας, διαμάχης και προμηθεϊκής απόπειρας να αρθεί το επίγειο άχθος που προξενεί ναυάγια στις ονειρικές πλεύσεις. Συχνά ιερατική, με τελετουργική φόρμα, με επίμονες επαναλήψεις εν είδει επωδών, άγρια μουσικότητα και χαρακτηριστική ρυθμολογία, απευθύνεται στα φυσικά στοιχεία, προσμένοντας αποκατάσταση της ηθικής ή συναισθηματικής αρρυθμίας των ανθρωπίνων.

Με έναν λοξό τρόπο, μπορούμε να μιλήσουμε για υπαρξιστική ποίηση, τουλάχιστον ως προς τη θεματική ακολουθία, καθώς από τη συμπλοκή αισθητού και υπεραισθητού, σε φόντο λυρικό και φόρμα ασκημένη στη συντομία και την υποβολή, τίκτεται ένα ακριβόλογο διανοητικό παράγωγο, σχεδόν μπρεχτικό.

Έτερο χαρακτηριστικό, η προσωποποίηση. Ιδιαίτερο, μάλιστα, ενδιαφέρον παρουσιάζει η τακτική εμψύχωση ανοίκειων για το ποιητικό ρεπερτόριο, αφηρημένων ή μη, ποιοτήτων (για παράδειγμα, ο χρόνος, η άσφαλτος, ο άνεμος). Εάν απομονώσουμε τις προσωποποιήσεις της, θα αντιληφθούμε να σαλεύει με ένταση και με ρυθμό ένα σύμπαν αλλότριων ποιητικών όντων. 

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της ποιητικής της φωνής, η σχέση της με τη δημοτική παράδοση. Οι συστηματικές προσφωνήσεις (Άπληστε άνεμε, Θάλασσά μου, Σκοτάδι μου, Νύχτα μου,) στον άξονα της ιερής αναγνώρισης του κόσμου, ο ρυθμός που διασείει το ποιητικό σώμα, οι επαναλήψεις, υπομνηματιστές ενός παμπάλαιου τραγουδιού, οι υπερρεαλιστικές διασυνδέσεις, τα δημοτικοφανή μοτίβα, οι σύνθετοι περιγραφικοί νεολογισμοί (π.χ. ουρανογέννημα, ανθοφόρεμα, σφιχταγγαλιάσει, μαλλομέταξο,  αστρόστρωτο,) και, βέβαια, η σκηνοθετική ενορχήστρωση της φύσης αφθονούν.  Στην ποίηση, εξάλλου, της Καλλιμάνη, η φύση παραμένει υποδοχέας, αλληγορικός ήρωας, μεταφυσικός ακόλουθος, μετωνυμική αφόρμηση, ανιμιστικός πρόγονος της ανθρώπινης παρουσίας και δράσης. Στην «Πιστή σκιά», η θάλασσα και η ανθρώπινη σκιά συναιρούνται σε ένα σύντομο απωανατολικής κομψότητας ποίημα, δουλεμένο με ρητορική ακρίβεια και μουσικό αίσθημα. Τι κι αν/ η θάλασσα έχει μαλακώσει,/ οι σκιές μας/ όπως πάντα/ μας ακολουθούν πιστά.

Το ομώνυμο της συλλογής ποίημα σφυγμομετρά τα ανωτέρω, συνοψίζοντας το ιδίωμα της ποιητικής της κ. Καλλιμάνη: Η συνουσία του φυσικού στοιχείου –ιδίως αυτού του υετού, με τα ανθρώπινα, η κυκλοφορία μιας πανάρχαιας μουσικής, συγγενικής προς την κατά Λόρκα «ρίζα της κραυγής» στις φλέβες του ποιήματος, η εμφανής συμπερίληψη δημοτικοπρεπών μοτίβων, ο πυρρίχιος ρυθμός, η καθυπόταξη της ιστορίας του ανθρώπου, του σώματος και της ψυχής του, μέσα στη μεγάλη ιστορία του κόσμου, συναντώνται σε μελετημένες ποσοστώσεις. Αλλά και το ποίημα «Να ’χει καλό ταξίδι η αγάπη» μπορεί να εκληφθεί ως υποδειγματικό της τάσης της ποιήτριας να επεξεργάζεται τη φύση ως ποιητικό συμβάν, να προσφωνεί, υποστασιοποιώντας, το φυσικό ερέθισμα και να συμπλέκει τη φυσική με την ανθρώπινη δικαιοσύνη, αποκαλύπτοντας κάτι από την ανιμιστική αρχή της κοινωνικής ζωής. Ως μακρινός απόηχος της σαπφικής ωδής, το ποίημα της Καλλιμάνη απαιτεί από τον άνεμο την αποκατάσταση της συναισθηματικής ισορροπίας, μέσω δύο μετωνυμικών  σημείων της Αγάπης (τα μαλλιά και το φόρεμα), προσαρμοσμένων στον άξονα μιας δομικής προσωποποίησης: Άπληστε άνεμε!/ Πότε επιτέλους θα σιγάσεις;/ Πότε θ’ ανοίξεις έρωτα στρατί;// Θέλει η Αγάπη μου ν’ αγαπηθεί./ Απ’ το Βορά μην έρχεσαι./ Μπλέκεις τα μαλλιά της./ Τα θέλει ξέπλεκα, λυτά.// Μήτε για το Νότο να τραβάς/ στου ορίζοντα την άκρη./ Μαραίνεις τ’ ανθοφόρεμα/ Χάνεται τ’ άρωμά του.

Κάποτε, με ένα εφέ αιφνιδιασμού, η μικρή φράση τανύζει σε βάθος τους αρμούς του ποιήματος. Η χρήση, για παράδειγμα, της φράσης «γλυκαίνεις πικραμύγδαλα» στο «Έρωτας», με την αντικανονική χρήση του ρήματος και την πικρόγλυκη επίγευση του καρπού, καθώς φέρει την τόλμη της παράνομης λεκτικής σύνδεσης, τη δυνατότητα αισθητηριακής αντίληψης και την ένταση του καθημερινού και οικείου, ενδυναμώνει την αναγνωστική απόλαυση: […] Ένα άγγιγμα αρκεί να νιώσω πως/ γλυκαίνεις πικραμύγδαλα,/ μοσχοβολάς το άρωμα της αγάπης μου. 

Στο ποίημα «Ματαιότητα», η ποιήτρια, ακολουθώντας ένα λυγμικό σχεδόν τέμπο, σχεδιάζει μία παράσταση κουκλοθεάτρου. Το θέαμα απελευθερώνεται από παλιό δρύινο μπαούλο και καθώς εξελίσσεται ο ποιητικός αφηγητής θα οργανώσει σταδιακά το πεπρωμένο του ιστορικού ανθρώπου: θα χειρουργήσει, θα κατασκευάσει συνεργαζόμενος, θα αγαπήσει, θα αποδεχτεί και θα επιστρέψει στο δρύινο σημείο – σήμα – τάφο της εκκίνησης. Οι ερμηνείες βάθους δακτυλοδείχνουν άτακτα τον άνθρωπο, τη μοίρα του, την τέχνη του θεάτρου, το νόημα αναβοσβήνει επίμονα, πότε στη μεταφορική και πότε στην κυριολεκτική του ανάγνωση, ενώ ο στίχος απειλεί να ολοκληρώσει ανά πάσα στιγμή τον τίτλο του: «Ματαιότητα». Φώτα παρακαλώ.// Απ’ της γωνιάς το δρύινο μπαούλο το παλιό/ ένα χέρι/ άλλο χέρι/ δάχτυλα μέσα στα δάχτυλα/ και τα σχοινιά τεντώνουν./ Χέρια πλάι πλάι./ Ώμοι γυρτοί πλάι πλάι./ Καρδιές πλάι πλάι./ Άκαμπτα γόνατα πλάι πλάι./ Όνειρα πλάι πλάι.// Ο δείκτης του ρολογιού δεν περιμένει./ Οι ανάσες βαραίνουν./ Τα σχοινιά κόβονται.// Η παράσταση εκεί που τελειώνει ξεκινά./ Οι σκουριασμένοι μεντεσέδες βρυχώνται. Το δρύινο μπαούλο κλείνει για άλλη μια φορά.

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ Η κ.ΜΑΡΙΑ ΚΟΣΜΑ ΦΙΛΌΛΟΓΟΣ



 

Καλησπέρα,

Θα ήθελα, αρχικά, να ευχαριστήσω την Αθηνά Καλλιμάνη για την τιμή που

μου έκανε να μου εμπιστευτεί τα ποιήματά της και να μου επιτρέψει να

παρουσιάσω το πως εγώ αντιλαμβάνομαι την δική της προσωπική κατάθεση

ψυχής.

Καθώς λοιπόν η «Αυλαία» πέφτει στην ομώνυμη ποιητική συλλογή και

εικόνες πλημμυρίζουν την αίθουσα, ξεπροβάλλει η αλλόκοτη ανθρώπινη ζωή

που παρά τις εσωτερικές και κοινωνικές αντιθέσεις πετυχαίνει περιέργως να

ισορροπήσει. Αλλά πρόκειται για μια ισορροπία εύθραυστη και φαινομενική

γιατί κρύβει μια απόγνωση, γιατί εθελοτυφλεί στα λάθη του παρελθόντος,

γιατί η ψυχή αρνείται τη φυσική της ροπή να ανθίσταται και σιωπά. Η

ποιήτρια, συγκεκριμένα, γράφει:

 

Η επαναστατική ορμή έγινε απόγνωση

στην ψυχή απέμεινε μόνο η σιωπή.

Μια ψυχή μετέωρη που καθιστά και το μέλλον μετέωρο.

Στο ποίημα, πάλι, «Μεγάλες Ιδέες» η ποιήτρια διερευνά το θέμα της

ολοκλήρωσης, της τελείωσης, της ανθρώπινης ύπαρξης καθώς αυτή

πορεύεται μέσα στο χρόνο κουβαλώντας μνήμες, ιδέες που εγκαταλείφθηκαν,

προσδοκίες που ματαιώθηκαν και το τέλος για να ελευθερωθεί προσδοκάει

όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η ίδια η ποιήτρια.

Τα ποιητικά υποκείμενα στα ποιήματα «Άραγε πότε θ’ανάψει» και

«Ωριμότητα» ανατρέχουν στην παιδική τους ηλικία και στον ιδανικό, μυθικό,

πολύχρωμο κόσμο που είχαν πλάσει είτε τα ίδια με τη φαντασία τους είτε με

τη βοήθεια των παραμυθιών της γιαγιάς. Η μάχη, ωστόσο, του τότε με το

τώρα είναι άνιση αφού το παρόν αποκαλύπτεται γκρίζο και θολό, οι ήρωες

είναι χωρίς καρδιά και οι λύκοι παραμονεύουν.

Η δεύτερη ποιητική συλλογή τιτλοφορείται ¨Υετός¨. Ο τίτλος αυτός δεν είναι

σίγουρα τυχαίος. Αντιθέτως είναι πολύ εύστοχα επιλεγμένος μιας που

παραπέμπει σε εικόνα υδάτινων στοιχείων που ακολουθούν μια πτωτική

πορεία προϊδεάζοντας μας έτσι τόσο για τα στοιχεία της φύσης που

κυριαρχούν στο ποιητικό πεδίο της δημιουργού όσο και για την πορεία των

συναισθηματικών διακυμάνσεων του ποιητικού υποκειμένου.

Ένα από τα κυρίαρχα στοιχεία, λοιπόν, αυτής της ποιητικής συλλογής είναι

φυσικά η βροχή η οποία στο ποίημα «Υετός» ενδύεται τα χαρακτηριστικά

ενός θύματος που χωρίς να προβάλλει αντίσταση είτε χάνεται στ’απόνερα,

 

είτε αρπάζεται βίαια από τα κύματα είτε συμμετέχει σε μια ερωτική πράξη

συνένωσης με τη θάλασσα η οποία όμως καταλήγει να είναι μοιραία. Άλλοτε

η βροχή παίρνει τη μορφή ενός θύτη που πληγώνει τη ματαιότητα της

ανθρώπινης ζωής. Μια ματαιότητα και μια αίσθηση ανικανοποίητου που

διαπερνούν την ποιητική οντότητα και την εμποδίζουν ή ακόμα καλύτερα

αναβάλλουν τη συνάντηση της με τον Έρωτα, τον οποίο επιθυμεί να γευθεί

αλλά δυστυχώς δεν τα καταφέρνει χωρίς να πληγωθεί.

Και η ανάσα σου αδίστακτη

Σαν άτι αχαλίνωτο,

με λάφυρο τη λαβωμένη μου ψυχή,

 

τρέχει

 

σε μια κούρσα δίχως νικητή.

Θα γράψει η ποιήτρια στο ποίημα «Χωρίς επιστροφή».

Ο τίτλος, όπως προαναφέρθηκε, μας προϊδεάζει και για την καθοδική πορεία

των συναισθημάτων του ποιητικού υποκειμένου και για την εσωτερική

πάλη που συντελείται αναπόφευκτα. Μια εσωτερική πάλη που γιγαντώνεται

από τη μονοτονία του παρόντος και τον βουβό πόνο του παρελθόντος το

οποίο αρνείται να συμπράξει με το τώρα γεγονός που ίσως να συντελούσε

στην συναισθηματική του αποφόρτιση. Αντιθέτως αναβάλλεται η αξιοποίηση

κάθε ευκαιρίας για αλλαγή παρόλο που το ποιητικό υποκείμενο ασφυκτιεί και

προσπαθεί να ισορροπήσει πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί, όπου η Ζωή

ακροβατεί μεταξύ Δύσης και Ανατολής, δειλινού και Αυγής, χειμωνιάτικης

βροχής και καλοκαιρινής προσμονής. Η έκφραση παρουσιάζει μια ειλικρίνεια

στην παραδοξότητα των συναισθηματικών εκδηλώσεων του ποιητικού

υποκειμένου, ο κόσμος του οποίου κινείται γύρω από τα μοτίβα του Έρωτα

και του Θανάτου.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα όνειρα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο

ποιητικό σύμπαν της ποιήτριας τα οποία είτε υπερτερούν των ανθρώπινων

ιδανικών και γεννούν, δυστυχώς, τη στείρα Ελπίδα, είτε στο σκοτάδι, το

προσωπικό, δίνουν μια άλλη προοπτική και κάνουν το ταξίδι χωρίς επιστροφή

να φαντάζει σωτήριο, τον θάνατο λυτρωτικό.

Φτάνοντας προς το τέλος θα ήθελα να ομολογήσω τη δική μου προσωπική

αγωνία να εκτιμήσω το ποιητικό έργο της ποιήτριας και φίλης, Αθηνάς

Καλλιμάνη, μιας αγωνίας που πήγαζε από το πόσο η δική μου οπτική, η δική

μου αλήθεια πλησιάζει τη δική της απόλυτη αλήθεια.

 

Κλείνοντας θα ήθελα να παραθέσω τους στίχους του ποιήματος ¨Ανέλπιστα¨

στο οποίο περιγράφεται ο μοναχικός, ατομικός, ανηφορικός αγώνας προς την

καταξίωση που αν και περιέχει απογοητεύσεις καταφέρνει να μην λειτουργεί

επιβαρυντικά αλλά απελευθερωτικά για την ποιήτρια και το ίδιο εύχομαι και

για όλους εμάς.

 

Ανέλπιστα

 

Ο κόπος βουβός.

Πολύς.

Αμέτρητος.

Σήμερα ήλπιζα

ποθούσα

επαίνους, αγκαλιές, αναφορές επιβράβευσης.

Λησμονήθηκαν.

Δεν πόνεσα.

Τώρα πια

ανηφορίζω χωρίς να κουράζομαι.

Είμαι ελεύθερη.

ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΣΕ Η κ.ΓΕΩΡΓΙΑ Ι.ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ ΔΙΕΘΝΟΛΟΓΟΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΣΓεωργία Ι. Νικολοπούλου , Διεθνολόγος - Ραδιοφωνικός Παραγωγός

 


Στέγη Γραμμάτων «Κωστής Παλαμάς»

 

Παρουσίαση των ποιητικών συλλογών της Αθηνάς Καλλιμάνη -

Γεωργιτσοπούλου: «Αυλαία» και «Υετός».

 

 

 

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΚΑΛΛΙΜΑΝΗ, ΠΥΛΩΝΕΣ ΑΓΑΠΗΣ

 

Έχει αποδειχθεί στατιστικά ότι το 95% του αναγνωστικού κοινού αποστρέφεται τη

μοντέρνα ποίηση, της οποίας δεν καταλαβαίνει το νόημα, αφού τέτοιο δεν υπάρχει, και

μόνο ένα 5% περίπου αποδέχεται αυτό το είδος το οποίο πολλές φορές είναι

ανερμήνευτο. Και ίσως ακατάληπτο.

Η Αθηνά Καλλιμάνη δεν κινδυνεύει από αυτή την κατηγοριοποίηση. Γιατί η γραφή της

είναι σύγχρονη μεν αλλά ταυτόχρονα ευθεία και στοχευμένη. Μιλάει καθαρά και

συγκεκριμένα. Και γράφει με την καρδιά χαράσσοντας με την πένα της μια

ευθύγραμμη διαδρομή: Τη διαδρομή από καρδιά σε καρδιά.

Μια εκδήλωση για την ποίηση είναι μια Λειτουργική Πράξη. Μια πράξη κοινωνίας. Και

κάθε δημιούργημα είναι και μια πράξη αθανασίας.

Και για κάθε πνευματικό δημιούργημα - η πραγματική του αξία θα μετρηθεί, με τους

όρους που θα συγκροτήσει μέσα στην κοινωνία.

Ως Εκπαιδευτικός, ως Σκηνοθέτης, ως Δραματουργός, ως ενεργή πολίτης και

Δημοτικός Σύμβουλος η Αθηνά δε χρειάζεται συστάσεις έχει δώσει τα διαπιστευτήρια

της, πολλά χρόνια τώρα.

Ως οντότητα όμως που συνιστά και την ουσία από την οποία απορρέει ο ποιητικός της

λόγος, η Αθηνά έχει διαλέξει το δύσκολο δρόμο: To δρόμο ταχείας κυκλοφορίας που

δεν ησυχάζει ποτέ. Και που πάνω του κινούνται με ιλιγγιώδη ταχύτητα ιδέες, που

βιάζονται να πραγματωθούν.

Όσοι τη γνωρίζουν θα συμφωνήσουν απόλυτα: Η Αθηνά ήταν και είναι σε μόνιμη

εγρήγορση. Ανεβαίνει στο ποδήλατό της - ένα με τη φύση της – και την άλλη στιγμή

έχει φτάσει από τη μια άκρη της πόλης στην άλλη.

- Δεν είναι εδώ, μου απαντάει στο τηλέφωνο ο Κανέλλος της.

-Είχαμε ραντεβού έχει αργήσει και δεν απαντάει στο κινητό του λέω,

- Έρχεται με το ποδήλατο γι’ αυτό δεν απαντάει, θα ‘ρθει, μου εξηγεί ο Κανέλλος.

«Ποδηλατώ στην πόλη μου γλιστράω. Ποδηλατώ στις σκέψεις μου γυρνάω.

Θύμισες γκρίζες σκιές μουντές στις ακτίνες μου πετάω. Μπλέκονται, χάνονται

μα πίσω δεν κοιτάω. Στη σέλα μου τα όνειρα κρατάω. Τα πεντάλ με δύναμη

γυρνάω. Ψάχνω τα όμορφα που τόσο αγαπάω» (Στην Πόλη μου Γλιστράω).

 

Όταν συζητήσαμε για την αποψινή βραδιά η Αθηνά μου ζήτησε να σχολιάσω κυρίως

τα αρνητικά που μπορεί να εντοπίσω στη γραφή της.

Πώς όμως να βρει κανείς αρνητικά σε μια γραφή που δημιουργεί αμιγώς

συναισθηματικά ερείσματα; Και πώς μπορείς να αναλύσεις με στιχουργικούς όρους

και φόρμες, μια γραφή που στηρίζεται σε ιδεολογικούς όρους και κυρίως με αξιακούς

όρους;

Γι’ αυτό προσωπικά θα αναφερθώ στην ίδια την υπόσταση της Αθηνάς μέσα από

πυλώνες αγάπης που συνιστούν την ίδια και τη γραφή της.

ΠΥΛΩΝΑΣ ΠΡΩΤΟΣ: Η αγάπη της Αθηνάς για τα παιδιά και τους νέους.

Η αγάπη της μετουσιώνεται σε προσφορά στα παιδιά, τα προετοιμάζει με τα βαθιά

νοήματα των παραστάσεων που κάνει να γίνουν ευαισθητοποιημένοι, συμμετοχικοί

και αλληλέγγυοι πολίτες. Δε θα σταθώ περισσότερο γιατί η θεματολογία των έργων

της το μαρτυρά περίτρανα.

ΠΥΛΩΝΑΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Η αγάπη της Αθηνάς για τον άνθρωπο.

Τον άνθρωπο μετανάστη, τον φορτωμένο με μνήμες-σίδερα βαριά- άνθρωπο. Τον

άνθρωπο που ονειρεύεται, τον άνθρωπο πρόσφυγα το συλλογικό άνθρωπο, τον

άνθρωπο που συμβιβάζεται, τον άνθρωπο που συνθηκολογεί, τον ελεύθερο

άνθρωπο.

- «Κι ο κόσμος στο σώμα του μνήμες κουβαλάει, με μετέωρο βήμα στην

ομίχλη προχωράει, πίστη και απελπισία δυο φαντάσματα που τη μια τα

προσπερνάει και την άλλη στιγμή λάβαρα τα κρατάει και τα προσκυνάει.

Την πρώτη αρχή αναζητάει, το τέλος για να ελευθερωθεί προσδοκάει»

(Μεγάλες Ιδέες)

- «Σώματα προσπερνώ. Δεν ξέρω ποιόν ψάχνω και αν θα τον βρω. Μάτια

απλώνουν δίχτυα στο κενό.. δάχτυλα μπλέκονται, συνειδήσεις χάνονται σ

έναν ξέφρενο ρυθμό. Άνθρωπε στάσου. Θέλω να συναντηθούμε. Να σε

δω» (Άνθρωπε στάσου).

ΠΥΛΩΝΑΣ ΤΡΙΤΟΣ: Η αγάπη της Αθηνάς για τον τόπο της

Μέσα σ αυτόν τον ανθρωποκεντρικό κόσμο, ο τόπος της, η «Γηραιά Κυρία» με την

πένα της φθαρμένη από την τόση ιστορία, επιβιώνει ως μνήμη και ως αίσθηση ζωής:

«Αχ πανάρχαιη Κυρία, τις ρυτίδες μην καλύπτεις, σήκω την κορμοστασιά σου

βάλε πάλι τα καλά σου και την πένα τη φθαρμένη που σου έγραφε ιστορία μην

πετάξεις στα παλιά βαλ΄την χτένα στα μαλλιά» (Γηραιά Κυρία).

 

«Ο χρυσός θάμπωσε αλλά ακόμα προκαλεί γιατί ακόμα καθρεπτίζει του

παρελθόντος τη χλιδή»(Θεωρείο Επισήμων).

Στον «Ξενιτεμό» καταπιάνεται με τον πόλεμο, ψάχνει το περιστέρι της ειρήνης,

αφουγκράζεται το νόστο της Καρυάτιδας:

- «Φίλοι ξένοι, σύντροφοι και αδερφοί μην ξεχαστείτε.. σε άλλη γειτονιά μια

πολιτεία ανέφελη θα χτίσουμε ξανά» .

- «Ξένα αφεντικά ορίζουν το παρόν μα μην αφήσεις ιστορία κι ουρανό»

(Φυγή).

ΠΥΛΩΝΑΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ: η αγάπη της Αθηνάς για τη φύση

Σε ολόκληρο τον Υετό, η Αθηνά συνομιλεί με τη φύση, την προσωποποιεί και

απευθύνεται κατά πρόσωπο στα στοιχεία της.

Συνομιλεί με τη θάλασσα, γίνεται ένα μ’ εκείνη:

Θάλασσά μου, γαλήνια είσαι στα ρηχά. Στα βαθιά κρύβεις την ταραχή σου.

Δε χρειάζεσαι χρώματα πολλά. Με το μπλε σου το βαθύ βάφεις τους θησαυρούς

σου. Δεν σου αρέσει η μοναξιά. Κάθε πρωινό με το αγέρι πίνεις καφεδάκι στο

γιαλό. Δε θυμώνεις όταν σε χτυπούν ξύλινα κουπιά η σιδερένια η προπέλα που

ασταμάτητα και αλύπητα γυρνά

Τις Κυριακές στολίζεις τα πέτα τα ψηλά με γλαροπούλια.

Στου ορίζοντά σου τα στενά η αυγή συναντά τα δειλινά» (Βαθύ μπλε)

Πιστεύω μέσα μου όσο γνωρίζω την Αθηνά, ότι αυτό το «Βαθύ Μπλε» είναι η

Προσωπογραφία της. Είναι το μωσαϊκό που τη συνθέτει η ίδια θάλασσα η

φουρτουνιασμένη, η θάλασσα σε διαρκή κίνηση.

Και στην Ηχώ:

«Θάλασσα εύθραυστη, πόσο αντέχεις.. γλυκά αναταράζεσαι και πνίγεις την

ηχώ».

Συνομιλεί με τον άνεμο: είναι πολλά τα ποιήματα που έχουν μέσα τους άνεμο τον

άνεμο της παρόρμησης και της ανησυχίας της:

- « Άπληστε άνεμε- Πότε επιτέλους θα σιγάσεις;»

- «Τη δροσιά τους την παίρνει ο άνεμος, ευχές δεμένες σε λευκά περιστέρια»

- «Από πλαστελίνη εύπλαστες είναι οι καρδιές αφημένες στων ανέμων τις

βουλές»

- «Άνεμος ξένος, μαύρο μαντάτο φέρνει… πως πνίγηκε στη θάλασσα του

φεγγαριού» (Εσωστρέφεια)

 

Αναγεννιέται μέσα απ’ την αντιπαράθεσή της με το χρόνο:

- «Χρόνε μη γίνεσαι κακός, του ρολογιού η μηχανή να πάψει ετούτη τη

στιγμή» (Χρόνε μη γίνεσαι κακός)

- «Και σαν να μην έχει τίποτα συμβεί ο χρόνος ανέμελα θα συνεχίσει να

τρέχει σαν παιδί» (Χωρίς ενοχές)

Αναμετριέται με το σκοτάδι σε μεγάλο μέρος της ποίησής της όμως γαντζώνεται από

χαραμάδες φωτός που η ίδια δημιουργεί:

- «Σκοτάδι μου μην αποκοιμηθείς, άπλωσε τα όνειρα, πάρε με μαζί σου»

- «Ποιος ορίζει το σκοτάδι που αντιστέκεται; Ποιος ορίζει την Ανατολή που

βιάζεται να ‘ρθει; Το σκοτάδι δυνατά κρατεί μέσα απ’ την πάλη η ανατολή

προσπαθεί απεγνωσμένα να φανεί. Το φεγγάρι υποχωρεί στου ήλιου τη σκιά

για να χαθεί. Διστάζει η ανθρώπινη πνοή στο συναίσθημα να τυλιχτεί.

Αμφιβάλει αν μέσα απ’ το σκοτάδι ή το φως, ζωντανή θα κρατηθεί»

(Αμφιβολία).

- «Νύχτα μου ποθητή! Μοιραία έχεις ταίρι σου το μαύροι σκοτάδι»

Αναμετριέται με το θάνατο.

Η Αθηνά δεν τον φοβάται το θάνατο. Έχει αναμετρηθεί μαζί του. Η Αθηνά προτάσσει

το ανάστημά της και δίνει τη μάχη. Δεν του χαρίζεται: τον γονατίζει το θάνατo του

διαμηνύει ότι είναι πεπερασμένος:

- Στα ανεμόστρατα της Χαραυγής, τα χνάρια σου να αφήνεις κι ώσπου να ‘ρθει

η αστροφεγγιά, το νόστο μην προδώσεις» (Νόστος)

- «Δε φοβάμαι, δεν θα χαθώ όσο αδύναμη κι αν είναι η μνήμη του ανέμου.

Γιατί υπάρχω στο παρελθόν όλων όσων μ’ αγαπούν και αγαπώ.» γράφει στο

ποίημα «Καθ΄οδόν»

- «Και σ ΄ένα δρόμο που δεν θα ‘χει επιστροφή σπόρους θα ρίχνω από δειλινό

σε χαραυγή».

- «Σε λευκό σεντόνι έχουν τυλιχτεί και βαθιά στη γη έχουν θαφτεί ένας αιώνας

οι τρεις μέρες μέχρι η Ανάσταση να ‘ρθει» (Λευκό Σεντόνι).

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Η ΓΕΦΥΡΑ ΠΟΥ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΠΥΛΩΝΕΣ ΑΓΑΠΗΣ

«Θέλει η Αγάπη μου ν’ αγαπηθεί» Η μία – ενιαία- άτμητη αγάπη σου για τον

άνθρωπο και νόημα του ταξιδιού του, που διαπνέει τα πάντα.

Υπάρχει πιο μεγάλη κραυγή από αυτή;

Όμως η αγάπη ζαφείρι σε ασήμι άκαμπτο δίνει μορφή» (Αγάπη).

«Να ‘χει καλό ταξίδι η αγάπη» Τί πιο δυνατό νόημα για την ύπαρξη και το νόημα

της ύπαρξής μας, της ύπαρξής σου. Αυτό το στίχο σου θα παραφράσω Αθηνά μου και

θα σου πω: Να ‘χει καλό ταξίδι η Αγάπη σου. Η μία – ενιαία- άτμητη αγάπη σου για

τον άνθρωπο και νόημα του ταξιδιού του, του ταξιδιού σου.

Κοιτάζω τη θάλασσά σου. Βλέπω ένα βράχο με το φως να μπαίνει από παντού Είναι

ο βράχος που απαθανάτισαν τα μάτια της Μαρίας της Κοσσυφίδου. Μέσα εκεί, ένα

παιδί βρίσκει απάγκιο, κρατάει ένα κουβά κι ένα φτυαράκι. Μαζεύει πεταλίδες άγριες,

κυματοδαρμένες, αιώνια στο βράχο κολλημένες. Στην άκρη, ένα ποδήλατο

μισοβουτηγμένο στο νερό.

«Είναι αγόρι ή κορίτσι; Είναι ξανθό ή μελαχρινό; ίσως το μάθουμε αν στον

καθρέφτη κοιταχτούμε».

Ίσως το μάθουμε αν στα μάτια σου κοιταχτούμε Αθηνά Καλλιμάνη.

 

Γεωργία Νικολοπούλου,

Παντοτινά φίλη σου.

Γεωργία Ι. Νικολοπούλου , Διεθνολόγος - Ραδιοφωνικός Παραγωγός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου