ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1960
(Oμιλία του
Τάκη Τσονάκα στον Κύκλο των Φιλολογικών βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών
23-12-2024)
Η
δεκαετία του ;60 είναι ίσως μία από τις πιο συγκλονιστικές δεκαετίες
της νεότερης
ιστορίας για την Ελλάδα.
Είναι μία
δεκαετία γεμάτη πολιτικά και κοινωνικά κινήματα,έντονες πολιτικές και
κοινωνικές ανατροπές, αλλαγές στη νοοτροπία, στα ήθη και
έθιμα, ρήξεις, αμφισβητήσεις, εντάσεις και αντιφάσεις.
Γίνονται έργα τουριστικών υποδομών, ιδιαιτέρως στην
πρωτεύουσα, όπως η πλαζ της Βουλιαγμένης, η οποία εγκαινιάζεται τον Αύγουστο
του 1960 παρουσία του
Κωνσταντίνου Καραμανλή, η Ακτή του Αγίου Κοσμά, το
ξενοδοχείο «Μον Παρνές», στα εγκαίνια
του οποίου, το καλοκαίρι του 1961, εκτός από τον Κ. Καραμανλή, ο οποίος ήταν
θερμός υποστηρικτής του έργου, παραβρίσκονται πάνω από 700 άτομα. Το
ξενοδοχείο Χίλτον εγκαινιάζεται στις 21.4.1963 και από
τις πρώτες μέρες της λειτουργίας του αρχίζει να έχει διάσημους επισκέπτες και
να συγκεντρώνει στους
χώρους του όλη την κοσμική Αθήνα της εποχής. Μαζί με
το Χίλτον, τοπόσημο πλέον της περιοχής, εγκαινιάζεται και μία νέα διεύθυνση
κατοικίας, η «πίσω από το Χίλτον».
Επίσης κατασκευάζονται οι πρώτοι ανισόπεδοι κόμβοι
προς διευκόλυνση της κυκλοφορίας και γίνονται διαπλατύνσεις δρόμων. Όσοι δε
Αθηναίοι θέλουν να
αποφύγουν το περπάτημα ή το σκαρφάλωμα στον Λυκαβηττό
προκειμένου ν’ απολαύσουν την υπέροχη θέα, χρησιμοποιούν από το 1965 το
τελεφερίκ, το οποίο
κατασκευάστηκε παρ’ όλες τις αρχικές αντιδράσεις και
αντιρρήσεις.
Εμβληματικά κτίρια, εκφράσεις του μοντέρνου πνεύματος
του Bauhaus, όπως το κτίριο της Αμερικάνικης Πρεσβείας σε σχέδια του
Γκρόπιους (1961), οικοδομούνται και γίνονται τοπόσημα της Αθήνας. Μαθητής
του Γκρόπιους, ο αρχιτέκτων Ι.
Δεσποτόπουλος, κερδίζει το πρώτο βραβείο πανελλήνιου
αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για το Πνευματικό Kέντρο της Αθήνας το οποίο,
αν και δεν ολοκληρώθηκε στην αρχική του μορφή, στεγάζει πλέον το Ωδείο Αθηνών.
Τον Οκτώβριου του 1960 ένα νέο μουσείο εμφανίζεται
στην πόλη, το Ιστορικό Μουσείο, το οποίο στεγάζεται στο κτίριο της Παλιάς
Βουλής στην οδό Σταδίου. Το
1964 αρχίζει ο σχεδιασμός του Πολεμικού Μουσείου
και την ίδια χρονιά θεμελιώνεται από τον Γεώργιο Παπανδρέου το Μέγαρο Εθνικής
Πινακοθήκης και
Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου. Το Α΄ Τμήμα του
κτιρίου ολοκληρώνεται το 1968 και αρχίζει να λειτουργεί το 1969.
Στη δεκαετία του 60 έγιναν και μεγάλες κοινωνικές
αλλαγές. Λόγω του φαινομένου της πολυκατοικίας, παρατηρείται μία
συγχώνευση των κοινωνικών στρωμάτων. Ο «καλός κόσμος» ζει σε μεγάλα,
άνετα διαμερίσματα, στα ρετιρέ, αλλά συμβιώνει και
συνυπάρχει στους κοινόχρηστους χώρους με «λαϊκούς»
ανθρώπους που μένουν στους χαμηλούς ορόφους. Νέα «μεγάλα τζάκια»
εμφανίζονται με ανθρώπους των οποίων το όνομα δεν συνδέεται τόσο με
ευεργεσίες, όπως τα προηγούμενα χρόνια, όσο με την οικονομική τους
επιφάνεια, τις επαγγελματικές και κοινωνικές τους δραστηριότητες.
Η μορφή της παραδοσιακής οικογένειας αλλάζει και μαζί
με αυτήν αλλάζουν ή καταργούνται διάφοροι εθιμοτυπικοί κανόνες. Οι περισσότεροι
γάμοι γίνονται πια από έρωτα και όχι από συνοικέσιο αλλά τα διαζύγια
αυξάνονται. Οι γυναίκες απελευθερώνονται, σπουδάζουν, εργάζονται, κατακτούν
θέσεις σε τομείς που θεωρούντο ανδρικοί, λείπουν αρκετές ώρες από το σπίτι.
Οι νέοι ρυθμοί της ζωής δυσκολεύουν την καθημερινή
συνεύρεση για φαγητό γύρω από το οικογενειακό τραπέζι, το οποίο
στρώνεται πια περισσότερο τις Κυριακές ή τις
γιορτές, συνήθεια όμως που εξακολουθεί να έχει
διαχρονική αξία. Η νεολαία είναι πιο δυναμική, πολιτικοποιείται, βγαίνει στο
προσκήνιο με τις πολιτικές οργανώσεις και συλλαλητήρια. Εκφράζεται έντονα
και ελεύθερα και διασκεδάζει κυρίως στις μπουάτ. Ο «τεντιμποϊσμός» βρίσκεται σε
έξαρση, φαινόμενο που προβάλλεται και μέσα από ταινίες, όπως ο
Κατήφορος του Γ. Δαλιανίδη. Σε έξαρση όμως βρίσκονται και τα αφροδίσια
νοσήματα. Επίσης, η μεγάλη εσωτερική μετανάστευση αρχίζει να δημιουργεί
ανησυχητικά φαινόμενα στην δημόσια ασφάλεια.
Οι φούστες των γυναικών κονταίνουν, ποιος δεν έχει
ακούσει τις γιαγιάδες να λένε «θα ρίξει φωτιά ο Θεός και θα μας κάψει», αλλά
και οι μανάδες την ώρα που έφευγε
η κόρη για διασκέδαση «φοράς τίποτα από κάτω μωρή;»
Και τα μαλλιά των αγοριών μακραίνουν. Αρχικά αντιμετωπίστηκε σαν ένδειξη
μειωμένου ανδρισμού. Το μίνι είναι το σύμβολο της δεκαετίας καθώς και τα
παντελόνια, κολλητά ή κάπρι. Η Όντρεϊ Χέμπορν, μέσα από την ταινία
Breakfast at Tiffanys, βάζει το μικρό μαύρο φόρεμα (the little black
dress) σε κάθε γυναικεία γκαρνταρόμπα. Οι Ελληνίδες αντιγράφουν τα
ταγεράκια και τα μαντώ της Τζάκι Κέννεντι και οι μπλούζες ζιβάγκο, τα
εμπριμέ ρούχα, τα εντυπωσιακά παλτό, οι μπότες αλλά και τα παπούτσια με χαμηλό τακουνάκι,
τα μεγάλα γυαλιά ηλίου, τα χρωματιστά καλσόν, τα μαντήλια, συνθέτουν
το στιλ της δεκαετίας. Το μακιγιάζ γίνεται έντονο με
μακριές ψεύτικες βλεφαρίδες και μάσκαρα, ενώ τα χείλη βαμμένα με απαλά χρώματα. Τα
μαλλιά σε μπούκλες,
χαμηλούς κότσους ή με το χτένισμα κυψέλη,
που δίνει υπερβολικό όγκο στην κορυφή του κεφαλιού.
Οι άντρες σταματούν να φοράνε καπέλα και αυτό σημαίνει
και το τέλος πολλών επιχειρήσεων πιλοποιίας. Στενά παντελόνια, παντελόνια με
φαρδιά ρεβέρ τα
λεγόμενα καμπάνα, μεσάτα σακάκια, καρό ή
λουλουδάτα πουκάμισα και ζιβάγκο με γιακά, πουλόβερ με χοντρή πλέξη, γραβάτες
φαρδιές με σχέδια και ρίγες είναι μερικά
από τα χαρακτηριστικά της ανδρικής μόδας της
δεκαετίας. Ο ταλαντούχος σχεδιαστής Γιάννης Τσεκλένης ανοίγει τις πρώτες του
μπουτίκ στην Αθήνα με τις δημιουργίες του
να πωλούνται και εκτός συνόρων και η ελληνική μόδα να
αρχίζει να κατακτά μία θέση στον σύγχρονο διεθνή κόσμο.
Τη δεκαετία του 1960 η διαφήμιση μπαίνει για
τα καλά στη ζωή των Ελλήνων, οι οποίοι κατακλύζονται από διαφημιστικές
καμπάνιες εταιρειών για χιλιάδες
καταναλωτικά προϊόντα. Καταχωρήσεις για αυτοκίνητα,
για ηλεκτρικές συσκευές, για υφάσματα, καλλυντικά, τρόφιμα, ποτά και άλλα
καταναλωτικά προϊόντα
καταλαμβάνουν χώρο στις εφημερίδες και τα περιοδικά
της εποχής. Οι διαφημίσεις με τις ηλεκτρικές σκούπες Hoover, τα ψυγεία
ΠΙΤΣΟΣ, τα πλυντήρια, τα απορρυπαντικά, τις ξυριστικές μηχανές προσπαθούσαν να
πείσουν το κοινό να παρατήσει τις παραδοσιακές σκούπες, τις παγοκολόνες,
τις σκάφες και τα πλυσταριά αλλά και τα
ξυράφια και τα ξυραφάκια.
Το τηλέφωνο μπαίνει για τα καλά στη ζωή των
Ελλήνων και αρκετά νοικοκυριά αποκτούν, μετά από αρκετές δυσκολίες,
τηλεφωνικές συνδέσεις. Άλλη μία
συσκευή, η τηλεόραση, εισβάλλει στα σπίτια με την
πρώτη δίωρη τηλεοπτική εκπομπή από το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας να
γίνεται το 1966. Tα τρανζιστοράκια φέρνουν, όπως διαφήμιζε η
Φίλιπς, τη χαρά στο σπίτι και στην εξοχή.
Η δεκαετία του 1960 είναι σημαντική και για τον
τουρισμό, ο οποίος γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη. Η Ελλάδα γίνεται γνωστή
για τις φυσικές ομορφιές της, τον πολιτισμό αλλά και τη ζωή της και
αρχίζει να αποτελεί προσφιλή προορισμό για γνωστές προσωπικότητες απ’όλο τον
κόσμο.
Η διάσημη ελληνίδα πριμαντόνα Μαρία Κάλλας εμφανίζεται
το 1960 στην Επίδαυρο, τραβώντας σαν μαγνήτης το φιλότεχνο κοινό από την Ελλάδα
αλλά και το εξωτερικό.
Γνωστοί ηθοποιοί (Γκρέκορι Πεκ, Άντονι Κουίν) έρχονται
στη Ρόδο για τα γυρίσματα της ταινίας «Τα κανόνια του
Ναβαρόνε» (1961).
Το 1961 η
Τζάκι Κένεντυ επισκέπτεται για πρώτη φορά την Αθήνα και
ξεναγείται μεταξύ άλλων στην Ακρόπολη και στο Τατόι.
Στο επόμενο ταξίδι της στην Ελλάδα, δύο χρόνια
αργότερα, θα γνωριστεί με τον Αριστοτέλη Ωνάση, γνωριμία που θα καταλήξει πέντε
χρόνια μετά, στον «γάμο του αιώνα» και ένα προγαμιαίο συμβόλαιο που
ακόμη
και σήμερα προκαλεί ίλιγγο.
Η Μαργκότ Φοντέιν και ο Ρ. Νουρέγιεφ μαγεύουν το
αθηναϊκό κοινό στο Ηρώδειο τον Αύγουστο του 1963 και η φιλαρμονική της Βιέννης,
υπό τη διεύθυνση του Χ. Φον
Κάραγιαν, δίνει τέσσερεις παραστάσεις τον Σεπτέμβριο
του 1963 στο Φεστιβάλ Αθηνών. Ο Βιτόριο Γκάσμαν έρχεται στην Αθήνα για να
παραστεί στην πρεμιέρα της
ταινίας του Ντίνο Ρίζι «Ο Φανφαρόνος», όπου πρωταγωνιστεί.
Εκτός από ανθρώπους της showbiz, επιφανείς ξένοι επισκέπτονται την Αθήνα,
μεταξύ αυτών ο Τσόρτσιλ, ο Ντε Γκολ, η Σοράγια, o Γουλτ Ντίσνεϋ, ο συγγραφέας
Τζ. Κρόνιν.
Όσον αφορά το πολιτικό σκηνικό, η δεκαετία του 60
είναι πλούσια σε γεγονότα που σημάδεψαν ανεξίτηλα τη νεότερη ιστορία, με
ιδιαίτερα μελανό σημείο τα τρία
τελευταία χρόνια. Και ενώ οι Έλληνες περιμένουν τις
εκλογές τον Μάιο του 1967 από την υπηρεσιακή κυβέρνηση του Ι.
Παρασκευόπουλου, ξυπνούν το πρωί της 21ης Απριλίου με τα τανκς στους
δρόμους της Αθήνας και το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών να βάζει στον
γύψο ολόκληρη τη χώρα, καταλύοντας τη δημοκρατία
και κηρύσσοντας τη δικτατορία.
Με το «Αποφασίζομεν και διατάσσομεν» μπαίνουν
περιορισμοί και λογοκρισία σε κάθε μορφή έκφρασης, όπως ο τύπος, η
λογοτεχνία, η μουσική, το θέατρο, και αρχίζει μία περίοδος τρομοκρατίας,
συλλήψεων, φυλακίσεων και βασανισμών αντιφρονούντων. Τα κρατητήρια της ΕΑΤ-ΕΣΑ
και διάφοροι τόποι εξορίας, αν
μπορούσαν να μιλήσουν, θα είχαν πολλές φρικιαστικές
ιστορίες να διηγηθούν από εκείνα τα χρόνια.
Η αντίσταση κατά της Χούντας εκδηλώνεται με
διάφορους τρόπους, με κυριότερη την απόπειρα δολοφονίας του Γ.
Παπαδόπουλο από τον Αλέξανδρο Παναγούλη τον
Αύγουστο του 1968. Η κοσμοπλημμύρα στην κηδεία του Γ.
Παπανδρέου τον Νοέμβριο του 1968 και τα συνθήματα που
ακούστηκαν είναι μία ακόμη ένδειξη της μεγάλης
αντιπάθειας που έτρεφε ο λαός για τους δικτάτορες.
Οι δηλώσεις του Γ. Σεφέρη εναντίον της Χούντας τον
Μάιο του 1969 είχαν τεράστια απήχηση εντός και εκτός Ελλάδος και έκαναν
έξαλλους τους χουντικούς, οι οποίοι
αφαιρούν από τον Σεφέρη τον τίτλο του πρέσβης επί τιμή
και του απαγορεύουν τη χρήση του διπλωματικού του διαβατηρίου. Εκείνη την
περίοδο υπήρξε μία
φαινομενική ησυχία και σταθερότητα με τον τουρισμό να
πηγαίνει πολύ καλά και το χρηματιστήριο το ίδιο. Παρ’όλη την αστάθεια που
επικρατούσε στο πολιτικό σκηνικό τη δεκαετία του 60, οι Έλληνες δεν έχαναν
ευκαιρίες για να διασκεδάσουν και να γλεντήσουν συχνάζοντας σε ταβέρνες,
κουτούκια, εστιατόρια ξενοδοχείων και σε κοσμικά κέντρα με πρόγραμμα και
μουσική.
Η κλήρωση του λαχείου των Συντακτών τις παραμονές Πρωτοχρονιάς
στην αίθουσα
του φιλολογικού συλλόγου Παρνασσός αποτελεί
άλλο ένα κοσμικό γεγονός για τους Αθηναίους
και χαρίζει στον εκάστοτε πρώτο τυχερό ολόκληρη πολυκατοικία. Το
ποδόσφαιρο προσφιλές άθλημα και οι ιπποδρομίες
αγαπημένος τζόγος.
Η παραγωγή ελληνικών ταινιών σημειώνει ρεκόρ, το ίδιο
και οι πωλήσεις εισιτηρίων στα ταμεία. Από τις ταινίες δεν έλειπε ποτέ το
τραγούδι. Οι ηθοποιοί της εποχής
Βλαχοπούλου,Βογιατζής, Βουγιουκλάκη, Παπαμιχαήλ, Χορν,
Χρονοπούλου, έχουν αφήσει πίσω τους αξέχαστες επιτυχίες, όπως το ΓαλάζιοςΟυρανός (Κορίτσια
για φίλημα), Ένας ουρανός μ’ αστέρια (Ραντεβού στον αέρα), Τράβα μπρος (Η
Αλίκη στο
Ναυτικό), Το χαμόγελο (Η κόρη μου η
σοσιαλίστρια), Οι Θαλασσιές οι χάντρες (Η Αθήνα τη νύχτα), Του αγοριού
απέναντι (Μία κυρία στα Μπουζούκια).
Εκείνα τα χρόνια, ένα νέο ρεύμα μουσικής, το νέο
κύμα, έρχεται στην Ελλάδα μέσω της κινηματογραφικής nouvelle vague, επηρεάζει
το ελληνικό τραγούδι και ανοίγει τις πόρτες των μπουάτ (από τη γαλλική
λέξη boite, που σημαίνει κουτί), τις μικρές, μουσικές σκηνές με τον χαμηλό
φωτισμό και την ιδιαίτερα φιλική και ζεστή
ατμόσφαιρα, που άνοιγαν στα γραφικά σοκάκια
της Πλάκας (Απανεμιά, Αυλαία,Εσπερίδες κ.ά.) και συγκεντρώνουν κόσμο
που αγαπάει την καλή μουσική και αναζητά έναν διαφορετικό και ποιοτικό τρόπο
διασκέδασης.
Από τους συνθέτες της εποχής (Γ. Σπανός, Λ. Παπάς, Ν.
Μαυρουδής) γράφονται υπέροχα τραγούδια που έχουν μείνει στις καρδιές του κόσμου
(Μια φορά θυμάμαι,
Άσπρα Καράβια, Σάββατο Απόγιομα, Μια αγάπη για το
καλοκαίρι, Χριστινάκι, Τα ήσυχα βράδια, Συννεφούλα κ.ά.) που ερμήνευαν με
συνοδεία πιάνου ή κιθάρας
πρωτοεμφανιζόμενοι και αργότεροι πολύ γνωστοί
καλλιτέχνες όπως οι: Καίτη Χωματά,
Πόπη Αστεριάδη, Αρλέτα, Μιχάλης Βιολάρης, Νταλάρας,
Αλεξίου, Βίσση, Σαββόπουλος κ.ά.
Στη δεκαετία του 60 υπήρξε μεγάλη άνθιση στον
χώρο των γραμμάτων και τεχνών με διεθνείς διακρίσεις. Στο Φεστιβάλ των Κανών το
1960, η ταινία Ποτέ την Κυριακή θα δώσει το πρώτο βραβείο ερμηνείας
στη Μελίνα Μερκούρη, γεγονός που θα
γιορταστεί μ’ ένα τρικούβερτο
ελληνικό γλέντι που άφησε εποχή, με Ζαμπέτα στο μπουζούκι και
αμέτρητα σπασμένα πιάτα και ποτήρια.
Το 1961 ο Μάνος Χατζηδάκης παίρνει το Όσκαρ μουσικής
για Τα παιδιά του Πειραιά,τρία Όσκαρ αποσπά το 1965 η πολυσυζητημένη ταινία του
Μιχάλη Κακογιάννη Αλέξης Ζορμπάς και την ίδια χρονιά η Ακαδημία Αθηνών
τιμά με το Αριστείο των Γραμμάτων και Τεχνών τον σπουδαίο λογοτέχνη και
αγιογράφο Φώτη Κόντογλου. Αποκορύφωμα όλων των διακρίσεων, η απονομή βραβείου
Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Γ. Σεφέρη το
1963.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας γράφονται
λογοτεχνικά αριστουργήματα:
Μαθητεία του Τ.
Πατρίκιου, Αρνούμαι, το;Λάθος του Α.
Σαμαράκη, Ματωμένα
Χώματα της Δ.
Σωτηρίου, το Τρίτο Στεφάνι του Κώστα
Ταχτσή και Τέλος της μικρής
μας πόλης του
Δημήτρη Χατζή, Λωξάντρα της Μ.
Ιορδανίδου, Ακυβέρνητες
πολιτείες; του Σ. Τσίρκα, το Ζ του Β. Βασιλικού,
Αντιγραφές του Σεφέρη κ.ά.
Γυρίζονται ταινίες που, εκτός του ότι θεωρήθηκαν
τεράστιες επιτυχίες στην εποχή
τους (Κατήφορος, Συνοικία το όνειρο, Τα Κόκκινα
Φανάρια, η Χαρτοπαίκτρα, Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα κ.ά.) βλέπονται
πολύ ευχάριστα ακόμη και σήμερα και αποτελούν έναν καθρέφτη αλλά και ένα
πολύτιμο τεκμήριο της καθημερινής ζωής στην Ελλάδα αυτής της δεκαετίας.
Είναι η χρυσή εποχή για τη Φίνος Φιλμ και την
καθιέρωση πολλών αγαπημένων ηθοποιών (Θ. Βέγγο, Ρ. Βλαχοπούλου, Α.
Βουγιουκλάκη, Κ. Βουτσά, Τ. Καρέζη, Ν. Κούρκουλο, Δ. Παπαμιχαήλ,
Τζαννετάκο), οι οποίοι ενσαρκώνουν ρόλους βγαλμένους
μέσα από την ελληνική κοινωνία, η οποία αλλάζει,
αστικοποιείται, δυτικοποιείται, εκσυγχρονίζεται, καταναλώνει, εγκαταλείπει τις
αυλές και εγκαθίσταται στα
διαμερίσματα, προσπαθεί ν’ αμβλύνει (έστω
κινηματογραφικά) τις αντιθέσεις μεταξύ
του λαϊκού κόσμου και της «ανώτερης τάξης»,
επιδιώκει κοινωνική ανέλιξη και επαγγελματική καταξίωση, ευημερία και
άνετη ζωή.
Οι ρόλοι του επιχειρηματία, του διευθυντή, του
καθηγητή, του μηχανικού, του δημοσίου υπαλλήλου, της γραμματέας, της μοδίστρας,
του χορευτή, του μπακάλη, του
θυρωρού, της υπηρεσίας (οικιακής βοηθού)
αντικατοπτρίζουν, μέσα από φαρσοκωμωδίες, κοινωνικοπολιτικές σάτιρες, δράματα
κάθε κατηγορίας και μιούζικαλ, την κοινωνική διαστρωμάτωση, τη σύγκρουση
ανάμεσα στην παράδοση και
τη μοντερνικότητα, τη σχέση των δύο φύλων
αλλά και τα επαγγέλματα που έχουν πέραση την εποχή εκείνη.
Οι ταινίες γυρίζονται μέσα σε γνώριμα σημεία της
καθημερινότητας, σκιαγραφώντας τις ριζικές αλλαγές που συντελούνται τόσο
στην κοινωνία όσο και στον αστικό χώρο (δημόσιο και ιδιωτικό).
Το θέατρο γνώρισε επίσης άνθιση στη δεκαετία του
1960 και το θεατρόφιλο κοινό γέμιζει τις αίθουσες για να δει εξαιρετικές
παραστάσεις με τους αγαπημένους
ηθοποιούς (Παξινού, Μινωτή, Αλεξανδράκη, Χορν,
Λαμπέτη, Φόνσου κ.ά.). Η Οδός Ονείρων εντυπωσίασε τους Αθηναίους και
τα τραγούδια της παράστασης Όμορφη Πόλη του Μίκη Θεοδωράκη ερμηνεύουν ο
Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Γιάννης Βογιατζής
και άλλοι γνωστοί τραγουδιστές. Η ανοδική αυτή πορεία
θα ανακοπεί με τη δικτατορία.
Το ελληνικό τραγούδι αναγεννιέται και μέσα από τις
ταινίες Στέλλα του Μ. Κακογιάννη
και το Ποτέ την Κυριακή του Ζιλ Ντασέν γνωρίζει μεγάλη
επιτυχία και εκτός Ελλάδος.
Ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί το Άξιον Εστί του Οδυσσέα
Ελύτη και Μπιθικώτσης, Καζαντζίδης, Ζαμπέτας, Τσιτσάνης, Μαρκόπουλος, Ξυλούρης,
Σαββόπουλος ερμηνεύουν Το Σαββατόβραδο, Στα περβόλια, Ήρθα κι απόψε στα
σκαλοπάτια σου,
Δεν θα ξαναγαπήσω, τραγούδια που γίνονται επιτυχίες
και αντέχουν στον χρόνο.
Τη δεκαετία του 1960 εμφανίζονται τα περισσότερα
ελληνικά συγκροτήματα μοντέρνας μουσικής. Το 1962 δημιουργούνται οι
Φόρμινξ οι οποίοι εισήγαγαν τον
χορό γιάνκα στην Ελλάδα και το Τζερόνυμο Γιάνκα ήταν
must στα πάρτι της εποχής. Ακολούθησαν οι Idols, oι Charms, οι Olympians,
το Aphrodlte’s Child. Το
Τρελοκόριτσο, Το κορίτσι του Μάη, Rain &
Tears κ.ά. κατακτούν ψηλές θέσεις στα
charts.
Όσο για το τουίστ είχε ξετρελάνει του πάντες και έχει
μείνει αξέχαστη η σκηνή με την Αλίκη Βουγιουκλάκη στα Χτυποκάρδια στο
Θρανίο να χορεύει με τις συμμαθήτριές της τουίστ μέσα στην τάξη και να
τραγουδάει «Χόρευε τουίστ, χόρευε τρελά, χόρευε τουίστ και όλα θα παν καλά».
Ολυμπιακά μετάλλια, ειδύλλια, βασιλικοί και κοσμικοί
γάμοι, διακρίσεις σε καλλιστεία, πρόσφεραν χαρά και θέαμα στους Έλληνες και
πλούσιο ειδησεογραφικό
υλικό στους δημοσιογράφους.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης,
τον Σεπτέμβριο του 1960, ο διάδοχος Κωνσταντίνος, με πλήρωμα στο σκάφος
«Νηρεύς», τύπου «Dragon», τον Οδυσσέα
Εσκιτζόγλου και τον Γιώργο Ζαΐμη, κατακτά το
χρυσό μετάλλιο στην ιστιοπλοΐα. Τον Μάιο του 1962 η πριγκίπισσα Σοφία
παντρεύεται τον Ισπανό πρίγκιπα Χουάν Κάρλος,ενώ δύο χρόνια αργότερα, τον
Σεπτέμβριο του 1964, ο αδελφός της, Κωνσταντίνος,
παντρεύεται τη 18χρονη Δανέζα πριγκίπισσα
Άννα-Μαρία. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς αρκετά μίλια μακριά από την
Ελλάδα, στο Μαϊάμι η ελληνίδα ηθοποιός
Κορίνα Τσοπέη κατακτά την υφήλιο με την ομορφιά της.
Οι γάμοι της Τζένης Καρέζη με τον Ζάχο Χατζηφωτίου και
το κεφάτο γαμήλιο πάρτι που ακολούθησε στο ξενοδοχείο Ομπέρζ της
Βαρυμπόμπης με την ορχήστρα
Φόρμιξ, της Αλίκης Βουγιουκλάκη με τον Δημήτρη
Παπαμιχαήλ στους Δελφούς, οι αρραβώνες της Χριστίνας Ωνάση με τον Π. Γουλανδρή,
ο μυθικός γάμος του Α. Ωνάση με την Τζάκι στον Σκορπιό, γεμίζουν τις
κοσμικές στήλες με χιλιάδες δημοσιεύματα, σχόλια και κουτσομπολιά.
Στη δεκαετία αυτή έφυγαν από τη ζωή άνθρωποι
που άφησαν πίσω τους τεράστιο έργο στις επιστήμες, στις τέχνες και τα
γράμματα. Ένας απ’ αυτούς, ο
γιατρός και
ερευνητής Γ. Παπανικολάου, ο οποίος με το test
pap χάρισε ζωή στις γυναίκες όλου του κόσμου. Μεταξύ άλλων, ο μαέστρος
Δημήτρης Μητρόπουλος (1961), ο
συγγραφέας Μ. Καραγάτσης (1961), ο ηθοποιός Β.
Λογοθετίδης (1961), ο Θ. Πετρακόπουλος (1963), ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου
Μεγάλη Βρετανία, ο ζωγράφος Ουμβέρτος Αργυρός (1963), ο ηθοποιός Κώστας
Μουσούρης (1965), ο εκπαιδευτικός
και πολιτικός Λουκής Ακρίτας (1965), η λαογράφος
Αγγελική Χατζημιχάλη (1965), ο αρχιτέκτων Κώστας Κιτσίκης (1969), ο
λογοτέχνης Στρατής Μυριβήλης (1969).
Και η Πάτρα αλλάζει τη δεκαετία του 60 αλλά,
δυστυχώς, όχι προς το καλύτερο. Η αστυφιλία και η αντιπαροχή που έχει μπει
πλέον για τα καλά στη ζωή των Πατρινών
δημιουργεί μία άναρχη και αυθαίρετη δόμηση και μία
επέκταση της πόλης χωρίς κανέναν προγραμματισμό και σχεδιασμό. Το
αστικό φαινόμενο προκαλεί αμφιθυμία. Η παλιά Πατρινή γειτονιά
αστικοποιείται και η Πάτρα αρχίζει να αποκτά ένα νεωτερικό πρόσωπο και την
εικόνα μίας πολύβουης μεγαλούπολης. Ο αρχιτέκτων και πολεοδόμος Σκιαδαρέσης
αναλαμβάνει να συντάξει το ρυθμιστικό σχέδιο των Πατρών.
Η ανέγερση των δύο πρώτων πολυκατοικιών γίνεται περί
το 1960. Στην συνέχεια Οι πολυκατοικίες αρχίζουν να αντικαθιστούν
πανέμορφα νεοκλασικά κτίρια, τα οποία
δεν γλιτώνουν από την κατεδάφιση, με το κράτος να
φέρει μεγάλη ευθύνη για αυτό το φαινόμενο, το οποίο παρουσιάζει ιδιαίτερη
έξαρση κατά τις προεκλογικές
περιόδους. Τα χρόνια της Χούντας ο συντελεστής δόμησης
αυξάνεται, βάζοντας έτσι ένα ακόμη λιθαράκι στην πολεοδομική
καταστροφή. Οι κατασκευαστές
πολυκατοικιών δεν οικοδομούσαν μετά την οδό Καρόλου
προς Βορά και την Παπαφλέσσα προς Νότο λέγοντας χαριτολογώντας ότι «από εκεί
και πέρα είναι εξοχές
για ντομάτες και ραπανάκια». Όμως μετά το 1968 άρχισαν
σιγά – σιγά να οικοδομούν και έξω από αυτά τα όρια.
Στους δρόμους της πόλης τοποθετούνται φωτεινοί
σηματοδότες, εξαφανίζοντας τον τροχονόμο που όρθιος σε διασταυρώσεις μεγάλης
κυκλοφορίας ρύθμιζε την
κυκλοφορία. Ο ξέφρενος όμως ρυθμός εισαγωγής
αυτοκινήτων δημιουργεί, εκτός από τη ρύπανση της ατμόσφαιρας, κυκλοφοριακά
προβλήματα αλλά και προβλήματα στάθμευσης, τα οποία χειροτερεύουν κάθε μέρα.
Η οικονομία των Πατρών γνωρίζει μεγάλη άνθηση, με
τη βιομηχανία και την οικοδομή να είναι τα κύρια οχήματα της ανάπτυξης.
Κάθε Σάββατο οι εργαζόμενοι έπαιρναν τον φάκελο με τα μεροκάματα της εβδομάδας,
χρήματα που έπεφταν αμέσως στην αγορά
των Πατρών. Παρ’ όλα αυτά η ανεργία δεν μπόρεσε
να καταπολεμηθεί και πολλοί Έλληνες αναζητούν την τύχη τους στο
εξωτερικό. Για διευκόλυνση των επιθυμούντων
να μεταναστεύσουν συστάθηκε η Διακυβερνητική Επιτροπή
Μεταναστεύσεως Ελλάδος η γνωστή ΔΕΜΕ, στον τελευταίο όροφο του κτιρίου της
στοάς
Μαραγκόπουλου, στην οδό Αγίου Ανδρέου, που εκτός των
άλλων διευκολύνσεων παραδίδονταν και μαθήματα Αγγλικών. Στο ισόγειο του κτιρίου
μέσα στην στοά είχε
εγκατασταθεί το πρακτορείο ταξιδιών του Στεφανάτου που
εκτός των άλλων συνέτασσε την σχετική αίτηση προς την ΔΕΜΕ αντί πέντε δραχμών.
Όποιος κατέθετε
αίτηση αισθανόταν λίγο πολύ μετανάστης.
Στην Πάτρα κατασκευάζονται έργα που διευκόλυναν την
καθημερινότητα. Το πλάτος οδοστρώματος της ακτής Δυμαίων μέχρι και το 1968 ήταν
6 – 7 μέτρα και δίπλα η
θάλασσα. Έγιναν επιχωματώσεις και σε δύο χρόνια έγινε
το παραλιακό μέτωπο και η ακτή Δυμαίων όπως είναι σήμερα. Προς Βορρά μετά την
οδό Νόρμαν δρόμος δεν
υπήρχε. Η θάλασσα καταλάμβανε το πλάτος της οδού Ηρώων
Πολυτεχνείου, δηλαδή κατά μήκος της παραλίας δεν υπήρχε ούτε μονοπάτι. Με
επιχωματώσεις όπως και η
ακτή Δυμαίων κατασκευάστηκε η οδός Ηρώων Πολυτεχνείου.
Το 1964 ιδρύεται το πανεπιστήμιο Πατρών και
εγκαινιάζεται το 1966.
Κατασκευάζεται η νέα Εθνική οδός Πατρών – Κορίνθου και
εγκαινιάζεται τον Δεκέμβριο του 1969. Το μήκος της ήταν 135 Χιλιόμετρα και
επιτρεπόταν η ανάπτυξη
ασφαλούς για τα δεδομένα της εποχής ταχύτητας 120
χλμ/ώρα. Το κόστος της οδού ανήλθε στα 2,5 δισεκατομμύρια δραχμές.
Η Πλαζ. Πρόκειται για την πρώτη οργανωμένη παραλία της
πόλης, με ειδικές κατασκευές για τους λουόμενους. Το γνωστό μας «κάμπινγκ»
κατασκευάστηκε το
1965 και ήταν έργο του αρχιτέκτονα Ρέννου Κουτσούρη
για λογαριασμό του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού στον οποίο ανήκε ο χώρος και
που σήμερα είναι στην κατοχή του Δήμου Πατρέων. Το κάμπινγκ γνώρισε τεράστια
άνθηση στα χρόνια που
ακολούθησαν. Δεκάδες κοπέλες δούλευαν εκεί με τη
χαρακτηριστική μπλε ρόμπα, παίρνοντας τα ρούχα των λουομένων προς φύλαξη και
δίνοντάς τους ένα μεταλλικό
μανταλάκι με τον αριθμό της κρεμάστρας - θήκης. Δεν
υπάρχει οικογένεια Πατρινών που να μην πήγε στην Πλαζ για μπάνιο και πατάτες
τηγανιτές! Επί χρόνια η Πλαζ
γνώρισε μεγάλες δόξες. Μέχρι που τα αστικά λύματα της
πόλης που έπεφταν στη θάλασσα μόλυναν τα νερά και την έκαναν ακατάλληλη για
μπάνιο,. Όταν πια, την
δεκαετία του ‘90, η Πάτρα απέκτησε βιολογικό καθαρισμό
και δίκτυο για τα λύματα, η θάλασσα άρχισε να καθαρίζει. Κι έτσι σχεδόν τριάντα
χρόνια μετά, ο Πατρινός άρχισε
να κολυμπάει και πάλι χωρίς κανένα πρόβλημα στην Πλαζ.
Η διασκέδαση στην Πάτρα. Όπως η τέχνη έτσι και η
διασκέδαση αντικατοπτρίζει τα δεδομένα και τις προσωπικότητες της εποχής της.
Τραγούδια, χώροι και τρόποι διασκέδασης συνδεδεμένοι με τις δεκαετίες που
πέρασαν. Τζουκ μποξ, πάρτι σε σπίτια με βερμούτ, μπλουζ, shake, λαϊκά, disco,
ποπ και beat μουσική. Κάθε δεκαετία με τη μόδα της και τη γοητεία της. Η Πάτρα
έχει τη δική της ιστορία στη νυχτερινή διασκέδαση και ιδιαίτερα σε καιρούς που
η κρίση δεν είχε χτυπήσει την τσέπη αλλά και τους δεσμούς των ανθρώπων
γενικότερα, οι Πατρινοί και
όχι μόνο, έδειχναν πως ήξεραν να διασκεδάζουν.
Όχι μόνο τις Παρασκευές ή τα Σάββατα, όπως τώρα, όχι κατά μονάδες ή κατά
δυάδες με ένα ποτό στο χέρι και
λιγομίλητοι.
Αλλά με παρέες μεγάλες, είτε γύρω από ένα τραπέζι,
είτε στην πίστα. Υπήρχαν χώροι διασκέδασης
για κάθε γούστο. Πότε ακολουθώντας τους λαϊκούς μουσικούς δρόμους,
πότε το στιλ που πρέσβευαν οι μπουάτ, άλλοτε
χορεύοντας στο παρκέ της disco.
Οι μπουάτ γνώρισαν μεγάλες δόξες
στην Πάτρα τις δεκαετίες του ’60 και του ΄70 ενώ η δεκαετία του ’80
ήρθε να δώσει μεγαλύτερο …εύρος στους μικρούς χώρους στους οποίους κάποτε
γεννήθηκε το νέο κύμα. Ο όρος μπουάτ προέρχεται από τη γαλλική
λέξη boîte που σημαίνει κουτί, λόγω του
μικρού μεγέθους των μαγαζιών αυτών.
Κάπως έτσι, κανονικά ...boîte ήταν η Ερωφίλη, το
Κατώι και η Ανδρομέα, οι πρώτες μπουάτ που άνοιξαν στην πόλη και οι
οποίες βρέθηκαν αντιμέτωπες με την αστυνομία
και την καχυποψία της εποχής. Στην συνέχεια τα …κουτιά
μεγάλωσαν και έγιναν πιο σύνθετοι χώροι.
Κέντρα διασκέδασης την δεκαετία του 60 και άλλα που
άνοιξαν την δεκαετία του 70 ήταν πολλά. Τα πιο γνωστά κοσμικά κέντρα της εποχής
προς τη δυτική πλευρά της
Πάτρας ήταν το «Villy΄s Park», η «Παριζιάνα», το
«Lido». Ο πιο λαϊκός χώρος «Γαλαξίας» στην Παραλία Πατρών, το
«Καν Καν» ,η «Σπηλιά», ο «Σπάθακας», η
«Γρανάδα» κοντά στην Πειραϊκή Πατραϊκή.
Ανεβαίνοντας προς την περιοχή του Νοσοκομείου του
Αγίου Ανδρέα, συναντούσες το «13», το «21» στο ισόγειο
και «Το Χρυσό βαρέλι» στο υπόγειο. Δύο διαφορετικά
μαγαζιά στο ίδιο κτίριο. Προς τον Άγιο Γεώργιο
Λάγγουρα υπήρχε το «Empassy».
Ανεβαίνοντας προς τα πάνω κι εκεί που είναι σήμερα το
τεχνικό Λύκειο ήταν ο «Λούκουλος» και πριν βγούμε στο Κλάους, το
«Πετραδάκι», ένα τεράστιο μαγαζί
όπου τραγουδούσε ο Γιώργος Νταλάρας στα πρώτα του
βήματα και πριν από το Πετραδάκι, η ταβέρνα «Το Χαγιάτι».
Προς το Γηροκομείο ήταν η «Αυλόπορτα» του
Κολλυρόπουλου , πιο πάνω η «Ηλιαχτίδα» και το «Camelot» και πιο
αριστερά αργότερα η «Βεράντα». Στα Σύνορα υπήρχε ένα
επίσης γνωστό μαγαζί ο «Κρεμανταλάς». Επίσης λειτουργούσε
η «Γκέισα» στο Ψαροφάι και το club που
έκανε live το La fore»
Επίσης στην άλλη πλευρά της Πάτρα ήταν
ο Βασίλης στα Μπόζαΐτικα η «Αμαζόνα», μετέπειτα Ελιζέ και La
Notte. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε την «Αθηναία», ένα θρυλικό λαϊκό μαγαζί και
το «Κανόνι» του Τζώρτζη Υψηλάντη. Όλα αυτά βρίσκονταν σε καθημερινή
λειτουργία. Ίσως κάποιο από αυτά να είχε μόνο μία μέρα ρεπό. Φανταστείτε πόσος
κόσμος δούλευε, πόσος κόσμος διασκέδαζε».
Την περίοδο αυτή οι αδελφοί Οικονόμου είχαν
το «Χάραμα» που ακόμα λειτουργούσε
στην Οβρυά, ενώ στην Εγλυκάδα , στο
μεταγενέστερο Χάραμα λειτουργούσε η «Παγόδα».
Όσοι έχουν μνήμες από τη δεκαετία του 1960
σίγουρα θα θυμούνται ανήσυχα αλλά όμορφα χρόνια, με τον κόσμο γεμάτο
εξωστρέφεια, αισιοδοξία και διάθεση
να αντιμετωπίσουν το τραύμα της μεταπολεμικής
περιόδου, προσδοκώντας ένα καλύτερο αύριο, με το πραξικόπημα
όμως της 21ης Απριλίου να αποτελεί πάντα
το πιο μελανό σημείο αυτής της δεκαετίας. Αλλά
θα πρέπει να πούμε ότι η δεκαετία του 1960 είχε και γοητεία, αισιοδοξία,
ελπίδα, οικονομική ανάπτυξη, καινοτομίες,
άνοιξη δημιουργίας, υποσχέσεις, διεθνείς
επιτυχίες και επιβραβεύσεις.
Ας θυμηθούμε τα λόγια του Ρολάν Ζεράρ Μπαρτ , ο Ρολάν
Ζεράρ Μπαρτ ήταν Γάλλος θεωρητικός, κριτικός της λογοτεχνίας, φιλόσοφος,
γλωσσολόγος και σημειολόγος.
Είπε για όσους βίωναν τότε την παιδική τους ηλικία,
ότι η δεκαετία αυτή είναι η πραγματική
τους πατρίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου