Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

Γεωργίου Σπηλιωτόπουλου: Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ

 

Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ


(Kείμενο ομιλίας του Επιτίμου Προέδρου Εφετών Πατρών Γιώργου Σπηλιωτόπουλου που έγινε στην Στέγη Γραμμάτων "ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ" στα πλαίσια των κατά Δευτέρα Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών)

 

                                                                   


                                                                                   

Η δικαιοσύνη ως έννοια εμφανίστηκε αρχικά στις πρώτες κοινωνίες. Ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης για συμβίωση μεταξύ περισσότερων ανθρώπων. Έτσι όταν οι άνθρωποι άρχισαν να ζουν περισσότεροι μαζί άρχισε να διαταράσσεται η τάξη και η αρμονία από συμπεριφορές κάποιων μελών της. Στις πιο πρώιμες κοινωνίες, οι διαφορές συχνά επιλύονταν μέσα στην οικογένεια ή την ευρύτερη κοινότητα. Οι κοινότητες λειτουργούσαν σαν κλειστές μονάδες και οι άνθρωποι είχαν την τάση να βασίζονται στη συλλογική σοφία ή στις αποφάσεις των σεβαστών μελών της κοινότητας π.χ. γεροντότεροι άνθρωποι, σοφοί ή θρησκευτικοί ηγέτες. Είναι προφανές ότι αυτοί δεν αποφάσισαν με βάση γραπτούς κανόνες, αλλά σύμφωνα με τις παραδόσεις και τους ηθικούς κανόνες.

Η δικαιοσύνη, λοιπόν, ήταν σε μεγάλο βαθμό άρρηκτα συνδεδεμένη με τις κοινωνικές παραδόσεις, τα ήθη και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Στις πρώτες αυτές κοινωνίες η θρησκεία και οι θεοί διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στην απονομή της δικαιοσύνης. Έτσι, οι εκπρόσωποί της αποφάσισαν την τιμωρία όσων παραβίαζαν τους κανόνες της μικρής κοινωνίας και πολλές φορές, όταν η παραβίαση ήταν ιδιαίτερα έντονη, γινόταν θρησκευτικές τελετές π.χ. εξορκισμοί ή προσφορές στους θεούς, προκειμένου να αποκατασταθεί η τάξη. Σ’ αυτές τις πρώιμες κοινωνίες λειτουργούσε το “δίκαιο του ανταλλάγματος”, δηλαδή η αρχή του “οφθαλμόν αντί οφθαλμού”, όπως και στον κώδικα του Χαμουραμπί, ίσως το αρχαιότερο νομικό κείμενο που σώζεται. Επιτρέψτε μου να αναφερθώ λίγο, στο σημείο αυτό. Ο Χαμουραμπί ήταν βασιλιάς της Βαβυλώνας, από το 1792 έως το 1750 π.Χ. Ήταν σπουδαίος βασιλιάς και κατά τη διάρκεια της βασιλείας του μεγάλωσε το βασίλειο του. Αλλά κυρίως έμεινε γνωστός στην ιστορία για τον κώδικα νόμων, που θεωρείται ότι χρησίμευσε ως πρότυπο και επηρέασε άλλους πολιτισμούς, όπως τις εβραϊκές γραφές. Οι νόμοι του Χαμουραμπί, αντανακλούν τις ιδιαιτερότητες ενός πρωτόγονου κοινωνικού περιβάλλοντος - πολυεθνικού - πολυφυλετικού στον Βαβυλωνιακό κόσμο. Συνολικά υπήρχαν 282 νόμοι, χαραγμένοι σε στήλη και τοποθετημένοι σε δημόσια θέα. Ο κώδικας αυτός δεν περιείχε μόνο ποινικές διατάξεις, όπως θα λέγαμε σήμερα αλλά και άλλες διατάξεις. Π.χ. διατάξεις που ρύθμιζαν τον κανονισμό λειτουργίας των οίκων οινοποιίας, την ευθύνη των καραβανιών για οποιαδήποτε ζημιά, ενώ προστάτευε το οικιακό άσυλο, τιμωρώντας με θάνατο την παραβίασή του. Τέλος όμως για τον Χαμουραμπί. Έτσι στις πρώτες κοινωνίες η έννοια της δικαιοσύνης δεν ήταν μια ξεχωριστή, αυστηρά νομική έννοια, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, αλλά ήταν περισσότερο μια συλλογική διαδικασία διατήρησης της τάξης, της ισότητας και της αρμονίας μέσα στην κοινότητα.

Αλλά τι είναι δικαιοσύνη; Είναι εξαιρετικά δύσκολο να δοθεί ένας ορισμός. Ο Αριστόβουλος Μάνεσης, διαπρεπής συνταγματολόγος, αναφορικά με την με το εννοιολογικό περιεχόμενο της δικαιοσύνης, γράφει ότι “η δικαιοσύνη ως αξία ή και ως ιδέα δεν αποδεικνύεται ούτε επιδέχεται ορισμό, αλλά μόνο τη συνεχή διείσδυση στην υπερβατική ουσία της”. Θα μπορούσαμε όμως σήμερα να πούμε ότι η δικαιοσύνη είναι η τήρηση και η εφαρμογή των νόμων με αμερόληπτο τρόπο, όπως λένε τα λεξικά. Η λέξη δικαιοσύνη προέρχεται από το επίθετο δίκαιος και αυτό από τη λέξη δίκη. Η δίκη, απ’ όπου πήγασαν όλες αυτές οι λέξεις, ως θεότητα ήταν η προσωποποίηση της δικαιοσύνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας. Και τέλος η λέξη “δίκη” προέρχεται από το αρχαίο “δείκνυμι”, που σημαίνει δείχνω. Η λέξη δικαιοσύνη χρησιμοποιείται υπό δύο έννοιες. Στην πρώτη ερευνάται από τη φιλοσοφία του δικαίου ως ιδέα. Στην άλλη η δικαιοσύνη είναι η δικαστική λειτουργία, η οποία είναι τμήμα της κρατικής δραστηριότητας. Η δικαιοσύνη είναι κάτι το πρωτόγονο μέσα στην κοινωνία, το ιερότερο μεταξύ των εννοιών, που οι ανθρώπινες μάζες διεκδικούν με τη μεγαλύτερη φλόγα. Είναι η ουράνια θεά, η αιώνια αξία στην πραγματοποίηση της οποίας τείνει το θετικό δίκαιο. Υπό την έννοια αυτή η δικαιοσύνη είναι ιδέα, είναι ο πολικός αστέρας, ο οποίος οδηγεί, πρέπει να οδηγεί το νομοθέτη και το δικαστή στην εύρεση του ορθού δικαίου.

Η έννοια της δικαιοσύνης αναπτύχθηκε και αναλύθηκε από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους. Όλοι οι φιλόσοφοι, από τους προσωκρατικούς και μετέπειτα ασχολήθηκαν με τη φιλοσοφία της δικαιοσύνης. Να σημειώσουμε, παρεμπιπτόντως, ότι στον Όμηρο, όπου αναφερόταν η λέξη “δίκη” εννοούσε αποκλειστικά την ανθρώπινη δικαιοσύνη, ενώ η συγγενική λέξη “Θέμις” αφορούσε τη θεία δικαιοσύνη.

Στον Πλάτωνα, η δικαιοσύνη είναι κεντρική έννοια στην ηθική και πολιτική φιλοσοφία του και όπως γράφει ο καθηγητής Βασίλης Κάλφας, καλύπτει ένα μεγάλο μέρος της προβληματικής των πρώιμων διαλόγων του. Σε όλη τη διάρκεια της αρχαϊκής αλλά και της κλασικής περιόδου το ελληνικό αίσθημα περί δικαιοσύνης ταυτίζεται με το δίκαιο της ανταπόδοσης. Δίκαιο είναι να ανταποδώσεις το κακό που υπέστης με ίσο αντάλλαγμα, με ίση τιμωρία. Ο Σωκράτης όμως, για πρώτη φορά, θα κάνει την πρώτη συνειδητή και ρητή απόρριψη της δικαιοσύνης ως ανταπόδοσης. Στον Κρίτωνα του Πλάτωνα, ο Σωκράτης λέει “δεν πρέπει ποτέ να ανταποδίδουμε μια αδικία, ούτε να βλάπτουμε κανέναν άνθρωπο, οτιδήποτε κι αν έχουμε υποστεί από αυτόν”. Ο Πλάτων ακολουθεί το δάσκαλό του Σωκράτη, απορρίπτοντας το δίκαιο της ανταπόδοσης και θα θεμελιώσει τη δική του αντίληψη της δικαιοσύνης, πάνω στην ακεραιότητα της ψυχικής ισορροπίας του δρώντος υποκειμένου. Έτσι στην Πολιτεία του και ειδικότερα στον “Περί δικαίου” διάλογο η δικαιοσύνη προϋποθέτει τη διαίρεση της ανθρώπινης ψυχής σε τρία μέρη, στο επιθυμητικό, το θυμοειδές και το λογιστικό. Η δικαιοσύνη ως πολιτική έννοια ταυτίζεται με την αρμονική ισορροπία των τριών τάξεων της πλατωνικής πολιτείας υπό την εξουσία των φιλοσόφων βασιλέων, ενώ ως ηθική έννοια με την ισορροπία των τριών μερών της ανθρώπινης ψυχής υπό την εξουσία του λογιστικού.

Κατά τον Αριστοτέλη η λέξη “δικαιοσύνη” καλό είναι να τη χρησιμοποιούμε ως μια ηθική αρετή - ύψιστη ηθική αρετή. “Eν δε δικαιοσύνη συλλήβδην πάσ’ αρετή ένι”. Η δικαιοσύνη είναι ένα αγαθό προς έτερον. Κατά τον Αριστοτέλη, δικαιοσύνη διακρίνεται σε τρία είδη: το διανεμητικό, το διορθωτικό δίκαιο και το δίκαιο της αμοιβαιότητας. Στη διανεμητική δικαιοσύνη η διανομή γίνεται με γεωμετρική αναλογία, με βάση δηλαδή την αξία του προσώπου. Αντίθετα στη διορθωτική δεν λαμβάνει υπόψη η αξία του ατόμου, αλλά η αρχή σύμφωνα με την οποία όλα τα άτομα είναι ίσα μεταξύ τους, ενώ η δικαιοσύνη της αμοιβαιότητας είναι ανεξάρτητη από τις δύο προηγούμενες, γιατί, ενώ εκείνες απονέμονται από τα όργανα της δικαστικής εξουσίας, οφείλεται στην ελεύθερη βούληση των μελών της κοινωνίας. Τέλος κατά τους Επικούρειους φιλοσόφους, όπως φαίνεται στο Λουκρήτιο στο έργο του De rerum natura και από το Διογένη Λαέρτιο η δικαιοσύνη δεν είναι κάτι καθ’ εαυτό αλλά είναι μια συνθήκη ανάμεσα στους ανθρώπους για να μη βλάπτει ο ένας τον άλλον και να μην βλάπτονται στις συναναστροφές τους, σε οποιοδήποτε τόπο και χρόνο.

Θεώρησα αναγκαίο, πριν μπω στον πυρήνα της εισήγησής μου, να κάνω μια μικρή αναφορά στην έννοια της δικαιοσύνης. Φυσικά γι’ αυτή μπορούν να γραφούν και έχουν ήδη γραφτεί εκατοντάδες βιβλία. Όμως για αυτούς τους εφαρμόζουν τη δικαιοσύνη, τους δικαστές, δεν υπάρχουν και πολλά κείμενα. Ο Δημοσθένης, ρήτορας στην αρχαία Αθήνα, στον λόγο του κατά Μειδίου, απευθυνόμενος στους δικαστές του έλεγε “η δε των νόμων ισχύς τις εστίν,… υμείς εάν βεβαιώτ’ αυτούς και παρέχητε κυρίους αεί τω δεδομένω” δηλαδή ποια είναι η δύναμη των νόμων… Εσείς κ. δικαστά, εάν διατηρείτε τους νόμους ισχυρούς και έγκυρους και τους εφαρμόζετε το ίδιο σε όποιον τους χρειάζεται. Επομένως ο δικαστής είναι ο εφαρμοστής των νόμων και αυτος που δίνει τη δύναμη σ’ αυτούς. Αλλά τι είναι ο δικαστής; Είναι άνθρωπος και ως άνθρωπος υπόκειται στο σφάλλειν. Υπόκειται σε κανόνες ο δικαστής; Ασφαλώς. Το σύνταγμά μας δίνει τους πρώτους βασικούς κανόνες. Στην αρχή (άρθρο 87Σ) ορίζει ότι η δικαιοσύνη απονέμεται από τους δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία. Είναι περιττό να αναφερθεί ότι η ανεξαρτησία δεν αποτελεί κάποιου είδους προνόμιο, αλλά λειτουργεί ως εγγύηση των πολιτών για την ορθή απονομή δικαιοσύνης της δικαιοσύνης. Εξειδίκευση της ανεξαρτησίας και ενίσχυσή της είναι οι διατάξεις που ορίζουν ότι ο δικαστής κατά την άσκηση του λειτουργήματός του υπόκειται μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους, εκείνες που απαγορεύουν τη συμμετοχή δικαστών στην κυβέρνηση (άρθρ. 89§4Σ) και εγγυώνται την κομματική τους ουδετερότητα (αρθρ. 29§3Σ) καθώς και εκείνες που απαγορεύουν στο δικαστή να παρέχει κάθε άλλη μισθωτή υπηρεσία και να ασκεί άλλο επάγγελμα με ελάχιστες εξαιρέσεις (π.χ. μέλος Ακαδημίας κλπ). Τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας υπηρετούν και άλλες μη συνταγματικές διατάξεις, που αναφέρονται στην οργάνωση της λειτουργίας των δικαστηρίων, την αυτοδιοίκηση του σώματος και ζητήματα των υπηρεσιακών μεταβολών των δικαστών (προαγωγές, μεταθέσεις) και της πειθαρχικές τους ευθύνες. Οι τελευταίες αυτές διατάξεις ουδόλως είναι ελάσσονες των συνταγματικών. Θα σας πω ένα παράδειγμα. Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, που αποφασίζει για τις προαγωγές και τις μεταθέσεις των δικαστών, πολύ σημαντικές για τους τελευταίους, ήταν αναξιολόγητες και δεν μπορούσαν να προσβληθούν με οποιοδήποτε μέσον. Πριν από αρκετά χρόνια ένας υπουργός δικαιοσύνης, που πριν ήταν ανώτατος δικαστής, πέρασε μια διάταξη, που συνέχιζε να ισχύει, που υποχρέωνε τον εισηγητή του συμβουλίου σε περίπτωση παράλειψης προαγωγής ή μετάθεσης χωρίς αίτηση του δικαστή να γνωρίζει εγγράφως στο δικαστή την εισήγησή του, η οποία έπρεπε να είναι αιτιολογημένη, 10 ημέρες πριν το συμβούλιο. Η απλή αυτή η διάταξη αναίρεσε την παντοδυναμία του Ανώτατου Συμβουλίου, που οδηγούσε σε αυθαιρεσίες και ενδυνάμωση την ανεξαρτησία του δικαστή.

Ο Δικαστής ασκεί την εξουσία του από το Σύνταγμα και όχι από το λαό (δεν εκλέγεται). Πλην όμως είναι ο εγγυητής των ελευθεριών του πολίτη, όταν αυτός αδικείται από συμπολίτη του, αλλά και από την ίδια την κρατική εξουσία, σε οποιαδήποτε μορφή της. Πώς άραγε θα πρέπει να είναι και να συμπεριφέρεται ως δικαστής; Ο Σωκράτης συμβούλευε τους δικαστές να ακούν ευγενικά, να απαντούν με σοφία, να αναλύουν με νηφαλιότητα και να αποφασίζουν με αμεροληψία. Το ερώτημα αυτό άρχισε να απασχολεί όλα τα σύγχρονα κράτη. Δηλαδή ποια πρέπει να είναι η δεοντολογία του δικαστή. Να σημειώσουμε ότι ο όρος “δεοντολογία” εμφανίστηκε τον πρώτον στο έργο του Άγγλου δικαστή Τζέρεμυ Μπένθαμ “Δεοντολογία ή επιστήμη της ηθικότητας”, που εκδόθηκε το έτος 1834. Και αναφερόταν σε μια φιλοσοφική διάσταση, αφού η συμμόρφωση στην πράξη με το δέον συντελεί στην αύξηση της προσωπικής και συνακόλουθα της συλλογικής ευτυχίας, όπως αναφέρει ο Βασίλειος Ανδρουλάκης, Σύμβουλος Επικρατείας σε συνέδριο για τη “Δικαιοσύνη και Κοινωνία” και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Σάκκουλα. Με την πάροδο του χρόνου ο όρος άρχισε να παίρνει άλλο νόημα. Στους εφαρμοστές του δικαίου η δεοντολογία αναφέρεται στη συμπεριφορά των δικαστών και εκ τούτου συνορεύει με άλλες έννοιες, που καθορίζουν συμπεριφορές χωρίς να συγχέεται με αυτές. Είναι όμορη της ηθικής, δεν ταυτίζεται, όμως, με την τελευταία, η οποία συναρτάται με τη συνείδηση του καθενός, που ορίζεται από τις πολιτικές, φιλοσοφικές και μεταφυσικές επιλογές του και συνεπώς δεν είναι αντικειμενικές και δεν μπορούν να έχουν καθολική εφαρμογή. Η αναλογία θυμίζει το πειθαρχικό δίκαιο, δεν εξομοιώνεται όμως μ’ αυτό, γιατί αυτή αποβλέπει στην πρόληψη και καθοδήγηση του δικαστή στην άσκηση του λειτουργήματός του. Όπως αναφέρθηκε η δεοντολογία του δικαστή άρχισε να απασχολεί παγκόσμια τα σύγχρονα κράτη. Έτσι τα τελευταία χρόνια είναι έντονη σε διεθνές επίπεδο η τάση δημιουργίας συλλογικών κανόνων δεοντολογίας, που διέπουν την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος. Ο δικαστής είναι ο κατ’ εξοχήν εγγυητής του κράτους δικαίου και των ελευθεριών των πολιτών. Για να επιτελέσει, όμως, το ρόλο αυτό, ο δικαστής πρέπει να έχει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας και οι διάδικοι πρέπει να έχουν την πεποίθηση ότι η υπόθεσή τους θα κριθεί σύμφωνα με τον νόμο χωρίς να υπεισέλθει στη δικαστική κρίση οποιαδήποτε άλλο κριτήριο. Απαραίτητη, επομένως, καθίσταται η τήρηση ίσων αποστάσεων του δικαστή από τους διαδίκους. Από την άλλη πλευρά, όμως, δικαστής δεν ζει ούτε πρέπει να ζει αποκομμένος από την κοινωνία. Τις ανακύπτουσες από όλα τα ανωτέρω λοιπόν ανάγκες επιχειρούν να αντιμετωπίσουν οι δικαστικές δεοντολογικές αρχές, που διέπουν τη συμπεριφορά των δικαστικών λειτουργών εντός και εκτός υπηρεσίας. Τα τελευταία χρόνια, λόγω και της παγκοσμιοποίησης, παρατηρείται μια έντονη τάση σε διεθνές επίπεδο δημιουργίας κανόνων δεοντολογίας, που διέπουν την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος. Και τούτο διότι, προκειμένου τα δικαστήρια να επιτελέσουν αποτελεσματικά την αποστολή τους, δεν αρκεί να εφαρμόζουν ορθώς τη νομοθεσία αλλά απαιτείται να διατηρούν την εμπιστοσύνη τόσο των διαδίκων στην αντικειμενικότητα και το ήθος του δικαστή όσο και της κοινωνίας στη δικαιοσύνη και στην εύρυθμη εσωτερική οργάνωση της δικαιοσύνης. Οι κανόνες αυτοί, χωρίς να είναι εξαντλητικοί, στοχεύουν στη διατήρηση και ενίσχυση της εμπιστοσύνης της κοινωνίας στο θεσμό της δικαιοσύνης και αφετέρου του κύρους του δικαστικού λειτουργού ατομικά. Για τους δικαστές ισχύει το ιστορικό περιστατικό του Καίσαρα με τη δεύτερη σύζυγό του Πομπηία. Το 62 π.Χ. η Πομπηία φιλοξένησε στην εορτή της Bona Dea (Καλής Θεάς), στην οποία κανείς άνδρας δεν είχε δικαίωμα να παρευρεθεί σε αυτό το σπίτι. Ωστόσο ο πανέμορφος νεαρός πατρίκιος Πόπλιος Κλαύδιος Πούλχερ, αφού μεταμφιέστηκε ως γυναίκα κατάφερε να εισχωρήσει στο σπίτι, προφανώς με σκοπό να αποπλανήσει την Πομπηία. Συνελήφθη και διώχθηκε για ιεροσυλία. Στη δίκη δεν υπήρχαν και πολλά αποδεικτικά στοιχεία και αθωώθηκε. Ωστόσο ο Καίσαρας χώρισε την Πομπηία λέγοντας ότι “για τη σύζυγό μου δεν έπρεπε καν να υπάρχουν υπόνοιες”. Αυτή η φράση πέρασε ως παροιμία και εκφράζεται ως “η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια, πρέπει και να φαίνεται τίμια”. Έτσι ο δικαστής δεν αρκεί να είναι τίμιος αλλά και να φαίνεται. Για το σκοπό αυτό άρχισαν να θεσπίζονται κανόνες δεοντολογίας.

Τον Απρίλιο του 2000 το Κέντρο Καταπολέμησης του Διεθνούς Εγκλήματος των Ηνωμένων Εθνών, συγκάλεσε στη Βιέννη μια ομάδα εργασίας υψηλόβαθμων δικαστών, γνωστή και ως “Ομάδα Δικαστικής Ακεραιότητας” στο πλαίσιο του προγράμματος καταπολέμησης του διεθνούς εγκλήματος και ενίσχυσης της εμπιστοσύνης των πολιτών στο δικαστικό σύστημα. Εκεί καταρτίστηκε σχέδιο αρχών δικαστικής δεοντολογίας, το οποίο αναθεωρήθηκε και υιοθετήθηκε το 2002 σε συνδιάσκεψη στη Χάγη, στην έδρα του Διεθνούς Δικαστηρίου Χάγης. Το 2003, το ως άνω σχέδιο συμπεριλήφθηκε στην αναφορά της 49ης συνεδρίας της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το 2006 με την 2006/23 απόφασή του το Κοινωνικό και Οικονομικό Συμβούλιο του ΟΗΕ κάλεσε τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν τις αρχές αυτές θεσπίζοντας κανόνες δικαστικής δεοντολογίας. Το κείμενο αυτό που περιγράφεται ως Αρχές δεοντολογίας της Bangalore, της πόλης δηλαδή της Ινδίας που για πρώτη φορά έγινε προσπάθεια σύνταξης κανόνων δεοντολογίας για τους δικαστές, αφού γίνεται αναφορά σε διεθνή κείμενα, όπως η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και άλλα, καθορίστηκαν στο πλαίσιο δικαστικής δεοντολογίας έξι (6) αρχές, που πρέπει να έχει ο δικαστής. 1. ανεξαρτησία, 2. αμεροληψία, 3. ακεραιότητα, 4. ευπρέπεια, 5. ισότητα και 6. ικανότητα και επιμέλεια. Ας δούμε λίγο τις αρχές αυτές.

Η δικαστική ανεξαρτησία σε προσωπικό και θεσμικό επίπεδο, αποτελεί προϋπόθεση του κράτους δικαίου και θεμελιώδης εγγύηση της δίκαιης δίκης. Ο Δικαστής διατηρεί την ανεξαρτησία του απέναντι στη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία και αποκρούει οποιαδήποτε επιρροή εκ μέρους εκπροσώπων τους. Εφαρμόζει το νόμο χωρίς να φοβάται μήπως ενοχλήσει ή ευελπιστώντας να ικανοποιήσει τις άλλες εξουσίες, τους ιεραρχικά ανωτέρους του, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ή γενικότερα την κοινή γνώμη. Πρέπει να είναι ανεξάρτητος σε σχέση με τα διάδικα μέρη και να μένει ανεπηρέαστος από την επίδραση της δημοσιότητας, είτε θετικής είτε αρνητικής. Βεβαίως ο δικαστής, όπως κάθε πολίτης, έχει τις δικές του πολιτικές, κοινωνικές, φιλοσοφικές, θρησκευτικές πεποιθήσεις αλλά οφείλει να τις εκφράζεις με τον αρμόζοντα στο λειτούργημα του τρόπο και να απέχει από οποιαδήποτε συμπεριφορά που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο ή να κλονίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών κατά την άσκηση του λειτουργήματός του.

Δεύτερη θεμελιώδης αρχή είναι αυτή της αμεροληψίας, η οποία αφορά όχι μόνο την απόφαση αυτή καθ’ αυτή αλλά και τη διαδικασία που οδήγησε στη λήψη της. Η αμεροληψία συνδυάζεται με την ανεξαρτησία, αλλά δεν ταυτίζεται μ’ αυτήν. Όπως αναφέρει η Δικαστής του Ελεγκτικού Συνεδρίου Χαρίκλεια Ζάχου σε εισήγηση της σε σχετικό συνέδριο στη Θεσσαλονίκη, η αμεροληψία είναι μια πνευματική κατάσταση ή συμπεριφορά του δικαστή σε σχέση με τη συγκεκριμένη υπόθεση και τους διαδίκους αυτής. Δεν νοείται ανεξάρτητο δικαστήριο που δεν πληροί τα εχέγγυα της αμεροληψίας. Η τελευταία αποτελεί απόλυτο καθήκον για το δικαστή, αποσκοπώντας στην εκπλήρωση της θεμελιώδους αρχής της ισότητας των πολιτών ενώπιον του νόμου και διασφαλίζοντας την εμπιστοσύνη του κοινού στη δικαιοσύνη. Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η αμεροληψία του δικαστή προϋποθέτει την απουσία προκαταλήψεως είτε στο υποκειμενικό σκέλος (προσωπικές πεποιθήσεις του απέναντι στο εκδικαζομένο ζήτημα) είτε ως αντικειμενική αμεροληψία, όπου μπορούν να εγερθούν αμφιβολίες ως προς το εάν υπάρχουν επαρκείς εγγυήσεις της αμεροληψίας του. Ο δικαστής πρέπει να αποφεύγει εξωδικαστικές δραστηριότητες που μπορεί να τον αποτρέψουν από το να εκδικάσει μια υπόθεση, διότι δημιουργείται η εύλογη πεποίθηση ότι είναι προκατειλημμένος ή διότι από τη δραστηριότητα αυτή μπορεί να ανακύψει σύγκρουση συμφερόντων. Πτυχή αυτής της αρχής είναι η υποχρέωση του δικαστή να απέχει από τις πολιτικές δραστηριότητες και σχέσεις με πολιτικά κόμματα. Ο σύγχρονος δικαστής πρέπει να είναι αμερόληπτος όχι όμως ουδέτερος. Διατυπώνει αξιολογικές κρίσεις ασκώντας το δικαιοδοτικό του έργο, επικοινωνεί με την κοινωνία αλλά αποφασίζει με βάση το νόμο και τα δεδομένα της συγκεκριμένης της συγκεκριμένης υπόθεσης. Στη δημόσια έκφραση γνώμης ο δικαστής πρέπει να επιδεικνύει μέτρο και αυτοσυγκράτηση. Έχει απόψεις, βιώματα, εμπειρίες, δεδομένου ότι ακόμα και στο σχηματισμό της επιστημονικής του άποψης οδηγείται αναγκαία και μέσα από την υποκειμενική του οπτική.

Τρίτη αρχή είναι αυτή της ακεραιότητας κατά την εκτέλεση των δικαστικών καθηκόντων του. Ο δικαστής οφείλει να διασφαλίζει ότι η συμπεριφορά του δεν μπορεί να καταστεί αξιόμεμπτη από έναν λογικό παρατηρητή και να επιβεβαιώνει την ικανότητά του να ανταποκρίνεται στις υψηλές απαιτήσεις της θέσης του, ώστε να ενισχύεται η εμπιστοσύνη της κοινωνίας. Η άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος συνοδεύεται από περιορισμούς στη δημόσια και ιδιωτική του συμπεριφορά. Ο δικαστής δέχεται περισσότερους περιορισμούς από έναν απλό πολίτη. Συμπεριφορές που, για τους άλλους πολίτες, είναι ατυχείς, για έναν δικαστή είναι μη αποδεκτές. Πρέπει να διακρίνεται για την ευπρέπεια, την εντιμότητα, την αξιοπρέπεια, την αυτοσυγκράτηση, την διακριτικότητα του. Δεν πρέπει να δέχεται δώρα ή πλεονεκτήματα οποιασδήποτε μορφής σε σχέση με την ιδιότητά του.

Τέταρτη αρχή δεοντολογίας. Η ευπρέπεια κατά την άσκηση των πάσης φύσεως δραστηριοτήτων του δικαστή. Αυτή η αρχή αφορά την αποφυγή συμπεριφοράς εκ μέρους του δικαστή, που δύναται να βλάψει την εικόνα της δικαιοσύνης και να κλονίσει την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό της κοινωνίας προς τον θεσμό. Ο δικαστής πρέπει να αποφεύγει καταστάσεις, που ενδέχεται να εγείρουν υποψίες μεροληψίας, όπως οι κοινωνικές σχέσεις με δικηγόρους, η συμμετοχή του σε υποθέσεις που κάποιο συγγενικό του πρόσωπο σχετίζεται με οποιοδήποτε τρόπο με την υπόθεση. Οφείλει να αποτρέπει μέλη της οικογένειάς του και του κοινωνικού του περιβάλλοντος να επηρεάζουν τη δικαστική του συμπεριφορά και κρίση και να μη χρησιμοποιεί την ιδιότητα του για προσωπικό όφελος.

Πέμπτη αρχή δεοντολογίας, η ίση μεταχείριση των διαδίκων. Ο δικαστής, κατά την άσκηση των καθηκόντων του οφείλει να τηρεί ισορροπία ανάμεσα στα διάδικα μέρη και να διασφαλίζει την απόλυτη με ίσους όρους του δικαιώματος ακροάσεως. Να αποφεύγει τη χρήση στερεοτυπικών εκφράσεων που δημιουργούν αίσθηση ανισότητας, να μην αποδέχεται τις διακρίσεις λόγω φυλής, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης, σωματικής και πνευματικής ικανότητας, κατάσταση υγείας, ηλικίας, οικογενειακής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού κλπ.

Τέλος σύμφωνα με την έκτη αρχή ο δικαστής πρέπει να έχει επιμέλεια και ικανότητα κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Η ικανότητα και η επιμέλεια αποτελούν προϋπόθεση για την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων. Πρέπει να είναι αφοσιωμένος στο λειτούργημά του καθώς τα δικαστικά του καθήκοντα έχουν προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων καθηκόντων. Οφείλει να ασκεί τα καθήκοντά του με αποτελεσματικότητα, επιμέλεια, εντιμότητα, να δημοσιεύει τις αποφάσεις του σε εύλογο χρόνο, να τηρεί την τάξη και την ευπρέπεια στο χώρο του δικαστηρίου, να είναι υπομονετικός, αξιοπρεπής και ευγενικός με όλους τους συμμετέχοντες στη δίκη. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και τα τρία ανώτατα δικαστήρια της χώρας μας, ο Άρειος Πάγος, το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο, με σχετικές αποφάσεις των διοικητικών ολομελειών τους έχουν υιοθετήσει, με μικρές αλλαγές, τις προαναφερόμενες αρχές δεοντολογίας του δικαστή.

Σας περιέγραψα παραπάνω την επιβαλλόμενη συμπεριφορά του δικαστή. Όλοι αυτοί οι περιορισμοί σε συνδυασμό με το βάρος της ευθύνης, της αμεροληψίας και κυρίως στην αναζήτηση της αλήθειας οδηγούν τον δικαστή σε μια ιδιότυπη μοναξιά. Η μοναξιά του δικαστή δεν είναι απλώς φυσική, αλλά κυρίως ψυχολογική και ηθική. Ο δικαστής είναι ο τελικός αποδέκτης της ανθρώπινης σύγκρουσης. Κατά την εκδίκαση μιας υπόθεσης οι φωνές της αδικίας, της απελπισίας και της διεκδίκησης αντηχούν δυνατά. Ωστόσο ο ίδιος πρέπει να παραμείνει ανεπηρέαστος, να κρατά αποστάσεις από συναισθήματα και προσωπικές προκαταλήψεις. Στην έδρα είναι, μόνος έστω και αν είναι πολυμελές το δικαστήριο. Μόνος απέναντι στον κατηγορούμενο, τους διαδίκους και τους συνηγόρους. Μόνος απέναντι στη νομοθεσία, που καλείται να εφαρμόζει και εντέλει μόνος του απέναντι στη συνείδησή του. Δεν υπάρχει κανείς άλλος να του δείξει το δρόμο. Είναι εκείνος που πρέπει να αποφασίσει, γνωρίζοντας ότι οι αποφάσεις του επηρεάζουν ζωές, συχνά ανεπανόρθωτα. Είναι εκείνος που πρέπει να αρνηθεί την παρέμβαση στη συνείδησή του, από συγγενή, φίλο ή ιεραρχικά ανώτερο δικαστή ή σημαίνοντα πολιτικά πρόσωπα. Η απομόνωση δεν περιορίζεται μόνο στο δικαστήριο. Για να διατηρήσει την αμεροληψία του, συχνά απομονώνεται και στην προσωπική του ζωή. Δεν μπορεί να συνδεθεί στενά με άτομα που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την ακεραιότητά του. Η διαρκής επαγρύπνηση για την αποφυγή της διαφθοράς, η ανάγκη να είναι άψογος και αμερόληπτος, τον κρατά ακόμα πιο μακριά από ανθρώπινες σχέσεις και επαφές. Η πιο έντονη όμως μορφή μοναξιάς του δικαστή είναι εσωτερική και δεν μπορεί να την καταλάβει ούτε η στενή οικογένειά του. Πρόκειται για την αναμέτρηση με τη δική του συνείδηση. Κανείς άλλος δεν μπορεί να γνωρίζει το βάρος που φέρει. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τη δυσκολία της ισορροπίας ανάμεσα στην αυστηρότητα του νόμου και τη συμπόνια. Αυτή η αναμέτρηση είναι καθημερινή και συχνά επίπονη. Επιτρέψτε μου να σας πω μια προσωπική περίπτωση. Ήμουν νεαρός πρωτοδίκης - ανακριτής σε κάποια επαρχιακή πόλη. Μου τηλεφωνούν το απόγευμα ότι πρέπει να πάω στο δικαστήριο γιατί έχω συνοδεία (έτσι λέγεται όταν συλλαμβάνουν κάποιον για κακούργημα στα πλαίσια του αυτοφώρου). Πράγματι πήγα. Μου έφεραν τη δικογραφία και τον κατηγορούμενο. Η κατηγορία ήταν ότι πυροβόλησε και αποπειράθηκε να σκοτώσει άτομα που ήταν σε πολιτική συγκέντρωση αντιπολιτευόμενου κόμματος, που είχε γίνει νωρίτερα στην κεντρική πλατεία της πόλης. Ζήτησε προθεσμία να απολογηθεί και του έδωσα για την επόμενη. Το μεσημέρι παρέμεινα στο γραφείο και μελετούσα τη δικογραφία. Ο ίδιος αρνιόταν ότι είχε πυροβολήσει και τα υπόλοιπα στοιχεία της δικογραφίας για την ενοχή του ήταν αδύναμα. Ζήτησα από τη γραμματέα μου, να καλέσει το πρωί, πριν από την απολογία, όλους τους μάρτυρες. Γυρίζοντας στο σπίτι και περνώντας από το περίπτερο, είδα έκτακτες εκδόσεις αθηναϊκών εφημερίδων, που έλεγαν ότι το κυβερνητικό κόμμα βάζει ανθρώπους να μας σκοτώνει. Όλη τη νύχτα πάλευα με τους φόβους μου. Εάν δεν είχα σοβαρά στοιχεία δεν έπρεπε να τον προφυλακίσω. Αν δεν τον προφυλάκιζα την άλλη μέρα θα ήμουν εγώ οκτάστηλο στις εφημερίδες. Κατά τα χαράματα με πήρε ο ύπνος, αφού αποφάσισα ότι αν δεν είχα τα στοιχεία που έπρεπε δεν θα τον προφυλάκιζα, και ας μου έκαναν ότι θέλουν. Το πρωί πήγα δυνατός εσωτερικά στο γραφείο μου. Οι εξετάσεις των μαρτύρων ενώπιόν μου δεν απέδωσαν και πολλά στην ενοχή του κατηγορούμενου. Ήρθε η ώρα της απολογίας. Οι δικηγόροι του, που ήταν από τα τρία μεγάλα κόμματα, μου προσκόμισαν το απολογητικό του υπόμνημα. Άρχισα να το διαβάζω και στις πρώτες γραμμές ο κατηγορούμενος ομολογούσε ότι πράγματι αυτός πυροβόλησε αλλά δεν ήθελε να σκοτώσει κανέναν. Δεν μπορώ να σου περιγράψω την ανακούφιση που ένιωσα. Όλη αυτή την αγωνία την πέρασα μόνος. Κανείς δεν μπορούσε να με βοηθήσει.

Αναρωτιέμαι όμως αν στο μέλλον θα υπάρχουν δικαστές με την έννοια του ανθρώπινου όντος να αποδίδουν δικαιοσύνη ή θα υποκατασταθούν από τους υπολογιστές με τεχνητή νοημοσύνη. Η άποψή μου είναι ότι σε μεγάλο μέρος των υποθέσεων θα υποκατασταθούν από τους υπολογιστές. Κυρίως στις πολιτικές δηλαδή τις αστικές υποθέσεις. Είναι εφικτό και πιθανόν να έχουμε πιο ορθές αποφάσεις από τους δικαστές - ανθρώπινα όντα. Δεν είναι επιστημονική φαντασία, αν έχετε κάποια επαφή με την τεχνητή νοημοσύνη, όσοι έχετε χρησιμοποιήσει το ChatGPT. Άλλωστε στην ιατρική επιστήμη ήδη χρησιμοποιείται, κυρίως στην ανάγνωση απεικονιστικών εξετάσεων. Επομένως στο μέλλον η αγωνία του δικαστή για την εξεύρεση της αλήθειας μπορεί να περιοριστεί αν έχει βοηθό την τεχνητή νοημοσύνη.

Κυρίες και κύριοι, να μην ξεχνάμε ότι ο δικαστής είναι και αυτός ο άνθρωπος. Η μοναξιά του δεν σημαίνει ότι είναι απαθής ή αποκομμένος από την κοινωνία. Αντίθετα ένας καλός δικαστής είναι εκείνος που, παρά την απομόνωση, διατηρεί την ενσυναίσθησή του. Η ενσυναίσθηση είναι το βασικό στοιχείο που πρέπει να έχει ο δικαστής. Εκείνος που κατανοεί την ανθρώπινη φύση και, μέσα από τη μοναξιά του, βρίσκει τη δύναμη να αποδώσει δικαιοσύνη με ακεραιότητα και κατανόηση. Η μοναξιά του δικαστή είναι μια σιωπηλή θυσία, είναι το τίμημα που καταβάλλει ο άνθρωπος δικαστής όλη τη ζωή του.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου