Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΤΗΣ ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ Ι.ΒΕΡΡΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ: "ΤΡΟΧΙΕΣ ΠΟΡΦΥΡΕΣ"



ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΤΗΣ ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ Ι.ΒΕΡΡΑ
 ΜΕ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ:   "ΤΡΟΧΙΕΣ ΠΟΡΦΥΡΕΣ"
ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΠΑΤΡΩΝ 
( ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 22 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016)

ΕΙΣΗΓΗΣΗ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ   ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ΣΙΔΗΡΑ




Πολύ πρόσφατα κυκλοφόρησε, σταθερά από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης, η τέταρτη ποιητική συλλογή της Γαλάτειας Βέρρα, οι «τροχιές πορφυρές» σ’ έναν κόσμο που δεν έχει πολύ χρόνο για ωραία δειλινά. Αφιερωμένο στην Κεφαλονιά, το νησί που πάνω από 10 χρόνια υπηρετεί στη Δημόσια Εκπαίδευση και που συχνά στις συζητήσεις μας ανακαλεί ως κατεξοχήν τόπο προνομιούχας πνευματικότητας, στο τελευταίο αυτό ποιητικό έργο της η Βέρρα δοκιμάζει έναν λόγο χαρακτηριστικής αισθητικής, οι λέξεις του οποίου μοιάζουν να διήλθαν από προηγμένο αποστακτήριο ώστε να συντονιστούν με τη λιτή και αυστηρή δομή, εγγράφοντας από κοινού ένα αναγνωρίσιμο όλο.


Ήδη στην πρώτη ανάγνωση, οι θεματικοί άξονες διαφαίνονται εξακτινωμένοι και εκατέρωθεν συναντώμενοι, με αποτέλεσμα να κλονίζεται, με τις ασυνήθιστες προσμίξεις τους, η ανενδοίαστη κατάταξη κάθε ποιήματος αποκλειστικά σε μία θεματική κατηγορία. Είναι αυτό ένα ξεχωριστό χάρισμα της ποιήτριας, να μην περικλείει τη λαγαρή γραφή της σε μία και μόνο περιοχή, στερώντας τις ερμηνευτικές απόπειρες από τη γοητεία της αυθαιρεσίας ή της λοξής πρόσληψης. Ωστόσο, ο έρωτας, το φιλοσοφικό βλέμμα και δη η θεολογική σκέψη, η αυτοαναφορική αναδίπλωση, τα ακαριαία πορτρέτα και το ευάριθμο πεδίο ποιημάτων συγγενών ως προς την κατανυκτική αισθαντικότητα της γραφής και της περιγραφής τους (φλας στην μικροκίνηση και στην ανακλαστική αντίδραση, προσευχές, αίνοι στον έξοχο συνάνθρωπο), αποτελούν χαρακτηριστικούς σταθμούς της όψιμης περιόδου της Βέρρα. Θα μπορούσαμε να συγκαταλέξουμε στους αρχετυπικούς της πυρήνες και τη θεματική της «σιωπής», εάν δεν αποτελούσε πνευματική προϋπόθεση της συγγραφής του βιβλίου και εάν δεν εκλυόταν σχεδόν από το σύνολο των ποιητικών σχεδιασμάτων. Μια μυστικιστική γραμμή φορτίζει τον λόγο, μια γραμμή που, όταν αισθητοποιείται αναβλύζει γιασεμί και ανασύρει κειμενικές μνήμες από βυζαντινούς ψαλμούς, μεταφρασμένη ποίηση της Ανατολής (γιαπωνέζικη πρωτίστως αλλά και σούφι και ινδική), και την υπαρξιστική ποιητική διάθεση που μας γνώρισε ο 20ός αιώνας. Κάποτε, μία αιολική μελωδία διαποτίζει την  ανάγκη ορθόδοξου βίου, ανάγκη σταθερά υπαρκτή, παρά το παιχνίδι των μεταμορφώσεών της. Γενικότερα, η ποίηση της Γαλάτειας Βέρρα, ακονισμένη πια υφολογικά και μορφικά, αποτελεί, όσον αφορά στις κατακτήσεις της νεωτερικότητας, μία νεορομαντική κατάθεση που φέρει ξανά τον άνθρωπο να αγωνιά για το άφατο, το αόρατο, το συμπαντικό και το πνευματικό. Ακόμη και οι εκδηλώσεις της καθημερινότητας λογοδοτούν στο καθαρτήριο του πνεύματος, προκειμένου να  αποπνέουν τη χάρη και τη σημασία τους.


Φυσικά, μια τέτοια ποιητική γλώσσα και στάση έχει και τις έμμονες αναφορές της. Ο ουρανός, η μνήμη της φωνής, το όνειρο κατεξοχήν συνιστούν μικρότερα μοτίβα της ποιητικής ενορχήστρωσης, που εξοικειώνουν τον αναγνώστη, αντλημένα καθώς είναι από το ρεπερτόριο της ρομαντικής σχολής, με τον αγώνα σύλληψης του επέκεινα. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε: «Απέτυχε οικτρά στις εξετάσεις/ του ουρανού»,[1] «Ηχούσε σαν άρπα σε ουράνιο στερέωμα»[2] ή «Πρόσφερες πάντοτε διακριτικά/ γλυκό του κουταλιού./ Παρμένο από ουράνια δέντρα»[3] ή «Ήμουν μια περιφερόμενη αίσθηση/ με σάρκα ονείρου»,[4] κι ακόμη «Ακόμα θυμάμαι την φωνή του./ Ηχούσε γλυκά και κάπως απόμακρα».[5]

Μορφικά τα ποιήματα μοιάζουν με την τυπολογία των ασκήσεων λογικής ή με ρητορικά σχέδια σπάνιας καθαρότητας, που διαθέτουν ρυθμικό βηματισμό, σύντομο στίχο και συχνά μελικό απόηχο. Η αυστηρότητά τους αντιδρά προς τον μεταφυσικό τους προσανατολισμό και τη φιλόδοξη βλέψη της ποιητικής αφηγήτριας να αδράξει το αόρατο. Και είναι αυτή η προσαρμογή του μέγιστου και του ανίδωτου στο ορισμένο πλαίσιο που προκαλεί μόνιμη ένταση στην επιφάνεια της λέξης, σα να σπαρταρά το σημαινόμενο από τη στενότητα του σημαίνοντος, ενώ συγχρόνως να φωταγωγείται το άπειρο μετωνυμικό του βάθος ακριβώς χάρη σ’ αυτόν τον περιορισμό: «ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΠΙΑ/ Δεν θέλω πια να περιφέρομαι/ στην σκόνη των αιώνων./ Να τακτοποιώ τα έπιπλα/ της πολύμορφης φθοράς./ Νοστάλγησα το κλασικό βλέμμα./Αυτό που μένει αναλλοίωτο./ Σαν ορατόριο σιωπηλό./ Σαν ασημένιο τάσι/ προορισμένο για λίγους.»[6] Έτερο μορφικό χαρακτηριστικό, η συχνή χρήση της τελείας. Συνήθως ανά δύο στίχους, η τελεία γεννά τη σιωπή που τους περιβάλλει σαν φόντος νυχτερινός. Την άκρα σιωπή, που σε αναγκάζει να διαβάσεις το ποίημα τελετουργικά. Ακόμη και κάποια διδακτική μνεία ακούγεται τώρα σαν μεταφυσικός αντίλαλος δυσδιάκριτης προέλευσης και παμπάλαιης λογοτεχνικής καταγωγής. Χάριν παραδείγματος, το ποίημα «ΜΗΝ ΚΛΑΨΕΙΣ», στο οποίο η βιοσοφία μετατρέπεται σε ποιητικό υλικό: «Μην κλάψεις για τον άνδρα/ που σε προσπέρασε./ Γι’ αυτόν που δεν σου δώρισε/ τον πολύτιμο εαυτό του./ Η ταχύτητα που ανέπτυξε/ θα θεωρηθεί παράβαση./ Το δίχως άλλο/ το αντίτιμο τον περιμένει».[7]

Επίμονο γνώρισμα της ποιητικής της Γαλάτειας Βέρρα και η δέσμευση της άρρητης έννοιας, της μη εννοημένης λογικά ή αισθητηριακά, από την υλικότητα ενός αντικειμένου ή τον αιφνίδιο συναγερμό μας από μια υπερρεαλιστική –λυρικής αντανακλάσεως- εικόνα. Στο ποίημα «Ο ΦΑΚΕΛΟΣ», η ενύλωση του απροσίτου μυστηρίου στο εν λόγω αντικείμενο, διανοίγει νέα μεταφορικά επίπεδα. Το ποίημα, όπως και αρκετά άλλα από τα ποιήματα της συλλογής, διαθέτει μία κυκλική κίνηση, καθώς από το επίθετο «μυστικός» του 1ου στίχου απολήγει στο ουσιαστικό «αίνιγμα» του τελευταίου. Ακόμη, ο συγχρωτισμός των ετερογενών λέξεων «φάκελος» (γένους συγκεκριμένου) και «μυστικός» (γένους αφηρημένου), η εμφατική απομόνωση με το διασκελισμό του μονολεκτικού στίχου «της ζωής» αιματώνουν τη νοηματική και αισθητική κυκλοφορία του ποιήματος: «Ο φάκελος έμεινε μυστικός./ Έκρυψε καλά το μυστήριο/ της ζωής./ Άλλωστε, σε τι βοηθούν οι αποκαλύψεις/ όταν συναντούν το αίνιγμα;»[8]

Στον απόηχο των χάι κου, τα δύο 4τράστιχα που ακολουθούν. Στο «ΟΤΑΝ ΚΟΙΜΑΣΑΙ», παρακολουθούμε ένα συμβάν καθημερινής θαυματοποιίας, άφατης παιδικότητας και μετρημένης συγκίνησης. Το ποίημα ενώνει τον ανθρώπινο και το φυσικό χρόνο, εμφανίζοντας μια υπερρεαλιστική όψη της αρχαίας τους συνύπαρξης: «Όταν κοιμάσαι/ τα άστρα αναπαύονται στην ποδιά σου./ Όταν ξυπνάς/ σε ασπάζεται το σύμπαν».[9]  Στο επόμενο, με τίτλο «ΚΑΘΩΣ ΝΥΧΤΩΝΕΙ», το ποιητικό υποκείμενο βιώνει, κατά τη διάρκεια της σταδιακής νυχτερινής επικράτησης, την αντιστροφή της φυσικής τάξης, μέσα από τον συγκλονισμό που γεννά η  «βλεμμάτινη» συνάντηση με ον σημαινόμενο ισχυρά από τον αδύναμο τύπο της προσωπικής αντωνυμίας «σου». Όταν η απεύθυνση διαθέτει την ολότητα της ερωτικής αναζήτησης, η αοριστία, τονωμένη από το βάθος της εξομολόγησης, μπορεί να φανερώσει μοναδικότητα και ιδιωτικότητα.   Τα δε καβαφικά «ποιητικά μάτια στο νύχτωμα του δρόμου» φέγγουν αμυδρά στα υπόγεια του ποιήματος: «Καθώς νυχτώνει/ συναντώ το βλέμμα σου./ Και τι παράδοξο./ Αντί να δύσει, ανατέλλει».[10]

Ακολουθεί, στην προσέγγισή μας, το μικροσκοπικό τετράστιχο «ΚΑΘΕ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ». Κρυπτικό και διεγερτικό στην αποκωδικοποίησή του, υποβάλλει με την αποφασιστική και ευγενική του λιτότητα. Η αίσθηση της εκπλήρωσης ενός τάματος είναι κυρίαρχη, ωστόσο το ποίημα καταλαμβάνει ευρύτερο σημασιολογικό χώρο: «Κάθε Σεπτέμβριο/ θα καταθέτω/ στον λογαριασμό/ της αγάπης σου».[11] Το βραχύσωμο ποίημα «ΠΡΟΤΡΟΠΗ», με την αισθαντική στόφα αλεξανδρινού επιγραμματοποιού, ανοίγει μ’ ένα «μην» και μ’ ένα ερωτηματικό «πού» το ένθεο και φωτεινό βάθος του ανθρώπου. Η Βέρρα αξιοποιεί τη λογοτεχνική παρακαταθήκη φράσεων του τύπου «μ’ ένα φως στα μάτια», αναπτερώνοντας τη συμβολή τους στην ποιητικότητα του λόγου: «Μην ανοίξεις ξανά τα βλέφαρα/ στο σήμερα./ Πού να αντέξει ο κόσμος/ τόσο φως».[12] Έτερη, μόλις τρίστιχη, ποιητική εφαρμογή «ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ», πραγματοποιούν μια «μετωνυμική υπόκλιση», καθώς μέσα από το ανθρώπινο μέλος εκπορεύονται κατά κύματα η στοργή, η τρυφερότητα, η συντροφικότητα, η προστασία: «Μου λείπουν τα χέρια σου./ Αυτά μόνο θα στέγαζαν/ τον πολύαθλο βίο μου».[13] Η κυριολεκτική και κατά γράμμα ανάγνωση –η ανάγκη αγγίγματος αγαπημένων χεριών, συναίσθημα ικανό να κυριεύσει την οπισθόδρομη ψυχή των νοσταλγών- νομιμοποιείται επίσης, ωστόσο το ρήμα «στέγαζαν» μας προδιαθέτει για μεταφορική πρόσληψη. Τέλος, ο «πολύαθλος βίος» μας ταξιδεύει γλωσσικά σε κάποιο ομηρικό ακρογιάλι.

Θα επιχειρήσουμε, στη συνέχεια, να εστιάσουμε ενδεικτικά στα ποιήματα που προσιδιάζουν με έναν τρόπο σαγηνευτικό στο είδος της προσευχής, ποιήματα που σε μια αναγνωριστική απλώς κατάταξη ονομάσαμε ήδη «κατανυκτικής αισθαντικότητας». Στα ποιήματα αυτά,  η χάραξη των ορίων είναι δυσδιάκριτη, καθώς ο θείος και ο ανθρώπινος έρως πάλλονται διφορούμενα, προς τέρψιν της αναγνωστικής εμπειρίας, ενώ πολύ συχνά δεν πρόκειται για ερωτικό περιεχόμενο αλλά για κοινωνία ερωτικής γραφής. Αρχής γενομένης με μια «ΑΝΑΣΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ»: «Ανάσα Κυριακής,/ δανεισμένη από ολόφωτες δεσμίδες/ ακριβού μειδιάματος,/ προβάλλεις με το κίτρινο μαντό/ σαν χρυσάνθεμο προσευχών/ σε δεσποτικούς ανέμους».[14] Ποίημα ανοιχτό και πολυσήμαντο, εύθραυστο στην αίσθησή του και γερό στην ποιητική του διάρθρωση, με την ακρίβεια της απωανατολικής παράδοσης και τη ρευστότητα του δυτικού μεταφορικού συστήματος. Οι πνευματικές δηλώσεις και συνδηλώσεις (η «Κυριακή», οι «προσευχές», οι «δεσποτικοί άνεμοι») μεγεθύνουν μυστικά την ανθρώπινη μορφή. Το ποίημα κινείται σε ένα κίτρινο μεταφυσικό φωτισμό, καθώς όλα αναλύονται σε υπερβατικό φως: Το «κίτρινο μαντό» μοιάζει με «χρυσάνθεμο προσευχών»και εξαίρεται μέσα από τις «ολόφωτες δεσμίδες» ενός χαμόγελου ευλογημένου, ευχαριστιακού. Μια στάση θα κάνουμε και στο «ΓΛΥΚΟ ΤΟΥ ΚΟΥΤΑΛΙΟΥ»: «Πρόσφερες πάντοτε διακριτικά/ γλυκό του κουταλιού./ Παρμένο από ουράνια δέντρα./ Στα χέρια σου αποκτούσε/ διαστάσεις μαγικές./ Γεύση παραδείσου»[15]: Αίνος γλυκύς, λέξεις προσοχής και προσευχής, γραμμένες με σπουδή, αφοσίωση και τη μέριμνα της ακριβολογίας που επιτρέπει στο ακριβοθώρητο να κατοικήσει. Η διακριτικότητα που εξαίρεται ως ίδιον του χαρισματικού ανθρώπου συναντάται και στην επιδερμίδα του ποιήματος, τη ριγηλή του κομψότητα. Για άλλη μια φορά, το άχρονο μεταμφιέζεται το γήινο και το «γλυκό του κουταλιού» φέρει στην ηδύτητά του το ίχνος μιας εξώ-κοσμης ομορφιάς. Του ιδίου θεματικού κύκλου τα «ΡΟΥΧΑ ΛΕΥΚΑ»: «Φορούσε πάντοτε ρούχα/ λευκά./ Πεισματικά εορταστικός./ Υπέρμαχος της αθωότητας./ Ποτέ δεν ανησύχησε/ μήπως λερωθεί./ Μήπως πληγώσει/ το φως». Ας σταθούμε, αρχικά, στην εκτυφλωτική και πολυεδρική αισθητική και σημασιολογική φόρτιση του τίτλου… Μας προκαλεί, έχοντας βέβαια υπόψη μας το σύνολο της συλλογής, να διατυπώσουμε παράτολμα πως, εάν ο Lacan κάνει λόγο για τσουλήθρα παραλλαγών του νοήματος, η Βέρρα θα μπορούσε να αντιπροτείνει την αγιολογική άλω. Πολύ συχνά στις ποιητικές της φανερώσεις το νόημα πολλαπλασιάζεται, διαθλάται, αποκτά την άυλη όψη του ακτίστου φωτός, ενώ συνάμα, μέσω της ποιητικής πονηρίας, περιγράφεται με ακρίβεια χάρτη. Το αποτέλεσμα μοιάζει να επιθυμεί να χαρτογραφήσει το υπέρλογο, με τρόπο τέτοιο ώστε τα όρια του αδυνάτου να χτυπούν στα όρια του ποιήματος και έτσι επίπονα να μορφοποιούνται.  Τελευταίο για τη θεματική ενότητα της κατανυκτικής αισθαντικότητας το ποίημα «ΣΤΟΝ ΟΦΘΑΛΜΙΑΤΡΟ»: «Άραγε ο οφθαλμίατρος/ παρατηρώντας τα μάτια σου/ θα υποψιαστεί το άμετρο βάθος;/ Την κρυμμένη θεότητα;/ Πόσο τυχερός και άτυχος μαζί/ απέναντι στο αίνιγμα».[16] Μελική, με την αποσκευή μιας φόρμας αυστηρής μα φιλοπαίγμονος, η ποιήτρια επεμβαίνει μελετημένα στο πραγματικό επεισόδιο, ανταλλάσσει και μεταφέρει τα επίπεδα της αντίληψης και ως φλογερός επιγραμματοποιός συνθέτει τη δική της μικρή Παλατινή. Ο αίνος που ρέει από τη γραφίδα της, καθαρμένος από λογοτεχνίζοντα «μαλάματα», ταυτοποιεί την πλειονότητα των ποιητικών της ηρώων ως επίγειους αγγέλους, ως εν δυνάμει κρυμμένους θεούς.

Αγαπά η Γαλάτεια Βέρρα τη νεότητα, όπως και την κατασκευή ακαριαίων, εν είδει μονοκοντυλιάς, πορτρέτων. Από την κατηγορία αυτή θα παραθέσουμε το ποίημα η «ΝΕΟΤΗΤΑ», στο οποίο τα δύο θέματα συμμαχούν, για να υπογραμμίσουν το δραματικό μεταξύ τους ασύμπτωτο: «Πάντοτε υπήρξε υπέρμαχος της νεότητας./ Πώς όχι;/ Κι αυτή σαν το ατίθασο νερό/ να γλιστρά πάντα επιδέξια/ από τις χούφτες του».[17] Κάνοντας χρήση της ειρωνικής αναδίπλωσης και τηρώντας καβαφική απόσταση από τον ήρωα, η ποιήτρια παρακολουθεί την υπαρξιακή του διάψευση. Η ειρωνική γραμμή δεν παίζει με την απόκλιση ανάμεσα στα λεχθέντα και τα πρακτέα του ήρωα, αλλά με την απόσταση ανάμεσα στο επιθυμητό και το κατακτημένο. Υπέροχο, κατά τη γνώμη μας, ποίημα. Η θλίψη λάμπει διακριτικά, ενώ η δέσμευση μιας ζωής στο απόλυτο του αρχικού «πάντοτε», τη σφραγίζει με την επίγευση του αδιεξόδου. Σε μια δεύτερη, ωστόσο, απόπειρα ειρωνικής ανάγνωσης, το ποίημα χαμογελά με της νεότητας την «ατίθαση» ροϊκότητα.

Ερωτικά είναι, όπως έχουμε διευκρινίσει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο πολλά από τα ποιήματα της συλλογής. Πάντα ο απόκρυφος πόθος διευρύνει τον ανθρώπινο και ο ανθρώπινος μορφοποιεί τον άρρητο. Οι παραλλαγές είναι αρκετές. Τα χρονικά όμως όρια της ομιλίας μάς αναγκάζουν να αρκεσθούμε σε δύο αντιπροσωπεύσεις: Το «ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ» και το «ΤΕΛΟΣ»: «Κάθε βράδυ έδιναν ένα ιδιότυπο/ μουσικό ραντεβού./ Αυτή στο πιάνο./ Αυτός στο τσέλο./ Συνομιλούσαν/ σ’ ένα μελωδικό οδοιπορικό./ Ερωτεύονταν./ Όταν τελείωνε το έργο/ επέστρεφαν στην πραγματικότητα./ Αυτός στο σθένος./ Αυτή στο ήθος».[18] Μια παπαδιαμαντική φλέβα ακούγεται μέσα από το ποιητικό σώμα. Ποίημα φιλόξενο για την τέχνη της Μουσικής, καθώς, πρώτον, εν είδει ρεφρέν, επαναλαμβάνεται το δίστιχο «αυτός…» - «αυτή…», δεύτερον, η ποιητική αφήγηση αφορά στο μυστικό διάλογο δύο μουσικών, ενώ, τρίτον, διαλέγεται συγχρόνως το ίδιο το ποίημα με τη μουσική τέχνη. Κατορθώνει να αισθητοποιήσει τις αδιόρατες ενώσεις των δύο νέων, τα φορτία του πάθους, το συμβάν της μουσικής τους συνύπαρξης, τον ηλεκτρισμό της καλλιτεχνικής πράξης, τον απόλυτο χαρακτήρα του έρωτά τους. Το «ΤΕΛΟΣ» είναι το ακόλουθο: «Ποτέ δεν θα σημάνει τέλος μεταξύ μας,/ είχες πει./ Τώρα παρατηρώ την προδομένη αιωνιότητα/ σιωπηλή σ’ ένα παγκάκι/ να αναλογίζεται/ το ευμετάβλητο του όρκου».[19] Το ποίημα αποτελεί μία αφορμή διαπίστωσης κάποιας εκλεκτικής συγγένειας με τη ρομαντική ειρωνεία, καθώς ο ποιητικός αφηγητής «παρατηρεί» την έκβαση της συνειδησιακής του περιπέτειας, κρατώντας από το είναι του απόσταση ικανή να μεταποιηθεί σε ειρωνική καταμέτρηση. Η εναλλαγή ανθρωπίνων και αφηρημένων ηρώων, η προσωποποίηση της «προδομένης αιωνιότητας», ο υπαρξιακός στροβιλισμός της αφηγηματικής φωνής, η κινητοποίηση της σκηνογραφίας που θέλει την «αιωνιότητα» να κάθεται «σιωπηλή σ’ ένα παγκάκι», η εκκωφαντική σιωπή που περιβάλλει το ποίημα, το καθιστούν μια ξεχωριστή ευκαιρία για ένα καλό ποίημα και ένα έξοχο σχόλιο για τα ανθρώπινα.

Ένα μόνο ποίημα για την θεολογική περιοχή, καθώς, όπως πολλάκις παρατηρήσαμε, η ποίηση της Γαλάτεια Βέρρα διαθέτει μεταφυσικό παλμό και υπαρξιακό βάθος και όλη η θεματολογία της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το φαινόμενο της πίστης. Κάποτε, μάλιστα, η ερμηνευτική ωχριά μπροστά στο δυσθεώρητο θεολογικό ανάπτυγμα της σκέψης της. Σε κάθε περίπτωση, η Γαλάτεια Βέρρα, με όλα τα αισθητικά της γνωρίσματα, είναι σε θέση να «φτιάχνει» ποιήματα αρωματικά, έχοντα άλλοτε ευχαριστιακή διάθεση και άλλοτε να λειτουργούν ως πυκνωτές της ανθρώπινης εμπειρίας και στάσης. Παίρνει ακριβή ποιητική σκυτάλη από τον Δημήτρη Παπαδίτσα, την Ζωή Καρέλλη, τον Νίκο Καρούζο, τον Ζήσιμο Λορεντζάτο. Και πορεύεται…
«ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ/ Τέλος χρόνου!/ φώναξε ο φύλακας άγγελος.// Μα πόσα νομίσματα αγάπης/ πρέπει να καταβάλω/ για να σωθώ;»[20]









[1] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, Τροχιές Πορφυρές, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2015, 14.
[2] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π.,  σ. 59.
[3] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 31.
[4] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 36.
[5] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 96.
[6] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 111.
[7] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 19.
[8] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 29.
[9] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 64.
[10] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 73
[11] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 94.
[12] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.,π., σ. 101.
[13] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 97.
[14] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 15.
[15] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 31.
[16] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 39.
[17] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 27.
[18] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 56.
[19] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 65.
[20] Γαλάτεια Ι. Βέρρα, ό.π., σ. 41.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου