Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2020

ΕΙΡΗΝΗ ΜΠΟΜΠΟΛΗ, ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ «Αν τα ποιήματα άλλαζαν τον κόσμο. .»(Μικρή αναφορά στον ποιητή, συγγραφέα και φιλόλογο: Λουκά Κούσουλα)



 

ΕΙΡΗΝΗ ΜΠΟΜΠΟΛΗ, ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ


 «Αν τα ποιήματα άλλαζαν τον κόσμο. .»
(Μικρή αναφορά στον ποιητή, συγγραφέα και φιλόλογο: Λουκά Κούσουλα)
Η γνωριμία μου με την ποίηση του Λουκά Κούσουλα, έγινε στην αίθουσα διδασκαλίας με το πολύ τρυφερό ποίημα γενέθλια το οποίο υπήρχε, δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμα στα σχολικά εγχειρίδια του γυμνασίου.
Μεγαλώνεις πλάι μου –
κι εγώ μικραίνω.
 Έμαθες να περπατάς -
κι εγώ αρκουδίζω.
 Έμαθες να γελάς -
κι εγώ δακρύζω.
 Έμαθες να μιλάς -
κι εγώ τα χάνω.


 


 Εξαιρετικά ταπεινός και μοναχικός ο Λουκάς Κούσουλας, γεννημένος
στη Σουβάλα Παρνασσού ή αλλιώς Πολύδροσο, υπήρξε ένας
ακούραστος εργάτης της ποίησης, του δοκιμίου , της πεζογραφίας γενικά
και της Φιλολογίας. Χωρίς αμφιβολία είναι από τους σημαντικότερους
διανοητές της εποχής μας με μια συνεχή παρουσία πενήντα χρόνων και
παραπάνω στα ελληνικά γράμματα. Με διεισδυτική ματιά στη σύγχρονη
πραγματικότητα, με ανηλεή σχολιασμό καταστάσεων και προσώπων, με
δηκτικό χιούμορ, αλλά και ευαισθησία μοναδική.
Έγραψε μακροσκελή ποιήματα-σπουδές, αφηγηματικά, σχολιαστικά,
επίμονα και «διακειμενικά» τα οποία συνομιλούν με τα εξίσου
ενδιαφέροντα δοκιμιακά θραύσματα. Μέσα στα δοκίμιά του υπάρχει
έντονο το στοιχείο της ποίησης και μέσα στην ποίηση ευδοκιμεί το
δοκίμιο. Ο ποιητής Λουκάς Κούσουλας ανοίγει δρόμους, παρά
διαμορφώνει κανόνες. Καινοτόμος με έναν τρόπο δροσερό, γενναίο,
υψιπετή, σαρκαστικό, εισάγει νέο ύφος, αυτό της ανολοκλήρωτης
πρόζας, της αποσπασματικής προσέγγισης τόσο απλών καθημερινών
θεμάτων, όσο και βαθύτερα στοχαστικών.
Τα δοκίμιά του ιδιαίτερα πυκνά, εξαιρετικά πηγαία και αυθόρμητα
κινούνται σε μια όμορφη ελλιπή ολοκλήρωση. Το θραύσμα διανύει την
αρχή της ολοκλήρωσης, παραμένοντας θραύσμα. Ο αναγνώστης επέχει
θέση λαθραίου κοινού σε μια ανεπίσημη πρόβα που ακολουθεί τους
δικούς της κανόνες.
Ο Κούσουλας ακολουθεί μια πορεία αρκετά μοναχική. Γράφει σε
απολύτως προσωπικό ύφος εκκινώντας από τα σπλάχνα της παράδοσης,
ως καλός κλασικός φιλόλογος που ήταν, αλλά ταυτόχρονα
υπερβαίνοντας το βαθύ ρήγμα μεταξύ παρελθόντος και νέων καιρών.
Ενώνει τη βαθιά του παραδοσιακή εμπειρία, τις βουτιές που έχει κάνει
στα έργα μεγάλων δημιουργών του τόπου μας και όχι μόνο (Σολωμός,
Κρυστάλλης, Σεφέρης, Παπαδιαμάντης, Δημοτική ποίηση, Σικελιανός,
Λόρκα, Κάφκα, Κίκγκερκωρ κλπ).
Κατατάσσεται στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Χαμηλώνει τους τόνους
και υποτάσσεται στην πρόκληση του μοντερνισμού. Δεν γυρίζει την
πλάτη με άγονο τρόπο, παρά φλερτάρει με το νέο ύφος που μοιάζει να
υπάρχει μέσα του από την ώρα που γεννήθηκε και απλά το ανακαλεί. Ο
Κούσουλας μας δείχνει πώς οι σελίδες των άλλων γίνονται δημιουργικά
δικές του, όπως και κάθε περιστατικό του βίου του που δημιουργικά,
επίσης, διαπλάθει ανακαλώντας το στη γλώσσα. Ιδιαίτερες αγάπες του
ποιητή το θέατρο και ο κινηματογάφος τροφοδοτούν δυναμικά και τα
θέματα της γραφής του. Η Ταινία «ερωτική επιθυμία» του δίνει αφορμή
να σχολιάσει από τη δική του σκοπιά το θέμα της.
Δείχνει ότι η ανάγνωση και η γραφή είναι διαδικασίες και αυτονόμησης
και αυτοπραγμάτωσης. Δεν υπηρετούν, ευτυχώς, κανέναν «ιερό» σκοπό,
δηλωμένο ή άδηλο. Αφοπλιστικά ειλικρινής και εξομολογητικός λέει
πως δε βλέπει διαφορά ανάμεσα στα ποιήματα και στα δοκίμια. Στοιχεία
του ενός υπάρχουν και μέσα στο άλλο. Λέει ακόμα πως δεν υπάρχει
λόγος να γράφει κάποιος ποίηση μόνο για να γράφει, αν δεν έχει να
καταθέσει κάτι καινούργιο. Συνειδητοποιεί την δυσκολία της ποίησης και
ακριβολογώντας χαριτωμένα λέει πως αν κάποια στιγμή προκύψει ένα
καλό ποίημα σε οποιονδήποτε ποιητή, πρόκειται απλώς για θαύμα.
Επιπλέον σε σεμινάριο στη Καλαμάτα, όταν ρωτήθηκε από σπουδάστρια
για τη δύναμη της ποίησης, είπε ότι δεν έχει τη δύναμη που νομίζουμε,
και αν τα ποιήματα μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο, θα το είχαν
κάνει. Το μόνο που κάνουν είναι η παυσίλυπη λειτουργία τους, για λίγο,
στον βραχύ βίο κάποιου. «Βίος βραχύς, τέχνη μακρά « έλεγε.
Αγαπάει ιδιαίτερα τις τετράτομες δοκιμιακές απόπειρές του. «Και μόνος
και μετά πολλών…», όπως όπως. . . όπου και διηγήματα μικρά υπάρχουν,
και ημερολογιακές καταγραφές και κριτικά σημειώματα-παρατηρήσεις
προπαντός πλεονάζουν, που αφορούν σε ονόματα και έργα της
λογοτεχνίας. Ο Ελύτης του φαίνεται πολύ ζαχαρωμένος και δε διστάζει
να πει και για τον Σεφέρη ότι έγραψε ποιήματα που δε λένε τίποτα, ενώ
τον αποδέχεται ως δοκιμιογράφο, από όπου παραδέχεται  επηρεάστηκε
στα πρώτα στάδια της γραφής του, χωρίς βέβαια να διστάζει να τον
σχολιάσει σε ότι του φαίνεται περίεργο.
Λάτρης της δημοτικής και της προφορικότητας του λόγου, πιστεύει στην
ελευθερία της ποιητικής γραφής και χωρίς προσποίηση γίνεται μέτοχος
του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού. Η γραφή του γεμάτη
χυμούς υπηρετεί τα καινούργιο χωρίς να χάνει την ενδογενή μαγεία της
και χωρίς ταυτόχρονα να πνίγεται σε μελοδραματισμούς.
Λακωνικός, σαρκαστικός με τον ιδιαίτερο τρόπο της λοξής ματιάς ή της
χαριτωμένης εξιστόρησης. Κάποιες φορές τα κείμενα του θυμίζουν
λαϊκή αφήγηση.
Προτάσσει σε αρκετά κείμενα παροιμίες ή στίχους από αρχαία κείμενα
ως εφαλτήριο εκκίνησης της σκέψης του. Αυτά τα παραθέματα από
άλλους λογοτέχνες, ποιητές, φιλοσόφους που είναι εξαιρετικά στην
επιλογή, πέρα από την αφόρμηση που δίνουν στην πένα του, βοηθούν
ιδιαίτερα και στην κατανόηση του κειμένου που ακολουθεί
Σημαντική θέση στη ζωή του ποιητή και στη γραφή του έχει η δεύτερη
πατρίδα του, όπως συχνά αναφέρει, η Αγία Παρασκευή στην Αθήνα,
οδός Ζεφείρων, όπως γράφει ο ίδιος στο ποίημα «Τα Φεγγάρια του
Υμηττού», ένα από τα πιο ωραία ποιήματά του που εμπεριέχεται στην
ομώνυμη συλλογή. Τα φεγγάρια του Υμηττού, τα κοτσύφια της Αγίας
Παρασκευής και η Πλατεία του Αι Γιάννη αποκαλούνται από τον ίδιο
τρία ποιήματα για τη δεύτερη πατρίδα.
« Υπόθεση λοιπόν της δικής μου λύρας, τα κοτσύφια της γειτονιάς- μια πολύ
προσωπική υπόθεση»
Είναι εξαιρετικά ποιήματα και δείχνουν την ποιότητα της σκέψης ενός
καθάριου ποιητή να βρίσκει ομορφιά, δροσιά και ρομαντισμό στην
καρδιά μιας πνιγηρής πρωτεύουσας. Αίρεται πάνω από την ασχήμια της
μεγαλούπολης και γράφει για τα παιδιά που παίζουν στις παιδικές χαρές,
τα κοτσύφια που κελαηδούν, την πλατεία του αι Γιάννη τα απόβραδα(
κάνοντας μια λοξή αναφορά στο ενδοξότερον αλωνάκι του Σολωμού) και
στους «ελεύθερους πολιορκημένους». Εκείνο όμως που συνεπαίρνει τον
ποιητή είναι τα φεγγάρια του Υμηττού, η πορεία τους, ιδιαίτερα τα
καλοκαιρινά βράδια. Γίνονται τροχιές και πορεία ζωής, παραπέμπουν σε
αυτά τα άλλα.
« Το φεγγάρι του Υμηττού δεν είναι αυτό που βλέπεις. Είναι ένας τρόπος για να
μιλήσεις για όλα τα άλλα, όπως αυτά σε βιάζουν»
θα πει ο ποιητής. Τα φεγγάρια του Υμηττού, τα καλοκαιρινά βράδια , τα
θερινά σινεμά, τα θέατρα της Τετάρτης, η γειτονιά της Αγίας
Παρασκευής το απόβραδο και τόσα άλλα συνθέτουν μια ονειρική μαγική
εικόνα της Αθήνας που ο ποιητής βλέπει με τα δικά του μάτια, βιώνει και
γράφει. Αρχέτυπο αυτής της ομορφιάς φυσικά ο Παρνασσός και ο
ουρανός της πατρίδας του.
Όλα του τα επιμέρους γνωρίσματα συνθέτουν στο βάθος ένα προφίλ
κλασσικού έλληνα, καθάριου δημιουργού που δεν πνίγεται σε σκοτεινά
νοήματα σε φαινόμενα και μη φαινόμενα, σε υπονοούμενα και άδηλα
σύμβολα. Για την κλασσική σκέψη όλα βρίσκονται στο φως. Και το είναι
και το φαίνεσθαι είναι λουσμένα από την ιδέα της ιδεατής μορφής, όπως
αναδείχτηκε στο ελληνικό τοπίο. Το ελληνικό μέτρο που δεν είναι ο
μέσος όρος, η σύμβαση δηλαδή, αλλά το άριστον, η απόλυτη τιμή του
ηθικά όμορφου εμποτίζει τη σκέψη του ποιητή μας. Είναι εκείνο το τσακ
της απόλυτης τιμής του σωστού.
Στην κλασσική του συνείδηση συνέβαλαν δυο παράγοντες για τον
ποιητή. Οι ανθρωπιστικές σπουδές του, μέσα στις οποίες ατσαλώθηκε η
δωρική σκέψη του και φυσικά ο δεύτερος παράγοντας είναι η καταγωγή
του. Ο αέρας των κορυφών του Παρνασσού, όπου το χιόνι προκαλεί θεία
έξαψη( τι μεθύσι είναι αυτό τι νίκη τι ύψος! ) και όπου δε γίνεται , αυτά
τα πουλιά που πετούν τόσο ψηλά, το καταμεσήμερο , πάνω από τη
Λιάκουρα, παρά να είναι αετοί.
Πέρα από τη λογοτεχνική δημιουργία του, ο Λουκάς Κούσουλας υπήρξε
δάσκαλος στη μέση εκπαίδευση, υπηρέτησε ως γυμνασιάρχης, σχολικός
σύμβουλος και επιμορφωτής εκπαιδευτικών στην τότε ΣΕΛΜΕ.Ο ίδιος
εξομολογείται πως αυτές οι ώρες της επιμόρφωσης του δώσανε την
ελευθερία να επικοινωνεί με τους επιμορφούμενους μέσα από θαυμάσια
λογοτεχνικά κείμενα , σε βαθμό μεγάλης ελευθερίας που δεν σου δίνει η
σχολική τάξη. Οι εκπαιδευόμενοι μαρτυρούν ότι στις ώρες της
επιμόρφωσης ο τρόπος του ήταν όπως ακριβώς έγραφε. Είχε τη
φρεσκάδα της αμεσότητας και του αυτοσχεδιασμού. Ίσως και του
ανολοκλήρωτου θραύσματος. Ως κλασσικός φιλόλογος και ως καθάριος
ποιητής ξέρει καλά πως η ομορφιά , οποιαδήποτε ομορφιά χρειάζεται τη
δέουσα απόσταση. Επειδή στην ελληνική σκέψη η ομορφιά έχει να κάνει
με την ανάδυση της μορφής, πρέπει να βρεις το κατάλληλο σημείο, το
τσακ, για να τη δεις και να τη θαυμάσεις.

Η ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Η ζωγραφιά του κόσμου,
όπως και πάσα εξάλλου ζωγραφιά,
δεν είναι να βλέπεται
από κοντά.
Από κοντά, αχ,
σύγχυση μόνο είναι όλα
και σκοτεινιά.
Η ζωγραφιά του κόσμου,
παρά κάθε άλλη αυτή,
χρειάζεται απόσταση
να φανεί.
Χρειάζεται απόσταση, αλίμονο,
την κανονική
και που να βρεθεί.
Πού να βρεθεί που
εμπρός είναι το
βαθύ και πίσω
το ρέμα…



 


*Ομιλία στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών τη Δευτέρα 3η Φεβρουαρίου 2020 στα πλαίσια

των Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών Νοτιοδυτικής Ελλάδος.

Μικρό Βιογραφικό Σημείωμα της ομιλήτριας Ειρήνης Μπόμπολη.

 Η Ειρήνη Μπόμπολη γεννήθηκε στο Κεντρικό Άρτας (περιοχή Τζουμέρκων).
Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη
Φιλοσοφία (Ηθική) στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Όλα τα χρόνια της επαγγελματικής της σταδιοδρομίας εργάζεται στη μέση εκπαίδευση ως
Φιλόλογος.
Έχει πάρει μέρος σε συνέδρια και σεμινάρια ως ομιλήτρια και σε πολλές φιλολογικές
δραστηριότητες. Επίσης έχει παρουσιάσει βιβλία συγγραφέων και ποιητών. Υπήρξε ενεργό
μέλος σε εκπολιτιστικούς συλλόγους και άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και
περιοδικά.
Στα σχολεία που εργάζεται ,ωθεί τους μαθητές της στη λογοτεχνική γραφή και ασχολείται
με τα κείμενά τους. Επίσης ασχολείται με το μαθητικό και ερασιτεχνικό θέατρο.
Έχουν εκδοθεί τα εξής βιβλία της:
«Το Πεπρωμένο μύριζε Ορχιδέα ή Πράγματα Μικρά», μυθιστόρημα, Εκδόσεις «Επιφανίου»,
Λευκωσία, 2007
«Το Τρίτο Ημισφαίριο». ποίηση, Εκδόσεις «Πέτρα», Αθήνα, 2010
«Ανιμολόγια», ποίηση, Εκδόσεις «Πικραμένος», Πάτρα, 2014
«Εκεί που ο Κύκλος», ποίηση. Εκδόσεις «Το Δόντι», Πάτρα, 2016
“Με την Αφή» , Εκδόσεις Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη 2020
Τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στην Πάτρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου