Ο
ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΝΙΤΣΕ - Ο ΘΑΥΜΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Ομιλητής: Δημήτριος Μαρκόπουλος 23/11/2015
Λίγα λόγια για την έννοια και την αξία της Φιλοσοφίας
Πριν αναφερθώ στο κύριο θέμα της ομιλίας
μου, κρίνω αναγκαίο να πω λίγα λόγια για την έννοια και την αξία της
Φιλοσοφίας, αφού το σημερινό μας φιλολογικό βραδινό είναι αφιερωμένο στην
«Παγκόσμια μέρα της Φιλοσοφίας», που γιορτάστηκε χθες.
Το γεγονός της φιλοσοφίας εμφανίστηκε από τη στιγμή
που ο άνθρωπος διαχώρισε την ύπαρξή του
από το φυσικό του περιβάλλον και στάθηκε ενώπιος ενωπίω απέναντι στον κόσμο που
τον περιβάλλει, πασχίζοντας να κατανοήσει τη
γένεση και τους σκοπούς των φαινομένων της ζωής και να γνωρίσει όχι μόνο
τον γύρω του κόσμο, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του.
Αυτή η τάση του ανθρώπου είναι έμφυτη. Ο Αριστοτέλης
θα μας πει πως «Πάντες οι άνθρωποι του ειδέναι φύσει ορέγονται». Και ο Τζον Λοκ
θα συμπληρώσει «Η γνώση είναι ευχάριστη στο πνεύμα, όπως το φως είναι ευχάριστο
στους οφθαλμούς!»
Γενεσιουργός αιτία αυτής της φυσικής τάσης του ανθρώπου
προς τη γνώση υπήρξε η έκπληξη, η απορία και ο θαυμασμός του για τα γύρω του
συμβαίνοντα. Η δημιουργία του κόσμου, η απεραντοσύνη του ουρανού, η ποικιλία
των έμψυχων και άψυχων όντων πάνω στη γεννήτρα γη, το βάθος της δικής του
ψυχής, το μυστήριο της ζωής και του θανάτου τον έκαναν να απορεί και να
θαυμάζει, αναζητώντας απαντήσεις στα ερωτήματά του. Ο Πλάτων θα μας το τονίσει
αυτό λέγοντας: «Μάλα γαρ, τούτο το πάθος, το θαυμάζειν, ου γαρ άλλη αρχή
φιλοσοφίας ή αύτη».
Όλοι, λοιπόν, οι άνθρωποι φιλοσοφούν, γιατί όλοι οι
άνθρωποι απορούν και θέλουν να μάθουν. Και όχι μόνο να μάθουν, αλλά και να
καθορίσουν τον τρόπο της ζωής τους.
Όμως, ανάμεσα στους πολλούς απλούς ανθρώπους που
φιλοσοφούν, ξεχώρισαν μερικά εξαιρετικά πνεύματα που εμβάθυναν περισσότερο στη
μελέτη των κοσμικών φαινομένων και των εσωτερικών βιωμάτων του ανθρώπου,
δημιουργώντας τις φιλοσοφικές σχολές και θεωρίες τους, με τις οποίες θέλησαν να
δώσουν απαντήσεις στα αγωνιώδη ερωτήματα των ανθρώπων. Πρόκειται για τους
μεγάλους φιλοσόφους που κοσμούν της φιλοσοφίας το πάνθεον, όπου εξέχουσα και
πρωταρχική θέση έχουν οι φιλόσοφοι της πατρίδας μας.
Και καθώς ο χρόνος περνούσε, η γνώση άρχισε να
εξειδικεύεται και να δημιουργούνται διάφορες επιστήμες που αποσπάσθηκαν από τη
φιλοσοφία, όπως τα Μαθηματικά με τον Πυθαγόρα και τον Ευκλείδη, η Ιατρική με
τον Ιπποκράτη, η Ανατομία με τον Ηρόφιλο, η Μηχανική με τον Αρχιμήδη, η Λογική
και η Φυσική με τον Αριστοτέλη, η Βοτανική με τον Θεόφραστο κ.ο.κ. Και σήμερα βρισκόμαστε ενώπιον πολυάριθμων
ειδικών επιστημών που έδωσαν συγκεκριμένες και σαφείς απαντήσεις σε πολλά από
τα ερωτήματα των ανθρώπων.
Και γεννάται
εύλογα το ερώτημα: Μήπως με την εξέλιξη και την πρόοδο των επιστημών και της
τεχνικής εξέλειψε η αναγκαιότητα και η χρησιμότητα της φιλοσοφίας; Η απάντηση
είναι ένα τρανό: όχι! Και τούτο γιατί η Φιλοσοφία εξετάζει πλείστα άλλα θέματα
που δεν μπορεί να ερευνήσει η επιστήμη.
Η αναζήτηση του Θεού, το βίωμα της πίστης, η
αυτοσυνείδηση του ανθρώπου σαν ύπαρξη με ιδανικά και στόχους, η άβυσσος της
ψυχής, η ζωή και ο θάνατος, η ηθική των σκέψεων και των πράξεων, η έννοια, η
αξία και τα όρια της ελευθερίας, η εκτίμηση και η απόλαυση του ωραίου, το χρέος
του καθήκοντος, η χαρά της δημιουργίας, η αναζήτηση της βαθύτερης ουσίας των
πραγμάτων, είναι βασικά θέματα της ανθρώπινης ζωής που μόνο η Φιλοσοφία μπορεί
να ερευνήσει.
Ενώ οι επιστήμες εξετάζουν την πραγματικότητα και
εκφέρουν γι’αυτήν οντολογικές κρίσεις που στηρίζονται στη παρατήρηση, στο
πείραμα και στη μέτρηση και έχουν κύρος αλήθειας και κοινή αποδοχή, απεναντίας
η Φιλοσοφία εξετάζει αξίες και ιδεώδη, διατυπώνει αρετές και καθορίζει τρόπους
ζωής, εμβαθύνει στην έννοια της ζωής και του θανάτου, αναζητά την ουσία και τη
φύση των πραγμάτων, το όντως ον, «το όν η ον»
όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, εκφράζοντας γι’αυτά αξιολογικές κρίσεις που είναι
υποκειμενικές και βρίσκονται πέρα και μακριά από την επιστημονική έρευνα. Είναι
θεωρία αξιών. Η Φιλοσοφία προηγήθηκε των επιστημών, αλλά και υπερίπταται σήμερα αυτών, προσπαθώντας να τις
αξιολογήσει και να τις κατευθύνει. Γι’αυτό και υπάρχει σήμερα η Φιλοσοφία της
Ιστορίας, η Φιλοσοφία της Παιδείας, η Φιλοσοφία της Κοινωνιολογίας, η φιλοσοφία
του Δικαίου κ.ο.κ.
Όμως, επιβάλλεται να τονίσουμε ένα κύριο
χαρακτηριστικό γνώρισμα της Φιλοσοφίας. Επειδή οι αξιολογικές κρίσεις που διατυπώνει
είναι υποκειμενικές απόψεις των
φιλοσόφων, φυσικό και επόμενο είναι να μην έχουν αντικειμενικό και καθολικό
κύρος. Μια αναδρομή στην ιστορία της Φιλοσοφίας θα μας πείσει, ότι δεν υπάρχει
ούτε ένα φιλοσοφικό πρόβλημα για το οποίο να δόθηκε από τους φιλοσόφους μια
ενιαία και κοινά αποδεκτή απάντηση. Για κάθε πρόβλημα αναπτύχθηκαν περισσότερες
της μιας θεωρίες, που πολλές φορές είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Και για του
λόγου το αληθές ας αναφέρουμε δύο ή τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Η εμπειρική φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων,
αναφερόμενη στον τρόπο με τον οποίο αποκτούμε τις γνώσεις μας, υποστήριξε ότι
αυτές προέρχονται από την εμπειρία των αισθήσεων, σύμφωνα με την ρήση «Ουδέν εν
τω ο μη πρότερον εν τη αισθήσει» και κατά τον Επίκουρο «αι επίνοιαι πάσαι υπό
των αισθήσεων γεγόνασι¨ πας γαρ λόγος υπό των αισθήσεων ήρτηται».
Αντίθετα προς την άποψη αυτή η φιλοσοφία του
ορθολογισμού διδάσκει πως η πηγή των γνώσεων είναι ο νους και όχι οι αισθήσεις,
αφού σύμφωνα με τον Πλούταρχο «νους ορά και νους ακούει, τ’άλλα τυφλά και κουφά
τυγχάνει, λόγου δεόμενα», επαναλαμβάνοντας τον Ηράκλειτο που τονίζει: «κακοί
μάρτυρες ανθρώποισιν οφθαλμοί και ώτα» και τον Παρμενίδη που έλεγε «Κριτήριον
δε τον λόγον ποιείν, τας δε αισθήσεις μη ακριβείς υπάρχειν».
Η ιδεαλιστική φιλοσοφία θα μας τονίσει πως «μετά τον
θάνατο ακολουθεί η αθανασία της ψυχής», ενώ η υλιστική φιλοσοφία θα υποστηρίξει
ότι «μετά τον θάνατο ουδέν».
Και είναι χαρακτηριστική η αντίθεση μεταξύ των Ρωμαίων
φιλοσόφων που, αναφερόμενοι στη σχέση ζωής και φιλοσοφίας άλλοι υποστήριζαν το
«primum vivere deinde philosophare» και άλλοι το «philosophare negecet est, vivere not est negecet».
Το ίδιο συμβαίνει σε όλα τα θέματα που αφορούν τη
Φιλοσοφία. Στην Οντολογία, στη Θεολογία, στην Ηθική, στην Αισθητική, στη
Μεταφυσική κλπ.
Όμως, οι αντιθέσεις αυτές ουδόλως μειώνουν τη αξία της
φιλοσοφίας. Απεναντίας φανερώνουν το μεγαλείο της. Γιατί, δίνοντας διαφορετικές
απαντήσεις στα ερωτήματα του ανθρώπου, του δίνει τη δυνατότητα να επιλέξει
ελεύθερα την απάντηση εκείνη που ανταποκρίνεται στην ιδιοσυγκρασία του, στην
ιδιαιτερότητα της προσωπικότητάς του και στο ψυχοπνευματικό του D.N.A. Παράλληλα, μελετώντας τις αντίθετες φιλοσοφικές
θεωρίες νιώθει το πνεύμα του να συναρπάζεται, ο γνωστικός του ορίζοντας να
διευρύνεται, η κριτική του ικανότητα να οξύνεται και χαίρεται να βλέπει μπροστά
του να ανοίγονται νέες προοπτικές για τη γνώση και την πράξη. Με άλλα λόγια
γίνεται κι αυτός περισσότερο σοφός.
Δίνοντας μια παραστατική εικόνα πάνω στο θέμα αυτό θα
έλεγα πως οι αντιτιθέμενες φιλοσοφικές θεωρίες μοιάζουν με πολύχρωμους
προβολείς, που φωτίζουν άπλετα την πορεία του ανθρώπου προς τη γνώση, την
αλήθεια και την ορθοπραξία.
Κι όσο περισσότεροι είναι οι προβολείς, κι όσο
διαφορετικά είναι τα χρώματά τους, τόσο το καλύτερο για τον οδοιπόρο της ζωής
που πορεύεται στο δρόμο της γνώσης και της αρετής, αφού τον δρόμο αυτόν τον
κάνουν πιότερο φωτεινό!
Σ’ έναν τέτοιο φιλοσοφικό προβολέα θα αφιερώσουμε το
σημερινό φιλολογικό μας βραδινό: Στον Φρειδερίκο Νίτσε! Και προτίμησα τον φιλόσοφο αυτόν, γιατί
είναι ο πιο αμφιλεγόμενος ανάμεσα στους φιλοσόφους των δύο τελευταίων αιώνων.
Άλλοι είπαν πως ήταν περισσότερο φιλόλογος παρά φιλόσοφος. Μερικοί τον θαύμασαν
ως ποιητή και καλλιτέχνη, κάποιοι τον είδαν ως σπουδαίο παιδαγωγό και ψυχολόγο.
Όμως οι πιο πολλοί τον θεώρησαν ως τον μεγαλύτερο ανατροπέα αξιών και μηδενιστή
που ονειρεύτηκε και πάσχισε να δημιουργήσει έναν νέο πνευματικό πολιτισμό. Μα
εγώ, αποφάσισα να σας τον παρουσιάσω, γιατί πιστεύω πως είναι αναμφίβολα ο
βαθύτερος μελετητής και γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας, και ο μεγαλύτερος
θαυμαστής και υμνητής του αρχαιοελληνικού πνεύματος και του υπέρλαμπρου
ελληνικού πολιτισμού.
Η ζωή του
Ο Φρειδερίκος Νίτσε γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1844
στη πόλη Ράϊκεν της Πρωσικής Σαξωνίας κοντά στη Λειψία από γονείς
θρησκευόμενους. Ο πατέρας του (Κάρολος Λουδοβίκος Νίτσε) ήταν πάστορας και η
μητέρα του καταγόταν από γενιά παστόρων.
Όταν πέθανε ο πατέρας του ο Νίτσε ήταν μόλις πέντε
ετών. Την φροντίδα του ανέλαβε η μητέρα του, η οποία του ενεφύτευσε μια έντονη
θρησκευτικότητα σε τέτοιο σημείο, που ο Νίτσε μέχρι το τέλος των εφηβικών του
χρόνων διαπνεόταν από την επιθυμία να γίνει και αυτός πάστορας, ακολουθώντας τα
βήματα του πατέρα του.
Όταν ήταν παιδί ακόμα, έγραφε «Ο Θεός με καθοδηγεί
πάντοτε με ασφάλεια, σαν πατέρας που καθοδηγεί το αδύναμο μικρό παιδί του. [….]
Εμμένω σθεναρά στην απόφασή μου να του αφοσιωθώ για πάντα! [….] Αφήνομαι σαν
παιδί στη χάρη του [….] Με λαχτάρα θα δεχθώ ό,τι αυτός μου δώσει: Ευτυχία και
δυστυχία, ένδεια και πλούτη και θα αντιμετωπίσω θαρραλέα ακόμα και τον θάνατο,
ο οποίος μια μέρα θα μας ενώσει όλους στην αιώνια χαρά και αγαλλίαση».
Κι όταν αργότερα μπήκε στο γυμνάσιο του Πφόρτα η πίστη του στο Θεό εκφράστηκε και πάλι. «Η
καρδιά μου, γράφει, ξεχείλισε από ιερά αισθήματα. Προσευχόμενος σιωπηλά
αναλήφθηκα στον Θεό και μια βαθιά γαλήνη κατέκλυσε το πνεύμα μου. Κύριε,
ευλόγησε την άφιξή μου και προστάτεψέ το σώμα και το πνεύμα μου σ’αυτή την
κοιτίδα του Αγίου Πνεύματος. Στείλε τον άγγελό σου στη γη να με βοηθήσει να
νικήσω τους πειρασμούς, που θα συναντήσω, κάνε αυτό το μέρος να μου φέρει
αιώνια ευλογία. Κύριε ελέησον. Αμήν!»
Αλλά ο Νίτσε δε ήταν μόνο ένας θρησκευόμενος και
πιστός στο Θεό νέος. Ήταν και ένα πανέξυπνο πνεύμα.
Την ιδιαίτερη μεγαλοφυΐα του την έδειξε από πολύ
μικρός. Από οκτώ ετών έγραφε ποιήματα και έπαιζε άνετα πιάνο αυτοσχεδιάζοντας.
Στη σχολική του επίδοση ξεχώρισε από τους άλλους συμμαθητές του. Όταν ο Νίτσε
φοιτούσε στην τετάρτη τάξη, ο δάσκαλός του είπε χαρακτηριστικά: «Υπάρχει κάτι
μοναδικό στη φωνή και στο ύφος του, όπως, άλλωστε και στις εκφράσεις που
χρησιμοποιεί και που τον διαφοροποιούν αισθητά από τους συνομηλίκους του, οι
οποίοι τον έχουν θεοποιήσει».
Κι ένα μεγαλύτερο του αγόρι έλεγε πως ο Φριτς θύμιζε
τον δωδεκάχρονο Ιησού στον ναό, που ακούγοντάς τον σ’έκανε να αισθάνεσαι άβολα.
Κάποιος άλλος συμμαθητής του είπε: «Σε κοίταζε με τέτοιο τρόπο, που δεν
μπορούσες να βγάλεις λέξη».
Όταν σε ηλικία δέκα ετών μπήκε στο Γυμνάσιο του
Νάουμπουργκ, οι καθηγητές του, εκτιμώντας την μεγαλοφυΐα του, του εξασφάλισαν υποτροφία
στο ξακουστό εσώκλειστο σχολείο του Πφόρτα.
Σαν έγινε είκοσι ετών γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της
Βόννης σπουδάζοντας Θεολογία και Φιλολογία. Στη Βόννη έμεινε δύο εξάμηνα
προτιμώντας να ακολουθήσει στη Λειψία τον διάσημο τότε καθηγητή της Φιλολογίας
Ρίτσλ. Εκεί, αν και ήταν μόλις είκοσι δύο ετών ίδρυσε την ΄΄Φιλολογική
εταιρεία΄΄, δημοσιεύοντας αξιόλογες πραγματείες και πραγματοποιώντας εξαίρετες
διαλέξεις.
Όταν ο Νίτσε κλήθηκε από το πανεπιστήμιο της Βασιλείας
να διδάξει κλασική φιλολογία ως έκτακτος καθηγητής, η συστατική επιστολή του
καθηγητή Ρίτσλ έγραφε: «Στο διάστημα των τριάντα ετών της επιστημονικής μου
καθηγεσίας δεν έχω συναντήσει σπουδαστή της φιλολογίας με τοιαύτην ικανότητα
και τοσαύτα σωματικά και πνευματικά χαρίσματα σαν τον Νίτσε, γεγονός που με
κάνει να πιστεύω, ότι λίαν συντόμως θα καταλάβει πρωτεύουσα θέση μεταξύ των
Γερμανών κλασικών Φιλολόγων.» Και ήταν τότε μόλις 25 ετών!
Η πρόβλεψη του Ρίτσλ δικαιώθηκε απόλυτα. Ο Νίτσε
εξελίχθηκε σε μια λαμπρή μορφή της φιλολογίας απολαμβάνοντας την εκτίμηση των
συναδέλφων των καθηγητών και όλης της πνευματικής κοινωνίας της Βασιλείας,
καθώς επίσης και τον θαυμασμό των πολυάριθμων φοιτητών του, που κατέκλυζαν την
αίθουσα διδασκαλίας παρακολουθώντας με ενδιαφέρον τις ομιλίες του.
Και συνέβη αυτό γιατί ο Νίτσε δεν υπήρξε μόνο ένας
σημαντικός φιλόλογος και φιλόσοφος. Ήταν και ένας χαρισματικός δάσκαλος. Ο
λόγος του γεμάτος ποιητικότητα και μουσικότητα, ήταν κρυστάλλινος και διαυγής,
που σαγήνευε τους ακροατές του.
Αλλά και το περιεχόμενο των διδασκαλιών του ήταν
πρωτόγνωρο και εντυπωσιακό και προπαντός επαναστατικό, που τον έκανε να
ξεχωρίζει σαν μια ιδιαίτερη φιλολογική, φιλοσοφική και καλλιτεχνική προσωπικότητα.
Όμως, ο κλονισμός της υγείας του, που τα πρώτα
συμπτώματα εμφανίστηκαν όταν ήταν 39 ετών, δεν του επέτρεψαν να διδάξει
περισσότερο από δέκα χρόνια στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας και αναγκάστηκε να
υποβάλει την παραίτησή του από την πανεπιστημιακή του καθηγεσία.
Ο κλονισμός της υγείας του τον βασάνιζε σε ολόκληρη
την υπόλοιπη ζωή του. Και τι δεν είχε! Συνεχείς πονοκεφάλους, στομαχικές
διαταραχές, μυωπία, αϋπνίες, αρθριτικά, υπεραιμία, καταρροές, και ενδεχομένως
κληρονομική σύφιλη. Όμως, έχοντας ισχυρή δύναμη αντοχής, αγνοούσε πεισματικά
τον πόνο όταν εργαζόταν. Φιλοσοφώντας μάλιστα, θεωρούσε τον πόνο σαν ευκαιρία
λυτρωτικού αγώνα, ενός αγώνα πνευματικού, που οι δημιουργίες του απάλυναν τις
σωματικές του δοκιμασίες.
Στην επόμενη δεκαετία της ζωής του, από τα 35-45
χρόνια, συγκεντρώθηκε στον εαυτό του, διάγοντας έναν εξαιρετικά μοναχικό βίο,
ταξιδεύοντας από πόλη σε πόλη στην Ελβετία, στη Γερμανία, στη Γαλλία και
ιδιαίτερα στην Ιταλία, διαβάζοντας και γράφοντας ασταμάτητα μέρα και νύκτα.
Κόντρα στη σωματική του ασθένεια η πνευματική του δημιουργία υπήρξε συνεχής,
αναδεικνύοντάς τον ως έναν από τους πολυγραφότατους φιλοσόφους. Ας αναφέρουμε
τα κυριότερα συγγράμματά του:
Ø
Η
γέννηση της τραγωδίας
Ø
Κείμενα
για την Ελλάδα
Ø
Μαθήματα
για την Παιδεία
Ø
Κείμενα
της νεότητας
Ø
Παράκαιροι
στοχασμοί
Ø
Ανθρώπινο,
πάρα πολύ ανθρώπινο
Ø
Χαραυγή
Ø
Τάδε,
έφη Ζαρατούστρα
Ø
Χαρούμενη
επιστήμη
Ø
Πέρα
από το καλό και το κακό
Ø
Γενεαλογία
της ηθικής
Ø
Το
λυκόφως των ειδώλων
Ø
Ο
Αντίχριστος
Ø
Ίδε
ο άνθρωπος
Ø
Οι
διθύραμβοι του Διονύσου
Ø
Η
θέληση για δύναμη
Ø
Και
πλήθος επιστολών, κριτικών, και καθημερινών εντυπώσεων.
Όμως αυτός ο πλούτος της
πνευματικής του δημιουργίας και οι νέες ιδέες που θέλησε να διδάξει, του
προκάλεσαν έναν αυτοθαυμασμό. Πίστεψε πως όλοι ήταν κατώτεροι απ’αυτόν. Όσα
είχε γράψει στην «Χαρούμενη επιστήμη» εναντίον του αυτοεπαίνου τα ξεχνάει και
διακηρύσσει ότι είναι ο μοναδικός που έγραψε τόσα πολλά σοφά βιβλία με τόσες
νέες ιδέες. Όμως, όταν ο αυτοθαυμασμός υπερβαίνει τα όρια, κι όταν θέλεις να
συλλάβεις και να ξεπεράσεις τα ασύλληπτα, τότε η παραφροσύνη παραμονεύει, κάτι
που το είχε άλλωστε προβλέψει και ο ίδιος για τον εαυτό του, όταν στο βιβλίο
του «Ροδαυγή» έγραφε: «Η τρέλα ή έστω η τρελή συμπεριφορά είναι αναγκαία
προϋπόθεση για τους δυνατούς που αποφάσισαν να απορρίψουν την παράδοση και να
προτείνουν νέους κανόνες ζωής».
Και η παραφροσύνη του
δεν άργησε να έρθει «Κρατώ απολύτως κυριολεκτικά το μέλλον της ανθρωπότητας
στην παλάμη του χεριού μου» είπε κάποια στιγμή. «Τώρα που ο Θεός πέθανε,
ξεπερνάω και τον υπεράνθρωπο και γίνομαι εγώ Θεός» είπε μια άλλη φορά. Σε μια
επιστολή του υπογράφει «Νίτσε- Καίσαρ», και σε άλλες παραλείπει το όνομά του
και αντί αυτού υπογράφει ως Διόνυσος, ως Εσταυρωμένος, ως Φρειδερίκος
Γουλιέλμος ο Δ΄. Όταν οι γιατροί τον
έκλεισαν σε ψυχιατρική κλινική επειδή διαπίστωσαν ότι έπασχε από «Παραλυτική
ψυχική διαταραχή, δηλαδή από πνευματικό ίλιγγο», σε κάποια στιγμή είπε:
«Νοσηλεύομαι σε άσυλο για τρελούς, αλλά θα συνέλθω, αφού είμαι πολύ νέος, μόλις
22 ετών». Κι όμως ήταν πενηντάρης! Την παραφροσύνη του μυαλού του ακολούθησε η
τρελή συμπεριφορά του με τις αλλόκοτες και περίεργες πράξεις του.
Δυστυχώς η παραφροσύνη
αυτή, τον χτύπησε στα πιο ώριμα χρόνια της ζωής του, και του στέρησε τη
δυνατότητα για περισσότερη πνευματική δημιουργία.
Και όταν η τρέλα του
συνοδεύτηκε από τον εντονότερο κλονισμό της υγείας του εξαιτίας της τύφλωσής
του και ενός ισχυρού εγκεφαλικού που του στέρησε ολοκληρωτικά τη διανοητική του
ικανότητα, επήλθε η πλήρης κατάρρευση.
Πέθανε το 1900 σε ηλικία
μόλις 56 ετών. Αποκλήθηκε «ο τραγικός φιλόσοφος», γιατί τραγικός ήταν της ζωής
του ο αγώνας, επαναστατικές και τραγικές οι ιδέες του, και ακόμα τραγικότερο το
τέλος του. Σπάνια ένας άνθρωπος πλήρωσε τόσο ακριβά τη μεγαλοφυΐα του.
Η
Φιλοσοφία του
Τα στενά χρονικά όρια μιας ομιλίας δεν επιτρέπουν την
παρουσίαση όλων των απόψεων και ιδεών ενός φιλοσόφου, πολύ περισσότερο του
Νίτσε, που εκτίθενται στα είκοσι βιβλία του. Γι’αυτό θα αναφερθώ στις πιο
χαρακτηριστικές ιδέες του, χωρίς να τις κριτικάρω αφήνοντας την κριτική σε σας,
εάν ο κ. Πρόεδρος επιτρέψει έναν μικρό διάλογο μετά την ομιλία μου.
α)
Η θρησκευτική πίστη και η ηθική του
Ο Φρειδερίκος Νίτσε, αυτό το θρησκευόμενο παιδί, αυτός
ο γεμάτος με βαθιά πίστη προς τον Θεό έφηβος, όταν ανδρώθηκε, μεταβλήθηκε στον
σφοδρότερο άθεο υπαρξιακό φιλόσοφο που τόλμησε να ξεστομίσει τη μεγαλύτερη
βλασφημία κατά του Θεού που ειπώθηκε κατά την μακραίωνη ιστορία της
ανθρωπότητας, λέγοντας πως «ο Θεός πέθανε» τοποθετώντας στη θέση του τον
υπεράνθρωπο, έτσι όπως τον διακήρυξε ο Ζαρατούστρα.
Η άρνηση αυτή του Θεού προήλθε από τη βαθιά του πίστη
προς τον άνθρωπο, ο οποίος, απαλλαγμένος από τις θεϊκές εντολές και τους
περιορισμούς της θρησκευτικής ηθικής, πλήρης ελευθερίας, στηριζόμενος στις
δικές του και μόνο δυνάμεις, οφείλει να αγωνίζεται συνεχώς, ώστε με τις
διαδοχικές υπερβάσεις του να ανεβάσει την ύπαρξή του στον μέγιστο βαθμό, και να
εξελιχθεί από ένα απλό άτομο σε ένα υπέρτατο όν, να γίνει υπεράνθρωπος.
Ο υπεράνθρωπος συμβολίζει την πλήρη ανάπτυξη και
πραγμάτωση των ανθρωπίνων δυνατοτήτων. Αυτός ο υπεράνθρωπος έχει χρέος να πάρει
στα χέρια του την ανθρωπότητα, όπως ο γλύπτης το υλικό του για να της δώσει νέα
πνοή και νέο σχήμα. Και θα συμβεί αυτό αν κατορθώσει να κάνει μια πλήρη
επανεκτίμηση όλων των αξιών.
Με τη θέση του αυτή, δημιουργεί μια νέα ηθική.
Υπέρτατη αρετή γι’αυτόν είναι «η θέληση για δύναμη». Μια δύναμη που χωρίς
φραγμούς και ενδοιασμούς αναδεικνύει στη ζωή τους ισχυρούς και εκλεκτούς, τους genii, που αποτελούν την αριστοκρατία του ανθρώπινου
γένους, οι οποίοι πρέπει να εξουσιάζουν τη μάζα των αδυνάτων. Πώς είναι
δυνατόν, λέει, να πορευθούμε στη ζωή κόντρα στη φύση, που μας παρουσιάζει την
ανισότητα σ’όλο το μεγαλείο της; Κανείς
δεν είναι ίδιος και ίσος με τον άλλον. Αυτή η ανομοιότητα και η ανισότητα είναι
η ομορφιά της ζωής και πρέπει να την διατηρήσουμε, αντίθετα προς την ισότητα
που διακηρύσσει ο Χριστιανισμός και ο Σοσιαλισμός. Ίσα δικαιώματα για όλους,
αυτή είναι η πιο θαυμάσια αδικία. Γιατί από το καθεστώς αυτό υποφέρουν οι
ανώτεροι άνθρωποι.
Οι εκλεκτοί και οι δυνατοί αποτελούν τους άρχοντες, οι
αδύναμοι τους δούλους. Υπέρτατη αρετή των αρχόντων είναι η θέληση για δύναμη,
ενώ των δούλων η επίκληση του δικαίου. Αλλά για τον Νίτσε, «Μια χούφτα δύναμης
αξίζει περισσότερο από ένα σακί δίκαιο. Τι σημασία έχει ο οίκτος μου για τους
αδύναμους; Μη και δεν είναι ο οίκτος, ο σταυρός που πάνω του θα σταυρωθεί αυτός
που αγαπά τους ανθρώπους;»
«Αυτή η δύναμη είναι το αγαθό μου, είναι η αρετή μου.
Δεν τη θέλω σαν νόμο ενός Θεού που θα μου ανοίξει το δρόμο για υπεργήϊνους
κόσμους και παραδείσους. Δε ζητώ ανταμοιβή. Την αγαπώ γιατί πηγάζει από μέσα
μου. Κι’εσείς να αγαπάτε την αρετή σας, όπως η μητέρα το παιδί της. Πότε
ακούστηκε πως μια μητέρα θέλησε να πληρωθεί για την αγάπη της;»
β) Η αναζήτηση της αλήθειας
Αναφερόμενος ο Νίτσε στην προσπάθεια των ανθρώπων να
συλλάβουν την αλήθεια, υποστηρίζει πως άδικα ματαιοπονούν. Γι’αυτόν δεν υπάρχει
αντικειμενική αλήθεια. Κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται την αλήθεια ανάλογα με τον
τρόπο που λειτουργούν οι αισθήσεις του, το μυαλό του, και η ψυχή του. Και
επειδή τα τρία αυτά στοιχεία δεν λειτουργούν κατά τον ίδιο τρόπο σε όλους τους
ανθρώπους, είναι βέβαιο πως αυτό που θεωρεί ο καθένας μας ως αλήθεια, είναι μια
σίγουρη ψευδαίσθηση. «Μην αισθάνεσαι ζήλεια γι’αυτούς τους απόλυτους και τους
πιεστικούς, ω εραστή της αλήθειας!». Η αλήθεια δεν κρεμάστηκε ποτέ ως τα τώρα
από τα μπράτσα ενός απόλυτου. Η πίστη στην αλήθεια ξεκινά όταν κανείς
αμφισβητήσει όλες τις αλήθειες τις οποίες μέχρι τότε πίστευε. Η μόνη υπέρτατη
αλήθεια στην οποία μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος είναι η παραδοχή πως είναι
αιώνια καταδικασμένος στην αναλήθεια.
Το ίδιο συμβαίνει και με την σχετικότητα των αξιών.
Αυτές εξαρτώνται από τη γενικότερη στάση των ανθρώπων απέναντι στη ζωή και
γενικότερα από τη φιλοσοφική τους σκέψη που τους διακρίνει. Πάνω στη
σχετικότητα των αξιών, μιλώντας ο Νίτσε για τον Ζαρατούστρα θα πει «Πολλές
χώρες και πολλούς λαούς είδε ο Ζαρατούστρα. Έτσι ανακάλυψε το καλό και το κακό
πολλών λαών. Εκείνο που ένας λαός υποστήριζε πως είναι καλό, ο άλλος το
καταφρόνησε και το υποτίμησε. Εκείνο που βρήκαν άλλοι να το αποκαλούν κακό,
άλλοι το περικόσμησαν με βασιλική τιμή! Μέχρι σήμερα υπάρχουν χιλιάδες αλήθειες
για το καλό και το κακό, γιατί υπάρχουν χιλιάδες λαοί».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα στην εποχή μας
είναι οι Τζιχαντιστές. Τις απάνθρωπες εγκληματικές τους πράξεις, που τις
καταδικάζει ολόκληρη ανθρωπότητα, αυτοί τις θεωρούν ενάρετες, αφού τις επιβάλλει
ο Θεός τους, ο Αλλάχ.
γ) Η λαχτάρα για τη ζωή
Η αγάπη του για τη φύση και τη ζωή είναι βασικό
στοιχείο της ύπαρξής του. Απεχθάνεται αυτούς που απαρνούνται την επίγεια ζωή,
χάρη μιας άλλης επέκεινα ζωής. Θέλει να την απολαύσει μ’όλες τις αισθήσεις του.
Η ζωή είναι γι’αυτόν το πεδίο μέσα στο οποίο η θέληση για δύναμη θα τον
οδηγήσει στον ασταμάτητο αγώνα για να πορευθεί προς τον υπεράνθρωπο.
Στο σημείο αυτό διαφοροποιείται από τον δάσκαλό του
τον Σοπενχάουερ που τον θεωρούσε στα νεανικά του χρόνια ως τον μεγαλύτερο
φιλόσοφο της εποχής του. Ο Σοπενχάουερ με το βιβλίο του «Θέληση για τη ζωή»
υποστήριξε πως η ανθρώπινη επιθυμία για
τη ζωή δεν ήταν αρκετή, για να κάνει τον άνθρωπο ευτυχισμένο. Γιατί η ζωή από
μόνη της έχει δοκιμασίες, πόνο και θλίψη, δυσκολίες και βάσανα, κλαυθμούς και
οδυρμούς. Είναι χίμαιρα να αναζητάς την ευτυχία σου σε μια τέτοια ζωή. Η
απαισιοδοξία του αυτή φτάνει στο αποκορύφωμα της όταν μας λέει: «Ο άνθρωπος θα
ήταν καλύτερα να μην γεννιέται. Μα αφού γεννήθηκε, ας εύχεται να έρθει γρήγορα
ο λυτρωτικός θάνατος. Κι αν αργεί αυτός να έρθει, έχει ο άνθρωπος ένα ύστατο
καταφύγιο, την αυτοκτονία!»
Αντίθετα ο Νίτσε στη θέση του απαισιόδοξου ανθρώπου
τοποθετεί τον εραστή της ζωής, τον γεμάτο δύναμη αγωνιστή που θέλει να
αντισταθεί και να παλέψει ενάντια στην τραγικότητά της. Κι’όσο περισσότερα
είναι τα εμπόδια που προβάλλει η ζωή, τόσο ισχυρότερη γίνεται η θέληση της
δύναμής του για αγώνα. «Θέλω», έλεγε «Να κάνω τα πράγματα τόσο δύσκολα για
μένα, όσο δεν υπήρξαν ποτέ για οποιονδήποτε . Μόνο κάτω από τέτοια πίεση αποκτώ
καθαρή συνείδηση και φτερά για να πετώ ψηλά. Η ευτυχία δεν έρχεται μετά την
νίκη. Αυτή προϋπάρχει του αγώνα. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος αποφασίζει να
ριχθεί στη μάχη αισθάνεται ευτυχισμένος. Η ευτυχία έγκειται στην απόφαση για την
επιτέλεση του χρέους. Να μην μείνεις απαθής αλλά ν’αγωνιστείς μ’όλη τη δύναμή
σου». Και εδώ βρίσκεται η τραγικότητα που δοκίμασε ο Νίτσε στη ζωή του, αφού η
ασθένειά του δεν επέτρεψε στη δύναμή του να θριαμβεύσει στο σημείο εκείνο που
το πνεύμα και η ψυχή του λαχταρούσε.
δ) Το
Διονυσιακό & Απολλώνειο ιδεώδες
Επικαλούμενος το αρχαιοελληνικό πνεύμα, πιστεύει
ότι τη ζωή τη διαμορφώνουν δύο ιδεώδη:
Το Διονυσιακό & το Απολλώνειο. Ο Νίτσε προτιμά ν’ακολουθήσει το δρόμο του
Διονύσου, γιατί είναι μια ζωή εκστατική, αντιφατική, που γκρεμίζει και
ξαναχτίζει χωρίς κανέναν ηθικό καταλογισμό μια ζωή που μας αποκαλύπτει το
πάσχειν, τη σκληρότητα, τον τρόμο και τη φρίκη που συνυπάρχουν στον πυρήνα της
κοσμικής ύπαρξης, γεγονός που κάνει τον άνθρωπο να συναισθάνεται μέσα του την
έννοια και της δικής του τραγικότητας. Ο Διόνυσος γι’αυτόν συμβολίζει την
τραγική υπέρβαση του προσωπικού στοιχείου γι’αυτό και υπήρξε η κεντρική μορφή
στη σκέψη του Νίτσε από την εποχή που έγραψε τη «Γέννηση της τραγωδίας», έως
την τελική παρανοϊκή του ταύτιση με τον Θεό, το όνομά του οποίου χρησιμοποιούσε
για να υπογράψει τις επιστολές του.
Δεν απαρνιέται όμως και τον Απόλλωνα, που στολίζει τη
ζωή με ομορφιά και λεπτότητα με μουσικότητα και αρμονία. Καλλιτέχνης είναι και
ο ίδιος. Μουσικός συνθέτης και ποιητής. Για ένα πράγμα εναντιώνεται στον
Απόλλωνα. Γι’αυτό που είναι χαραγμένο στην είσοδο του ναού του στους Δελφούς.
Για το «Μηδέν άγαν!» Τραγικός και
δυναμικός καθώς είναι απεχθάνεται το μέτρο. Θέλει η δύναμή του να φτάνει στα
άκρα, εκεί που τον οδηγεί η ιδέα του υπεράνθρωπου. Υπαρξιακός φιλόσοφος είναι,
που αναζητά διαρκώς τις υπερβάσεις του στης ζωής του τον αγώνα. Πως θα επιτύχει
αν πειθαρχήσει στο «μηδέν άγαν» του Απόλλωνα και στο «μέτρον άριστον» του
Σωκράτη και του Αριστοτέλη;
Ο Νίκος Καζαντζάκης που είχε μελετήσει πολύ τον Νίτσε
και είχε επηρεαστεί αρκετά από τις ιδέες του, τοποθετώντας τον εαυτό του στην
ίδια μοίρα, έγραψε στο πρωτοσέλιδο του βιβλίου του «Αναφορά στον Γκρέκο» για
τρεις ψυχές που προσεύχονται:
Η πρώτη ψυχή λέει: «Δοξάρι είμαι στα χέρια σου Κύριε.
Τέντωσέ με αλλιώς θα σαπίσω». Η δεύτερη ψυχή λέει: «Μη με παρατεντώσεις Κύριε,
θα σπάσω» Και η Τρίτη: «Παρατέντωσέ με Κύριε, κι ας σπάσω!» Αυτή η Τρίτη
προσευχή ήταν το μήνυμα που του ΄στελνε ο Νίτσε.
ε) Η
αιώνια επιστροφή & ο μηδενισμός
Ας πούμε λίγα λόγια για τη θεωρία αυτή έτσι όπως τη
διατύπωσε ο Νίτσε.
Οι προηγούμενοι φιλόσοφοι είχαν υποστηρίξει πως η ζωή
επαναλαμβάνεται συνεχώς με τα ίδια χαρακτηριστικά! Η ζωή κινείται μέσα στο
χρόνο με μια κυκλική περιστροφή! Ό,τι υπήρξε στο παρελθόν θα επαναληφθεί και
στο μέλλον. Οι πόλεμοι δεν έπαψαν να υπάρχουν, κατά διαστήματα επανέρχονται. Ο
κατακλυσμός του Νώε δεν ήταν το μοναδικό γεγονός αυτού του φαινομένου. Ούτε ο
σεισμός που κατέρρευσε τον πύργο της Βαβέλ. Σεισμοί και καταποντισμοί
επαναλαμβάνονται συνεχώς. Αυτό έχει υιοθετήσει και ο απλός λαός όταν λέει: «Η
ιστορία επαναλαμβάνεται ή έχει ο καιρός γυρίσματα».
Ο Νίτσε πιστεύει βέβαια στην «αιώνια επιστροφή» της
ζωής, αλλά τονίζει πως κάθε νέα ζωή δεν είναι απολύτως όμοια και απαράλλακτη με
την προηγούμενη. Και τούτο, γιατί παράλληλα με το «υπάρχειν» και το «είναι»
εμφανίζεται και το «γίγνεσθαι» που διαμορφώνει το παλιό σε καινούριο. Αυτό το
«γίγνεσθαι» είναι δημιούργημα των
μεγαλοφυών ανθρώπων των genii, που η μοίρα τους όρισε να πλαστουργούν και να
δημιουργούν νέες μορφές ζωής.
Όταν οι αλλαγές είναι καταλυτικές, τότε έχουμε το
φαινόμενο του μηδενισμού. Όμως, η εκμηδένιση γεννά πάντα νέα πράγματα.
Κατά την ιστορία της ανθρωπότητας εμφανίστηκαν πολλοί
τέτοιοι μηδενισμοί. Την ειδωλολατρία των πρωτογόνων εκμηδένισαν οι μεγάλοι μύστες
των θρησκειών, τον Δωδεκάθεο των αρχαίων Ελλήνων ο μονοθεϊσμός του
Χριστιανισμού και τον σκοταδισμό του Μεσαίωνα ο ερχομός του Διαφωτισμού.
Κι ο Νίτσε πάσχισε να μηδενίσει τις προϋπάρχουσες
αξίες του πολιτισμού της εποχής του, διακηρύσσοντας νέες αξίες και ιδανικά,
πιστεύοντας πως θα δημιουργήσει έναν καλύτερο κόσμο. Κάπου σ’αυτό το σημείο
βρίσκεται η βαθύτερη ουσία της φράσης «Ο Θεός πέθανε». Δηλαδή, πέθαναν οι
αξίες, η ηθική και ο τρόπος ζωής που διαμόρφωσαν οι διάφορες θρησκείες.
Τις καταλυτικές αυτές αλλαγές της ζωής ο Νίτσε πίστευε
πως μόνο τα ισχυρά άτομα με τη χαρισματική τους ιδιοφυία και τον αγώνα τους
μπορούν να επιτύχουν. Αυτές τις εξαιρετικές προσωπικότητες τις διακρίνει σε
τρεις διαφορετικούς τύπους: Στους φιλοσόφους, στους Καλλιτέχνες και τους
Αγίους. Ο χρόνος δεν μας επιτρέπει να αναφερθούμε στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
τους.
στ) Οι
απόψεις του για την Παιδεία
Ξεχωριστό ενδιαφέρον έδειξε ο Νίτσε για τα θέματα της
Παιδείας. Και τούτο γιατί ως υπαρξιακός φιλόσοφος που είναι, ενδιαφέρεται
πρωτίστως για τον άνθρωπο και τη ζωή, και η Παιδεία αποτελεί τον βασικότερο
παράγοντα τόσο για τη διάπλαση του ανθρώπου, όσο και για τη διαμόρφωση της ζωής
και του πολιτισμού ενός λαού.
Πρώτη και βασική θέση του είναι πως ο σκοπός της
παιδείας πρέπει να είναι πέρα για πέρα ανθρωπιστικός, έτσι όπως διαμορφώθηκε
από το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, και αναπλάστηκε κατά την εποχή του Διαφωτισμού
από τους Βολφ, Χάμπολαντ, Γκαίτε, Σίλερ και άλλους νεοανθρωπιστές. Κατηγορεί
την πατρίδα του, τη Γερμανία, που κατέστησε την παιδεία θεραπαινίδα της
τεχνολογίας και της εκβιομηχάνισης δημιουργώντας σχολεία ειδικοτήτων,
παραμερίζοντας την ανθρωπιστική παιδεία, η οποία επιτυγχάνει την αρμονική
ψυχοσωματική, πνευματική, συναισθηματική και καλλιτεχνική ανάπτυξη του
εξελισσόμενου ανθρώπου.
Δεύτερη αξίωσή του είναι να καταστεί η παιδεία
αριστοκρατική! Επηρεασμένος από την συναίσθηση της μεγαλοφυΐας του, υποστηρίζει
ότι η παιδεία δεν πρέπει να αποβλέπει μόνο στη μόρφωση της μάζας, αλλά να
ενδιαφέρεται πρωτίστως για την παραπέρα καλλιέργεια των εκλεκτών, των genii.
Πίστευε πως η φύση και η ζωή έχουν δημιουργήσει δύο
τύπους ανθρώπων που διαφέρουν μεταξύ τους. Τους πολλούς που ενδιαφέρονται απλώς
για την επιβίωσή τους και τους λίγους που θέλουν να γεμίσουν τη ζωή τους με
δράση και δημιουργία. Οι πρώτοι αποτελούν τη μάζα. Οι δεύτεροι τους εκλεκτούς
της μεγαλοφυΐας. Είναι δύο ομάδες ανθρώπων που η κάθε μια ακολουθεί το δικό της
δρόμο. Όμως στο χώρο της εκπαίδευσης συναντώνται στις αίθουσες των
εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Η παρεχόμενη παιδεία είναι προσαρμοσμένη στις ανάγκες
και στις δυνατότητες της μάζας σε βάρος μιας υψηλότερης παιδείας που επιζητούν
οι χαρισματικές μεγαλοφυΐες. Λέει χαρακτηριστικά: «Σκοπός της εκπαίδευσης δεν
μπορεί να είναι η μόρφωση της μάζας, αλλά η μόρφωση των διαλεκτών ατόμων, αυτών
που έχουν την αρματωσιά για μεγάλα έργα, προορισμένα να διαρκέσουν. Παιδεία
σημαίνει πάνω απ’όλα υποταγή και εθισμός στην υπηρεσία της μεγαλοφυΐας».
Ο θαυμασμός του προς την Ελλάδα
Κανείς φιλόσοφος δεν μελέτησε σ΄όλο το βάθος και το
πλάτος τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό όσο ο Νίτσε. Γνώστης της ελληνικής γλώσσας
μελέτησε όλους τους φιλοσόφους, τους ποιητές, τους καλλιτέχνες, το θέατρο, την
παιδεία και γενικά τον όλο πολιτισμό που αναπτύχθηκε στην ευλογημένη τούτη
χώρα. Έκφραση του θαυμασμού του προς το αρχαίο ελληνικό πνεύμα ήταν το γεγονός
πως η εναρκτήρια πανεπιστημονική του ομιλία είχε ως θέμα «Ο Όμηρος και η
κλασική φιλολογία».
Στους φοιτητές του δίδαξε όλους τους κλασικούς
ποιητές, τους προσωποκρατικούς φιλοσόφους, ανάλυσε τους Πλατωνικούς διαλόγους,
μίλησε ιδιαίτερα για τον Σωκράτη και τον Αριστοτέλη, για τους σοφιστές και τους
στωικούς, τους μίλησε για το αρχαίο ελληνικό θέατρο υμνώντας ιδιαίτερα τους
τραγικούς Αισχύλο και Σοφοκλή, τους μύησε στην ελληνική τέχνη και
αρχιτεκτονική, τους γνώρισε τη θαυμαστή ελληνική Μυθολογία και τους έκανε να
αγαπήσουν την κλασική ελληνική παιδεία, που πέτυχε την αρμονική ανάπτυξη της
ψυχής και του σώματος πλάθοντας τους «καλούς και αγαθούς πολίτες».
Η φιλοσοφία του έχει τις ρίζες της στο αρχαίο ελληνικό
πνεύμα. Τα περισσότερα από τα βιβλία του αναφέρονται αποκλειστικά στην ελληνική
αρχαιότητα όπως είναι: «Η γέννηση της φιλοσοφίας στα χρόνια της ελληνικής
τραγωδίας», «Η γενεαλογία της ηθικής», «Οι
διθύραμβοι του Διονύσου», «Η γένεση της τραγωδίας», «Κείμενα για την Ελλάδα»,
δοκίμια για τον Δημόκριτο, τον Θεόγνη και τον Διογένη Λαέρτιο κ.α. Σε ορισμένα βιβλία του γράφει με το στυλ των
Πλατωνικών διαλόγων.
Και για να καταστήσω σαφέστερο τον θαυμασμό του Νίτσε
προς την Ελλάδα θα σας αναφέρω μερικά
αυτούσια αποσπάσματα του λόγου του, έτσι όπως τα βρήκα διάσπαρτα διαβάζοντας τα
βιβλία του. Γράφει:
·
«Όλοι,
όσοι σε κάποια ευτυχισμένη στιγμή εμπνεύσεως, ένιωσαν βαθιά πόσο μοναδική και
απρόσιτη είναι η ελληνική αρχαιότητα και πάλεψαν ύστερα δυνατά με τον εαυτό
τους για να κρατηθούν στην πεποίθησή τους αυτή, ξέρουν ότι η πρόσβαση σ’αυτή τη
φώτιση είναι ανοικτή μόνο για λίγους».
·
«Θέλουμε
μια παιδεία με ανώτερους στόχους, που να στηρίζεται στους στύλους της ελληνικής
αρχαιότητας, που εξασφαλίζει τις απολυτρωτικές δυνάμεις για μεγαλύτερα
πετάγματα. Οδηγείστε τους μαθητές σας προς τα πίσω, στον ατέλειωτο μακρινό
δρόμο της Ελλάδας, στην αυθεντική πατρίδα της παιδείας!»
·
Και
αλλού: «Πώς θα σας φαινόταν η μόρφωση του ανθρώπου, αν μπορούσατε να την
σταθμίσετε με τρία κριτήρια: Πρώτον, την έφεσή του για την φιλοσοφία, δεύτερον,
το ένστικτό του για την τέχνη και τέλος τη σχέση του με την ελληνική
αρχαιότητα, που είναι η χειροπιαστή κατηγορική προσταγή κάθε πνευματικού
πολιτισμού! Αν αφαιρέσετε τους Έλληνες, τη φιλοσοφία και την τέχνη, από ποιά
σκάλα λογαριάζετε να ανεβείτε στην κορφή της ζωής σας;»
·
«Αν
θέλετε να γίνεται άξιοι φιλόλογοι, έλεγε στους φοιτητές του, θα πρέπει να
μάθετε την ελληνική γλώσσα και να γνωρίσετε την αρχαία ελληνική γραμματεία.
Γιατί κατά την εξέταση του μαθήματος της γερμανικής γλώσσας, δεν μπορέσαμε να
βρούμε τίποτα που να θυμίζει το αρχαίο κλασικό πρότυπο, το μεγαλείο της
γλωσσικής αγωγής στην ελληνική αρχαιότητα».
·
Και απευθυνόμενος πάλι στους Γερμανούς φιλολόγους
τους έλεγε:«Πόσο σπάνια ανακαλύπτουμε στη νεότερη γενιά των φιλολόγων το
συναίσθημα της ντροπής, ότι μπροστά σε έναν τέτοιο κόσμο, όπως ο ελληνικός, δεν
έχουμε καν το δικαίωμα να υπάρχουμε¨ απεναντίας, πόσο αδιάφορα και αδιάντροπα
τα κλωσσοπούλια αυτά χτίζουν τις άθλιες φωλιές τους μέσα στους πιο
μεγαλόπρεπους ναούς της ελληνικής αρχαιότητας! Πώς τολμούν με τις πολύ λειψές
τους δυνάμεις να ξανασηκώσουν το αναποδογυρισμένο άγαλμα της ελληνικής
αρχαιότητας, αφού πρόκειται για κολοσσό που τα άτομα σκαρφαλώνουν επάνω του σαν
νάνοι;»
·
Μιλώντας
για το αρχαίο ελληνικό κράτος, τονίζει: «Για τον ΄Ελληνα το κράτος δεν ήταν
μόνο φρουρός, ρυθμιστής, επιτηρητής του πολιτισμού του, αλλά μπρατσωμένος
σύντροφος και συναγωνιστής, που βγαίνει με τ’ άρματα στη μάχη, για ν’ανοίξει
μέσα από την κακοτράχαλη πραγματικότητα τον δρόμο στο Διαλεχτό, στο Ευγενικό
και στο Ουράνιο».
·
«Ο
κόσμος μπορεί να είναι όσο θέλει σκοτεινός, όμως αρκεί να παρεμβάλουμε ένα
κομμάτι ελληνικής ζωής για να τον φωτίσει αμέσως άπλετα».
·
«Όλοι
οι λαοί γεμίζουν ντροπή, όταν αναφέρεται κανείς σε μια τόσα θαυμαστά
ιδανικοποιημένη κοινωνία φιλοσόφων: Εκείνη των πρώτων Ελλήνων δασκάλων του
Θαλή, του Αναξίμανδρου, του Ηράκλειτου, του Παρμενίδη, του Αναξαγόρα, του
Εμπεδοκλή, του Δημόκριτου και του Σωκράτη. Είναι όλοι τους στη μεγαλειώδη
μοναξιά τους, οι μόνοι που στην εποχή τους ζούσαν μόνο για τη γνώση. Κατέχουν
όλοι τους εκείνη την ενάρετη ενεργητικότητα, που κανένας μεταγενέστερος λαός
δεν μπόρεσε να τη φτάσει».
·
Και
μιλώντας για την τέχνη και το θέατρο λέει: «Οι Έλληνες με το αρχαίο δράμα
κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα είδος συνολικής τέχνης συγχωνεύοντας αρμονικά
τις μεμονωμένες τέχνες, όπως είναι η ποίηση, η μουσική, ο χορός, η κίνηση και η
ηθοποιία προσφέροντας στους Αθηναίους ένα μορφωτικό εξαίσιο θέαμα. Μέσα σε μια
ηλιόλουστη μέρα, δίχως κανένα από τα μυστηριώδη εφέ του βραδιού και των λαμπών
της εποχής μας, έβλεπες έναν τεράστιο ανοιχτό χώρο γεμάτο ανθρώπους να ρουφούν
αχόρταγα τις τραγωδίες του Αισχύλου και του Σοφοκλή ή τις σάτιρες του
Αριστοφάνη. Μ’ αυτά τα αριστουργήματα της ελληνικής αρχαιότητας έχει μπολιαστεί
εθελούσια και η σύγχρονη τέχνη».
·
Αν
το γνήσιο γερμανικό πνεύμα δε νοιώσει πρώτα την ευγενικότατη ανάγκη να πιαστεί
από το χέρι του ελληνικού πνεύματος, σαν από στήριγμα γερό μέσα στο ρεύμα της
βαρβαρότητας, αν από το γερμανικό πνεύμα δεν ξεπηδήσει μια διάπυρη λαχτάρα για
τους Έλληνες, αν η θέα της ελληνικής πατρίδας που με τόσο κόπο κατακτήθηκε και
δρόσισε την ψυχή του Σίλερ και του Γκαίτε δεν γίνει τόπος προσκυνήματος των πιο
προικισμένων ανθρώπων, ως τότε ο στόχος της παιδείας μας, για κλασική παιδεία
θα φτερουγίζει άπιαστος εδώ και εκεί στον αέρα.
Και τελειώνω με τον πιο
χαρακτηριστικό του λόγο: «Δεν υπάρχει λαός στον κόσμο που να έχει προσφέρει
τόσα πολλά στην ανθρωπότητα όσα ο ελληνικός και να έχει καταπολεμηθεί τόσο
πολύ, από τόσους πολλούς λαούς, οι οποίοι δεν πρόσφεραν τίποτε στην
ανθρωπότητα».-
|
Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015
Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΝΙΤΣΕ - Ο ΘΑΥΜΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου