Ακριτικό τραγούδι και το
έπος του Βασιλείου Διγενή Ακρίτη
(Ομιλία Αλέξη Γκλαβά στο πλαίσιο των Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρειας Λογοτεχνών Νοτιοδυτικής Ελλάδος την 13η Μαρτίου 2017 στη Δημοτική Βιβλιοθήκη)
«Από
των εσχατιών της Καππαδοκίας μέχρι των Ιονίων νήσων, και από της Μακεδονίας και
των χωρών των δυτικών ακτών Ευξείνου και Κρήτης και της Κύπρου, άδονται μέχρι
του νυν άσματα αφηγούμενα τους άθλους και τας περιπετείας του Διγενή και τους
αγώνας αυτού προς τους Απελάτας και τους Σαρακηνούς, και φέρονται δια στόματος
παραδόσεις αναφερόμεναι εις τόπους και αντικείμενα, μεθ’ ων συνδέεται το όνομα
αυτού. … Εν κεφαλαίω δ’ ειπείν· εις τον Διγενή Ακρίταν αποκορυφούνται οι πόθοι
και τα ιδεώδη του ελληνικού έθνους, διότι εν αυτώ συμβολίζεται η μακραίων και
άληκτος πάλη του ελληνικού προς τον μουσουλμανικόν κόσμον.», σημειώνει ο Νικόλαος Πολίτης στο πόνημά
του «Περί του εθνικού έπους των νεωτέρων Ελλήνων», που κυκλοφόρησε το
1906.
Ήταν
όμως ο Σάθας 30 χρόνια πριν, το 1875, που με την συνεργασία του Γάλλου ελληνιστή
Legrand, είχε φέρει στο φως «έργα για τα οποία
γνωρίζαμε την ύπαρξή τους, αλλά τα αγνοούσαμε ως έργα», δλδ. το μεσαιωνικό
έπος του Διγενή Ακρίτη κατά το πρωτότυπο της Τραπεζούντας αποτελούμενο από 3.181 στίχους. Το γεγονός προκαλεί ζωηρό επιστημονικό ενδιαφέρον στην
Ευρώπη. Στην συνέχεια, ακολουθούν η παραλλαγή της Οξφόρδης από τον Πετρίτζη και
οι άλλες εκδοχές του έργου.
Ας
πάρουμε όμως τα πράγματα με την σειρά.
Ακρίτες
αποκαλούνταν από τους Βυζαντινούς οι φύλακες των συνόρων, που την εποχή εκείνη
τα ονόμαζαν «άκρες». Οι ακρίτες αντικατέστησαν τους milites limitaneos των αυτοκρατορικών
χρόνων της Ρώμης, τους οποίους οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες είχαν εγκαταστήσει
μονίμως για να προφυλάξουν τη χώρα από αιφνιδιασμούς και επιδρομές των
βαρβάρων. Στους ακρίτες δωρίζονταν κτήματα για να τα καλλιεργούν και
απαλλάσσονταν από τους φόρους, με μόνη υποχρέωση να φυλάσσουν τα σύνορα από τις
επιδρομές των Αράβων και των μεσαιωνικών κλεφτών (απελατών). Ήταν δηλαδή ένα
είδος μόνιμων μισθοφόρων φρουρών και στρατιωτών. Είναι θεσμός που ξεκίνησε επί
αυτοκράτορος Αλεξάνδρου Σεβήρου, ενώ επισημοποίησε κατά το τέλος της ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας (285-305) ο Διοκλητιανός , κατοχύρωσε ο Ιουστινιανός,
νομοθετώντας το αφορολόγητο των κτημάτων τους, διατήρησε ο Ηράκλειος (610-641),
ενώ παραμένει έως τα χρόνια του Μιχαήλ Η΄ του Παλαιολόγου (1252-1282), μετά τον
οποίον και εκφυλίζεται. Στους νόμους του Λέοντος 6ου διαβάζουμε: «...τους
αγρούς και τας λίμνας και παν δίκαιον αφορισθέν εξ αρχής τοις λιμιτανέοις,
ατελή είναι και βεβαίως κατέχεσθαι παρ’ αυτών». Επί Κων/νου 7ου
του Πορφυρογέννητου και Νικηφόρου Φωκά, η κατοχύρωση επεκτάθηκε. «Μη
δύνασθαι τινά εκ τούτων αγοράζειν..., αξιωματικόν ή μητροπολίτην, ή επίσκοπον,
ή μοναστήριον, ή δυνάστην...», ενώ υποχρεώνεται όποιος είχε με διάφορους
τρόπους αποκτήσει κτήματα ακριτών να τα επιστρέψει. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος
διέλυσε ουσιαστικά τους ακρίτες όταν κατάργησε το αφορολόγητο και τους επέβαλε
φόρους. Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό, αφού πολλοί από τους ακρίτες
αγανάκτησαν και πήγαν με τους Σελτζούκους Τούρκους, που την εποχή εκείνη είχαν
ήδη αναπτυχθεί στις μικρασιατικές χώρες. Οι υπόλοιποι ακρίτες αφού δεν είχαν
προσωπικό ενδιαφέρον για την τήρηση της ασφάλειας των συνόρων, τα παραμέλησαν
με αποτέλεσμα αυτά να αφεθούν ανοιχτά στους Τούρκους και τον επεκτατισμό τους.
Την
εποχή της δόξας τους (7ος – 10ος αιώνας) οι ακρίτες αγωνίζονταν ακατάπαυστα εναντίον
των Σαρακηνών και των απελατών. Η ζωή τους ήταν κατ’ εξοχήν πολεμική και επικίνδυνη,
ιδιαίτερα στις παραμεθόριες μικρασιατικές περιοχές του Πόντου και της Καππαδοκίας.
Αυτό συνετέλεσε στην ανάπτυξη πνεύματος ηρωικού (ανάλογο με αυτό της μεσαιωνικής
Δύσης), στο οποίο και οφείλεται η γένεση και ανάπτυξη ποίησης κατ’ εξοχήν ηρωικής,
της λεγόμενης «ακριτικής». Λείψανα τέτοια έχουμε μέχρι και σήμερα στα παραδοσιακά
δημοτικά τραγούδια μας και ιδιαίτερα στο σωζόμενο σε χειρόγραφα μεσαιωνικό «έπος
του Βασιλείου Διγενή Ακρίτη».
Σύμφωνα
με τον θρύλο ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτης ήταν ο γιος ενός Σαρακηνού εμίρη, του
αμυρά της Συρίας, Μουσούρ, που αγάπησε, στην συνέχεια εκχριστιανίστηκε και εγκαταστάθηκε
σε βυζαντινό έδαφος παρά τις αντιρρήσεις των γονέων του, τους οποίους όμως
έπεισε, μέχρι του σημείου μάλιστα να ασπαστούν
και εκείνοι τον Χριστιανισμό. Είχε προηγηθεί η αρπαγή της αγαπημένης του
Μουσούρ, Ειρήνης, της μοναχοκόρης του βυζαντινού στρατηγού Ανδρόνικου Δούκα. Τα
πέντε αδέλφια της κοπέλας ζήτησαν το λόγο, ο μικρότερος μάλιστα μονομάχησε με
τον Μουσούρ και τον κέρδισε, αλλά εκείνος –με την προϋπόθεση του εκχριστιανισμού
του- κράτησε την κοπέλα.
Δεν
πρέπει όμως να ξεχάσουμε και τους υπόλοιπους εξυμνούμενους ήρωες ακρίτες όπως
είναι, ο γιος του Ανδρόνικου, ο Αρμούρης, ο Βάρδας Φωκάς, ο Νικηφόρος, ο Πετροτράχηλος,
(αναφερόμενος και ως Τραμαντάχηλος), ο Πορφύρης και άλλοι.
Γνωστή η
ιστορία τους και τα κατορθώματά τους. Οι ακρίτες έσωζαν την κατάσταση, με την
ρωμαλεότητά τους, την αντρειοσύνη τους, αλλά το κυριότερο, με την συμβολή του μύθου,
που μέσα από το έπος εξαπλωνόταν στα πέρατα της οικουμένης, με το τραγούδι και
τους τρομαχτικούς, για κάθε εχθρό και κάθε επιβουλευόμενο την επικράτεια.
Έξι
ποιητικές διασκευές - παραλλαγές και μία σε πεζό λόγο έχουν δει το φως της δημοσιότητας. 1η: της Τραπεζούντας, με 3.181 στίχους, η οποία δωρήθηκε από τον Σάββα Ιωαννίδη, χωρισμένη σε
δέκα βιβλία, ο οποίος και σημειώνει για την ανακάλυψή της στον πρόλογο της
δικής του έκδοσης του χειρογράφου με τον τίτλο: «Έπος μεσαιωνικόν εκ του χειρογράφου
Τραπεζούντος. Βασίλειος Διγενής Ακρίτης ο Καππαδόκης». Κωνσταντινούπολη
1887: «Τηι 21ηι του Μαΐου 1868,
συμπεσούσης της εορτής του Αγίου Κωνσταντίνου, καθηγητής ων τότε εν τω φροντιστηρίω Τραπεζούντος, την αργίαν επωφεληθείς εις περισυλλογήν ασμάτων και άλλης
στατιστικής ύλης εις συμπλήρωσιν της μετά 2 έτη εκδοθείσης υπ’ εμού «Ιστορίας και στατιστικής Τραπεζούντος», και διαδραμών τα υπερκείμενα ταύτης χωρία, αφικνούμαι εις την μονήν του Αγίου Γεωργίου Περιστερά, είτα δε εκείθεν εις την της Σουμελάς. Και εν μεν τη μονή Περιστερά ο Ηγούμενος ταύτης Κυρ Διονύσιος έδωκε προς ταις άλλαις πληροφορίαις και συλλογήν ασμάτων δημοτικών, εν δε τηι Μονήι Σουμελάς, επισκεπτόμενος κατά την συνήθειαν τους Πατέρας εν τοις κελλίοις, και διερωτών αυτούς, έλαβον μεν και
άλλας πληροφορίας, έδωκέ μοι δε τις
αυτών και συλλογήν δήθεν ασμάτων και άλλων και ιδίως του Ακρίτου, κειμένην εν σκοτεινώ και κεκονισμένω τόπω, άτινα τότε δεν περιειργάσθην, σπεύδων να κατέλθω εις την εργασίαν μου. Μετά δε 3 ημέρας, επανελθών εις Τραπεζούντα και διερευνών την συλλεγείσαν ύλην, είδον μετά μεγίστης απορίας, αλλά συνάμα και χαράς, αντί ασμάτων τέλειον έπος Βασιλείου Διγενούς Ακρίτου. Και τούτο μεν προς τοις άλλοις τότε μοι εχρησίμευσεν, όπως το κεχηνός της Ιστορίας Τραπεζούντος συμπληρώσω, ο δε Βασίλειος Διγενής Ακρίτης μετά την έκδοσιν της Ιστορίας και την εν αυτήι περί τούτου ανάλυσιν, αναστάς εκ νεκρών εξανέστησε και το ενδιαφέρον του φιλολογικού κόσμου». 2η: διασκευή Πετρίτζη, με 3.094
ομοιοκατάληκτους στίχους, έκδοση την οποία πραγματοποιεί ο Σπυρίδων Λάμπρος
μαζί με άλλα μεσαιωνικά τραγούδια, γραμμένο το 1670 από τον ιερομόναχο Ιγνάτιο
Πετρίτζη, που αυτοαποκαλείται ο ποιητής της και την αφιέρωνε στον ιερέα
Χρύσανθο. Η έκδοση χωριζότανε σε οχτώ βιβλία. 3η: Η παραλλαγή της Μονής
Santa Maria di Grotteferrata, με 3.700 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους
στίχους, 4η: την παραλλαγή της Νήσου Άνδρου, με 4.778 στίχους, που δημοσιεύθηκε το 1881 από τον Μηλιαράκη, από ανευρεθέν
χειρόγραφο του ΙΣΤ΄ αιώνα. Η παραλλαγή αυτή αποτελείται από δέκα βιβλία και
συμπληρώνει τα κενά της πρώτης έκδοσης της Τραπεζούντας. Ως ποιητής εμφανίζεται
κάποιος Ευστάθιος. 5η: την παραλλαγή της Μονής Εσκοριάλ, με 1.867 δεκαπεντασύλλαβους στίχους, που ο βυζαντινολόγος Κρουμβάχερ το
1904 ανακοίνωσε πως υπάρχει στην βιβλιοθήκη της Μαδρίτης , δημοσιεύοντας αποσπάσματα.
Πλήρης έκδοση του χειρογράφου έγινε το 1912 από τον Ολλανδό ελληνιστή και βυζαντινολόγο
Έσσελινγκ. Η γλώσσα πλησιάζει περισσότερο την δημοτική και είναι αυτό που κάνει
την έκδοση ιδιαίτερη. 6η: την διασκευή σε πεζό λόγο, που
βρέθηκε και πάλι στην Άνδρο, έργο –ίσως- του εκ Χίου, Μελετίου Βλαστού, την
παραλλαγή δημοσίευσε ο Δ. Πασχάλης το 1928 από χειρόγραφο του ΙΖ΄ αιώνα. 7η:
την παραλλαγή της Ελληνικής Μονής Κρυπτοφέρης που αποτελείται από οχτώ βιβλία
και δημοσίευσε ο Legrand το 1892 από χειρόγραφο του ΙΔ΄ αιώνα.
Είναι
βέβαιο από αναφορές και ανακοινώσεις πως υπήρξαν και άλλες παραλλαγές, που, ή
δεν βρέθηκαν ακόμη, ή δεν θα δουν ποτέ το φως της δημοσιότητας, είτε λόγω
καταστροφής ή απώλειάς τους είτε από άγνοια αυτών που τα κατέχουν. Ο Νικ.
Πολίτης αναφέρει επίσης: «Ο Σκοπελίτης μοναχός Καισάριος Δαπόντες, αναφέρει
ότι είδε δύο χειρόγραφα εξιστορούντα τας ανδραγαθίας του Ακρίτου, ων το έτερον
εικονογραφημένον και προσθέτει ότι, εσκόπει να συνθέσει και αυτός την ιστορίαν
του ήρωος, εις ομοιοκαταλήκτους πολιτικούς στίχους, αναφέρων:
«Δύο
λογιών το είδ’ αυτό, με εικονογραφίας
των
ανδραγαθημάτων του και δίχως ζωγραφίας…»,
και
παρακάτω:
«Ζωήν
αν έχω εκ Θεού, θέλω με στιχουργίαν
να
τον συνθέσω και αυτόν κι ευθύς ‘ς την Βενετίαν...».
Έτερον δε χειρόγραφον εις πεζόν λόγον είδεν
εν Κωνσταντινουπόλει ο Γερμανός διδάκτωρ Μορτδμαν...». Κανένα από τα τρία δεν έχει βρεθεί. Ο Στ.
Αλεξίου πιθανολογεί ότι υπήρχαν αρκετά χειρόγραφα, ενώ ο πανεπιστημιακός και
ερευνητής Νικ. Μ. Παναγιωτάκης επέμενε ότι θα έπρεπε να γίνει συστηματική
έρευνα στις –τότε- ιδιόρρυθμες μονές του Αγίου Όρους. Δεν ξέρω αν έγινε ποτέ.
Το
αρχικό κείμενο, το οποίο –σύμφωνα με τους μελετητές- συνετέθη κατά το δεύτερο
μισό του 11ου αιώνα, διάστημα μέσα στο οποίο και μάλλον καταγράφηκε, δεν
σώθηκε. Παραλλαγές του όμως, αποδίδουν το θέμα. Σήμερα, θεωρείται βέβαιο αφ’
ενός ότι το αρχαιότερο και μάλλον γνησιότερο δημιούργημα είναι αυτό του
χειρογράφου του Εσκοριάλ και αφ’ ετέρου ότι, η απόδοση, έπεται, του «Άσματος
του Αρμούρη», που εμφανίστηκε κατά τον 9ο αιώνα, με 200 ανομοιοκατάληκτους
δεκαπεντασύλλαβους στίχους και θεωρείται πως είναι ο σκαπανέας, που ετοιμάζει
τον δρόμο για την δημιουργία του έπους του «Διγενή Ακρίτη». Όλ’ αυτά βέβαια, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θ’ ανακαλυφθεί κάποιο
άλλο χειρόγραφο, δεδομένου ότι, όπως προείπα, έχει καταγραφεί η ύπαρξη
τουλάχιστον τριών ακόμα... Αυτά για τα έπη. Όμως για τα «Ακριτικά τραγούδια»
παραθέτω τον ορισμό του Άγι Θέρου...
![]()
Ο
Νικόλαος Πολίτης στην συλλογή του αναφέρει 1350 τραγούδια τα οποία και κατατάσσει
στον «Ακριτικό κύκλο». Εδώ θα πρέπει να σημειώσω ότι, τα επιχειρήματα τα οποία
χρησιμοποιεί ο Πολίτης να στηρίξει την άποψή του, δεν είναι και τόσο πειστικά,
ενώ οι μετέπειτα ερευνητές τα έχουν –σχεδόν- παντελώς απορρίψει. Σημειώνει,
λοιπόν, ο Πολίτης:
«Ασφαλεστάτην
βάσιν προς αναγνώρισιν των ακριτικών άσμάτων παρέχουσι κατά πρώτον λόγον αι
επικαί διασκευαί. Πάντα ανεξαιρέτως τ’ αναφερόμενα εις πρόσωπα μνημονευόμενα ή
εις επεισόδια περιλαμβανόμενα εν αυτοίς, είναι αναμφισβητήτως ακριτικά. Επίσης
καί τινα φερόμενα ως επεισόδια άγνωστα εις τo έπος, άτινα όμως έμφανώς
δεικνύουσιν ώς ακριτικά διάφορα τεκμήρια, ων σπουδαιότατα είναι ονόματα, συνταυτιζόμενα
προς τα εν τω έπει αναφερόμενα δε σπανίως μεν εν πάσαις ταις παραλλαγές των
ασμάτων έκαστου επεισοδίου, συχνότατα δ’ εν μιά μόνη. Όθεν πολλάκις άσματα,
άτινα έφαίνοντο άσχετα πρός τ’ ακριτικά, εκ μιας παραλλαγής αυτών ρητώς κατονομαζούσης
τον Διγενή Ακρίτην ή άλλον ανά των οικείων ή των αντιπάλων αυτού, αποδεικνύεται
ότι πρέπει να συγκαταλεχθώσιν εις ταύτα. Είναι δ’ ώς επί το πλείστον τα ονόματα
τοσούτον παρεφθαρμένα, ώστε θα καθίσταντο δυσδιάγνωστα, αν μη εκ της αντιβολής
διαφόρων παραλλαγών κατεφαίνετο ή βαθμιαία παραφθορά αυτών. Ούτως αυτού του
ονόματος τού Διγενή φέρονται πολλοί τόποι, ώς Ίγενής, Διενής, (εν Κύπρω καί
'Ριενής κατά συμφυρμόν προς την Ρήγαιναν), Γηγενής, Διονύς, Δαρδανής, καί τέλος
επί τοσούτον παραφθείρεται τούτο καί αμαυρούται, και δη εις πολυπληθή άσματα,
ώστε μεταπίπτει εις τα κοινότατα Γιάννης, Γιάννος, Γιαννάκης, Γιαννακός,
Μωρόγιαννος. Ό Εμίρης λέγεται Έμιραλής, Μιραλής, Μιριολής, Αμιράς, Άρμούρης,
τούτον δε τον τύπον ευρίσκομεν έν τώ παλαιώ δημοτικώ άσματι, όπερ εκ
χειρογράφου της εν Πετρουπόλει βιβλιοθήκης έδημοσίευσεν ό Δεστούνης. Το όνομα
Χαρσιανίτης, όπερ βλέπομεν μνημονευόμενον έν τισι κειμένοις τού ΙΕ' αιώνος,
δηλούν τον καταγόμενον έκ τού Χαρσιανοΰ θέματος, τής πατρίδος τού Διγενή...»
Αναρωτιέμαι μόνον –ως απλός αναγνώστης- κατά πόσον θα
μπορούσε και μόνη η αναφορά του ονόματος «Γιάννης», να θεωρηθεί ως παραφθορά
του ονόματος του Διγενή, ή κατά πόσον ο εμίρης θα μπορούσε να πίνει κρασί με τ’
άλογό του σε μια ταβέρνα της Κρήτης, σύμφωνα με το γνωστό ριζίτικο του Μιριολή.
Θα
πρέπει να συμπληρώσω επίσης ότι και ο ίδιος ο Πολίτης δεν δείχνει και τόσο σίγουρος
γι’ αυτήν του την κατάταξη. Ενώ π.χ. στην αρχική του έκδοση «Περί του
εθνικού έπους των νεωτέρων Ελλήνων». τύποις Σακελλαρίου (1906), κατατάσσει
το τραγούδι «του Μαυριανού και της αδελφής του» στα ακριτικά, σε
μετέπειτα έκδοσή του «Εκλογαί από τα Δημοτικά τραγούδια του Ελληνικού λαού»
(1914), το κατατάσσει στα ιστορικά.
Από τα
1350 «ακριτικά» τραγούδια που αναφέρει ο Πολίτης, ο Ανδριτσαινιώτης καθηγητής
Λαογραφίας Δημήτριος Πετρόπουλος απορρίπτει τα 1317, κατατάσσοντας στα ακριτικά
μόνον 33.
Σαφής
επίσης είναι ο διαχωρισμός και στον 1ο τόμο των «Δημοτικών
τραγουδιών» της Ακαδημίας Αθηνών, (1962),
σε επιμέλεια και εισαγωγικά σημειώματα των, Στίλπωνος Κυριακίδη, Δημ.
Πετροπούλου και Γεωργ. Μέγα, με την συμμετοχή του Γεωργίου Πολίτη και της
Μαρίας Ιωαννίδου-Μπαρμπαρήγου, όπου ένας σημαντικός αριθμός των αναφερόμενων ως
«ακριτικών» από τον Πολίτη, όπως π.χ. «του κάστρου της Ωριάς», ή «το
κούρσος της Αδριανούπολης», ή «του Κωνσταντή» κατατάσσονται στα «Ιστορικά
τραγούδια».
Ο Άγις
Θέρος αναφέρει: «Ο Πολίτης λογάριαζε πως υπάρχουν 750 κάπου ακριτικά
τραγούδια καθαρά και σ’ αυτά προσθέτει άλλα 600, που όμως, δεν είναι ασυζήτητα ακριτικά». Παρ’ όλ’ αυτά,
στην δική του συλλογή και υπό τον τίτλο «Άλλα Ακριτικά», παραθέτει
τραγούδια όπως «Η κουμπάρα νύφη», «Ο γάμος του Ράλλη», «Άξαφνος γάμος»,
και άλλα, χωρίς να αιτιολογεί αυτή του την παράθεση, εξαιρουμένου ίσως του «Τα
μάγια της αγάπης», όπου υπάρχει μια αλληλουχία Βυζαντινών
ονομάτων. Διαβάζω:
«Όντες
επρωτοκίνησεν του Μέγα το καράβι
όλη η
Πόλη εσείστηκε κι η Βενετιά τρομάζει
όσα
κορίτσια το ‘δανε, όλα το προσκυνήσαν
και
μία επαράσκυψε κι εφάνη το βυζί της.
Ο
γιος του βασιλιά ‘δε την κι έπεσε του θανάτου
Παίρνει
και πάει σπίτι του σα μήλο μαραμένο
σα
μήλο, σα ροδάκινο, σαν πατρινό κεράσι.
-Μάνα
ψυχή, μάνα ζωή, μάνα κεφάλι μου πονεί.
Μάνα
την κόρη που ‘δα ‘γω, γυναίκα να την πάρω.
-Μωρέ
τι λές; την τούρκισα, την τουρκοπαιδεμένη;
-Μάνα,
ολόχρυσα φορεί, ολόχρυσα ντυμένη,
κι ο
γύρος της ποδούλας της το κάστρο κατεβάζει.
-Καθώς
μου λες παιδάκι μου, βάνω προξενητάδες.
Στέρνει
τον Δούκα, τον Φωκά, στέρνει τον Νικηφόρο,
στέρνει
τον Τρεμοτράχηλο που τρέμ’ η γης κι ο κόσμος.
Σαράντα
μέρες κάμανε την σκάλα ν’ ανεβούνε
κι
άλλες σαραντατέσσερες την κόρη για να γδούνε.
Μες
στσι σαραντατέσσερες, η κόρη και προβαίνει...»
Για να
συνεχιστεί το τραγούδι με τα διάφορα «καψώνια» που κάνει η κόρη στους «επώνυμους»
προξενητάδες και στον επίδοξο νυμφίο.
Ο Henri Gregoire, αποφεύγει τον σκόπελο γράφοντας για
«επικά τραγούδια», ενώ ο Στυλιανός Αλεξίου στην μελέτη του «Βασίλειος
Διγενής Ακρίτης και τα άσματα του Αρμούρη και του υιού του Ανδρόνικου»,
αναφερόμενος στην συλλογή του Πολίτη, μιλά για ηρωική ποίηση, χωρίς κατ’
ανάγκην να την ταυτίζει με τον θεσμό των ακριτών.
Ο
Νεοελληνιστής καθηγητής του Πανεπιστημίου της Σορβόνης και του Εθνικού Καποδιστριακού
των Αθηνών Guy Saunier, σε μια μελέτη του που πρωτοείδε το φως της δημοσιότητας
το 1993 στο τμήμα Νεοελληνικών σπουδών του King’s College του Λονδίνου, με τον
προκλητικό τίτλο, «Υπάρχουν καθόλου Ακριτικά τραγούδια;», συμφωνεί με
τους προηγουμένους, προσθέτοντας: «… στερείται ενδιαφέροντος το να
εξακριβωθεί αν πρέπει να παραδεχθούμε την ύπαρξη 2, 3, 5, ή περισσοτέρων
ακριτικών. Μόνον η κάπως απίθανη εκδοχή της πλήρους ανυπαρξίας του ίδιου του
είδους, θα είχε ενδιαφέρον», για να καταλήξει στο συμπέρασμα «Έξω από
τον κύκλο του Διγενή, μόνον τρία τραγούδια μπορούν να θεωρηθούν ως Ακριτικά:
του Αρμούρη, του γιου του Αντρονίκου και του Θεοφύλακτου… Τα υπόλοιπα
ανεξάρτητα ακριτικά: «ο Αντρόνικος κι ο μαύρος του», «Χήρας γιος και άλογα»,
«Χήρας γιος κι ο μαύρος του», είναι θέματα σχετικά δευτερεύοντα, με εξαίρεση το
τραγούδι «του μικρού Βλαχόπουλου», ολοκληρώνοντας με την προτροπή: «Θα πρέπει λοιπόν, να γίνει
συστηματική επανεξέταση της κατάταξης των αφηγηματικών τραγουδιών –δλδ. του
συνόλου των θεμάτων που συμπεριλαμβάνονται στις «παραλογές» και στα «ακριτικά»
των παραδοσιακών συλλογών- με βάση τη θέση και τη μορφή του μύθου, του μυθικού
στοιχείου στα τραγούδια αυτά... Σε μια τέτοια κατάταξη, τα ακριτικά θα
αποτελούσαν απλώς μια ειδική μορφή των μυθικών ηρωικών τραγουδιών».
Μεγάλη
είναι επίσης η συζήτηση του γνωστού σοφίσματος περί της κότας και του αυγού, αν
δλδ. το έπος συνετέθη με ερέθισμα άσματα της εποχής, ή αυτό παρήγαγε τα ακριτικά
τραγούδια και ιδιαίτερα αυτά του Διγενή.
Πρώτος ο
Κρουμπάχερ στο έργο του «Ιστορική Βυζαντινή λογοτεχνία» υποστήριξε την
ύπαρξη παλαιότερων λαϊκών τραγουδιών, για να τον ακολουθήσει ο Βέλγος
ελληνιστής Henri Gregoire,
ο οποίος και επεχείρησε ταυτίσεις των πρωταγωνιστών του ακριτικού έπους με
υπαρκτά, ιστορικά πρόσωπα του Βυζαντίου, μια ταύτιση που σήμερα θεωρείται
μάλλον αποτυχημένη. Ο Στίλπων Κυριακίδης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Οι ήρωες
των περισωθέντων τραγουδιών του ποιητικού κύκλου τούτου έχει γίνει μέχρι τούδε
προσπάθεια να ταυτισθούν προς Ιστορικά πρόσωπα του 9ου και του 10ου αιώνος, ως
ο Αρμούρης πρός τον έξ Αμορίου αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ', εκδικητήν της καταστροφής
του Αμορίου το 838, ο Αρέστης προς τον
έκ Καππαδοκίας ήρωα Όρέστην, στρατηγόν του θέματος Μεσοποταμίας περί το 913, ό
Πορφύρης με τον Κωνσταντίνον Δούκαν, ο Ανδρόνικος προς τον Ανδρόνικον Δούκαν
περί το 906, ό Σκληρόπουλος προς τον Ρωμανόν Σκληρόν (11 αί.), το τραγούδι της
αλώσεως του κάστρου της Ωριάς προς την καταστροφήν του Αμορίου το 838. Αυτός δε
τέλος ό Διγενής προς τον τουρμάρχην των Ανατολικών Διογένη, όστις έπεσεν
ηρωικώς το 788 εις Κλεισούραν του Ταύρου, μαχόμενος κατά των Σαρακηνών...».
Για το
θέμα δε, της ύπαρξης παλαιοτέρων τραγουδιών σημειώνει: «Εκ της αντιστοιχίας ταύτης ασμάτων προς
σκηνάς του Έπους ετέθη από πολλού το ζήτημα περί της μεταξύ τούτων σχέσεως και
μάλιστα περί του εάν τα σχετικά δημώδη άσματα είναι παλαιότερα, οπότε
εχρησιμοποιήθησαν υπό του συνθέτου του έπους ή απέρρευσαν εκ τούτου. Το θέμα
τούτο συνεζητήθη κατ' αρχάς υπό των πρώτων έκδοτων του έπους (διασκευής Τραπεζούντος)
Κωνστ. Σάθα καί Em. Legrand, σήμερον δε (1962), υπάρχει έτι ασυμφωνία μεταξύ των ειδικών
ερευνητών, των μεν δεχομένων την άποψιν ότι ό συνθέτης αυτού έλαβεν υπ' όψιν
του και δημώδη άσματα και επομένως ότι τα σωζόμενα τραγούδια είναι αρχαιότερα
του έπους, των δε ύποστηριζόντων την
γνώμην ότι τα τραγούδια, τα όποια έχουν ομοιότητας προς επεισόδια του έπους
έπήγασαν και διεμορφώθησαν εκ τούτου κατά τούς κατόπιν χρόνους, ότε τό έργον
τούτο άνεγινώσκετο ευρέως υπό του λαού.
Το
ζήτημα τούτο δεν έχει ακόμη λυθή, φαίνεται όμως ότι θα υπήρχε παλαιοτέρα επική
ύλη την οποίαν εγνώρισεν οπωσδήποτε και παρέλαβεν εξ αυτής ο συνθέτης του έπους
περί τον Διγενή, του οποίου ή φήμη τον 10ον αιώνα είχεν ήδη διαδοθή
και εις τούς απέναντι του Ευφράτου ισλαμικούς πληθυσμούς. Εις το αραβικόν
μυθιστόρημα του Sayyid Battal άναφέρεται ό Akrates,
δηλαδή ο Ακρίτης, με τα χαρακτηριστικά παλληκαριού όπως ό Διγενής Ακρίτας εις
το έπος και τα δημώδη άσματα. Ούτω το Ακριτικόν έπος βοηθεί εις την
χρονολόγησιν των ακριτικών τραγουδιών...».
Ο Henri Gregoire αναφέρει επίσης ότι, ένας άλλος ήρωας των
ακριτικών τραγουδιών, ο Πορφύρης, αναφέρεται από τον Πέρση επικό ποιητή Firdousi, ως ένας Έλλην ο οποίος εισβάλει στην
Περσία με το όνομα Farfourious.
Ο
Νικόλαος Πολίτης, υποστηρίζει την άποψη ότι χρησιμοποιήθηκε αρχική ύλη, αναφέροντας:
«Η φαντασία του λαού εγκατέπλεξε μύθους, ων τους πλείστους παρέλαβεν ανακαινίσασα,
εκ της πλουσίας μυθικής κληρονομίας της αρχαιότητος και απήρτησεν τον ιδεώδη
τύπον ήρωος, νεαρού ως ο Αχιλλεύς, κραταιού ως ο Ηρακλής και ενδόξου ως ο
Αλέξανδρος...».
Στα «Νεοελληνικά
κείμενα του ακαδημαϊκού απολυτηρίου», ανθολογούνται, υποστηρικτικά προς την
άποψη του Πολίτη, δύο Κυπριακές παραλογές του άσματος του Διγενή, η μία «ο
Διγενής κι ο κάβουρας», μεταφέροντας μύθο περί συναντήσεως του στρατού του
Μεγ. Αλεξάνδρου μ’ έναν γιγάντιο κάβουρα, ενώ στην δεύτερη, «ο Διγενής και ο
Σαρακηνός», η περιγραφή του Σαρακηνού παραπέμπει απ’ ευθείας στην
Γιγαντομαχία:
«...και
μέσα στα ρουχούνια του, φοράες χιχινίζουν
και
μέσα εις τ’ αυκιά του περτίκια κακαρίζουν
πάνω
εις την ραχούλαν του ζευκάρια διωλίζουν
πάνω
στην κεφαλούαν του νερόμυλοι γυρίζουν
πάνω
στα χεροπάλαμα, σκύλοι λα’ούς κ’ άι τρέχουν...»
Ο Guy
Saunier, στην προαναφερθείσα μελέτη του σημειώνει: «Καταχρηστική φαίνεται να
είναι η κατάταξη ανάμεσα στ’ ακριτικά, των τραγουδιών που διηγούνται την πάλη
του Διγενή με διάφορα τέρατα. Με τον κάβουρα πρώτον. Το έπος δεν περιέχει
κανένα ανάλογο επεισόδιο και, αντίστροφα. Το τραγούδι δεν φέρει κανένα
χαρακτηριστικό ακριτικό στοιχείο. Το επεισόδιο προέρχεται άμεσα από την
μυθολογία του Μεγαλέξανδρου, χωρίς ίχνη εξακριτισμού και ο ήρωας Διγενής δεν
ταυτίζεται με κανέναν τρόπο με τον Ακρίτα».
Ο Άγις
Θέρος στην μελέτη του «Τα τραγούδια των Ελλήνων»
αναρωτιέται: «Και ο πολύαθλος Διγενής Ακρίτας, ο μεγάλος ήρωας του εθνικού
έπους, τι άλλο είναι, παρά ημίθεος, γεννημένος από κάποιο Δία, άλλος Ηρακλής;»,
ενώ παραθέτει μία παραλλαγή από την Ρόδο, όπου αντιμέτωπος του γιγάντιου
κάβουρα είναι κάποιος Κωνσταντής. Όσον αφορά δε το ζήτημα της προέλευσης του
έπους, σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ο δασκαλισμός και ο καλογερισμός του
Μεσαίωνα, που, όπως ξέρουμε περιφρονούσε την γλώσσα του λαού και μαστίγωνε τους
λόγιους όσους την έγραφαν, σοφίστηκε να μεταχειριστεί το επικό υλικό των
ακριτικών λαϊκών τραγουδιών και την ηρωική παράδοση του Διγενή και άλλων
ακριτών και να κατασκευάσει έπος πολύστιχο σε γλώσσα «λόγια» της εποχής»,
ενώ παραθέτει υποστηρικτικά προς την άποψή του σκόρπιους λαϊκούς στίχους που
υπάρχουν κυρίως στα χειρόγραφα της Άνδρου και της Γκροτεφεράτα, όπως:
«εσύ
δεν καρδιοπόνεσες ούτ’ αιματοφλογίσθεις...»
Ο Πέτρος
Καλονάρος και ο Γιώργος Βελουδής
τόνισαν την στενή συγγένεια που υπάρχει ανάμεσα στο μύθο του Διγενή και
σ’ αυτόν του Μεγαλέξανδρου, ενώ ο Ηλίας Αναγνωστάκης, στην μελέτη του «Η
γεωγραφία των τραγουδιών του ακριτικού κύκλου και του τραγουδιού του Διγενή
Ακρίτη» που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1983, καταγράφει τους διγενήδες –με
μικρό «δ»- με την διττή έννοια του «γεννημένου δύο φορές» αλλά και, «του γεννημένου
από δύο καταγωγές»: ο ήρωας Dhou l-Qarnain στο χρονικό Tha ‘alibi του 10ου αιώνα, που στην ουσία
ταυτίζεται με τον Μεγαλέξανδρο, ο άγιος Γεώργιος, γεννημένος από πατέρα
παγανιστή, Αρμένιο ή Πέρση και μητέρα Καππαδόκισσα, πολλοί βασιλείς
Σασσανίδες στο ποίημα του Firdousi, ο Antar, ήρωας ομότιτλου προϊσλαμικού αραβικού
ποιήματος, απ’ όπου προέρχεται το μυθιστόρημα Delhemma, από το οποίο προέρχονται το Τουρκικό μυθιστόρημα
Sayyid Batal και το παραμύθι του Omar el Noman στις 1000+1 νύχτες, ενώ το ίδιο μοτίβο
του διγενή βρίσκεται και στο αρμενικό έπος του David de Sassoun, καθώς και στην ιρανική αγιογραφία του 12ου
Ιμάμη. Κλείνω, με το σχόλιο του Guy Saunier,
στο κείμενό του που προανέφερα: «...πρόκειται για σειρά έργων που αντλούν
από έναν θησαυρό κοινών μύθων, αλλά, είναι κεφαλαιώδες για την Ελληνική
παράδοση το ότι ο Αλέξανδρος και ο Διγενής, οι οποίοι έχουν τόσα κοινά σημεία
μεταξύ τους, βρίσκονται ο ένας στην αρχή κι ο άλλος στην κατάληξη μιας σειράς
γραπτών έργων και θρύλων...»
Ας δούμε
λοιπόν, τον βασικό μύθο του Βασιλείου Διγενή Ακρίτη, όπως εξελίσσεται παραδομένος
ως τις μέρες μας, με βάση το θεωρούμενο πιο πλήρες και παλαιότερο κείμενο του
έπους, αυτό του Εσκοριάλ, για το οποίο ο Νικ. Πολίτης σημείωνε το
1907: «Η διασκευή του Εσκοριαλείου χειρογράφου, εφ’ όσον είναι δυνατόν να
κρίνομεν εκ των δημοσιευμένων αποσπασμάτων, έργον αμαθούς και ατέχνου
στιχοπλόκου, ανόθευτον σχεδόν και ανεπηρέαστον από της γραμματικής παιδεύσεως,
μεταχειριζομένου δημώδην γλώσσαν, διατηρεί την ακμήν και την δρόσον αδράς
ποιητικής εμπνεύσεως και πολλά παρουσιάζει ψήγματα απέφθου χρυσίου. Διότι, ως η Ήρα του αρχαίου μύθου, λουομένη εις τα ύδατα της Κανάθου
ανεκτάτο το παρθενικόν κάλλος και την νεότητα, ούτως εις τοιαύτην τινά αείρρουν
και διαυγήν πηγήν (το
δημοτικό τραγούδι), αι διασκευαί του ακριτικού έπους απέλουον την σκωρίαν
της απειροκαλίας και της ατεχνίας», και το οποίο περιλαμβάνει 7 μέρη, αρχής
γενομένης από «Το άσμα του αμιρά».
Οι
–χαμένοι- πρώτοι στίχοι του κειμένου, εξιστορούν μια εκστρατεία του Σύρου αμιρά
κατά της Βυζαντινής Μικράς Ασίας, όπου και αιχμαλώτισε μια νέα από την
οικογένεια των Δουκάδων. Οι αδελφοί της νέας, επιλέγουν τον νεότερο αδελφό, τον
Κωνσταντίνο, να μονομαχήσει με τον αμιρά, συμβουλεύοντάς τον:
«Κρότοι
και κτύποι και απειλαί, μη σε καταπτοήσουν
μην
φοβηθείς τον θάνατον παρά μητρός κατάραν
μητρός
κατάραν φύλαττε και μη πληγάς και πόνους…»
Με
αυτούς τους στίχους ξεκινά το σωζόμενο κείμενο. Ο Κωνσταντίνος μονομαχεί με τον
Αμιρά, ο οποίος, μετά από σκληρή μάχη με πολλαπλά χτυπήματα εκατέρωθεν, ρίχνει
το κοντάρι του και, σύμφωνα με το παλαιό έθιμο, υψώνει το δάχτυλο αποδεχόμενος
την ήττα.
«...έριψεν
το κοντάρι του και δάχτυλον του δείχνει
και
μετά του δαχτύλου του τοιούτον λόγον λέγει:
“Να
ζεις καλέ νεώτερε, εδικόν σου έναι το νίκος”»...
Στην
συνέχεια οι 5 αδελφοί αναγκάζουν τον αμιρά να τους παραδώσει την αδελφή τους
και αυτός τους δηλώνει πως την έχει αγαπήσει και πως είναι πρόθυμος ν’
αλλαξοπιστήσει και να την παντρευτεί, ενώ στην συνέχεια της αφήγησης πείθει την
μητέρα και τους συγγενείς του να γίνουν κι αυτοί Χριστιανοί και εγκαθίστανται
σε περιοχή της Χριστιανικής Μικράς Ασίας.
Το 2ο
μέρος, έχει μια
αυτοτέλεια, καθώς δεν αποτελεί συνέχεια του 1ου, ούτε συνδέεται με
το 3ο και εξιστορεί την πρώτη επαφή του Διγενή με τους ληστές
απελάτες, όπου και γνωρίζεται με τον γέροντα αρχηγό τους Φιλοπαππού. Εκεί τους
προκαλεί ν’ αναμετρηθούν σ’ ένα ίσιωμα με τα ραβδιά, όπου ο Διγενής τους
κατανικά με γυμνά χέρια.
Στο 3ο
μέρος, το οποίο ξεκινά με
μία εισαγωγή – ύμνο στην δύναμη του έρωτα και μία περίληψη της ιστορίας του
αμιρά, εξιστορείται η νεότητα του Διγενή, οι άθλοι του και ο γάμος του. Σκότωσε
σε εφηβική ηλικία μία αρκούδα με τα χέρια του, κατόπιν ένα λιοντάρι, ενώ στην συνέχεια
περιγράφει λεπτομερώς την αρπαγή της κόρης ενός Βυζαντινού στρατηγού του
θέματος της Λυκανδούς. Η φρουρά του θέματος καταδιώκει τον Διγενή με επικεφαλής
έναν Σαρακηνό τον οποίον και θανατώνει ο Διγενής, ενώ στην συνέχεια κατανικά
ολόκληρη την φρουρά των 300 ανδρών μόνος, αναγκάζει τους 5 αδελφούς της κόρης
να του δηλώσουν υποταγή. Εμφανίζεται ο στρατηγός κλαίγοντας και ο Διγενής
σταυρώνει τα χέρια και τον προσκυνά δηλώνοντάς του ότι δεν θα βρει καλύτερο
γαμπρό. Ένα μεγάλο μέρος του, αφορά στον γάμο του Ακρίτη και στην προίκα που
δίνει ο στρατηγός στην κόρη του, η οποία είναι: 300.000 χρυσά νομίσματα, μούλες
φορτωμένες με υφάσματα, κυνηγετικές λεοπαρδάλεις της Συρίας, κοσμήματα από
χρυσάφι και σμάλτο, δούλες και δούλους για βάγιες και σωματοφύλακες, τις
εικόνες των τριών αρχαγγέλων (Μιχαήλ, Γαβριήλ και Ραφαήλ) σμαλτωμένες και
διακοσμημένες με πολύτιμες πέτρες, το σπαθί του Πέρση βασιλιά Χοσρόη και ένα
εξημερωμένο λιοντάρι, ενώ η όλη διαδικασία του εορτασμού διαρκεί 3 μήνες.
Στο 4ο
μέρος, ο Διγενής αντιμετωπίζει
με την σειρά, έναν τρικέφαλο δράκο – οποίος του δηλώνει ότι δεν θέλει να
παλέψει μαζί του, αλλά να «χαρεί» την γυναίκα του και τον οποίον ο Διγενής
κατατροπώνει και αποκεφαλίζει, στην συνέχεια ένα άγριο λιοντάρι, το οποίο ακούγοντας
τον θόρυβο της σύγκρουσης, βγαίνει από έναν καλαμιώνα και επιτίθεται και το
οποίο ο ήρωας σκοτώνει, με αποτέλεσμα η γυναίκα του να του ζητήσει να παίξει
λαούτο για να τραγουδήσει για την νίκη του. Το τραγούδι της κόρης όμως,
ακούγεται πάνω στα βουνά όπου και υπάρχουν οι απελάτες, στους οποίους γεννιέται
η επιθυμία να την κλέψουν. Επιτίθενται εναντίον τους, αλλά ο Διγενής με το
ραβδί του τους εξοντώνει έναν προς έναν. (Μικρή παρένθεση εδώ. Στο τεύχος 4 των
φυλλαδίων «Νεοελληνικά κείμενα του ακαδημαϊκού απολυτηρίου» (πολυγραφημένη
έκδοση 1965) των Σκαρτσή-Μπελεζίνη-Φιλιππάτου, διαβάζουμε: «Βασικό
χαρακτηριστικό των ακριτικών τραγουδιών είναι ότι τραγουδούν σπουδαία παλικάρια
και για να καταδείξουν την ανδρεία τους φτάνουν σε υπερβολές, που είναι πιο
πολύ παραμυθιακές, παρά οι κανονικές υπερβολές του Δημοτικού τραγουδιού. Γι’
αυτό, οι ήρωες αυτοί, καταλήγουν να μην
έχουν τίποτε ανθρώπινο. Οι ακρίτες είναι αντρειωμένοι... Οι κλέφτες, είναι
ήρωες». Κλείνει η παρένθεση).
Στην
συνέχεια, ο Φιλοπαππούς και οι δύο υπαρχηγοί του, φτάνουν στο πεδίο της μάχης
και προκαλούν τον Διγενή και αναγκάζονται να υποχωρήσουν για μια ακόμα φορά.
Και για μια ακόμα φορά προτείνουν στον Διγενή να γίνει απελάτης, αλλά αυτός
αρνείται. Οι απελάτες καταφεύγουν στην αμαζόνα Μαξιμώ (Μαξιμού κατά τον Αλεξίου)και
ζητούν να τους βοηθήσει. Αυτή συγκεντρώνει τους απελάτες της και επιλέγει τους
100 καλύτερους και μαζί τους εκστρατεύει εναντίον του Διγενή. Εξαιρετική είναι
η περιγραφή της έφιππης Μαξιμώς στο έπος:
«Φαρίν
εκαβαλίκευσε, πολλά ήτον ωραίον
η
χύτη και το ουράδιν του με την χινέα βαμμένα,
τα
τέσσερά του ονύχια ασήμιν τσαπωμένα
το
χαλινάριν της πλεκτόν με τα χρυσά λιλούδια.
Κι η
φορεσία της θαυμαστή ήτον, παραλλαγμένη:
λουρίκιν
(θώρακα) αργυρόν φορεί δια λίθων πολυτίμων,
και
το κασίδιν (περικεφαλαία) χυτευτόν ήτον παραλλαγμένον (σμαλτωμένη)
με τα
χρυσά μετώπια, με τους χρυσούς τους κόμπους
τουβία
οξυκάστορα (καστόρινες περικνημίδες), με το μαργαριτάριν
και
τα ποδιματίτσια της χρυσά διακεντισμένα...»
Ο
Διγενής –φυσικά- νικά και την Μαξιμώ, η οποία και τον παρακαλεί να την
παντρευτεί, γιατί είναι ο μόνος άνδρας που την νίκησε. Ο Διγενής αρνείται, αλλά
δεν την απορρίπτει τελείως. Πεζεύει, βγάζει τον θώρακά του και κάνει έρωτα μαζί
της. Η Μαξιμώ, με την απώλεια της παρθενίας της, χάνει και την ανδρεία της, ενώ
το σώμα των απελατών διαλύεται από τον φόβο του ήρωα.
Στο 5ο
μέρος, ο Διγενής
δοξασμένος πια και ξακουστός, αποσύρεται δίπλα στον Ευφράτη, όπου κατασκευάζει
ένα παλάτι με βεράντες, τεράστιους κήπους, ζώα και πουλιά, ενώ το κρεβάτι του
έχει χρυσά και λιθοκόλλητα πόδια με σμαράγδινες βάσεις και οι πλευρές του από
κρύσταλο. Το κρεβάτι είναι στρωμένο με μαβί μετάξι κι έχει ένα σωληνωτό χρυσοκέντητο
πάπλωμα. Μαζί του και 300 από τους άντρες του, οι πιο αντρειωμένοι. Στον ποταμό
χτίζει μια γέφυρα μονότοξη, και πάνω της τέσσερα τόξα από άσπρο μάρμαρο που
πατούν σε πράσινες μαρμαροκολώνες και στηρίζουν έναν ημισφαιρικό θόλο. Κάτω απ’
αυτόν τοποθετείται η νεκρική πέτρινη λάρνακα του Ακρίτη.
Στο 6ο
μέρος, περιγράφεται ο
θάνατος του ήρωα,
«Επειδή
πάντα τα τερπνά του πλάνου κόσμου τούτου
θάνατος
τα υποκρατεί και Άδης τα κερδαίνει,
κατέφθασεν
και σήμερον του Διγενή Ακρίτη.
.....................................................................
εις
νόσον γαρ θανάσιμον, έπεσεν κι αποθνήσκει»,
ακολουθεί η τελευταία
ομιλία του στους άντρες της φρουράς του, στους οποίους αφήνει ένα άλογο, τρεις
θώρακες, ένα σπαθί κι ένα ραβδί στον καθένα, καλώντας τους να μην αναζητήσουν
άλλον αφέντη, συζητά με την γυναίκα του και με τον άγγελο που έρχεται να πάρει
την ψυχή του.
Στο 7ο
μέρος, που είναι ένας
μικρός επίλογος, ο οποίος και θεωρείται πρόσθετος, λόγω της διαφορετικής
γλώσσας και στιχουργίας, δεν προστίθεται τίποτα, πλην του γεγονότος ότι, η
γυναίκα του βλέποντάς τον να ψυχομαχεί, λιποθυμά και πεθαίνει.
Εδώ θα
πρέπει να σημειώσω την τεράστια διαφορά που υπάρχει, ανάμεσα στον τρόπο του
θανάτου του Διγενή στο έπος και στον θάνατό του στο Δημοτικό τραγούδι. Αναφέρω
και την εκδοχή του χειρογράφου της Άνδρου.
«Νόσω
γαρ περιπέπτωκε πολλά χαλεπωτάτη
και
επί κλίνης έκειτο, ωραίας, χρυσοστρώτου,
καλέσας
δε των ιατρών πολλούς ενδοξοτάτους
και
πάσαν δοκιμάσαντες πείραν της επιστήμης
ουκ
ωφελήσαι ίσχυσαν τω Διγενή Ακρίτη...»
Στο
Δημοτικό τραγούδι όμως, ο Διγενής δεν πεθαίνει σαν κοινός θνητός, αλλά όπως αξίζει
σ’ έναν αντρειωμένο. Επιλέγω χαρακτηριστικά, τις εκδοχές της Εύβοιας και της
Κρήτης. Στην πρώτη...
«-Τώρ’
είδα έναν ξυπόλυτο και λαμπροφορεμένο
πόχει
του ρίσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια
με
κράζει να παλέψωμε σε μαρμαρένι’ αλώνια
κι
όποιος νικήσει από τους δυο, να παίρνει την ψυχή του”.
Κι
όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμ’ αυλάκι κάνει
κι
όθε χτυπάει ο Χάροντας, το αίμα τράφο κάνει».
Και στην
δεύτερη...
«Ο
Διγενής ψυχομαχεί κι η γης τονε τρομάσσει
βροντά
κι αστράφτει ο ουρανός και σιέτ’ ο πάνω κόσμος
κι ο
κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια
κι η
πλάκα τον ανατριχιά, πως θα τονε σκεπάσει.
...........................................................................
Ζηλεύγει
ο Χάρος, με χωσιά μακρά τόνε βιγλίζει
και
λάβωσέ του την καρδιά και την ψυχή του πήρε».
Στο
Δημοτικό τραγούδι, ο Διγενής παραμένει δυνατός μέχρι το τέλος, ψυχομαχεί και γίνεται
χαλασμός κόσμου, ακόμα και η φύση συμμετέχει στο τέλος του. Ο ποιητής – λαός
είχε ανάγκη από ένα σύμβολο στους δύσκολους καιρούς. Έτσι λοιπόν, με τον θάνατο
του Διγενή «...ιδού το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο... και η γη
εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν...». Γιατί, στο πρόσωπο του Διγενή, ήταν ο
ίδιος ο Ελληνισμός που είχε ανάγκη να πιστέψει και να υψωθεί περήφανος και
νικητής. Και δεν είναι τυχαίο (ακόμα και αν δεχθούμε την εκδοχή ότι προϋπήρχε
το έπος των τραγουδιών), το έπος ξεχάστηκε, σε αντίθεση με τα τραγούδια.
Σας
ευχαριστώ...
Βιβλιογραφία:
Ν.Γ.
Πολίτης: «Περί του εθνικού έπους των νεωτέρων Ελλήνων». τύποις Σακελλαρίου
(1906)
Ν.Γ.
Πολίτης: «Εκλογαί από τα Δημοτικά τραγούδια του Ελληνικού λαού» Εστία (1914)
Ν.Γ.
Πολίτης: «Λαογραφικά σύμμεικτα» τεύχος Α’, Ακαδημία Αθηνών (1920)
Στίλπ.
Κυριακίδη, Δημ. Πετροπούλου και Γεωργ. Μέγα: «Δημοτικά τραγούδια» Ακαδημία
Αθηνών, (1962)
Στυλιανός
Αλεξίου: «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης και τα άσματα του Αρμούρη και του υιού του
Ανδρόνικου». ΕΡΜΗΣ, (1985)
Άγις
Θέρος: «Τα τραγούδια των Ελλήνων». Αετός (1952)
Κ.Θ.
Δημαράς: «Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας». Ίκαρος (1949)
Guy Saunier:
«Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Συναγωγή μελετών». Ίδρυμα Κώστα και Ελένης
Ουράνη, (2001)
Σκαρτσή-Μπελεζίνη-Φιλιππάτου:
Τεύχος 4 των φυλλαδίων «Νεοελληνικά κείμενα του ακαδημαϊκού απολυτηρίου»
πολυγραφημένη ιδιωτική έκδοση (1965)
Σάββας
Ιωαννίδης: «Έπος μεσαιωνικόν εκ του χειρογράφου Τραπεζούντος. Βασίλειος Διγενής Ακρίτης
ο Καππαδόκης». Κωνσταντινούπολη (1887)
Μαρία Μιρασγέζη: Νεοελληνική λογοτεχνία (Αθήνα 1978)