Δευτέρα 5 Ιουλίου 2021

ΛΕΩΝΙΔΑ Γ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΒΑΛΑΣ

 

ΛΕΩΝΙΔΑ Γ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ:

ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΒΑΛΑΣ

 


Πέρασε στην αιωνιότητα τις περασμένες μέρες (29 Ιουνίου)ο συμπολίτης έμπορος κατά κύριο επάγγελμα και  διαλεχτός λογοτέχνης , τακτικό μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών από το έτος 1990.



Ο Γιώργος Τσαβαλάς Γεννήθηκε στην Πάτρα και διέμενε μόνιμα στην πόλη  μέχρι και το θάνατό του όπου και ασχολήθηκε με το εμπόριο.

        Ερασιτεχνικά δούλεψε  με το χαλκό, μετά τη ζωγραφική, και στη συνέχεια έκανε γλυπτά με πηλό ενώ στο τέλος τον απορρόφησε η λογοτεχνία.

Έγραψε δεκαεπτά βιβλία από τα οποία έχουν εκδοθεί και κυκλοφορήσει δεκατέσσερα.

 

1. «Ακρόπρωρο»   Ποίηση. Πάτρα 1989

 

2. «Μιά πορτοκαλί υποψία» .  Πάτρα 1990

 

3. «Η επιδερμίδα του αγριοστάφυλου».  Ποίηση Πάτρα 1991

 

4.  «Η Παλάμη της Πελοπόννησος». Ποίηση. Πάτρα  1991

 

5. «Από την ουτοπία στ’ όνειρο και τ’ ανάπαλιν». Στοχαστικό πεζό. Πάτρα  1991.

 

6. «Λυκόφως με αποχρώσεις σκουριάς». Ποίηση. Πάτρα 1992

 

7. «Αυθαιρεσίες χρώματος Βερμούτ».  Μυθιστόρημα .Πάτρα 1993.

 

8. «Η αλληγορία του παγωμένου χαμόγελου»  Μυθιστόρημα. Πάτρα 1995

 

9. «Κρύσταλλο γκρίζο βαθύ».  Ποίηση

 

10. «Πολύχρωμα ρήματα»     Μυθιστόρημα. Πάτρα 1991

 

11. «Ιούλιος Περιβολάρης».  Μυθιστόρημα Πάτρα 1992

 

12. «Πολυεδρισμοί ελάσσονες» . Μυθιστόρημα.Πάτρα 1993

 

13. «Αψιμαχίες  Μπροστά σε παραμορφωτικούς Καθρέπτες». Μυθιστόρημα. Πάτρα 1994

 

14. «Διαλογίζομαι-Παραλογίζομαι-Αυτοπροσδιορίζομαι « Μυθιστόρημα. Πάτρα 1994

 

Για το έργο : «Πολύχρωμα Ρήματα» 1993  είχε  αποσπάσει το B΄ βραβείο από το Φιλολογικό Συλλόγου  ”Παρνασσός”  ενώ  για το ίδιο έργο είχε αποσπάσει τον  πρώτο έπαινο    από την  Πανελλήνια ΄Ενωση Λογοτεχνών.

Για το έργο του «Λυκόφως  με αποχρώσεις σκουριάς» απέσπασε έπαινο από το Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός».

Επίσης για το έργο του «Αυθαιρεσίες χρώματος βερμούτ» απέσπασε το Β΄ Βραβείο από το Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός».

Τέλος για το έργο του: «Το χαμένο γράμμα», το Γενικό Επιτελείο Στρατού του είχε απονείμει έπαινο.

Για το έργο του έχουν αναφερθεί με κολακευτικά λόγια τόσο κριτικoί της περιοχής μας  (Λάμπης Λούκος, Γιάννης Ανδρικόπουλος,Φώτης Δημητρόπουλος.Κώστας Βερτσιώτης,Τίμωνας Στρουθιάς.Κώστας Τριανταφύλλου, Περικλής Τρακαδάς, Μανόλης Μαγκλάρας, Νώντας Σακελλαρόπουλος, Σταύρος Ιντζεγιάννης κ.α.) όσο  και κριτικοί από την πρωτεύουσα και τη Θεσ/νίκη.

 

Είχε πραγματοποιήσει  αρκετές διαλέξεις και ομιλίες του στα πλαίσια των Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών, ενώ το Λύκειο Ελληνίδων είχε διοργανώσει ειδική τιμητική εκδήλωση στην οποία αναφέρθηκαν στο βραβευμένο από το Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός  έργο του: «Αυθαιρεσία χρώματος Βερμούτ» αλλά  και το συνολικό έργο του η αείμνηστη Μαρία Καρέλα, η φιλόλογος Βίβιαν Φαρμάκη και η επίσης φιλόλογος Ευαγγελία Σκαρτσή.

 

Σε  μια συνέντευξη του στην εφημερίδα «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ»,  και στην δημοσιογράφου Ανθή Ροδοπούλου ο αείμνηστος Γιώργος Τσαβαλάς σημείωνε τα εξής: «Απελευθερώνω από μέσα μου ένα μικρό δαίμονα».

Τα  έργα του τόσο όσα έχουν κυκλοφορήσει αλλά και ός είναι ακόμη ανέκδοτο  τα χέρια της διαλεχτής συζύγου του ,ας γίνουν ικεσίες στον ΄Υψιστο για να κατατάξει την ψυχή του αγαπημένου μας μέλους της Εταιρείας Λογοτεχνών Νοτιοδυτικής Ελλάδος, της δικής μας συντροφιάς , μετά των δικαίων και των αγίων γιατί ο Γιώργος ήταν πραγματικά μια ψυχούλα…Καλό ταξίδι

Φίλε μας…

 

 

Σάββατο 3 Ιουλίου 2021

ΛΕΩΝΙΔΑ Γ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ :BIΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ-ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΛΛΙΟΠΗ Ι.ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ: «ΤΗΣ ΗΛΕΙΟΠΕΤΡΑΣ» Ποίηση.

 

BIΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ-ΚΡΙΤΙΚΗ

ΚΑΛΛΙΟΠΗ Ι.ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ:  «ΤΗΣ ΗΛΕΙΟΠΕΤΡΑΣ» Ποίηση.

Εκδόσεις ΔΡΟΜΩΝ Αθήνα 2020

 


  Σημείωμα Λεωνίδα Γ.Μαργαρίτη Επιτ.Δικηγόρου                   .

              Προέδρου  Εταιρείας Λογοτεχνών

 

 


 

 

Με την ποιήτρια με γνώρισε το γνωστό στις μέρες μας ηλεκτρονικό  προσωπικό- βιβλίο  του οποίου και οι δυο μας είμαστε τακτικοί αναγνώστες και γραφείς.

Η ποιητική της συλλογή:  «ΤΗΣ ΗΛΕΙΟΠΕΤΡΑΣ» που σήμερα παρουσιάζεται με το παρόν σημείωμά μας είναι το τρίτο έργο της εκλεκτής Ηλείας ποιήτριας Καλλιόπης Δημητροπούλου.

Είχαν προηγηθεί τα έργα της: «Της Μούσας επίκληση» 2017 και «ΗΛΕΙασις» 2018  από τις εκδόσεις «ΒΕΡΓΙΝΑ».

Όταν το  έλαβα και το διάβασα  και  αμέσως με κατάκτησε το Ηλειακό Πνεύμα  με το οποίο  είναι ζυμωμένο.

Το δέχθηκα με ιδιαίτερη χαρά, με τη ιδιόχειρη αφιέρωση της, με την οποία η ποιήτρια  τόνιζε  ιδιαίτερα, την κοινή μας Ηλειακή καταγωγή.

Μάλιστα μου πρότεινε να είμαι μεταξύ των παρουσιαστών του βιβλίου της ,κι εγώ  χωρίς δεύτερη συζήτηση,  το αποδέχθηκα ,μια  και  το βιβλίο ήταν γραμμένο από μια Ηλεία ποιήτρια  και το περιεχόμενο  στο σύνολο του ήταν  εμπνευσμένο από τον  κοινό τόπο  καταγωγής μας, την Ηλεία.

.

 

Τη συλλογή της με τίτλο «ΤΗΣ ΗΛΕΙΟΠΕΤΡΑΣ» ,τρίτη κατά σειρά, αφιερώνει «στη μάνα της Τασία, με τη δοσμένη ράχη της στις ανηφόρες μου» όπως χαρακτηριστικά σημειώνει, ενώ κλείνει με δύο πεζά κείμενα αφιερωμένα στον αγαπημένο της πατέρα.

«Είμαστε οι ρίζες  μας» μου έλεγε. «Πράγματι,είμαστε οι ρίζες μας και οι χυμοί τους, που μας γουρμαίνουν πατέρα

Η ποιήτρια με το έργο της που σήμερα παρουσιάζουμε   εξωτερικεύει τη μεγάλη  της  σε υπερθετικό βαθμό αγάπη,  για τον τόπο και  τους ανθρώπους του.

Είναι ζυμωμένο με το ηλειόζουμο, την αρμύρα της θάλασσας και τον ιδρώτα του μόχθου των ανθρώπων της γης της.

Και βέβαια δεν περιορίζεται στο θαυμασμό και την ηρωοποίηση  των  ανθρώπων της γής, αλλά δίνει μεγάλη σημασία και  τιμά ιδιαίτερα, τους ανθρώπους του πνεύματος.

Τον ιστορικό Διονύση Κόκκινο, τον πεζογράφο Νίκο Καχτίτση, τον Παύλο Μάτεση, την ποιήτρια ΄Εφη Αιλιανού, τον διηγηματογράφο Ηλία Χ. Παπαδημητρακοπουλο,   τον ποιητή Ηλία  Γκρή, τον Ηλείο βάρδο Τάκη Κωνσταντακόπουλο, το λογοτέχνη Δημήτρη Κανελλόπουλο, στους οποίους και αφιερώνει ποιήματα της συλλογής της.

Με την ποίηση της η Καλλιόπη Δημητροπούλου δένει αρμονικά το ηρωικό χτες του τόπου  μας  με το ελπιδοφόρο σήμερα και με αδρές γραμμές -στίχους  μεταγγίζει την αισιοδοξία της στον κάθε αναγνώστη  έτσι που να μπορεί  να συντηρεί το παρελθόν ,τις ρίζες μας όπως χαρακτηριστικά σημειώνει, για να μη χαθεί η συνέχεια και ο δοξασμένος  ιστορικός δρόμος της φυλής μας.

Μέσα από  τους στίχους της υπάρχει και ένας  πόνος-που καίει την καρδιά της,, όπως ασφαλώς καίει και κάθε Έλληνα πατριώτη, η τραγωδία της φυλής μας των νεότερων  χρόνων που κάνει την ποιήτρια να αναρωτιέται:

 «ως πότε τα κάρβουνα αναμμένα μυδράλια θα σπέρνουν στα κορμιά μας

(ΚΡΑΥΓΕΣ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ).

 

Και αλλού

 «Με χίλιους θανάτους της γενιάς του

επιστρέφει ψιχαλιστά στην ιστορία του τόπου

στης Ζαχάρως το εμφύλιο τουφεκίδι

επιστρέφει στις ρούγες της Κρέσταινας

 με τη βαθιά φωνή της.»

(Η ΓΚΡΗΦΥΛΛΗ ΠΟΙΗΣΗ)

 

και πάλι πιο κάτω:

 «…Με τις λαβωμένες μέχρι το κόκαλο

 στα ναρκοπέδια της αλέας

και τους κρωγμούς των ορφανών

στα σφαγεία ενός εμφυλίου

να μας καταβροχθίζουν

από χώμα σε χώμα οι νεκροί μας

Μεγάλης Παρασκευής επιτάφιοι.

        Κοχλάζουν οι τόποι

        Δίβρη, ΄Ηλιδα, Πυργος, Φολόη

        Ζαχάρω των μαχών

        Ανδρίτσαινα

        Ηλεία του σπαθιού των λυπημένων..»

(ΤΟ ΧΩΜΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΥ)

 

Πολλά θα είχα να σημειώσω για την ποίηση της κ. Δημητροπούλου και σε πολλά σημεία στάθηκα όταν  διάβαζα , ακόμη μια φορά τα ποιήματα της.

Λυπάμαι που δεν μπορώ να πω περισσότερα σε ένα απλό σημείωμα.

 

Καλοτάξιδο το βιβλίου σου κ.Δημητροπούλου ούριος ο άνεμος στα φύλλα του κι  Ηλειώτικος μαΐστρος  στα πανιά του..

 

ΣΩΤΗΡΗ Ι.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ:ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ (1910-1975)‘ «Ο λόγος του εκφράζει την ανάγκη απόδρασης’»

 

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ (1910-1975)‘

               

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ – ΠΟΙΗΤΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ


«Ο λόγος του εκφράζει την ανάγκη απόδρασης’»

 

Ο Νίκος (Κόλιας) Καββαδίας γεννήθηκε στο Νικόλσκι Ουσουρίσκι, μια μικρή επαρχιακή πόλη του Χαρμπίν της Μαντζουρίας το 1910, γιος του μεγαλέμπορου Χαρίλαου Καββαδία και της Δωροθέας το γένος Αγγελάτου που κατάγονταν από την Κεφαλλονιά.

Το 1914 μετά το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου η οικογένεια εγκαταστάθηκε στον Πειραιά.

 Στον Πειραιά ο Νίκος τέλειωσε τη γαλλική σχολή του Saint Paul και το Γυμνάσιο.

 Παράλληλα δημοσίευσε τους πρώτους στίχους του στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας.

 Γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας, μετά το θάνατο του πατέρα του όμως αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του και να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο, συνεχίζοντας τη συνεργασία του με φιλολογικά περιοδικά.

 Το 1929 μπάρκαρε στο φορτηγό πλοίο Άγιος Νικόλαος και από το 1930 ξεκίνησε η περίοδος των διαρκών ταξιδιών του ως το 1936.

 Το 1932 δημοσίευσε σε συνέχειες την Απίστευτη ιστορία του Λοστρόμου Νακαχαμόκο στην εφημερίδα ‘’Πειραϊκόν Βήμα.’’

Το 1933 εξέδωσε την ποιητική συλλογή ‘’Μαραμπού,’’ που έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από την κριτική.

 Ακολούθησαν ‘’το Πούσι’’ (1947) και ‘’η Βάρδια’’ (μυθιστόρημα-1954), ενώ μετά το θάνατό του εκδόθηκε και η συλλογή ‘’Τραβέρσο’’ (1975).

Το 1934 η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα. Το 1938 κατατάχθηκε στο στρατό και υπηρέτησε στην Ξάνθη.

 Το 1939 πήρε δίπλωμα ραδιοτηλεγραφητή. Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Καββαδίας περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης και γίνεται μέλος του ΕΑΜ.

 Την ίδια ακριβώς περίοδο γίνεται και μέλος του ΚΚΕ. Εντάσσεται, επιπλέον, στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, παρά το γεγονός ότι είχε τυπώσει τότε μόνο ένα βιβλίο, το Μαραμπού, ενώ το όριο ήταν τα τρία βιβλία.

 Είναι όμως ενεργός λογοτεχνικά, γράφοντας ποιήματα, ορισμένα εξ αυτών αντιστασιακά, με πιο χαρακτηριστικό το ποίημα "Στον τάφο του ΕΠΟΝίτη".

Στις αρχές του 1945 γίνεται επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών, θέση την οποία παραχωρεί στις 6 Οκτώβρη του ίδιου έτους στον Νικηφόρο Βρεττάκο, εξαιτίας της αναχώρησής του από την Ελλάδα με το πλοίο "Κορινθία".

Η ασφάλεια τού έδωσε άδεια, καθώς θεωρείτο ανενεργός κομμουνιστής.

 Το 1953 πήρε το δίπλωμα του Ασυρματιστή Α’. Το 1965 πέθανε η μητέρα του. Το 1968 επισκέφτηκε την Κεφαλονιά μετά από τριάντα πέντε χρόνια απουσίας. Εκεί έγραψε το πεζό Λι.

Η γραφή του υπήρξε κυρίως βιωματική και ακολούθησε μια εξελικτική πορεία προς την αφαίρεση και τα όρια του υπερρεαλισμού, πάντα όμως μέσα στα πλαίσια της παραδοσιακής στιχουργικής φόρμας και ρυθμικής τεχνικής...

 “Οι θαλασσινοί δεν πάνε ούτε στην κόλαση ούτε στον παράδεισο. Βολοδέρνουνε σ’ ένα διάδρομο μεταξύ. Δηλαδή κι εκεί ταξιδεύουνε. Για σκέψου...”. Ο Καββαδίας στο σημείο αυτό διαλέγεται με συγγραφείς, καθώς παρουσιάζει το θάνατο των θαλασσινών σαν το Καθαρτήριο της Θείας Κωμωδίας του Δάντη ή ακόμη σαν το “μεσοδιάστημα” μεταξύ δύο αβύσσων του Καζαντζάκη.

 Ο Καββαδίας παρομοιάζει τη ζωή με καράβι και συλλογιζόμενος το Μοιραίο αναρωτιέται “Τα πάμε τα καράβια ή μας πάνε;”

Η μυρουδιά του βαποριού, η μυρουδιά της θάλασσας, η μυρουδιά της φυγής. Την οσφραινόμουνα με τα ρουθούνια αχόρταγα. Έτσι μυρίζουμαι και τα βιβλία. (...) Κι έπειτα το πλοίο φεύγει και ξαναβρίσκω τον εαυτό μου τον ποιητή, το ναύτη, το θαλασσόβιο”.

Ο τρόπος με τον οποίο ο Καββαδίας μέσα από την ποίησή του καταφέρνει να προσδιορίσει τον εαυτό του είναι θαυμαστός και συνάμα αξιοπερίεργος. Από τον πρώτο κιόλας στίχο του προλογικού ποιήματος “Μαραμπού”

 

Λένε γιὰ μένα οἱ ναυτικοὶ ποὺ ἐζήσαμε μαζὶ

πὼς εἶμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,

πὼς τὶς γυναῖκες μ ̓ ἕνα τρόπον ὕπουλο μισῶ

κι ὅτι μ ̓ αὐτὲς νὰ κοιμηθῶ ποτέ μου δὲν πηγαίνω.

Ἀκόμα, λένε πὼς τραβῶ χασίσι καὶ κοκό,

πὼς κάποιο πάθος μὲ κρατεῖ φριχτὸ καὶ σιχαμένο,

κι ὁλόκληρο ἔχω τὸ κορμὶ μὲ ζωγραφιὲς αἰσχρές,

σιχαμερὰ παράξενες, βαθιὰ στιγματισμένο.

Ἀκόμα, λένε πράματα φριχτὰ πάρα πολύ,

ποὺ εἶν ̓ ὅμως ψέματα χοντρὰ καὶ κατασκευασμένα,

κι αὐτὸ ποὺ ἐστοίχισε σὲ μὲ πληγὲς θανατερὲς

κανεὶς δὲν τό ̔μαθε, γιατὶ δὲν τό ̔πα σὲ κανένα.

Μ ̓ ἀπόψε, τώρα ποὺ ἔπεσεν ἡ τροπικὴ βραδιά,

καὶ φεύγουν πρὸς τὰ δυτικὰ τῶν Μαραμποὺ τὰ σμήνη,

κάτι μὲ σπρώχνει ἐπίμονα νὰ γράψω στὸ χαρτί,

ἐκεῖνο, ποὺ παντοτινὴ κρυφὴ πληγή μου ἐγίνη.

 

της πρώτης του ομώνυμης ποιητικής συλλογής, διαχωρίζει τη θέση του από τους “άλλους”, στην προκειμένη περίπτωση τους στεριανούς. Παράλληλα, μέσα από τα μάτια ανθρώπων που έχουν την ίδια ιδιότητα με αυτόν, χαρακτηρίζει μια ολόκληρη κοινωνική ομάδα, δηλαδή αυτή των ναυτικών.

 Πιο συγκεκριμένα, οι “άλλοι” είναι οι συνάδελφοί του και ουσιαστικά, όσα παρουσιάζει να λέγονται για τον ίδιο μέσα από το στόμα τους, χαρακτηρίζουν όλη την κοινωνική ομάδα.

Στο ποίημα αυτό περιγράφεται τραχιά αλλά γλαφυρά ο αντιπροσωπευτικός τύπος των ναυτικών, άρα και ο ίδιος ο Καββαδίας, που πρώτα από όλα ήταν γνήσιος θαλασσινός.

Στο σύνολό τους παρουσιάζονται να είναι δύστροποι, διεστραμμένοι, μισογύνηδες, ύπουλοι, χρήστες ουσιών, στιγματισμένοι σε ολόκληρο το κορμί με αισχρές ζωγραφιές αλλά και ψεύτες

 

.“πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο

Πως τις γυναίκες μ’ ένα τρόπο ύπουλο μισώ

Κι ότι μ’ αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω”

 

”Όμως ο Καββαδίας διαφοροποιεί την εικόνα του από το σύνολο· παραλληλίζει τον εαυτό του με το μοναχικό πουλί Μαραμπού.

 

        Και πώς όχι αφού, σε αντίθεση με τους άλλους, είναι ποιητής και συχνά κάτι τον σπρώχνει επίμονα να γράψει στο χαρτί για μια κρυφή πληγή του παρελθόντος.

 

 Δεν είναι τυχαίο πως η εσωτερική ανάγκη του ναυτικού-ποιητή για συγγραφή και έκφραση όσων των πληγώνουν, συνδυάζεται με την αποδημία των Μαραμπού, δηλαδή με τη φυγή, που για το θαλασσινό σημαίνει μια νέα περιπέτεια.

Στο ίδιο ποίημα, ο Καββαδίας έντεχνα περιδιαβαίνει από το εγώ στο εσύ. Μια γυναίκα -μετέπειτα πόρνη- που ερωτεύτηκε στο καράβι, θα μπορούσε να θεωρηθεί προσωπείο του ποιητή, το οποίο εφευρίσκει για να εκφράσει την τραγική ειρωνεία της ζωής αλλά και στοιχεία του χαρακτήρα του, που ευρηματικά αποδίδει σε αυτήν: μελαγχολική φύση, ταξίδι ως απόπειρα λησμονιάς δυσάρεστου γεγονότος, ανάγνωση και απαγγελία θλιμμένων γαλλικών στίχων, ατένιση της θάλασσας.

 “ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές

μήπως εκεί γινότανε να τηνε λησμονήσει

 (...)συχνά στίχους απάγγλενε θλιμμένους γαλλικούς κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση κοιτούσε ”Σε αυτό το σημείο ο ποιητής συμπληρώνει την εικόνα του ναυτικού παρουσιάζοντας τον να αφηγείται τη δυστυχία του αποχωρισμού και να αναπολεί το παρελθόν με αφορμή τη φωτογραφία του αγαπημένου προσώπου.

 Στα περισσότερα ποιήματα αφορμή αναπόλησης του ναυτικού αποτελεί απλά μια ανάμνηση - χωρίς την ανάγκη ύπαρξης ενός αντικειμένου.

Δε θα ήταν υπερβολή να θεωρήσουμε ότι η λογοτεχνική παραγωγή του Καββαδία αποτελεί μεν εσωτερική ανάγκη και κατάθεση ψυχής αλλά από την άλλη το πηγαίο μοίρασμα με τον αναγνώστη θυμίζει απαλλαγή από το άχθος εσωτερικού φορτίου.

 Είναι γεγονός πως σε πολλά σημεία του ποιητικού του έργου κυριαρχεί η μελαγχολία, γιατί ο Καββαδίας εκτός από ανθρωποκεντρικός είναι και ανθρώπινος· πέρα από πονετικός είναι και πονεμένος “αγκάλιασε ολόκληρο το νεώτερο άνθρωπο, με τις αδυναμίες του, την αρρωστημένη του χάρη.

 Ο Καββαδίας στην στεριά νιώθει σαν ψάρι έξω από το νερό. Μοιάζει να χρειάζεται τον μπούσουλα για να προσανατολιστεί περισσότερο ως στεριανός παρά ως θαλασσινός.

 Όσο και αν σκέφτεται τις χαρές της στεριάς, και κυρίως την ιερή και εμβληματική μορφή της μάνας, ξέρει ότι εκείνος δεν μπορεί να βιώσει τα εγκόσμια με όλη του την καρδιά, γιατί μακριά από τη θάλασσα είναι μισός· είναι άχρωμος.

 Απόδειξη αυτού αποτελεί το γεγονός ότι ακόμα και όταν βρίσκεται μέσα στο καράβι ονειρεύεται βάρκες, κι ας είναι χάρτινες. Στοχάζεται, μελαγχολεί, απλώνει το χέρι, αναμετράται με τον εαυτό του φλερτάρει με την σκέψη (όχι την πράξη) της αυτοκτονίας, αποζητά την προσαρμογή όπως το φίδι και βουτά στη συνείδηση για να καταφέρει ν’ αντέξει τους (από)χωρισμούς“

Απάνωθέ μου σκούπισε τη θάλασσα που στάζω και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά.(...)

Το ντύμα πάρε του φιδιού και δος μου ένα μαντίλι(...)

Μια βάρκα θέλω, ποταμέ, να ρίξω από χαρτόνι,

Όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές. Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; - Ματώνει, δε σκοτώνει. Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές.

 ”Η γοητεία του έργου του Καββαδία συνοψίζεται σε περιστατικά αναδυόμενα από μια ναυτική μυθολογία· σε ποιήματα-φωτογραφίες ασυνήθιστων ανθρώπων - καθορισμένων από τη μοίρα, τη μοναξιά, το πάθος, την απελπισία και τη νοσταλγία.

Αυτή η ψηλαφιστή αναπαράσταση ανθρώπων, που σκέφτονται ή ενεργούν όντας σε οριακές καταστάσεις, αποπνέει έντονα το μπωντλαιρικό spleen.

Η ναυτική καθημερινότητα, που επιβάλλει την αποπνικτική ζωή στην πλώρη, τρέπει τον ταλαντούχο Καββαδία σε ευφάνταστο κοσμουργό, που με τη γραφή του διαρρηγνύειτο συμβατικό ναυτικό διάκοσμο και υπαινίσσεται έναν καινούριο μεταξύ ονειροφαντασίας και πραγματικότητας.

 Ενδεικτικά της διάχυτης μελαγχολικής διάθεσης είναι τα αθησαύριστα κείμενα του Καββαδία.

 Η παραδοχή της μοναξιάς με τη φράση “Δε με συνδέει τίποτα με τον άνθρωπο δίπλα μου”, ενώ είναι περιτριγυρισμένος από δεκάδες ναύτες, καταδεικνύει την ερήμωση που νιώθει βαθιά μέσα του.

 Ο ναυτικός μπορεί να βρει συντροφιά στην στεριά, όπως ο ποιητής στα εγκόσμια αλλά επιλέγει τη θάλασσα με ό,τι αυτή συνεπάγεται.

Εδώ πρέπει να γίνει αναφορά σε ένα διαχωρισμό του Καββαδία: στους επαγγελματίες ναυτικούς και σε αυτούς που είναι μαγεμένοι από τη θάλασσα

Ο Καββαδίας ανήκει στους δεύτερους και δε διστάζει να δηλώσει πως αγαπά σαν τρελός τη θάλασσα.

Παρόλα αυτά νιώθει έντονο το φορτίο της ευθύνης.  Συμπεραίνοντας, ο Καββαδίας μέσα από τις τρεις ποιητικές συλλογές του φέρνει στο φως το ναυτικό κόσμο, που αποτελεί τη βασική θεματική της ποιητικής παραγωγής του, ιδωμένο μέσα από τα μάτια του καλλιτέχνη. Χάρη στο πηγαίο ταλέντο του αναδύεται ένας κόσμος ανθρωποκεντρικά πλασμένος - μα όχι επίπλαστος.

 Ο Καββαδίας όντας συνθεμένος από ανθρώπους, στοιχεία ξωτικά και εγκατεστημένα στην ψυχή θαλασσινά στοιχειά, αναδεικνύει τη ρευστότητα των καταστάσεων που βιώνει καθημερινά. Είναι γεγονός ότι τα καθήκοντα του ναυτικού προσγειώνουν ανώμαλα τον ποιητή και κονιορτοποιούν την απρόσμενη ποιητική στιγμή. Συγκεκριμένα, ενώ το ταλέντο ορτσάρει, η τραχιά ζωή επιβάλλει το πόδισμα και ο Καββαδίας εκ των πραγμάτων νιώθει πρωταρχικά επαγγελματίας ασυρματιστής. Παράλληλα, η μνήμη, καθώς δεν μπορεί να αποφύγει υφάλους και ξέρες του παρελθόντος, θαλασσοδέρνεται περισσότερο από τον Πυθέα και αποτελεί βασική πηγή έμπνευσης.

 Με αφορμή το ταξίδι άλλοτε αναζητά κάποιο καινούριο τόπο και κάποιες φορές μια κοιτίδα που να θυμίζει θαλπωρή νόστου αλλά δεν πετυχαίνει πάντα τον στόχο του. Ο ποιητής βουτά σε κύματα υπόγεια, που τον ξεβράζουν σε μια οπιούχα ψευδαισθησιακή ουτοπία, όπου το ονειρικό μπλέκεται με την παραίσθηση ενώ άλλοτε καταλήγει στην αποθήκη της μνήμης. Συχνά, γράφει ως πρωταγωνιστής της ζωής του και άλλες φορές δημιουργεί ως κομπάρσος, τοποθετώντας στο επίκεντρο αλλοεθνείς ή περιθωριακούς (π.χ. πόρνες) συνανθρώπους του. Όμως, σχεδόν πάντα υιοθετεί ένα διαμεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στον αναγνώστη και το έργο ή στα πρόσωπα που παρελαύνουν και τον ίδιο αλλά και ανάμεσα σε στεριά και θάλασσα, εφόσον είναι ασυρματιστής. Όσον αφορά τη γυναίκα, είναι πανταχού παρούσα στο έργο του: μάνα, νόμιμη σύζυγος, πληρωμένη πόρνη, ξεθωριασμένη, άυλη, αλλοτινή, αλλοεθνής, υπαρκτή ή φανταστική.

 Ενώ οι ναυτικοί χρησιμοποιούν τις γυναίκες των λιμανιών, για να χορτάσουν την ερωτική επιθυμία τους, ο Καββαδίας τις φιλτράρει μέσα από μια ουμανιστική οπτική, αντιμετωπίζοντάς τες πάντα ως

μοναδικά όντα με ιδιαίτερη προσωπικότητα και όχι ως απλά κορμιά.

 Κάθε γυναίκα, οπτασία ή μη, χαράσσεται ανεξίτηλα στη μνήμη του και δε διαφέρει πολύ από τη δυική ψυχή του: πλαγκτή από τις ενοχές αλλά και καθαρή από την αυθεντικότητα. ἈΓΑΠΑΩ

Ἀγαπάω τ ̓ ὅτι θλιμμένο στὸν κόσμο.

Τὰ θολὰ τὰ ματάκια, τοὺς ἀρρώστους ἀνθρώπους,

 τὰ ξερὰ γυμνὰ δέντρα καὶ τὰ ἔρημα πάρκα,

τὶς νεκρὲς πολιτεῖες, τοὺς τρισκότεινους τόπους.

Τοὺς σκυφτοὺς ὁδοιπόρους ποὺ μ ̓ ἕνα δισάκι

γιὰ μία πολιτεία μακρυνὴ ξεκινᾶνε,τοὺς τυφλοὺς μουσικοὺς τῶν πολύβουων δρόμων, τοὺς φτωχούς,

 τοὺς ἀλῆτες,  αὐτοὺς ποὺ πεινᾶνε.

 

Τὰ χλωμὰ τὰ κορίτσια ποὺ πάντα προσμένουντ ὸν ἱππότην ποὺ εἶδαν μία βραδιὰ στ ̓ ὄνειρό τους,νὰ φανῇ ἀπ ̓ τὰ βάθη τοῦ ἀπέραντου δρόμου. Τοὺς κοιμώμενους κύκνους πάνω στ ̓ ἀσπρόφτερό τους. Τὰ καράβια ποὺ φεύγουν γιὰ καινούρια ταξίδια καὶ δὲν ξέρουν καλὰ -ἂν ποτὲ θὰ γυρίσουν πίσω ἀγαπάω, καὶ θά ̔θελα μαζί τους νὰ πάω κι οὔτε πιὰ νὰ γυρίσω.

 Ἀγαπάω τὶς κλαμμένες ὡραῖες γυναῖκες ποὺ κυττᾶνε μακριά, ποὺ κυττᾶνε θλιμμένα ...ἀγαπάω σὲ τοῦτον τὸν κόσμο -ὅ,τι κλαίει γιατὶ μοιάζει μ ̓ ἐμένα.

 Ο ποιητής φλερτάρει με την τρέλα και την αμαρτία σαν άλλος oceanbohemian  έχοντας τη θάλασσα ως όπιο και λάβδανο ενώ όντας γνήσιο παιδί του spleen, περιθωριοποιείται και απομακρύνεται από τη στεριά επιλέγοντας μια ζωή γεμάτη στερήσεις και μοναξιά.

Πρόκειται για μια ξεχωριστή περίπτωση επαγγελματία ερασιτέχνη: η σχέση του με αμφότερες την ποίηση και τη θάλασσα είναι ζωτική και βιωματική - όχι συναλλακτική.

        Ο Νίκος Καββαδίας, υποκείμενος στο διπλό θυσιαστήριο της γραφής και της ποίησης, όσο σκλαβώνεται άλλο τόσο ελευθερώνεται.

 Παρά το αναμφισβήτητο ποιητικό του ταλέντο, δεν υποτάσσει τη γραφή του σε μορφικούς και λυρικούς κανόνες.

Ορμώμενος από ενδότερα ένστικτα δε θέλει σε καμία περίπτωση ν’ αφαλατώσει τη θάλασσα από την αρμύρα της και μέσα από τους στίχους του μοιάζει να ψιθυρίζει “με συγχωρείτε, τί να κάνω, οι αισθήσεις με πάνε στις αισθήσεις”

 

Πέθανε στην Αθήνα από εγκεφαλικό επεισόδιο.

 Ο Νίκος Καββαδίας ανήκει σχηματικά στη γενιά του τριάντα, στο χώρο της οποίας όμως κατέχει μια ιδιότυπη θέση.

        Ο ποιητικός του λόγος εξέφρασε την ανάγκη απόδρασης από τη σύγχρονη του ποιητή ελληνική πραγματικότητα κυρίως μέσα από τα στοιχεία του κοσμοπολιτισμού και του εξωτισμού.

 

Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΓΝΩΜΗ Πατρών

 

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2021

Γιάννη Μπαρδάκη* ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ: Ο ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΟΥΣΕΣ ΤΟΥ

 

 

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ:

Ο ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΟΥΣΕΣ ΤΟΥ

Γιάννη Μπαρδάκη*

 Άγγελος Σικελιανός - Posts | Facebook

 

 

Όπως ο μήνας Απρίλιος στιγμάτισε τη ζωή της Μαρίας Πολυδούρη, κάτι αντίστοιχο συνέβη με το μήνα Ιούνιο στη ζωή του αρχάγγελου στην όψη ποιητή Άγγελου Σικελιανού.

Βέβαια γεννήθηκε Μάρτη μήνα, αλλά η κατοπινή ζωή του, μέχρι το τέλος του στιγματίστηκε από το μήνα Ιούνιο.

Ας πάρουμε, όμως, από τα πράγματα απ΄την αρχή:

Γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου 1884 στη Λευκάδα. Ήταν ένα ξεχωριστό όμορφο αγόρι, παιδί του καθηγητή γαλλικών Ιωάννη- Δημητρίου Σικελιανού ( 1831-1909) και της καλλιεργημένης αστής Χαρίκλειας Στεφανίτση ( 1847-1929).

Η προσωπίδα, που είναι τμήμα του αμνιακού χιτώνα και η οποία κάλυπτε το πρόσωπο του νεογέννητου παιδιού, κατά τη λαϊκή δοξασία είναι εύνοια της φύσης και το παιδί προικισμένο και χαρισματικό.

Στον « Αλαφροΐσκιωτο» ο ίδιος στιχουργεί για τη γέννα του και το γεγονός αυτό:

« Ακούστε με, ακούστε με ! Αν ετρέμανε

στην κούνια τα βυζασταρούδια,

εμένα με νανούρισαν

των αντρειωμένων τα τραγούδια.

Εμέ,

λεχώνα η μάνα μου,

στην μπόρα τη μαρτιάτικη

πού΄χε τα ουράνια ανοίξει, εσκώθη και με πήρε στην αγκάλη της,

τον πρώτο κεραυνό για να μου δείξει!

Μάνα, φωτιά με βύζαξες

Κι είν’ η καρδιά μου αστέρι?».

Ο στίχος «εμένα με νανούρισαν των αντρειωμένων τα τραγούδια», προφανώς τον περιέλαβε γιατί μεγάλωσε με ιστορίες από θρυλικά κατορθώματα ανθρώπων της οικογένειας, αφού ένας θείος του πολέμησε στο Μεσολόγγι και το βόλι τον βρήκε καβάλα στο κανόνι, ενώ ένας άλλος ο Μιχαήλ Σικελιανός υπήρξε υπουργός του Ιωάννη Καποδίστρια.

Τόπος καταγωγής του πατέρα η Σικελία, το επώνυμο Golli το οποίο εξελίχτηκε σε Siciliani και έγινε Σικελιανός

Του δόθηκε το όνομα Άγγελος, που ο ποιητής θεωρούσε σαν το μελωδικότερο όνομα της ελληνικής γλώσσας, λόγω του μελίρρυτου ήχου του γράμματος λ και ο Γιάννης Ρίτσος στη συλλογή του «Συντροφικά τραγούδια» δοξάζει το όνομα:

« Άγγελε, Αρχάγγελε, ο αρχάγγελος του λόγου σου περιίπταται

μέσα στον κατάφωρο ελληνικόν αγέρα.

Άγγελε, Αρχάγγελε, στον ανεμόφερτον οίστρον σου πως κλάγγιζαν

έρωτες, θάλασσες, βουνά, λιοντάρια, πλάτανοι κι αστέρια….».

Όντως ήταν προικισμένος από τη φύση, αφού ήταν πολύ όμορφος, σαν αρχαίος θεός, είχε παράστημα, βαριά βροντερή φωνή και έκανε μεγαλόπρεπες χειρονομίες που γοήτευε το κοινό.

Ο Ιούνης της ζωής του ξεκινάει με τη γιορτή του. Δεν γιόρταζε στις 8 Νοέμβρη, αλλά την ημέρα του Αγίου Πνεύματος που συνήθως έπεφτε αυτόν τον μήνα, ημέρα που γιόρταζε και το μοναστήρι της Φανερωμένης στη γενέτειρά του.

Ο πρώτος έρωτας που τον σημαδεύει στα 23 χρόνια, ήταν η, κατά 10 χρόνια μεγαλύτερή του, φιλελεύθερη αντικομφορμίστρια, ηθοποιός, χορογράφος, συνθέτρια, υφάντρα αρχαίων ελληνικών ενδυμάτων και συνοδοιπόρος του στην αναβίωση των Δελφικών γιορτών, Εύα (Εβελίνα) Πάλμερ (Νέα Υόρκη 1874 - Δελφοί 1952), μια πανέμορφη με μακριά καστανοκόκκινα μαλλιά πλούσια αμερικάνα σοσιαλίστρια.

Τη γνώρισε το 1907 στο σπίτι της Ισιδώρας Ντάνκαν στον Κοπανά, όπως ονομαζόταν τότε ο Βύρωνας, την παντρεύεται την ίδια χρονιά και τη χωρίζει το 1934, αφού το 1933 η Εύα φεύγει για την Αμερική, έχοντας ξοδέψει και το τελευταίο σεντ της περιουσίας της, ενώ αυτός απομονώνεται στη Σαλαμίνα. Καρπός τους ο γιός τους Γλαύκος που γεννήθηκε το 1909.

Μαζί ζήσανε πολύ παράδοξα, αρχικά σ’ ένα φτωχό δωμάτιο στον Αϊ- Νικόλα της Λευκάδας, αργότερα σε πολυτελείς βίλες στην οδό Αγίου Μελετίου, στη Κηφισιά, στη Συκιά Κορινθίας, στη Σαλαμίνα καθώς και στη βίλα «αητοφωλιά» στους Δελφούς. Αμάξια με άσπρα άλογα με τα οποία κυκλοφορούσε στην Αθήνα, ντυμένος στ’ άσπρα σαν αρχαίος έλληνας- μάλιστα μία από τις άμαξες την διέθετε για να κατεβαίνει στο Φάληρο η Μαρία Πολυδούρη. Όλα αυτά με τη χρηματοδότηση της Εύας. Μοιράζονταν τις ίδιες ιδέες και τα ίδια όνειρα, γι’ αυτό πολλοί βιογράφοι του την χαρακτήρισαν «ιέρεια της ποίησής του».

Η Εύα γύρισε μετά το θάνατό του στην Ελλάδα και πέθανε στις 4 Ιουνίου 1952 σε ηλικία 78 χρόνων από καρδιακή προσβολή κατά τη διάρκεια παράστασης του «Προμηθέα Δεσμώτη». Τάφηκε, σύμφωνα με επιθυμία της, στους Δελφούς.

 Tornos News | Cutlural Tourism: New biography of Eva Palmer Sikelianos

 

 

Με τη δεύτερη μούσα της ζωής του, την Άννα Καμπανάρη ( Αθήνα 1904-2006) έζησε ένα σφοδρότατο έρωτα. Την παντρεύτηκε στις 17 Ιουνίου 1940, στην ύπαιθρο, την περίφημη «αγέλαστη πέτρα», μέσα στο τελεστήριο της αρχαίας Ελευσίνας, όπου είχε καθίσει η θεά Δήμητρα για να κλάψει τη κόρη της Περσεφόνη.

 Άννα Σικελιανού (Αθήνα, 1900 ή... - μικρή και μεγάλη οθόνη | Facebook

 

Η Άννα όταν τον γνώρισε ήταν παντρεμένη από το 1922 με τον κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερό της (αυτή 18 και αυτός 45 χρόνων) πνευμονολόγο γιατρό και ιδρυτή του σανατορίου του Πηλίου Γιώργο Καραμάνη.

Σε συνέντευξή της το 1993 και στην ερώτηση της δημοσιογράφου Γεωργίας Καρρά, πως τη ζήτησε ο ποιητής για πρώτη φορά να δημιουργήσουν σχέση, απάντησε:

«Θα’ θελα να σας επισκεφτώ στο ερημητήριό σας»

«Θα ’ρθετε για το Πήλιο, όχι για μένα»

«Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο από σας».

Την τελευταία ονομαστική γιορτή του την έζησε στη κλινική «Παμμακάριστος» στις 18 Ιουνίου 1951.

Την άλλη μέρα 19 Ιουνίου 1951 στις 8 ακριβώς το βράδυ έγινε «άγγελος», όπως ήταν η επιθυμία του, την οποία εξεδήλωσε στη νοσοκόμα που του φρόντιζε:

«Χρυσή μου, ο Θεός μου έβαλε Άγγελο. Παρακαλώ τη Παναγιά, όταν πεθάνω, Άγγελο κοντά της να με βάλει».

Αιτία θανάτου το πνευμονικό οίδημα. Ήταν 67 χρόνων. Η υγεία του ήταν εύθραυστη από το 1943, όταν την ημέρα της κηδείας του Παλαμά, κρατώντας στον ώμο του το σκήνωμα του μεγάλου ποιητή απήγγειλε κάτω από τη μύτη των Γερμανών, «Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα! Ένας λαός, σηκώνοντας τα μάτια του, τη βλέπει», ο γιατρός διέγνωσε βλάβη στο κυκλοφορικό, αφού η πίεσή του ανέβαινε στο 30!! Ετάφη στους Δελφούς, δίπλα στο τάφο της μητέρας του και τον ακολούθησε ένα χρόνο αργότερα σε διπλανό τάφο και η Εύα.

Τον θάνατό του τον ανήγγειλε η Άννα στην Εύα με τη φράση: «Χάσαμε τον Άγγελό μας»!!!

Κλείνω παραθέτοντας μερικά αποσπάσματα από τα ερωτικά γράμματα που έγραψε στην Άννα, από την Άνοιξη του 1938 έως τα τέλη του 1947, που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «ΙΚΑΡΟΣ» τον Ιούνιο του 1981 με τίτλο «Γράμματα στην Άννα».

Τα γράμματα αυτά είναι ένας ορμητικός ποταμός ερωτικού συναισθήματος, όταν γράφει: «Το βουβό λυγμό Σου τόνε πίνω από το στόμα Σου, καθώς δεν ήπια βρέφος από το βυζί το γάλα».

«Κράτησε με γλυκά, σφιχτά στον κόρφο Σου, όσο θα μου λείψεις. Νιώθε με γερμένο απάνω Σου, μ’ όλο το βάρος του πόνου μου και της απαντοχής μου!».

Διάλεξα αποσπάσματα από 4 γράμματα που έγραψε μήνα Ιούνιο.

1.- Σαλαμίνα, 20 Ιουνίου 1938:

«Πνοή μου μονάκριβη, φροντίδα μου άγια, ακοίμητη, άσβηστη, Άννα.

Αν πρέπει, Αχώριστο μου Ταίρι, απόψε θα καθίσεις δίπλα στον Πατέρα, ο Άγγελος θα κλείσει μέσα στη καρδιά του τη Λατρεία του σε μια προσευχή βουβή κι αδιάκοπη, θα κλείσει και τα μάτια να Σε βλέπει μέσα του ολοένα, ως τη στιγμή που πάλι θάρθεις να τα’ ανοίξεις με την πνοή Σου!

Αν πάλι θέλεις να’ ρθει ο Άγγελος αυτού, να παραστέκει ακοίμητα σιμά Σου, να φιλήσει σιωπηλά τα χέρια του Πατέρα, η ψυχή του ακέρια και το σώμα θα’ ναι εκεί στο κάλεσμά Σου! Η ψυχή μου και το σώμα, σε χαρά και πόνο, πλάϊ Σου πια ως τον τάφο, μες στο τάφο, πέρα από τον τάφο.

Άννα μου, Άννα μου, Άννα. Στα θεία Σου πόδια, όλα του νου και της καρδιάς μου τα φιλιά!».

2.- Νύχτα, Αθήνα, 8 Ιουνίου 1939:

…Άννα διψώ να ακούσω απόψε πως μ’ αγαπάς!

Έχω το στήθος μου γεμάτο απόψε από λυγμούς Λατρείας, έχω το στήθος μου γεμάτο από το πρώτο απόλυτο ερώτημα, Άννα!

…..Απάντησέ μου απόψε, Αγάπη μου, σα να ‘ναι εκείνη η πρώτη, η πρώτη Νύχτα, απάντησέ μου απόψε, Αγάπη μου και για όλη μας τη ζωή».

3.- Στην καμαρούλα του Βόλου, 14 Ιουνίου 1939:

« ….Έτσι, Λατρεία μου, είμαι κλεισμένος σήμερα, καθώς η κάμπια υφαίνει μόνη το κουκούλι της γιατί βαθιά της νιώθει πως ό, τι πρωτύτερα την έκανε να σέρνεται στη γη θ’ ανθίσει τέλος σε φτερό… .Έτσι είμαι κλεισμένος θεληματικά, θεϊκιά μου απαντοχή, μες τη μικρούλα κάμαρα πιστά και υπομονετικά, γιατί πιστεύω πως μια μέρα- αυτή που μου’ ταξες- θα φτερουγίσω απέραντα μαζί Σου μες στο φως και στη δροσιά και στ’ άρωμα της τέλειας Λευθεριάς…».

4.- Τετάρτη πρωί, 21 Ιουνίου 1939, Χαλκίδα:

« Άννα μου,

Σ’ αγαπώ όπως τα μικρά παιδιά αγαπούν τα παραμύθια. Η ψυχή μου ξάπλωσε στα μοσχοβολημένα πόδια Σου και κλαίει σιγά και Σου τα λούζει τρυφερά….».

*Ο Γ.Μ είναι δικηγόρος