Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2018

ΟΜΙΛΙΑ ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ


ΟΜΙΛΙΑ ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

ΣΤΟ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ  ΒΡΑΔΙΝΟ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ

 

 

 Την  προσεχή Δευτέρα 29η Οκτωβρίου  και ώρα 7.μ.μ. και στα πλαίσια των προγραμματισμένων ομιλιών των Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών με τη συνεργασία της Δημοτικής Βιβλιοθήκης –Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Πατρέων, θα  μιλήσει ο συμπολίτης συγγραφέας-ποιητής και μέλος του Δ.Σ. της Εταιρείας
 ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ  με θέμα :
 «Ο κυνισμός των Φιλοσόφων»

Την εκδήλωση θα προλογίσει  και       θα συντονίσει   ο πρόεδρος της Εταιρείας   Λεωνίδας Μαργαρίτης.

Η είσοδος για το κοινό θα είναι ελεύθερη.

ΔΙΑΛΕΞΗ ΣΟΦΙΑΣ ΒΑΣ.ΚΑΥΚΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΗ ΔΙΑΚΙΔΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΛΑΟΥ ΠΑΤΡΏΝ



                                             «ΤΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΗΘΗ 
ΟΠΩΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΕΡΓΑ ΤΩΝ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΩΝ ΤΗΣ ΑΛΩΣΗΣ»

                                     Ομιλία Σοφίας Καυκοπούλου


                              (Διακίδειο Σχολή Λαού Πατρών, 10 Νοεμβρίου 2018)
Οι τέσσερις χρονογράφοι τής Άλωσης, όπως είναι διαδεδομένο να λέγονται, ήτοι οι Δούκας, Κριτόβουλος, Σφραντζής και Χαλκοκονδύλης, έχουν μελετηθεί από πολλούς ερευνητές. Τα έργα τους είναι οι κυριότερες πηγές μας για το πρώτο μισό τού 15ου αι. Δεν είναι οι μόνοι που έγραψαν σχετικά την Άλωση, αλλά οι μαρτυρίες τους είναι οι πιο κοντινές στα τεκταινόμενα.
Τί είναι όμως τα Χρονικά; Πρόκειται για έργα που αφηγούνται γεγονότα με αυστηρή γραμμική χρονολόγηση, από μία αρχή, έως κάποιο τέλος. Μπορεί να είναι έμμετρα ή πεζά, ενώ δεν είναι εξακριβωμένη η ιστορική τους αξία, πέραν των στοιχείων που συνεπάγονται από όσα αφήνει ο συγγραφέας να διαφανούν. Πολλές φορές, ερχόμενα στα χέρια κάποιου άλλου, η αφήγηση προχωρά, ενώ μπορεί να υποστούν και κάποια περεταίρω επεξεργασία όσον αφορά την γλώσσα, την μορφή, ενδεχομένως κάποιες προσθήκες κ.λπ. Η συγγραφή Χρονικών, υπήρξε πάντοτε προσφιλής συνήθεια των ανθρώπων, για να διασώσουν πληροφορίες για γεγονότα που έζησαν ή για τα οποία άκουσαν από άλλους. Ιδιαιτέρως στον Μεσαίωνα, ήσαν δημοφιλή και έχουν σωθεί αρκετά, στα οποία μπορούμε να βρούμε πρότυπα από αρχαιοελληνικά Χρονικά. Πολλάκις, η συγγραφή Χρονικών ανατίθετο ως εργασία σε κάποιους λογίους, με σκοπό την απαθανάτιση κατορθωμάτων βασιλέων, ηρώων κ.ά.
Αν και η Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε συρρικνωθεί πολύ νωρίτερα, ήδη από το 1204, έτος κατά το οποίο οι Λατίνοι άλωσαν την Πόλη και η αυτοκρατορία είχε κατακερματιστεί στα γνωστά μας κρατίδια, Νίκαιας, Τραπεζούντας, Ηπείρου και Μυστρά, το ελληνικό στοιχείο, σε αυτούς τούς ύστερους αιώνες, είχε γίνει πλέον παραπάνω από εμφανές. Η Παλαιολόγεια Αναγέννηση βρισκόταν σε έξαρση και η ελληνικότητα είχε αρχίσει να γίνεται συνείδηση, αποκομμένη πλήρως από την παλαιότερη ταύτιση με την ειδωλολατρία.
Η οθωμανική κατάκτηση, η οριστική Άλωση τής Ορθοδόξου Ανατολής, βρήκε την Δύση σε θέση θεατή, μη δυνάμενου να κατανοήσει την ρότα των γεγονότων, και την ίδια την Ανατολή σε θέση αμυνόμενου πολεμιστή με συναίσθηση τής αδυναμίας του. Φυσικά, στα ταραγμένα γεγονότα που προηγήθησαν τού 1453, αλλά και στα μετέπειτα, πολλές ήσαν οι γνώμες που διατυπώθησαν από τις σημαίνουσες προσωπικότητες τού καιρού, γνώμες που πολλάκις συγκρούοντο μεταξύ τους, καθώς ο καθένας εξέφραζε το κατά το δοκούν ωφέλιμο για την σωτηρία τού έθνους, τού κράτους, τής παιδείας, τής πίστεως και τού εν γένει πολιτισμού που χαρακτήριζε το χωροχρονικό πλαίσιο των γεγονότων.
Δίνοντας κάποια στοιχεία για τους συγγραφείς που μάς ενδιαφέρουν, σκιαγραφούμε πρωτίστως την προσωπικότητα, τη θέση και το ρόλο που διαδραμάτισαν.
Ο Δούκας, δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς γεννήθηκε, ούτε το όνομά του. Φαίνεται να έζησε μεταξύ 1400 έως 14701. Εικάζεται πως λεγόταν Μιχαήλ, καθώς αυτό ήταν το όνομα τού παππού του, ο οποίος ετάχθη με το μέρος τού Ιωάννη Στ’ Καντακουζηνού, κατά  τις εμφύλιες διαμάχες τού 1341-1347, αιχμαλωτίστηκε μάλιστα από τον Αλέξιο Απόκαυκο, όμως η δολοφονία τού Απόκαυκου έδωσε την ευκαιρία στον Μιχαήλ Δούκα, να δραπετεύσει μεταμφιεσμένος σε μοναχό και να ζητήσει  άσυλο στον Οθωμανό εμίρη τής Εφέσου, παραμένοντας στην Αυλή του κατά πάσα πιθανότητα ως γιατρός2. Συνεπώς, μεταξύ των Δουκών  και τού εμίρη, δημιουργείται μία σχέση φιλική, ενώ οι Δούκες, ανάγονται σε σημαντικούς μεταφραστές των Οθωμανών με τούς Ιταλούς εμπόρους.
Τα λιγοστά στοιχεία που έχουμε για τον Δούκα, είναι όσα ο ίδιος αφήνει να φανερωθούν, από το ίδιο το κείμενό του. Ουσιαστικά, ο Δούκας σχολιάζει τα τεκταινόμενα κατά τα πρώτα 60 χρόνια τού 15ου αι.. Ο Δούκας γνωρίζει και τις τρεις βασικές γλώσσες τής εποχής του, ελληνικά, ιταλικά και τουρκικά. Η σταθερά γύρω από την οποία πλέκει την αφήγησή του, είναι ο χριστιανισμός, ο οποίος θα έπρεπε κατά την γνώμη του να ενωθεί σε Ανατολή και Δύση3.
Γύρω στα 1421, ο Δούκας από την Μυτιλήνη, ήταν γραμματέας τού Γενουάτη Adorno4. Αργότερα, στα 1451, ενώ βρίσκεται στην υπηρεσία των Gattelousi στην Λέσβο5, πηγαίνει στην Αδριανούπολη. Η Άλωση, απετέλεσε για τον ιστορικό, ένα γεγονός ανάλογο με την πτώση τής Ιερουσαλήμ στα 576 π. Χ., γεγονός το οποίο θρηνεί, έχοντας βαθειά γνώση τής Βίβλου6. Κατά την διάρκεια τής Άλωσης, δεν βρισκόταν ο ίδιος στην Πόλη, ενώ οι περιγραφές του βασίζονται σε στοιχεία που συνέλεξε από αυτόπτες μάρτυρες, τόσο Έλληνες όσο και Τούρκους7.
Ένα γεγονός που προκάλεσε ιδιαίτερη λύπη στον Δούκα, είναι η κατάληψη τής Νέας Φώκαιας από τούς Οθωμανούς, ενώ ο ίδιος παραμένει στην Μυτιλήνη, έως και το 1462, έτος κατά το οποίο ο Μωάμεθ ο Πορθητής καταλαμβάνει τη νήσο8. Ο Δούκας μάλιστα, εστάλη από τον ηγεμόνα τής νήσου, προς υποδοχή τού σουλτάνου με πλούσια δώρα9, ενώ ετοίμασε και πολυτελές δείπνο για εκείνον10.
Η μαρτυρία τού Δούκα έχει μεγάλη ακρίβεια και αξιοπιστία, καθώς πέραν τού προσωπικού χαρακτήρα τής αφηγήσεως, τα γεγονότα που περιγράφει είναι πραγματικά και οι λεπτομέρειες που δίνει, είναι ορθά και λογικά διατυπωμένες. Ιδίως όσον αφορά στα γεγονότα τού 15ου αι.. Οι Οθωμανοί Τούρκοι, παρουσιάζονται ως μία νομαδική φυλή, η οποία θέλει να αφομοιώσει και εξουδετερώσει το ελληνικό στοιχείο. Για εκείνον, η εθνική ανεξαρτησία είναι ζήτημα υψίστης σημασίας, ενώ η φιλενωτική στάση του, υπήρξε αποτέλεσμα τής πεποίθησής του για κοινούς δεσμούς Ανατολής – Δύσης.
Η αφήγηση τού Δούκα κινείται σε δύο αντιθετικούς αλλά τεμνόμενους άξονες. Αφ’ ενός εξιστορεί την άνοδο των Τούρκων, αφ’ ετέρου μιλά για την σταδιακή συρρίκνωση τής Αυτοκρατορίας. Οι Τούρκοι είναι διαρκώς άρπαγες και άνθρωποι δίχως εντιμότητα, ενώ οι Ρωμαίοι, ο χυδαίος όχλος, όπως επανειλημμένως τονίζει, δεν έχουν σθένος και αποφασιστικότητα. Στέκεται με συμπάθεια απέναντι στην φιγούρα τού τελευταίου Παλαιολόγου, τού Κωνσταντίνου, -παρ’ ό, τι δεν τον θεωρεί αυτοκράτορα των Ρωμαίων-, για το γεγονός ότι αμύνθηκε έως το τέλος υπέρ τού Κράτους11. Όσον αφορά τον Μωάμεθ, σε όλο το έργο του, τον χαρακτηρίζει ως τύραννο.
Ο λόγος του ιστοριογράφου είναι γεμάτος λυρισμό με έντονες συναισθηματικές μεταπτώσεις, ενώ το ύφος του, πολλές φορές θυμίζει τραγωδία, πλέκοντας με δεξιοτεχνικό τρόπο τα συναισθήματα που προκαλεί κάθε γεγονός, τις εικόνες με έντονη συγκινησιακή φόρτιση και με κορύφωση τον θρήνο για την πτώση τής Πόλεως12. Παρατηρείται μάλιστα χρήση παρομοιώσεων, με αναφορές τόσο σε χριστιανικά πρότυπα και χωρία των Γραφών13, όσο και σε πρόσωπα τής ελληνικής μυθολογίας, τα οποία συμπλέκονται στην διήγηση, με τις αναφορές στους Οθωμανούς14. Γίνεται φανερό πως η ιστοριογραφία τού Δούκα έχει ως πρότυπο έργα δραματικά, τόσο στις περιγραφές, όσο και στον περιβάλλοντα χώρο που δημιουργεί. Ακόμη, όσον αφορά στις προσωπικότητες τού βασιλέως Κωνσταντίνου και τού σουλτάνου Μωάμεθ, παρουσιάζεται ο μεν πρώτος ως γενναίος υπερασπιστής τού ελληνικού στοιχείου, ο μεν δεύτερος ως καταστροφέας αυτού.
Ο φόβος τού Δούκα είναι διάχυτος και σχετίζεται με την τρομακτική σκέψη πως η πνευματικότητα τού Χριστιανισμού θα υποταχθεί στην σαρκολατρεία τού Ισλάμ. Εξηγείται κατ’ αυτόν τον τρόπο, το γιατί ο συγγραφέας θρηνεί για τα λείψανα των αγίων, περισσότερο απ’ ό, τι για την υποδούλωση τού λαού15. Ο Δούκας αποστρέφεται τα ερωτικά ήθη των Οθωμανών, τα οποία θεωρεί ότι με την ελευθεριότητά τους θα πλήξουν τα ήθη των Ρωμαίων. Η Κωνσταντινούπολη είναι το κέντρο τής ιστορίας του, όμως πλέον βρίσκεται σε ξένα χέρια. Μετά το 1453, δεν αναφέρεται ξανά σε αυτήν, ενώ το κέντρο ενδιαφέροντος μετατίθεται στην Πελοπόννησο.
Ο Κριτόβουλος, ο επονομαζόμενος Ίμβριος, καταγόταν από αρχοντική οικογένεια τής Ίμβρου, ενώ το πραγματικό του όνομα ήταν Μιχαήλ Κριτόπουλος. Το πιθανό έτος γεννήσεώς του, μπορούμε να τοποθετήσουμε στην δεκαετία 1400-1410. Ως έφηβος, βρέθηκε κατά πάσα πιθανότητα στην Κωνσταντινούπολη, όπου έλαβε σπουδαία μόρφωση. Διατηρούσε μάλιστα σχέσεις, με πολλούς λογίους τής εποχής του, όπως ο Γεώργιος Σχολάριος, μετέπειτα πατριάρχης Γεννάδιος Β’, ο Ιωάννης Ευγενικός, ο Γεώργιος Αμοιρούτζης, ο Θεόδωρος Αγαλλιανός.
Ο Κριτόβουλος κατείχε το αξίωμα τού ύπατου αρμοστή τής Ίμβρου, από το 1456 έως το 1460 τουλάχιστον, κατ’ εντολή τού σουλτάνου16. Μετά την κατάκτηση τού νησιού από τούς Βενετούς, στα 1466, φαίνεται πως μετοίκησε στην Πόλη, ζώντας εκ τού σύνεγγυς την επιδημία πανώλης τού 1467. Τελευταία απόδειξη ότι ήταν ζωντανός, είναι στα 1467/8, όταν τού έστειλε μία επιστολή ο Γεώργιος Αμοιρούτζης. Το έργο τού Κριτόβουλου, απαρτίζεται από πέντε βιβλία, στα οποία εξιστορούνται τα γεγονότα των ετών 1451-1467. Ο ίδιος ο συγγραφέας, προβάλλει έντονα την πεποίθηση πως βρίσκεται σε ένα ιστορικό μεταίχμιο, ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς, μία αυτοκρατορία που περνά σε άλλα χέρια. Κεντρικός ήρωας τού έργου, είναι ο Μωάμεθ ο Πορθητής.
Η εξιστόρηση τού Κριτόβουλου αρχίζει από το έτος 1451, όταν ο Μωάμεθ ανεβαίνει στον θρόνο. Το έργο άλλως τε, είναι αφιερωμένο στον σουλτάνο17. Η αφήγηση χαρακτηρίζεται από έντονη παραστατικότητα, έχοντας ως πρότυπο την αρχαιοελληνική ιστοριογραφία, κυρίως το ύφος τού Θουκυδίδη18, αλλά και τον Ηρόδοτο, τον Αίλιο Αριστείδη, τον Φλάβιο Ιώσηπο, τον Αρριανό. Μιμούμενος, μάλιστα, ο Κριτόβουλος, υπέρμετρα το ύφος τού Θουκυδίδη, πολλές φορές θέτει υπό αμφισβήτηση την δική του αξιοπιστία19. Η αφήγηση της Άλωσης, περιλαμβάνει σχεδόν όλο το πρώτο βιβλίο, ενώ στα υπόλοιπα τέσσερα βιβλία, περιγράφονται οι εκστρατείες τού Μωάμεθ, αλλά και το έργο του, με σκοπό να γίνει η Κωνσταντινούπολη μία νέα πρωτεύουσα τής Οθωμανικής πλέον, αυτοκρατορίας. Αφ’ ενός η μετοίκηση κατοίκων από άλλα μέρη στην Πόλη, και αφ’ ετέρου η σταδιακή συσσώρευση πλούτου εκεί, συνηγορούν στην δύναμη που ήθελε να δώσει ο Μωάμεθ στην νέα του πρωτεύουσα και αυτή η πρακτική προβάλλεται ιδιαιτέρως από τον Κριτόβουλο, ο οποίος θεωρεί άξια εξιστόρησης όλα τα ανωτέρω, ώστε να δώσει στον αναγνώστη να κατανοήσει ότι το ζητούμενο ήταν η μετάβαση τής εξουσίας από τους Ρωμαίους, στους Οθωμανούς. Ο Κριτόβουλος πολλές φορές συνηθίζει να αναφέρει με τις αρχαίες τους ονομασίες τόπους, ορεινούς όγκους, ποταμούς κ.λπ., συχνά εσφαλμένα20.
Αμέσως μετά την Άλωση, ο Κριτόβουλος ξεκινά να γράφει το έργο του, μέχρι τα γεγονότα τού φθινοπώρου 1461. Το έργο αφιερώνει στον σουλτάνο, όμως έπειτα συνεχίζει την επεξεργασία, έως το έτος 1467, οπότε και πάλι προχωρά σε αφιέρωση στον σουλτάνο. Ο συγγραφέας είναι ευκόλως αντιληπτό, ότι ανήκει σε μία μερίδα τής βυζαντινής αριστοκρατίας, που σε καμμία περίπτωση δεν ήθελε να απωλέσει τα προνόμιά της, ως εκ τούτου είδε ως μόνη λύση την καλή σχέση με την οθωμανική διοίκηση και την συμβιβαστική διάθεση. Για όσα γεγονότα ο ιστοριογράφος μας δεν έχει προσωπική μαρτυρία, στηρίζεται σε προφορικές ελληνικές και οθωμανικές πηγές.
Ο Γεώργιος Σφραντζής γεννήθηκε στις 30 Αυγούστου 1401 στην Κωνσταντινούπολη, όπως ο ίδιος μάς πληροφορεί στον πρόλογο τού χρονικού του21. Ο πατέρας του, ο οποίος καταγόταν από την Λήμνο, υπήρξε παιδαγωγός τού Θωμά Παλαιολόγου, γιού τού αυτοκράτορος Μανουήλ Β’. Ο ίδιος ο Γεώργιος, σε ηλικία 16 ετών, ανέλαβε χρέη τραπεζοκόμου και υπευθύνου για τον κοιτώνα τού αυτοκράτορος. Έμεινε ορφανός το έτος 1416/17 μετά από επιδημία λοιμού από τον οποίο ασθένησαν οι γονείς του22.
Ο ιστοριογράφος μας, δεν δίνει ο ίδιος πληροφορίες για την μόρφωση που ενδεχομένως έλαβε, όμως μπορούμε να αποκτήσουμε σαφή εικόνα, λόγω των υψηλών αξιωμάτων στα οποία γνωρίζουμε πως αναρριχήθηκε. Παρουσιάζεται από το κείμενο ως ο πλέον αγαπητός φίλος και συνεργάτης των Παλαιολόγων, ιδιαιτέρως δε του Κωνσταντίνου ΙΑ’, τελευταίου αυτοκράτορος. Διακατέχεται μάλιστα από τόσο αγαθή προαίρεση απέναντί τους, ώστε δεν θίγει ζητήματα που θα μπορούσαν να προσβάλουν με οποιονδήποτε τρόπο τα μέλη τής δυναστείας τους.
Στα 1425, ο Γεώργιος Σφραντζής, βρέθηκε στην Πελοπόννησο, ακολουθώντας τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Εκεί, πέρασε πολλές δοκιμασίες, πέφτοντας αιχμάλωτος σε χέρια Οθωμανών κι έπειτα Καταλανών, ενώ στα 1430 διορίστηκε διοικητής τής Πάτρας και στα 1432 έλαβε τον τίτλο τού πρωτοβεστιαρίτη. Στις 26 Ιανουαρίου 1438, νυμφεύτηκε την Ελένη, κόρη τού αυτοκρατορικού γραμματέως Αλεξίου Παλαιολόγου Τζαμπλάκωνα. Τα πέντε παιδιά που απέκτησαν, απεβίωσαν όλα σε μικρή ηλικία, έως το 1455. Ο Σφραντζής, στις 6 Δεκεμβρίου 1440, εστάλη στην Λέσβο από τον Κωνσταντίνο, για να ζητήσει σε γάμο την Κατερίνα Gattelousi. Το 1442, ορίστηκε διοικητής Σηλυβρίας, ενώ την 1η Σεπτεμβρίου 1446, ανέλαβε διοικητής τού Μυστρά, με σπουδαία προνόμια. Στα τέλη τού 1448, ανακοίνωσε στον σουλτάνο Μουράτ Β’, την απόφαση όλων των αρχόντων και τού λαού, για να ανέβει ο Κωνσταντίνος στον θρόνο. Στα 1451, μετά από μία δύσκολη διπλωματική επιστολή, του δόθηκε το αξίωμα τού μεγάλου λογοθέτη.
Κατά την Άλωση, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει, δεν ήταν στο πλευρό τού αυτοκράτορος, καθώς είχε αιχμαλωτιστεί, ενώ έπειτα μπόρεσε να διαφύγει με την σύζυγο και την μοναδική κόρη που τού είχε απομείνει, στον Μυστρά. Από τον δεσπότη Θωμά Παλαιολόγο, εστάλη σε αρκετές διπλωματικές αποστολές. Στα 1468, μαζύ την σύζυγό του, Ελένη, απεσύρθησαν σε μοναστήρι και έλαβαν το μοναχικό σχήμα μετονομαζόμενοι Γρηγόριος και Ευπραξία αντίστοιχα23.
Το Χρονικό του, αποτελεί πολύτιμη πηγή για την εποχή που περιγράφει, καθώς το χαρακτηρίζει ακρίβεια και συνέπεια. Ο Σφραντζής, ως κύριος μάρτυρας των γεγονότων που εξιστορεί, μας εκθέτει την πολιτική, εκκλησιαστική και στρατιωτική κατάσταση με τον ορθότερο τρόπο. Χρησιμοποιώντας σε μεγάλο βαθμό εκκλησιαστική ορολογία, αναφέρεται πολλάκις στην Βίβλο και τούς Πατέρες τής Εκκλησίας, χωρίς όμως να απουσιάζουν και διπλωματικοί όροι από το κείμενο24. Η αφήγησή του φθάνει έως το 1477. Έχουν σωθεί δύο παραλλαγές τού χρονικού του, το Μεγάλο Χρονικό και το Βραχύ Χρονικό25.
Ο Σφραντζής χρησιμοποιεί απλή, εύληπτη γλώσσα, την καθομιλουμένη βυζαντινή, με προσθήκη τουρκικών ή λατινικών λέξεων και τοπωνύμια με την αρχαία και σύγχρονή τους ονομασία.
Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, δεν είναι γνωστό πότε και πού ακριβώς έζησε, ούτε πότε συνέγραψε το χρονικό του. Γνωρίζουμε μόνο πως ήταν γυιός τού Αθηναίου Γεωργίου Χαλκοκονδύλη και ότι στην πραγματικότητα λεγόταν Νικόλαος και όχι Λαόνικος. Επίσης, το θέρος τού 1447 ήταν ακόμη νέος και σπούδαζε στον Μυστρά κοντά στον Πλήθωνα26. Η γέννησή του τοποθετείται στα τέλη τού 1420-143027, ενώ σε μικρή ηλικία βρέθηκε στον Μυστρά και μαθήτευσε κοντά στον φιλόσοφο Γ. Γεμιστό –Πλήθωνα28. Ο χρόνος θανάτου του ορίζεται γύρω στο 149029, ενώ μάλλον λόγω αυτού, δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την επεξεργασία τού έργου του και να τελειώσει ομαλά την αφήγησή του30.
Ο τελευταίος χρονικά ιστοριογράφος τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, συνέγραψε το έργο Απόδειξις Ιστοριών σε δέκα βιβλία, στα οποία αναλύει την περίοδο 1298-1463, ενώ έγινε γνωστός από τον 16ο αι.31. Τα έργο του γνώρισε επανειλημμένες αντιγραφές, με αποτέλεσμα να σώζεται σε 29 κώδικες σε Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Γερμανία, Αγγλία32. Μάς παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για την ευρωπαϊκή και μεσανατολική ιστορία και εθνογραφία τού 15ου αι., ειδικότερα δε, για την εξάπλωση των Οθωμανών Τούρκων από τον 13ο αι. κ.ε.33.
Το ύφος τού Χαλκοκονδύλη είναι άχρωμο, χωρίς συναισθηματισμούς, ενώ φαίνεται πως δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας, αλλά ένας διανοούμενος, που έγραψε ιστορία επιστημονικά, με αντικειμενικότητα προς τούς Οθωμανούς34. Χρησιμοποιήθηκε μάλιστα εκτεταμένα για τη συγγραφή πρώιμων έργων τουρκικής ιστορίας, από Έλληνες και Ευρωπαίους ερευνητές35. Πρότυπο τής ιστοριογραφίας τού Χαλκοκονδύλη υπήρξε ο Ηρόδοτος, αλλά στην γλώσσα μιμείται τον Θουκυδίδη36.
Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης δεν φαίνεται να κατείχε κάποιο αξίωμα, ούτε στην Βυζαντινή, ούτε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία37. Στην αμέσως μετά την Άλωση εποχή, ο Χαλκοκονδύλης, φαίνεται πως μετοίκησε στην Κρήτη, σύμφωνα με επισταμένη μελέτη τού E. Darkó38, ο οποίος μάλιστα τον ταυτίζει με τον πρωτόπαπα των Χανίων, Λαόνικο, μαθητή τού Μιχαήλ Αποστόλη και πρώτο εκδότη τής Βατραχομυομαχίας, στην Βενετία, το 146839. Αυτός μάλιστα ο Λαόνικος, δεν ήταν κρητικής καταγωγής, αλλά ήρθε στα Χανιά από κάπου αλλού40. Από τις πιο χαρακτηριστικές ομοιότητες που συνηγορούν ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, είναι ότι τόσο ο Χαλκοκονδύλης όσο και ο πρωτόπαπας Λαόνικος, είχαν ασχοληθεί με το φιλοσοφικό πρόβλημα τής διπλής τέχνης τής κίνησης ενώ ήσαν μιμητές τού θουκυδιδικού ύφους41.
Το υψηλό πνευματικό επίπεδο τής Κρήτης42, αλλά και η συχνή θαλάσσια σύνδεση Κρήτης και Βενετίας43, προσέφερε στον Χαλκοκονδύλη την ευκαιρία να αποσυρθεί εκεί και να συγγράψει το χρονικό του44. Ωστόσο το γεγονός ότι έγινε ιερέας, δεν έρχεται σε ολομέτωπη αντίθεση με την προηγούμενη θρησκευτική του ψυχρότητα45, καθώς και οι ιστοριογράφοι Σφραντζής και Κριτόβουλος, έγιναν μοναχοί σε μεγάλη ηλικία.
Όσον αφορά όμως στα θρησκευτικά του πιστεύω, δεν γίνεται καμμία αναφορά, ούτε εκφέρει γνώμη για το βαρυσήμαντο γεγονός τής Συνόδου Φερράρας – Φλωρεντίας46. Ο Χαλκοκονδύλης, βαδίζοντας στα χνάρια τού δασκάλου του, Πλήθωνα, αποδίδει ενέργειες σε κάποια απρόσωπη υπερφυσική δύναμη, την οποία δεν κατονομάζει, ενώ παρουσιάζεται να πιστεύει σε χρησμούς και στην μοίρα47.

Οθωμανοί Τούρκοι

Το Ισλάμ δεν εμφανίστηκε ξαφνικά με τούς Οθωμανούς Τούρκους, αλλά ήταν ήδη γνωστό στους Βυζαντινούς, από τον αραβικό κίνδυνο τού 7ου και 8ου αι.48. Βεβαίως, οι διαφορές ποικίλουν, τόσο εξ αιτίας της ιδιοσυγκρασίας και δύναμης του εκάστοτε εχθρού, αλλά και λόγω του τεράστιου χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε. Η πολεμική κατά τού Ισλάμ, συνίσταται στο γεγονός τής βίαιης θρησκείας, η οποία επιβάλλεται με το τζιχάντ, τον ιερό πόλεμο κατά των απίστων.
Ο ισλαμικός πολιτισμός, είχε στην βάση του επιδράσεις από τον βυζαντινό και τον περσικό πολιτισμό, που δέσποζαν στην λεκάνη τής Μεσογείου πολλά χρόνια πριν από εκείνον49. Κατά τον 9ο και 10ο αι., παρατηρείται η γονιμώτερη περίοδος επαφών μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων, λόγω εμπορίου, συνοριακής γειτνιάσεως, πολιτικών και άλλων προσεγγίσεων50. Μεταφράσεις έργων αρχαίων συγγραφέων στην αραβική γλώσσα, γίνονται συνήθεις51. Στο επίπεδο τής τέχνης επίσης, υπάρχουν δάνεια και αντιδάνεια μοτίβων, σχεδίων και τεχνοτροπίας52. Ας μην ξεχνούμε, πως το αραβικό χαλιφάτο τής Βαγδάτης, ήταν ο μόνος ανταγωνιστής τού Βυζαντίου κατά την πρώιμη μεσαιωνική εποχή, με κορύφωση τής ακμής του, στις αρχές τού 9ου αι.53.
Έως τον 11ο αι., η Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπήρξε η κυρίαρχη δύναμη στην Ανατολή, όμως στα μέσα τού αιώνος, ένας νέος εχθρός έκανε την εμφάνισή του54. Πριν τούς Οθωμανούς, ένα άλλο τουρκικό φύλο, οι Σελτζούκοι Τούρκοι, είχαν απειλήσει σοβαρά την Αυτοκρατορία. Η νίκη τους επί των Βυζαντινών στρατευμάτων στο Μαντζικέρτ τής Αρμενίας, το 107155, ήταν μοιραίο πλήγμα· ένας κακός οιωνός για την πτώση τής Πόλεως, που βρέθηκε στην επιθανάτια κλίνη –για να ξεψυχήσει τελικά- 4 αιώνες αργότερα. Στο Μαντζικέρτ, ο αυτοκράτωρ Ρωμανός Διογένης αιχμαλωτίστηκε και στον θρόνο ανέβηκε ο Αλέξιος Κομνηνός, ο οποίος κατάφερε να ενδυναμώσει το φρόνημα των Βυζαντινών και να διατηρήσει αξιόλογη άμυνα, κάτι για το οποίο πάλευαν και όλοι οι μετ’ έπειτα διάδοχοί του56.
Οι μογγολικές εισβολές τού 13ου αι., σε συνδυασμό με τούς γαζήδες57, που δυσανασχετούσαν κάτω από τον έλεγχο των Σελτζούκων και ενώθηκαν με τούς Μογγόλους, αποδυνάμωσαν την σελτζουκική κυριαρχία58. Κατά την διάρκεια τής βασιλείας τού Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου (1259-1282), ένας νέος εχθρός εκτόπισε βαθμιαίως τούς Σελτζούκους Τούρκους από την Μικρά Ασία. Ήσαν οι Οθωμανοί, ένα τουρκικό φύλο υπό την ηγεσία τού Οθμάν ή Οσμάν, (1288-1326), που αποτελείτο από νομάδες κτηνοτρόφους59. Σταδιακά, οι Οθωμανοί αναμείχθηκαν με Σελτζούκους και Έλληνες τής Ανατολής, ενώ άρχισαν να ασχολούνται με την γεωργία και να αφήνουν τον νομαδικό τρόπο ζωής. Η συνεχόμενη άνοδος των Οθωμανών, δεν είχε προβληματίσει αρχικά την Κωνσταντινούπολη, μέχρι την νίκη των τελευταίων έναντι των βυζαντινών στρατευμάτων, στο Βαφαίο, μεταξύ Νίκαιας και Νικομήδειας, στα 130160. Στα 1326, η Προύσα παραδίδεται έπειτα από συνθηκολόγηση, ενώ ακολουθεί η Νίκαια δύο χρόνια αργότερα και η Νικομήδεια στα 133761. Στα τέλη τού 14ου αι., οι Οθωμανοί ήλεγχαν σχεδόν ολόκληρη την Μικρά Ασία62.
Η πρώτη αναφορά στο έργο του Δούκα για τους Τούρκους, μας πληροφορεί πως κατοικούσαν στη Λυκαονία και εξουσίαζαν τις μακρινότερες περιοχές όπως την Καππαδοκία, τη Γαλατία, την Παμφυλία, την Αρμενία, τον Ελενόποντο, την Πισιδία, τη Λυκία, την Κοίλη Συρία.
Στο έργο του, ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος (1391-1425) μιλά για το Ισλάμ63. Η κυριότερη πηγή ωστόσο για την πρώιμη βασιλεία τού ίδιου τού Μανουήλ Β’, είναι η Ιστορία τού Δούκα. Ο αυτοκράτωρ, έγραψε από προσωπική εμπειρία τα όσα γνωστοποιεί για τούς Οθωμανούς, καθώς πολέμησε στο πλευρό τού Βαγιαζήτ, εναντίων κάποιων σκυθικών φύλων. Η ωμότητα, βαναυσότητα και αγριότητα των Οθωμανών, μένουν ανεξίτηλα χαραγμένες στην μνήμη τού Μανουήλ, ενώ το πιο απίστευτο θέμα, είναι πως όλα αυτά «ευλογούνται» από το Κοράνιο. Ο Δούκας κάνει εκτενή αναφορά σε εμφύλιες συγκρούσεις των Τούρκων, απ’ όπου δε λείπει η λεηλασία και η λαφυραγωγία παρ’ ότι ο εχθρός είναι ομοεθνής και ομόθρησκος. Όπως μας λέει ο ίδιος ιστοριογράφος, συνήθης τιμωρία των Τούρκων για τους κακούργους ήταν ο απαγχονισμός δημοσία θέα.
Η ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στον θεό των Μουσουλμάνων, ο οποίος ευφραίνεται με το αίμα και στον Θεό των Χριστιανών, που πρεσβεύει την αγάπη και τη συγχώρηση, είναι αυτή που κάνει τούς δύο πολιτισμούς να απέχουν παρασάγγας. Ο Μανουήλ Β’, για να κάνει όσο καλύτερα γνωστή την ταυτότητα των Οθωμανών, παρουσιάζει τις θρησκευτικές τους αντιλήψεις, που είναι εν πολλοίς αδιανόητες για τους Ρωμαίους. Φαίνεται ακόμη πως πιστεύουν στην τύχη, τη μοίρα και τη μαντεία.
Οι Τούρκοι, υπέκυπταν συνήθως σε κατώτερα ένστικτα64, ήταν ένα βάρβαρο έθνος με πρωτόγονες συνήθειες, φιλάδικο, που σύμφωνα με τον Δούκα, υποτάσσει τούς αντιπάλους λόγω τού ότι προάγει την αρπαγή και λεηλασία, με αποτέλεσμα οι στρατιώτες ακόμη και με μηδαμινό οπλισμό, να μάχονται με στόχο την σύληση θησαυρών και αγαθών65. Ο ίδιος χρονικογράφος, χαρακτηρίζει το έθνος αυτό ως εντελώς φιλοχρήματο66.
Το κριτήριο γυναικείας ομορφιάς των Οθωμανών, έβρισκε απεχθείς τις ομόφυλες γυναίκες τους, ενώ οι Ευρωπαίες εξαίρονταν για την ομορφιά τους. Ουσιαστικά, ποτέ οι Τούρκοι δεν είχαν συνδέσει το μέλλον τού έθνους και την δημιουργία απογόνων, με την τεκνοποίηση από γυναίκες Τουρκάλες. Τουναντίον, στα χαρέμια υπήρχαν όμορφες Ευρωπαίες, Ρωσίδες ή Σκανδιναβές, οι οποίες επιλέγονταν με κριτήριο την ομορφιά τους και μόνο. Σε αυτό, διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο, η θέση της θρησκείας τους, η οποία ήταν σαφώς προσανατολισμένη στην υποβάθμιση της γυναίκας, ως εκ τούτου η προέλευση ή το θρήσκευμά της δεν έπαιζαν κανένα ρόλο για να τεκνοποιήσει ένα Οθωμανός Τούρκος μαζύ της. Άλλως τε, το δεύτερο σκέλος έχει να κάνει με τους απογόνους, οι οποίοι ασχέτως προς την εθνικότητα ή την πίστη τής μητέρας τους, μεγάλωναν με όλες τις αρχές και την εκπαίδευση που όφειλε να έχει ένας σωστός Μωαμεθανός.
Πολλοί Βυζαντινοί, πίστευαν πως η ραγδαία εξάπλωση των Οθωμανών, ήταν ένα σημάδι από τον Θεό, ο οποίος είχε δυσαρεστηθεί από την συμπεριφορά τού χριστεπώνυμου λαού του, ιδιαιτέρως δε την ψευτοένωση των Εκκλησιών με την Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας. Σε επίπεδο πολιτικής τώρα, η συνήθεια των γάμων για λόγους διπλωματίας, καλά κρατούσε στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αλλά και στις όμορες Αυτοκρατορίες Βουλγαρίας, Ρωσίας, κ.λπ. Με τον τρόπο αυτό, πολλές ευγενείς νέες, αλλά ακόμη και χήρες με ευγενική καταγωγή, συνήπταν γάμους με Οθωμανούς διοικητές κ.ο.κ.
Με εμφανή τον κίνδυνο από την πλευρά των Οθωμανών, αλλά και τον απόλυτο αλυτρωτισμό τής Δύσης, ο λαός της συρρικνωθείσας Αυτοκρατορίας, άρχισε να ψάχνει στήριγμα σε κειμήλια του παρελθόντος, προρρήσεις, ακόμη σε όλα όσα θα μπορούσαν να θυμίσουν στους χριστιανούς Ανατολής και Δύσης την κοινή τους ρίζα, με σκοπό να απωθηθεί από κοινού η τουρκική απειλή. Ο Μανουήλ Β’ στο έργο του Διάλογοι, παρουσιάζει όλο το εύρος τής μουσουλμανικής θρησκείας, έως το βάθος τής υλιστικής της δομής, εν πλήρη αντιθέσει με την πνευματικότητα τού Χριστιανισμού. Το Ισλάμ παρουσιάζεται από τον Μανουήλ Β’, ως η αναβίωση – αντιγραφή μιας παλαιότερης θρησκείας, τής ιουδαϊκής. Εφόσον όμως το Ευαγγέλιο αναγνωρίζεται από τον Μωάμεθ, ως ανώτερο τής Πεντατεύχου, τότε και ο Χριστιανισμός είναι ανώτερος τού Ισλάμ.
Ας μην λησμονούμε λοιπόν, ότι η σύγκρουση Ρωμαίων και Οθωμανών, δεν είναι μόνο πολιτική, αλλά και θρησκευτική, γεγονός που πολλάκις παραθεωρείται. Έχουμε να κάνουμε για περίπτωση τριβής ανάμεσα στον πολιτισμό και την βαρβαρότητα. Όμως οι κάτοικοι και οι βασιλείς τής Ρωμανίας, δεν θα προσπαθούσαν να αντιστρέψουν την τουρκική συνείδηση, αλλά θεώρησαν υπευθύνους τούς εαυτούς τους για όλα τα δεινά, γεγονός που στόχευε στον επαναπροσδιορισμό τού ποιμνίου προς τον αληθεινό Θεό. Κάτι που αν γινόταν απτή πραγματικότητα, θα εμπόδιζε εν τέλει την Άλωση και υποδούλωση στους Οθωμανούς. Εκείνοι ήσαν η τιμωρία τού Θεού για την αμαρτία και την απάθεια των Ρωμαίων.
Ο θρησκευτικός συγκρητισμός μεταξύ Ισλάμ και Χριστιανισμού είναι εμφανέστατος στα χρόνια του Μωάμεθ Α’, οπότε ξεσπούν κάποια κινήματα στην περιοχή της Ανατολίας. Προφανώς, αρκετοί είναι εκείνοι που επιλέγουν να ασπαστούν το Ισλάμ, διατηρώντας ταυτόχρονα την πατροπαράδοτη χριστιανική τους πίστη, ίσως με σκοπό να απολαύσουν προνόμια. Ο Δούκας είναι ο μόνος από τους ιστοριογράφους της Άλωσης, που αναφέρεται στο πολιτικοθρησκευτικό κίνημα του Μουσταφά Περκλητζία, το οποίο εκδηλώθηκε στη Σμύρνη στα 1416.
Οι Βυζαντινοί ιστοριογράφοι με αρχαΐζουσα ορολογία, αποκαλούσαν τούς Τούρκους (Οθωμανούς και Σελτζούκους), με τον φυλετικό χαρακτηρισμό «Πέρσες». Ακόμη, μερικές φορές χρησιμοποιούσαν τον όρο «Αχαιμενίδες»67. Ο Κριτόβουλος μας δίνει την αντίληψη που επικρατούσε τον 15ο αι., σύμφωνα με την οποία οι Τούρκοι θεωρήθησαν απόγονοι των Τρώων (Turci = Teucri), οι οποίοι μάλιστα εκδικήθηκαν την προ αιώνων άλωση τής Τροίας, προβάλλοντας το μοτίβο τής αμοιβαίας αντεκδίκησης Ασίας και Ευρώπης68. Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, παρομοιάζει την συμφορά που βρήκε την Κωνσταντινούπολη με την καταστροφή τής Τροίας, τονίζοντας πως οι βάρβαροι Οθωμανοί τιμώρησαν τούς Έλληνες για εκείνο το γεγονός69.
Ο Σφραντζής, εκφράζει στο έργο του όλα τα άσχημα συναισθήματα που τού προκαλούν οι Οθωμανοί, καθώς εξ αιτίας τους υπέφερε τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένειά του, δολοφονήθηκε μάλιστα ο γυιος του από αυτούς. Περιγράφει την ωμή και βάρβαρη συμπεριφορά τους. Ο Δούκας θεωρεί ότι η υποχώρηση των Οθωμανών σε κατώτερα ένστικτα –ιδιαιτέρως έναντι των χριστιανών-, είναι τα επίχειρα των αμαρτιών εκείνων και η δικαία τού Θεού αμοιβή70. Ο ίδιος ιστοριογράφος, περιγράφει με αρκετή λεπτομέρεια και τις εσωτερικές αντιπαλότητες μεταξύ των Οθωμανών, με κύριο σημείο τριβής την απόκτηση τής εξουσίας, ανάμεσα σε συγγενικά πρόσωπα71.
Από τους τέσσερις χρονικογράφους που μελετούμε στην παρούσα εργασία, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης είναι αυτός που ασχολήθηκε περισσότερο με την ιστορία και εξάπλωση των Οθωμανών. Χωρίς ίχνος καχυποψίας, παρουσιάζει τον εχθρό που άλωσε την Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 1453, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επιστημονική εγκυρότητα. Περιγράφει την πολιτική, στρατιωτική και θρησκευτική τους οργάνωση72, όπως επίσης και τα ήθη και έθιμά τους, λεπτομερώς73. Ο Χαλκοκονδύλης χαρακτηρίζεται από ευρύτητα πνεύματος απέναντι σε θεολογικά και εθνολογικά ζητήματα74. Και ο Δούκας όμως δίνει στοιχεία τής παραδόσεως των Τούρκων, όπως ήταν η τακτική τής αδελφοκτονίας, που ακολουθείτο κατά κανόνα ανάμεσα στους διαδόχους τής εξουσίας των Οθωμανών75∙ -ακόμη και τα βρέφη δεν ξεφεύγουν από τη μοίρα τους όταν υπάρχει φόβος μεγαλώνοντας να διεκδικήσουν τον θρόνο- ή η κληρονομική διαδοχή τής εξουσίας με μόνο κριτήριο την καταγωγή από τον γενάρχη τους, Οθμάν ή Οσμάν.76 Παρατηρείται λοιπόν κάποια τυφλή υποταγή στην παράδοση και απόλυτος σεβασμός στο πρόσωπο του σουλτάνου. Άλλη βάρβαρη συνήθεια των Οθωμανών, λέγεται από τον Δούκα, πως ήσαν και οι στασιάσεις κατά τις μεταβατικές περιόδους, ανάμεσα στον θάνατο ενός σουλτάνου και την αναγόρευση νέου77.
Ο Κριτόβουλος, ξεκινά το έργο του με μία επιστολή προς τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή, εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους προέβη στην ιστοριογραφική του αφήγηση. Αφού επαινεί τον σουλτάνο και μιλά με τα πιο εγκωμιαστικά λόγια για εκείνον, συνεχίζει λέγοντας πως το εφαλτήριο για την συγγραφή του είναι η μαρτυρία τής μεγαλειότητας εκείνου78. Θεωρεί, πως είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει περιγραφή των έργων τού σουλτάνου στην ελληνική γλώσσα, η οποία έχει το μεγαλύτερο κύρος79. Η ιστορία τού Κριτόβουλου επεκτείνεται στα δεκαεπτά έτη βασιλείας τού Μωάμεθ, δήλα δη στην περίοδο από το 1451 έως το 1467. Συχνές είναι οι αναφορές τού συγγραφέως σε παράξενα υπερφυσικά σημεία, καθώς ο ίδιος ο Μωάμεθ υπήρξε έντονα προληπτικός. Η πίστη στο θέλημα τού Θεού, που άλλοτε ευνοεί και χαρίζει την εξουσία και άλλοτε την απομακρύνει, είναι κοινή τόσο στους Ρωμαίους όσο και στους Οθωμανούς80. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά τού Δούκα, στην αναμονή τού Μωάμεθ για υπόδειξη τής ημέρας για την γενικευμένη επίθεση, από τούς μάντεις του81.
Επίσης, ο Κριτόβουλος παραλληλίζει ιδιαιτέρως τον Μωάμεθ με τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Πομπήιο και τον Καίσαρα82, ενώ υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες που συνηγορούν στο ότι ο σουλτάνος είχε ως ίνδαλμά του τον Αλέξανδρο. Ο Μωάμεθ παρουσιάζεται ως συστηματικός μελετητής τής επιστήμης και φιλοσοφίας, από τα συγγράμματα τα οποία είχαν μεταφραστεί στην περσική ή αραβική γλώσσα83. Η ευγένεια και η καλλιέργεια τού Πορθητή, αλλά και η πολιτική του ευσυνειδησία, τονίζεται ιδιαιτέρως από τον Κριτόβουλο, ιδίως όταν εξιστορεί πως πριν από κάθε πολεμική επιχείρηση, προσπαθούσε να πείσει τούς εχθρούς να υποταχθούν ειρηνικά, αποφεύγοντας την βία84. Ωραιοποιώντας όσο γίνεται την εικόνα τού Πορθητή, ο Κριτόβουλος προβάλλει δικαιολογίες σχετικά με την -κάποιες φορές- άγρια συμπεριφορά του και τις σφαγές που πραγματοποίησε, λέγοντας πως είχε οργισθεί από την στάση των εχθρών85. Ο Δούκας όμως, θεωρεί τον Μωάμεθ οξύθυμο και κρυψίνου, η ανισορροπία τού οποίου προκαλούσε τρόμο86.
Ως κυβερνήτης, ο Μωάμεθ ανέβασε τον αριθμό των γενιτσάρων σε 10.000. Αυτοί ήσαν η προσωπική του σωματοφυλακή, τα μέλη τής οποίας στρατολογούνταν με την μέθοδο τού παιδομαζώματος. Οι γενίτσαροι ήσαν επίλεκτο τάγμα αποτελούμενο από σκλάβους Έλληνες, Βουλγάρους, Βλάχους, Αλβανούς και Σλάβους, η εκπαίδευση των οποίων ήταν αυστηρή και διαποτισμένη με θρησκευτικό φανατισμό, ενώ αναβιβάζονταν σε υψηλά αξιώματα. Πολλές φορές γίνονταν επικίνδυνοι για τούς ίδιους τούς σουλτάνους, λόγω τής επιρροής και τής δύναμής τους. Γενίτσαροι (yeniçeri) εσήμαινε τον νέο στρατό87. Η γενναιότητα τού Μωάμεθ είναι επίσης φανερή στο κείμενο τού Κριτόβουλου88.
Ο Δούκας, εξιστορεί τις επεκτατικές βλέψεις των Οθωμανών εναντίον τής Πόλεως, από τούς προκατόχους τού Μωάμεθ, έως τον ίδιο τον Πορθητή. Την τακτική τής δέσμευσης των αγαθών από και προς την Πόλη, ακολούθησε εν πρώτοις ο σουλτάνος Βαγιαζήτ, αυτοκράτορος όντος τού Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου89. Ο αποκλεισμός αυτός, έστρεψε τον Μανουήλ για βοήθεια στην Δύση, η οποία μάλιστα ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα90. Ωστόσο, η ήττα των χριστιανών στην Νικόπολη το 1396, έδωσε μεγαλύτερη ώθηση στον Βαγιαζήτ, ο οποίος απαίτησε την παράδοση τής Πόλεως91. Επί Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου, η Αυτοκρατορία περιελάμβανε πλέον μόνο την περιοχή τής Κωνσταντινουπόλεως92. Ο διάδοχος τού Βαγιαζήτ, Μωάμεθ Α’, ακολούθησε μία ήπια και φίλα προσκείμενη πολιτική93. Αντιλαμβανόμενος μάλιστα, πως μετά τον θάνατό του, ο διάδοχός του, Μουράτ, θα ακολουθήσει την τακτική της αδελφοκτονίας, πρόσταξε με διαθήκη, να παραδοθούν τα άλλα παιδιά του στην κηδεμονία τού αυτοκράτορος Μανουήλ94. Η πράξη αυτή, είχε αφ’ ενός την σκοπιμότητα να διαφυλαχθούν τα παιδιά ασφαλή και η εξουσία τού Μουράτ σταθερή, αφ’ ετέρου έδινε στον αυτοκράτορα τής Πόλεως την πεποίθηση ότι θα διατηρήσει φιλικές σχέσεις με τον νέο σουλτάνο, πράγμα που δεν επιβεβαιώθηκε95. Ο Μουράτ αρνήθηκε να παραδώσει τα αδέλφια του στον Μανουήλ, με την αιτιολογία πως δεν μπορούν εκείνα ως τέκνα μουσουλμάνων, να ανατραφούν από χριστιανούς, τούς οποίους θεωρεί απίστους96. Παρ’ όλα ταύτα, διαβεβαίωσε τούς πρέσβεις τού Μανουήλ, ότι μπορεί να υπάρξει σύμπνοια ως προς την διατήρηση των κοινών συμφερόντων97. Οι πρέσβεις, σύμφωνα με τον Δούκα, μετέφεραν όλα τα παραπάνω στον αυτοκράτορα, τονίζοντας ιδιαιτέρως τα υπονοούμενα τής συζητήσεως, τα οποία εξόργισαν τον Μανουήλ98.
Στα μάτια των Βυζαντινών, η πολιτική των Οθωμανών, ειδικά στα χρόνια των τελευταίων σουλτάνων, είχε αποκρυσταλλωθεί στην εχθρική της διάσταση, καθώς τα σύνορα τής Αυτοκρατορίας βάλλονταν διαρκώς από τις επιθέσεις τους99. Ο Μουράτ, θέλησε να επιτεθεί στην Πόλη, ενώ η εξουσία είχε μεταπηδήσει από τον Μανουήλ, στον αυτοκράτορα Ιωάννη, οπότε οι Βυζαντινοί απέστειλαν πρεσβευτή να διαπραγματευτεί τις μεταξύ τους σχέσεις100. Την αποστολή αυτή, ανέλαβε κάποιος Θεολόγος Κόρακας, ο οποίος όμως, σύμφωνα με τον ιστοριογράφο Δούκα, ετύγχανε απατεώνας και συνωμότης101. Η εκστρατεία τού Μουράτ εναντίον τής Πόλεως, άρχισε στις 20 Ιουνίου 1422 και τερματίστηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1423102. Ο Μουράτ, λόγω τής αποτυχημένης απόπειρας για κατάληψη τής Πόλεως, έτρεφε εχθρική διάθεση για τον βασιλέα Ιωάννη και δεν επιθυμούσε να συνδιαλλαγεί μετ’ αυτού, ενώ έστρεψε το ενδιαφέρον του προς την Θεσσαλία και τις εισόδους προς την Πελοπόννησο103. Βέβαια, χρόνια αργότερα, στα 1424, ο Μουράτ και ο Ιωάννης συνήψαν συνθήκη ειρήνης, παραχωρώντας στον σουλτάνο κάποιες περιοχές κατά μήκος τού Ευξείνου Πόντου104.
Ο Μουράτ παραιτήθηκε για χάρη τού γυιού του Μωάμεθ, στα 1444, αλλά μετά από τις καίριες πιέσεις τού Ιωάννη Ουνιάδη από τον βορρά και τού Κωνσταντίνου Παλαιολόγου από τον νότο, επέστρεψε στον θρόνο του το 1446105. Η Σταυροφορία τής Βάρνας, σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες πιέσεις, ανάγκασε τον Μουράτ να συμφιλιωθεί με τούς χριστιανούς, έχοντας βάσιμες υποψίες πως ιδίως μετά την Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας, οι χριστιανοί, ενωμένοι πλέον, θα επιτεθούν συντονισμένα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία106.
Κατά την εκστρατεία τού Μουράτ στην Πελοπόννησο, ο δεσπότης Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και ο αδελφός του Θωμάς, οχυρώθηκαν στο Εξαμίλιο και ετοιμάστηκαν για την επικείμενη πολιορκία, όμως μετά από προδοσία, οι Οθωμανοί κατέστρεψαν το Εξαμίλιο και οι Παλαιολόγοι μόλις που πρόλαβαν να αποδράσουν σώοι107. Ο θάνατος τού Μουράτ όμως, λίγο αργότερα, άφησε την Πόλη μπροστά στον επερχόμενο κίνδυνο τού Μωάμεθ, που ήταν όντως συντριπτικός. Ο Δούκας, αναφερόμενος στον Μουράτ, εκθέτει την προσωπική του άποψη, σύμφωνα με την οποία ο θάνατός του δεν ήτο οδυνηρός, καθώς ο Θεός διέκρινε την καλή διαγωγή που είχε έτι ζων, απέναντι σε όλους ανεξαιρέτως, αλλά και την ορθή διαφύλαξη των συνθηκών που υπέγραφε108. Αυτή η προτίμησή του στην λήξη των εχθροπραξιών και την ειρήνη, εξασφάλισε στον Μουράτ έναν ειρηνικό θάνατο109.

ΑΛΩΣΗ 
Ο σουλτάνος πριν την οριστική κήρυξη τού πολέμου, υπέβαλε μία συμβιβαστική πρόταση στους Βυζαντινούς, να παραδώσουν την Πόλη και να μείνουν ασφαλείς σε αυτήν. Όμως εκείνοι αρνήθηκαν να την παραδώσουν110. Σύμφωνα με τον Χαλκοκονδύλη, ο γιός τού άρχοντα τής Σινώπης, Ισμαήλ, ήταν αυτός που έκανε προτάσεις ειρήνης στους Βυζαντινούς και τούς προέτρεψε να στείλουν πρεσβείες στον σουλτάνο, για να διαπραγματευθούν την ελευθερία τους111. Εκείνοι έπραξαν αναλόγως, στέλνοντας ανεπίσημο πρεσβευτή, όμως ο σουλτάνος απαίτησε 10.000 νομίσματα τον χρόνο ως φόρο, σε αντίθετη περίπτωση να εγκαταλείψουν την Πόλη112. Ο παραπάνω χρονικογράφος, εκφράζοντας την προσωπική του γνώμη, θεωρεί ότι ο σουλτάνος με αυτόν τον τρόπο, θέλησε να διαπιστώσει τις προθέσεις των αμυνομένων. 113
Εντύπωση προκαλεί στον Χαλκοκονδύλη, το γεγονός ότι οι Οθωμανοί σε αντίθεση με όλους τούς άλλους ανθρώπους,  φροντίζουν να υπάρχει έντονη επάρκεια σε εφόδια, αλλά και υποζύγια, στα στρατόπεδά τους114.
Ο Κριτόβουλος προχωρώντας την αφήγηση στα γεγονότα τής μάχης, δίνει πολλές λεπτομέρειες για τα συμβάντα, ενώ παραθέτει δημηγορία τού Μωάμεθ προς τον στρατό του. Και ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης όμως, διασώζει την δημηγορία τού Μωάμεθ, πριν την τελική επίθεση. Σε αυτήν διαφαίνεται η σημαντικότητα τού σώματος των Γενιτσάρων, αλλά δίνονται και οι κατάλληλες υποσχέσεις προς αυτούς που θα καταφέρουν να εκπορθήσουν τα τείχη τής Βασιλεύουσας115. Τονίζονται μάλιστα στην διήγηση, τα εκλεκτά λάφυρα, πλούτη, γυναίκες, δούλοι και παιδιά που θα δοθούν στους νικητές, ενώ εκείνοι πλήρεις από τον πυρετό τής αρπαγής, πείθονται και ρίχνονται στην μάχη116.
Ο Χαλκοκονδύλης, περιγράφει το δέος που ένοιωσαν οι Έλληνες εμπρός σε αυτόν τον φοβερό εχθρό, ενώ οι διαδικασίες γίνονταν πολύ στοχευμένες· οι γενίτσαροι, το επίλεκτο σώμα τού οθωμανικού στρατού, έσκαβαν προχώματα στην τάφρο, γύρω από τα τείχη τής Πόλεως και χτυπούσαν χωρίς να γίνονται ορατοί117. Ακόμη, προωθώντας το σχέδιο τού ανηλεούς πολέμου, σεΐχηδες γυρνούσαν το στρατόπεδο των Οθωμανών και μιλούσαν για τις πεποιθήσεις σχετικά με τον θάνατο και την ευτυχία που υπόσχεται ο Προφήτης στους νεκρούς μαχητές, στην άλλη ζωή118.  Αυτός ο θρησκευτικός φανατισμός γύρω από το λεγόμενο τζιχάντ, έφερνε το επιθυμητό αποτέλεσμα, μέσω των συναισθηματικών διεργασιών στην ψυχοσύνθεση των στρατιωτών. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’, βλέποντας την έκρυθμη κατάσταση, ζήτησε επανειλημμένως από τον Μωάμεθ να συνάψουν κάποια συμφωνία, αλλά ο σουλτάνος ήταν αρνητικός119.
Σε επόμενο σημείο, ο Χαλκοκονδύλης αναφέρει τούς Οθωμανούς με τον χαρακτηρισμό «βάρβαροι»120
Μετά την οριστική πτώση τής Πόλεως, έλαβε χώρα μεγάλη σφαγή τού πληθυσμού και λεηλασία παλατιών, εκκλησιών, οικιών. Άνθρωποι αδιακρίτως ηλικίας και τάξεως κακοποιούνταν ή αιχμαλωτίζονταν και μία φοβερή τραγωδία εκτυλισσόταν121. Η ιεροσυλία, η σύληση και η λεηλασία των εκκλησιών, είναι γεγονότα τα οποία δυσκολεύεται ο Κριτόβουλος να περιγράψει. Και τούτο, διότι ήταν όπως λέει, φοβερή η μανία με την οποία αρπάζονταν τα ιερά και πολύτιμα αντικείμενα, διασκορπίζονταν και καίγονταν οι εικόνες και τα ιερά σκεύη, συντρίβονταν και πετώνταν τα άγια λείψανα122. Την ίδια απαίσια εικόνα, μεταφέρει και ο Δούκας123. Εν συνεχεία όμως, ο Κριτόβουλος βάζει τον Πορθητή να καταλαμβάνεται από συμπόνια για τούς κατοίκους τής Πόλεως και μετάνοια για την προκληθείσα καταστροφή, ενώ δεν ξεχνά να τονίσει πως η καταστροφή εκείνη ήταν η μεγαλύτερη που είχε γίνει ποτέ στην ιστορία τής ανθρωπότητος124. Ο Χαλκοκονδύλης μεταφέρει την εικόνα τής λεηλασίας, καθώς οι γενίτσαροι άρπαξαν κάθε είδος πολυτελείας, ενώ επισημαίνει ότι δεν είχαν καμμία γνώση τής αξίας των αντικειμένων, με αποτέλεσμα να πωλούν χρυσάφι στην τιμή τού χαλκού(!)125.
Άρπαξαν ακόμη και τα Τίμια Σκεύη από τα Μοναστήρια και τούς Ναούς126. Σύμφωνα με την ισλαμική παράδοση, μία πόλη που καταλαμβάνεται εξ εφόδου, χωρίς συνθηκολόγηση, δεν απολαμβάνει για τούς κατοίκους της, κανένα δικαίωμα127. Η λεηλασία από μέρους των νικητών, διαρκεί τρεις ημέρες και δεν έχει κανένα όριο128. Με αυτόν τον τρόπο, οι Οθωμανοί συμπεριφέρθηκαν στην ηττημένη Κωνσταντινούπολη129, σκοτώνοντας αδιακρίτως τούς κατοίκους της, καταστρέφοντας δημόσια κτήρια, καταπατώντας ιερά και εκκλησίες, καίγοντας σπουδαία έργα τής ανθρώπινης διανόησης και αρπάζοντας κάθε θησαυρό, μικρό ή μεγάλο. Όμορφα νεαρά αγόρια και κορίτσια αποκόπησαν βιαίως από την μητρική αγκαλιά για να στελεχώσουν τα χαρέμια των Οθωμανών ή να πωληθούν ως σκλάβοι. Η ανεκδιήγητη καταστροφή και οι φρικαλεότητες απλώθηκαν σε όλη την περιοχή, μη γνωρίζοντας συστολή και αιδώ για το κάλλος και την ιστορία τής Βασιλεύουσας.
Οι Οθωμανοί, κανένα ενδιαφέρον δεν έδειξαν για την κλασσική παιδεία, τα συγγράμματα των Πατέρων τής Εκκλησίας, γενικώς για τα πνευματικά δημιουργήματα τού Βυζαντίου, με αποτέλεσμα να παραδώσουν στον όλεθρο σημαντικά μνημεία τής ανθρωπότητος130. Όσα περισώθηκαν, πωλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές131, σε όσους γνώριζαν την αξία τους και ιδίως σε όσους μετά την Άλωση, έθεσαν ως σκοπό τής ζωής τους, να περισυλλέξουν τα έργα εκείνα και να τα κάνουν γνωστά στην Δύση που εισερχόταν σε μία νέα εποχή, στην Αναγέννηση.
Ο Κριτόβουλος θρηνώντας για την Πόλη, λέει πως αυτή έχασε τα πάντα και βυθίστηκε στην δυστυχία και την συμφορά. Η ντροπή της διαμοιράστηκε παντού, όπως οι κάτοικοί της διασκορπίστηκαν, σκλάβοι, αιχμάλωτοι και κακοπαθημένοι. Έτσι έγινε μνημείο συμφορών, σύμβολο κακής τύχης και δίδαγμα ζωής132. Η πεποίθηση πως η ιστορική αυτή μεταβολή ήταν θέλημα τού Θεού, συναντάται σε όλους τούς ιστοριογράφους. Ο Κριτόβουλος θεωρεί πως τα τόσα δεινά ήταν γραφτό να βρουν την Πόλη, διότι έτσι θέλησε ο Θεός133. Ο Δούκας, λυπάται σφόδρα για τον διασκορπισμό των Ελλήνων μετά την Άλωση, σε άλλα μέρη, όπου ομιλούν και γράφουν διαφορετικές γλώσσες και έχουν άλλες θρησκείες, όμως αυτήν είναι η τιμωρία των αμαρτιών τους134. Αλγεινή εντύπωση τού προκαλούν επίσης, οι δουλοπρεπείς επευφημίες των χριστιανών στον νικητή σουλτάνο, για την κατάκτηση τής Πόλεως135.
Το εποικιστικό έργο τού Μωάμεθ, ξεκίνησε αμέσως μετά την λεηλασία, ενώ ο Κριτόβουλος λέει πως είχε πολλά καλά σχέδια και για τούς κατοίκους της, όμως τα ματαίωσε λίγο αργότερα ο φθόνος136.
Φυσικά, στο σημείο αυτό θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε ότι για τούς Δούκα και Χαλκοκονδύλη, η εκτέλεση τού Μεγάλου Δουκός Λουκά Νοταρά και των δικών του ανθρώπων, δεν ήταν συνέπεια μίας πολιτικής μηχανορραφίας, αλλά προβάλουν ως αιτία την άρνηση τού Λουκά Νοταρά να δώσει στον σουλτάνο τον ανήλικο γιό του, υποκύπτοντας σε σεξουαλικές απαιτήσεις εκείνου137. Βέβαια, η εκδοχή τού πολιτικού ανταγωνισμού φαίνεται πολύ πιο λογική. Ο Χαλκοκονδύλης, γράφει ότι όταν ο Λουκάς Νοταράς και ο εξάδελφος τού Μωάμεθ, Ορχάν, ο οποίος είχε αυτομολήσει στους Έλληνες, έμαθαν για την Άλωση, κατέφυγαν σε έναν πύργο, από όπου ο μεν Ορχάν φορώντας τα κουρέλια ενός καλογέρου πήδησε στο κενό και σκοτώθηκε, ο δε Νοταράς και οι γιοί και ακόλουθοί του, αιχμαλωτίστηκαν138. Η άποψη τού ιστοριογράφου Χαλκοκονδύλη είναι πως ο σουλτάνος εξαγόρασε τον Νοταρά, την σύζυγο και τα τέκνα τους, ενώ αναγνώρισε τον τίτλο του, ως πρωθυπουργού139, ωστόσο αργότερα προέβη στην εκτέλεσή τους, μετά την άρνηση τού Νοταρά να παραδώσει στον σουλτάνο τον δωδεκαετή γιό του140.  Το αποτέλεσμα ήταν να θανατωθεί ο Νοταράς και οι δικοί του, με τον τρόπο που περιγράφεται παρακάτω.
Σύμφωνα με τον Κριτόβουλο, όταν ο σουλτάνος, πλανηθείς, έδωσε εντολή να εκτελεστούν οι άνδρες, ο Νοταράς παρακάλεσε να σκοτώσουν πρώτα τα παιδιά του και μετά εκείνον, υπομένοντας αυτόν τον αβάσταχτο πόνο, ώστε να είναι σίγουρος πως δε θα δείλιαζαν αν έβλεπαν τον θάνατό του, ούτε θα απαρνούνταν την πίστη τους141. Το ίδιο υποστηρίζει υποστηρίζει και ο Δούκας.
Ο Μωάμεθ παρουσιάζεται από τον Κριτόβουλο ιδιαιτέρως ευρυμαθής και ενσαρκώνει το πρότυπο τού φιλοσόφου - μονάρχη, καθώς μάλιστα φαίνεται ότι γνωρίζοντας τον φιλόσοφο Γεώργιο Αμηρούκη, θαύμασε τις γνώσεις του και απολάμβανε τις συζητήσεις μαζύ του142. Περνούσε μάλιστα τον ελεύθερο χρόνο του με την παρέα φιλοσόφων και συζητούσε μαζύ τους ιδιαιτέρως επάνω στην Λογική143, ενώ ζήτησε επ’ αμοιβή από τον Γεώργιο Αμηρούκη, να συντάξει ενιαία την κατακερματισμένη γεωγραφία τής Γης, τού Πτολεμαίου144. Με την ίδια ζέση, ο Μωάμεθ φρόντισε να εξωραΐσει και την Πόλη, ανεγείροντας θαυμαστά κτήρια και εισάγοντας κάθε τέχνη κι επιστήμη που θα πρόβαλε το κύρος της πανταχόθεν, ενώ με πολύ ακριβά υλικά, όπως χρυσάφι, ασήμι, μάρμαρα και πολύτιμους λίθους, έδωσε εντολή να κατασκευαστούν τα ανάκτορά του. 145.  Για όλα τα παραπάνω, ο Μωάμεθ χαρακτηρίστηκε ως «ελληνίζων σουλτάνος».
Ο Κριτόβουλος μιλώντας για την άφιξη τού σουλτάνου στην Πελοπόννησο, την δικαιολογεί -με τον ίδιο τρόπο που δικαιολογεί πολύ συχνά την επεκτατική πολιτική του146- λέγοντας πως οι δεσπότες Θωμάς και Δημήτριος Παλαιολόγος, δεν απέδιδαν τον συμφωνηθέντα φόρο, ενώ βρίσκονταν συχνά σε εμφύλιες διαμάχες μεταξύ τους147. Αυτό φόβισε τον σουλτάνο, πως ίσως φέρει τούς Δυτικούς στην Πελοπόννησο, ώστε θέλησε να την καταλάβει πρώτος εκείνος148.
Το βασίλειο τής Τραπεζούντος, σύμφωνα με τον Κριτόβουλο, περιήλθε στα χέρια των Οθωμανών, μιας και τα στενά τού Ευξείνου Πόντου μετά την Άλωση τής Πόλεως, ήσαν ανοιχτά για να την καταλάβουν και να γίνει φόρου υποτελής149. Οι κάτοικοι παραδόθηκαν μετά από ειρηνική διαπραγμάτευση και ο Πορθητής θαύμασε την πόλη και πήρε πολλούς εφήβους μαζύ του στην Κωνσταντινούπολή150. Στον τέως βασιλέα τής Τραπεζούντος, παρεχώρησε αρκετή έκταση στον Στρυμόνα ποταμό, όμως το 1463 εκτελέστηκε μαζύ με έξι από τούς επτά γιους του151. Η δε Κωνσταντινούπολη, μέσα σε έναν αιώνα από την τουρκική κατάκτηση, γνώρισε τόση ευημερία, που ο πληθυσμός της ξεπέρασε τις 500.000152.
Οι Οθωμανοί Τούρκοι, ερχόμενοι ως κατακτητές, επηρέασαν βεβαίως με την ισχύ τού νικητή, τα πολιτισμικά πρότυπα, όσο επέτρεπε ωστόσο η χριστιανική πίστη και η ιστορική πορεία τής γηραιάς ηπείρου. Επί τού θέματος, χαρακτηριστική είναι η επίδραση τής τουρκικής μόδας στην Ανατολική Ευρώπη, μετά την πτώση τού Βυζαντίου153, μία επίδραση που συνεχίστηκε μάλιστα για αιώνες.


1 Tusculum Lexikon, Δούκας, σ. 160.
2 Δούκας, Βυζαντινοτουρκική Ιστορία, σ. 8.
3 Tusculum Lexikon, Δούκας, σ. 160.
4 Όπ. π., σ. 160.
5 Όπ. π., σ. 160.
6 Όπ. π., σ. 575-585.
7 Όπ. π., σ. 12.
8 Tusculum Lexikon, Δούκας, σ. 160.
9 Δούκας, Βυζαντινοτουρκική Ιστορία, σ. 603-605.
10 Όπ. π., σ. 611.
11 Όπ. π., σ. 13.
12 Όπ. π., σ. 575-585. Πρόκειται για θρήνους τού προφήτου Ιερεμίου, αποδιδόμενους στην άλωση τής Ιερουσαλήμ από τούς Βαβυλωνίους. Αυτοί οι θρήνοι αποδίδονται τώρα από τον Δούκα στην άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως, που παραλληλίζεται με εκείνη τής Ιερουσαλήμ.
13 Όπ. π., σ. 517, 539, 553-555.
14 Όπ. π., σ. 269, 271.
15 Όπ. π. σ. 577.
16 Tusculum Lexikon, Μιχαήλ Κριτόβουλος, σ. 294.
17 Όπ. π., σ. 294.
18 Όπ. π., σ. 294.
19 Όπ. π., σ. 294.
20 Κριτόβουλος, Ιστορία, σ. 607.
21 Σφραντζής, Βραχύ Χρονικό, σ. 46.
22 Όπ. π., σ. 59.
23 Όπ. π., σ. 263.
24 Σφραντζής, Χρονικό, σ. 12.
25 Tusculum Lexikon, Σφραντζής, σ. 463.
26 Χαλκοκονδύλης, Βυζαντίου Άλωσις, σ.18.
27 Όπ. π., σ. 20.
28 Tusculum Lexikon, Χαλκοκονδύλης, σ. 497.
29 Το αυτό πιστεύουν οι περισσότεροι μελετητές, όπως οι Ι. Μισκόλζι, Φ. Γρηγορόβιος, Δ. Καμπούρογλου, S. Baştav και κάποιοι γραμματολόγοι, όπως οι Colonna, Moravcsik, Hunger.
30 E. Darkó, «Zum leben des Laonikos Chalkondylas», BZ 24 (1923-1924), σ. 37.
31 Η εγκυρότερη έκδοση έγινε από τον Ούγγρο φιλόλογο E. Darkó, Historiarum Demonstrationes, τ. Α’-Β’, Βουδαπέστη 1922-1927.
32 Moravcsik, Byzantinoturcica, Α’, σ. 391.
33Χαλκοκονδύλης, Άλωσις, σ.11.
34 Όπ. π., σ. 12.
35 Όπ. π., σ. 18.
36 Tusculum Lexikon, Χαλκοκονδύλης, σ. 498.
37 Χαλκοκονδύλης, Βυζαντίου Άλωσις, σ σ. 20.
38 E. Darkó, «Neue beiträge zur biographie des Laonikos Chalkokandyles», BZ 27 (1927), σ. 276-285.
39 Geanakoplos, Greek scholars in Venice, σ. 58.
40 E. Darkó, «Neue beiträge», σ. 280-281.
41 Όπ. π., σ. 278-279.
42 Ζακυθηνός, Le despotat grec de Morée, τ. Β’, σ. 319.
43 Geanakoplos, Greek scholars, σ. 54.
44 Χαλκοκονδύλης, Άλωσις, σ. 28.
45 Turner, «Pages from the late Byzantine philosophy of history», BZ 57 (1964), σ. 359-361.
46 Χακοκονδύλης, Άλωσις, σ. 38.
47 Όπ. π., σ. 40.
48 Vasiliev, Ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (324-1453), τ. Α’, σ. 265-278.
49 Γιαννακόπουλος, Μεσαιωνικός Δυτικός Πολιτισμός, σ. 200.
50 Όπ. π., σ. 201-202.
51 Όπ. π., σ. 205.
52 Όπ. π., σ. 203-204.
53 Όπ. π., σ. 469.
54 Runciman, Η Άλωση, σ. 61-62.
55 Γιαννακόπουλος, Μεσαιωνικός Δυτικός Πολιτισμός, σ. 188.
56 Όπ. π., σ. 189.
57 Η ονομασία «Γαζής», αποδίδεται στον παραμεθόριο μωαμεθανό άρχοντα, τον υπερασπιστή τής πίστεως. Κάτι αντίστοιχο με τον τίτλο τού χριστιανού ιππότη. Ο γαζής, έδινε όρκο σε κάποιον επικυρίαρχο, ενώ τηρούσε την φουτούβα, έναν μυστικό κώδικα ηθικής συμπεριφοράς, που αναπτύχθηκε κατά τον 10ο και 11ο αι., κώδικα τον οποίο είχαν υιοθετήσει και οι συντεχνίες τού ισλαμικού κόσμου. Βλ. Runciman, Η Άλωση, σ. 84.
58 Runciman, Η Άλωση, σ. 86.
59 Γιαννακόπουλος, Μεσαιωνικός Δυτικός Πολιτισμός, σ. 474-475.
60 Runciman, Η Άλωση, σ. 90.
61 Όπ. π., σ. 91. Σχετικά με την πίεση των Οθωμανών Τούρκων σε Προύσα, Νίκαια και Νικομήδεια, και στην στάση τού Βυζαντίου, βλ. Vasiliev, Ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τ. Β’, σ. 306-307.
62 Vasilev, Ιστορία, τ. Β’, σ. 326.
63 Αγγέλου, «Ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος και το Ισλάμ», σ. 211-222.
64 Δούκας, Ιστορία, σ. 321.
65 Όπ. π., σ. 283.
66 Όπ. π., σ. 545.
67 Ένα από τα δύο βασιλικά γένη των Περσών. Εκτός από τους Αχαιμενίδες, το άλλο ήσαν οι Περσείδες.
68 Κριτόβουλος, Ιστορία, σ. 555. Πρβλ. Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Α’, 1-4 & Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις, Α’ 17-29 & Β’ 4,8.
69 Χαλκοκονδύλης, Άλωσις, σ. 91.
70 Δούκας, Ιστορία, σ. 155, 441.
71 Όπ. π., σ. 191-213, 219-221, 231-261, 273-281, 305-323, 337-359, 377-383.
72 Χαλκοκονδύλης, Αποδείξεις Ιστοριών, Β’, Ι, σ. 51-52 & ΙΙΙ, σ. 152.
73 Χαλκοκονδύλης, Άλωσις, σ. 40-41.
74 Όπ. π., σ. 42.
75 Δούκας, Ιστορία, σ. 271.
76 Όπ. π., σ. 283.
77 Όπ. π., σ. 439.
78 Κριτόβουλος, Ιστορία, σ. 31.
79 Όπ. π., σ. 33.
80 Όπ. π., σ. 113, 617, 645-647.
81 Δούκας, Ιστορία, σ. 523.
82 Κριτόβουλος, Ιστορία, σ. 59.
83 Όπ. π., σ. 61.
84 Όπ. π., σ. 481, 597-599.
85 Όπ. π., σ. 483-485.
86 Δούκας, Ιστορία, σ. 639.
87 Κριτόβουλος, Ιστορία, σ. 63. Πρβλ. Inalcik, The Ottoman Empire. The Classical Age 1300-1600, σ. 76-88 & Δούκας, Ιστορία, σ. 287-289.
88 Όπ. π., σ. 523.
89 Δούκας, Ιστορία, σ. 143.
90 Όπ. π., σ. 143-145.
91 Όπ. π., σ. 145-147.
92 Όπ. π., σ. 155.
93 Όπ. π., σ. 221, 231.
94 Όπ. π., σ. 271, 367.
95 Όπ. π., σ. 271-273.
96 Όπ. π., σ. 279.
97 Οπ. π., σ. 281.
98 Όπ. π., σ. 281.
99 Όπ. π., σ. 315-317.
100 Όπ. π., σ. 359.
101 Όπ. π., σ. 359-361.
102 Η αρχή τού έτους για τούς Βυζαντινούς, ήταν τοποθετημένη την 1η Σεπτεμβρίου. Οπότε, η εκστρατεία ξεκίνησε τον Ιούνιο τού 1422, αλλά τελείωσε τον Σεπτέμβριο τού 1423, τρεις μήνες αργότερα.
103 Δούκας, Ιστορία, σ. 373.
104 Όπ. π., σ. 383.
105 Όπ. π., σ. 431.
106 Όπ. π., σ. 455-457.
107 Όπ. π., σ. 433.
108 Όπ. π., σ. 441-443.
109 Όπ. π., σ. 443.
110 Κριτόβουλος, Ιστορία, σ. 145. Δούκας, Ιστορία, σ. 529-531.
111 Χαλκοκονδύλης, Άλωσις, σ. 73.
112 Όπ. π., σ. 74.
113 Όπ. π., σ. 74.
114 Χαλκοκονδύλης, Άλωσις, σ. 62.
115 Χαλκοκονδύλης, Άλωσις, σ. 75.
116 Όπ. π., σ. 76.
117 Όπ. π., σ. 66.
118 Όπ. π., σ. 77.
119 Δούκας, Ιστορία, 525.
120 Όπ. π., σ. 78, 79.
121 Κριτόβουλος, Ιστορία, σ. 239-243.
122 Όπ. π., σ. 243.
123 Δούκας, Ιστορία, σ. 587.
124 Κριτόβουλος, Ιστορία, σ. 255.
125 Χαλκοκονδύλης, Άλωσις, σ. 84.
126 Όπ. π., σ. 545, 553.
127 Runciman, Η Άλωση, σ. 199.
128 Όπ. π., σ. 199.
129 Όπ. π., σ. 199-200.
130 Όπ. π., σ. 200-202.
131 Όπ. π., σ. 201.
132 Κριτόβουλος, Ιστορία, σ. 265-267.
133 Όπ. π., σ. 269.
134 Δούκας, Ιστορία, σ. 585.
135 Όπ. π., σ. 589-591.
136 Κριτόβουλος, Ιστορία, σ. 275-277.
137 Όπ. π., σ. 89-90 & Δούκας, Ιστορία, σ. 571.
138 Όπ. π., σ. 83.
139 Όπ. π., σ. 88. Δούκας, Ιστορία, σ. 557.
140 Όπ. π., σ. 89-90.
141 Κριτόβουλος, Ιστορία, σ. 283. Δούκας, Ιστορία, σ. 573.
142 Όπ. π., σ. 541.
143 Όπ. π., σ. 623.
144 Όπ. π., σ. 625-627.
145 Όπ. π., σ. 541-543, 619-621.
146 Πρβλ. όπ. π., σ. 629-631, όπου περιγράφεται η εκστρατεία στην χώρα των Ιλλυριών.
147 Όπ. π., σ. 395 & 465-467.
148 Όπ. π., σ. 395.
149 Όπ. π., σ. 501-503, 515 & 531.
150 Όπ. π., σ. 533-537.
151 Όπ. π., σ. 539-541.
152 Runciman, Η Άλωση, σ. 211.
153 Boucher, Histoire du costume en Occident de l’ antiquite a nos jours, σ. 192.