Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

OMIΛΙΑ ΗΛΙΑΝΝΑΣ ΠΕΤΤΑ.Φιλολόγου-Νηπιαγωγού.


OMIΛΙΑ ΗΛΙΑΝΝΑΣ ΠΕΤΤΑ.Φιλολόγου-Νηπιαγωγού.


Θέμα «Πατρίδες του Παλαμά.Πάτρα,Μεσολόγγι,Αθήνα»
(Στον κύκλο των Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών Νοτιοδυτικής Ελλάδος,στο Αναγνωστήριο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πατρών,τη Δευτέρα 8η Απριλίου 2019)




Ο Κωστής Παλαμάς, «ο ποιητής που σκέπασε με τον ίσκιο του μισόν αιώνα της πνευματικής μας ιστορίας» (Θεοτοκάς, 1994: 243), γεννιέται στην Πάτρα το 1859, δυο χρόνια μετά το θάνατο του Σολωμού. Πολύ νωρίς, το 1866, εγκαθίσταται στο Μεσολόγγι μαζί με τον ένα από τους δύο αδερφούς του ―τον μεγαλύτερο―, μετά τον πρόωρο και ξαφνικό θάνατο και των δύο γονιών του: στο σπίτι του θείου του, που αναλαμβάνει την ανατροφή τους.
Στη νησόσπαρτη λίμνη που το μαϊστράλι,
από θαλασσινή δυναμωμένο αρμύρα,
ταράζει πέρα το φυκόστρωτο ακρογιάλι,
μ' έριξ' εκεί πεντάρφανο παιδάκι η Μοίρα.
[Από την Ασάλευτη ζωή] .

Στο Μεσολόγγι τελειώνει τις εγκύκλιες σπουδές του και  εκεί  γράφει τα πρώτα του ποιήματα ώς το 1875, οπότε μετακομίζει στην Αθήνα, την πόλη στην οποία θα ζήσει ώς το τέλος της ζωής του. Εγγράφεται στη Νομική Σχολή, όπως είχε κάνει προηγουμένως ο αδελφός του Χρήστος, αλλά γρήγορα εγκαταλείπει τις σπουδές του, για να αφιερωθεί στην ποίηση και τη φιλολογία
Ἡ ποίηση τοῦ Παλαμᾶ εἶναι ἕνας ὠκεανός, ὅπου συναντιοῦνται τὸ ἐπικὸ καὶ τὸ λυρικό, τὸ δραματικὸ καὶ τὸ φιλοσοφικό. Δοκίμασε ὅλους τοὺς ρυθμοὺς καὶ τὰ μέτρα, ὅλες τὶς ἐμπνεύσεις καὶ τραγούδησε τὸ αἰώνιο καὶ τὸ πρόσκαιρο, τὸ μεγάλο καὶ τὸ μικρό, τὸ προσωπικὸ καὶ τὸ ἀντικειμενικό. Τρυφερὸς καὶ λεπτός, ζωγραφικὸς καὶ αἰσθηματικὸς στὰ λυρικά του ποιήματα, ξέρει, ὅμως, κυρίως νὰ γίνεται μεγαλόπνευστος καὶ προφητικὸς μὲ τὰ μεγάλα ποιητικά του συνθέματα. Μέσα σ᾿ αὐτὰ περνάει ἡ δόξα καὶ ἡ τέφρα, ἡ αἴγλη καὶ τὰ ἐρείπια, ἡ μοίρα καὶ τὸ μέλλον τῆς Ἑλλάδας, τῆς αἰώνιας Ἑλλάδας ἀρχαίας - βυζαντινῆς - τουρκοκρατούμενης - ἐπαναστατημένης, ἐλευθερωμένης.

Η ελληνική γη, επομένως, γίνεται η μήτρα του υλικού πολιτισμού της κλασικής αρχαιότητας. Αργότερα η ίδια γη γέννησε και διαφύλαξε τη δημοτική μας παράδοση, ενώ η Ελλάδα είναι αυτή που αναθρέφει και εμπνέει τον Παλαμά. Η ελληνική φύση, όπως θα δούμε, είναι μια αστείρευτη πηγή πρώτης ύλης, η οποία προμηθεύει την ελληνική καλλιτεχνική παραγωγή και μ’ αυτό τον τρόπο θα διασφαλίζει την πολιτισμική συνέχεια του έθνους
Το 1886 εκδίδεται η ποιητική συλλογή που αποτελεί την ουσιαστική αρχή του παλαμικού ποιητικού έργου: τα Τραγούδια της Πατρίδος μου αποτελούν πλήρη έκφραση των ποιητικών στόχων της νέας αθηναϊκής σχολής και συμπυκνωμένη έκφραση του μεγαλοϊδεατισμού της εποχής.
«Οι στίχοι στην πατρίδα μου», στη μικρή πατρίδα […] θ' άξιζεν εδώ, και με όλη τη συντομία, να εξαρθούν. Γιατί δίνουν το σύνθημα πως κάτι σπέρνεται προμηνώντας κάποια μεταστροφή που αγάλια αγάλια θ' ανθίσει, στην ιδεολογία μας, στην αισθητική μας. Η πατριδολατρία. Πατριδολάτρης είμαι, όχι εθνικιστής. […] Το ποίημα, που προεξάρχει στο βιβλίο μου, είναι «Τα δώρα της Πρωτοχρονιάς». Συνεχίζετ' εκεί το πατριωτικό ιδανικό. Η Μεγάλη Ιδέα σ' ένα ανάγλυφο σκαλίζεται. Αλλά σχεδόν τίποτε κοινό με τον παραδομένο λυρισμό της αθηναίας Σχολής, με το '21, εκπροσωπούμενο από τους καπεταναίους και τους ήρωές του που συμβολίζουν την εθνικήν ακμή μέσα στον ξεπεσμό του τωρινού. Τίποτα που να θυμίζει την ρομαντική ελεγειογραφία, το επικό πλάτος, τη διθυραμβική τυμπανοκρουσία, τη δημοσιογραφική στωμυλία των προγόνων συναδέλφων μας. Η Μεγάλη Ιδέα σε στίχους που σα να βιάζονται να σωπάσουν, με μια κραυγή που μισοβγαίνει, σα να ξεράθηκε στο στόμα τους: «με την Αγάπη». [Παλαμάς, Άπαντα, Α΄: 22]

Χαρακτηριστικό ωστόσο στοιχείο της ποιητικής του Παλαμά, όπως έχει ήδη αναφερθεί, είναι η ανάπτυξη σχημάτων αντίθεσης, στα οποία τον ωθεί ο δυισμός της σκέψης του. Η βαθύτερη ενότητα του παλαμικού έργου έγκειται στη συναίρεση των αντιθετικών στοιχείων. Μέρος αυτού του δυισμού είναι οι δύο αντίθετοι τόνοι που καλλιεργεί: του μείζονος αλλά και του ελάσσονος. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε αντιπροσωπευτικά ποιήματα υψηλού τόνου όσα αντιστοιχούν στην πατριδολατρία του ποιητή με κέντρο τις δύο μεγάλες συνθέσεις

Είναι λοιπόν και στα Μάτια της Ψυχής μου (όπως και στα Τραγούδια της Πατρίδος μου) ιδιαιτέρως αισθητές οι επιδράσεις της τεχνοτροπίας του γαλλικού παρνασσισμού, από τον οποίο ο Παλαμάς διδάσκεται τη σημασία της μορφής. Οι στίχοι χαρακτηρίζονται από έμμετρη ρυθμικότητα και διαθέτουν ομοιοκαταληξία. Οι όφειλες ωστόσο στον ρομαντισμό παραμένουν, παρά την απομάκρυνση από την ποιητική της παλιάς σχολής, έκδηλες και εντοπίζονται κυρίως στην εξιδανικευτική ματιά του ποιητή.

Στο πλαίσιο αυτής της αστικής αναγέννησης ο Παλαμάς κράτησε το ρόλο του «εθνικού ποιητή», του αισιόδοξου οδηγού και βάρδου που προωθεί τα εθνικά ιδανικά. Οι δυο μεγάλες συνθέσεις του Παλαμά συμπυκνώνουν τους εθνικούς πόθους για εδαφική επέκταση και εκφράζουν το κάλεσμα για τη θριαμβευτική άνοδο του ελληνισμού. Είναι σαφές ότι στη συνείδηση του ποιητή το είδος αυτό της πατριωτικής ποίησης ισοδυναμεί με πολιτική πράξη:
Δεν είναι η πολιτική, αν την αγναντέψουμε από μιαν όψη του συνόλου της του ιδεατού, δεν είναι παρά η φιλοπατρία στην πράξη. Αγαπώ την πατρίδα, πιστεύω την πατρίδα, ενεργώ, παλεύω για την πατρίδα. Η πολιτική τέχνη του να κυβερνάς. Όμως όλα είναι τέχνη στη ζωή, και η ζωή η ίδια, τέχνη. Η πατριωτική ποίηση, της ποιητικής τέχνης εκδήλωση που γιομίζει την ανθρώπινη ιστορία με την πλάστρα την φωτιά. Ο ποιητής φτάνει να του χτυπήσει τη φαντασία το πάθος τούτο, είναι ο κατεξοχήν πατριώτης [Παλαμάς, Άπαντα, ΙΒ΄: 121].

Μὲ τὴν πρώτη ποιητικὴ συλλογή του, «Τὰ τραγούδια τῆς Πατρίδας μου», ὁ ποιητὴς ἔκαμε ἐξαιρετικὴ ἐντύπωση, καὶ γιὰ τὴ ζωντανὴ ποιητική του γλώσσα καὶ γιὰ τὸν πλοῦτο τῶν θεμάτων του. «Τὰ τραγούδια τῆς Πατρίδας μου», φέρνουν μέσα τους τὸν νέο λυρισμὸ καὶ τὴν ἔντεχνη παλαμικὴ τελειότητα. Ἀπὸ τὴν πρώτη του αὐτὴ συλλογὴ ἀναγνωρίζει κανεὶς ποιὰ εἶναι τὰ μεγάλα θέματα, ποὺ θὰ θρέψουν τὸ λυρισμὸ τοῦ ἐθνικοῦ ποιητῆ: ἡ ἔγνοια τῆς πατρίδας, τὸ τραγούδι τοῦ λαοῦ, τὸ ὑλικὸ τῆς ἱστορίας. Ἀπὸ τὴν πρώτη συλλογὴ καταπιάνεται μὲ τὰ ποικίλα μέτρα καὶ ρυθμικὰ γυμνάσματα, ποὺ θὰ τὸν ἀναδείξουν ἀργότερα τὸν ἄφταστο καὶ ἀξεπέραστο δάσκαλο στὴν τέχνη τοῦ ἑλληνικοῦ στίχου. Ἀκολουθεῖ ὁ «Ὕμνος πρὸς τὴν Ἀθηνᾶν» καὶ ὕστερα ἢ συλλογὴ «Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου», ποὺ βραβεύτηκε στὸν Φιλαδέλφειο ποιητικὸ διαγωνισμό. Ὁ στίχος του πιὰ γίνεται πλουσιότερος, καὶ τὸ ὕφος του λυρικότερο καὶ εὐγενέστερο. Στὸ ποίημα Ἀσκραῖος καὶ στὸ μικρότερο τὸν Ὀλυμπιακὸ Ὕμνο, ἀσκεῖται στὸ ἀρχαιότροπο ὕφος, μὲ τὴ λιτότητα τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ.

Αριστουργηματικά έργα του θεωρούνται τα 12 έξοχα παρνασσιακά σονέτα με το γενικό τίτλο «Πατρίδες», όπου ο ποιητής ταξιδεύει νοερά μέσα στο χώρο και στο χρόνο αποκαλύπτοντας τη πολυδιάστατη προσωπικότητά του και τα μυστικά της ποίησης του. Οι «Πατρίδες» είναι περιοχές της Ελλάδας που όντως έζησε και αγάπησε ή έτρεξε εκεί με τη φαντασία του ακουμπώντας ακόμη και το σύμπαν, τη πατρίδα όλων. Η τελειότητα της μορφής ισορροπεί με τη στοχαστική και λυρική διάθεση. Το 1886 εκδίδει την πρώτη ποιητική του συλλογή «Τα τραγούδια της πατρίδος μου» κάνουν εντύπωση για τη ζωντανή ποιητική γλώσσα  και για τον πλούτο των θεμάτων του. Φέρουν μέσα τους το νέο λυρισμό και τη παλαμική τελειότητα. Χωρίζονται σε 4 ενότητες: «Τα τραγούδια της πατρίδος μου», «Τα τραγούδια της λίμνης», «Τα τραγούδια της καρδιάς και της ζωής», «Τα πολεμικά τραγούδια». Αυτή η πρώτη απόπειρα των νεανικών του χρόνων ξεχειλίζει από ευγένεια και συνάμα ευαισθησία κι είναι εμπνευσμένη από τους ηρωικούς αγώνες του λαού μας για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Αποτελεί όμως την αφετηρία για τη δημιουργία ενός άριστου ποιοτικά, μεγάλου σε έκταση και ποικίλου σε περιεχόμενο φιλολογικού έργου  που δίκαια τον καταξίωσε και τον επέβαλε ως εθνικό ποιητή.
Στο δωδέκατο σονέτο ο ποιητής, χρησιμοποιώντας μια αρχαία φιλοσοφική θεωρία, δίνει απάντηση στα μεταφυσικά ερωτήματα για την καταγωγή και τον προορισμό, πρόβλημα που βρίσκεται στον πυρήνα και των δώδεκα σονέτων του
αέρας, γη, νερό, φωτιά: κατά τη θεωρία του Εμπεδοκλή του Ακραγαντίνου τα τέσσερα αυτά στοιχεία είναι αιώνιες κοσμογονικές αρχές. Η γένεση και η φθορά δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ένωση και η διάλυση των στοιχείων αυτών.
λαός: μεγάλο πλήθος.

Ο Κωστής Παλαμάς στο 12ο σονέτο του φτάνει στην τελευταία από τις πατρίδες του, σ’ εκείνη του τέλους της ζωής∙ στην καταληκτική πατρίδα του θανάτου. Η θέαση του θανάτου, όμως, δεν αποκαρδιώνει, μήτε τρομάζει τον ποιητή, εφόσον ο ίδιος, ακολουθώντας εδώ τη θεωρία του Εμπεδοκλή, δεν βλέπει στο θάνατο έναν αφανισμό, αλλά μια νέα αρχή. Τα τέσσερα στοιχεία σύνθεσης κάθε όντος δεν παύουν ποτέ να υπάρχουν. Διαλύονται προσωρινά και κατόπιν ανασυντίθεται, λαμβάνοντας μια διαφορετική μορφή και συνεχίζοντας έτσι τη διαρκή και ακατάλυτη πορεία τους στον κόσμο.

Με τη χρήση των θαυμαστικών ο ποιητής παρουσιάζει εμφατικά τα τέσσερα στοιχεία που αποτελούν τις πλέον ιδιαίτερες πατρίδες των ανθρώπων, αφού είναι αυτές από τις οποίες όλα ξεκινούν και αυτές στις οποίες όλα καταλήγουν. Ο αέρας, η γη, το νερό και η φωτιά είναι τα τέσσερα στοιχεία που αποτελούν τις θεμελιώδεις κοσμογονικές αρχές, όπως το πρέσβευε η θεωρία του Εμπεδοκλή. Θυμίζουμε πως ο Αναξιμένης θεωρούσε ως πρώτη αρχή κάθε όντος τον αέρα, ο Θαλής το νερό, ο Ηράκλειτος τόνιζε πως η φωτιά είναι αυτή που προσφέρει τη διαρκή ισορροπία ανάμεσα στις αντιθέσεις που συνθέτουν τον κόσμο, ενώ ο Αναξίμανδρος ονόμαζε την πρωταρχική ύλη άπειρον και δεν της έδινε κάποια συγκεκριμένη μορφή, ήταν η αιώνια ύλη.
Ο Εμπεδοκλής διαφοροποιείται, εφόσον δεν κατονομάζει μία αρχική μορφή ύλης. Οι βασικές αρχές του σύμπαντος του Εμπεδοκλή, που παρουσιάζονται ως θεϊκά όντα, είναι οι τέσσερις ρίζες (ῥιζώματα) του παντός: γῆ, ἀήρ, πῦρ και ὕδωρ, ενώ η Φιλότης (αγάπη) και το Nεῖκος (φιλο-νικία) δρουν αντιθετικά πάνω και μέσα από αυτά. H φιλότης οργανώνει και συνδέει, το νείκος χωρίζει και διασπά. H ιστορία του σύμπαντος είναι ο συνδυασμός και ο χωρισμός των τεσσάρων ριζωμάτων: η ανάμειξη (μεῖξις) και η διαίρεση (διάλλαξις). Με την κυριαρχία της φιλότητας σχηματίζεται η Σφαίρα και το σύμπαν ενοποιείται (το Ὄν του Παρμενίδη), ενώ με το νείκος διασπάται σε αταξία, φέρνοντας στο νου τον πόλεμο των αντιθέτων του Ηρακλείτου.
Με τη σκέψη, λοιπόν, της αέναης ύπαρξης αυτών των στοιχείων, που ο ποιητής τα χαρακτηρίζει αχάλαστα, ο θάνατος δεν γίνεται αντιληπτός ως οριστική παύση της ύπαρξης. Ο Παλαμάς επισημαίνει πως μόλις περάσει στη γαλήνη των μνημάτων, μόλις πεθάνει δηλαδή, θα συναντήσει εκ νέου τα τέσσερα αυτά αρχικά στοιχεία που αποτέλεσαν την πρώτη του ευτυχία, τη γέννησή του, και θα αποτελέσουν και την τελευταία του ευτυχία, τον θάνατό του. Ο ποιητής αντικρίζει με θετικό τρόπο τον τερματισμό της ύπαρξής του, εφόσον θεωρεί πως θα αποτελέσει τη φυσική ολοκλήρωση μιας πορείας, η οποία έχει ούτως ή άλλως πεπερασμένα όρια. Το τέλος, άλλωστε, της ανθρώπινης ύπαρξής του δεν θα σημάνει και το οριστικό τέλος των στοιχείων που τον συνθέτουν, αφού αυτά είναι αιώνια.
Είναι, πάντως, πιθανό να θεωρήσουμε πως ο ποιητής χαρακτηρίζει το θάνατο πρώτη και στερνή ευτυχία, διότι θα του προσφέρει μια επιθυμητή διαφυγή από την ταλαιπωρία και τις δυστυχίες του ανθρώπινου βίου. Ο ποιητής, άρα, δεν βλέπει το τέλος με απελπισία, το βλέπει αντίθετα ως πηγή ακατάλυτης ευτυχίας, αφού θα σημάνει την απαλλαγή του από το διαρκές βάρος της ύπαρξης
Ο Παλαμάς προχωρά στη συνέχεια στην αντιστοίχηση των τεσσάρων αρχικών στοιχείων με ποιότητες και πτυχές του εαυτού του και της προσωπικότητάς του. Έτσι, στον αέρα αντιστοιχεί το πλήθος των ονείρων του, αφού ως άυλες νοητικές διεργασίες τα όνειρα μοιάζουν με το άπιαστο και το φευγαλέο που χαρακτηρίζει τον αέρα, και σ’ αυτόν θα καταλήξουν με τον θάνατο του ποιητή. Ενώ, στο στοιχείο της φωτιάς αντιστοιχεί η σκέψη, ο λογισμός του ποιητή, εφόσον ο Παλαμάς υπήρξε ένας αδιάκοπα σκεπτόμενος άνθρωπος, με ιδέες κάποτε ανατρεπτικές για τα δεδομένα της εποχής του. Από την άλλη, τα πάθη του αντιστοιχούν στο νερό και μάλιστα στη λύσσα των κυμάτων, αφού υπήρξαν πάντοτε μανιασμένα και ορμητικά.  
Ένας άνθρωπος αφοσιωμένος στη σκέψη, όπως ήταν ο Παλαμάς∙ ένας άνθρωπος με έντονες επιθυμίες και πάθη που ταλάνιζαν αδιάκοπα την ψυχή του, μα κι ένας άνθρωπος των μεγάλων οραμάτων και ονείρων, αντιμετωπίζει το θάνατο ως τη στιγμή που τα ιδιαίτερα εκείνα στοιχεία που συνέθεσαν την ύπαρξή του θα παύσουν να αποτελούν μια ολότητα και θα επιστρέψουν το καθένα στην αρχική του πηγή.

Οι Πατρίδες, μια σειρά από δώδεκα έξοχα παρνασσιακά σονέτα, κατέχουν σημαντική θέση στην ποίηση του Παλαμά. Πρωτοδημοσιευμένα το 1895, τα συμπεριέλαβε αργότερα ο ποιητής στη συλλογή του Η Ασάλευτη Ζωή (1904). Με τα ποιήματά του αυτά ο Παλαμάς, σε μια πορεία μέσα από τον τόπο και το χρόνο, αποκαλύπτει και αναλύει την πολυδιάστατη προσωπικότητά του και τα μυστικά της ποιητικής του τέχνης. Οι Πατρίδες είναι οι τόποι, όπου πραγματικά έζησε ή ταξίδεψε με την ποιητική του φαντασία. Η Πάτρα, το Μεσολόγγι, η Αθήνα, η Κέρκυρα, το Άγιο Όρος, η Ρούμελη, η Αίγυπτος, το Βυζάντιο, η Γη, οι μυθικές χώρες των υπερβορείων, το αστρικό σύμπαν και ο τελικός προορισμός, παρουσιάζονται στα σονέτα αυτά ως σταθμοί της υπαρξιακής και πνευματικής πορείας του ποιητή. Από αισθητική άποψη στις Πατρίδες η παρνασσιακή τελειότητα της μορφής ισορροπεί με τη στοχαστική και λυρική διάθεση.

«Σαν των Φαιάκων το καράβ’ η Φαντασία
χωρίς να τη βοηθάν πανιά και λαμνοκόποι
κυλάει∙»

Με μια παρομοίωση που μας παραπέμπει στην Οδύσσεια, ο ποιητής επιχειρεί να αποδώσει τη δυνατότητα της προσωποποιημένης Φαντασίας να πραγματοποιεί ταξίδια με μεγάλη ταχύτητα, αλλά και ασφάλεια. Η Φαντασία κινείται με τρόπο γαλήνιο, όπως προκύπτει από τη μεταφορική χρήση του ρήματος κυλάει, χωρίς να χρειάζεται τη βοήθεια του ανέμου ή την προσπάθεια των κωπηλατών.
Η αναφορά στο καράβι των Φαιάκων φέρνει στη σκέψη του αναγνώστη τα πολυτάραχα ταξίδια του Οδυσσέα και το πλήθος των περιπετειών του, σ’ ένα από τα σημαντικότερα δημιουργήματα του ελληνικού λόγου. Η Φαντασία ως κυρίαρχο στοιχείο της επικής Οδύσσειας, είναι συνάμα και το μέσο για τα περισσότερα ταξίδια του ποιητή, μιας και στην πραγματικότητα ο ίδιος είχε ταξιδέψει ελάχιστα, και μόνο εντός του ελληνικού χώρου.

«και είναι στα βάθη της ψυχής μου τόποι
πανάρχαιοι κι ασάλευτοι σαν την Ασία»

Ο Παλαμάς, έστω κι αν δεν είχε την επιθυμία για μακρινά ταξίδια, παρέμενε ωστόσο ένας ενθουσιώδης και φιλομαθής μελετητής με μεγάλη εκτίμηση για την επιστήμη και τις δυνατότητες του ανθρώπινου πνεύματος. Οι δικές του ανακαλύψεις, επομένως, αναφέρονται επί της ουσίας στη διάθεσή του για μελέτη και για ολοένα μεγαλύτερη γνωστική εμβάθυνση.

Ο ύμνος στην εντοπιότητα αποκτά μεγάλες διαστάσεις στον κύκλο των παλαμικών σονέτων, που επιγράφονται «Πατρίδες» 14 και εμπεριέχονται στη συλλογή του 1904, Ασάλευτη Ζωή. 15 Όπως παρατηρεί η Σαμουήλ, τα σονέτα αυτά αποτελούν έναν «“δωδεκάλογο” με θέμα τις κυριολεκτικές και μεταφορικές πατρίδες του ποιητή».16 Ήδη από τον τίτλο, γίνεται φανερή η πατριδολατρική διάθεση του Παλαμά.
Ο  ελληνικός  τόπος  αποτελεί  πηγή  έμπνευσης  για  τον  Παλαμά, μια  σπουδαία  προσωπικότητα  που  κυριάρχησε  στην  πνευματική  ζωή  της  Ελλάδας  και  η  επιρροή  των  έργων  του  φτάνει  ως  τις  μέρες  μας. Ο  Παλαμάς  εγκαινίασε  μια  νέα  εποχή  στη  νεοελληνική  ποίηση, αλλά  ταυτόχρονα  εξέφρασε  και  τη  βαθύτερη  ευαισθησία του για  τον  τόπο  και  την  εξέλιξή του. Υπήρξε  ο  ηγέτης  της  λεγόμενης  γενιάς  του 1880, πρωταγωνίστησε  στην  καθιέρωση  της  δημοτικής  γλώσσας, υποστήριξε  θερμά  τις  νέες  ιδέες  του  καιρού  του. Αυτές  οι  ιδέες  προβάλλονται  στο  έργο του, εκφράζοντας  καινούργιες  μορφοποιήσεις  του  ελληνισμού.
      Ο    ελληνικός  τόπος, εκτός  από   την  ακατέργαστη  ύλη  και  την  αισθητική  κατεύθυνση, γεννά  και  αναθρέφει  παράλληλα  και  τους  εμπνευσμένους καλλιτέχνες. Οι  «τεχνίτες» των  παλαμικών  συνθέσεων  ταυτίζονται  με  τους  ποιητές  και  ανήκουν  στον  τόπο, δημιουργώντας  εθνικό  πολιτισμό, ο  οποίος  καλείται  να  γίνει  βασικό  έρεισμα  για  την  ανοικοδόμηση  της   νεότερης  Ελλάδας4. Η  συγκεκριμένη   θεώρηση  της  σχέσης  τόπου- τέχνης  δηλώνει   σαφώς  την  πίστη  του  εθνικού   ποιητή  στην  «αισθητική  της  αυτοχθονίας»5.

Γράφει ο Παλαμάς το 1931: 
Έτσι, αγάλια – αγάλια, γίνεται η απαλλαγή από την ακαθόριστη πομπικήν επισημότητα του καθαρευουσιάνικου λυρισμού. Έτσι μας ξεδιπλώνεται, όσο απόμακρος, κόσμος χαρακτηριστικός με ωρισμένα σύνορα, με γη που φωνάζει να την καλλιεργήσουμε, με έδαφος που στέκεται στη διάθεσή μας να το κάνουμε περιβόλι, θέατρον, όποιο να του χτίσουμε σπιτάκια, κιόσκια, στο τέλος ένα παλάτι, ποιος ξέρει! […]. Δεν είναι μόνον, απόλυτα και απερίφραστα, οι στίχοι που συμβολίζουν το πάθος με το οποίο θα δεθεί όλη μου η ζωή, αλλ’ είναι και «Οι στίχοι στην πατρίδα μου», στη μικρή πατρίδα, η Ρούμελη, το Μεσολόγγι, η επαρχία, το χωριό, το ντόπιο, η Ρωμιοσύνη, γιορτές, καθημερνές, το πανηγύρι, ο αργαλειός, τα λογής ρωμαίικα γνωρίσματα που με συγκινούν. Κι άλλα σημεία θ’ άξιζεν εδώ, και με όλη τη συντομία, να εξαρθούν. Γιατί δίνεται το σύνθημα πως κάτι σπέρνεται προμηνώντας κάποια μεταστροφή που αγάλια – αγάλια θ’ ανθίσει, στην ιδεολογία μας, στην αισθητική μας.

. Η  ζωή  του  Παλαμά  μέσα  από  τις  «Πατρίδες» προβάλλεται  σε  κρίσιμους  γεωγραφικούς  και  πνευματικούς  τόπους  του  ελληνισμού  και  κατά  συνέπεια  η  έννοια  του  έθνους  συνδέεται  με  συγκεκριμένες  για  το  έθνος  τοποθεσίες. 
     Η  Αθανασοπούλου  επίσης  αναφέρει  πως  η  πρώτη  θεματική  περιοχή  των σονέτων, που  περιλαμβάνονται  στις  «Πατρίδες», εστιάζει  σε  τόπους  και  «αντιλαμβάνεται  το  σονέτο  ως  χάρτη, ως  εργαλείο “υψηλής  ευκρίνειας’’, που  δύναται  να  οικειοποιηθεί  τα  δημόσια  εδάφη  μέσω  της  άριστης  περιγραφικής  του  ακρίβειας»,3 θέτοντας  το  εθνικό  θέμα  στην  πρώτη  γραμμή  του  ενδιαφέροντος. 
     Στα  σονέτα  αυτά  ο  πατριδολάτρης  Παλαμάς  αποδεικνύει  ότι  η  λέξη  πατρίδα  είχε   για  εκείνον  ως  ποιητή  ευρύτερο  περιεχόμενο. Αρχικά, ήταν  πατριώτης, συμμετέχοντας  ενεργά  στον αγώνα  της  πνευματικής  αναγέννησης  της  Ελλάδας  και  αναλαμβάνοντας  ηγετικό  ρόλο.
Παράλληλα, ο  Παλαμάς αισθανόταν  πολίτης  όλης  της  ανθρωπότητας, αναπόσπαστο  κομμάτι  μιας  καθολικότερης  πατρίδας, του  αχανούς, αλλά  ενιαίου  σύμπαντος.
Η   πρώτη  κατηγορία  των  σονέτων  αφορά  τα  αυτοβιογραφικά  σονέτα  των  πραγματικών   πατρίδων, ο   πυρήνας  της  οποίας  εντοπίζεται  διαδοχικά στην  Πάτρα, τη  γενέθλια  πόλη  του  ποιητή, στο  Μεσολόγγι, όπου μεγάλωσε  μετά  την  ηλικία  των επτά ετών  και  στην Αθήνα, όπου  πήρε  τη  μόρφωσή  του  και  ξεκίνησε  την  καριέρα  του  ως  κριτικός. Περιγράφοντας  τις  πρώτες  του  πατρίδες  με  την  πολύ  στενή  έννοια  του  όρου, τις  πόλεις  δηλαδή, όπου  πέρασε  τη ζωή του, δίνει  πρώτα   σύντομα  και  περιεκτικά  την  ιστορία  και  τη  γενική  όψη  της  Πάτρας, της
πόλης   όπου  γεννήθηκε   και  από  την οποία, επειδή  έφυγε  σε  μικρή  ηλικία, δεν  κράτησε  στη  μνήμη  του, όπως  ο  ίδιος  αποκαλύπτει, πολλές  εικόνες. Η  πιο  σημαντική  από  αυτές  ήταν  αυτή  της  μητέρας  του  που  πέθανε, εικόνα  και  αυτή  μισοσβησμένη1: «κ’ η  μνήμη  μου  σαν  όνειρο  του  ονείρου  πλέκει( στ.13)/ γλυκειά  μισοσβησμέν’ εικόνα, μια  μητέρα»(στ. 14)2.
     Το  εισαγωγικό   αυτό  σονέτο  των  «Πατρίδων»  είναι  ένα  τοπογραφικό  σονέτο   και  ο  αναγνώστης  προσλαμβάνει  την  εικόνα  της  πόλης  μέσα  από  οπτικές  εικόνες. Έτσι, η  εισαγωγική  στροφή  παρουσιάζει  την  Πάτρα  από  την  οπτική  γωνία  της  θάλασσας  και  από  μακρινό  πλάνο, από  απόσταση. Υμνεί  την  πολιτεία, όπου  πρωτάνοιξε  τα  μάτια  του, με  το  λιμάνι  το  πολυκάραβο  που  δέρνεται  από   τα  κύματα. Στη  δεύτερη  στροφή, από  πιο  κοντινό  πλάνο, ο  ποιητής  εστιάζει  στα  αμπέλια  που  της  δίνουν  πλούτη  και  στο  κάστρο  που  την  περιτριγυρίζει. 
      Και  στις   δύο  πρώτες   στροφές, οι  πρώτοι  στίχοι  παρουσιάζουν  τη  θέση  της  πόλης  στο  χώρο, στον  τόπο, ενώ  το  δεύτερο  τμήμα  της  κάθε  στροφής  παραπέμπει  στην  ιστορία  της  Πάτρας, στη  θέση  της  στο  χρόνο. Έτσι, όπως  επισημαίνει  η  Μ. Αθανασοπούλου, οι  στίχοι  3-4 «και  δε  θυμάται  μήτε  σαν  ονείρου  πλάνη/ τα  πρωτινά  μετάξια  της  τα  πλουτοφόρα» αναφέρονται  στην   Πάτρα  τη  βυζαντινή  περίοδο, ενώ οι στίχοι 7-8 «δίψα  του  ξένου, Φράγκου, Τούρκου, από  την  ώρα/ που  το   διπλοθεμελίωσαν  οι  Βενετσάνοι»   υπαινίσσονται  την  κυριαρχία   των  Ενετών.
      Το  δεύτερο   σονέτο  αναφέρεται  στη  δεύτερη  πατρίδα  του  Παλαμά, το  Μεσολόγγι, τον  τόπο  της  καταγωγής  του. Το  πρώτο  μέρος  του  σονέτου  εκτείνεται  και  εδώ, όπως  και  στο  πρώτο  σονέτο, ως  τον  ενδέκατο  στίχο, με  την  ενίσχυση  της  άνω  τελείας. Η  συγκίνηση  όμως  του  τελευταίου  τρίστιχου  έχει  ήδη  υποδηλωθεί  ελλεπτικά  στο  στίχο  4 «μ’έρριξ’ εκεί  πεντάρφανο  παιδάκι  η  Μοίρα»  και  επανέρχεται  εν  είδει  κύκλου  στο  τελευταίο  τρίστιχο, όπου  παρουσιάζονται  οι  συνέπειες  της  ορφάνιας. Τα  στοιχεία  της  ανησυχίας  και  της  ταραχής  που  επικρατούν  στον  τόπο  και  κατ’ αντιστοιχία   στην  παιδική  ψυχή  του  ποιητή  και  αποτελούν  τον  κεντρικό  πυρήνα  του  σονέτου, είναι  πολύ  πιο  άμεσα  εδώ, αφού  προαναγγέλλονται  από  τον  τέταρτο  στίχο. Αυτή  η  διαφοροποίηση  ώθησε  τη  Σαμουήλ  να   θεωρήσει  διαφορετική   την  οργάνωση  του  σονέτου2
Όπως  σχολιάζει  ο  Κ.Θ Δημαράς «Ορφανεμένος  ο  μικρός  Παλαμάς  εφτά  χρονώ,  από  μητέρα   κι   από   πατέρα,  ξεριζώνεται  κιόλας   από    τον  τόπο    όπου  8
γεννήθηκε   κι  όπου  έζησε  τ’αμέριμνα  χρόνια  κάτω  από   τη  στοργική   φροντίδα  της  μητέρας, την  αυστηρή  φροντίδα  του  πατέρα  του˙ έτσι  ξαφνικά  σπάζει  στα  δυο  η  ζωή  του, δε  μένει  τίποτε   ούτε  από  τους  ανθρώπους  ούτε  από  το  άψυχο  περιβάλλον  που  τον  πλαισίωναν  άλλοτε[…]. Και  ύστερα  πάλι  από  το  σπάσιμο  που  προκάλεσε  μέσα  στη  ζωή  του  η  ορφάνια, οι  καινούριοι  διαμορφωτικοί  παράγοντες  που  επέδρασαν  πάνω  του, προς  την  ίδια  κατεύθυνση  τον  ώθησαν˙ η  εσωτερική  του  ζωή, η  οικογενειακή, ανεπαρκής,  ατροφική, τον  ωθεί  προς  τον  εαυτό  του, προς  την  απομόνωση. Η  πικρία  της  ζωής  τον  φέρνει  μακριά  από  τους  ανθρώπους, του  μαθαίνει   τη  συμπόνια  που  δε  βρίσκει  σε  κείνους»1
     Στην  αρχή, ο  ποιητής  περιγράφει  τη  λιμνοθάλασσα του  Μεσολογγίου, από  όπου  τα  βιώματά  του  ως  παιδιού  και  εφήβου  σε  αυτήν  την  πόλη, είναι  έντονα. Περιγραφές  έχουμε  και  εδώ, όπως  και  στο  α’ σονέτο  της  τριλογίας  των αυτοβιογραφικών, αλλά  οι  εικόνες   είναι  φορτισμένες  με  συναίσθημα  και  οι  λεπτομέρειες  έχουν  πολύ  προσωπικό  χαρακτήρα. Είναι  φανερό  πως  πρόκειται  για  εικόνες  ζωντανές  ακόμα  στη  συνείδηση  του  ποιητή. Η  λίμνη  είναι  γεμάτη  από  νησίδες, αλλά  το  μαϊστράλι  είναι  κορεσμένο  από  την  αλμύρα  της  θάλασσας- που  σημαίνει  έντονη  λειτουργία  των  αισθήσεων  του  Παλαμά- και  το  ακρογιάλι  «φυκόστρωτο». Το  μαϊστράλι, ένα  ευνοϊκό  αεράκι, δεν  είναι  δυνατόν  βέβαια  να  «ταράζει  πέρα  το  φυκόστρωτο  ακρογιάλι»(στ.3). Ο  ποιητής  όμως, στήνει  ένα  σκηνικό  που  εξυπηρετεί  την  απόδοση   εσωτερικών  του  εντυπώσεων. 

Τα πρώτα μου χρόνια τ΄αξέχαστα τάζησα
κοντά στ΄ακρογιάλι,
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά τη μεγάλη.

Και κάθε φορά που μπροστά μου η πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,
και βλέπω τα ονείρατα κι ακούω τα μιλήματα
των πρώτων μου χρόνων κοντά στ΄ακρογιάλι,

στενάζεις, καρδιά μου, το ίδιο αναστέναγμα:
Να ζούσα και πάλι
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη

      Ο  Παλαμάς, αν  και  στο  Μεσολόγγι  έζησε  τα  περισσότερα  παιδικά  και  εφηβικά  του  χρόνια, στέκεται  με  πολύ  σκεπτικισμό  και  πολλή  μελαγχολία  απέναντί  του. Ορφανός  σε  ηλικία  επτά  ετών, έρχεται  εδώ  να  ζήσει  στο  σπίτι  του  θείου  του  Δημήτρη  Παλαμά, παιδί  ανήσυχο, μ’ένα  ευαίσθητο  και  ταυτόχρονα  ευερέθιστο   στις  φαντασιώσεις  πνεύμα. Ο  Παλαμάς «εκεί», ενώ  στο  προηγούμενο  σονέτο  είχε  πει  «αυτού», ένιωθε  να  πνίγεται. Ο  στενός  επαρχιώτικος   κύκλος   δεν  αντικαθιστά  την  τρυφερότητα  των  γονιών  του  που  λείπουν. Ο  στίχος  2  αποδίδει  συνεκδοχικά «από  θαλασσινή  δυναμωμένο  αρμύρα»(στ.2)  το  υγρό  κλίμα  του  Μεσολογγίου που  «ταράζει»  το  ακρογιάλι  και  την  παιδική  ζωή  του  ποιητή. Η  έκφραση «πέρα  το  φυκόστρωτο  ακρογιάλι», θα  μπορούσαμε  να  πούμε, πως  αφήνει  να  σχηματιστεί  η  αίσθηση  της  ενατένισης: ο  ποιητής  φαίνεται  ότι  πέρασε  αρκετές  ώρες  συλλογισμένος, ατενίζοντας  τα  ρηχά  νερά  της  λιμνοθάλασσας
Η    αποκατάσταση  της  πολιτισμικής  συνέχειας   του  ελληνισμού  κατέχει  μείζονα  σημασία   στην   ποιητική  του   Κωστή  Παλαμά. Ο   ποιητής   αναγνωρίζει  στη  συνένωση  των  πολιτιστικών  στοιχείων  όλων   των  φάσεων  του  ελληνικού  πολιτισμού   την  κύρια   δύναμη    που    θα  αναζωογονήσει  το  έθνος. Ο   ρόλος  του   ποιητή  στην   εξύφανση  και  αποκατάσταση  του  ιστορικού  και  πολιτιστικού  παρελθόντος  είναι  καθοριστικός, καθώς  είναι   αυτός   που  θα  συμπληρώσει   με  τη  δημιουργική   φαντασία  του   τις   γκρίζες   ζώνες   της   ελληνικής  ιστορίας. Ο   Παλαμάς   συναιρεί   στο  ποιητικό   του  έργο   τις  διάφορες   περιόδους   της  ελληνικής   ιστορίας  και   παράδοσης   και   κατασκευάζει  κατ’ αυτόν  τον  τρόπο   το  ελληνικό  «ποιητικό  χρονικό»4. Εμπνέεται   από  την  έννοια   της   πατρίδας   και  βλέπει  τα  πράγματα   μέσα  από   το  πρίσμα   μιας  εθνικής- οικουμενικής  παράδοσης. Για   τους  λόγους   αυτούς, ο   Ι. Συκουτρής   εύστοχα   τον  ονομάζει  «καθολικόν   άνθρωπον»5.

      Μετά   το  τρίπτυχο   των  αυτοβιογραφικών    σονέτων  των   πραγματικών  πατρίδων  αρχίζει   το  ταξίδι  του   ποιητή   σε  κάποιους  μεταφορικούς  τόπους  καταγωγής, που  η  ψυχή   του  είχε  λαχταρίσει  να  ζήσει. Πρώτος  «σταθμός»  του   ταξιδιού  του  η  Κέρκυρα,που  η  περιγραφή  της   βασίζεται   στην  αντίθεση  φύση- τέχνη.  Με   την  ίδια   δυαδικότητα   στην  οργάνωση   ο  Παλαμάς  περιγράφει   τις  περιοχές  της   πατρίδας  του: στην  αρχή   περιγράφει  τα  ωραιότερα  φυσικά   χαρακτηριστικά  της  περιοχής  και  στους   τελευταίους  στίχους  παρουσιάζει   τα  σημαντικότερα   ιστορικά  και  πολιτιστικά  της  στοιχεία, δίνοντας  έτσι  μια  σχεδόν   
 ολοκληρωμένη   μικρογραφία  της
Από   την  κατεξοχήν  πατρίδα  Ελλάδα, ο  ποιητής  απλώνεται  σε  μια  πατρίδα  ευρύτερη: στις  πέντε  ηπείρους  και  σε  όλο  το  σύμπαν. Έτσι, στα   τελευταία  τέσσερα  σονέτα  μεταθέτει   τα  στενά  όρια  της  πατρίδας  στο  κοσμολογικό  επίπεδο  και  στηρίζει  μ’αυτόν  τον  τρόπο  την  ιδέα «του  πολιτισμικού  εθνικισμού» του  γ’  σονέτου. Στα  τέσσερα  όμως, αυτά  σονέτα  η  αφήγηση  του  συγγραφέα  παρουσιάζεται   μέσα  από  αναφορές  στο  μοτίβο  του  ταξιδιού  του  Οδυσσέα, στοιχείο  που  αποδυναμώνει  την  έμφαση  και  την   επιμονή  του  ποιητή  στο  γενέθλιο  τόπο.
Ο   ποιητής,  στην  πραγματικότητα, δεν  έχει  ταξιδέψει  σε  κανένα  μακρινό  τόπο, είναι  όμως  ο  άνθρωπος  που  θέλει  να  τα  γνωρίσει  όλα, κάτι  που  το  πέτυχε, όπως  μας  λέει, στα  ποιήματά του. Με  τη  φαντασία  του  γνωρίζει  πολλές  χώρες, που  τις  συσχετίζει  με  «τόπους»  της  ψυχής  του. Στα  βάθη της  ψυχής  του  δηλαδή, βρίσκει   «τόπους», που  τους  παρομοιάζει  με  χώρες  της  γης  και   με  τους  λαούς  τους. Διαπιστώνοντας  ότι  πολλές  ψυχικές  του  ιδιότητες, καταστάσεις  και βιώματα   είναι  κοινά  με  εκείνα  των  λαών  του  κόσμου, καταλήγει  σε  μια   ταύτιση  με  αυτούς. Έτσι, προβάλλοντας  ως  πνευματικές  και  «νοερές» πατρίδες  όλη  την οικουμένη, δείχνει  να  τον   διακρίνει  κοσμοπολιτισμός,  πνεύμα   παγκοσμιότητας.
Καταληκτικά, όπως  διαπιστώνει  η  Μ. Αθανασοπούλου, «η  μόνη  πατρίδα  την  οποία μπορεί  να  διεκδικήσει ο  ποιητής  είναι  η Ποίηση». Υπό  την  έννοια αυτή, το   τελευταίο  σονέτο  των  «Πατρίδων»  υποστηρίζει  την  αλληγορική  αντίληψη  της  πατρίδας  που πρωτοεισάγει  το  σονέτο  για  την   Αθήνα», λαμβάνοντας    πάντοτε   υπόψη «τις   συγκεκριμένες   πολιτικο-κοινωνικές   συνθήκες της  εποχής  και   τις    εθνικές  βλέψεις   παράλληλα   με   την  εκτίμηση  των  αισθητικών   χαρισμάτων

Ἐδῶ οὐρανὸς παντοῦ κι ὁλοῦθε ἥλιου ἀχτίνα,
καὶ κάτι ὁλόγυρα σὰν τοῦ Ὑμηττοῦ τὸ μέλι,
βγαίνουν ἀμάραντ᾿ ἀπὸ μάρμαρο τὰ κρίνα,
λάμπει γεννήτρα ἑνὸς Ὀλύμπου ἡ θεία Πεντέλη.