Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

ΓΙΑΝΝΗ ΒΑΡΟΥΧΑ: ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ-ΚΡΙΤΙΚΗ ΦΩΤΗ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ: ΝΟΣΤΙΜΑ ΘΕΛΓΗΤΡΑ ΙΙ Ποίηση

 

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ-ΚΡΙΤΙΚΗ 

 

  ΦΩΤΗ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ:  ΝΟΣΤΙΜΑ ΘΕΛΓΗΤΡΑ ΙΙ   Ποίηση

 

 


   Κριτική ανάλυση  ΓΙΑΝΝΗ ΒΑΡΟΥΧΑ Ποιητή-Εκπαιδευτικού

 

                            ‘‘Τα νόστιμα θέλγητρα των κερασιών

                               ως διάττοντες αστέρες της στιγμής

                               εκλείπουν αθορύβως’

 


     Μ’ αυτούς τους τρεις στίχους ο Φώτης Δημητρόπουλος  (Φ.Δ.) ξεκινά την ξενάγησή του στο τόσο όμορφο και φιλόξενο περιβόλι του, όπου πρωτοφυτεύτηκαν οι πρώτες του ποιητικές δημιουργίες, ανθοφόρησαν κι έπειτα καρποφόρησαν οι πρώτοι του στίχοι στις τέσσερις ενότητες που τις ονόμασε «Νόστιμα Θέλγητρα».

     Τις πρώτες λοιπόν εκείνες «ανάγλυφες νύχτες», φοιτητής στην Αθήνα, καταγράφει τα πρώτα του νεανικά σκιρτήματα. Ακολουθούν τα «Νόστιμα Θέλγητρα των κερασιών», όπου ο Φ.Δ. διανύει τα πρώτα χρόνια της ποιητικής του ωριμότητας και ακολουθεί μια τρίτη μεστότερη συλλογή, όπου ο ποιητής πλέον στέκεται, νιώθει αλλά και ονειρεύεται μπροστά στην  «Ταραγμένη Θάλασσα». Τέλος, εκεί που τ’ όνειρο αρχίζει να αφομοιώνει την πείρα, την ομορφιά αλλά και τις παραισθήσεις της Μνήμης, ανοίγεται ένας χώρος που βρίσκεται «Στα σύνορα του Χρόνου και του Φωτός». Σ’ αυτόν τον χώρο, η σκέψη του φορτώνεται με χρώματα και μουσικές που φιλοτεχνεί ο νόστος, όταν τα αποτυπώματα που αφήνει η Μνήμη στην Ψυχή, είναι τόσο βαθιά που σε κάθε ίχνος, σε κάθε σημάδι, σε κάθε επαφή μας με τον Χρόνο, ο κραδασμός του Μέλλοντος όλο και φέρνει εγγύτερα τον εαυτό μας με το Παρόν. Ο χώρος αυτός λοιπόν, βρίσκεται σε μια άλλη διάσταση, ακουμπισμένος στο στέρνο του κόσμου ετούτου, αφουγκράζεται τους χτύπους της καρδιάς του και σιωπηλά θεραπεύει τις πληγές που του ‘χει αφήσει ο ναρκισσισμός μας ο οποίος φύεται στους πρόποδες της σημερινής τεχνοκρατούμενης κοινωνίας. Στον δεύτερο αυτόν λοιπόν συγκεντρωτικό τόμο, που τον ονομάζει «Νόστιμα Θέλγητρα ΙΙ», ο Φ.Δ. συλλέγει ό,τι καρποφόρησε, ό,τι ξεχείλισε από τις αισθητικές δεξαμενές του πρώτου και συνεχίζει το ταξίδι, αυτήν τη φορά όμως παραπλεύρως των αστερισμών το Χρόνου και του Φωτός, σε μια άλλη μυστική γωνιά του Φεγγαριού. 

     Ο Φώτης Δημητρόπουλος, ένας κατεξοχήν ρομαντικός ποιητής αλλά και άνθρωπος, μας χαρίζει με απλοχεριά το μυστικό για να λουστούμε από το δικό του σεληνόφως. Αυτό που άλλες φορές ο ίδιος, με μια διεθλασμένη χαρτογράφηση του τοπίου που φωταγωγείται μ’ αυτούς τους ιδιαίτερους αστρικούς ποιητικούς χρωματισμούς, μάς λύνει τα σχοινιά της βάρκας που έχουμε όλοι μέσα μας αγκυροβολημένη, ώστε να ταξιδέψουμε με τους στίχους του σε μια άλλη διάσταση, σε μια άλλη πλευρά του σύμπαντός μας, κάπου δηλαδή στο τρίτο ημισφαίριο, όπως ο ίδιος περιγράφει αυτόν τον χώρο που ανθίζει στη βιωματική πλαγιά της ύπαρξης. Σ’ έναν χώρο όπου η φύση και ο θάνατος δεν υφίστανται ως χαράκτες, ως φυσικά και πνευματικά όρια της ύπαρξης, αλλά συνιστούν απλώς σύμβολα, όπου η πυκνότητα της σημασιολογικής τους εμβέλειας αραιώνεται με κυματισμούς του απείρου που πότε οδηγεί απευθείας στον εσωτερικό μας κόσμο ως βίωμα, πότε αναρριχάται στις περπατημένες οροσειρές του παρελθόντος και παίρνει τη μορφή της ανάμνησης, και πότε προβάλλει σαν αντικατοπτρισμός στα βότσαλα του ψυχικού μας πελάγους που ανοίγεται μπροστά μας ως μέλλον. Στο τρίτο αυτό ημισφαίριο, ο άνθρωπος μετατρέπεται σε διονυσιακό πλάσμα, με διάχυτες την ευαισθησία αλλά και τις ηδονές ταυτόχρονα στις ψυχοηθικές του αρτηρίες.  

     Οι ήρωές του, τις πιο πολλές φορές εμφανίζονται σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που σημαίνει ότι ο ίδιος είναι ο ήρωας του εαυτού του, αλλά συνάμα και ο αντιήρωας. Άρα μιλάμε για την ανάγλυφη περιγραφή μια εσωτερικής διαφοροποίησης (διαφωρά) όπου ο ήρωας και ο αντιήρωας μετοικούν στο ίδιο ποιητικό σώμα και συνιστούν μια οντότητα. Κάποιες φορές αποσπώνται από τον κοινό αυτόν χώρο αφήνοντας ένα ρήγμα στην ταυτότητα του ήρωα, από το οποίο αναδύεται άλλοτε η νοσταλγία του ποιητή για το παρελθόν, άλλοτε η απελπισία για το παρόν και άλλοτε η αισιοδοξία βρυχώμενη για το εγγύς μέλλον. Έτσι, στην πρώτη περίπτωση, ο ήρωας είναι ο ίδιος ο ποιητής σε μια σφιχτή πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Αντίθετα, στις άλλες δύο περιπτώσεις, το ΕΓΩ διαφοροποιείται από τον εαυτό του κι έπειτα αντιτίθεται στο ΑΥΤΟ, δηλαδή στον απωθημένο στα σκοτάδια της λησμονιάς εαυτό. 

     Στην πρώτη έκφανση, το ΕΓΩ ως ενότητα δύο διαρκώς αντιτιθέμενων εκφράσεών του, δημιουργεί στον ποιητή μια διερώτηση, μια τάση για χαρτογράφηση αυτής της ‘‘αγίνωτης’’ διαφοράς, που βρίσκεται πάντα ριζωμένη και γονιμοποιεί με συζεύξεις το επιθυμητικό των ανθρώπων. Στη δεύτερη έκφρασή του, το ΕΓΩ διαχωρίζεται από τον εαυτό του, ο αντιήρωας γεννιέται από τα σπλάχνα του ήρωα και έχουμε μια διάζευξη των δύο αυτών μορφών εαυτότητας, όπου συμπυκνώνονται σ’ ένα αίσθημα άλλοτε απελπισίας (εξαιτίας της αίσθησης του ανολοκλήρωτου της ύπαρξης, όπου η διαφορά μεταξύ ΕΓΩ και ΕΑΥΤΟΥ κατανέμεται σε υπαρξιακούς τόνους) και άλλοτε σ’ ένα συναίσθημα μελαγχολίας, όπου πλέον το ΕΓΩ μικραίνει την απόσταση με τον ΕΑΥΤΟ του, εν-συναισθάνεται τον τραγικό τόνο της ύπαρξης και αγγίζει τις ρομαντικές χορδές του ποιητή. Στην τρίτη έκφρασή του, το ΕΓΩ διαχωρίζεται από το ΑΥΤΟ, αισθάνεται μια ανοικείωση με το παρόν του κι έτσι στρέφεται στις πηγές του παρελθόντος για να δροσίσει έστω και λίγο τους ξερούς τόπους της ψυχής. Εδώ, είναι διάχυτο το αίσθημα της νοσταλγίας για ένα ανεπιτήδευτο παρελθόν, για μια απείραχτη και αθώα ψηλάφηση της φύσης, του συνανθρώπου αλλά και της ίδιας του της εσωτερικής σπηλιάς. 

     Έτσι, αυτές οι τρεις εκδοχές του σχεσιακού ΕΓΩ, άλλοτε υφαίνονται με την εισαγωγή του μοτίβου του θανάτου, που παίρνει τη μορφή πότε της νεκρής αγαπημένης φύσης και πότε υπόκειται σε πολλαπλές παραμορφώσεις. Άλλες φορές πάλι, υποστασιοποιείται στην άρση της αντίθεσης φύση – θάνατος, κι άλλες πάλι, αναδύεται ως αγωνία στο υπαρξιακό λάξευμα της στιγμής, που δημιουργείται από τη συναντίληψη του πεπερασμένου της ζωής και της φθοράς του χρόνου.

     Οι λέξεις που επιλέγει ο ποιητής να συνθέσει την ποιητική του στο εν λόγω έργο, χωρίζονται σε δύο εννοιολογικές κατηγορίες. Από τη μια πλευρά έχουμε λέξεις που από μόνες τους κοσμούν το φυσικό στοιχείο, αναβαθμίζουν την αισθητική του χώρου και οπτικοποιούν την απλωσιά του φωτός (ακρογιαλιά, φεγγάρι, φως, ουράνιο τόξο). Από την άλλη, έχουμε λέξεις όπως όνειρο, σιωπή, μυθολογία αναδυόμενες από τις αδέσποτες πνοές του ασυνείδητου είτε ατομικού (όνειρο), είτε συλλογικού (μυθολογία) – οι οποίες όντας ποιητικά αδέσμευτες, παρασύρουν και τους υπόλοιπους στίχους σε μια καταβύθιση στα εσώτερα ψυχικά μας στρώματα. Έτσι έχουμε από τη μια πλευρά τις λέξεις της φύσης και του φωτός, όπου το βλέμμα αναδιατάσσει τις αντιληπτές παραστάσεις στεφανωμένες από δέσμες φωτός στα χρώματα του ουράνιου τόξου. Από την άλλη πλευρά, μέσα στη σιωπή και στ’ όνειρο, ο ψυχισμός αναδύεται βουβός κι απρόσωπος, γεμάτος πτυχώσεις για να ανακλάται το σεληνόφως του φεγγαριού, όταν ο εαυτός μας καθρεφτίζεται στης ακρογιαλιάς τα νόστιμα θέλγητρα. Έτσι λοιπόν, στον απόηχο της συνήχησης των νοσταλγικών σιωπών, ξεπροβάλλει ένας άλλος τόπος, πέραν του νοητού και του αισθητού, ένας τόπος ποιητικός, όπου η ομορφιά της φύσης μετατρέπεται σε αχτίδα φωτός και διαχέεται στις στιλπνές επιφάνειες του ονείρου και η μυθολογία ανασταίνεται και επανεγγράφει την υφή της ιστορίας. Στο τρίτο λοιπόν αυτό ημισφαίριο, μας περιμένει ο συγγραφέας να ανακαλύψουμε τα ιερογλυφικά του φεγγαριού. 

 

ΤΑ ΙΕΡΟΓΛΥΦΙΚΑ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

Αν μπορούσες να διαβάσεις

τα ιερογλυφικά του φεγγαριού

θα σκάλωνες στις αναλαμπές 

της αθέατης πλευράς του. 

Σήμερα καθρεφτίζουν

την εποχή των άχρονων χρόνων. 

 

Αν μπορούσες να διαβάσεις

τα ιερογλυφικά του φεγγαριού

θα ’βλεπες τόπους να καλωσορίζουν δύο φορές 

ήρωες της μυθολογίας και της ιστορίας,

τον Θησέα να γυρίζει από την Κρήτη

και τον δρομέα να φτάνει στην Αθήνα

με στεφάνια δάφνης και κληματαριάς.

 

Αν μπορούσες να διαβάσεις

τα ιερογλυφικά του φεγγαριού

θα παραδινόσουν στις κρυφές πτυχές της γης.

Και τι μυστικό θα ψηλαφούσες…!

μια αθέατη ταινία κινηματογραφική

γεμάτη βλέμματα επιθυμίας

στου πόνου το σκοτεινό θάλαμο.

 

Αν μπορείς…. μη χάσεις τα άρρητα

του αποψινού σεληνόφωτος…

Λίγο πριν πέσει η αυλαία

θα σου υποκλιθεί μια θάλασσα πλατιά. 

 

     Και βέβαια, αν μπορούσες να διαβάσεις τα ιερογλυφικά του φεγγαριού, θα ζωντάνευες μέσα σου τους ήρωες της μυθολογίας και της Ιστορίας, θα γινόσουν ξεναγός του εαυτού σου στους αρχαίους αυτούς τόπους, όπου βασιλεύει το κάλλος, η τέχνη και το αθάνατο πνεύμα των προγόνων μας. Θα έπλαθες την ομορφιά σαν νύμφη στα συμπλέγματα αετωμάτων, δίχως φραγμούς και όρια. Και ύστερα, θα ψηλαφούσες ακέραιος και ακραιφνής τις μελανές δέλτους της ιστορίας. 

 

….και ανερυθρίαστα σε φανταζόμουν

     με τον Ερμή ανάμεσά μας

….σαν νύμφη σε συμπλέγματα αετωμάτων.

Μέσα σ’ αυτούς τους λίγους στίχους, ο συγγραφέας με τον «ταυτηγορικό» λόγο της ποιητικής τέχνης, προβάλλει την εναρμόνιση μορφής – περιεχομένου (ή καλύτερα σημαίνοντος και σημαινόμενου) χωρίς να υποτάσσει τη μορφή στο περιεχόμενο. Για παράδειγμα, η μεταφορική χρήση των λέξεων (νύμφη, Ερμής, κλαδί αγριελιάς κτλ.) στο ποίημα «Αρχαίοι Τόποι», με τη συμβολική τους μεταποιητική επανασημαινοποίηση, όχι μόνο δεν απολύουν από το ειδητικό βάρος τους το ιστορικό φορτίο, αλλά κατά την επαναφορά τους στο σήμερα, εντάσσονται σ’ έναν φαντασιακό χώρο (…και ανερυθρίαστα σε φανταζόμουν…) και δίνουν σχήμα στον έρωτα. Ταυτόχρονα, συναποτελούν την επίγεια μορφή της ύπαρξης, την υλική, δηλαδή τα φτερά του κάλλους, του κλέους και της δόξας. Με την παρήχηση των γραμμάτων κ και λ στις παραπάνω λέξεις, συνάμα αποδίδει στη μορφή των λέξεων τη φωτεινότητα, την καθαρότητα και τη λάμψη που συνεπιφέρουν τα εν λόγω σύμφωνα. Παράλληλα, το ισοσκελές τρίγωνο Ολυμπία – Δελφοί – Αθήνα, είναι το σημαίνον (η μορφή) που επαναφέρει τον στοχασμό του ποιητή στη σκιά του σημαίνοντος, ήτοι της ιερότητας και του έρωτα, εφόσον η κατακόρυφος που διεμβολίζει το άμεσα δηλωμένο νόημα και που υπερέβαινε τις τρεις ακμές του τριγώνου και το αναπτύσσε σε πολύπτυχο ρόμβο, έχει πλέον σωριαστεί στις μελανές δέλτους της Ιστορίας. 

 

…το ισοσκελές τρίγωνο του Λόρδου Μπάυρον

   -ως ρόμβου με τέταρτη κορυφή-

…και ψηλαφούσα τις μελανές δέλτους της Ιστορίας. 

 

Σ’ αυτό το σημείο, διασπάται η ενότητα Μορφής - Περιεχομένου και ταυτόχρονα το σύμβολο σκίζεται στα δύο, και η ρομαντική φλέβα εκβάλλει στον στοχασμό του ποιητή, ανοίγοντας την ίδια στιγμή τις πύλες του απείρου. 

 

Σταθήκαμε αμήχανοι

στην είσοδο της θαλασσινής σπηλιάς.

Δε βρήκαμε την έκσταση 

που μας είχαν τάξει…

 

Μέσα απ’ αυτούς τους στίχους, που μοιάζει να τρέχουν γρηγορότερα από τον προορισμό τους, ο Φ.Δ. εκφράζει ταυτόχρονα τον θαυμασμό αλλά και την απογοήτευση για την έκταση του χρώματος και του σχήματος του απείρου. 

 

Δεν προχωρήσαμε 

Αφήσαμε όμως δίπλα της 

το όστρακο της δικής μας ακρογιαλιάς. 

 

    Όμως είναι προσεχτικός. Δε βιάζεται να προχωρήσει. Κάτι τον έλκει να παραμείνει ακίνητος στο ίδιο σημείο και να παρακολουθεί τη θέα του απείρου με δισταγμό αναβάλλοντας τον βιαστικό του βηματισμό στο άγνωρο. Κάτι τον ωθεί προς τα εμπρός (αλλά με συγκρατημένη αισιοδοξία) να αγγίξει τον ήχο της άμπωτης όταν σαρώνει τα θραύσματα της βεβαιότητας. 

     Έτσι, διαφαίνεται εδώ, ότι το ΕΓΩ ως το πεπερασμένο μέρος του απείρου, «κλεισμένο» σ’ ένα όστρακο, ρίχνεται στο δικό του προσίδιο άπειρο, στη δική του προσοίκεια ακρογιαλιά, σ’ αυτήν που σπρώχνει τον ποιητή το φιλοσοφικό του διάβημα. Κι ύστερα, τον παρακινεί να ακολουθήσει το φτερούγισμα του γλάρου, που ως δείγμα ελευθερίας, τον καλεί να τον μιμηθεί στο ταξίδι του και να αποχαιρετήσει την «άλλη» Ιθάκη, την άγνωρη κι απρόσιτη, για να αναζητήσει την δική του Ιθάκη, που είναι κάπου ξεχασμένη ανάμεσα στον Οδυσσέα και στον Καβάφη. 

 

Αποχαιρέτα φίλε την Ιθάκη

Κι άφησε τα δάχτυλά σου

Στα στίλβοντα σώματα των αγαλμάτων.

 

Μια νέα Ιθάκη που δε θα είναι πλέον ο προορισμός ως τόπος συμβολικός και γεωγραφικός, αλλά ακριβώς το αντίθετο˙ θα υφίσταται ως ο μη τόπος, ως μια ουτοπία, όπου οι αισθήσεις αχαλίνωτες θα καταλύουν τα όρια του ανέγγιχτου. 

     ΄΄Αποχαιρέτα την Ιθάκη΄΄, επαναλαμβάνει προτρεπτικά ο ποιητής και μαζί θα αποχαιρετήσεις και τις εγγραφές της ηθικής στις μυστικές λαχτάρες σου. Ξεσφράγισε τα μνήματα των κατασκευασμένων φόβων σου και γεύσου το γλυκό ποτό της τόλμης και ύστερα άνοιξε την ψυχή σου να ξεχυθεί το πέλαγος της ηδονής για να πλεύσεις πάνω της μαζί με τη δική σου Ιθάκη. 

     Και βέβαια ψάξε λέξεις, λέξεις με κρυμμένα χρώματα για να ντύσεις την Ιστορία προτού ξεθωριάσει. Σκαρφάλωσε στις συστοιχίες τους, αλλά πρόσεξε μην παραδοθείς στις φλόγες τους. Οι λέξεις για τον ποιητή, όπως για τον κάθε άνθρωπο που θέλει να τακτοποιήσει τα θραύσματα του απείρου σε νοηματικές συστοιχίες, αποτελούν τα υλικά ισοδύναμα κάθε εγκυμονούσας πηγής νοήματος, έκφρασης, δήλωσης και αναφοράς στον εξωτερικό μας κόσμο. Ταυτόχρονα κυοφορούν και τις απαραίτητες μεταβολές στον χώρο του νοήματος, έτσι ώστε να επανιδιοποιηθεί τον εαυτό του ως ένα συμβάν και όχι ως μία στατική και αδρανή νοητική ύλη. Έτσι λοιπόν, οι λέξεις με τη μια ή με την άλλη έκφραση της δυνητικής τροποποιητικής τους δυναμικής, ενυπάρχουν σε πολλά από τα ποιήματα του Φ.Δ.. Άλλοτε, τις συναντούμε ως ενικότητες που ενίστανται στον πυρήνα της σκέψης του. Άλλες φορές πάλι, τις χρησιμοποιεί ως εντάσεις στην επιφάνεια των θεματικών που πραγματεύεται, προκειμένου να ταράξει τα νερά τα στάσιμα στα οποία πνίγεται ο λόγος από το ίδιο το βάρος της σιγητικής του υπερτροφίας. Παράδειγμα της δεύτερης αυτής περίπτωσης, είναι τα ποιήματα «Συλλαβές», «Αυτές οι λέξεις» και «Συστοιχίες λέξεων», τα οποία μάλιστα βρίσκονται συνεχόμενα στην ποιητική αυτή συλλογή, γεγονός που μαρτυρά την συμπληρωματική και παραπληρωματική τους σχέση και συνάφεια. 

 

ΣΥΛΛΑΒΕΣ

Ψάχναμε 

κάποιες λέξεις με κρυμμένα χρώματα

για να ντύσουμε την Ιστορία

που ξεθωριάζει.

Βρήκαμε 

σκόρπια γράμματα

υπολείμματα φθαρμένων συλλαβών.

Καταφύγαμε 

στην προβλεπόμενη εκ των κανονισμών 

συναρμολόγηση. 

Απογοητευτήκαμε

πλήρως και επικινδύνως

λόγω ελλείψεως γραφικής ύλης,

μουσικής διαθέσεως, 

ασμάτων στιχηρών, 

αναμνήσεων, 

…και άλλων τινών. 

 

ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

Αυτές οι λέξεις

που κεντάνε τις φλέβες

κι ολοκληρώνουν την τροχιά τους

την ώρα της ανάμειξης

αίματος, ύδατος και αναπνοής.

 

…κι αυτές οι λέξεις

που σαλπίζουν οι άγγελοι

με χιλιάδες αναστάσιμες φλόγες

 την ώρα της γιορτής

των αγαλμάτων και της ιστορίας. 

 

…κι αυτές οι λέξεις 

που λέγονται κι αυτές που δεν λέγονται

αγκαλιάζονται

στο κατώφλι της άνοιξης, 

διακριτικά αποσύρονται 

και ύστερα με περισσήν ευπρέπειαν 

ανεπαισθήτως σβήνουν. 

 

Στο ποίημα αυτό, οι λέξεις ως συλλαβές, ντύνουν την Ιστορία και συναρμολογούν τα σκόρπια γράμματα, αλλά αυτό δεν αρκεί. Λείπει ακόμη η γραφική ύλη, που μαζί με τη μουσική διάθεση και τις αναμνήσεις θα ξαναζωντανέψουν το χρώμα της Ιστορίας. Στο δεύτερο ποίημα, οι λέξεις παρουσιάζονται ως αρτηρίες της αναπνοής που σμίγουν με τα χείλη των αγγέλων – το επουράνιο στοιχείο – με την ανθρώπινη ιστορία – το γήινο στοιχείο - . Εδώ παρατηρούμε τη σύνθεση των αντίθετων επάλληλων ζευγών σ’ ένα ανώτερο επίπεδο. Από τη μια, το πρώτο δίπολο (άγγελος – ιστορία) και από την άλλη λέξεις που λέγονται – λέξεις που δε λέγονται.  Και τα δύο ζεύγη, βρίσκουν στο σημαίνον ΄΄Λέξεις΄΄, τον δικό τους μετασημειωτικό χώρο, όπου οι αντιθέσεις συμφιλιώνονται και ΄΄αγκαλιάζονται στο κατώφλι της άνοιξης΄΄, όπως υπονοεί ο συγγραφέας, κι ύστερα πάλι ΄΄σβήνουν ανεπαισθήτως με περισσή ευπρέπειαν΄΄. Τέλος, στο τρίτο ποίημα, οι λέξεις ως συστοιχία, γίνονται φλογερή επιθυμία, το σχήμα της τέρψης, το χαμόγελο της πεταλούδας στον στρόβιλο των συναισθημάτων και διακοσμούν με χρώμα την πύλη της αιωνιότητας. 

     Μέσα απ’ αυτά τα τρία συνδιαλεγόμενα ποιήματα που μιλούν για τις λέξεις, ο ποιητής περιγράφει την εξέλιξη του ανθρώπου συναρτώμενη με τη γλωσσική του καλλιέργεια. Αρχικά οι λέξεις συλλαβές, κι έπειτα  οι λέξεις αρτηρίες ενώνουν το έξω με το μέσα του ανθρώπου και συνάμα αρχίζουν να εκκολάπτουν την εσωτερική τους διαφορά, η οποία μεταφράζεται σε άνοιγμα σημασιολογικό και κατόπιν σκηνογραφείται ως το κατώφλι της άνοιξης. Έτσι, οι λέξεις συλλαβές ουσιαστικά αντιστοιχούν στα πρώτα στάδια, στα πρώτα βήματα του ανθρώπινου γένους, τότε που περισυνέλλεγε ό,τι του ήταν χρήσιμο για να συνθέσει την πρώτη του προβολή στον κόσμο (εσωτερικό και εξωτερικό) οσμώμενος τον εαυτό του ως συμμέτοχο και συνδημιουργό του περιβάλλοντός του. Ύστερα, οι λέξεις γίνονται αρτηρίες και ο άνθρωπος πλέον ανοίγει ρωγμές στο υπάρχον για να κυλήσει όλος ο γνωστικός και αισθητικός του πλούτος στις φλέβες του πολιτισμού. Κι από εκεί, οι πολιτισμικές αρτηρίες να επιστρέψουν στις πηγές απ’ όπου εξέβαλλαν και σαν πλημμυρίδα να ξεχειλίσουν στις πηγές του εαυτού μας. Εκεί που οι λέξεις αναβαθμισμένες με ανοιχτότητα από το σάλπισμα των αγγέλων, συστοιχίζονται με τις επιθυμητικές εικόνες του φαντασιακού και συντρίβουν την επίπεδη οντολογία του υπαρκτού. 

     Και κάπου εδώ, οι λέξεις αποσύρουν την εννοιολογική τους βαρύτητα, υπερβαίνουν τη γραμμοσκίαση των φωνημάτων τους και διαχέουν τη χρωστική τους ουσία στον καμβά ενός πίνακα. 

 

Ο ΠΙΝΑΚΑΣ

Ήρεμα μπήκες στο δωμάτιο 

σαν τη βραδιά. 

Έφερες νερό και δυο κλωνάρια βασιλικό. 

Κάθισες ευγενικά στην πολυθρόνα 

κάτω από τον πίνακα με το φεγγάρι. 

 

Χωρίς ιδιοτέλεια ή άλλη σκοπιμότητα 

έδειξες τη σκόνη της πολυκαιρίας 

που σκεπάζει με ανοχή 

την ενοχή του αποκλεισμού. Ύστερα έδειξες την τροχιά του φεγγαριού 

γύρω από την λαμπρότητα της συνειδήσεως. 

 

Είπες να βάλω τα δάχτυλά μου στο πιάνο

χωρίς να πατήσω τα πλήκτρα 

για να μην καλύψει ο ήχος την εικόνα. 

 

Έστρεψα το βλέμμα στον πίνακα.

Το φως του φεγγαριού 

στεφάνωσε την αταραξία του χρόνου.

Είδα να φωτίζεται και το χαμόγελό σου. 

 

Τι τραγικό!

Χρειάστηκαν τόσα χρόνια να δω

ότι αυτός ο πίνακας ήταν ημιτελής. 

 

Στο παραπάνω ποίημα, ο Φ.Δ. στροβιλίζει την αισθητική εντύπωση με άξονα την περιστροφική του κίνηση σε σχέση με το φεγγάρι. Πότε κάτω απ’ αυτό, πότε γύρω απ’ αυτό και ενίοτε «μέσα» σ’ αυτό, ο ποιητής οπτικοποιεί το βάθος του πίνακα, τοποθετεί τον αναγνώστη – θεατή σε ασύμμετρες αποστάσεις από τον πίνακα αλλά και από τον εαυτό του και τέλος ακινητοποιεί τον πραγματικό χρόνο, προκαλώντας μια συστολή στις χωρικές του διευθετήσεις, προκειμένου να ενσωματωθεί στον μεταβαλλόμενο χώρο του τοπίου. Έτσι λοιπόν, στην πρώτη περίπτωση, το φεγγάρι ως στοιχείο μέσα στον πίνακα συνιστά την ύλη του εξεικονιζόμενου περιεχομένου. Στη δεύτερη περίπτωση, το φεγγάρι ως άυλο και υπερβατικό, διαγράφει τροχιά γύρω από τη συνείδηση και αρχίζει να ανακλάται σιγά σιγά στον πίνακα το έλλειμμα της συντρόφου, το ριζωματικό κενό στη συναισθηματική ύπαιθρο του ποιητή. Μετά λοιπόν την απεικόνιση της ροπής προς το ελλείπον, ο ποιητής στην τρίτη περίπτωση, παρουσιάζει το φεγγάρι ως πηγή έμπνευσης, ως ενότητα του περιγράμματος του αναπαριστάμενου χώρου με τον πραγματικό, κι ανοίγει έτσι την τέταρτη διάσταση του πίνακα, εισάγοντας παράλληλα τον παροντικό του εαυτό στους τρεις άξονες της παράστασης.   

     Χρειάστηκαν οι τρεις αυτές οπτικές του φεγγαριού για να συνθέσει ο ποιητής την αίσθηση του ανολοκλήρωτου της ύπαρξης, όταν αυτή είναι αποκομμένη από το βύθισμα στον εσωτερικό απόηχο της ψυχικής ροής. Οι πηγές της ροής αυτής ξεκινούν από τις απάτητες οροσειρές του ασυνείδητου και εκβάλλουν στο δέλτα της προσμονής του Άλλου – εν προκειμένω της συντρόφου - . Χρειάστηκε λοιπόν το φεγγάρι για να ερεθίσει τους φωταγωγούς της ερωτικής μας φύσης να αναζητήσουν μέσα στο ημίφως του φεγγαρόφωτος το άλλο μισό της ύπαρξης, το άλλο όνομα της ζωής, δηλαδή τον έρωτα.  

     Μάλιστα, με το ποίημά του «Οι Δεκαετίες», το οποίο έρχεται ως συνέχεια του παραπάνω ποιήματος, συνάπτοντας μεταξύ τους μια διακειμενική σχέση, καταφέρνει να φωτίσει τον πίνακα μ’ ένα ολόγιομο φεγγάρι και να λούσει με ερωτισμό τις απολήξεις των εικόνων που χύνονται στο ρίγος του μυθολογικού πελάγους. 

 

ΟΙ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ

Τώρα που οι δεκαετίες διαμαρτύρονται

για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές 

και τα ανύπαρκτα φαντάσματα, 

θέλησες να δώσεις πνοή

στο μάρμαρο που κρύβεται μέσα μου

και να μοιραστείς το μεθύσι σου 

με τον Διόνυσο ξαπλωμένο

στο σιωπηλό αέτωμα της μακροθυμίας σου.

 

Τώρα που τα ανθρώπινα ληξιαρχεία κατεδαφίζονται

από τον άνεμο της μοναξιάς

και το μεσίστιο πένθος της ιστορίας,

θέλησα να φιλήσω τα χρώματα

του πίνακα που περίμενε υπομονετικά

ένα ποτήρι νερό, σπονδή στα παράξενα χείλη, 

για να ξεχυθεί το ρίγος του πελάγους

του κρυμμένου στη μυθολογία των φεγγαριών σου. 

 

Τώρα που αναδύθηκε στ’ ακρογιάλι μας

το σκαλισμένο με ραβδώσεις επιθυμίας

πολυκύμαντο φιλί των άστρων, 

θελήσαμε να διερευνήσουμε τις αρχαίες κολόνες

τις ενταφιασμένες στο βάθος των λέξεων

που χόρευαν αντικρυστά, μεταμφιεσμένες 

σαν ιέρειες της Τερψιχώρης υψίκλωνες, 

στην εξέδρα των προπατορικών ονείρων μας, 

……………

Τώρα, που οι δεκαετίες συμπληρώνονται!

 

Το ζευγάρι πλέον αποσχίζεται από τις χωρικές διευθετήσεις του πίνακα και συνεχίζει τον διάπλου του στο πέλαγος των δεκαετιών κι αναδύεται ΄΄σ’ ένα ακρογιάλι΄΄ σκαλωμένο με ραβδώσεις επιθυμίας από το ΄΄πολυκύμαντο φιλί των άστρων΄΄. Μόνο που τώρα η αναβάθμιση της οπτικής εικόνας σε αισθητική, περνάει μέσα από τη γλυπτική ψηλάφηση του εσωτερικού μαρμάρου της ψυχής μας:

…έδωσες πνοή στο μάρμαρο που κρύβεται μέσα μου…

 και

…θελήσαμε να διερευνήσουμε τις αρχαίες κολόνες τις ενταφιασμένες στο βάθος των λέξεων….

Επιπλέον, η συμπληρωματική σχέση των δύο ποιημάτων διαφαίνεται και στον στίχο του δεύτερου ποιήματος «…του πίνακα που περιμέναμε υπομονετικά…», κάνοντας ξεκάθαρο ότι ο πίνακας είναι το σημείο εκείνο που αποτελεί τον κόμβο που συναντιέται η έκταση της προσμονής και η ένταση της αγωνίας στο πρώτο ποίημα με το βάθος της ωριμότητας και το ύψος της πληρότητας που απορρέουν από την αισθητική απόλαυση του δεύτερου. Στους δύο αυτούς κάθετους άξονες χαράσσεται το ψυχογράφημα του ανθρώπου που βρίσκεται στο σημείο ισορροπίας των υπαρξιακών του συνισταμένων που όμως σ’ ένα συμμετρικό του σημείο, εκτός των αξόνων, αντικατοπτρίζονται οι προβολές των δυνητικών εαυτών που ενυπάρχουν σε απόλυτη αρμονία με τις αντηχήσεις της ψυχής που συμμερίζεται τη ζωή μέχρι τα αδιάβλητα όρια της κορνίζας του θανάτου. 

 

     Και βέβαια, στην ποίηση του Φ.Δ., ο θάνατος παρουσιάζεται σαν το οντολογικό  αντίβαρο στο σώμα της ύπαρξης παίρνοντας έτσι δύο όψεις. Πρώτα αναφέρεται στους νεκρούς οι οποίοι πέρα από τον θάνατο του σώματός τους βιώνουν και το θάνατο της «δόξας» τους, εφόσον είτε ξεχάστηκαν από τελετές και πανηγυρικούς, είτε αγνοήθηκαν από τις οθόνες. Αναγεννήθηκαν όμως σ’ αυτό εδώ το ποίημα, εφόσον η επιθυμία του ποιητή να τους στεφανώσει αποκατέστησε την εις βάρος τους αδικία. Έτσι, το ζωντάνεμα αυτών των νεκρών πραγματοποιείται έξω από τους στίχους του ποιήματος, διαθλασμένο στην επιθυμία του ποιητή, κι από κει μεταδίδεται στους αρμούς της πρόσληψης των αναγνωστών. Στη δεύτερη περίπτωση, πάλι συναντάμε το θάνατο αγκαλιά με τη ζωή, μόνο που εδώ η συνύπαρξή τους δηλώνεται με αμεσότητα μέσα στους στίχους του ποιήματος, εφόσον οι νεκροί αυτοί ενώ έχουν χάσει το σώμα τους, παραμένουν ζωντανοί στις καρδιές των ποιητών:

 

Ήθελα να στεφανώσω τους νεκρούς

που δεν πέθαναν στις καρδιές των ποιητών 

 

Άρα, οι δεύτεροι αυτοί νεκροί έχουν υποστεί τον βιολογικό θάνατο (σώμα) και τον συμβολικό (καμπάνα του χωριού), όχι όμως τον πνευματικό και τον συν-κινησιακό εφόσον πάνω στην απουσία τους καταφάσκει το ζωντανό στοιχείο της μνημονικής εγγραφής στις εμπνεύσεις των ποιητών. Βέβαια, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αντιστροφή ζωής – θανάτου, οργανώνεται σ’ έναν παραδειγματικό άξονα όπου ο θάνατος αντικαθίσταται από τη ζωή και αντίστροφα, χωρίς να αλλοιώνεται η σημασιολογική δέσμη του ποιήματος. Μάλιστα, παρατηρούμε ότι οι δύο αυτές αμοιβαία αποκλειόμενες καταστάσεις, όταν μετατρέπονται σε έννοιες βρίσκονται σε μια σχέση διαφορικής συνάρτησης, όπου οι σταθερές βάσεις του σημαινόμενου ‘‘ζωή’’ καθιστούν ένα μόνο μέρος της σημασιολογικής της έκτασης «νεκρό», ενώ το υπόλοιπο μέρος της, το μεταβαλλόμενο από την ποιότητα του χρόνου, είναι και αυτό που ολοκληρώνει το αίσθημα του βιωματικού πλεονάσματος. Είναι αυτό που ξεχειλίζει από την περατότητα του θανάτου (όντας εν χρόνω ον) και ξαναφυτεύει τα ριζίδια της ύπαρξης του στο άγγιγμα, στην αίσθηση της αφής όταν έρχεται σ’ επαφή με το χώμα, προσδίδοντάς της έτσι μια επίγεια αθανασία. Ο στεφανωμένος από τον ποιητή νεκρός, είναι ο άνθρωπος του μόχθου, ο εργάτης που ήταν ένα με τη φύση:

 

Εκείνους που έσφιξαν 

χώμα στα χέρια τους… 

 

Κι αυτή ακριβώς η σχέση του με το χώμα, του προσδίδει τη θέση του στην απειρότητα του σύμπαντος, στη μαύρη τρύπα του γραμμικού χρόνου. Επίσης, αυτή η δυσανεξία στις επισημότητες και στους προβολείς, είναι που σφίγγει το χώμα ακόμη περισσότερο και το μετατρέπει σε σάρκα του μέλλοντος. 

   Από την άλλη πλευρά, ο θάνατος μεταμορφώνεται σε ζωή και είναι ακριβώς που το πένθος, ως σύμβολο της απούσας παρουσίας του νεκρού στοιχείου, αποδεικνύεται ανεπαρκής συνθήκη για να σφραγίσει  μαζί με τον σωματικό θάνατο και την αθάνατη ζωή στο ίδιο σημειωτικό επίπεδο. Έτσι, ο ποιητής με τους στίχους του, αποτυπώνει ακριβώς αυτή τη δυσκαμψία της θλίψης να περιβάλλει στους κόλπους της το ίχνος του μηδενός. Κι αυτό γιατί οι στίχοι των ποιητών παίρνουν το νήμα του θανάτου και πλέκουν την αιωνιότητα της ζωής. 

     Άλλη μια μορφή θανάτου, την οποία αυτή τη φορά ο ποιητής τη συναγάγει από την αχαλίνωτη τεχνολογική ανάπτυξη, τη συναντάμε στο ποίημα «ΓΚΡΕΜΙΣΜΑ».

 

…Το απροσδόκητο εμπόδιο της γραφειοκρατίας

απομάκρυνε την έσχατη στιγμή ο προστάτης θεός μας….

 

Και λίγο παρακάτω:

 

…Σαν με σχεδιασμό συνωμοτικού ηλεκτρονικού εγκεφάλου

προσπεράσαμε τη γωνία των εμποδίων της τεχνολογίας…

 

     Ο υπέρβαρος και υπερτραφής πολιτισμός μας, ο λεγόμενος και ‘‘υπερπολιτισμός’’, καταρρέει από το περιττό του βάρος, κι αυτό κάνει τη στάση του Φ.Δ. πολύ επιφυλακτική απέναντι στην τεχνο-κοινωνία, η οποία όλο και πιο πολύ αφυδατώνει τον άνθρωπο από τα ταυτοποιητικά χαρακτηριστικά του, διαμοιράζοντας τον ταυτόχρονα κατακερματισμένο και εύκαμπτο σε διάφορες θεατρικές σκηνές να αναλίσκεται σε μια πληθώρα ρόλων, πάντα απομονωμένο και αφόρητα απομακρυσμένο από τον ΕΝΑΝ  ρόλο, αυτόν τον πρωταγωνιστικό όπου θα τον έκανε να συμφιλιώσει τον εαυτό του με τα αποσπασμένα μέρη του. Γιατί για να υποδυθείς ένα ρόλο, θα πρέπει  να υπάρχουν οι υπαρξιακές ορίζουσες που συνθέτουν αυτό το κάτι, αυτήν τη μορφή εαυτότητας, στην οποία αντιπαραβάλλεις τον εαυτό σου. Κι επιπλέον ανασυγκροτείς την πρόσληψή του, πάντα πλουσιότερη, πάντα γονιμότερη και πάντα δυνητικά παραγωγικότερη. Στην σημερινή όμως τεχνο-κοινωνία, ο ποιητής σημειώνει ακριβώς την απουσία αυτού του σημείου αναφοράς, τον κατακερματισμό της συνοχής του ΕΓΩ σε ανόργανα και παθητικά σημεία προς χειραγώγηση. Στον θίασο που έχει ριχτεί ο τεχνο-άνθρωπος, η ζωή παύει να είναι ρόλος σε μια θεατρική παράσταση, ενορχηστρωμένος από αρμονικούς ήχους των πουλιών, και μετατρέπεται σε μια μεταμοντέρνα εκδοχή του, όπου το κάθε τι ξενόφερτο, είτε με το μανδύα της θεωρητικής επιστημοσύνης, είτε με τη μορφή του πανοπτικού επόπτη, παραβιάζει τα προσωπικά δεδομένα, απεργάζεται τις ζωές των ανθρώπων στις σκιές των εαυτών τους κι έχει αντικαταστήσει την ψυχοδυναμική θεραπευτική δυναμική και αξία του θεάτρου μ’ ένα κακόγουστο μελόδραμα πλήρως ενταγμένο στις επιταγές της βιοεξουσίας. 

 

Βγήκαμε στη σκηνή πανέτοιμοι

με τους ήχους μιας ορχήστρας πουλιών 

να παρελαύνουν….

 

Και ξαφνικά η περιστροφή των περιάκτων 

έστησε το σκηνικό της παραβίασης 

των προσωπικών δεδομένων.

 

     Μόνη σωτηρία για τον ποιητή είναι η στροφή στο παρελθόν, στους γενέθλιους τόπους της ύπαρξής μας, εκεί που οι εαυτότητες εκκολάπτονται, με τον προσήκοντα αυτοστοχασμό, σε πηγές νοήματος και ερμηνευτικών επαναπροσεγγίσεων. Μιλάμε όμως για ένα παρελθόν, το οποίο μόνο για λόγους γλωσσικής οικονομίας δηλώνεται με μια λέξη. Πρόκειται για έναν ανομοιογενή χώρο, πολυπρισματικό, όπου ό,τι έχει παρέλθει αφήνει ένα ξεχωριστό ίχνος για μια ποικιλία ιχνηλατήσεων στη χαρτογράφηση του σημερινού κόσμου. Έτσι, ο Φ.Δ. μιλά για ένα παρελθόν μεστό από αξίες και ιδανικά. Ταυτόχρονα, με τη λέξη ΄΄παρελθόν΄΄, δηλώνει και τον δικό του προσωπικό χρόνο, που έχει παρέλθει και του ξυπνά μνήμες και αναμνήσεις βιωματικού χαρακτήρα. Τέλος, αναφέρεται σ’ ένα άλλο παρελθόν, μ’ έναν τρόπο ψυχαναλυτικής τροπικότητας, εφόσον μας καλεί να επιστρέψουμε σ’ έναν τότε τόπο και χρόνο «για να σώσουμε τη στιγμή, να συλλέξουμε τους ιριδισμούς της και να τους ρουφήξουμε στάλα στάλα». Έπειτα, να αποφορτίσουμε το παρόν από τις αφόρητες συγκρουσιακές εντάσεις και να το ακουμπήσουμε με τρυφερότητα δίπλα στο παρελθόν μας, λειαίνοντας τις αιχμηρές γωνίες της μνήμης που ξεπετάγονται σαν ξεροί λόφοι στην πράσινη βλάστηση της φαντασίας. 

     Κοινή συνισταμένη όλων αυτών των πτυχών του παρελθόντος είναι ο νόστος, ο οποίος αποτελεί ένα από τα κυρίαρχα στοιχεία του ύφους και της γλώσσας του ποιητή σε ολόκληρη τη συλλογή. Όμως δε μιλάμε για μια αδρανή και χωροθετημένη νοσταλγία κρεμασμένη σ’ ένα κάδρο στους τοίχους της μνήμης, αλλά πρόκειται για μια ζωντανή, αποδομητική και συγχρόνως αναδομητική συναισθηματική και υπαρξιακή κατάσταση του ανθρώπου, όπου μέσα στην αρχικά διεθλασμένη απαισιοδοξία, ένα κύμα ανατροπής κι ελπίδας παρασύρει τον νου μας σε καινούριες στεριές. Κατά αυτόν τον τρόπο, θρυμματίζει την ύλη του αθέατου νόστου και την ανασυσταίνει με συνειρμικές αναδιατάξεις της ραγισμένης μνήμης σ’ ένα υπερβατικό στον εαυτού του παρόν. Για παράδειγμα, στο ποίημα ΕΠΑΦΗ, παρατηρούμε την επανάληψη του ίδιου σημαινόμενου «ίχνος» να κυοφορείται σε τρία διαφορετικά σημαίνοντα (ίχνη, κηλίδες, απολιθώματα).

     ίχνη → σκουριάς

     κηλίδες → νεανικού αίματος

     απολιθώματα → αρνήσεων

Με τη χρήση της τεχνικής της επανάληψης στην παραπάνω περίπτωση, καταφέρνει να μας δείξει ότι η σύνθεση της απαισιοδοξίας, που απορρέει από τη σημερινή ζοφερή κοινωνικοπολιτική κατάσταση (σκουριά, νεανικό αίμα, αναμνήσεις) είναι ένα απλό σημάδι, μια εικόνα η οποία αποτυπώνεται ως ίχνος θανάτου και μαρασμού στην ψυχή μας και στο μέλλον μας. Το ότι όμως είναι της τάξεως του σημείου και όχι ενός αμετακίνητου συσσωματώματος στον κοινωνικό ιστό, σημαίνει ότι η αίσθηση της απαισιοδοξίας δεν εκβάλλει από τις κορυφές απροσπέλαστων ψυχοκοινωνικών όγκων, αλλά διαλύεται στην απλωσιά της γλωσσικής πηγής ως μια ουσία, ως ένα διάλυμα στη ρευστότητα της κοινωνικής ροής. Άρα, η καταλληλότερη μέθοδος για την αντιμετώπισή της, είναι η σημανάλυση, η οποία σε συνδυασμό με τις ανάλογες κοινωνικές πρακτικές, αραιώνει την οντική πυκνότητα της απαισιοδοξίας, και αποσυνδέει τα ενικά σημεία από το σύμπλεγμα το οποίο είχαν συναρθρώσει, επαναφέροντάς τα παράλληλα στην τροχιά της δημιουργικής τους αποστολής. Για παράδειγμα, ‘‘τα όνειρα των παιδιών’’, μπορούν να διαλύσουν ‘‘τα απολιθώματα των αρνήσεων’’ όπως γράφει ο ποιητής. Και μας θυμίζει ότι βρισκόμαστε σ’ έναν συμβολικό χώρο, όπου οι αρνήσεις και οι σκουριές μπορούν να μείνουν απλά απολιθώματα, αρκεί να ανοίξουμε τις πύλες του φαντασιακού να ξεχειλίσουν σταγόνες φιλιού (με γαρύφαλλα στα χέρια και ένα δαχτυλίδι στην καρδιά), όλες οι απωθημένες στιγμές, όλες οι βίαια υφαρπαγμένες ζωές και να αφήσουμε τις πρωτόπλαστες ρίζες του ενστίκτου να μας εξαγνίσουν την ψυχή. 

 

ΕΠΑΦΗ

Ζητήσαμε γραμμές επαφής και πύλες επικοινωνίας

σε πεδίο μάχης του παρελθόντος. 

Διάπλατο το οπλοστάσιο της ψυχανάλυσης˙

ξεθωριασμένες κατηγορίες τα ξίφη μας

με έκδηλα τα ίχνη σκουριάς

και αποτυπωμένες κηλίδες νεανικού αίματος. 

 

Στην πρώτη ανάσα αποβάλαμε τα κράνη του εγωισμού

και απωθήσαμε τις αρχαίες προκαταλήψεις˙

-«αυτόν δ’ έκ μ’ εσάωσα τί μοι μέλει ασπίς εκείνη;»

Να σώσουμε τη στιγμή! κραυγάσαμε, να παραδοθούμε!

Στον βαθύ ανασασμό μας τύλιξε το κρυμμένο ουράνιο τόξο˙

αφήσαμε αέναα τα χέρια μας στον ορίζοντα

να συλλέξουν τους ιριδισμούς του και ρουφήξαμε 

σταλιά – σταλιά την οσμή των χρωμάτων του

σαν το παλιό μαύρο κρασί το γινόμενο

σε μιαν άλλη εποχή, την άνοιξη των σταφυλιών.

 

Εσύ αποκαθήλωσες τα σκουλαρίκια της επισημότητας

για να γλιστρήσει το άρωμα της προσευχής μας

στους διαδρόμους με τους κύκνους.

Εγώ σκόρπισα στο πέλαγος τα απολιθώματα των αρνήσεων

για να παρελάσουν ανεμπόδιστα τα όνειρα των παιδιών. 

Δάκρυα τότε πόθου και σταγόνες φιλιού ζωγραφίστηκαν 

στο στόμα ενός ηφαιστείου. Μεθυστική βανίλια στα χείλη,

κλειστά γαρύφαλλα στα χέρια, ένα δαχτυλίδι στην καρδιά˙

και ο κυματισμός του κρίνου της αθωότητας

με ρίζες ενστίκτου πρωτόπλαστες μας εξάγνισε. 

 

     Όλες αυτές οι λέξεις (σεληνόφως, έρωτας, παρελθόν,…) με την πολλαπλασιαστική δυναμική που επωμίζονται αλλά και που προσδίδουν στην αισθητική σκευή του ποιήματος, άλλοτε συνυφαίνονται μέσα στη ροή του ποιητικού λόγου διατηρώντας αναλλοίωτο το περιεχόμενό του, δηλώνοντας ταυτόχρονα την αδιάσπαστη ενότητα μορφής – περιεχομένου, και άλλοτε μέσω αυτών, αναδύεται μια αλληγορική διάσταση τη στιγμή που ερμηνεύονται και κατά συνέπεια διαρρηγνύουν την ισοδυναμία μορφής περιεχομένου. 

     Στην πρώτη περίπτωση όπου το «σύμβολο» χαρακτηρίζεται από τον ισοβαρή έως και εξισωτικό διαμοιρασμό της μορφής των λέξεων/εικόνων με το  περιεχόμενο και τη σημασία τους, η συμβολοποιητική τεχνική του ποιητή κινείται στον χώρο του ρομαντισμού. Εδώ τα στοιχεία της φύσης γίνονται σύμβολα και αντιστοιχούν στις ψυχικές καταστάσεις του ποιητικού υποκειμένου. Για παράδειγμα στο ποίημα ΑΡΧΑΙΟΙ ΤΟΠΟΙ Ι, η πληρότητα και η μεγαλοπρέπεια των λέξεων που χρησιμοποιεί ο ποιητής, συγκινούν αισθητικά τον αναγνώστη, προσδίδουν μια ηχητική μαγεία στο στιχουργικό τοπίο και η αισθητική συγκίνηση πέφτει σαν κεραυνός, χωρίς να χρειάζονται ερμηνευτικές ή διανοητικές διαμεσολαβήσεις. Ό,τι ήταν να ειπωθεί, ειπώθηκε με τον πιο καταλυτικό και αφοπλιστικό τρόπο. 

 

΄΄Η τέχνη, το κάλλος, το αθάνατο πνεύμα των προγόνων!

Ιδού το κλέος του ποιητού!΄΄

 

Και  

 

΄΄… σε ζωγράφισα

εντός του Σταδίου

στεφανωμένη με κλαδί αγριελιάς…΄΄

 

     Παράλληλα, οι λέξεις είναι θραύσματα του σπασμένου χρόνου και του απύθμενου χώρου και καθεμία απ’ αυτές τις ρομαντικά συμβολοποιημένες λέξεις, περικλείει δυνητικά στο εσωτερικό της τρεις στιγμές. Πρώτα την ανάμνηση της αρχικής ενότητας της μορφής με το περιεχόμενό της, ύστερα τον παροντικό χωρισμό της (δηλαδή τη θραύση του συμβολοποιημένου αντικειμένου) και τέλος την υπόσχεση της μελλοντικής επανένωσής τους. Στο ποίημα ΤΑΞΙΔΕΥΩ παρατηρούμε ακριβώς αυτά τα τρία στοιχεία, αυτές τις τρεις στιγμές (οι οποίες συνιστούν την επιτομή του συμβόλου στον Ρομαντισμό) να αποκτούν μια κρυστάλλινη και διάφανη οργανική ενότητα, διαμοιρασμένη όμως ισόποσα και ισοτονικά στην πλοκή και στη φωνητική καλαισθησία αντίστοιχα. Διατηρούν ταυτόχρονα και την αίσθηση της διαδοχικής συνοχής τους, αφήνοντας αμετάβλητη την πυκνότητα του περιεχομένου του ρήματος ΄΄ταξιδεύω΄΄, όπου η αρχή και το τέλος του φαίνεται να έχουν απαλειφθεί με τη χρήση αποσιωπητικών στον τελευταίο στίχο.  

 

΄΄Και ταξιδεύω…΄΄

 

Πιο συγκεκριμένα, ο πρώτος στίχος του ποιήματος ΄΄Ταξιδεύω με τη ζεστασιά της φωνής μου και τη δροσιά της πρώτης νιότης΄΄, είναι η στιγμή της ανάμνησης της αρχικής ενότητας του ποιητή με τη νεότητά του. Ύστερα, στον στίχο ΄΄Και ταξιδεύω με την όψη του αγοριού να προλάβω τους καταρράκτες΄΄, αποτυπώνεται η ρωγμή που χαράσσεται στο εσωτερικό του ποιητή και που τον αποσπά από τον εαυτό του, εφόσον τρέχει να προλάβει τους καταρράκτες των νησιών, δηλαδή τις χειμαρρώδεις αλλά ταυτόχρονα υποσχόμενες με νηφαλιότητα πλευρές του εαυτού του. Τέλος, με τον στίχο ΄΄Και ταξιδεύω…΄΄, φαίνεται να υπόσχεται στον εαυτό του ότι θα συνεχίσει τον αγώνα του ώσπου τελικά να καταφέρει την πολυπόθητη επανεδαφικοποίηση των απεδαφικοποιημένων ταυτοτικών του ροών. 

     Παράλληλα όμως, συναντάμε και ποιήματα όπου η χρήση του συμβόλου από τον ποιητή, προμηνύει και κυοφορεί μια μυστικιστική πλευρά του περιεχομένου του. Σ’ αυτήν την περίπτωση ο ποιητής, έχει περάσει στα σύνορα του Συμβολισμού, όπου η εκφραστικότητα του συμβόλου, αφήνει σκόπιμα ένα μέρος της ιδέας ανέκφραστο. Εδώ, το ποίημα αποκτά αλληγορική διάσταση, ο αναγνώστης αποσχίζεται από την νοηματική του συσσωμάτωση από το εσωτερικό της αισθητικής πληρότητας του ποιήματος και στέκεται πλέον απέναντι ως ερμηνευτής. Παύει πλέον η παρουσία του να είναι ομοούσια με την ενότητα μορφής και περιεχομένου, και κατά αυτόν τον τρόπο καλείται πρώτα να αποκωδικοποιήσει τα σημαίνοντα των λέξεων και των εικόνων, κι έπειτα να ερμηνεύσει τα σημαινόμενά τους, έτσι ώστε να καταδυθεί στους βαθύτερους μυστικιστικούς υφάλους τους. 

 

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΜΑΥΡΑ

Το κορίτσι με τα μαύρα

έχει πένθος…

Πενθεί για τη στοργή που το στέρησαν οι αγγέλοι

και τη σμίλεψαν σε άγαλμα της γειτονιάς τους.

Πενθεί για την αγάπη που σκόνταψε 

σ’ ένα τόσο δα μικρό πετραδάκι.

Πενθεί και για ένα γαρύφαλλο που τσακίστηκε στην αυλή της. 

 

Είχαμε φυτέψει μαζί εκείνη τη γαρυφαλλιά

και την ποτίζαμε με τα χαμόγελα της νιότης.

Τώρα τα μαύρα σκεπάζουν

το χαμόγελο.

Αταίριαστη μελαγχολία. 

Μέχρι χθες. 

 

Σήμερα το τσακισμένο γαρύφαλλο πέταξε κλώνους…!

Το κορίτσι χαμογέλασε κάτω από τα μαύρα.

Ο κλώνος άνθισε στο στήθος του.

Τα μαύρα ξεθώριασαν.

Το κορίτσι ντύθηκε στα χρώματα του ήλιου. 

Και τώρα λάμπει πεισματικά αειθαλές

και σεργιανίζει στα λιθόστρωτα της γειτονιάς μας. 

 

΄΄Η στοργή που στέρησαν οι άγγελοι…΄΄, ΄΄… η αγάπη που σκόνταψε σ’ ένα τόσο δα πετραδάκι…΄΄, ΄΄…το τσακισμένο γαρύφαλλο που πέταξε κλώνους…΄΄, κι όλες αυτές οι υπέροχες εικόνες, παρόλο που σε επίπεδο μορφής δείχνουν συμπαγείς και πλήρεις, αφήνουν συνάμα και μία «σκιά» στο νοηματικό τους περιεχόμενο, δημιουργώντας μια απόσταση ανάμεσα στον θεατή – αναγνώστη και στην αμεσότητα της πρόσληψής τους. Κάτω λοιπόν από αυτή τη σκιά, βρίσκεται μία σκαφίδα για να σμιλέψει ο αναγνώστης τη δυσδιάκριτη στοργή στην όψη του αγάλματος, και λίγο πιο πέρα ένας φακός για να εντοπίσει το πετραδάκι εκείνο στο οποίο σκόνταψε η αγάπη. Με λίγα λόγια καλείται να δώσει σχήμα και μορφή στους υπαινιγμούς που σκοπίμως υποβάλλονται από τη συμβολιστική γραφή του ποιητή, στο παραπάνω ποίημα. Η κρυψίνοια σ’ αυτήν την περίπτωση είναι συστατική της ποιητικότητας του έργου, καθώς τέρπει τον αναγνώστη σε μια νοητική εγρήγορση και σε μια ερμηνευτική διαμεσολάβηση από μέρους του, προκειμένου να ολοκληρωθεί η αισθητική του πληρότητα. Εδώ, ο έρωτας θεός, που είναι ένα με τη φύση του ανθρώπου, δεν εκφράζεται ξεκάθαρα από τον ποιητή σ’ ένα διάφανο σύμβολο, μέσω του οποίου θα διαφαινόταν και η οργανική σύνδεσή του με τα βαθύτερα εσωτερικά του αισθήματα, αλλά υποβάλλεται πλαγίως, με κυματισμούς, ΄΄στο χαμόγελο του κοριτσιού κάτω από τα μαύρα΄΄. Το κορίτσι που αρχικά ήταν λυπημένο και μελαγχολικό, και που έπειτα έγινε χαρούμενο και ανθισμένο, συνθέτει τον κεντρικό συμβολισμό του ποιήματος, όπου οι στίχοι, οι λέξεις και οι εικόνες που το περιγράφουν, δηλαδή η μορφή του ποιήματος, συνιστούν τη «μισή έκφραση» του περιεχομένου του. Το άλλο μισό ανήκει στον αναγνώστη, που οφείλει να αποκωδικοποιήσει αυτήν την μεταστροφή από τη μελαγχολία στη χαρά, και να ανακαλύψει την αιτία που την προκάλεσε. Και βέβαια, αυτή η κινητήριος δύναμη της φύσης του ανθρώπου, αλλά και γενικότερα της φύσης ολόκληρης, δεν είναι άλλη από το θεό Έρωτα. Έτσι λοιπόν, το πλεόνασμα του περιεχομένου από τις κυψέλες της μορφής, μας δείχνει ξεκάθαρα ότι ο Φ.Δ. σε πολλά ποιήματά του είναι επηρεασμένος από το κίνημα του ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΥ. Όμως, όπως και οι περισσότεροι ποιητές της γενιάς του, δεν οριοθετούν την ποίησή τους σε αυστηρά ειδολογικά καλούπια, αλλά προικίζουν τη στιχουργική τους και με αισθητικές καταβολές άλλων καλλιτεχνικών ρευμάτων. Μ’ αυτόν τον τρόπο προσπαθούν να αφουγκραστούν τον ποικιλοτρόπως μεταβαλλόμενο ρυθμό του κοινωνικού βηματισμού, να κατανοήσουν την πολυπρισματική του δυναμική και να αξιοποιήσουν την πολυθεματικκή ανάγνωση που τους προσφέρει. Έπειτα, μέσα από την πολυσχιδή επανεγγραφή της ποιητικής του εκδοχής, μεταβολίζουν τον αναδομητικό τρόπο της σκέψης του, στο πλαϊνό μέρος της σελίδας, εκεί που γίνονται οι διορθώσεις και πολλαπλασιάζουν τις δυνητικές προβολές στους αρμούς της συνθετότητάς του. 

     Πιο συγκεκριμένα, ο Φ.Δ. με το ποίημα του ΄΄ΣΒΗΝΟΥΝ ΟΠΩΣ΄΄΄, φαίνεται να αυτομολεί για λίγο από τον χώρο του ΣΥΜΒΟΛΟΥ (ρομαντισμό και συμβολισμό) και να προβαίνει σε πιο ακριβείς απεικονίσεις της πραγματικότητας χωρίς ωραιοποιήσεις και εξιδανικευμένες περιγραφές της σημερινής κοινωνικής κατάστασης. 

 

΄΄Βαριές οι νότες μιας ξεχασμένης μελωδίας

   μοιρολογούσαν στα ερείπια 

   της δοξασμένης Τροίας΄΄

 

Και μόνο στους τρεις αυτούς πρώτους στίχους του ποιήματος, διαφαίνεται η πτώση και η κατάπτωση του τόπου αλλά και των ανθρώπων. Βέβαια, αυτή η αίσθηση της παρακμής γεννά ταυτόχρονα και τον νόστο του ποιητή, ενός ενδοξότερου και ηρωικότερου παρελθόντος. Εδώ, τα πάντα (οι αναμνήσεις, η δοξασμένη Τροία, οι ήρωες και ο έρωτας) σβήνουν χωρίς να αχνοφαίνεται καμιά προοπτική ανάστασής τους!

 

΄΄Σβήνουν κι οι νότες που στεφάνωναν

   νικητές και νικημένους΄΄

΄΄…όπως τα καντήλια, 

   ξεψυχούν ανενόχλητα΄΄

 

Η φθορά εδώ, απεικονίζεται σαν το κυρίαρχο στοιχείο του σύγχρονου βίου, κι ας μην υπάρχει ούτε μια λέξη που να αναφέρεται στο σήμερα. Αντ’ αυτού, αντικατοπτρίζονται στο χρώμα του μαύρου όλες οι σκιές του διαβρωμένου ήθους, του ξεπεσμού και της κατάντιας της σημερινής ζωής. Κι όλο αυτό το ζοφερό τοπίο διαχέεται στην αισθητική ατμόσφαιρα του ποιήματος αθόρυβα και σε ζυγισμένες δόσεις, χωρίς αιχμηρές και καταγγελτικές κραυγές, που πολλές φορές πνίγονται μέσα στον ίδιο τους τον στόμφο. Λέξεις ήπιας μορφικής τραχύτητας, αλλά έμφορτες με πλούσιο ιστορικό, ηθολογικό και λαογραφικό περιεχόμενο, χτυπάνε στη φλέβα της ευαισθητοποίησης και της αυτοστοχαζόμενης κριτικής του συλλογικού μας αλλά και του ατομικού μας ασυνείδητου, πολώνοντας κατά αυτό τον τρόπο τη μνήμη.

 

 

 




Κυριακή 7 Μαΐου 2023

ΛΕΩΝΙΔΑ Γ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ: ΜΗΤΕΡΑ:ΠΗΓΗ ΖΩΗΣ

 

ΜΗΤΕΡΑ:ΠΗΓΗ ΖΩΗΣ

(Αναφορά στην Παγκόσμια Ημέρα )

.                                                                               



                                   Λεωνίδα Γ. Μαργαρίτη Επίτ.Δικηγόρου

                                   Προέδρου Εταιρείας Λογοτεχνών

Η Γιορτή της μητέρας έχει τις ρίζες της στην Αρχαία Ελλάδα. Η μητέρα Γη (Γαία) σύζυγος του Ουρανού είναι η προσωποποίηση της φύσης, που γεννά όλο τον κόσμο και λατρεύεται σαν   υπέρτατη θεότητα.

 Η λατρεία περνά στη συνέχεια στην κόρη της, Ρέα, σύζυγο και αδερφή του Κρόνου.

 Η Ρέα λατρεύεται σαν "Μητέρα των Θεών", καθώς φαίνεται να είναι η πρώτη, που γέννησε με τοκετό και ανάθρεψε τα παιδιά της με μητρικό γάλα.

Οι αρχαίοι Έλληνες απέδιδαν τιμές στη Ρέα κάθε άνοιξη, καθώς ήταν και θεά της γης και της γονιμότητας.

Ακόμη στις γιορτές των Χοηφόρων οι Έλληνες γιόρταζαν και τη  μέρα των Καλλιγενείων κατά τη διάρκειά των οποίων βραβεύονταν οι μητέρες με τα πιο καλοκαμωμένα παιδιά.

 Μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού η Μητέρα εξιδανικεύεται στο πρόσωπο της Παναγίας.

Η γιορτή της μητέρας μέχρι το 1959 συνέπιπτε με  τη ,της Υπαπαντής  ( 2α Φεβρουαρίου).

 Έκτοτε καθιερώθηκε και στη χώρα μας η γιορτή να συμπίπτει με τη δεύτερη Κυριακή του Μάη, όπως έχει καθοριστεί για όλο τον κόσμο.

 Η καθιέρωσή της παγκόσμια οφείλεται στην Άννα Τζάρβις (Βιρτζίνια των Η.Π.Α.), που μετά το θάνατο της μητέρας της έβαλε σκοπό στη ζωή της, την καθιέρωση ετήσιας γιορτής της μητέρας.

Η πρότασή της έγινε δεκτή από την Πολιτεία της Βιρτζίνια των Η.Π.Α. η οποία και ήταν και πρώτη από τις πολιτείες που την καθιέρωσε.

 Αργότερα, (1914) ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Ουίλσον υπέγραψε απόφαση, που καθιέρωνε τη γιορτή σ’ ολόκληρη την Αμερική και όριζε χρόνο εορτασμού τη δεύτερη Κυριακή του Μάη.

 Έκτοτε ετησίως μέσα στην ανθοφορία της Άνοιξης, γιορτάζεται η σημαντικότερη μορφή της δημιουργίας.

 Μπορεί ο Θεός να δημιούργησε σύμφωνα με τη Βίβλο, αρχικά τον άνδρα, διέγνωσε όμως αμέσως μετά,  πως  : « ού καλόν τον άνθρωπον είναι μόνον, ποιήσωμεν αυτώ βοηθόν»,

 Αν και δεν αποτελεί μόνο βοηθό του άνδρα, μια και  στην πραγματικότητα είναι το σύμβολο της ζωής, είναι συνδημιουργός της.

 Είναι η Ιερή Μήτρα της αιωνιότητας, η πηγή της ζωής, το Λίκνο της δημιουργίας και του πολιτισμού, η πνευματική τροφός και η παιδαγωγός της Οικουμένης.

 Είναι ευτυχής συγκυρία ο γιορτασμός την Άνοιξη, είναι  σε μια εποχή που η φύση αναγεννιέται,  με την εποχή των λουλουδιών και των ονείρων, στο αποκορύφωμα της έξαρσης και της ζωντάνιας.

 Περίοδος προ της καρποφορίας και του θερισμού.

 Η γυναίκα ως μητέρα, είναι η  ίδια η Άνοιξη που εξιδανικεύει και εξαγνίζει τη μορφή της, πλημμυρίζει από αρώματα, ανθοφορεί και λούζεται από το  καταυγάζον φως, του ήλιου και της αιωνιότητας.

 Προετοιμάζεται για την μεγάλη καρποφορία.

Η Γυναίκα-Μητέρα αποτελεί το σύμβολο της ευαισθησίας , της ανιδιοτέλειας , της ανυπόκριτης αγάπης, της βαθιάς αφοσίωσης και στοργής.

 Η Γυναίκα-Μητέρα, συνδημιουργός του όντος, παράγων της αιωνιότητας με το ύψιστο προνόμιο που της παραχώρησε ο Θεός, τη μητρότητα.

 Από τις μητέρες εξαρτάται το μέλλον ενός λαού, ολόκληρης της ανθρωπότητας, αφού αυτές έχουν το μοναδικό προνόμιο να διαμορφώνουν τους χαρακτήρες και την ψυχολογία των νέων κάθε γενιάς.

Η γιορτή της Κυριακής  αποτελεί μια ευκαιρία για να επισημάνουμε το μέγεθος της αγάπης, τη σοβαρότητα της προσφοράς , τον καθημερινό αγώνα αυτής της άγιας μορφής .

 Όσα χρόνια κι αν περάσουν από την αποδημία της, δεν υπάρχει κανείς,  που να μην την αναζητεί σε κάθε στιγμή της ζωής του:

 «Μάνα κράζει το παιδάκι,

μάνα ο νιος και μάνα ο γέρος,

 μάνα ακούς σε κάθε μέρος ,

ω! τι όνομα γλυκό.»,

  υμνολογεί  ο νεοέλληνας ποιητής.

 Γ. Μαρτινέλλης,

 ενώ ο Κωστής Παλαμάς υπογραμμίζει:   

            «Μάνα το χάδι και το φιλί σου

             αξίζουν χίλιους λυτρωμούς» ενώ ο

            Γεώργιος Αθάνας

τη θεωρεί: «θεμέλιο που χτίζεται η ζωή».

 Όμως ατυχώς δεν γιορτάζουν κάθε χρόνο όλες οι μητέρες.

 Ο απολογισμός δεινών για πολλές απ’ αυτές κάθε χρόνο μεγαλώνει.

Καθημερινώς οι μητέρες του κόσμου πλήττονται μέσα από εντάσεις και ανώμαλες καταστάσεις, μέσα σε  πολέμους και κατατρεγμούς.

 Μεγαλώνει ο κατάλογος των δεινοπαθούντων τραγικών μορφών, που έχασαν πατρίδα , σύζυγο, παιδιά, που εκτοπίζονται, που βιάζονται, που δεινοπαθούν,  που καταλήγουν μετανάστριες και γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης και περιθωριοποίησης.

 Στο Αφγανιστάν , στην Παλαιστίνη στο Ιράκ, στη Συρία ,στην Ουκρανία, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, οι γυναίκες –μητέρες υποφέρουν, δεινοπαθούν και αγωνίζονται.

Σ’ αυτές τις μητέρες στρέφουμε το ενδιαφέρον μας και τη συμπαράστασή μας ,γιατί αυτές δεν έχουν τη δυνατότητα, να ακούσουν ένα λόγο παρηγοριάς , ένα λόγο συμπάθειας ,ένα λόγο αγάπης .

Όσοι την έχουν στη ζωή θα της προσφέρουν λίγα λουλούδια, μια αγκαλιά κι ένα φιλί.

 Οι υπόλοιποι θα βρεθούν  σε κάποιο κοιμητήριο και θα αποθέσουν λίγα λουλούδια κι ένα ευλαβικό κερί- σπονδή στην μνήμη της ,στη μνήμη της μεγάλης τους , Αγάπης .