Σάββατο 25 Μαΐου 2024

ΛΕΩΝΙΔΑ Γ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ:BIBΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ-ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Χ.ΜΠΑΣΕΤΑ: «ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ ΣΤΑ ΥΣΤΕΡΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΑ-ΟΘΩΜΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ»

 

BIBΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ-ΚΡΙΤΙΚΗ

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Χ.ΜΠΑΣΕΤΑ:

«ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ ΣΤΑ ΥΣΤΕΡΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΑ-ΟΘΩΜΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ»

ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΥΤΩΝ»

(Συμβολή σε μια επανάγνωση της Ηλειακής τοπικής ιστορίας)

Εκδόσεις ΛΕΙΜΩΝ ΑΘΗΝΑ  2023.






 ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΛΕΩΝΙΔΑ Γ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ  Προέδρου Εταιρείας Λογοτεχνών



                                                                                      



Προ των εορτών των Χριστουγέννων έλαβα με μια ιδιαίτερα φιλική-τιμητική αφιέρωση το βιβλίο του συμπατριώτη (από το Χελιδόνι Ηλείας) Κωνσταντίνου Μπασέτα με τον τίτλο: «Χωριά της Ηλείας στα ύστερα Βυζαντινά και μεταβυζαντινά-Οθωμανικά χρόνια» και φυσικά τον ευχαριστώ ιδιαιτέρως.

Μάλιστα με ικανοποίηση έλαβα  τηλεφωνική του πρόταση να είναι ένας από τους παρουσιαστές του βιβλίου του στο Kουρβισιάνειο  Πολιτιστικό Κέντρο της Γαστούνης, μια από τις πιο μεγάλες περιοχές που καταλαμβάνει μαζί με εκείνη του Πύργου, η  εργασία του.

Και φυσικά δεν είχα κανένα λόγο να  αρνηθώ μια και με την εργασία του αυτή μας φέρνει  πλείστες όσες  πληροφορίες που είναι απόλυτα χρήσιμες σε όλους εμάς, που ασχοληθήκαμε  και συνεχίζουμε  να  ασχολούμαστε  με την καταγραφή τοπικών ιστοριών που   μας ενδιαφέρει απόλυτα  και  μας απασχολεί το παρελθόν του τόπου μας.

Βεβαία αρχικά θέλω να κάνω μια τοποθέτηση-παρατήρηση  πάνω στον τίτλο του έργου.

Ο  όρος και ο χαρακτηρισμός της περιόδου κατάκτησης των περιοχών της Ηλείας χαρακτηρίζεται ως Βυζαντινός και μεταβυζαντινός.

Η κατάκτηση της Ελλάδος και ειδικότερα των Ελληνικών πόλεων (Αχαϊκης Συμπολιτείας) από τους Ρωμαίους σήμανε το τέλος της Ελληνικής κυριαρχίας, οπότε έχουμε πλέον   και μιλάμε  για  Ρωμαϊκή περίοδο.

Μετά την διάσπαση  της Ρωμαϊκής  Αυτοκρατορίας σε Ανατολική (Κωνσταντινούπολη) και Δυτική (Ρώμη) η περιοχή μας υπήρξε Θέμα σα να λένε Νομαρχία  της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας άσχετα εάν κάποιοι-ελάχιστοι ιστορικοί της τελευταίας περιόδου ομιλούν για  Βυζαντινή  περίοδο. Ίσως η καθιέρωση  χρήσης της Ελληνικής γλώσσας , ενέργεια με  πολιτική σημασία, μια και οι περιοχές που δέσποζε η Ανατολική Αυτοκρατορία μιλούσαν την Ελληνική γλώσσα. Ίσως θα ήταν σκόπιμη η αναφορά της περιόδου ως Ενετοκρατία-Φραγκοκρατία μια και οι περιοχές μας μετά την Ρωμαϊκή-Βυζαντινή κατά το συγγραφέα περίοδο έχουμε την πρώτη  αλλά και την δεύτερη  Οθωμανική κατάκτηση, περιόδους για τις οποίες γίνεται αναλυτικά   λόγος στο έργο του κ. Κωνσταντίνου Χ. Μπασέτα.

Αυτές οι    εισαγωγικές παρατηρήσεις  δεν αποτελούν τίποτε περισσότερο από την αντιμετώπιση της ιστορικής πραγματικότητας και  δεν μειώνουν επ’ ουδενί το έργο του συγγραφέα. Απλά είμαι από εκείνους που δεν δέχονται τον χαρακτηρισμό της περιόδου ως Βυζαντινής.

 Θα μου επιτραπεί  βεβαίως να σημειώσω δύο λόγια για το συγγραφέα:.

Ο  φίλος Κωνσταντίνος Μπασέτας γεννήθηκε στο Χελιδόνι Ηλείας, της επαρχίας Ηλείας.

Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Τριπόλεως, από την οποία πήρε πτυχίο δασκάλου, και στο Πανεπιστήμιο του Freiburg της Γερμανίας, από το οποίο πήρε τον τίτλο Magister Artium στα Παιδαγωγικά, την Ψυχολογία και Φιλοσοφία.

Το έτος 1990 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Παιδαγωγικής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Δίδαξε επί σειράν ετών σε δημοτικά σχολεία, και  ως Καθηγητής των Παιδαγωγικών στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία, στο Μαράσλειο Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης, στις σχολές Επιμόρφωσης Εκπαιδευτικών, καθώς και σε μεταπτυχιακά τμήματα σπουδών.

 Διετέλεσε Σχολικός Σύμβουλος   Δημοτικής Εκπαίδευσης.

 Έγινε Καθηγητής της Παιδαγωγικής Ψυχολογίας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο οποίο δίδαξε, ως τη συνταξιοδότηση του, επί είκοσι  έτη.

 Είναι συγγραφέας πολλών επιστημονικών άρθρων και μελετών, κυρίως ψυχοπαιδαγωγικού περιεχομένου.

 Από τις εκδόσεις «Διάδραση» κυκλοφορούν  τα βιβλία του: Ψυχολογία της μάθησης, Παιδαγωγική αλληλεπίδραση στο σχολείο και Γνωστικές – πραξιακές θεωρίες μάθησης και σχολική πρακτική.

Το βιβλίο αναφέρεται στην τοπική ιστορία του χωριού Χελιδόνι Ηλείας από της πρώτης γραπτής μαρτυρίας για την ύπαρξή του, το έτος 1364, ως σήμερα.

 Υπάρχουν όμως αναφορές και στην ιστορία άλλων χωριών της περιοχής και κυρίως των λεγόμενων ωλενιακών χωριών, όπως του Γουμέρου και της Ωλένης στα χρόνια της Α’ Τουρκοκρατίας.

Aπo σχετική αναφορά στους τίτλους  σπουδών του κ. Μπασέτα δεν προκύπτει κάποια ειδική επιστημονική η άλλη εξειδίκευση του περί την ιστορία τη δημογραφία και την οικονομία. Παρ’ όλα αυτά καταπιάνεται και μας παρουσιάζει μια σπουδαία εργασία-μελέτη  και εκεί έγκειται και στο σημαντικό του εγχειρήματος.

Στο  προλογικό σημείωμά του ο καθηγητής νεώτερης Ελληνικής ιστορίας Γεώργιος Νικολάου χαρακτηρίζει τη μελέτη του κ.Μπασέτα,  «συμβολή στην επανάγνωση της Ηλειακής τοπικής ιστορίας, την οποία και εντάσσει στο έντονο ενδιαφέρον που παρατηρείται στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες».Ο φίλος συμπατριώτης κ.Μπασέτας με  το υπό παρουσίαση βιβλίο του μας προσφέρει ένα έργο ζωής. Αυτό το έργο του πήρε σημαντικό χρόνο από τη ζωή του. Δικαιολογημένα το χαρακτηρίζω  προσωπικά  ως έργο ζωής. Βέβαια αποτελεί απόδειξη της  αγάπης του στον τόπο που γεννήθηκε την Ηλεία. Σήμερα δίνεται σε μας σήμερα η ευκαιρία να μάθουμε για κάθε χωριό της χρονικής περιόδου που καταλαμβάνει η μελέτη του, τον αριθμό των κατοίκων, τα ονόματα-επώνυμα που εκείνη την περίοδο χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι, την οικογενειακή κατάσταση, άγαμοι, έγγαμοι χήρες, τα προϊόντα που παρήγαγε κάθε χωριό και τον φόρο που κάθε χωριό που εκκαλείτο να καταβάλει στον κυρίαρχο είτε αυτός ήταν Φράγκος, ή Ενετός είτε Μωαμεθανός. Εκείνο ακόμη που μας πληροφορεί και έχει μεγάλη σημασία είναι η εθνολογική  σύνθεση κάθε χωριού. Ο έλεγχος των κατάστιχων ήταν μια κοπιώδης εργασία και η αποτύπωση-μετάφραση σημαντικό έργο το οποίο ο συγγραφέας κ. Μπασέτας επιφορτίσθηκε.

Ο αγαπητός μας κ.Μπασέτας στην εργασία του εξετάζει όπως σημειώσαμε 94 χωριά από τα οποία ξεχωρίζει 32 συνολικά και τα κατατάσσει εθνολογικά σε  ελληνικά χωριά και 62  και από την ομάδα των Αρβανιτών .Σ’ αυτό το σημείο να κάνω μια αναφορά στην ύπαρξη τόσο πολλών χωριών αρβανιτών στην περιοχή που πραγματεύεται ο φίλος μας  στο έργο του.

Ο Ελληνισμός, γράφει ο   Μπεράρ στο έργο του, «Τουρκία και Ελληνισμός » δεν είναι υλική κατασκευή ούτε προϊόν της φύσης. Τα άλλα έθνη δημιουργήθηκαν σχεδόν παρά τη θέλησή τους από την τύχη, το κλίμα, την εξωτερική δύναμη ανθρώπων και πραγμάτων. Ο Ελληνισμός πλάθεται μόνος του, είναι έργο πνεύματος, είναι λιγότερο υλικό από όλα τα ανθρώπινα έργα.

Αντίθετα ο Φαλμεράϋερ στο έργο του «Περί της καταγωγής των  σημερινών Ελλήνων» αναφέρει ότι ο  Ελληνικός λαός,  που πριν από τον Τρωικό πόλεμο έως τον έκτο μ. Χ αιώνα κατοίκησε   την Πελοπόννησο και τη χερσαία χώρα βορειότερα, δεν υπάρχει πια σήμερα. Ατυχείς περιστάσεις κάθε είδους επέφεραν την τελειωτική παρακμή του, τον  περιορισμό του σε τελείως ασήμαντα υπολείμματα και την επιμιξία του με ξένους, ώστε να σβήσει ολοκληρωτικά ο αρχικός του χαρακτήρας και να εξαλειφθούν, μέσα στο γενικό  μετασχηματισμό ακόμη και τα τελευταία  ίχνη του αρχαίου ελληνικού βίου...Ας εξακολουθεί να λέγεται η χώρα των Γραικών Ελλάς και οι κάτοικοί της Έλληνες. Είναι όντως Έλληνες, αλλά νεωτέρας διαπλάσεως, αναπνέουν ελληνικούς αγέρηδες και ο ήλιος του Περικλή λάμπει ακόμα πάνω από τα κεφάλια τους.»

Είναι γεγονός ότι καμιά φυλή στην πολυτάραχη ιστορία της ανθρωπότητας, δεν μπόρεσε να αποφύγει την επιμιξία. Όσοι σήμερα ισχυρίζονται ότι είναι φυλετικώς απ’ ευθείας απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων ή των Λατίνων ίσως αγνοούν την ιστορική αλήθεια: ότι  τόσο το  αρχαίο Ελληνικό Έθνος, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία όσο και το Βυζάντιο δεν υπήρξε ποτέ ομοιογενές, αλλά αποτελούσε ένα μείγμα  φυλών,  και εθνοτήτων .

        Όταν το πρώτο κύμα των Δωρικών φύλων ήλθε στη χερσόνησό μας από τις κοιλάδες του Ίστρου,  ασφαλώς δεν βρήκε το χώρο ακατοίκητο. Τόσο στα παράλια,  στα  νησιά,  όσο  και στο εσωτερικό  του ήταν ήδη εγκατεστημένες πανάρχαιες φυλές .  Ήταν άνθρωποι μελαχρινοί και μικρόσωμοι. Είχαν τη δική τους γλώσσα, το δικό τους σύστημα γραφής το δικό τους πολιτισμό. Αυτά  άλλωστε απέδειξαν  και οι ανασκαφές  της Κνωσού και της Φαιστού.

        Οι Δωριείς  που εγκαταστάθηκαν στην χερσόνησο ήταν ψηλοί, ξανθοί, και  πολεμοχαρείς. Ασφαλώς σαν κατακτητές   εξολόθρεψαν  ένα μεγάλο μέρος  αυτοχθόνων. Οι επιζήσαντες    ήλθαν σε επιμιξία με τους εποίκους Δωριείς. Από αυτή την ανάμειξη των δύο φυλών προέκυψε το Ελληνικό Έθνος που υπάρχει μέχρι σήμερα.

        

 Ο  ισχυρισμός ότι  το έθνος των Ελλήνων αν  και πέρασαν τόσοι αιώνες έκτοτε δεν υπέστη καμιά επιμιξία σίγουρα αποτελεί ιστορική ανακρίβεια και επιστημονική καπηλεία.

        Η φυλή γεννιέται από βιολογικούς και μόνο παράγοντες ενώ το Έθνος  είναι δημιούργημα πολλών  άλλων παραγόντων,  γεωγραφικών ,ιστορικών ,πολιτισμικών , οικονομικών    και εκδηλώνεται με τη  σφυρηλάτηση  μιας Εθνικής Συνείδησης στα διαφορετικής φυλετικής καταγωγής άτομα.

Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι Η. Π .Α . που αποτελούν ένα συνονθύλευμα λαών, γλωσσών, φυλών, θρησκειών και πολιτισμών και παρ’ όλα αυτά έχουν  αποκτήσει μια εθνική συνείδηση  των Αμερικανών.

  Θα επιχειρήσουμε μια αναφορά  στην περιοχή μας  όπου εγκαταστάθηκαν ανά τους αιώνες,  χιλιάδες Αλβανοί  και θα κάνουμε λόγο μόνο γι’ αυτή  την εθνότητα. 

 Σύμφωνα με την «Ιστορία του νέου Ελληνισμού» του  Απόστολου Βακαλόπουλου η πρώτη παρουσία Αλβανών τοποθετείται χρονικά στα έτη 1348 και 1380 όταν Δεσπότης της Πελοποννήσου ήταν ο Μανουήλ Κατακουζηνός. Ο πραγματικός όμως εποικισμός  Αλβανών συντελείται το 1383-1407 επί Θεόδωρου Α΄ Παλαιολόγου.

  ΄    Έχει καταγραφεί ιστορικά ότι μόνο το 1394 περίπου 10.000 Αλβανοί με τις γυναίκες τους, τα παιδιά και τα ζώα τους πιεζόμενοι από την προώθηση των Τούρκων πήραν άδεια και εγκαταστάθηκαν ειρηνικά στους νομούς Αχαΐας , Ηλείας και  Αρκαδίας.

       Η δεύτερη εποίκηση Αλβανών στην Αχαΐα  έγινε  το 1418 μετά την κατάλυση, από τον Κάρολο Α΄  Τόκκο, της κυριαρχίας των Αλβανών στην Αιτωλία και Ακαρνανία.

       Ας  δούμε  όμως  τι απέμεινε  κατά  τον 19ο Αιώνα από αυτούς τους εποικισμούς.

 Από τα στοιχεία  που παραθέτει ο  αείμνηστος συμπολίτης μας  ιστορικός συγγραφέας Χρήστος Κορύλλος στο  Βιβλίο του «ΧΩΡΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ - Νομός Αχαΐας», προκύπτουν τα εξής  αποκαλυπτικά,  για τον Αλβανικό πληθυσμό που  διαβιώνει στο νομό μας  το  έτος 1902:

Στις  επαρχίες Πατρών και Καλαβρύτων υπάρχουν χωριά με αμιγώς Αλβανικό πληθυσμό που μιλούν  την Αλβανική γλώσσα.

  Ο νομός   είχε  συνολικό πληθυσμό 144.826 κατοίκους  και από αυτούς 6.564 ήταν  Αλβανοί.

 Ειδικότερα  η μεγαλύτερη αναλογία Αλβανών υπήρχε  στην περιοχή του  Δήμου Δύμης.

 Σε συνολικό πληθυσμό  10.201 κατοίκων   υπήρχαν 2.613 Αλβανοί, δηλαδή περίπου 25% του πληθυσμού του.

       Το ερώτημα που εύλογα μπορεί να διατυπωθεί   μετά απ’ αυτά  τα στοιχεία  είναι: τι απέγιναν   από τότε  αυτοί οι Αλβανοί ;

        Την απάντηση στο ερώτημα , δίνουν  οι ίδιοι με την εν γένει συμπεριφορά  τους.

       Αφομοιώθηκαν φυλετικώς και εθνολογικώς με τους  Έλληνες και απέκτησαν  Ελληνική εθνική συνείδηση.

        Έπαψαν με τον καιρό να λέγονται  Αλβανοί και μετά τον εκχριστιανισμό τους   ονομάσθηκαν   Αρβανίτες. Σήμερα πλέον δεν μιλάει κανείς για Αρβανίτες. Οι  φυλετικές προσμίξεις ετών, επιτάχυναν την αφομοίωση τους. Σήμερα η λέξη Αρβανίτης μόνο ως  επώνυμο απαντάται .

       Το παράδοξο πλέον της υποθέσεως είναι, πως οι αφομοιωθέντες, σημερινοί ακραιφνείς  Έλληνες ,δεν επιτρέπουν στους νέους εποίκους Αλβανούς να αφομοιωθούν. Έτσι αντί να βοηθήσουν στην αφομοίωσή τους με το να  επιτρέψουν στους νεαρούς  Αλβανούς  να κρατήσουν τη σημαία μας, με  περηφάνια ,όπως οι ίδιοι δηλώνουν και δικαιούνται άλλωστε κατά τον ισχύοντα νόμο,  ανεμίζουν οι ίδιοι   τη σημαία  της ξενοφοβίας, και  του ρατσισμού   σ’ ολόκληρη την  Ελληνική επικράτεια.

Μ’ αυτή τους τη συμπεριφορά  δημιουργούν τις προϋποθέσεις  για να μην αφομοιωθούν ποτέ  οι  νέοι συμπολίτες  μας, και  αντίθετα να γίνουν   πιθανώς ,κάποια  στιγμή  οι πλέον επικίνδυνοι αντίπαλοι. 

Οι Έλληνες  στο διάβα των αιώνων   σε πείσμα των καιρών,  και των δυσοίωνων προβλέψεων,   επέδειξαν συνοχή και  αντοχή σαν Έθνος αλλά και  ικανότητα  στην αφομοίωση διαφόρων φυλών και εθνοτήτων.

       Οι δάσκαλοί μας στους οποίους στηρίζουμε το μέλλον μας ως λαός και ως Έθνος,   είναι υποχρεωμένοι  να διδάξουν  στα παιδιά μας ,πως ο Ελληνικός πολιτισμός  αλλά και ο Χριστιανισμός που κάποιοι οψίμως τον επικαλούνται,  διακρίνονται για  την Οικουμενικότητά τους και τον ανθρωπισμό τους. Αυτή είναι η μεγαλοσύνη  των Ελλήνων. Κι αυτό το δρόμο θα πρέπει να συνεχίσουμε μέσα στην Ευρώπη των Λαών, των φυλών και των εθνοτήτων με τη διατήρηση των ιδιαιτεροτήτων μας, των ηθών και των παραδόσεών μας.

Η εργασία του φίλου μας κ. Μπασέτα όπως μας παραδόθηκε μετά από μακροχρόνια κυοφορία, μας βοηθά πολύ περισσότερο σήμερα που οι επαπειλούμενοι κίνδυνοι είναι εμφανείς και ίσως επιβάλλεται να τους αντιμετωπίσουμε με θάρρος αποφασιστικότητα και χωρίς ξενοφοβία και ασύνετους εθνικισμούς.

 Και μη ξεχνάμε πως μόνοι μας και με ισχυρό πιστεύω  στην ευρωπαϊκή οικογένεια μπήκαμε σε ένα καμίνι εθνοτήτων και έχουμε υποχρέωση να φανούμε ανθεκτικοί στις εξωθεν πιέσεις και συνεκτικοί στα δικά μας πιστεύω και τις δικές μας παραδόσεις.

 

 

 

ΛΕΩΝΙΔΑΣ Γ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ: Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΣ

 

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΣ

 

                                        Λεωνίδα Γ. Μαργαρίτη  Επιτ.Δικηγόρου

                                                  Προέδρου Εταιρείας Λογοτεχνών


                                                                           


             


 

Ο ποιητής Γιάννης Ανδρικόπουλος  είναι  ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Λογοτεχνών Ν. Δ. Ελλάδος και για  αρκετά χρόνια   Αντιπρόεδρός της.

 Έδινε  παντού και   πάντοτε  το  δημιουργικό του «παρών»   με  τις διαλέξεις του και  τα  κείμενά του  ( ποιήματά , Δοκίμια,  μελέτες, κριτικές, βιβλιοπαρουσιάσεις ).

 Παραθέτουμε μερικές αξιόλογες διαλέξεις του σε αίθουσες   της πόλης μας  : «Πατρινή  Πεζογραφία» , «Η Πάτρα στη Νεοελληνική Λογοτεχνία» , «150 χρόνια   Πατρινή Ποίηση»,  «Γυναικεία Ποίηση της Πάτρας»,  «Γυναικεία Λογοτεχνία της Πάτρας» , «Καλαβρυτινή Λαϊκή Μούσα υμνεί το 21»,  «Χαιρετισμός στον Κορυδαλλό της Πλούμιτσας-Νικηφόρος Βρεττάκος»,  « Ποίηση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου». 

 Τα τελευταία χρόνια  φιλοξενήθηκαν   εργασίες του σε ποίηση και δοκίμιο   στις  Ανθολογίες   της Εταιρείας  Λογοτεχνών Ν.Δ. Ελλάδος     και  στο περιοδικό «ΑΧΑΪΚΑ».

          Ο Γιάννης   Ανδρικόπουλος   είναι καταγεγραμμένος     στη συνείδηση  των πνευματικών ανθρώπων και  των ασχολουμένων με τα γράμματα   κατά κύριο λόγο,  ως    ποιητής , χωρίς ωστόσο να παραγνωρίζεται   η  αξία του υπόλοιπου συγγραφικού του έργου.

         Ακολούθησε την τακτική του αξέχαστου φίλου   ερημίτη του Πύργου   Τάκη Δόξα. Όπως  εκείνος δεν  εγκατέλειψε  τον   Πύργο έτσι κι ο Γιάννης Ανδρικόπουλος δεν εγκατέλειψε    το Αίγιο.  Έκλεισε ερμητικά  τα αυτιά του στις  σειρήνες  της  πρωτεύουσας με τις  υποσχέσεις  προβολής και  ευδαιμονισμού.  Στάθηκε  ορθός  στα υψώματα του Αιγίου και από εκεί εκπορεύτηκαν    οι εμπνεύσεις του.

Ο τελευταίος  σεισμός  στην πόλη κατάστρεψε την αετοφωλιά του,  όμως   εκείνος με θάρρος υπομονή και  επιμονή  την ξανάχτισε.  Το χάσμα που άνοιξε  ο σεισμός   το γέμισε με  τα ποιήματα των συλλογών του.

 

 Μόλις  περάτωσε τις Γυμνασιακές του σπουδές  οπλίστηκε με θάρρος , τόλμη και αποφασιστικότητα  κι  έκτοτε πάνω από πενήντα και πλέον χρόνια βρίσκεται στην πρωτοπορία των πνευματικών   πραγμάτων  της πόλης του  και των  αγώνων της  για ένα καλλίτερο αύριο.

 Με όπλα   την πένα του και  τη δημοσιογραφική του έπαλξη  «ΦΩΝΉ ΤΗΣ ΑΧΑΪΑΣ» εργάσθηκε για την επιβίωση.  Ασχολήθηκε  με την έκδοση εφημερίδων και λογοτεχνικών περιοδικών, με τη μελέτη και  συγγραφή βιβλίων  πλουτίζοντας την Νεοελληνική Γραμματολογία  μας με πλήθος  εργασιών του  πάνω σε θέματα Αρχαιολογίας, Πεζογραφίας, Ποίησης, Κοινωνιολογίας, Ιστορίας και κριτικής.

 Ο  Ανδρικόπουλος είναι ένας ποιητής με βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα αλλά και εξίσου βαθύτατη  πίστη η οποία αποτυπώνεται εναργέστατα στο  σύνολο του  ποιητικού του έργου.

 Αυτή η πίστη τον  ενδυναμώνει και τον κάνει  πάντα πρωτοπόρο, αισιόδοξο  και αποφασιστικό.

 Εκφραστική λιτότητα και ήρεμη ευαισθησία χαρακτηρίζουν τη ζωή  και την ποίησή του.

Η γλώσσα του απλή ,κατανοητή, με πλούσιο λεξιλόγιο εμπλουτισμένο  με  εκείνο της   γλώσσας των Ευαγγελίων   και των εκκλησιαστικών κειμένων.

 Διατυπώνει  τους στοχασμούς μου με άνεση,  έντονο λυρισμό , με διαύγεια εννοιών και ισορροπημένο ρυθμό.

Το ποιητικό του έργο είναι πολυεδρικό. Είναι πλούσιο,  έντονα  κοινωνικό και βαθύτατα ανθρωπιστικό. Διακρίνεται  από  ένα ευγενικό  αγωνιστικό πάθος πατριδολατρίας και πατριωτισμού .

Οι  στίχοι του  στέλνουν στα πέρατα του κόσμου  ένα  αγωνιστικό μήνυμα ειρήνης αγάπης και ανθρωπισμού.

Άλλοτε   είναι ύμνοι  για ήρωες ,  αγωνιστές  και  καταστάσεις  και άλλοτε    γίνονται αναβαθμοί  περίσκεψης και πένθους για  τις συμφορές που ενέσκηψαν  κατά καιρούς  στον τόπο του.

Στίχοι  ζυμωμένοι  με  ιδρώτα και αίμα .Στίχοι αγωνίας για το  επέκεινα,   για το  αύριο  του τόπου   και αγώνα για τη βελτίωση της τύχης του.

Λυρική  ευαισθησία διαποτίζει την ποίηση του και  μας  δίνει έργα μακράς  ψυχικής πνοής.

          Η ποίηση του Γιάννη Ανδρικόπουλου  είναι  γνήσια κι αληθινή έτσι όπως με απλοχεριά και με μια πληθωρικότητα μας την προσέφερε και μας την προσφέρει  και σήμερα.

          Αυτή η πληθωρική  και συνάμα ποιοτική προσφορά  του αναγνωρίσθηκε και αναγνωρίζεται  καθημερινώς  όχι μόνο από τους ομότεχνους  και τους κριτικούς της λογοτεχνίας   αλλά και από  πολιτιστικούς φορείς,  ιδρύματα, Τοπική Αυτοδιοίκηση και τέλος από την Ακαδημία Αθηνών.

 Τιμήθηκε    ως τώρα για το έργο του, με ψηφίσματα,  χρυσά μετάλλια, τιμητικά διπλώματα  και με άλλες τιμητικές διακρίσεις .

          Η Εταιρεία Λογοτεχνών πρόσφατα  μετά από σχετική εισήγηση  του προέδρου της     τον τίμησε  στη διάρκεια  εκδήλωσης στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών εκτιμώντας την πάνω από μισό  αιώνα προσφορά του  στα Ελληνικά Γράμματα  επιδίδοντας του τιμητική πλακέτα και σχετικό τιμητικό ψήφισμα.

     Ο Γιάννης Ανδρικόπουλος ευτύχησε να τιμηθεί  τελευταία  και  από την γενέτειρα του το Αίγιο όπου η  Ιστορική-Λαογραφική Εταιρεία Αιγιαλείας παρουσίασε  το ετήσιο περιοδικό  «Ρίζες» το οποίο ήταν  αφιερωμένο εξολοκλήρου στο έργο του καταξιωμένου Δημοσιογράφου και Λογοτέχνη Γιάννη Ανδρικόπουλου.

ΛΕΩΝΙΔΑ Γ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ: ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑΣ

 

ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑΣ

 

                         Λεωνίδα Γ. Μαργαρίτη Επιτ.Δικηγόρου

                    Πρόεδρο Εταιρείας Λογοτεχνών

                                             


                     

 

Τα τελευταία χρόνια έχουμε  συνηθίσει να γιορτάζουμε την επέτειο της πτώσης της Βασιλεύουσας  με θρήνους και με μνημόσυνα  παίρνοντας πάνω μας ,ως «Κληρονόμοι» τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις  μιας ήττας.

 Φέρουμε βαρέως την ήττα εκείνης της  πολιορκίας  λες και τότε  ουσιαστικά κατέρρευσε ο Ελληνισμός ,λες και  μόλις τότε υποδουλώθηκε η χώρα μας.

Έχουμε περάσει στο υποσυνείδητο  της ιστορικής μας μνήμης   την κατάκτηση της Ελλάδος και των Ελλήνων από τους Ρωμαίους.

Ξεχάσαμε  την καταστροφή και την εξαφάνιση των Ελλήνων από προσώπου της γης.

Ξεχνάμε ότι και μόνο το όνομα Έλλην αποτελούμε μομφή.

Ξεχάσαμε  ότι τα μιάσματα   εκείνης της εποχής  ήταν οι Έλληνες.

Ξεχάσαμε  τους σφαγιασμούς και τις δηώσεις των ιερών των Ελλήνων.

Ξεχάσαμε  πως ότι Ελληνικό εξορκίζονταν και  ρίχνονταν   στην πυρά.

Ξεχάσαμε  τον διαμελισμό της  Φιλοσόφου Υπατίας.

Ξεχάσαμε  τον σφαγιασμό των  Ελλήνων στον Ιππόδρομο .

Ξεχάσαμε τον Αλάριχο με τους μοναχούς που κατεδάφισαν ότι Ελληνικό υπήρχε όρθιο.

 

 Ξεχάσαμε  ότι οι Έλληνες όπως οι  Χριστιανοί των πρώτων χρόνων υπέστησαν διωγμούς από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Θεοδοσίου και λοιπών επονομαζόμενων Μεγάλων.

Θέλουμε  όμως επιλεκτικά  θα θυμόμαστε πως  έπεσε η Βασιλίδα των Πόλεων στα χέρια των Αγαρηνών.

Λες και δεν θα έπεφτε μετά τα όσα είχαν  συμβεί σ’ αυτή τη χιλιόχρονη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.

Ξεχνάμε ότι στην πόλη των Κωνσταντίνων,  του Θεοδοσίου, του Ιουστινιανού και λοιπών Ρωμαίων Αυτοκρατόρων  ότι  έργο τέχνης   έγινε, χτίσθηκε με   τα σπαράγματα των κατεδαφισθέντων   Ελληνικών  Ιερών  και ενσωματώθηκαν  σε ότι και σήμερα βλέπουμε σαν αριστουργήματα  τέχνης .

Αλλά και άλλα κομψοτεχνήματα που δεν κατεστράφησαν ή δεν ενσωματώθηκαν σε κτίρια κόσμησαν τα παλάτια, τον ιππόδρομο και τα ανάκτορα των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων.

Το ότι κάποιοι στυγνοί δολοφόνοι  Ρωμαίοι Αυτοκράτορες  κήρυξαν  ανεξιθρησκία  και στη συνέχεια στήριξαν  το Χριστιανισμό.

Κι  αυτό  το έπραξαν μόνο και μόνο επειδή η νέα Θρησκεία είχε επεκταθεί σε μεγάλο βαθμό και  είχε την πλειοψηφία των λαών της επικράτειας.

Στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία που κάποιο ιστορικοί τους τελευταίους αιώνες, ονόμασαν Βυζαντινή για να χρυσώσουν το χάπι,  χρησιμοποιήθηκε η Ελληνική Γλώσσα γιατί αυτή  ήταν σε ευρεία χρήση τότε ,όπως  και σήμερα  η Αγγλική.

  Το ενωτικό στοιχείο ήταν η Θρησκεία αλλά και αυτή τα τελευταία χρόνια της Αυτοκρατορίας είχε υποστεί κλυδωνισμούς με τον διαχωρισμό των πιστών της, σε ενωτικούς και ανθενωτικούς.

 

Αλλά ας δούμε τώρα μετά   τις εισαγωγικές  μας παρατηρήσεις το όλο ζήτημα.

Ο  τελευταίος αυτοκράτορας  Κωνσταντίνος Παλαιολόγος εξ αιτίας του θρησκευτικού διχασμού δεν εστέφθη ποτέ επισήμως στη Βασιλεύουσα, και  αναγκάσθηκε να παρακάμψει τη διαδικασία και να στεφθεί Αυτοκράτορας στο Μιστρά σε μιας τοπικής εμβέλειας γιορτή.

Η πτώση της πόλης ήταν από πολλά  χρόνια προδιαγεγραμμένη, εξ αιτίας του κλίματος του διχασμού.

Η δήλωση του Λουκά Νοταρά: «καλύτερα να βασιλεύει το τουρμπάνι του Τούρκου, παρά η τιάρα του Πάπα», συνόψιζε την όλη φιλοσοφία της  αιρετικής αυτοκρατορίας.

Το δίλημμα του Νοταρά είναι  ότι αποδέχεται καλύτερα την πολιτική εξουσία των Τούρκων παρά την Εκκλησιαστική υποταγή στη Δύση του Πάπα.

Με το διχασμό αυτό,  η ψυχολογική διάσπαση μεταξύ του λαού της πόλης  ήταν  ότι ουσιαστικά απέμεινε, από την πάλαι ποτέ Αυτοκρατορία.

Ενδεικτικό της  συμπεριφοράς  των πλουσίων  της πόλεως  ήταν σύμφωνα με τον ιστορικό Γεώργιο Σφραντζή ότι ενώ είχαν την οικονομική δυνατότητα να στηρίξουν τον Παλαιολόγο και να σωθεί η πόλις, εξέφραζαν ανοιχτά την προτίμησή τους, στο Σουλτάνο

Οι Δυτικοί αντιμετώπισαν την άλωση με κάποια κακία, ένας μάλιστα  συγγραφέας της, θεώρησε την καταστροφή, σαν Θεία Δίκη για την ανθενωτική στάση των Βυζαντινών.

 

 Μάλιστα ένας  Λατίνος ουμανιστής είπε τη  χαρακτηριστική φράση: «Η αίρεση τιμωρήθηκε-Η Τροία εκδικήθηκε»

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει της προσοχής ότι ένας ακόμη παράγοντας της πτώσης της πόλης υπήρξε η ολιγανθρωπία.

Πρέπει να πούμε ακόμη ότι την περίοδο της πολιορκίας  ο πληθυσμός της ήταν γύρω σ τις 30-35.000 κατοίκους, αντίθετα οι μάχιμοι, σύμφωνα με απογραφή  που περιέσωσε  ο Γεώργιος Σφραντζης, που έμεινε μάλιστα μυστική μεταξύ εκείνου και του Αυτοκράτορα ανέρχονταν στους 4.983  Βυζαντινούς και 700 στρατιώτες που έφερε μαζί του ο Γενοβέζος ευπατρίδης Τζιοβάνι Τζουστινιάνι Λόγκο.

Πάντως ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αν και γνώριζε  με τα όσα στοιχεία είχε στη διάθεσή του ότι η πόλη θα έπεφτε, εν τούτοις στις προτάσεις του Σουλτάνου για παράδοση,  έδωσε  την χαρακτηριστική θαρραλέα  απάντηση που θυμίζει το «Μολών Λαβέ»  του Λεωνίδα  στους Πέρσες.

 «Το δε την πόλιν σοι δούναι , ούκ  εμόν εστί, ούτε’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη, Κοινή γαρ γνώμη πάντες αποθανούμεν και ού φεισόμεθα της ζωής ημών»δήλωσε στον εισβολέα.

Ο νεότερος      Ελληνισμός  γαλουχήθηκε με τα νάματα μίας ένδοξης Βυζαντινής- υποτίθεται Ελληνικής Αυτοκρατορίας και βίωσε την άλωση  σαν  βιασμό και το βαθύ αυτό τραύμα δεν το έχει  ξεπεράσει ακόμη.

Ακόμη και σήμερα οι νεοέλληνες θεωρούν την  λεγόμενη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως Ελληνική και τον τελευταίο  Αυτοκράτορα ως Έλληνα ταυτίζοντας το Θρήσκευμα  και την Ελληνική γλώσσα ως συστατικά του Έθνους των Ελλήνων.

 Όμως πως μπορούν να νοιώθουν Έλληνες οι Αλβανοί, οι Βούλγαροι, οι Εβραίοι, οι Αρμένιοι, οι Σλάβοι, οι Αιγύπτιοι,  οι Σέρβοι  οι Μαυροβούνιοι και οι υπόλοιποι λαοί της Αυτοκρατορίας  που καταλάμβανε στην ακμή της; 

   Η  Averil Cameron  Πρύτανης του  πανεπιστημίου Keble College  της Οξφόρδης σε μια συνέντευξη που είχε δώσει στη Μαίρη Σιάνη-Davies σε σχετική ερώτηση απάντησε πως «είναι λογικό οι Έλληνες να έχουν ιδιαίτερη σχέση με το Βυζάντιο και να το βλέπουν σαν κρίκο που ενώνει την κουλτούρα της κλασσικής  και σύγχρονης Ελλάδας.

Η Ελληνική γλώσσα και η Ορθοδοξία αποτελούν στοιχεία που είναι ενδεικτικά για την συνέχιση της ιστορικής μνήμης .

Το Βυζάντιο όμως  δεν ήταν περιορισμένο γεωγραφικά στα ελληνικά εδάφη μόνο, αλλά απλωνόταν  σε όλη την Μεσόγειο και κάλυπτε τις σλαβόφωνες χώρες των Βαλκανίων ,τη Συρία, την Αίγυπτο, μέχρι και τα ανατολικά μέρη της σημερινής Τουρκίας.

Το «Βυζάντιο» δεν είναι αποκλειστική ιδιοκτησία των Ελλήνων, αλλά θα πρέπει να διεκδικείται από όλους μας.

 Πως μπορούμε να κατανοήσουμε την ιστορία του Χριστιανισμού στη Δύση  αν αγνοήσουμε το Βυζάντιο; Το γεγονός ότι η Αγγλία ή η Γαλλία επηρεάστηκαν από την δυτική χριστιανική   Εκκλησία της Ρώμης είναι ένα ιστορικό ατύχημα. αφήνοντας το Βυζάντιο απ’ έξω διαστρεβλώνουμε την Ιστορία».

Δεν πρέπει  επίσης  να ξεχνάμε ότι  κατά την επανάσταση οι αρχηγοί της, δεν υιοθέτησαν  την σημαία του δικέφαλου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά έκαναν σημαία το σταυρό, πότε κόκκινο ,πότε μαύρο και τελευταία σε λευκό  χρώμα με γαλάζιο  φόντο.

Το τελικό δίδαγμα αυτής της πτώσης που ατυχώς εμείς οι νεοέλληνες ξεχνάμε , είναι πως ο διχασμός είναι κακιά συνήθεια  και  δεν ωφελεί σε τίποτα, όταν μάλιστα  έχουμε  γύρω  μας  τόσους επίβουλους εχθρούς.

 

Κυριακή 19 Μαΐου 2024

Ελένη Ερίκη, Φιλόλογος στο Μουσικό Σχολείο Δράμας: Παρουσίαση της μονογραφίας της Ευαγγελίας Δαμουλή-Φίλια, "ΜΕΘΩΝΤΑΣ Μ ΕΝΑ ΚΡΑΣΙ ΑΓΙΟΝΟΡΕΙΤΙΚΟ"

 Παρουσίαση της μονογραφίας της Ευαγγελίας Δαμουλή-Φίλια,  

ΜΕΘΩΝΤΑΣ Μ ΕΝΑ ΚΡΑΣΙ ΑΓΙΟΝΟΡΕΙΤΙΚΟ.Η εμπειρία του ταξιδιού στο Άγιο Όρος στην Ν.Ελληνική Λογοτεχνία από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τις μέρες μας.Εκδόσεις Γρηγόρης,Αθήνα 2017,σς.510.








Το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί ένα μαγικό οδοιπορικό στον ιερό Άθωνα…Η κ. Ευαγγελία Δαμουλή - Φίλια γίνεται η Βεατρίκη μας στην αθωνική πολιτεία, μας ξεναγεί και φωτίζει μέσα από τα μάτια, τη φωνή και τα λογοτεχνικά κείμενα εικόνες, στιγμές, πρόσωπα  και συναισθήματα λογοτεχνών στην ιδιαίτερη συνάντησή τους με τον καθαγιασμένο Άθωνα.

Στα προσκυνήματά  τους αυτά οι λογοτέχνες ήταν πρόθυμοι να αναζητήσουν  το άγνωστο, τη γνώση, την ελευθερία, τον εαυτό τους, να υποφέρουν και να μεταμορφωθούν. Η χερσόνησος του Αγίου Όρους γεμάτη δάση , με ένα φως καθάριο αποτελεί ιδανικό προορισμό για το ταξίδι. Και σ αυτήν ακριβώς την έννοια του ταξιδιού στο χρόνο και στους πολιτισμούς είναι αφιερωμένο το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, ώστε να μυήσει τον αναγνώστη στο ταξίδι- προσκύνημα δίνοντας τη δυνατότητα να παρακολουθήσει με μεγαλύτερη ευχέρεια τις εμπειρίες των ταξιδιωτών. 

Οι λαοί προσδίδουν στο βουνό ιδιότητες φυσικής, ψυχικής και πνευματικής ανάτασης. Η άνοδος συμβολίζει την πνευματική ανύψωση και γίνεται ο σύνδεσμος ανάμεσα στη γη και στον ουρανό, η οδός μέσω της οποίας ο άνθρωπος μπορεί να ανυψωθεί στο θείο και το θείο μπορεί να αποκαλυφθεί στον άνθρωπο. Το άβατον δηλώνει τόπο ιερό, απάτητο και απαραβίαστο, τόπο μύησης. Έτσι το ταξίδι στον Άθωνα είναι το ταξίδι που αφορά την έκσταση, τη δοκιμασία, τη μύηση.

Γίγαντας της Θράκης ο Άθως και έτσι, ως κάτι υπερφυσικό και θεϊκό είδαν οι αρχαίοι τα ψηλά βουνά του. Χώρος ιερός από τα αρχαία χρόνια όπως μας περιγράφεται στο 2ο κεφάλαιο του βιβλίου κι έτσι φυσική συνέχεια ήταν η ίδρυση του κοινοβίου της Μεγίστης Λαύρας από τον Αθανάσιο Αθωνίτη στα μέσα του 10ου αιώνα εγκαινιάζοντας μια οικουμενική διάσταση της ορθοδοξίας που αποτελεί πλέον και την ιδιαιτερότητά του ενώ η παρουσία μοναχών αναφέρεται ήδη στη Σύνοδο του 843. Οι μονές επεβίωσαν την Οθωμανική περίοδο και η φήμη τους επεκτάθηκε από τον 11ο αιώνα, όταν Ρώσοι μοναχοί ξεκίνησαν να έρχονται στον Άθωνα, να επηρεάζουν και να επηρεάζονται. Ανάγλυφα παρουσιάζεται η θέση και η επιρροή του Αγίου Όρους στους επόμενους αιώνες μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν το νεοσύστατο ελληνικό κράτος κάνει τα πρώτα βήματα στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια σκηνή.

Κι αφού αντιληφθήκαμε την έννοια του ταξιδιού και γνωρίσαμε το Άγιο Όρος από την αρχαιότητα, προχωράμε στο βασικό μέλημα του βιβλίου: πως δηλαδή οι λογοτέχνες κάθε περιόδου αντίκρυσαν και βίωσαν το ταξίδι τους. ενθουσιάστηκαν; Απογοητεύτηκαν; Γιατί πήγαν; Τι σήμαινε σε κάθε διαφορετική εποχή το προσκύνημα στο Άθωνα;

Και φυσικά αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι η λογοτεχνική παραγωγή δεν είναι ξεκομμένη από τη περιρρέουσα πολιτική, κοινωνική και ιστορική περίοδο. Κάθε λογοτέχνης είναι δημιούργημα της εποχής του, των ιδιαίτερων συνθηκών της. Για αυτό και στην αρχή καθενός από τα επόμενα κεφάλαια προηγείται μια σύντομη αλλά σαφής περιγραφή της κάθε περιόδου, έτσι ώστε να εντάξουμε ομαλά τον δημιουργό στην εποχή του και να αντιληφθούμε ολοκληρωμένα τις ιδιαίτερες προσδοκίες και αποτυπώσεις, διευκολύνοντας μας να παρακολουθήσουμε τόσο την εξέλιξη του ελληνικού κράτους όσο και συγκεκριμένα λογοτεχνικά δείγματα.

Οι δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα βρήκαν την Ελλάδα να προσπαθεί με ορθολογισμό και πρόθεση εκσυγχρονισμού να λύσει τα οικονομικά προβλήματα που την ταλάνιζαν και να διεκδικήσει την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας στο ευρωπαϊκό κάδρο. Η ελληνική κοινωνία αναζητά την ιστορική ταυτότητα μέσα από τον λαϊκό πολιτισμό και το ενδιαφέρον για το Άγιο Όρος είναι ιδιαίτερα έντονο. Έτσι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης επισκέφτηκε το Όρος χάριν προσκυνήσεως αλλά δεν βρήκε την πνευματικότητα που περίμενε, οπότε δεν επέστρεψε ποτέ ενώ ο συνονόματος και συμπατριώτης του Αλέξανδρος Μωραϊτίδης που έγινε μοναχός περιγράφει με θαυμασμό τους μοναχούς που γνώρισε εκεί. Ο Χρήστος Χρηστοβασίλης ως ταξιδιώτης ανταποκριτής εντυπωσιάζεται από τα μοναστήρια και το τοπίο και περιγράφει: «Είναι τόσο ψηλή κι απότομη η κορυφή του Άθωνα που λησμονεί κανείς ότι είναι άπτερο δίποδο  και του φαίνεται ότι έχει φτερά και βρίσκεται μετέωρος ανάμεσα γης και ουρανού.» Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου προσεγγίζει με εικαστική ματιά αποτυπώνοντας μαρτυρίες και τη δική του αντίληψη με άξονες τον ασκητισμό, την τέχνη και τη φύση. 

Ξεχωριστή προσέγγιση αυτή του Νίκου Καζαντζάκη που λαβωμένος από πνευματικές ανταρσίες και μεταφυσικές έννοιες συνάντησε τον Άγγελο Σικελιανό. Σαράντα μέρες κράτησε η περιοδεία τους στο Άγιο Όρος, γεμάτη ενθουσιασμό, αγωνία και αγαλλίαση. Πως ο Θεός υπάρχει κάτω από κάθε προσωπίδα δεν έχουν καμιά αμφιβολία- Διόνυσος, Χριστός, Ηρακλής- δεν έχουν την παραμικρή αμφιβολία. Το μέγα δέος, η μόνη επιτρεπτή αμφιβολία είναι αν θα μπορέσουν να στήσουν ένα ναό στη δόξα Του αντάξιο, σ εκείνον και στην πίστη τους. Κατά τη διάρκεια μιας αγρυπνίας σκέφτεται τη θεοποίηση της ανθρωπότητας και οι λέξεις άνοδος και κάθοδος επαναλαμβάνονται στα κείμενα του συνέχεια. «όλη η αγωνία του ήταν πως θα μπορέσει να σώσει τον Θεό μέσα του, δηλαδή να σωθεί ο ίδιος μέσα στον Θεό. Ολοένα παλεύει με τον Θεό στο πλάι του, με τον Θεό αντίκρυ του.» Συσχετίζει την άνοδο του Ιησού στον Γολγοθά με την δική μας άνοδο και την προσπάθεια μας να γίνουμε πραγματικοί άνθρωποι. «Να ο ανήφορος που πήρε ο Χριστός και μας καλεί να πάρουμε κι εμείς ακολουθώντας τα ματωμένα του χνάρια. Να το χρέος του αγωνιζόμενου ανθρώπου – να φτάσουμε κι εμείς- εκεί που ο υιός της σωτηρίας έφτασε τον Χριστό». Όμως ο Καζαντζάκης μόλις έφυγε από τον Άθωνα βρέθηκε ξανά ολομόναχος, πολλά ερωτήματά του είχαν μείνει αναπάντητα. Νιώθει πως η πραγματική κατοικία του Χριστού δεν είναι η μοναχική ή η ασκητική και το πραγματικό μοναστήρι δεν πρέπει να βρίσκεται σ ένα απόμερο μέρος. Ο Χριστός υπάρχει μέσα στον κόσμο, παρών με συνεχή τρόπο , στη διάθεση αυτών που τον έχουν ανάγκη. Είδε τους μοναχούς φοβισμένους και μόνους αλλά τους ασκητές σαν τους πιο μεγάλους αγίους. Από τη σοφία των βιβλιοθηκών του Αγίου Όρους συγκράτησε τη μυρωδιά από τους μουσμουλιές που άνθιζαν στην είσοδο της βιβλιοθήκης. Ο θεός δεν είναι στα μοναστήρια του Άθωνα αλλά στη φύση και στη ζωή.

Μαζί του στο ταξίδι ο Άγγελος Σικελιανός. Οι δυο  τους σκόπευαν να ιδρύσουν ένα μοναστήρι κοσμικό για να ενωθούν τα μέλη της διασπαρμένης ανθρωπότητας. Ο Σικελιανός είδε το προσκύνημα στο Όρος ως αυτοδιδαχή και αυτοπαιδεία και αξιοποίησε τα βιώματά του στην ποίηση του, εκχριστιάνισε τη ψυχή του αποκτώντας συνείδηση της γης, της φυλής και της πίστης των πατέρων του.

Το επόμενο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στο διάστημα 1920-1940. Η αποσταθεροποίηση των συνθηκών του Α’ παγκοσμίου πολέμου, η άνοδος του φασισμού και του κομμουνισμού θα επηρεάσουν και την Ελλάδα στο κρίσιμο αυτό διάστημα. Ο πόλεμος και η μικρασιατική καταστροφή, το ναυάγιο της Μεγάλης Ιδέας,  η πολιτική και κοινωνική αστάθεια θέτουν για τους λογοτέχνες ζητήματα εθνικής ταυτότητας. Οι περισσότεροι θα στρατευτουν σε πολιτικούς αγώνες και ο θαλασσόβρεχτος Άθωνας γίνεται καταφύγιο για εκείνους που έβλεπαν εκεί τη συνέχεια της φυλής. Η φυγή με τη μορφή του ταξιδιού σε μέρη άγνωστα υπόσχεται γνώση, επικοινωνία, εμπειρία και δημιουργία. 

Ο Φώτης Κόντογλου ως λογοτέχνης και ταυτόχρονα ζωγράφος αποτελεί τον ιδανικότερο προσκυνητή. «οι λιγοστοί που νιώθουν τον κόσμο όπως τον νιώθω εγώ, ας έρθουν μαζί μου να πάμε κατά τα μέρη που δεν υπάρχει καμιά μηχανή, κανένα τέτοιο πονηρό είδωλο, εκεί που είναι η πλάση κι ο άνθρωπος όπως τα έκανε ο Θεός, απλά και βλογημένα, εκεί που δε βιάζεται κανένας, μήτε έχει ταραχή στο μυαλό του γιατί δεν τρέχει να πιάσει τον διάβολο να τον βάλει στο μπουκάλι.» Ο Κόντογλου ανεβαίνει στο Άγιο Όρος σπρωγμένος από φυσική αγάπη προς την άγρια φύση και τις περίεργες περιπέτειες. Ενθουσιάζεται από την τέχνη και παίρνει αντίγραφα έργων. 

Ο ίδιος σημειώνει «Τότε που πρωτοπήγα στο Όρος ήταν άνοιξη. Τσακισμένος όπως ήμουν από την προσφυγιά, σαν να ξαναγεννήθηκα. Έλαχε να βρω τρεις πατριώτες μου κι έζησα μαζί τους μια ζωή, που ακόμα τη θυμάμαι και κλαίω γιατί βάσταξε τόσο λίγο». Πίστευε ότι ο Ελληνισμός κι η Ορθοδοξία θα γίνουν τα αντίβαρά στην απώλεια των εδαφών της Μ. Ασίας και στο Όρος βίωνε τη μυστική ουσία του ορθόδοξου ασκητισμού.

Ο συγγραφέας και ζωγράφος Νίκος Βέλμος στον Άθωνα θα αναζητήσει τη φύση, θα ψάξει τον εαυτό του για να συμφιλιωθεί μαζί του, θα είναι το καταφύγιο του στην ταραγμένη εποχή του Μεσοπολέμου. Περιγράφει ο ίδιος «Εδώ μένω σαν ερωτευμένος μα σαν ερωτευμένος που βλέπει ό,τι θέλει και που φαντάζεται ό,τι θέλει και που ξεχνά, ξεχνά. Κι ό,τι ξαναθυμάται το θυμάται αλλιώς. Εδώ που το κοράκι είναι αγαπητό σαν το περιστέρι και το ψωμοτύρι το χαίρομαι σαν κανένα πλουσιοπάροχο γεύμα. Χαμηλά στη ρεματιά και ψηλότερα απ’ τις χώρες τόσα μέτρα…», «Άρχισα πια κι εγώ να αγαπώ αληθινά τον εαυτό μου και να τον καμαρώνω γιατί καταλαβαίνει ότι χρειάζεται γνώση και καρδιά μαζί για να το καταλάβουμε και μου ρχονται δάκρυα στα μάτια για Αυτόνε που μου μαθε την άρνηση του κακού, που με λευτέρωσε από τόσα και τόσα και μ έφερε ύστερις από τόσα χρόνια σ’ αυτή τη διάθεση».

Ο Τάκης Παπατσώνης, ποιητής και διανοούμενος της γενιάς του Κώστα Καρυωτάκη και του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, γλωσσομαθής και πολυταξιδεμένος, γνώρισε κατά την πολύμηνη παραμονή του στον Άθωνα πολλές φορές την αγωνία της ψυχής και του σώματος. «Μεσάνυχτα Σαββάτου με Κυριακή, Ανάστασης ημέρα. Σημαίνει στη γαλήνη της νύχτας ο όρθρος του Πρωτάτου, ο όρθρος του Κουτλουμουσίου, ο όρθρος της Σκήτης του Αγίου Προδρόμου. Ετούτη τη μουσική των όρθρων πως να μη την πω, να μην την ξαναπώ. 

Να καταλήξει όλη ετούτη η κίνηση στη Θεία Λειτουργία της αυγής. Όντως μεγάλη, μεγαλότατη ημέρα θα ξημερώσει. Εδώ πέρα μόνο στο Όρος το κατανοείς. Βγαίνω κι εγώ ταπεινός και διπλωμένος στην αναπεταξιά μου. Και που να πετάξω σε τέτοια φωταυγή υψώματα της τραγικής της πίστης.»

Ο Κώστας Ουράνης, δημιουργός μαζί με τον Νίκο Καζαντζάκη της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, στο ταξίδι του αφήνεται να ενωθεί με τη φύση αλλά στις λειτουργίες νιώθει να απουσιάζει η πνευματικότητα. Προειδοποιεί πως «δεν θα βρείτε εκεί όπως στα καθολικά μοναστήρια ούτε σοφούς ούτε θεολόγους που κινούνται σε πνευματικές σφαίρες…ούτε ανθρώπους που να λιώνουν σαν κεριά από την έκσταση ή την ανησυχία της μυστικοπάθειας. Το πνεύμα του κατηχισμού και της φιλανθρωπίας λείπει…αλλά οι πιο σεβάσμιοι άνθρωποι του Όρους, εκείνοι που διαιωνίζουν την ασκητική παράδοση των πρώτων αναχωρητών ζουν στα Καρούλια».

Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, επισκέφτηκε στα 25 του χρόνια από περιέργεια το Άγιο Όρος αναζητώντας την ενότητα του χρόνου, και φαίνεται πως κατανόησε το ρόλο της Εκκλησίας στη σωτηρία του κόσμου, αφού επισκέφτηκε συνολικά το Όρος 94 φορές. Όταν είναι εκεί προσπαθεί να ζει σαν μοναχός: νηστεύει, προσεύχεται, υπακούει, στιλβώνει τη θήκη των αγίων λειψάνων και μαγεύεται από τη συνύπαρξη νεκρών και ζωντανών. Ο Πεντζίκης αγαπούσε το Άγιο Όρος και τους μοναχούς, γιατί βιώνουν το θείο Έρωτα. Γράφει ο ίδιος « εγώ πείσθηκα για το Άγιον Όρος όχι γιατί είναι καλοί ή κακοί οι αγιορείτες ούτε γιατί συνεχίζουν τη βυζαντινή παράδοση αλλά γιατί μια μέρα μπαίνοντας τυχαία στην εκκλησία την ώρα που κοιμόντουσαν οι περισσότεροι κατάλαβα ότι η εκκλησία είναι η παστάς και οι καλόγεροι πηγαίνοντας στην εκκλησία δεν ζούσαν παρά μόνο τον θείο Έρωτα. Ο Έρως είναι η ευτυχία, οι αγιορείτες είναι ευτυχισμένοι γι αυτό το λόγο.

Την ίδια περίοδο  ο Νίκος Κάλας, υπερρεαλιστής και μαρξιστής στοχαστής, θα προσπαθήσει να τραβήξει τον άνθρωπο από κάθε απομόνωση καταγγέλλοντας τον μοναχισμό. Οι μοναχοί για αυτόν «είναι αλλόκοτοι, τρελοί, χτυπημένοι από απανωτά αστροπελέκια, σταυρωμένοι μακριά από τα ανθρώπινα, κοντά σε μαρμαρωμένους σταυρούς που φυλάγουν νεκρούς, στο Όρος που γεννιούνται και πεθαίνουν νεκρά μοναστήρια.»

Το Σεπτέμβριο του 1940, παραμονές του πολέμου,  επισκέφτηκε τις μονές του Αγίου Όρους ο κερκυραίος καθηγητής ιστορίας και βυζαντινολογίας Ανδρόνικος Τζώρας. Γέννημα της επίσκεψής του ήταν το βιβλίο «Ξωτική πολιτεία», τίτλος που μας προδιαθέτει για τη στάση του προς το Άγιο Όρος. Εκεί ο συγγραφέας αναρωτιέται για την ματαιότητα του πολέμου ενώ οι αναμνήσεις του θα αποτελέσουν παρηγοριά τα δύσκολα χρόνια της κατοχής. «Το ξωτικό τοπίο σε φέρνει σε ρεμβασμούς. Λησμονάς το χθές, το πικρό, το άσχημο και ζεις εδώ, ζεις ανάμεσα σε ουρανό και γη μεταρσιωμένος, βυθισμένος σε ρεμβασμούς. Από δω πάνω το μοναδικό θέαμα μιας σεληνοφώτιστης νύχτας, ψηλά στο βουνό, στην ερημιά, μέσα στα έλατα, σ’ ένα ξωκλήσι, πλάι σε μια πηγή που κελαρύζει αδιάκοπα είναι κάτι που πρέπει να απαθανατίσουμε στη μνήμη μας, είναι κάτι που πρέπει να αποθαυμάσουμε». 

Κι αν ο Ανδρόνικος Τζώρας βρήκε καταφύγιο  και γαλήνη, την ίδια περίοδο ο Θωμάς Μαλαβέτας χαρακτηρίζει το Άγιο Όρος ως «πένθιμη πολιτεία». Πήγε για να ανακαλύψει για ποιο λόγο μαχόταν ο ασκητής, για ποιο λόγο έφυγε από τον κόσμο, χωρίς τελικά να μπορεί να δώσει απάντηση. 

«Το Άγιο Όρος, δίνει μια πένθιμη εντύπωση όταν φτάνεις από το θόρυβο του κόσμου ως εδώ. Είναι ατελείωτες οι νύχτες των μοναστηριών, τουλάχιστον για τον ξένο. Πως περνάει μια ολόκληρη νύχτα…Το κοινόβιο είναι η εξαφάνιση του ατόμου. Το σύνολο, μοναρχικά διοικούμενο, κυριαρχεί εκεί. Όλοι δουλεύουν σ αυτό κι απ’ αυτό συντηρούνται χωρίς να δικαιούνται τίποτα ιδιόχτητο.» ο συγγραφέας δικαιολογεί τελικά τις ατασθαλίες των καλογέρων γιατί όπως παραδέχεται «είναι βαριά η καλογερική».

Στο διάστημα της γερμανικής κατοχής το Άγιο Όρος τέθηκε υπό γερμανική δικαιοδοσία απαγορεύοντας στους μοναχούς να παρέχουν φιλοξενία, να κρύβουν και βοηθούν τους πολίτες που δεν είχαν ειδική άδεια. Η περίοδος ήταν ιδιαίτερα δύσκολη για τους Εξαρτηματικούς, για αυτούς δηλαδή που ζούσαν έξω από τις Μονές, σε Σκήτες, κελιά, καλύβες ησυχαστήρια και καθίσματα, αφού δεν μπορούσαν να διαθέσουν τα εργόχειρα που έφτιαχναν για να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα.  

Το τέλος του εμφυλίου πολέμου θα βρει την Ελλάδα εγκλωβισμένη στο μίσος του ψυχροπολεμικού κλίματος και τους διανοούμενους, τραυματισμένους από τις εμπειρίες του Β παγκοσμίου πολέμου και του αδελφοκτόνου εμφυλίου. Θα αναζητήσουν την  εθνική ταυτότητα και την κοινωνική φυσιογνωμία του ελληνισμού και θα επικεντρωθούν στις αξίες της λαϊκής παράδοσης και  της ελληνικής επαρχίας. Αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα με απαισιοδοξία και παθητικότητα και συχνά αναζητούν τη λύση στη φυγή και στο ταξίδι.

Ο Βασίλης Βασιλικός που έφτασε στο Άθωνα σε μια μεταβατική για τον ίδιον περίοδο ψάχνει να βρει ένα σκοπό «Γιατί ταξιδεύω; γιατί φεύγω; Γιατί γυρίζω;» Έφτασε Μεγάλη Παρασκευή στη Μονή Βατοπεδίου «Η φρίκη του μαύρου και της μοναξιάς πλημμύρισαν τη ψυχή μου. Η φρίκη εξακολουθεί. Δεν υπάρχει τρόπος για να βγω. Βουλιάζω σε μια πολυθρόνα, στο ημίφως. Πως να αντιδράσω;»

Ο Σπύρος Μελάς που διατείνονταν μεταπολεμικά ότι «Η Ελλάδα όλων των εποχών θα μας σώσει και θα μας δείξει τον δρόμο προς τα μπρος κι όχι οι Φράγκοι» περιγράφει την άφιξη του «Το καράβι πλησίαζε να ρίξει την άγκυρα του και ήμαστε γεμάτοι από κάθε τι που μια τόσο αντιφατική και περιπετειώδης εποχή, καθώς αυτή της βυζαντινής αυτοκρατορίας, μπορεί να υποβάλει, όταν ένα όραμα, Δαντικό, εντελώς απίθανο, μας τράβηξε το βλέμμα: Επάνω στα σκοτεινά κύματα της θάλασσας που κόχλαζε εχόρευαν ελαφρά τα βαρκάκια του Άθω που τα τραβούσαν φαντάσματα με πρόσωπα κίτρινα, του θανάτου, γένεια πυκνά και κυματίζοντα ολόμαυρα ράσα. Καμιά ζωή, κανένας θόρυβος ή βόμβος ζωής». «σε όλη τη γη δεν υπάρχει κατοικημένο μέρος που να πνέει τόση αυστηρότης, τόση κατήφεια, τόση μελαγχολία όσο στις Καρυές». Ο Μελάς νιώθει την ατμόσφαιρα μακάβρια για τους κοσμικούς και έντονη την έλλειψη γυναικών και παιδιών ενώ δεν παραλείπει να καυτηριάσει και την έλλειψη αληθινής ψυχικής και πνευματικής ζωής. 

Ο σπουδαγμένος στη Θεολογία και στη Φιλοσοφία Νικόλαος Λούβαρις σκέφτεται πως «Το θείον ή Άγιον βιούται κατά πολλαπλόν τρόπο υπό της ανθρώπινης ψυχής. Το βίωμα τούτο είναι δέος προς τον Άγνωστον και Υπερδύναμον, τρόμος προς της εις φρίκην εμβαλλούσης δυνάμεως, γοητεία την οποία ασκεί ένεκα του μυστηρίου, που την περιβάλλει, ευγνωμοσύνη δια την αγαθότητα.» 

Το θείο για τον Λούβαρη βιώνεται με την άρνηση του κόσμου, με την απόλυτη στροφή προς τον Θεό ως μοναδική και ύψιστη αξία.   « Η θρησκεία δεν έχει δική της γλώσσα, προστρέχει εις την ποίησιν και την μουσικήν, την ζωγραφικήν και την αρχιτεκτονικήν. Δι’ αυτών αγωνίζεται να δώσει αισθητήν μορφήν εις τα περιεχόμενά της. Εδώ η γυναικεία μορφή εξιδανικεύεται, γίνεται συμπάρεδρος της θεότητας, λυτρώτρια, πηγή εμπνεύσεως και παραμυθίας.» Νιώθει τον μοναχισμό ως την ασίγαστη νοσταλγία του ανθρώπου για τον χαμένο παράδεισο και τη φυγή από τον κόσμο ως μια ψυχική ανάγκη του ανθρώπινου βίου.

Παρόμοια, ο Λάκωνας καλλιτέχνης Κούλης Λαμπαθάς νιώθει πως «Το Αγιονόρος, μ όλα αυτά τα θαύματα που ιστοράνε, είναι γεμάτο μυστήριο. Τ’ άυλο και τ’ αόρατο πλανιούνται στο Όρος. Τίποτα δεν θαύρεις απ’ το δικό μας τον κόσμο που ζει και υπάρχει. Ατέλειωτοι θρύλοι περνάνε από στόμα σε στόμα, για να φτάσουν ως τις μέρες μας.» Στη Μονή των Ιβήρων γνωρίστηκε με τον γέροντα Αθανάσιο και περιγράφει « σαν τέτοιοι το κράτησαν για να σταθεί λαμπάδα της Ορθοδοξίας και γωνιά του Ελληνισμού στα χρόνια του σκλαβωμού μας. Ποιος θα τους κρίνει γι’ ανθρώπινες αδυναμίες; Τη σάρκα θα παλαίψεις πολύ για την καταπνίξεις. Είναι δυνατός τούτος ο νόμος της φύσης. Ο αγιορείτης καλόγερος παλεύει σ’ όλη του τη ζωή για να πνίξει τούτο τον αιώνιο νόμο. Εμείς δω κάτω θα πρέπει να τους χρωστάμε χάρη για ό,τι φυλάξανε σε μια χιλιόχρονη ζωή. Όσο προκατειλημμένος κι αν είσαι , σαν βγεις στο Αγιονόρος, σαν μιλήσεις μαζί τους, σαν τους ζήσεις και τους γνωρίσεις, θα αλλάξεις.»

 

Ο Γιώργος Θεοτοκάς επισκέφτηκε τον Άθωνα μετά τον θάνατο της αγαπημένης του. Η οδοιπορία του στάθηκε μια αποκαλυπτική μαρτυρία. Θεωρεί ότι ο μοναχισμός του Όρους είναι η δυναμική κοινωνική πρωτοπορία του εκκλησιαστικού σώματος και η ακτημοσύνη των μοναχών παραμένει το ιδανικό της χριστιανικής γνησιότητας. « Το Άγιο Όρος, όταν νιώσαμε τη βαθύτερη σημασία του, προβάλλει στα μάτια μας σαν μια μεταφυσική εμπροσθοφυλακή της Ορθοδοξίας- η σπουδαιότερη το δίχως άλλο- ταγμένη για να αγωνίζεται στις άκρες του χριστιανικού πνεύματος και να διατηρεί την επαφή με τις μυστικές πηγές της πίστης. Όποια κι αν είναι τα χρέη της Εκκλησίας απέναντι στο εθνικό και κοινωνικό σύνολο, αυτή η πνευματική επαφή δεν θα έπρεπε ποτέ να πάψει να υπάρχει στο Άγιο Όρος ή αλλού. Αν μια μέρα κάθε εμπροσθοφυλακή ατονήσει και η επαφή χαθεί, η «εν τω κόσμω» Εκκλησία θα διατρέξει τον κίνδυνο να μην είναι τίποτα παρά μια ιδιότυπη αποξεραμένη γραφειοκρατία».

Χαμένος παράδεισος είναι και για τον Γιάννη Βασιλείου που νιώθει πως στον Άθωνα θα δει ο επισκέπτης μόνο ό,τι είναι ψυχικά προετοιμασμένος να γνωρίσει. Κατανοεί την απόφαση ηλικιωμένων ανθρώπων να τελειώσουν τη ζωή τους εκεί αλλά αντιτάσσεται στην απόφαση των νέων ανθρώπων να στραφούν στο μοναχισμό. Ο ίδιος εξομολογείται πως παρακίνησε έναν νεαρό δόκιμο μοναχό να ξαναγυρίσει στον κόσμο και νιώθει τύψεις για το «αμάρτημα του», αφού τονίζει αργότερα πως είναι ανάγκη να σταματήσει η ερήμωση και να βρεθεί τρόπος για την ενίσχυση των μοναστηριών για να μην πάρουν την ψυχρή μορφή ενός μουσείου.

 

Παρόμοια ο Ιωάννης Παναγιωτόπουλος περιγράφει «Το Άγιο Όρος δεν είναι μόνο η φύση, η τέχνη, η πίστη, η παράδοση, η ιστορία. Είναι κάτι πολύ περισσότερο: το νόημα. Αν δεν κάμεις δικό σου το νόημα, ξένος πηγαίνεις και ξένος επιστρέφεις από το Όρος. Αν το κάμεις δικό σου, τα πάντα ξαναβρίσκουν το πραγματικό τους ανάστημα. Υπάρχει μια περιπέτεια του ανθρώπου, μια περιπέτεια ψυχής εκεί, που  έχει αφήσει ζωντανά τα χνάρια της. Κι ένας κόσμος αλλότροπος, ιδιόρρυθμος, ο μεσαιωνικός, ελληνικός κόσμος, σταματημένος στην πιο ελκυστική ώρα, αυτός ο «ένδοξος μας βυζαντινισμός».

«Να τι είναι ο Άθως! Από μακριά ωραίος, από κοντά τρομερός, από πιο κοντά άγιος! Τα Καρούλια έχουν μια ποίηση και μια έκσταση και μια έξαρση που ξελογιάζουν τη φαντασία του ταξιδιώτη σε σημείο που να αισθάνεται ανύπαρκτος, μηδαμινός σ’ αυτή τη ζωή, χαμένος σε λάθος μονοπάτι», μας μεταφέρει από το δικό του ταξίδι ο Θεμιστοκλής Αθανασιάδης Νόβας, ποιητής και δημοσιογράφος από τη Ναύπακτο.

Το διάστημα της δικτατορίας οι λογοτέχνες προσεγγίζουν τον Άθωνα ως λύτρωση από τη ζοφερή πραγματικότητα. Ο Παντελής Πάσχος αναφέρει ότι η πηγή της χριστιανικής πίστης είναι το Άγιον Όρος. Οι σύγχρονοι άνθρωποι φεύγουν κουρασμένοι από τις πολιτείες και ζητούν τη λύτρωση στον αγιορείτικο ασκητισμό. «απόψε κανείς να μου ζεστάνει δε μπορεί τα κρύα  δάχτυλα εκτός απ΄ το κομποσκοίνι που ένας ερημίτης μου εχάρισε για ευλογία στο φρικτό καρούλι του Άθωνα».

Η μεταπολίτευση θα φέρει νέους θεολογικούς και κοινωνικοπολιτικούς προβληματισμούς σε μια Ελλάδα που διαμορφώνει τη θέση της στην Ενωμένη Ευρώπη.

«Σήμερα που η ανθρωπότητα έχει ανάγκη από ανάπαυλα και σκέψη», γράφει ο Ιωάννης Χατζηφώτης, «και προπαντός από επανεκτίμηση των σημερινών πνευματικών αξιών της, ο αριθμός αυτός των μοναχών έχει θλιβερά περιορισθεί και οι φρουροί της πνευματικής ευημερίας της ανθρωπότητας βρίσκουν πως έμειναν οι μισοί. Η μοναδική και πολύτιμη αυτή κληρονομιά βρίσκεται μέσα σε ελληνικό έδαφος. Δεν είναι, παρόλα αυτά, εθνικός αλλά παγκόσμιος θησαυρός με ανυπολόγιστη αξία για όλους μας. Εκείνο που χρειάζεται είναι η κατανόηση για το είδος της ζωής στο Άγιο Όρος και από την κατανόηση αυτή θα προκύψει μια παγκόσμια παράκληση, για να διατηρηθεί ο Άθως ανέπαφος».

Ο Βάσος Βογιατζόγλου θα μεταφέρει τις δικές του εικόνες «ο καμπανάρης γέροντας ισχνός και κατασκότεινος, μαλλιά λευκά, λευκή γενειάδα, σα ρώσος βογιάρος ή πρωτοχριστιανός ερημίτης της Αιγύπτου. Άγρια χέρια και δασιά, με τα μανίκια σηκωμένα ίσαμε τον αγκώνα, περπατώντας ανάλαφρα, σα να μην ακουμπάει στην γη. Ανηφορίζουμε μαζί τις σκάλες του καμπαναριού. Δοκάρια, τραβέρσες, αντηρίδες, ξύλο που το φαγε ο σάρακας και το νερό, σκάλες που τρίζουνε σε κάθε βήμα, θαρρείς και ξεκολλάνε τα σπλάχνα του ναού κάτω από τα πόδια μας. Ως την κορφή. Σιωπηλές και ακίνητες στοχάζονται οι αρχαίες καμπάνες της μονής. Πελώριες, χαλκοπράσινες, ήσυχες σφίγγες, ξεχασμένες Πυθίες απ’ ‘άλλα χρόνια, με το χρησμό που έκρυψαν στο μουσικό τους μέταλλο οι αιώνες, σημαίνοντας δόξες και πένθη, νίκες και θάνατο, γιορτές και θρήνους και καταστροφές. Παράξενο τούτο το πλησίασμα».



Ο Κώστας Σαρδελής βλέπει την ορθοδοξία διαρκώς μαχόμενη με χίλιους εχθρούς.  « Η Ελλάδα έχει μια τραγικότητα διαφορετική από κείνη της Δύσης. Ο Έλληνας ανέκαθεν ζητά μέσα στον χώρο και στον χρόνο την παραμυθία, την υπέρβαση του χώρου και το χρόνου, του ίδιου του εαυτού του.»

Στον 21ο αιώνα ο Άθως εξακολουθεί να αποτελεί πόλο έλξης ανθρώπων που τον επισκέπτονται ως πολιτισμικό αντικείμενο, ως θρησκευτικό προορισμό εκπλήρωσης τάματος, ως χώρο ιδιαίτερης ιστορικής αξίας. Σε κάθε περίπτωση διαπιστώνουμε την ξεχωριστή έλξη που ασκεί διαχρονικά στους ανθρώπους, ανεξάρτητα από το λόγο ή την αφορμή της επίσκεψής τους. Κι εμείς κάναμε  ένα νοερό ταξίδι μέσα από τις φωνές και τα μάτια λογοτεχνών μας, μέσα από τη γλαφυρή γραφή της κ. Ευαγγελίας Δαμουλή- Φίλια. 

                      Ελένη Ερίκη, Φιλόλογος  στο Μουσικό Σχολείο Δράμας και μέλος του Λυκείου των  Ελληνίδων Δράμας. Βιβλιοπαρουσίαση στο Πνευματικό Κέντρο της Ιεράς Μίκη, Φιλόλογος  στο Μουσικό Σχολείο Δράμας