Ομιλία για Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης
Ομιλήτρια :ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
ΚΩΣΤΑΚΗ Ποιήτρια*
ΟΡΓΑΝΩΣΗ: ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
ΝΟΤΙΟΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ-ΣΤΕΓΗ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ «ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ»
ΣΤΟΝ ΚΥΚΛΟ ΤΩΝ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ
ΒΡΑΔΙΝΩΝ ΕΤΟΥΣ 2025
ΔΕΥΤΕΡΑ 24η ΜΑΡΤΙΟΥ 2025
ΩΡΑ 7.Μ.Μ.
ΑΙΘΟΥΣΑ : ΣΤΕΓΗ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ «ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ»
Θέμα :
Ακολουθώντας
τα χνάρια της ποίησης στα μονοπάτια της ιστορίας
(Σύντομο οδοιπορικό στους σημαντικότερους σταθμούς της ελληνικής ποίησης από την Αρχαιότητα έως σήμερα)
Σας ευχαριστώ πολύ, κ. Πρόεδρε, για την πρόσκληση και όλους εσάς που είστε σήμερα μαζί μας στη γιορτή της Ποίησης. Είναι εξαιρετική τιμή να βρίσκομαι τέτοια μέρα, παραμονή επετείου της επανάστασης 1821, σ’ αυτόν τον όμορφο, ζεστό και φιλόξενο χώρο της Στέγης Γραμμάτων Κωστής Παλαμάς, με διάχυτη τριγύρω την ενέργεια και την αύρα του μεγάλου μας ποιητή, που προκαλεί το δέος. Να, λοιπόν μια από τις πιο σημαντικές λειτουργίες της ποίησης, να μας φέρνει κοντά, να μας ενώνει και όχι μόνο. Έχει τη δύναμη να συγκινεί και να μαγεύει, να εμπνέει και να αποτυπώνει το ανείπωτο, να αντιστέκεται στη λήθη, να λέει την αλήθεια. Κι ακόμη να είναι οικουμενική, ασύνορη, παρηγορητική και λυτρωτική, να προκαλεί κατανόηση και ενσυναίσθηση. Είναι μια γλώσσα που μιλάει στην καρδιά και όχι μόνο στο μυαλό. Γεννιέται μέσα από το συναίσθημα, το όνειρο, την εμπειρία και την ανάγκη του ανθρώπου να κατανοήσει τον κόσμο και τον εαυτό του. Και οπωσδήποτε, μας ταξιδεύει. Η ίδια η ποίηση αποτελεί μια ζωντανή περιπλάνηση.
Κάνοντας, λοιπόν, μια ιστορική αναδρομή πρώτα στην ίδια την έννοια της ποίησης, διαπιστώνουμε πως από την προ-ομηρική ποίηση ως σήμερα η Ελλάδα μας μετρά σχεδόν 3000 χρόνια ποιητικής παράδοσης, ενώ η λέξη «ποίησις» που σήμαινε αρχικά «δημιουργία», «κατασκευή» (ποιώ), μόνο μετά τον 5ο αι. π.Χ. συναντάται με τη σημασία της «ποιητικής τέχνης». Από την εποχή των προφορικών παραδόσεων έως τη σύγχρονη εποχή, η ποίηση, εκτός από λογοτεχνικό είδος, είναι ένας τρόπος κατανόησης του κόσμου και ερμηνείας της πραγματικότητας.
«Ποίησιν μοι έννεπε, μούσα», λοιπόν, ας προσδεθούμε στο άρμα της, κι ας ετοιμαστούμε για το ταξίδι.
Η ποίηση στην Αρχαία Ελλάδα
Η ποίηση στην Αρχαία Ελλάδα κατείχε κεντρικό ρόλο στην κοινωνία, τη θρησκεία και την εκπαίδευση. Οι πρώτες ποιητικές εκφράσεις εμφανίστηκαν μέσα από την προφορική παράδοση, όπου οι αοιδοί και οι ραψωδοί διηγούνταν μύθους και ιστορικά γεγονότα μέσω έμμετρης αφήγησης. Η Ελληνική λογοτεχνία, όμως, με την έννοια του γραπτού λόγου, αρχίζει, με την ποίηση, με τα ομηρικά έπη (8ος αι. π.Χ.) Η "Ιλιάδα" και η "Οδύσσεια", αποτελούν θεμελιώδη κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας, επηρέασαν βαθιά την ποίηση, τη σκέψη της εποχής και άσκησαν τεράστια επίδραση στην παγκόσμια λογοτεχνία. Μέσα από αυτά, ο Όμηρος δεν αφηγείται απλώς πολεμικές και περιπετειώδεις ιστορίες, αλλά μεταδίδει αξίες όπως η τιμή, η ανδρεία και η μοίρα. Στον Όμηρο, η ποιητική τέχνη έχει θεϊκή προέλευση και είναι δώρο των μουσών. Ο Ησίοδος, ομοίως, επικαλείται τη μούσα προστάτιδα της επικής ποίησης για να τον εμπνεύσει στο έργο του, και μέσα από αυτό εδραιώνεται στην αρχαία ελληνική γραμματεία και ζωή ο τύπος της διδακτικής ποίησης.
Ο φιλόσοφος Πλάτων κατηγορώντας μεν την ποίηση και γενικότερα την Τέχνη για απομίμηση, κι επομένως για υποβάθμιση της αλήθειας και υπονόμευση της αρετής, εξορίζοντας τους ποιητές από την Ιδανική του Πολιτεία, διατυπώνει στον διάλογο «Ίων» την άποψη πως: Από κρήνες μελίρρυτες κι από κήπους Μουσών και λιβάδια δρέπουν οι ποιητές τις μελωδίες τους, όπως οι μέλισσες- και ότι ο ποιητής είναι κάτι πολύ ανάλαφρο, που πετάει, κάτι ιερό, και δημιουργεί μόνο όταν εκστασιαστεί και χάσει το μυαλό του.
Από το απρόσωπο έπος, η ποίηση εξελίσσεται σε προσωπική, σε ποίηση συναισθημάτων (λυρική ποίηση 7ος- 6ος αι. π.Χ.) Η τριτοπρόσωπη ποιητική αφήγηση μετατρέπεται σε πρωτο-πρόσωπη και οι λυρικοί ποιητές (Αρχίλοχος, Πίνδαρος, Σαπφώ) χρησιμοποιούν δραματικά πρόσωπα (personae) για να μιλήσουν για το «εγώ», το «εδώ» και το «τώρα. Φραστικά βασίζονται πολύ στο έπος, αλλά εγκαταλείπουν σε γενικές γραμμές το ηρωικό πνεύμα και τραγουδούν την αστάθεια του έρωτα, τα δεινά της ζωής, τη φθορά των γηρατειών, την εύθραυστη ευτυχία.
Στους αιώνες που ακολούθησαν (5ος-4ος αι. π.Χ.) και η δραματική ποίηση με τους μεγάλους τραγικούς ποιητές Αισχύλο, Σοφοκλή και Ευριπίδη εξέφρασε την ίδια αρμονία, αναδεικνύοντας τα ανθρώπινα πάθη, την ηθική και τη μοίρα και συνδυάζοντας τον επικό λόγο με τον λυρισμό των συναισθημάτων, τη μυθολογική σκέψη με την πολιτική, την τραγικότητα με την ειρωνεία.
Στον 4ο αι. έχουμε την πρώτη προσπάθεια συστηματικής και επιστημονικής μελέτης της ποίησης από τον Αριστοτέλη ( Περί Ποιητικής), όπου υποστηρίζει ότι «φιλοσοφώτερον ποίησις Ιστορίας» γιατί ασχολείται με πράγματα που έχουν γενική ισχύ, με τα «καθόλου», όχι με τα συγκεκριμένα γεγονότα.
Στους ελληνιστικούς χρόνους (323 π.Χ.-31 π.Χ.) η ποίηση αντλεί τα θέματά της από την απλή, ταπεινή ζωή, αγροτική και αστική και επικρατεί στη γλώσσα η Κοινή Ελληνική ή Κοινή, η γλώσσα που γράφτηκε και η Βίβλος. Η πιο εξέχουσα φυσιογνωμία της εποχής είναι ο Καλλίμαχος, ποιητής, επιγραμματοποιός και εκπρόσωπος της Αλεξανδρινής ποίησης, που θεωρείται ο πρώτος καταλογογράφος στην ιστορία της Βιβλιοθηκονομίας. Μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.) αναπτύσσεται η ποιητική μικρογραφία με ποιήματα σύντομα, κομψά, επιγραμματικά και υπαινικτικά, ενώ στους αιώνες που ακολούθησαν (1ος- 3ος αι. μ.Χ.) η ποίηση φθίνει.
Η Ποίηση στη Βυζαντινή Περίοδο (4ος-10ος αι.
μ.Χ.)
Η βυζαντινή ποίηση, αν και λιγότερο γνωστή από την αρχαία, υπήρξε σημαντικός φορέας πολιτισμού και πνευματικότητας. Κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με την στροφή των ειδωλολατρικών κρατών που αποτελούσαν τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία προς τον Χριστιανισμό, η επίδραση των κλασικών περιορίστηκε και η ποίηση απέκτησε έντονα θρησκευτικό χαρακτήρα, αντανακλώντας τη σύνδεση του πολιτισμού με την ορθόδοξη παράδοση.
Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ειδικότερα, έγραψε ποιήματα με περιεχόμενο διδακτικό, θεολογικό και ιστορικό που επηρέασαν πολλούς βυζαντινούς επιγραμματοποιούς που, όμως, δεν κατάφεραν, να φτάσουν το ύψος και το πάθος του. Ανάμεσα στα κύρια είδη της βυζαντινής ποίησης συγκαταλέγονται οι ύμνοι, τα τροπάρια και οι κανόνες. Κορυφαίος εκπρόσωπος αυτού του είδους υπήρξε ο Ρωμανός ο Μελωδός, «ο Πίνδαρος της ρυθμικής ποίησης» όπως χαρακτηρίστηκε, του οποίου οι κοντάκιοι διακρίνονται για την εκφραστικότητα και τη θεολογική τους δύναμη. Έχουμε λοιπόν κυριαρχία της ηθικοδιδακτικής ποίησης και της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, ενώ το ερωτικό στοιχείο εξαφανίζεται τελείως στην ποίηση από τον 7ο αι. για πέντε περίπου αιώνες.
Στους αιώνες της Μακεδονικής δυναστείας (μέσα 9ου- 11ου αι. μ.Χ.) είναι η εποχή που ακμάζουν η επική ποίηση και τα βυζαντινά δημοτικά τραγούδια.
Η ποίηση πριν την άλωση της Κων/πολης (11ος- 15ος
αι. μ.Χ.)
Οι αιώνες αυτοί αποτελούν μια κρίσιμη εποχή ανακατατάξεων και συγκρούσεων, με τους ακατάπαυστους αγώνες για την επιβίωση του Βυζαντίου από τους αμέτρητους εχθρούς, που είχαν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία του κύκλου των Ακριτικών τραγουδιών και του έπους του Διγενή Ακρίτα, στο οποίο οι νεότεροι μελετητές αναζητούν την αρχή της νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Το έργο αναφέρεται στην καταγωγή, τα κατορθώματα και τον θάνατο του Βασιλείου Διγενή Ακρίτα, ένα έργο που αγαπήθηκε πολύ από τον ελληνικό λαό. Τα ακριτικά τραγούδια είναι τα αρχαιότερα ποιητικά κείμενα σε νεοελληνική γλώσσα, που άρχισαν να γράφονται στις αρχές του 10ου αι. και έπαψαν να δημιουργούνται το 13ο αι. στα χρόνια του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου, λόγω της κατάργησης των προνομίων των ακριτών.
Άλλα σημαντικά έργα αυτής της περιόδου είναι τα Προδρομικά ή Πτωχοπροδρομικά, που αποδίδονται στο Βυζαντινό λόγιο Θεόδωρο Πρόδρομο και ο Σπανέας, σύντομο ηθικοδιδακτικό στιχούργημα που αποδίδεται στον Αλέξιο Κομνηνό.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους σταυροφόρους το 1204, έχουμε το Χρονικό του Μορέως που άσκησε μεγάλη επίδραση σε μεταγενέστερα έργα της νεοελληνικής πεζογραφίας, καθώς και τα έμμετρα ιπποτικά μυθιστορήματα (Λίβιστρος και Ροδάμνη, Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, Βέλθανδρος και Χρυσάντζα, Ιμπέριος και Μαργαρώνα) που παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες με μεσαιωνικές γαλλικές αφηγήσεις και αποτυπώνουν το νεοελληνικό πολιτισμό όπως διαμορφώθηκε από την επίδραση της δύσης.
Στην Κρήτη, οι Βενετοί που κυριάρχησαν από το 1211 μέχρι το 1669 μετέδωσαν πρώιμο αναγεννησιακό πνεύμα. Από τον 14ο αι. σώζονται ηθικοπλαστικά κείμενα και αυτοβιογραφικά ποιήματα του Λεονάρδου Δελαπόρτα και του Στέφανου Σαχλίκη και θρησκευτικά ποιήματα του Μαρίνου Φαβιέρου. Παρατηρούνται ακόμη πολλές διασκευές ομηρικών επών, ενώ άγνωστου ποιητή είναι και «η Ιστορία του Πτωχολέοντος». Έργο με αλληγορικό περιεχόμενο της εποχής είναι ο «Λόγος παρηγορητικός περί δυστυχίας και ευτυχίας», ενώ έχουμε και ποιήματα ανωνύμων εμπνευσμένα από τον κόσμο των πτηνών, ζώων και ψαριών. Γενικά, η ποίηση της εποχής χαρακτηρίζεται από αυθορμητισμό και ειλικρίνεια συναισθημάτων, σε γλώσσα ακατέργαστη δημοτική, ενώ θεωρείται σημαντική για τη σκιαγράφηση του πνεύματος και της ψυχοσύνθεσης των ανθρώπων μεταφέροντας μια γλαφυρή εικόνα της καθημερινής ζωής.
Η ποίηση μετά την Άλωση (15ος – 17ος αιώνας)
Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς Τούρκους, (1453 μ.Χ.) ήταν επόμενο να αποτελεί σημαντική τομή και για τα λογοτεχνικά πράγματα. Αναπτύσσονται οι «Θρήνοι», μια σειρά από λόγια ποιήματα που αποτυπώνουν τον πόνο του ελληνισμού για την απώλεια της Βασιλεύουσας και τις ελπίδες του για τη γρήγορη επανάκτησή της.
Αυτή την εποχή ο ελληνισμός είναι χωρισμένος σε τρία τμήματα: α) Στον ελληνισμό της ηπειρωτικής Ελλάδας υποδουλωμένης στους Οθωμανούς, β) Στη νησιωτική Ελλάδα που βρίσκεται στην κατοχή των Δυτικών (Ενετών, Φράγκων, Γενοβέζων) και γ) στον ελληνισμό της Διασποράς, που περιλαμβάνει τους λόγιους Έλληνες που έφυγαν από την Ελλάδα και βρήκαν καταφύγιο σε ευρωπαϊκές χώρες. Η ποίηση δεν αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ την πνευματική ανάπτυξη των υπόδουλων Ελλήνων είχε αναλάβει το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης λόγω ιδιαίτερων προνομίων που απολάμβανε από τον σουλτάνο. Παρά τα πολλά εμπόδια, έχουμε την μετάφραση του Ευαγγελίου σε απλή γλώσσα και έκδοση θρησκευτικών βιβλίων (Θρησκευτικός Ουμανισμός) και την αναδιοργάνωση της Μεγάλης Σχολής του Γένους. Σημαντική ήταν και η συμβολή των Ελλήνων της Διασποράς στην πνευματική ανάπτυξη των υπόδουλων Ελλήνων από τις ελληνικές παροικίες της Ρώμης, της Πάδουας και της Βενετίας, όπου ίδρυσαν την Φλαγγίνειο Σχολή.
Διαφορετική ήταν η μοίρα της νησιωτικής Ελλάδας. Από την Ρόδο, Κύπρο, τα Επτάνησα και την Πελοπόννησο, προέρχονται ποιητικές συλλογές ανωνύμων ποιητών με ερωτικό περιεχόμενο (Ερωτοπαίγνια ή Αλφάβητος της αγάπης), που περισσότερο είναι μεταφράσεις ιταλικών ποιημάτων του Πετράρχη και άλλων από Κύπριους λόγιους, που παραμερίζουν τον δεκαπεντασύλλαβο, δείχνοντας προτίμηση στον εντεκασύλλαβο και εισάγουν νέες πολύπλοκες ποιητικές φόρμες, όπως σονέτα και μαδριγάλια.
Οι αιώνες 16ος και 17ος αποτελούν γενικά τη χρυσή εποχή της Κρητικής Λογοτεχνίας, όπου καλλιεργείται το ποιμενικό ειδύλλιο (Η Βοσκοπούλα, Πανώρια ή Γύπαρης) και ιδιαίτερα το δράμα. Σημαντική φυσιογνωμία της εποχής είναι ο Γεώργιος Χορτάτσης που έγραψε την τραγωδία Ερωφίλη και την κωμωδία Κατζούρμπος, καθώς και ο Βιτσέντζος Κορνάρος, στον οποίο αποδόθηκε το ψυχογραφικό, θρησκευτικό δράμα «Η θυσία του Αβραάμ», αν και το αριστούργημά του είναι ο Ερωτόκριτος, έμμετρο ερωτικό μυθιστόρημα σε 10.012 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους που θαυμάστηκε για τον γλωσσικό του πλούτο, την εκφραστική καθαρότητα, την περίτεχνη πλοκή, το λυρισμό, τους άψογους χαρακτήρες κλπ.
Η προεπαναστατική ποίηση (18ος αι.) - Πριν το 1821
Το τέλος της Κρητικής Λογοτεχνίας έρχεται με την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669. Ο 18ος αι. χαρακτηρίστηκε αντιποιητικός, αφού από το 1779 έως το 1820 με την ακμή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, αναπτύσσεται κυρίως η πεζογραφία.
Κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας, η ελληνική ποίηση συνέχισε να εξελίσσεται μέσα από τη δημοτική ποίηση και τα κλέφτικα τραγούδια, που μιλούσαν για την ψυχή του ελληνικού λαού, τους καημούς, τους πόθους και τις ιστορικές του περιπέτειες και γίνονταν εκφράσεις του αγώνα και της λαϊκής αντίστασης.
Παράλληλα, η εκκλησιαστική ποίηση και θρησκευτική υμνογραφία διατήρησε τη σύνδεση με τη βυζαντινή παράδοση, ενώ εμφανίστηκαν και λόγια ποιητικά έργα.
Τα δημοτικά τραγούδια κράτησαν τον ελληνικό λόγο ζωντανό, διατηρώντας στοιχεία της αρχαίας ελληνικής ποιητικής παράδοσης και μεταφέροντας ιστορικές μνήμες, κοινωνικά ήθη και αγωνιστικά ιδεώδη. Γράφονταν σε ανομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, τον οποίο υιοθέτησαν στη συνέχεια σημαντικοί Έλληνες ποιητές, όπως ο Σολωμός, ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Σεφέρης κ.ά., είχαν κοινά μοτίβα και γνωρίσματα και εξέφρασαν χαρακτηριστικές ελληνικές αρετές, όπως την αγάπη στη δικαιοσύνη, την αξιοπρέπεια, την αίσθηση της τιμής, την προσήλωση στη ζωή και την απέχθεια του θανάτου, το πάθος για την ελευθερία κλπ. Αξιοσημείωτη είναι η ποιητική συμβολή του Αθανάσιου Χριστόπουλου και του Ιωάννη Βηλαρά.
Με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, εμφανίζονται ποιητές που εκφράζουν τον πόθο για ελευθερία. Οι πρώτοι επαναστάτες ποιητές, όπως ο Ρήγας Φεραίος με τον "Θούριο" του, έδωσαν στην ποίηση έναν έντονο πολιτικό και πατριωτικό χαρακτήρα, προετοιμάζοντας το έδαφος για την ανάπτυξη της νεοελληνικής ποίησης.
Νεοελληνική Ποίηση (19ος - 20ός αι.) Επτανησιακή Σχολή
Κατά τον 19ο και 20ό αιώνα, η ελληνική ποίηση γνώρισε σημαντικές αλλαγές, καθώς επηρεάστηκε από τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, την εθνική ταυτότητα και τα παγκόσμια λογοτεχνικά ρεύματα. Ιδιαίτερα, η ποίηση επηρεάστηκε βαθιά από το κίνημα του φιλελληνισμού και τον αγώνα της Ελλάδας για ανεξαρτησία, ενώ λόγω της μεγάλης λογοτεχνικής άνθησης στα Επτάνησα και με πνευματικό δάσκαλο τον Διονύσιο Σολωμό δημιουργείται η Επτανησιακή Σχολή με ποιητές που επηρεάζονται άμεσα από αυτόν (Μάτεσις, Τυπάλδος, Πολυλάς, Μαρκοράς κ.ά.) και εμφανίζουν κοινά γνωρίσματα, όπως η λατρεία της φύσης, της πατρίδας, της θρησκείας και της γυναίκας. Ο Διονύσιος Σολωμός, με τον "Ύμνο εις την Ελευθερίαν", έθεσε τις βάσεις της νεοελληνικής ποίησης και της εθνικής ταυτότητας. Έξω από τη σφαίρα επιρροής του Σολωμού, είναι ο Ανδρέας Κάλβος, ο έτερος κορυφαίος εκπρόσωπος της Επτανησιακής ποίησης, με τις Ωδές του, ποίηση ιδιόρρυθμη, υψιπετή, ύφος πινδαρικό και γλώσσα ιδιότυπη, καθώς και ο Ανδρέας Λασκαράτος και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης που με τα πατριωτικά τους ποιήματα εξέφρασαν το πνεύμα της ελευθερίας και του ηρωισμού.
Μετεπαναστατική ποίηση (1830-1880)
Η επανάσταση του 1821 αποτέλεσε ορόσημο για το ελληνικό έθνος, αφού είχε σαν αποτέλεσμα τη συγκρότηση ενός ανεξάρτητου κράτους και παράλληλα συνέβαλε στη διαμόρφωσης μια νέας τάξης λογοτεχνικών πραγμάτων. Η πνευματική ζωή συγκεντρώθηκε στην Αθήνα, τη νέα πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, όπου εγκαταστάθηκαν οι νεότεροι Φαναριώτες ( Σούτσος Π. και Α., Ραγκαβής, Τανταλίδης, Ζαλοκώστας, Βαλαβάνης) με την επιθυμία της σύνδεσης του γένους με την αρχαία Ελλάδα, που θαύμαζε η φωτισμένη δύση. Κάτω από την επίδραση του πνεύματος του Φιλελληνισμού, καθώς και τη μίμηση του γαλλικού και αγγλικού ρομαντισμού, διαμορφώθηκε από την λεγόμενη Αθηναϊκή Σχολή (με τους Σπ. Βασιλειάδη, Αχιλ. Παράσχο, Γ. Βιζυηνός, Αριστ. Προβελέγγιο) μια ποίηση λόγια, στομφώδης, πεσιμιστική, ο αθηναϊκός ρομαντισμός για 50 χρόνια, που την χαρακτήριζε η ρηχή αισθηματολογία, η επιτηδευμένη γλώσσα, η ρητορεία, η έλλειψη αυθορμητισμού και βάθους, με λίγες εξαιρέσεις όπως «Το φίλημα» του Γ. Ζαλοκώστα.
Ποίηση στο μεταίχμιο δύο αιώνων (1880-1918)
Τις δυο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας κυριαρχεί η προσωπικότητα του Χαρίλαου Τρικούπη και η άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας που οδήγησε στην κήρυξη πτώχευσης (Δεκέμβριος 1893). Μέσα σε μια περίοδο αναταραχής, κοινωνικού αναβρασμού και ποικίλων συγκρούσεων, έρχεται προσωρινή αναπτέρωση του ηθικού των Ελλήνων από την αναβίωση των Ολυμπιακών αγώνων στην Ελλάδα το 1896, ακολουθεί, όμως, η εθνική ταπείνωση με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και η καταρράκωση της Μεγάλης Ιδέας. Μέσα σ’ αυτό το κοινωνικο-πολιτικό σκηνικό, το 1880 κάνει την εμφάνισή της μια νέα ποιητική γενιά, η γενιά του 1880 ή η Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Προμήνυμά της οι δυο ποιητικές συλλογές του Ν. Καμπά και Γ. Δροσίνη, με τάση ανανεωτική και προτίμηση για εκφραστική απλότητα σε δημοτική γλώσσα. Οι νέοι λογοτέχνες αναζητούν νέους εκφραστικούς τρόπους, στρεφόμενοι προς το χώρο της λαογραφίας, αλλά και στον αυθεντικό κόσμο της υπαίθρου μεταφέροντας στην ποίησή τους τη δροσιά και την απλότητα της ζωής του χωριού. Όσοι επηρεάζονται από τον γαλλικό παρνασσισμό, επιμελούνται σχολαστικά τη μορφή του στίχου τους με στροφή προς το σονέτο.
Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος αυτής της εποχής και από τους κορυφαίους της νεοελληνικής ποίησης είναι ο Κωστής Παλαμάς, που απομακρυνόμενος από την ειδυλλιακή αφέλεια, αγκαλιάζει στοχαστικά όλα τα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα εκφράζοντας τους πόθους, τους οραματισμούς και τις προσδοκίες της φυλής του (Τα μάτια της ψυχής μου, Τάφος, Ασάλευτη ζωή, Η φλογέρα του Βασιλιά, Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου κ.ά. ) Η γλώσσα του συνδυάζει τον λυρισμό με τον ρεαλισμό, ενσωματώνει τον πλούτο της ελληνικής παράδοσης, τη βυζαντινή ποίηση, τα δημοτικά τραγούδια, τον Ερωτόκριτο κ.λπ. εκφράζοντας την αναζήτηση της ελληνικής ταυτότητας μέσα από την ποίηση.
Στο γύρισμα του αιώνα, ανάμεσα στο τέλος του 19ου και την πρώτη δεκαετία του 20ου που η Αθήνα ζει την Μπελ Επόκ της, οι νικηφόροι Βαλκανικοί πόλεμοι τονώνουν την αυτοπεποίθηση των Ελλήνων, που εκφράζεται και μέσα από τη Λογοτεχνία, και ακολουθεί ο Ά Παγκόσμιος Πόλεμος που επιδρά καταστρεπτικά και σημαδεύει δραματικά την ανθρωπότητα διαποτίζοντας τη λογοτεχνία με το αίσθημα διάλυσης και παρακμής, ενώ η Ρωσική επανάσταση εγκαινιάζει μια νέα εποχή ιδεολογικών συγκρούσεων. Όλα αυτά συνέβαλλαν στην ανάπτυξη του συμβολισμού, ενός ρεύματος που εστιάζει στον άνθρωπο και τα συναισθήματά του και δημιουργείται μια χαμηλόφωνη ποίηση που εκφράζει ιδέες και συναισθήματα όχι με άμεση περιγραφή αλλά με παρομοιώσεις, εικόνες και σύμβολα. Κύριοι εκπρόσωποι οι: Ι. Γρυπάρης, Λ. Πορφύρας, Μ. Μαλακάσης, Λ. Μαβίλης, Απ. Μελαχρινός, Κ. Χατζόπουλος κ.ά. ενώ γνωρίσματα της ποίησής τους είναι η ευαισθησία, η ψυχική ευγένεια, η μουσικότητα, υποβλητικότητα, η τρυφερή μελαγχολία.
Κι ενώ μετά το 1880 στην Αθήνα μεσουρανεί ο Παλαμάς, (ο ποιητής του καιρού και του γένους του), την ίδια εποχή στην Αλεξάνδρεια, ο Κ. Καβάφης, εκλεκτικός και ιδιότυπος ποιητής, πρόδρομος του μοντερνισμού και της πρωτοπορίας, ακολουθεί τη δική του ποιητική διαδρομή. Σημαντική είναι επίσης και η ποιητική παρουσία του Άγγελου Σικελιανού, ποίηση με πανθεϊστική ενατένιση των μυστηρίων της φύσης, της ζωής και του θανάτου. Διαφορετικά από την παλαμική σχολή κινείται η ποίηση του Κώστα Βάρναλη, ο οποίος συνδέει στο έργο του τον παγανισμό, τον χριστιανισμό και το μαρξισμό, ενώ η ποίησή του επιστρατεύεται στην ελευθερία, την κοινωνική δικαιοσύνη και την ειρήνη προσπαθώντας να αφυπνίσει τις μάζες.
Μεσοπολεμική ποίηση (1919-1944)
Στη μεσοπολεμική περίοδο εμφανίζονται οι πρώτες ανανεωτικές τάσεις στην ποίηση. Τώρα, έχουμε ένα ακόμη συγκλονιστικό γεγονός για την Ελλάδα, τη Μικρασιατική καταστροφή με τις γνωστές συνέπειες. Στη Λογοτεχνία κυριαρχεί το αίσθημα διάλυσης και παρακμής, με το κλίμα της απογοήτευσης, της ανίας και της ηττοπάθειας να διαποτίζει και την ελληνική ποίηση. Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του 1920, εμφανίζονται στο προσκήνιο νέοι ποιητές που κινούνται αρχικά στο κλίμα του Συμβολισμού, αλλά σταδιακά το ανανεώνουν και γίνονται φορείς μιας νέας ευαισθησίας, οι νεορομαντικοί ή νεοσυμβολιστές, η γενιά του ’20: Κλέων Παράσχος, Κώστας Καρυωτάκης, Μαρία Πολυδούρη, Τέλλος Άγρας, Μήτσος Παπανικολάου κ.ά. Η ιστορική εμπειρία της Μικρασιατικής καταστροφής επιφέρει στους μεσοπολεμικούς ποιητές γενική κόπωση, αίσθηση αδιεξόδου και τάση φυγής από την πραγματικότητα, το πνεύμα της απαισιοδοξίας, άρνησης, του υπαρξιακού κενού. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Κώστας Καρυωτάκης με το σημαντικό ρήγμα στην ποιητική παράδοση, την αίσθηση της ματαιότητας και του κενού που δονεί τους στίχους του, αλλά και την καυστικότητα, το σαρκασμό, τη διάθεση απόδρασης. Παραίτηση, διατρέχει, όμως, και το αίσθημα του ανεκπλήρωτου έρωτα στην ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη. Λίγο μετά ο καρυωτακισμός διαποτίζει τη νεοελληνική ποίηση, ενώ ο Νίκος Καββαδίας δίνει διέξοδο στην τάση φυγής με την ποίηση των ταξιδιών του.
Στην Ευρώπη, ως αντίδραση στον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο εμφανίζονται νέα επαναστατικά λογοτεχνικά κινήματα, (μοντερνισμός, φουτουρισμός, ντανταϊσμός, υπερρεαλισμός) που χαρακτηρίζονται ως πρωτοποριακά γιατί φιλοδοξούν να αλλάξουν τον κόσμο γκρεμίζοντας τη συμβατική αίσθηση και λογική, αναδεικνύοντας την υπερ-πραγματικότητα του υποσυνειδήτου, του ονείρου και της φαντασίας. Η απήχησή τους φαίνεται ιδιαίτερα στην ποιητική συλλογή «Στροφή» του Γ. Σεφέρη, που σηματοδότησε μια βαθύτερη αλλαγή στη Λογοτεχνία, επιβάλλοντας μια νέα καλαισθησία.
Την ίδια εποχή ο υπερρεαλισμός κάνει τα βήματά του με τα «Ποιήματα» του Νικόλαου Καλαμάρη- Κάλας, ενώ ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της ελληνικής πρωτοπορίας του υπερρεαλισμού είναι ο Ανδρέας Εμπειρίκος, που πρωτοεμφανίζεται με τη συλλογή «Υψικάμινος» με βασικά γνωρίσματα τον ερμητισμό και το άλογο στοιχείο. Σημαντική αντίδραση στον υπερρεαλισμό εκδηλώνεται με τις ποιητικές συλλογές του Ν. Εγγονόπουλου («Μην ομιλείτε εις τον Οδηγόν» και «Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής,) όπου μεταφέροντας το έντονο και τολμηρό στοιχείο των ζωγραφικών του συλλήψεων, εισάγει μια νέα επαναστατική ποιητική αισθητική που, όμως, χλευάζεται. Αντίθετα, γίνεται δεκτή η υπερρεαλιστική ποιητική συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη «Προσανατολισμοί» και «Ήλιος ο Πρώτος», όπου ξεπερνώντας την αυτόματη γραφή εισάγει μια δική του ποιητική μέθοδο όπου αναμιγνύει το ‘αυθόρμητο’ και το ‘λελογισμένο’.
Ο πόλεμος του 1940 και η Αντίσταση έφεραν τους λογοτέχνες στην πρώτη γραμμή στράτευσης, τόσο ως εθελοντές στον αγώνα, όσο και μέσω της τέχνης τους. Η ποίηση είναι εσωστρεφής και υποκειμενική, οι ποιητές προσπαθούν να ξεπεράσουν τη ζοφερή πραγματικότητα με στίχους που εκφράζουν αίσθημα φυγής ή υμνούν τη χαρά της ζωής, όπως στην ποιητική συλλογή «Αμοργός» το Νίκου Γκάτσου. Την ίδια εποχή ο Γ. Ρίτσος υιοθετεί τον υπερρεαλισμό, εντάσσεται στη γενιά του ’30, αν και ξεκίνησε την ποιητική του πορεία τη δεκαετία του 1920 και συνεχίζει για πολλές δεκαετίες ακόμη με ποίηση αισθησιακή, ερωτική και στοχαστική, ενώ παράλληλα προβάλλεται το όραμα ενός κοινωνικά και πολιτικά καινούριου κόσμου (Τρακτέρ, Πυραμίδες, Επιτάφιος). Άλλος σημαντικός ποιητής της ίδιας γενιάς ο Νικηφόρος Βρεττάκος, που αν και ξεκίνησε την ποιητική του διαδρομή από τον καρυωτακισμό, στη συνέχεια καλλιέργησε μια αισιόδοξη, λυρική, ανθρωπιστική ποίηση, με διάχυτη την αγάπη στη φύση και τη νοσταλγία της πατρίδας του και μηνύματα ειρήνης, αρμονίας και ελευθερίας.
Μεταπολεμική ποίηση (1945-2000)
Τα σημάδια από τις πληγές του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου είναι εμφανή σε όλους τους τομείς της ζωής και της τέχνης και η ελληνική ποίηση τραυματίζεται θανάσιμα από τις εμπειρίες του πολέμου, τον Εμφύλιο, την αστάθεια στην πολιτική ζωή, τη Δικτατορία και τις μετέπειτα ιστορικές περιπέτειες. Η μεταπολεμική λογοτεχνία συνεχίζεται χωρίς κάτι ξεχωριστό που να αναταράζει τα ποιητικά νερά, όταν εμφανίζεται μια ομάδα ποιητών, οι μετασυμβολιστές, μέρος των οποίων γράφει κοινωνικο-πολιτική ποίηση εκφράζοντας χαμηλόφωνη διαμαρτυρία ή οργή για τα τραυματικά πολεμικά και εμφυλιακά βιώματα: (Άρης Αλεξάνδρου, Μανόλης Αναγνωστάκης, Τάκης Σινόπουλος, Τάσος Λειβαδίτης, Τίτος Πατρίκιος, Κλείτος Κύρου, Βύρων Λεοντάρης).
Άλλοι πάλι, γράφουν υπαρξιακή ή μεταφυσική ποίηση διοχετεύοντας υπαρξιακές ανησυχίες και στοχασμούς για τον άνθρωπο, την τραυματική πραγματικότητα, για ό,τι χάθηκε, τη μοναξιά, τη φθορά, το θάνατο κλπ. (Τ. Βαρβιτσιώτης, Ν. Καρούζος, Άρης Δικταίος, Άθως Δημουλάς, Κ. Στεργιόπουλος, Ζέφη Δαράκη, Κ. Δημουλά, Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ. ) Ο χαρακτήρας των μετασυμβολιστικών ποιημάτων έχει όλα τα χαρακτηριστικά της μοντέρνας ή νεωτερικής ποίησης: τον ελεύθερο στίχο, καθημερινό λεξιλόγιο, το δραματικό στοιχείο, ενώ συνδυάζουν δύο αντίθετες ροπές, τον λυρισμό με τον ρεαλισμό.
Άλλη αξιόλογη ομάδα ποιητών είναι οι μετα-υπερρεαλιστές, γεννημένοι την ίδια περίοδο με τους προηγούμενους, επηρεασμένοι από τον υπερρεαλισμό (Δημ. Παπαδίτσας, Εκτωρ Κακναβάτος, Μίλτος Σαχτούρης, Νάνος Βαλαωρίτης, Ελένη Βακαλό, Γιάννης Δάλλας, Μαντώ Αραβαντινού κ.ά.
Η ποίηση σήμερα- Συμπεράσματα
Και φθάνουμε αισίως στο σήμερα. Η σύγχρονη ελληνική ποίηση, αντλώντας στοιχεία από το παρελθόν, εξελίσσεται συνεχώς, υιοθετώντας νέες τεχνικές, θεματικές και εκφραστικούς δρόμους. Οι ποιητές σήμερα- με τη βοήθεια της τεχνολογίας- συνομιλούν με το διεθνές ποιητικό γίγνεσθαι, ενώ ταυτόχρονα διατηρούν την ιδιαίτερη φωνή της ελληνικής παράδοσης. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στην ποίηση συγκερασμός παλαιών και νέων ποιητικών ρευμάτων με χαρακτηριστικά την τάση φυγής, εμμονή στον έρωτα και τον θάνατο, δημιουργώντας στους ερευνητές την απορία αν η ποίηση βαδίζει προς την εξάντληση ή είναι μια κρίσιμη καμπή που εγκυμονεί κάτι καινούριο. Πληθωρική η λογοτεχνική παραγωγή των ημερών, καθώς και ο πειραματισμός με λέξεις και νοήματα. Απομένει μόνο να φανεί τι θα επιβιώσει στο μέλλον. Αν και η ποίηση έχει ήδη αποδείξει πως μπορεί να κάνει την ανέλπιστη υπέρβαση και να αποδώσει ιδιαίτερα ώριμους καρπούς.
Και ποια, λοιπόν, τα συμπεράσματα; θα ρωτούσε κάποιος…
Στην ελληνική κοινωνία και ιστορία, η ποίηση κατέχει μια ξεχωριστή θέση. Διά μέσου των αιώνων τίποτε δεν την έχει παραγκωνίσει και σήμερα βρίσκεται ακόμη στην πρώτη γραμμή ανάμεσα στις τέχνες. Από την αρχαία εποχή, με τα ομηρικά έπη που διαμόρφωσαν τη συλλογική μνήμη και την πολιτισμική ταυτότητα, μέχρι τη σύγχρονη ποίηση που αποτυπώνει τις προκλήσεις και τα οράματα του σήμερα, οι ποιητές λειτούργησαν συχνά ως εκφραστές της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης. Η ποίηση υπήρξε εργαλείο διατήρησης της γλώσσας, της παράδοσης και των αξιών του ελληνισμού, ενώ σε περιόδους κρίσεων, πολέμων και κοινωνικών αναταράξεων, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης, παρηγοριάς και αφύπνισης, όπλο ενάντια στην καταπίεση, υπερασπιστής της αλήθειας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ένας τόπος όπου η γλώσσα δεν περιγράφει απλώς τον κόσμο, αλλά τον αναδημιουργεί. Η ποίηση είναι ένας ζωντανός οργανισμός που συνεχώς μεταμορφώνεται μέσα στον χρόνο και μέσα μας. Μια συνομιλία, που ενώνει τον αναγνώστη και τον δημιουργό πέρα από εποχές και τα πολιτιστικά όρια. Η Ελλάδα έχει βάλει το λιθαράκι της στην ανάπτυξη και τη διάδοση της ποίησης από αρχαιοτάτων χρόνων και οι Έλληνες ποιητές έχουν αποδείξει ότι η αξιόλογη ποίηση είναι ένας αξιοσέβαστος πολιτισμός.
Ας ψάξουμε, λοιπόν, την Ποίηση, να γίνει κάθε μέρα μας γιορτή. Κι αν μένει η πόρτα της κλειστή και το κλειδί δε βρούμε, ας φτιάξουμε αντικλείδια για να μπούμε. «Μα η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.»
Σας ευχαριστώ πολύ!
*Αλεξάνδρα Κωστάκη
Συγγραφέας, ποιήτρια
Μέλος Δ.Σ. Ένωσης Λογοτεχνών Πρέβεζας
Τακτικό μέλος Εταιρείας Λογοτεχνών Ν/Δ Ελλάδας