Τετάρτη 8 Μαΐου 2019

ΟΜΙΛΙΑ ΝΙΚΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ:Ο ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ


Ο  ΚΩΣΤΗΣ  ΠΑΛΑΜΑΣ  ΣΤΗΝ  ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ

      Το μεγαλύτερο μέρος των ομιλιών της Εταιρείας Λογοτεχνών στην τρέχουσα περίοδο αφιερώθηκε στη ζωή και το έργο του Κωστή Παλαμά, που αυτή τη χρονιά συμπληρώνονται εκατόν εξήντα (160) χρόνια από τη γέννησή του, σκέπασε δε με τον ίσκιο του εβδομήντα (70) σχεδόν χρόνια  της πνευματικής μας ιστορίας. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η σημερινή μου ομιλία με θέμα ‘‘Ο Κωστής Παλαμάς στην αιωνιότητα’’.  Είναι νομοτέλεια για κάθε τι που γεννιέται  δυστυχώς πεθαίνει. Απ’ αυτό εκτός από τον Ιησού  Χριστό δεν έχει ξεφύγει κανείς διάσημος ή άσημος, πλούσιος ή φτωχός, μεγάλος ή μικρός σοφός ή απλός άνθρωπος. Τα ίδιο ακριβώς ισχύει και για τον Κωστή Παλαμά που γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Ιανουαρίου 1859. Γονείς του υπήρξαν ο Μιχαήλ Ι. Παλαμάς Δικαστικός και η Πηνελόπη Πεταλά, που κατάγονταν αμφότεροι από το Μεσολόγγι. Είχε δυο (2) αδελφούς το Χρήστο (1849) και το Νίκο (1961). Η οικογένεια του πατέρα του ήταν οικογένεια λογίων, με αξιόλογη πνευματική και θρησκευτική δραστηριότητα. Ο προπάππους του Παναγιώτης, είχε ιδρύσει στο Μεσολόγγι την περίφημη "Παλαμαία Σχολή" και ο παππούς του Ιωάννης, είχε διδάξει στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης.  Έχασε και τους δύο γονείς του σε διάστημα σαράντα (40) ημερών όταν ήταν έξι (6) ετών) (Δεκέμβριος 1864 - Φεβρουάριος 1865). Τα 1875 ενεγράφη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά ΔΕΝ περάτωσε τις σπουδές του. Από πολύ νωρίς διαπίστωσε ότι η ποίηση ΔΕΝ ήταν για εκείνον «το πάρεργο αλλά το έργο και μόνο» όπως γράφει ο ίδιος.  Ήταν  ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός δοκιμιογράφος,  διηγηματογράφος και  κριτικός της λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με σπουδαία συνεισφορά στην εξέλιξη και ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης. Υπήρξε διαρκώς παρών με το δημιουργικό του πνεύμα από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου ως το πρώτο μισό του 20ου  αιώνος. Ήταν η εποχή των μεγάλων οραμάτων για τον Ελλαδικό Ελληνισμό.
       Στις 27 Δεκεμβρίου του 1887 παντρεύτηκε τη συμπατριώτισσά του Μαρία Βάλβη, κόρη Δικαστικού και εγγονή Ιερέα,  με την οποία απέκτησαν τρία (3) παιδιά, τη Ναυσικά (1888), τον Λέανδρο (1891) και τον Άλκη (1894).  Στις 15 Οκτωβρίου 1897, διορίστηκε γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
      Ο Παλαμάς άρχισε να γράφει ποιήματα από την ηλικία των δέκα (10) ετών όπως τεκμαίρεται από το αρχείο του και δεν σταμάτησε να γράφει ως το θάνατό του. Ασχολήθηκε με ΟΛΑ τα είδη του λόγου και κληροδότησε στη νεοελληνική λογοτεχνία εμβληματικά έργα.
          Αμετακίνητος το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του από την Αθήνα, ο Κωστής Παλαμάς ζει τα τελευταία του χρόνια μια πραγματικά «ασάλευτη ζωή». Κλεισμένος στο σπίτι της οδού Περιάνδρου 5 στην Πλάκα με τη γυναίκα του Μαρία και την κόρη του Ναυσικά, που τον φροντίζει ως το τέλος του και τον προφυλάσσει ακόμα και από την είδηση του θανάτου της συζύγου του.
          Στη διώροφη μεσοπολεμική κατοικία στην οδό Περιάνδρου 5,έζησε από το 1935, όταν λόγω έξωσης,  άφησε το σπίτι της οδού Ασκληπιού 3. 

          Κατά τον Πόλεμο του 1940  ο Κωστής Παλαμάς μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου, με την οποία αφ' ενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφ' ετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.  
1.      Είδηση θανάτου
Στις 27 Φεβρουαρίου του 1943, στις 3:20 τα ξημερώματα, πεθαίνει στο σπίτι του στην Πλάκα, ο έτερος εθνικός και  κορυφαίος Έλληνας ποιητής, Κωστής Παλαμάς. Κρατούσε στα χέρια του το βιβλίο του. ‘‘Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου’’. Στην παγωμένη από το κρύο και τον φόβο των κατακτητών Αθήνα, πέφτει σαν κεραυνός η είδηση του θανάτου του. Αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες πνευματικές φυσιογνωμίες της νεώτερης Ελλάδας και έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές του Ελληνισμού. Ήταν ογδόντα τεσσάρων  (84) ετών βαριά άρρωστος στα χρόνια της Κατοχής όταν τον συνάντησε ο χάρος στο σπίτι του.  Λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 9 Φεβρουαρίου του 1943, στο διπλανό δωμάτιο, είχε για πάντα <<αποχαιρετήσει>> τη γυναίκα του Μαρία, αν και ΔΕΝ είχε πληροφορηθεί το θάνατό της επειδή και η δική του υγεία ήταν σε κρίσιμη κατάσταση. Στο προσκέφαλό του η κόρη του Ναυσικά, με τη φίλη της ζωγράφο Πηνελόπη Διαμαντοπούλου, που με το κραγιόν της απέδωσε σε σκίτσα τις τελευταίες εκφράσεις του προσώπου του ποιητή. Παρέδωσε το πνεύμα του, εξαντλημένος πάνω στο μικρό ράντζο. ΄Εξω, κατοχή, πείνα, εξαθλίωση, βασανιστήρια, εκτελέσεις.

      Πρώτοι έφτασαν στο σπίτι του, οι Κων/νος Τσάτσος, Άγγελος και Εύα Σικελιανού. Ο Τσάτσος, η Ναυσικά και δυο (2) κυρίες, ανθοστόλισαν το φέρετρο, έντυσαν με φράκο τον νεκρό, που είχε προετοιμάσει η γυναίκα του !  Περιποιήθηκαν και τα άκοπα από καιρό γένια του.
       Η Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ στο βιβλίο της  "Από την άλλη όχθη του χρόνου", περιγράφει το τελευταίο κατευόδιο του ποιητή στην οικία του.
Περιάνδρου 5. Στενό ελικοειδές. Ξεφτίζει ο χειμώνας, ανθισμένη δίκαρπη νεραντζιά σκορπίζει τη μοσκοβολιά της, ξεχειλίζοντας από τον κιτρινωπό μαντρότοιχο, σχεδόν αγγίζει ένα κλωνάρι το μαύρο κρέπι της ορθάνοιχτης διπλανής πόρτας.

Σκιές οι άνθρωποι, εισέρχονται ελάχιστοι, οι άλλοι σιωπούν ορθοί, χώνουν τα χέρια κάτω από τις μασχάλες, το κρύο διαπεραστικό. Όσο πιο πολλοί οι παρόντες, τόσο ο δρομάκος στενεύει, γίνεται αδιαχώρητο, βγαίνει ίσαμε έξω η μυρωδιά του λιβανιού.

Στο κέντρο του γραφείου λάμπει κάτω από τις αναμμένες λαμπάδες το κάτασπρο κεφάλι και το γενάκι του ποιητή. Ρουφηγμένα τα μάγουλα, λίγο ξεφτισμένο το μέτωπο, πρόσωπο γλυπτό. Στέγαστρό του η βιβλιοθήκη, γαλλικά κυρίως βιβλία.

           Η Ναυσικά ακουμπάει την τρυφερότητά της με μια κίνηση καθημερινή διορθώνοντας λίγο το πουκάμισο του πατέρα, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του δίχως δάκρυα, παρών ακόμα ο ποιητής στο δωμάτιο της αέναης εργασίας του.  

      Ο Νικηφόρος Βρεττάκος εκείνη την ημέρα γράφει : Μέσα σε κείνη την ατμόσφαιρα της μεγάλης δοκιμασίας, όπου ό βαρβαρισμός απειλούσε τις ίδιες τις ρίζες μας, το άγγελμα «Πέθανε ό Πα­λαμάς!» εκτινάχτηκε ως ένα είδος αστραπής σε όλη τη χώρα και έγινε αποδεχτό με ένα είδος εσωτερικής γονυκλισίας. Ήταν άγγελμα και προσ­κλητήριο μαζί. "Ένωνε γύρω της όλο το Έθνος. Δημιούργησε εκείνη την εποχή μία «ηρωική και πένθιμη» ατμόσφαιρα σε όλη τη  χώρα.  

      Η Ιωάννα Τσάτσου γράφει στο προσωπικό της ημερολόγιο : «Χτες βράδυ μία είδηση ακατανόητη μας ήρθε. Μία είδηση ασύλληπτη. Ο Γέρο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός».
         Ο Στρατής Μυριβήλης γράφει : Χειμώνας ήταν στο έβγα του.  Χειμώνας   και στις καρδιές.  Όλοι το ξέραμε πως από καιρό είχε έρθει η ώρα του να πεθάνει.  Και σαν τ’ ακούσαμε πως πέθανε τότες μονάχα μπορέσαμε να νιώσουμε την αψιά γεύση της ορφάνιας που χτύπησε τη Φυλή. Δεν έπρεπε να φύγει απ’ ανάμεσά μας τούτη την ώρα. Γιατί ήταν η ώρα και η νύκτα της σκλαβιάς. Και μέσα στην ανήλιαγη νύκτα της σκλαβιάς είναι που φυτρώνουν και θεριεύουν τα φιδόχορτα, τα φλυστερά μανιτάρια του δηλητηρίου και τα άνθη της σαπρίας. Όλα αυτά τα βδελυρά γεννοβολήματα της σκλαβιάς, που ο μεγάλος νεκρός τάχε ξορκίσει με το οργισμένο εκείνο ανάθεμα, που χούγιαξε το σάλπισμα συναγερμού στο γένος.
      Λίγο αργότερα Τσάτσος και Σικελιανός έστησαν στην προθήκη του βιβλιοπωλείου Ελευθερουδάκη (Σταδίου και Καραγιώργη Σερβίας), για να μάθουν οι Αθηναίοι το θλιβερό μαντάτο, μεγάλη φωτογραφία του ποιητή, ένα κερί αναμμένο ανάμεσα σε μαύρες ταινίες με τον στίχο «Ο Ακρίτας είμαι Χάροντα».  Στο τζάμι κολλημένο το αγγελτήριο του θανάτου.
Οι Αθηναίοι πληροφορούνται συγκλονισμένοι τον θάνατο του Παλαμά, που διαδόθηκε από στόμα σε στόμα σε όλη την Αθήνα.

 Σήμανε την ανάταση και ανάσταση ενός καταπιεσμένου από την κατοχική μπότα λαού, που θα βγει από τα σπίτια του για να συνοδεύσει τον μεγάλο ποιητή, στην τελευταία του κατοικία.

       Ο Μενέλαος  Λουντέμης στο βιβλίο του «Ο Εξάγγελος», περιγράφει

Σμίξαμε πρωί πρωί όλοι στο βιβλιοπωλείο του «Αετού». Μας προσδέχτηκε ισκιωμένος ο Κίμων Θεοδωρόπουλος με τον Χρυσόστομο Γανιάρη. Είχαν κι οι δυο μαύρο περιβραχιόνιο. Τότε εμφανίζεται ο γιος του Παλαμά  Λέανδρος, με διαθέσεις να αλλάξει, δηλαδή να χαλάσει το πρόγραμμα της κηδείας που οργάνωσε ο Τσάτσος.

             «Ο Λέανδρος, ένας ασυνεννόητος εγωιστής, αντιπαθέστατος και ιδιότροπος, ήρθε να δει τον πατέρα του, μόλις δώδεκα (12) ώρες αφού έκλεισε τα μάτια του ! Με αυτόν μαλλιοτραβιόμουνα. Δεν ήθελε ν’ αφήσει το Σικελιανό να αποχαιρετήσει το νεκρό, ούτε να γίνει εθνική εκδήλωση γιατί «δεν θα του δίνανε μετά οι Ιταλοί διαβατήριο!». Η σκέψη ότι η κηδεία του Παλαμά θα κανόνιζε το διαβατήριο του Λέανδρου, ΟΛΟΥΣ μας εξόργισε…»

«Κύριοι!!..» είπε στυφά. «Σας παρακαλώ. Σεβαστείτε το πένθος μας! Τι θέλετε, επιτέλους απ’ το νεκρό μας ; Αφήστε τον ήσυχο!… Θα τον ενταφιάσει η οικογένειά του, σεμνά, οικογενειακά» (ήθελε να πει «μυστικά»).

Άφρισα.  «Ποια οικογένειά του ;» του λέω. «Φαίνεται, Κύριε, πως δεν ξέρετε  π ο ι ο ν  είχατε πατέρα! Οικογένειά του είναι όλη η Ελλάδα. Μόνος του την απόκτησε. Και κανένας ανάξιος γιος δεν μπορεί να του την αφαιρέσει».

«Ξεκινάτε από «αλλότριους» σκοπούς…» είπε ο Λέανδρος με σφιγμένα τα δόντια. «Δεν θα σας αφήσω να κάνετε τον πατέρα μου ύποπτο φλάμπουρο»

«Φλάμπουρο είναι! Και προς τιμήν του. Και προς τιμήν σου. Αν είσαι μικρός γι’ αυτήν την τιμή, παραμέρα!… Κλείσου στο σπίτι σου. Θα περάσει ο Λαός και θα σε παρασύρει. Κρύψου! Τ’ άλλα είναι δική μας υπόθεση».
Αρχικά νομίσαμε ότι ήταν δική μας υπόθεση η κηδεία του Παλαμά, δηλαδή ΜΟΝΟ του πνευματικού κόσμου. Μα πίσω μας ήταν σύγκορμος ο Λαός. Ούτε υποπτευόμασταν ως τότε, τι γινόταν πίσω απ’ το οικογενειακό πένθος των λογοτεχνών.
Η Αθήνα είχε όλη ντυθεί στο πένθος κι ετοιμαζόταν να ξεπροβοδίσει το μεγάλο της πατέρα.
Πώς το ‘μαθαν ;
Ποια μυστική καμπάνα κτύπησε μες τα μεσάνυχτα ;
Ποιος ειδοποίησε τις μυριάδες των πολιτών της πανάρχαιας πόλης ότι έφτασε η ώρα της πρώτης μάχης ;
            Με την είδηση του θανάτου του Παλαμά η Ακαδημία Αθηνών, η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Αθηνών, η Ένωση Συντακτών Αθηνών, οι εφημερίδες της εποχής, η Δημοτική Βιβλιοθήκη, καλλιτεχνικά σωματεία, οι Δήμοι Αθηνών και Πειραιά έβγαλαν ανακοινώσεις συλλυπητηρίων και συμμετοχής τους στο πένθος και την κηδεία.
Ο Αθηναϊκός τύπος της εποχής (ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ, ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, Η ΠΡΩΙΑ, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ) και ο ΝΕΟΛΟΓΟΣ των Πατρών έγραψαν στα πρωτοσέλιδά τους για το θάνατο του Παλαμά.
          Χαρακτηριστικά το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» που διευθυντής τότε ήταν ο Γεώργιος Συριώτης  την επόμενη μέρα του θανάτου του Παλαμά (στις 28 Φεβρουαρίου ημέρα Κυριακή), γράφει στο πρωτοσέλιδο φύλλο ως τίτλο  ‘Ο ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΠΕΘΑΝΕ ΧΘΕΣ ΤΟ ΠΡΩΙ.                                             Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΕΡΟΧΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΟΡΥΦΑΙΟΥ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ’’.
           Συνεχίζει το Ελεύθερο Βήμα. Ο Κωστής Παλαμάς ο αγαπημένος μας ποιητής, του οποίου τα τραγούδια εγαλούχησαν τόσας ελληνικάς γενεάς δεν υπάρχει από την αυγήν χθες μεταξύ των ζώντων. Η είδησις του θανάτου του θα προκαλέση εις την ελληνικήν ψυχήν, ένα βαθύν κραδασμόν πόνου και εκπλήξεως. Εμείς αφήνοντας την συγκίνησή μας να ξεχειλίσει, χύνουμεν στον τάφο του τα δάκρυα του πόνου μας και στέλνουμε στους οικείους του ποιητή τα θερμά μας συλλυπητήρια.
2.      Κηδεία    
Την επομένη ημέρα 28 Φεβρουαρίου, αποφασίστηκε να τελεστεί η κηδεία του Κωστή Παλαμά.

         Από νωρίς το πρωί, πλήθος λαού άρχισε να συγκεντρώνεται στο Α' Νεκροταφείο της Αθήνας, για να αποχαιρετίσει το μεγάλο ποιητή, αλλά και για να εκφράσει τα αντικατοχικά του αισθήματα.
Η Αθήνα, η πόλη των πόλεων, και μαζί της η Ελλάδα ολόκληρη αποχαιρετούσαν τον έτερο εθνικό ποιητή Κωστή Παλαμά. Οι ομότεχνοί του, ποιητές, λογοτέχνες, διανοούμενοι, ήταν εκεί μαζί με τον λαό για να συνοδεύσουν τον νεκρό ως την τελευταία του κατοικία.
        Ο πνευματικός κόσμος της χώρας έδωσε βροντερό «παρών». Σπύρος Μελάς, Μαρίκα Κοτοπούλη, Γιώργος Θεοτοκάς, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Άγγελος Σικελιανός, Ηλίας Βενέζης, , Γιώργος Κατσίμπαλης, Ιωάννα Τσάτσου κ.ά.
 «Όλη η Ελλάδα ήταν εκεί», παρατηρεί με δέος η Ιωάννα Τσάτσου.
        Ο Λουντέμης γράφει : Πώς η είδηση μαθεύτηκε και ολόκληρη η Αθήνα κατέκλυσε το νεκροταφείο ; Ποια ήταν εκείνη η σιωπηρή συμφωνία που μετέτρεψε την κηδεία του μεγάλου βάρδου σε παλλαϊκό αντικατοχικό συλλαλητήριο ; Σαν είδαμε το πρωί τα πλήθη, μείναμε άφωνοι. Πλήθη αμέτρητα, άπειρα, ανόμοια… Ο Λ α ό ς !  Φορτώθηκε το αγέρωχο πένθος του, όπως ταίριαζε για ένα τέτοιο νεκρό, σε μια τέτοια ώρα, σε μια τέτοια πόλη.
    Οι επίσημες αρχές, εκπροσωπήθηκαν στην κηδεία από τον ίδιο τον κατοχικό πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο και από εκπροσώπους των γερμανικών και ιταλικών κατοχικών δυνάμεων, όπου έστειλαν στεφάνια εξιλέωσης, είχαν δε λάβει τα μέτρα τους, καταλαβαίνοντας τι θα επακολουθούσε. 

     Η τελετή σύντομα απέκτησε αυθόρμητα χαρακτήρα εθνικής εκδήλωσης. Δεν είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς την αθρόα συρροή των κατοίκων της πρωτεύουσας. Ο κόσμος πνιγόταν, αναζητούσε ένα ξέσπασμα. Αυτό μετέτρεψε την κηδεία σε εκδήλωση πατριωτικής έξαρσης. Ο ελληνικός λαός δεν δίστασε να εκφράσει την έντονη δυσαρέσκεια και αγανάκτησή του, παρά την παρουσία των εκπροσώπων της κατοχής.

     Οι κατακτητές οπλισμένοι και επιφυλακτικοί αλλά περιδεείς και αμήχανοι δεν επεμβαίνουν. Παρακολουθούν τους Έλληνες να συντονίζονται στην ουράνια συχνότητα του υπερήφανου Γένους μας.

   «Αυτονών και η παρουσία ερέθιζε τον κόσμο» παρατηρούσε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, διερωτώμενος : «Ποιός τους είπε νάρθουν να μαγαρίσουν με την παρουσία τους τη λειτουργία μας ;».

       Η νεκρώσιμος ακολουθία ξεκίνησε στις 11.00 π.μ., χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Δαμασκηνού που γεννήθηκε στη Δορβιτσιά Ναυπακτίας. Ο Αρχιεπίσκοπος ως πνευματικός αρχηγός του έθνους τον αποχαιρέτησε και εκφώνησε επικήδειο λόγο, μια «πατριωτική προσλαλιά» σύμφωνα με τον Γεώργιο Θεοτοκά που μεταξύ άλλων είπε :

 Ο Κωστής Παλαμάς είναι καί θά παραμείνη ό μέγας "Ελλην. Εις τό έργον του και εις τήν ψυχήν του, τής οποίας τούτο είναι γνήσιον άπαύγασμα, ή Ελλάς θ’ άνακύπτη πάντοτε ενιαία καί άδιαίρετος έν τή ιστορική της συνεχεία, θαυμαστή εις τούς άγώνας της, ανυπέρβλητος εις τάς θυσίας της, άπαράμιλλος εις τήν καρτερίαν της, κατάφορτος με δάφνας καί αίματα, μέ θούρια καί παιάνας προς τήν Αρετήν καί προς τό Κάλλος, προς την Ισοτητα, προς τήν Δικαιοσύνην καί προς τήν Ελευθερίαν, τάς οποίας ψάλλει, εις όλους τους τόνους ύψηλής μουσικότητος, ή άρρενωπή μούσα τοΰ έκλιπόντος ποιητού. 
Τελειώνει (ο Αρχιεπίσκοπος  Δαμασκηνός) λέγοντας :
Κύριος ό Θεός ήμών άναπαύσαι τόν μεταστάντα έν χώρα ζώντων, άγήρως δέ και τετιμημένη παρά πάσιν ή μνήμη αύτοΰ.
         Ξαφνικά εκεί, μέσα στην συνωστισμένη εκκλησία με τις χιλιάδες κόσμου απ’ έξω, μια φωνή τράνταξε την παγερή σιωπή κι έφτασε θαρρείς σε κάθε γωνιά της ελληνικής γης. Ήταν  ο Άγγελος Σικελιανός που εκ μέρους του Πνευματικού Κόσμου τον αποχαιρετά με στεντόρεια φωνή «με μια φωνή όσο ποτέ δυνατή» απαγγέλλοντας το ποίημα που είχε γράψει τα χαράματα της 28ης Φεβρουαρίου προς τιμήν του μεγάλου ποιητή στροφές:
Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! (Παλαμάς)
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,

δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…

Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα;
Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ’ αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ’ τον στα χέρια
γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
 που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: «Ο Παλαμάς !»,
ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά του η οικουμένη !
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει…
κι ακέριος φλέγεται ως με τ’ άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.
Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,
που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
          Ένα ατέλειωτο χειροκρότημα που έμοιαζε με ξέσπασμα ακολούθησε το επικήδειο ποίημα.
          
        Ο  Κων/νος Τσάτσος σημειώνει.
    «Τράνταζε ο Σικελιανός. Εκείνη την ώρα τάραξε τις ψυχές και πολλοί κλαίγανε. Έδωκε τον τόνο. Δεν υπήρχε θάνατος πια. Τελούνταν μπρος μας η αιωνοποίηση, η αποθέωση ενός θνητού. Τη θλίψη αντικαθιστούσε μία πνοή θριάμβου», συγκινώντας το λαό και δίνοντας το πνεύμα ομόθυμης παρουσίας του στην κηδεία. Η Ιωάννα Τσάτσου επίσης λέει : Ο επικήδειος λόγος του Σικελιανού συμπυκνώνει  μέσα σε λίγους στίχους, τη φωνή ολόκληρης της Ελλάδας. Γιατί, πράγματι, σ’ εκείνο το φέρετρο ακουμπούσε η Ελλάδα.  

Να τι γράφει  ο λογοτέχνης Νικηφόρος Βρεττάκος για τον θάνατο του ποιητή σ’ ένα κείμενό του το 1989 : 
 Ένα πλήθος κόσμου συνόδευε τον Κωστή Παλαμά ως το Α! Νεκροταφείο. Αυτό πού λέμε ομοψυχία σήμερα αποτέλεσε ένα γεγονός  γύρω από το μικρό αυτό φέρετρο, πού έκλεινε μέσα του έναν μεγάλο άνθρωπο. Το πλήθος, βρισκόταν σε σπάνια έξαρση. Έμοιαζε ως να ορκιζότανε πάνω από ένα σπαθί, ή ένα εικόνισμα. Τότε που όλα τα έσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά, το φέρετρό του έγινε λάβαρο, μια ρομφαία, ένα αιχμηρό σπαθί στο στήθος του κατακτητή.
         Μετά τον Σικελιανό, ποίημα απήγγειλε και ο Σωτήρης Σκίπης, από τους τελευταίους εκπροσώπους της νέας Αθηναϊκής Σχολής με τίτλο ….

Φεύγεις, πας για το ταξίδι σου το στερνό...
Σωτήρης Σκίπης, (Στο θάνατο του Παλαμά)

Μέσ' από τα κάγκελα τ' αόρατα
της απέραντής μας φυλακής,
μέσα στο κελί το σκοτεινό μας,
δεν εβάσταξες στον πόνο της Φυλής
κι έπεσες σα δρυς
από τα χτυπήματα
κάποιων μαύρων ξυλοκόπων
στο σκοτάδι της νυχτιάς της τραγικής,
δίχως να προσμείνεις την αχτίδα
της καινούργιας Χαραυγής.

Κι έπεσες καθώς από σεισμό
πέφτει μια μαρμάρινη κολόνα
κάποιου πανάρχαιου ναού.
Σα ναός, οπού χτυπιέται
απ' τα βόλια των βαρβάρων.
Σαν τον Παρθενώνα,
ήρωα, ποιητή του Αιώνα.

Μάτια στερεμένα από τις τόσες
συμφορές,
δάκρυα δε θα χύσουνε για Σένα.

Θα σε κλάψουνε μια μέρα
οι ίδιοι αυτοί που μας σκοτώνουν
έναν - ένα,
σαν ξυπνήσουν απ' τη μέθη τους
κι αντικρύσουν τι ερημιές
εσκορπίσανε στο διάβα τους
σ' αναρίθμητες καρδιές.

Φεύγεις, πας για το ταξίδι σου
το Αχερούσιο, το στερνό,
ω πρωτότοκε αδερφέ μας,
όμως κοίτα πώς ξοπίσω σου
οι Έλληνες σε χαιρετάνε.

Ο καθένας ένα στίχο σου
ψέλνοντας μελωδικό,
σε ξεπροβοδάνε
με τα μύρια σου τραγούδια,
που βουίζουν σα μελίσσια
πάνω απ' Απριλιού λουλούδια,
σα να προμηνάνε την Ανάσταση,
ω μεγάλε ραψωδέ μας.

3.      Ταφή

            Όταν τελείωσε η ακολουθία, ο Σπύρος Μελάς, ο Άγγελος Σικελιανός και πολλά νέα παιδιά σήκωσαν το φέρετρο και κατευθύνθηκαν προς τον χώρο ταφής. Το έβγαλαν έξω στον κόσμο κι από εκεί η λαοθάλασσα κατευθύνθηκε στην τελευταία κατοικία του ποιητή να τον συνοδεύσει  στην Πολιτεία των νεκρών και να τον αποχαιρετήσει με το δικό της τρόπο.

          Ο  Πεπονής θυμάται : «Βγήκαμε απ’ την εκκλησία και το νεκροταφείο έδειχνε μαύρο από τον κόσμο». Οδεύουν όλοι σιωπηλά, ένας μαρμαρένιος άγγελος χαμογελά, κανένα λουλούδι σε τάφο, οι οχταούρες βγάζουνε εκείνη την κραυγή που μυρίζει σάπιο χόρτο νεκροταφείου και ο νεκρός περνάει την πύλη απ' όπου δε θα ξαναδιαβεί.

          Η Μιλλιέξ χαρακτηριστικά αναφέρει :
     Την ώρα που εναπόθεταν το φέρετρο μέσα στη γη, η θυγατέρα με μια κίνηση αργή και σταθερή, απομακρύνει τα στεφάνια, σκύβει, γεμίζει τις χούφτες της χώμα, προαιώνια χειρονομία, η μοναδική που θα συνοδεύσει το νεκρό. Όταν ακούστηκε το πρώτο χώμα πάνω στο ξύλο, ο λαός γονατίζει και ο Σικελιανός ρίχνει μια χούφτα χώμα. Τον μιμούνται Μελάς, Κοτοπούλη, Σκίπης, Τσάτσος, Βενέζης, Ελύτης, Μυριβήλης. Τότε ο πρωθυπουργός Λογοθετόπουλος, πλησιάζει να καταθέσει στεφάνι. Ξαφνικά εκεί, μέσα στο νεκροταφείο με χιλιάδες κόσμο έξω, μια δεύτερη φωνή, τράνταξε την σιωπή κι έφτασε σε κάθε γωνιά της Ελληνικής γης και πάλι δυνατή και τολμηρή, αγνοώντας τους κατακτητές που παραφυλάνε. Ήταν ο λογοτέχνης Γιώργος Κατσίμπαλης που άρχισε να τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο. Ψάλλει συγκινημένος και τον ψαλμό αρπάζει αμέσως το σκλαβωμένο πλήθος για ν’ αντηχήσουν οι ουρανοί !  «Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή…». Ακολούθησε το συγκεντρωμένο πλήθος, «πρώτα δειλά ύστερα η φωνή κατέκτησε όλον τον κόσμο, μυριόστομη. Ήταν η πιο συγκινητική στιγμή. Ο κόσμος τραγουδούσε με πάθος. Κάποιος φώναξε Ζήτω η ελευθερία του πνεύματος. Αλλά ο κόσμος ήθελε ελευθερία σκέτη και φώναζε «Ζήτω η Ελευθερία!» με βροντερή φωνή.

Ορθοί πάνω στα μνήματα, γύρω από τον ποιητή τους, στόματα αγγέλων εν διωγμώ, οργισμένα, εκτοξεύουν τις λέξεις «Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά», εξαπτέρυγα τα σηκωμένα χέρια που αποχαιρετούν ορκιζόμενα στον ποιητή «Ελευθερία ή θάνατος».

           Σε λίγα δευτερόλεπτα ο Εθνικός Ύμνος δονούσε ολόκληρη την πρωτεύουσα, ολόκληρη τη χώρα. Έβγαινε από χιλιάδες στόματα, από τα τρίσβαθα χιλιάδων ψυχών.  Ο Κωστής Παλαμάς είχε γίνει σύμβολο. Με το θάνατό του ένωσε το λαό, τον εμψύχωσε. Ακόμα και οι βάρβαροι σεβάστηκαν την ιερή στιγμή και προσκύνησαν το μεγαλείο της ψυχής και της πέννας του.

           Ο Λουντέμης γράφει : Είναι αδύνατο να περιγράψω αυτή τη θανή. Στην εξέδρα, δίπλα στο φέρετρο, σα χρησμός ο Σικελιανός ! Η φωνή του θαρρετή, σαν την «κόψη του σπαθιού την τρομερή», έσκισε την πένθιμη σιωπή. Ρίγη προφητικά μάς διαπέρασαν όλους. Το ποίημα δεν είχε ακόμα τελειώσει. Οι τόνοι του μόλις είχαν αρχίσει να σβήνουν. Και τότε, με τα χείλη του Λαού, απάντησε - από απόσταση ενός αιώνα - σε τούτον τον Έλληνα Ποιητή, ένας άλλος Έλληνας Ποιητής: Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή Σε γνωρίζω από την όψη που με βιά μετράει τη γη….. Είχαμε ασυναίσθητα γονατίσει και ψέλναμε Μεγαλόφωνα, τον Ύμνο μας.

       Ο Παύλος Παλαιολόγος (Δημοσιογράφος και Συγγραφέας) σημειώνει : Τα πλήθη που προέπεμψαν χθες τον άρχοντα της σκέψεως, απέδωσαν τις οφειλόμενες τιμές και στο μεγάλο ενάρετο. Θ’ αναγαλλίασε από τους ουρανούς η ψυχή του, όταν ένοιωσε γύρω από το φέρετρό της, τους παλμούς της πρωτεύουσας.  Δεν παρέδωσε κι αυτή το νεκρό της  ‘‘άφτιαστο και αστόλιστο’’ στα χέρια του Χάρου. Τον έρρανε με τα πρώτα άνθη της ανοίξεως, τον δρόσισε με τα δάκρυά της κι έτσι στολισμένο τον συνόδευσε ως τη μεθόριο που χωρίζει τους δυο κόσμους.

          Για κείνη την ημέρα, ο ανεψιός του (γιός της αδελφής του) διπλωμάτης Χρήστος Ξανθόπουλος –Παλαμάς, είχε δηλώσει τριάντα (30) χρόνια μετά, το 1973: «Η ταφόπλακα της σκλαβιάς σηκώθηκε και η Ελλάδα δοκίμασε για πρώτη φορά τα φτερά της λευτεριάς. Στο νωπό χώμα του τάφου ζήσαμε στιγμές λυτρωμού, όταν αντήχησε ο Εθνικός Ύμνος που τραγούδησαν άνθρωποι ελεύθεροι, με ένα στόμα, μια ψυχή. Ο εχθρός μαρμάρωσε, το φονικό του όπλο έπεσε από τα χέρια και τσακίστηκε πάνω στην παράδοση, την ιστορία και τον Παλαμά. Το σκοτάδι αραίωσε και από τον ορίζοντα χάραξε το χαμόγελο μιας νέας αυγής…»

     Ο ΝΕΟΛΟΓΟΣ των Πατρών έγραψε στις  03/03/1943 :
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ  ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΕΝΘΟΣ
Εφέτος άγριαν μ’ έδειρεν η βαρυχειμωνιά
 που μ’ έπιασεν χωρίς φωτιά
και μ’  ηύρε χωρίς νιάτα
 κι ώρα την ώρα πρόσμενα
να σωριαστώ βαριά
στη χιονισμένη στράτα.
       Σ’ αυτό το ποίημα της συλλογής ‘‘Πολιτεία και Μοναξιά’’  το γέλιο του Μαρτίου και το πρώτο  ενός μακρινού ρόδου μοσχοβόλημα,  φέρνουν δάκρυα στα μάτια του κουρασμένου  στρατοκόπου της ζωής.  Αλλά – τι τραγικό παιχνίδι της Μοίρας ! -  ο ποιητής δεν απόλαυσε τη ζωοδότρια ελπίδα, αυτή την ελπίδα  που ξεχύνει ολόκληρο το έργο του.  Κυρτωμένος  από το βάρος των 84 χρόνων του, σωριάστηκε μαζί με του Φλεβάρη το ξεψύχισμα, χωρίς να φθάση ο τραγουδισμένος Μάρτης ο ελπιδοφόρος μήνας. Πέθανεν ο Παλαμάς.
       Ο Σπύρος Βασιλείου φιλοτέχνησε το 1943  ξυλογραφία (19 Χ 13,5 εκ.) με θέμα ‘‘Η ταφή του Παλαμά’’ όπου σήμερα βρίσκεται στο Τελόγλειο Ίδρυμα Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
4.      Το θάρρος της Ελληνικής ψυχής
       Η Ελληνική ψυχή θαρραλέα αντιμετώπισε το θάνατο του Παλαμά.
Μέσα στο Α’ Νεκροταφείο ο υπόδουλος Ελληνισμός αποχαιρετούσε τον Οραματιστή ποιητή του, τον άνθρωπο που έμεινε στις πνευματικές επάλξεις για εβδομήντα (70) χρόνια περίπου. Αναζητούσε ένα στήριγμα και το έβρισκε σε έναν νεκρό μόνο σωματικά, διότι η Ψυχή του είχε ήδη ανέβη στην κορυφή του Παρνασσού του Έθνους.

Σε συνθήκες δυστυχίας η κηδεία του Ποιητή θύμιζε στον Λαό μας τις μεγάλες του στιγμές. Του θύμιζε, τον Έλληνα μαχητή που δυόμιση (21/2) μόλις χρόνια πριν, είχε αποδείξει στα Βορειοηπειρωτικά βουνά ότι ξέρει να πολεμά για την Ελευθερία του. Και να πεθαίνει για την Ελευθερία του, διδάσκοντας τους Λαούς τι σημαίνει Ελληνική Ανδρεία.
5.      Φήμη και Τιμητικές Διακρίσεις  Κωστή  Παλαμά
          Η φήμη του Κωστή Παλαμά υπήρξε καθολική και Παγκόσμια. Έγραψε το 1895 τον Ολυμπιακό Ύμνο, κατόπιν παραγγελίας της Ολυμπιακής Επιτροπής στη Δημοτική γλώσσα. Μεταφέρει το πνεύμα του Ελληνισμού στα πέρατα της οικουμένης, στην έναρξη κάθε Ολυμπιάδας όπου και ανακρούεται.
Αρχαίο Πνεύμ’ αθάνατον, αγνέ πατέρα
του ωραίου, του μεγάλου και τ’ αληθινού,
κατέβα, φανερώσου κι άστραψ’ εδώ πέρα
στη δόξα της δικής σου γης και τ’ ουρανού.
Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι,
στων ευγενών Αγώνων λάμψε την ορμή,
και με τ’ αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
και σιδερένιο πλάσε κι άξιο το κορμί.
Κάμποι, βουνά και πέλαγα φέγγουν μαζί σου
σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός,
και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου,
Αρχαίο Πνεύμ’ αθάνατο, κάθε λαός.
       Η πάνδημη συμμετοχή στη νεκρώσιμο ακολουθία και ο χαρακτήρας αντιστασιακής εκδήλωσης που της δόθηκε, ήταν το πιο ταιριαστό τέλος για τον επιφανέστερο εκπρόσωπο της γενιάς του 1880. Στην ποίησή του συνδιαλέγονται η αρχαία και η βυζαντινή γραμματεία, τα εκκλησιαστικά κείμενα, η δημοτική παράδοση, ο νεοελληνικός διαφωτισμός και τα πρωτοποριακά ευρωπαϊκά ρεύματα του 19ου αιώνα. Με το έργο του, προσπάθησε να θεμελιώσει το ιδεολογικό αφήγημα της αδιάλειπτης ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού. Με τον θάνατό του, ένωσε τους Έλληνες υπό το αίτημα της απελευθέρωσης από τον κατακτητή. 
Σήμερα, επτάμισυ  δεκαετίες μετά, το όλο γεγονός του θανάτου και της  κηδείας του Κωστή Παλαμά (Φεβρουάριος του 1943),  μας θυμίζει ότι ο Ελληνισμός έχει μέσα του κρυφές και ανεξάντλητες Δυνάμεις, ακόμα και σε στιγμές πολύ δύσκολες. Τις Δυνάμεις αυτές μπορούμε να αναδεικνύουμε και να χρησιμοποιούμε όχι μόνο για να αντιμετωπίσουμε πρακτικά προβλήματα της καθημερινότητας, αλλά και να υπερασπιστούμε τις Αξίες του Πολιτισμού μας.

          Ο Βάρναλης είπε : Ο Παλαμάς δεν ήταν μονάχα ένας ποιητής καινοτόμος, δεν ήταν μονάχα ένας διανοητής με πλατειές αντιλήψεις, δεν είχε μονάχα την υπέρτατη αρετή του λόγου παρά και του ήθους και προ παντός υπήρξε μέγας γλωσσοπλάστης

         Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έγραψε : Ο Παλαμάς είναι ένας αληθινά Εθνικός ποιητής. Έχει μέσα του τον Ελληνισμό ολάκερο, από την Αρχαιότητα έως σήμερα. Σοφός, διαβασμένος όσο λίγοι, παίζει στα δάκτυλα τη γλώσσα, την ιστορία, τους μύθους, τους θρύλους, τα έθιμα, τις ιδέες, το πνεύμα του έθνους. Αγκάλιασε και ύμνησε τον άνθρωπο, την κοινωνία, τη φύση, τη ζωή, τον έρωτα, την αγάπη, το θάνατο, τη μεγάλη του αγάπη για την Ελλάδα και τους αγώνες του λαού μας.
    Το 1918 του απονεμήθηκε το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ  το 1926 διορίστηκε αριστίνδην μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών, της οποίας έγινε πρόεδρος το 1930.
     Ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας δεκατέσσερις (14) φορές (1926, 1927, 1928, 1929, 1930, 1931, 1932, 1933, 1934, 1935, 1936, 1937, 1938 και 1940).
    Στις 21/ και 31/03/1943 τελέστηκαν Φιλολογικά Μνημόσυνα στην Πάτρα από το Δήμο και στην Αθήνα από τη Μαρίκα Κοτοπούλη αντίστοιχα και τα δυο (2) με τεράστια επιτυχία.
          Γράφει ο ΝΕΟΛΟΓΟΣ της 16/3/1943.  ‘‘Συγκροτήθηκε 15μελης επιτροπή μετά από πρωτοβουλία της Ενώσεως Ημερησίων Εφημερίδων Πελοποννήσου Ηπείρου και Νήσων όπως αναλάβει την ανέγερση της προτομής του Κωστή Παλαμά εις την γενέτειράν του πόλιν των Πατρών.  Η επιτροπή θα τεθή επί το έργον της συλλογής εράνων δια την ανέγρσιν της προτομής’’. 
         Η τελετή αποκαλυπτηρίων της προτομής του Κωστή Παλαμά έγινε στις 24-3-1953 στο τριγωνικό κηπάριο της πλατείας Υψηλών Αλωνίων.
    Με πρωτοβουλία της Εθνολογικής Εταιρείας Πατρών φιλοτεχνήθηκε και τοποθετήθηκε το έτος 1974 στην Πλατεία Νόρμαν. χάλκινος ανδριάντας του ποιητή που κάθεται σκεπτικός.
    Τον Μάρτιο του 1975 τοποθετήθηκε μαρμάρινος ανδριάντας του Κωστή Παλαμά στο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ έργο του γλύπτη Βάσου Φαληρέα. Ο Παλαμάς αποδίδεται καθιστός σε μαρμάρινο κάθισμα, πάνω στο οποίο είναι ριγμένο ένα ιμάτιο. Έχει την ήρεμη στάση περισυλλογής που προσιδιάζει σ’ έναν ποιητή.  Το γύψινο πρόπλασμα του ανδριάντα βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη.
     Σήμερα "τιμής ένεκεν" είναι αφιερωμένη στο όνομά του μεγάλη αίθουσα εκθέσεων του πολυχώρου Τεχνόπολις στην Αθήνα. Επίσης λειτουργεί το Ίδρυμα Κωστής Παλαμάς στην οδό Ασκληπιού 3 στο κέντρο της Αθήνας με Πρόεδρο σήμερα, την Ακαδημαϊκό και ποιητή Κυρία Κική Δημουλά.
          Η οικία που γεννήθηκε ο Παλαμάς στην Πάτρα σώζεται έως σήμερα στην οδό Κορίνθου 241. Το Νοέμβριο του 2014 αγόρασε το ερειπωμένο οίκημα ο Αθανάσιος Δ. Στεφανόπουλος του οποίου η έμπνευση και οι κατευθύνσεις του, καθόρισαν την τύχη του εγχειρήματος, όπου και αποκαταστάθηκε με απόλυτο σεβασμό. Λειτουργεί σήμερα εκθετήριο όπου υπάρχει μεταξύ άλλων η προτομή του Κωστή Παλαμά έργο του γλύπτη Κων. Δημητριάδη (1943) και αποτελεί δωρεά της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Πελοποννήσου, εφημερίδες, έντυπα, περιοδικά, διάφορα χειρόγραφα και βιβλία του Κωστή Παλαμά. Βασικός στόχος της λειτουργίας του εκθετηρίου, είναι το εναλλασσόμενο περιεχόμενό του. Παράλληλα ιδρύθηκε η Αστική ΜΗ Κερδοσκοπική Εταιρεία «ΣΤΕΓΗ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ» που οι δραστηριότητές της αναπτύσσονται σε πολλά επίπεδα.   
6.      Επίλογος
      Ο επίλογος της ζωής του Παλαμά έδωσε πνοή στην ελληνική συνείδηση και τόνωσε το εθνικό συναίσθημα μέσα στα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Ο επικήδειος θρήνος έγινε εθνικός παιάνας στα στόματα όσων με την τέχνη του λόγου τους, ξεπροβόδισαν το σκήνωμά του. 

          Η συνεισφορά και η προσφορά του Κωστή Παλαμά στα ελληνικά γράμματα στην νεοελληνική λογοτεχνία και στον πολιτισμό γενικότερα είναι τεράστια. Ανανέωσε σημαντικά την ποιητική μορφή, αξιοποιώντας στο έπακρο τις δυνατότητες της λογοτεχνικής μας παράδοσης, από τον Όμηρο και τον Ρωμανό τον Μελωδό, ως τον Κάλβο. Αναπροσανατόλισε τη νεοελληνική πνευματική ζωή και την ποίηση από την πεισιθάνατη εκδοχή του νεοελληνικού ρομαντισμού προς τις ζωντανές πηγές του Ελληνισμού, το ελληνικό τραγούδι και τη δόκιμη παράδοση από το Διγενή Ακρίτα και τον Ερωτόκριτο ως το Σολωμό και τον Κάλβο. Έκανε ένα τεράστιο λογοτεχνικό άνοιγμα προς τις λογοτεχνίες της Ευρώπης, μπολιάζοντας την ποίησή του με τα σύγχρονα ρεύματα του Παρνασσισμού, του Συμβολισμού και του Ρεαλισμού. Με αγνό πανανθρώπινο ιδεαλισμό και πηγαία λυρική πνοή, δημιούργησε μια ολόκληρη εποχή κι έγινε Δάσκαλος στις νεώτερες γενιές. Δίκαια λοιπόν, θεωρείται, ύστερα από τον Διονύσιο Σολωμό, ο δεύτερος Εθνικός μας ποιητής.

Ο Κωστής Παλαμάς είχε ειπεί :  

Κάλλιο γλύστρα στο δρόμο το δικό σου, παρά στο δρόμο του άλλου να ‘σαι ορθός.   
Έγραψε δε :
Η Μεγαλοσύνη των λαών δεν μετριέται με το στρέμμα.
Με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα.
Αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα,
μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα!    
  Α Θ Α Ν Α Τ Ο Σ






















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου