Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

OMΙΛΙΑ ΕΙΡΗΝΗΣ ΤΡΙΚΗ ΜΕ ΘΕΜΑ "Η ΕΞΟΔΟΣ.Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ"


ΤΡΙΚΗ ΕΙΡΗΝΗ



Θέμα : «Η έξοδος – Ο αποχαιρετισμός του εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά»,
ομιλία εκφωνηθείσα στο χώρο του Αναγνωστηρίου της Δημοτικής Βιβλιοθήκης
Πατρών,στο Φιλολογικό Βραδινό της 1 ης Απριλίου του 2019 στον κύκλο των ομιλιων της Εταιρείας Λογοτεχνών Νοτιοδυτικής Ελλάδος.

Ως γνωστόν, το ενεστός έτος έχει ανακηρυχθεί, τουλάχιστον από τον Δήμο Πατρέων
και ατυχώς όχι από το Ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού, ως έτος αφιερωμένο στην
μνήμη του νεοέλληνα ποιητή Κωστή Παλαμά, ηγέτη της λεγόμενης Γενιάς του 1880.
Υπήρξε κατά γενικήν ομολογίαν, ένας από τους κορυφαίους Έλληνες ποιητές,
κριτικός και ιστορικός της λογοτεχνίας, αλλά και πεζογράφος και θεατρικός
συγγραφέας. Σύμφωνα με την πάγια συνήθειά μας, θα σας αναφέρουμε, αν και
έχουν ήδη λεχθεί, πάρα πολλά, ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία για τον μεγάλο
συμπολίτη μας. Όπως γράφει ο ίδιος: «Γεννήθηκα στην Πάτρα στα 1859. Πέμπτη,
απομεσήμερο, στις δύο η ώρα, δεκατρείς του Γενάρη. Τα νούμερα κρατώ από τον
αδερφό μου. Αν καλά θυμούμαι, τα γνώριζε από κάποιο καταστιχάκι της μητέρας ή
του πατέρα. Μέσα σ’ αυτό σημειωμένα έτσι, χρόνος, ημέρα ώρα οι ερχομοί στον
κόσμο και για τ’ άλλα δύο τ’ αδέρφια μου». Το σπίτι της οικογένειας Παλαμά, ως
γνωστόν βρισκόταν, στην οδό Κορίνθου, αρ. 77 τότε, 241 σήμερα. Ο Κωστής ήταν το
δεύτερο από τα τρία αγόρια του δικαστικού Μιχαήλ και της Πηνελόπης Παλαμά, το
γένος Πεταλά από την Ιθάκη. Η μητέρα, όπως και ο πατέρας του, εγκατέλειψαν τα
εγκόσμια πολύ γρήγορα και άφησαν τα τρία ανήλικα αγόρια τους «… τα άπτερα
ακόμη πουλιά…», σύμφωνα με το ποίημα του Κωστή Παλαμά, στη φροντίδα των
άμεσων συγγενών τους. Ο Κωστής και ο αδελφός του Χρηστάκης, βρήκαν καταφύγιο
στο Μεσολόγγι, το 1866 στο σπίτι του αδελφού του πατέρα τους, σχολάρχη και

συγγραφέα Δημητρίου Ι. Παλαμά. Το τρίτο αγόρι, ο Νίκος, ταξίδεψε στην Τεργέστη
στο σπίτι της αδελφής της μητέρας τους, συζύγου του εμπόρου Διονυσίου
Καρούσου. Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός.

Προτού επικεντρωθώ στο θέμα της ομιλίας μου, θα ήθελα να σημειώσω ότι η
σημερινή παρουσία μου στο βήμα αυτό οφείλεται εξ ολοκλήρου στην παραίνεση
του επίτιμου Δικηγόρου και αξιοτίμου Προέδρου της Εταιρείας Λογοτεχνών Νοτιοδ.
Ελλάδος κ. Λεωνίδα Μαργαρίτη, ο οποίος με προέτρεψε να συμμετάσχω στον
σεβάσμιο εορτασμό των 76 χρόνων από την μετάβαση του «εθνικού μας» ποιητή
Κωστή Παλαμά, από τα παρόντα εφήμερα και ορατά στα αόρατα, και επέκεινα».
Αρχικά είχα κάποιους ενδοιασμούς, γιατί δεν είμαι φιλόλογος και γιατί η έρευνά
μου πόρρω απέχει από το σήμερα πραγματευόμενο θέμα, αν και κατά την διάρκεια
της προετοιμασίας διαπίστωσα το αντίθετο. Όμως είμαι μόνιμη κάτοικος Πατρών
από γεννήσεως και απόγονος Πατρινών, επομένως εθεώρησα υποχρέωσή μου την
συμμετοχή στον εορτασμό. Επιπλέον, αισθάνθηκα ντροπή ατενίζοντας το σεβάσμιο
πρόσωπο του ποιητή, που εικονίζεται στον αναρτημένο μέσα στη Δημοτική
βιβλιοθήκη πίνακα, για την άρνησή μου αυτή, και τελικά δέχτηκα, εκθύμως.
Γνώρισα την ύπαρξη του ποιητή Κωστή Παλαμά, από τον πατέρα μου, όταν
περνούσαμε από την οδό Κορίνθου, μπροστά από το σπίτι του ποιητή. Συνήθιζε, ο
αείμνηστος πατέρας μου, Κωστής κι εκείνος, να με πληροφορεί για την ιστορία της
πόλεώς μας. Τον ευγνωμονώ γι’ αυτό. Γνώρισα επίσης τον Κωστή Παλαμά στο
Δημοτικό Σχολείο, όταν μαθαίναμε απ’ έξω τα περιλαμβανόμενα, στα Αναγνωστικά
μας αθάνατα ποιήματά του, όπως : Η Εληά, «είμαι του ήλιου θυγατέρα», καθώς και

από το χριστουγεννιάτικο ποίημά του : «Προσκυνητής». «Να ‘μουν του σταύλου εν’
άχυρο». Επίσης στο Γυμνάσιο, κατά τη διάρκεια των ετήσιων Γυμναστικών
Επιδείξεων στο στάδιο της Παναχαϊκής, όλων των σχολείων της Δ/θμιας
Εκπαίδευσης, ανεκρούετο με τον δέοντα σεβασμό ο Ολυμπιακός ύμνος, τον οποίον
είχε συνθέσει, το 1875 για την επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων, ο Κωστής
Παλαμάς. Τον θυμάμαι πολύ καλά τον ύμνο αυτό: «Αρχαίο πνεύμα αθάνατο αγνέ
πατέρα του ωραίου…». Αυτά σχετικά με τις προσωπικές μου αναμνήσεις. Το θέμα
της αποψινής ομιλίας μου αφορά, ως ήδη ελέχθη, στην αναχώρηση του Παλαμά
από τον παρόντα προσωρινό και επίπονο βίο και τον αποχαιρετισμό του από την
κατοχική Ελλάδα, τους εκτός Ελλάδας Ελλήνες, αλλά και τους Φιλέλληνες. Βέβαια
δεν πρέπει να εξαιρεθούμε και εμείς οι σημερινοί Έλληνες. Εμείς που είμαστε
απόψε όλοι εδώ με σκοπό να αποτίσουμε το δέοντα και οφειλόμενο φόρο
ευγνώμονος τιμής, σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Αρχιεπισκόπoυ Αθηνών
Δαμασκηνού, στον εξέχοντα συμπολίτη μας. Στον εξέχοντα Έλληνα ποιητή και όχι
μόνον ποιητή, «Δεν ξέρω θάνατο και κηδεία που να έγιναν αντικείμενο τόσων
συζητήσεων ,όσον του Κωστή Παλαμά. Συζητήσεις που άρχισαν τον χειμώνα του
1943 και συνεχίζονται στις μέρες μας», θα σημειώσει το 1993 ο Γιώργος Ζεβελάκης
ερευνητής της Λογοτεχνίας. Θα συμπλήρωνα, από την ώρα που έγινε γνωστή η
είδηση του θανάτου του ως και τις μέρες μας και θα συνεχίζεται η συζήτηση και
μετά από εμάς. «Είχαμε ξεχάσει ότι είναι θνητός», θα μας θυμίσει η Ιωάννα
Τσάτσου. H συγκυρία των ημερών εκείνων, στα μαύρα χρόνια της Γερμανικής
κατοχής, ανέδειξε τον χαμό ενός σημαντικού ποιητή σε μεγάλη εθνική απώλεια και

τη συμμετοχή στην κηδεία αυτή ξεχωριστή πράξη εθνικής αντίστασης (Περιοδ. η
Λέξη, ειδ. τεύχος υπ. αρ. 114, 1993, σελ. 264). Ένα εγερτήριο σάλπισμα, ένα
εγερτήριο ελευθερίας, το ξέσπασμα ενός υπόδουλου και κακοπαθημένου, αλλά και
υπερήφανου λαού, που αγωνιζόταν να κατακτήσει την εθνική του ελευθερία
(Περιοδ. «Νέα Εστία», Χριστούγεννα 1993, σελ.1). Αλλά ας ξεκινήσουμε από την
αρχή του 1943:

Η είσοδος του νέου έτους (1943), δεν αποτελεί χαρμόσυνο γεγονός. Αντιθέτως η
χώρα ζει εν μέσω αξεπέραστων αντιξοοτήτων, πράγμα το οποίον αποτυπώνεται
εναργώς στις κυκλοφορούσες εφημερίδες των Αθηνών, οι οποίες είναι : Τα
Αθηναϊκά Νέα, Η Ακρόπολις, Η Βραδυνή, Το Ελεύθερον Βήμα, Η Καθημερινή, Η
Πρωία και ο Πρωινός Τύπος, στις οποίες δημοσιεύονται αναγγελίες εκτελέσεων και
απαγορευτικών διαταγών εκ μέρους των αρχών κατοχής. Από τα πιο χαρακτηριστικά
είναι η ανακοίνωση του γερμανού στρατιωτικού Διοικητή Νοτίου Ελλάδος, χωρίς
υπογραφή, στην εφημερίδα : «Η Πρωία», της Κυριακής 10 Ιανουαρίου 1943 :
Διαβάζουμε :«… λόγω των τελευταίων κατ’ επανάληψιν εμφανισθεισών
περιπτώσεων σαμποτάζ» διατάζει να παραδοθούν, εντός δέκα ημερών, όλες οι
ραδιοφωνικές συσκευές και όλα τα εξαρτήματα στο Γερμανικό Φρουραρχείο. Και
από κάτω ακριβώς, στο ίδιο φύλλο, αναγγέλλεται η εκτέλεση τριών πατριωτών σε
θάνατο, με την κατηγορία της συμμετοχής σε σαμποτάζ και κατοχή δυναμίτιδας.
Ακόμη και τη μέρα της 28 ης Φεβρουαρίου, του 1943, που στις εφημερίδες
καταχωρείται η λογοκριμένη και ομοιόμορφη είδηση, ότι : ΑΠΕΒΙΩΣΕ Ο ΚΩΣΤΗΣ
ΠΑΛΑΜΑΣ, ακριβώς από κάτω (φιγουράρει) ασύντακτη επικεφαλίδα : ΚΑΤΑΔΙΚΑΙ

ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΙΣ ΘΑΝΑΤΟΝ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙΣΑΙ ΛΟΓΩ ΚΑΤΟΧΗΣ ΟΠΛΩΝ ΑΣΥΡΜΑΤΟΥ ΚΑΙ
ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΙΑΣ (Περιοδ. η Λέξη, ο.π. 1993 σελ. 264). Η αναφορά μας στις ανωτέρω
συγκλονιστικές ανακοινώσεις, σκοπούν στην συνειδητοποίηση της οικτράς
καταστάσεως που επικρατούσε στην κατεχόμενη Αθήνα και την Ελλάδα γενικότερα.
Εκτός των ανωτέρω, ο χειμώνας του 1943, κατά γενικήν ομολογίαν, ήταν
ασυνήθιστα βαρύς. Δεν ήταν όμως μόνον η βαρυχειμωνιά που σκέπαζε απ’ άκρου
εις άκρον την κατεχόμενη Ελλάδα. Οι τραγικές κοινωνικές συνθήκες της βίας και της
τρομοκρατίας, μαζί με το μαρτύριο της πείνας, αποδεκάτιζαν τον λαό μας… Στην
αδυσώπητη εμφαντική πορεία του ο θάνατος παιάνας, όπως τον αποκαλεί ο
ποιητής Άγγελος Σικελιανός, παρασύρει αδιακρίτως ό,τι πνευματικό και ελληνικό
έχει απομείνει. Μας πήρε τον μεγάλο αριστοτέχνη Γρυπάρη,… τον άγιο και
γλυκύτατο Τραυλαντώνη,…. τον μεγάλο Μιλτιάδη Μαλακάση». Να σημειώσουμε
ενδιάμεσα, ότι 17 ή 18 ημέρες προ της 28 ης Φεβρουαρίου, αναχωρεί για τα
υπερκόσμια η Μαρία Κωστή Παλαμά, από το επί της οδού Περιάνδρου σπίτι του
Παλαμά, στο Κολωνάκι «….υποκύψασα σε βαρειά γρίππη, αφού προηγουμένως, την
είχε συντρίψει η μυοκαρδίτις από την οποία βασικά υπέφερε» (η Λέξη, ο.π…. σελ.
265).

Η Άννα Σικελιανού διηγείται το γεγονός αυτό, όπως το έζησε εκείνη : «Κάναμε
καθημερινές επισκέψεις στον Κωστή Παλαμά, που όλο και χειροτερεύει από
κακοπέραση κι εξάντληση και είναι να απορείς για την αντοχή αυτού του μικρού
κορμιού που κείτεται σε ένα κρεβατάκι σχεδόν παιδικό, με τρεμάμενη φωνή και
βογγητά που σταματήσανε μόνο με το θάνατο της γυναίκας του, χωρίς να τον έχει

μάθει (δεν τον πληροφορήθηκε). Ναι, πρώτα έφυγε εκείνη κι ας έμοιαζε πιο στέρεη,
πονεμένη, παγωμένη και πεινασμένη. Δεν ήταν πρώτη φορά, συνεχίζει η Άννα
Σικελιανού, που πεινούσε η κα. Παλαμά. Μου είχε πει, πως πριν διορισθεί ο Κωστής
στο Πανεπιστήμιο, πολλές φορές, εκείνη και τα παιδιά της, έπιναν ένα φλιτζάνι
καφέ και λίγο ψωμί, για βραδινό … Πολλές φορές η κα. Παλαμά, μου είχε
εμπιστευθεί τον καϋμό της. «Να βαστάξει Θέ μου, ο Κωστής, να μην πεθάνει στις
ημέρες της Κατοχής, μα αφού ελευθερωθούμε, για να τιμηθεί όπως του πρέπει»
(Περιοδ. η Λέξη, ο.π. σελ. 265). Να σημειώσουμε παρεμπιπτόντως, ότι ο Κωστής
Παλαμάς, διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Παν/μίου Αθηνών από το 1887 έως και
το 1928. Επίσης, το 1926 διορίστηκε αριστίνδην μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το
1930 εξελέγη Πρόεδρος του Ανωτάτου αυτού Πνευματικού Ιδρύματος. Αλλά, ας
προχωρήσουμε ακριβώς στις τελευταίες ημέρες του Μεγάλου μας Ποιητή, όπως τις
αφηγείται ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός. «… Στις 19 Φλεβάρη, το βράδυ, στην
τελευταία επίσκεψη του ζεύγους Σικελιανού στο σπίτι της οδού Περιάνδρου … ο
Παλαμάς ήταν καλύτερα, αισθανότανε καλύτερα, κ’ η κόρη του Ποιητή, μας κάλεσε
να τον δούμε. Εμπήκαμε, λοιπόν, η κόρη του Ποιητή, η γυναίκα μου κ’ εγώ στην
κάμαρά του, που ήταν το ίδιο το γραφείο του Ποιητού ένα χρόνο τώρα κι όπου,
ανάμεσα από τα βιβλία του, ήταν ξαπλωμένος στο μικρό του ασκητικό κλινάρι.
Αληθινά, η μορφή του ήταν εξαιρετικά γαλήνια το βράδυ εκείνο, σαν ν’ ανάπνεε
από μια βαθύτερη πνευματική και ψυχική ευεξία, τόσο, που κ’ η άρθρωση του
λόγου του, το βράδυ αυτό, ήταν καθαρή, καθώς ποτέ τον ύστερον αυτό καιρό»
(Περιοδ. η Λέξη, ο.π., σελ. 266). Με ρώτησε, όπως με ρωτούσε πάντα τώρα

τελευταία, για την Πατρίδα μας, κι αφού του απάντησα – δε ξέρω πως – σαν να
ζητούσα να του δώσω, μια βαθύτερην απόκριση στο ρώτημά του αυτή την ώρα,
ζήτησα απ’ την κόρη του Ποιητή, το «Δωδεκάλογο του Γύφτου». |- Θέλετε να σας
διαβάσω κάποιους στίχους Σας; τον ρώτησα |- Αν θέλω; απάντησε. Κ’ εγώ, τότε,
άνοιξα το «Δωδεκάλογο» στον πολυξακουσμένο και πολυακουσμένο του, αλλά
πάντα νέο για όλους μας, «Προφητικό». Κι αρχίνησα να διαβάζω. Όταν εσήκωσα το
βλέμμα μου από το βιβλίο, στην όψη του Ποιητή δυό ρυάκια δάκρυα εκυλούσαν
ακατάπαυστα απ’ τα μάτια του στα μάγουλά του. Εξακολούθησα να διαβάζω το
στερνό το λόγο από το Δωδεκάλογο, «Σε μια γυναίκα». Εκοίταξα την όψη του
Ποιητή. Τα μάτια του έλαμπαν σαν σε έκσταση. Ξάφνου κ’ενώ διάβαζα, ωσάν να
γέμισεν ολόκληρο το σπίτι από την παρουσία της Κυρίας Παλαμά αιστάνθηκα έναν
κόμπο να μου σφίγγει το λαιμό. Μου ήταν αδύνατο, εντελώς αδύνατο, να
προχωρήσω πια στο διάβασμα. Εσυγκρατήθηκα όσο μπορούσα, για να μη με
καταλάβει ο Ποιητής. Ξανάσκυψα και του ‘πα : - Ας μη διαβάσουμε άλλο απόψε. Να
ξεκουραστείτε τώρα λίγο. Θα διαβάσουμε αύριο πάλι. - Έγειρα τότε και του φίλησα
το χέρι. Αυτός επήρε το κεφάλι μου, με φίλησε, έπειτα σήκωσε άξαφνα το χέρι και τ’
ακούμπησε με δύναμη κι ώρα πολλή στο μέτωπό μου, σα να μ΄ευλογούσε. Όταν
σηκώθηκα από πλάι του, τον ρώτησα μηχανικά σχεδόν : - Το θέλετε το φως; Και τότε
- το επαναλαμβάνω αυτό μονάχα, γιατί αυτά ήταν τα στερνά λόγια π’ άκουσα απ’ το
στόμα του Ποιητή – είπε με ξάστερη και δυνατή φωνή: - Το φως ; Ποιο φως; Εσύ
είσαι το φως ! Τότε η κόρη του Ποιητή, η γυναίκα μου κ’ εγώ εβγήκαμε από το
δωμάτιο. Την άλλη μέρα, όταν επήγα βράδυ, ο Ποιητής κοιμόνταν. «Τη νύχτα», μου

‘πε η κόρη του Ποιητή, ο Πατέρας ξύπνησε έχοντας στο στόμα του ένα αναστάσιμο
τροπάρι, κ’ έπειτα, όλο σε ζητούσε : «Που είναι ο Άγγελος; που είναι ο
Άγγελος,(Περιοδ. η Λέξη, ο.π., σελ. 266) τη μεθεπόμενη, εγώ ο ίδιος (ο Σικελιανός)
ήμουν άρρωστος βαριά. Δεν ξαναπήγα σπίτι του παρά όταν μου μήνυσανε το
θάνατό του». Μετά από αυτές τις τελευταίες εικόνες ζωής του Παλαμά, συγκινητική
είναι η περιγραφή της ώρας του θανάτου του. Το λόγο έχει η κόρη του ποιητή,
Ναυσικά (Περιοδ. η Λέξη, ο.π., σελ. 267): «Κατά τις 9 το ύστατο βράδυ, 26
Φεβρουαρίου, παρακάλεσα τον αδελφό μου το Λέανδρο και την γυναίκα του, τη
Δωροθέα, που ήταν φιλάσθενη και μετά ένα χρόνο τη χάσαμε κι εκείνη στην
Ελβετία, ν’ αποσυρθούν και να ξαναέλθουν το πρωί, να με διαδεχθούν στο
προσκέφαλο του Πατέρα. Υπέκυψαν. Από τις 9:30, που έφυγεν ο αδερφός μου, έως
τα μεσάνυχτα, ήμουν μόνη στο δωμάτιο. Λίγο πριν από τις 12, ήρθε να με
συντροφεύση η φίλη μου ζωγράφος κα. Διαμαντοπούλου – Στύλου…., Εγώ
αποσύρθηκα σε μια γωνιά για να ξεκουραστώ λίγο, και στην αγρύπνια πλάι στον
Ποιητή, που έσβηνε ήρεμα και γαλήνια – τόσο που δεν το καταλαβαίναμε ότι
επλησίαζε το τέλος – με διεδέχθη η κα. Διαμαντοπούλου. Όσες ώρες έμεινε, επήρε
το κραγιόνι της και απόδωσε στο χαρτί μερικά σκίτσα του πατέρα με την έκφρασή
του στις τελευταίες στιγμές. Κατά τις δύο η αναπνοή του πατέρα έγινε δυσκολότερη.
Η κα. Διαμαντοπούλου, ήλθε τότε κοντά μου και μου ψιθύρισε : «Ναυσικά, έλα».
Είχε πια επέλθει ο κάματος στον Ποιητή : … Μετά η αναπνοή του εγίνετο διαρκώς
και πιο βαρειά, τα σκίτσα της ζωγράφου κας Διαμαντοπούλου έχουν αποδώσει μ’
ενάργεια και πιστή ζωντάνια αυτήν την επιθανάτιο πορεία και ξαφνικά έγειρε το

κεφάλι. Τ’ ακούμπησε ενστικτωδώς στο δεξί χέρι – στην γνωστή αγαπημένη του
στάση – και έσβησε με το τρεμοσάλεμο ενός πουλιού … όπως ο ίδιος είχε
διαγράψει, στον κύκλο των τετραστίχων» (η Λέξη, ο.π. σελ. 267). Υπέκυψε στις 3:20
το πρωί, ακριβώς. Στις τελευταίες ώρες του, δεν είπε απολύτως τίποτε. Δεν ήταν σε
θέση να μιλήση… Ό,τι ψιθύρισε για τελευταία φορά πρέπει ν’ αναζητηθή απ’ ενωρίς
το βράδυ και ήταν ελάχιστοι φθόγγοι, σαν να εζητούσε κάτι (η Λέξη, ο.π. σελ. 267).

Την είδηση του θανάτου δεν προλαβαίνουν να τη δώσουν οι πρωινές εφημερίδες.
Από στόμα σε στόμα το πληροφορήθηκαν οι πιο κοντινοί άνθρωποι του ποιητή. Από
τους πρώτους που έφτασαν στο σπίτι του ήταν ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, το ζεύγος
Σικελιανού, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Γιώργος Κατσίμπαλης κ.α.

Η Άννα Σικελιανού (μας) λέει για τις στιγμές αυτές: «Μόλις μας ήρθε το μήνυμα
για το θάνατό του, ο Άγγελος έτρεξε πρώτος και σε λίγο κι εγώ. Είδαμε για λίγο το
νεκρό στο κρεβατάκι του, ντυμένο με το φράκο του, (του το είχε ετοιμάσει η
γυναίκα του Μαρία, πριν αναχωρήσει κι αυτή), το κολαριστό πουκάμισο και γιακά
που του τέντωνε το λαιμό, τα σκληρά παπούτσια του κι όλη αυτή η επισημότητα
σχημάτιζε έναν στενό τάφο που εξαφάνισε το στοχαστή, που η ψυχή μας έτρεχε
λίγες μέρες πριν να προφτάσει τη ματιά του (η Λέξη, ο.π. σελ. 267).

Το μικρό σπιτάκι της οδού Περιάνδρου 5, είχε γεμίσει κόσμο σα να ‘τανε
πανηγύρι, ένα πανηγύρι με τον άγιό του, με πολλούς ανθρώπους, γνωστούς και
άγνωστους, όλοι θερμά κι επίσημα αδερφωμένοι, με πρόσωπα ευφρόσυνα από την
κληρονομιά που τους άφηνε ο Μεγάλος Νεκρός, την ώρα της «συμφοράς τους» ( η

Λέξη, ο.π. σελ. 268).

Ο Άγγελος Σικελιανός θα συμπληρώσει : «Είδα το νεκρό του για μια στιγμή μονάχα
την ημέρα εκείνη. Στη μορφή του υπήρχε η πνευματική ακτινοβολία που καταργεί
το θάνατο στη σκέψη μας σαν φυσικό φαινόμενο και που μας δίνει, συνδυασμένη
με το θάνατο, ως γεγονός μυστηριακό, όσο δεν δίνει ούτε η φύση, ούτε κ’ η Τέχνη
ακόμα : την αντιφεγγιά της Αιωνιότητας, τόσο αισθητή και (τόσο) απτή. Κατά τα
λόγια της Γραφής : «Και εν κοιμήσει επροφήτευε το σώμα αυτού». (η Λέξη, ο.π. σελ.
268).

Θα προσπαθήσουμε στη συνέχεια να σας καταστήσουμε κοινωνούς των γεγονότων
που αφορούν στην προετοιμασία της πολυσήμαντης κηδείας του Μεγάλου μας
Νεκρού, όπως τα περιγράφει ο γνωστός νομικός, πολιτικός, καθηγητής φιλοσοφίας
του δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετέπειτα Πρόεδρος της Ελληνικής
Δημοκρατίας, φίλος και θαυμαστής του νεκρού ποιητή, Κωνσταντίνος Τσάτος, ο
οποίος πρωτοστάτησε στην την οργάνωση της κηδείας, και περιγράφει τα γεγονότα
που υπέπεσαν στην αντίληψή του : Αρχικά αναφέρεται στην προετοιμασία για την
εμφάνιση του εκλιπόντος και στη συνέχεια αναφέρει : «…Την ερχόμενη μέρα το
πρωί, είχε ξαναπάρει η μορφή του το σχήμα και την έκφραση που γνωρίζαμε… τα
δασιά φρύδια, που σκέπαζαν τα μάτια του, από τα ωραιότερα μάτια που μπορεί να
φαντασθεί κανείς. Βαθειά, θεληματικά, ωραία, λάγνα, μυστικά, γεμάτα κατανόηση
και αγάπη και διαπεραστικά, έτοιμα να γελάσουν, να σατιρίσουν. Τίποτα δεν
εξέφραζε την προμηθεϊκή ψυχή του, από αυτά τα υπέροχα μάτια. Αυτά τα μάτια,

που υπήρχαν και έφεγγαν ως τις τελευταίες του μέρες, αυτά που δεν θα έφεγγαν
πια… Κόσμος άρχισε να έρχεται. Προσπαθούσα πολλές φορές να κάθομαι επάνω
από το σκήνωμα για να εντυπωθεί καλά μέσα μου η μορφή του. Με διακόπτανε ένα
σωρό άλλες φροντίδες (η Λέξη, ο.π. σελ. 268). Ο Λέανδρος (ο γυιός του Ποιητή) ένας
ασυνεννόητος εγωιστής, ένας από τους αντιπαθέστερους ιδιότροπους που μπορεί
να φαντασθεί κανείς, ήρθε να δει τον πατέρα του στις τρεις το απόγευμα, δώδεκα
ώρες αφού έκλεισε τα μάτια! Με αυτόν μαλλιοτραβιόμουνα. Δεν ήθελε να αφήσει
το Σικελιανό να αποχαιρετήσει το νεκρό και γενικά ήθελε να αποφύγει κάθε εθνική
εκδήλωση γιατί, καθώς μας είπε αυτολεξεί, «δεν θα του δίνανε ύστερα οι Ιταλοί
διαβατήριο για να φύγει». Η σκέψη ότι η κηδεία του Παλαμά θα κανονίζονταν από
το διαβατήριο του Λέανδρου, ήταν κάτι που μας οδηγούσε πέρα από την οργή, στην
κατάπληξη. Ο Σικελιανός εν τω μεταξύ είχε χάλια… (η Λέξη, ο.π. σελ. 268). Ζήτημα
ήταν αν θα τα κατάφερνε να ‘ρθεί… Ήταν εκεί και η Ιωάννα Τσάτσου, η οποία ζούσε
βαθιά αυτές τις ώρες εθνικά και ανθρώπινα. Η Νέλλη, η Αλέκα, η Θάλεια Βοϊλα και
από άνδρες, ο Κατσίμπαλης, ο Σικελιανός και εγώ, είμαστε ας πούμε έτσι, εκείνοι
που είχαν γνώμη και που αγωνισθήκαμε καθένας με τον τρόπο του να
αντιμετωπίζουν τον Λέανδρο, που και αυτός καλά – καλά, δεν ήξερε τί ήθελε, γιατί
δεν ήθελε και άδοξη ταφή για τον πατέρα του, αλλά την ήθελε ακίνδυνη γι’ αυτόν.
Το δ ι α β α τ ή ρ ι ο (προφανώς ήταν το μέλημά του)!..... Την Ντορίτα την είχα
στείλει και είδε τον νεκρό, για να θυμάται αργότερα το γεγονός αυτό σαν κάτι
σημαντικό στη ζωή της (η Λέξη, ο.π., σελ. 269)». Για την αντιπαθητική συμπεριφορά
του Λέανδρου Παλαμά καταθέτει τη μαρτυρία του ο Μενέλαος Λουντέμης, πού τον

συνάντησε το πρωί του Σαββάτου στο βιβλιοπωλείο του «Αετού», όπυ γίνονταν,
παρουσία των εκδοτών Κίμωνα Θεοδωρόπουλου και Χρυσ. Γανιάρη, οι πρώτες
σκέψεις για την οργάνωση της κηδείας. Ακολουθεί ο διάλογος μαζί του, όπως τον
καταγράφει ο Λουντέμης : «- Κύριοι !! … είπε στυφά. Σας παρακαλώ. Σεβαστείτε το
πένθος μας ! Τι θέλετε, επιτέλους, απ’ τό νεκρό μας; Αφήστε τον ήσυχο!... Θα τον
ενταφιάσει η οικογένειά του, σεμνά, οικογενειακά (ήθελε να πεί «μυστικά»).
Άφρισα. - Ποια οικογένειά του; του λέω. Φαίνεται, κύριε, πώς δεν ξέρετε ποιόν
είχατε πατέρα! Οικογένειά του είναι όλη η Ελλάδα. Μόνος του την απόχτησε. Και
κανένας ανάξιος γιός δεν μπορεί μα του την αφαιρέσει. Ήταν μέτριος σ’ όλα. Στην
ποίηση, στή ζωγραφική, στη λογιστική. Σήμερα αποδειχνότανε μέτριος και στα
αισθήματα. - Ξεκινάτε από «αλλότριους» σκοπούς… είπε με σφιγμένα τά δόντια. Δε
θα σας αφήσω να κάνετε τον πατέρα μου ύποπτο φλάμπουρο. - Φλάμπουρο είναι !
Και προς τιμή του. Και προς τιμή σου. Αν είσαι μικρός γι’ αυτήν την τιμή, παραμέρα
!... Κλείσου στο σπίτι σου. Θα περάσει ο Λαός και θα σε παρασύρει. Κρύψου ! Τ’
άλλα είναι δική μας υπόθεση». Το μεσημέρι του Σαββάτου μαθαίνει για το θάνατο
του Παλαμά ο Γιώργος Θεοτοκάς και επισκέπτεται αμέσως το σπίτι του Παλαμά
στην Πλάκα. Βλέπει το νεκρό που τον έχουν ξαπλωμένο σ’ ένα ντιβάνι, στη μικρή
του βιβλιοθήκη και συνεχίζει με τις εντυπώσεις του από εκείνη την επίσκεψη.
«Ήταν ντυμένος στα μαύρα και σκεπασμένος με ανθισμένα κλαδιά αμυγδαλιάς.
Ήταν, θα έλεγε κανείς, ακόμα μικρότερος απ’ ό,τι ξέραμε, σαν τα λείψανα των
αγίων. Στην κάμαρα αυτή στεκότανε μόνος του ο Στράτης Μυριβήλης, που, μόλις
μπήκα, γύρισε και μου είπε : «Κοίταξε τι γλύκα που έχει αυτό το πρόσωπο !». Κι

ήταν πράγματι εξαιρετικά γλυκιά η μορφή του, γεμάτη απέραντη πατρική αγάπη. Το
απόγευμα ένιωσα την ανάγκη να ξαναπάω να την ξαναδώ. Έμεινα τότε κάμποση
ώρα, με τον Κατσίμπαλη και άλλους φίλους. Είχαν ανάψει κεριά κοντά στο νεκρό,
χωρίς άλλο φως. Νόμιζες πως έβλεπες μπροστά σου πεθαμένο μισόν αιώνα
ελληνικής ζωής. Εκεί, ο Παλαμάς, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, μου φάνηκε
Βυζαντινός, βγαλμένος από τα βάθη του βυζαντινού Μεσαίωνα, άνθρωπος της
μεγάλης, της πολύδοξης και σοφής Ρωμανίας, βαθύτατα Βυζαντινός στο αίμα του
και στην ψυχή του, στη φυλετική και στην πνευματική του καταγωγή. Το πιστεύω
σταθερά πως, ανεξάρτητα από την πολυμέρεια και τις αντιφάσεις του πνεύματός
του, ο κεντρικός, ο βαθύτερος πυρήνας της ποιητικής του δημιουργίας ήταν
βυζαντινός. Το ίδιο απόγευμα, η Ναυσικά Παλαμά μου διηγήθηκε ένα επεισόδιο
που μου φαίνεται τώρα χαρακτηριστικό. Δυο ώρες πριν από το θάνατο, δηλαδή
κατά τη μία μετά τα μεσάνυχτα άκουσε, μέσα στον ύπνο της, μια βυζαντινή
ψαλμωδία. Ξύπνησε, πήγε στην κάμαρα του πατέρα της και τον ήβρε να ψέλνει
κοιμισμένος. Του μίλησε, μα δεν την άκουσε κι εξακολούθησε να ψέλνει» (η Λέξη,
ο.π., σελ. 270).

Το μεσημέρι του Σαββάτου κυκλοφορούν οι απογευματινές εφημερίδες, αλλά μόνο
τα Αθηναϊκά Νέα έχουν προλάβει να τυπώσουν την είδηση, με τίτλο : «Απέθανε
σήμερον την πρωίαν ο μεγάλος μας ποιητής Κωστής Παλαμάς». Στο ερώτημα, πως
έμαθε ο κόσμος για το θάνατο του ποιητή, οι απαντήσεις συγκλίνουν, ότι η πηγή της
πληροφόρησης ήταν η μικρή έκθεση που στήθηκε στις προθήκες του βιβλιοπωλείου
του Ελευθερουδάκη στη γωνία των οδών Σταδίου και Καραγεώργη Σερβίας. Εκεί

είχε τοποθετηθεί μεγάλη φωτογραφία του Παλαμά, κάτω από την οποία έκαιγε ένα
κερί και ανάμεσα σε μαύρες ταινίες ένα μεγάλο χαρτόνι έγραφε το γνωστό ποίημα
του νεκρού (που αρχίζει με τον στίχο) : «Ο Ακρίτας είμαι Χάροντα», δεν περνώ με τα
χρόνια, μ’ άγγιξες και δε μ’ ένιωσες| στα μαρμαρένια αλώνια. Ειμ’ εγώ η ακατάλυτη
ψυχή των Σαλαμίνων|, στην Εφτάλοφην έφερα| το σπαθί των Ελλήνων|. Δε χάνομαι
στα Τάρταρα, μονάχα ξαποσταίνω|. Στη ζωή ξαναφαίνομαι| και λαούς ανασταίνω.
«Στο τζάμι της προθήκης ήταν κολλημένο ένα χαρτί με την είδηση του θανάτου και
την αναγγελία της κηδείας. Η προσφορά αυτής της προθήκης στην πληροφόρηση
του κόσμου, είναι αναμφισβήτητη. Το επιβεβαιώνουν πολλές μαρτυρίες : Ο
Σικελιανός και ο Ροζέ Μιλλιέξ μιλούν και για ένα ατελείωτο ανθρωπομάζωμα, νέοι,
παιδιά, γυναίκες, άνδρες, γέροι, με το μολύβι στο χέρι, αντιγράφανε λαχανιασμένα
σ’ ένα μικρό κομμάτι χαρτιού τους στίχους, που είχαν αναρτηθεί… Το πρωί της
Κυριακής, μέρα της κηδείας, όλες οι εφημερίδες, ακόμη και εκείνες των αρχών
κατοχής, δημοσιεύουν την είδηση του θανάτου του ποιητή, καθώς και πληροφορίες
για τη ζωή και το έργο του. Στο αγγελτήριο της κηδείας εκφράζεται η παράκληση να
μην εκφωνηθούν λόγοι (η Λέξη ο.π., σελ. 270).

Ποιος όμως είναι αυτός ο άνθρωπος για τον οποίον κινητοποιείται ο λαός μιας
ολόκληρης πρωτεύουσας, ενός υπό σκληρή κατοχή ευρισκομένου κράτους ; Γιατί οι
πληροφορημένοι κατακτητές δεν αντιδρούν ; Σέβονται ίσως το μεγαλείο της
αναμενόμενης εξοδίου ακολουθίας. Τι μπορεί να συμβαίνει ; Τον φοβούνται, τον
θαυμάζουν, τον τιμούν. Επιτρέψατε μας μια απάντηση. Ό λ α α υ τ ά μ α ζ ί. «Είσαι
ο μόνος, εισ’ ο ασύγκριτος, είσαι ο χωριστός, |στα μεγάλα πετάματα, όλο υψώνει σε

και είναι ο νους σου χρυσαϊτός» (Η φωνή του Γύφτου στο Δωδεκάλογο) (Ίδρυμα -
Κωστή Παλαμά, Αθήνα 2003, σελ. 34). Είναι το ανάγλυφο της εθνικής μας
ταυτότητας σύμφωνα με τον δοκιμιογράφο, μυθιστοριογράφο, συγγραφέα και
ακαδημαϊκό Τάσο Αθανασιάδη, Πρόεδρο του «Ιδρύματος Κωστή Παλαμά της
Αθήνας». Η Εθνική μας ταυτότητα προβάλλει ανάγλυφη μέσα από το έργο του. Είναι
αυτός ο οποίος δεν παρέλειψε, όπως κάθε υπεύθυνος πνευματικός ηγέτης, να
εγκωμιάζει επιτεύγματα της κοινωνίας του, που ανύψωσαν το εθνικό φρόνημά της,
αλλά και να καυτηριάζει φαύλες ενέργειες, που , όπως ο ίδιος γράφει στα δικά του
ποιήματα, που προκάλεσαν εθνικές συμφορές (Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, Αθήνα
2003, ο.π., σελ. 33); Ο θαυμαστός αυτός άνθρωπος, ο οποίος, στο μέγιστο διάστημα
της μακριάς ζωής του, το καθημερινό οδοιπορικό του, απ’ το «κελλί» του, όπως
αποκαλούσε το γραφείο του σπιτιού του, ως τον χώρο της υπηρεσία του στο
Πανεπιστήμιο, δεν ξεπερνούσε μερικές εκατοντάδες μέτρα, κατόρθωνε, ωστόσο, με
τις χαρισματικές νοητικές κεραίες του, να συλλαμβάνει τα μηνύματα της εποχής του
– πνευματικά, ηθικά κοινωνικά και με την εκπληκτική φαντασία του, να κάνει
ταξίδια μέσα στην ιστορία, να περιγράφει μακρινές χώρες και παράξενους λαούς,
μετουσιώνοντας τα πνευματικά βιώματά του σε μεγαλόπνοες επικές συνθέσεις,
αλλά και σε στιχουργικά κομψοτεχνήματα απαράμιλλης λυρικής γοητείας, που
αποτελούν το αποθεματικό της λογοτεχνίας μας. Υπήρξε πρωτοπόρος ανάμεσα
στους συνοδοιπόρους του της λογοτεχνικής γενεάς του 1880, που αναπτύσσει τις
λυρικές δυνάμεις της, ύστερα από τη νίκη της κατά του λογιοτατισμού και ενός
αφυδατωμένου ρομαντισμού, για να εγκαινιάσει μιαν εποχή πρωτόφαντης ακμής

στα Γράμματά μας, έδειξε από πολύ νέος το μέγεθος του ταλέντου του. Στη μακριά
σταδιοδρομία του, το έργο του, εγκωμιάστηκε και επικρίθηκε – φυσική αντίδραση,
αφού το έργο της τέχνης, το προσλαμβάνουμε μέσω της ιδιοσυγκρασίας μας. Ο
Κωστής Παλαμάς δεν ναρκισσευόταν απ’ τους επαίνους, ούτε, όμως, εξοργιζόταν
απ’ τις επικρίσεις… Είχε συναίσθηση του αισθητικού κύρους που του προσέδιδε η
υπεροχή του. Μπορεί να μην την επιδείκνυε από σεμνότητα, την διακήρυττε όμως
μέσα απ’ τα προσωπεία των ηρώων του, όπως με τη φωνή του Γύφτου, στον
Δωδεκάλογό του, όπως ήδη σημειώσαμε (Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, Αθήνα 2003, σελ.
34). Η ιδιοσυγκρασία ενός λαού, είναι πάντοτε αποτυπωμένη στη λογοτεχνία και τις
καλές τέχνες του αναφέρει ο Ακαδημαϊκός και Πρόεδρος του «Ιδρύματος Κωστή
Παλαμά» , Τάσος Αθανασιάδης (Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, Αθήνα 2003, σελ. 33). Η
ποίηση είναι μια ενορχήστρωση από λέξεις, με τις οποίες πασχίζει ο δημιουργός να
εκφράσει προσωπικά, αλλά και καθολικά αισθήματα. Όμως, ακόμη και όταν νομίζει
πως το κατορθώνει, συχνά το πιο ουσιαστικό νόημα από αυτά, του διαφεύγει, γιατί,
τελικά ο χώρος της ψυχής παραμένει αδιερεύνητος – ένα μυστήριο. Πως λοιπόν να
υπάρξει ομογνωμία για το έργο της τέχνης, όταν ακόμη και ο δημιουργός του – αν
έχει υψηλή αίσθηση του κάλους –, διστάζει να αποφανθεί οριστικά γι’ αυτό. Τελικά
ο χρόνος αποφάνθηκε για το έργο του (θαυμαστού αυτού ανθρώπου), Κωστή
Παλαμά, που σήμερα (ευλόγως και κατ’ αξίαν) τιμούμε, ότι το έργο αυτό αποτελεί
την σπονδυλική στήλη της Γραμματείας μας (Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, Αθήνα 2003,
σελ. 34,35). Μέσα σ’ αυτό το έργο, ο ποιητής, πανταχού παρών, άλλοτε παγανιστής
από την αρχαιολατρεία του, άλλοτε χριστιανός, απ’ τη μυστικοπάθειά του,

τραγούδησε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, έτσι ώστε δίκαια να καυχηθεί πως: «του
φτωχού, του δειλού και του βάρυπνου, τρέφω μέσα μου την ψυχοπόνια |ό,τι
πάσχει, ό,τι ακούει, ό,τι δέχεται τη σκληρή καταφρόνια |του μιλάω, του γελάω,
είναι αδέρφι μου |κολητό και στη γη το μαμμούδι |τ’ όνομά του που δεν
καταδέχεται να το πει το τραγούδι» (Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, ο.π., σελ. 35). Και
συνεχίζει ο Τάσος Αθανασιάδης : «… Από αναμνήσεις συγχρόνων του και
πληροφορίες φίλων της γενεάς του, αναπαράστησα μέσα μου την Ασάλευτη Ζωή
του. Να τον βρίσκει το φως της λυκαυγής στο δωμάτιο του γραφείου του, σκυμένο
πάνω στα χειρόγραφά του . η μέρα στο Πανεπιστήμιο (Αθηνών), . μερικές απόβραδες
ώρες στα γραφεία των εφημερίδων όπου συνεργαζόταν . τις νύχτες, πάλι μέσα στο
κελλί του, αφήνοντας ελάχιστο χρόνο σε μικρές τέρψεις, ασκητικός απ’ τη φύση του
(Ίδρυμα Κωστή Παλαμά…. ο.π., σελ. 35). Όμως, θα γράψει γι’ αυτό ο ίδιος,: «Ο πιο
πικρός καημός μου είναι που δεν σε χάρηκα σκυφτός μεσ’ τα βιβλία ω φύση
ολάκερη η ζωή και ολάκερη σοφία». Η μελέτη ήταν το πάθος του. Τον έβλεπαν
συχνά στα βιβλιοπωλεία του Κάουφμαν και του Ελευθερουδάκη, να προμηθεύεται,
χάρη στη μικρή αμοιβή του απ’ τις συνεργασίες του στον Τύπο, τα έργα των
κορυφαίων δημιουργών, αντλώντας από αυτά χυμούς για να δυναμώνει την
έμπνευσή του, αλλά και για να μορφώνει το κοινό της εποχής του, με αναλύσεις και
διαφωτιστικά σχόλια – που τον ανέδειξαν σε κορυφαίο κριτικό της γενεάς του –
μέσα στο πάθος του να εκλεπτύνει το γούστο του με την καλλιέργεια του ωραίου.
Έμεινε μνημειώδης για την αμερόληπτη αισθητική της αποτίμηση ή κριτική
εισαγωγή του στο έργο του Διονύσιου Σολωμού, στην έκδοση «Μαρασλή». Έβγαλε

από την αφάνεια το έργο του Κάλβου. Αξιολόγησε ελάσσονες της Γραμματείας μας
με κρίση στοργική. Πιστεύοντας πως κάθε δημιούργημα, είναι προϊόν πόνου, το
έβλεπε με ευλάβεια, έτσι ώστε να επιμένει πως : «Πρέπει να είσαι τρυφερός εκεί
που κρίνεις, τότε κρίνεις αποτελεσματικώτερα» (Ίδρυμα Κωστή Παλαμά…. ο.π.,
σελ.35). Υπήρξε μια ιδιοσυγκρασία αυτοελεγχόμενη. Συγκρατημένος στις
εκδηλώσεις του, αβρός στις κοινωνικές σχέσεις του, απέριττος στο παρουσιαστικό
του. Καυχιόταν για την αρετή της πατρίδας του, Ρούμελης, και απ’ την ηθική
λεβεντιά της εμπνεύστηκε δύο ιδανικούς τύπους, στο θέατρο την Τρισεύγενη και
στην πεζογραφία τον Μήτρο τον Ρουμελιώτη, απ’ το διήγημά του Θάνατος
παλληκαριού. Μέσα από τα σκούρα πάντα ρούχα του, τα ράσα βυζαντινού
καλόγερου (ευχαριστιόταν να φορά συχνά τα μεταποιημένα ρούχα του γιού του
Λέανδρου), έκρυβε έναν πληθωρικό αισθησιασμό που τον διοχέτευε σε στίχους
δονισμένους από διονυσιακό οίστρο, αλλά και έναν άκρατο ιδεαλισμό σε στίχους
που ακτινοβολούν βαθιά πνευματικότητα. Πρόωρα νιόγερος, αργοβάδιστος,
διακριτικός, με ένα οξύ βλέμμα, που το διύλιζαν, θαρρείς, οι θύσανοι των φρυδιών,
έτσι ώστε να διασπάται, άλλοτε να γίνεται ρεμβό, άλλοτε διαπεραστικό, άλλοτε,
τέλος, να δίνει την εντύπωση πως χαϊδεύει τα γύρω του με μια καλόβολη ειρωνεία.
Aνήκε στους δημιουργούς που εκφράζουν με το «εγώ» τους και τον άλλον – σπάνιο
χάρισμα, που δίνεται μόνον στους αυθεντικούς πλάστες ζωής. Έτσι, μέσα στο έργο
του, έκλεισε σε μιαν ισόβια αρμονική συμβίωση του Έλληνα και την Ελλάδα
(Ίδρρυμα Κωστά Παλαμά, Αθήνα 2003, σελ. 35). Είχα την τύχη, συνεχίζει ο Τάσος
Αθανασιάδης, ν’ ακολουθήσω την νεκρική πομπή του, εκείνο το ιστορικό πια

ηλιόλουστο πρωί της 28 ης Φεβρουαρίου 1943, στο κοιμητήριο της
γερμανοκρατούμενης Αθήνας, μέσα σε ένα πλήθος, που το δονούσε η συγκίνηση.
γιατί κήδευε ένα θνητό μεταμορφωμένο πιά σε εθνικό σύμβολο. Ο Κωστής Παλαμάς
εξήντα χρόνια από τότε, παραμένει (και θα παραμένει, όσο υπάρχει Ελλάδα),
αμετακίνητος στο βάθρο του, μέσα στο Πάνθεον των μεγάλων μορφών, στους
«Πατέρες», που δίνουν νόημα στην Ελληνική διάρκεια» (Ίδρυμα Κωστή Παλαμά….
ο.π., σελ. 36). Παρών στην εξόδιο ακολουθία και χοροστατών ο Αρχιεπίσκοπος
Αθηνών και πάσης Ελλάδος Δαμασκηνός Παπανδρέου μια εξέχουσα εκκλησιαστική
φυσιογνωμία κύρους, ο οποίος άφοβος και ατρόμητος καθώς έχει αποδειχθή
πολλάκις, με έναν αρκούντως περιεκτικό, εμπνευσμένο, θαρραλέο και, επιτρέψετε
μας επαναστατικό λόγο του, «με την αρρενωπή φωνή του, μιλάει άφοβα για μια
καινούργια Ελλάδα που βγαίνει μέσα και πέρα από την τραγική προσωρινότητα.
Μιλάει άφοβα, με σθένος για Αρετή, Δικαιοσύνη, Ισότητα και Ελευθερία (Η λέξη ο.π.
σελ. 272). «Την στιγμήν αυτήν και υπό τάς παρούσας συνθήκας, υφ’ άς διατελεί το
Ελληνικόν Έθνος, προβάλλει ιδιαιτέρως χρήσιμον και ευγλωττότατα
παραδειγματικόν διά πάντας ημάς, το δίδαγμα εκ του έργου του μεγάλου τούτου
Έλληνος ποιητού. Σήμερον χρειάζεται, παραλλήλως πρός την πίστιν επί τον Θεόν,
και πίστις προς την Ελλάδα. Ουδείς δε άλλος περισσότερον από τον Παλαμάν
ενεσάρκωνε το πνεύμα τούτο τής βαθείας και ακλονήτου πίστεως προς την
ζωτικότητα και την αθανασίαν της Ελλάδος εις τά ακεραιωμένα ιστορικά της
δικαιώματα, ανεξαρτήτως πάσης προσκαίρου δοκιμασίας και πέραν πάσης
εφήμερου παραγνωρίσεως. Ο Παλαμάς επίστευεν εις την Ελλάδα ως εις σύμβολον

το οποίον ανεπέτασαν οι αιώνες ακατάλυτον εις το διηνεκές, προς καθοδήγησιν της
ανθρωπότητος εις την οδόν της γνώσεως και της προόδου. Ολόκληρον τον κόσμον,
τον οποίον ωραματίσθη ωραίον και συμμετρικόν εντός του πλαισίου τού Καλού και
του Αγαθού, τον ενέκλεισεν εις την έννοιαν της Ελλάδος ό δε πολιτισμός, τον οποίον
προσπαθεί να δημιουργήση η νεωτέρα ανθρωπότης, δεν είναι παρά, κατ’ ανάγκην,
μία νέα, εξειλιγμένη μορφή του υπερόχου εκείνου πολιτισμού τον οποίον
εφιλοτέχνησε το ελληνικόν πνεύμα εις μίαν αδιάκοπον σειράν ευτυχών
πραγματοποιήσεων. Ο Κωστής Παλαμάς είναι και θα παραμείνει ο μέγας Έλλην. Εις
το έργον του και εις την ψυχήν του, της οποίας τούτο είναι γνήσιον απαύγασμα, η
Ελλάς θ’ανακύπτη πάντοτε ενιαία και αδιαίρετος εν τη ιστορική αυτής συνεχεία,
θαυμαστή εις τους αγώνας της, ανυπέρβλητος εις τας θυσίας της, απαράμιλλος εις
την καρτερίαν της, κατάφορτος με δάφνας και αίμα, με θούρια και παιάνας προς
την Αρετήν και προς το Κάλλος, προς την Ισότητα, προς την Δικαιοσύνην και προς
την Ελευθερίαν, τας οποίας ψάλλει, εις όλους τους τόνους υψηλής μουσικότητος, η
αρρενωπή μούσα του εκλιπόντος ποιητού. Κύριος ο Θεός ημών αναπαύσαι, τον
μεταστάντα εν χώρα ζώντων, αγήρως δε και τετιμημένη παρά πάσιν η μνήμη αυτού.
(Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, ο.π., σελ. 161). Και αμέσως μετά ακούγεται το μεγαλόπνοο
επικήδειο ποίημα του Άγγελου Σικελιανού, που κορυφώνει την ατμόσφαιρα της
ψυχικής αντίστασης εκείνης της μεγάλης στιγμής του ελληνισμού και τη σφραγίζει
ποιητικα για τους αιώνες». Ο κόσμος συγκλονίζεται στο άκουσμα της βροντώδους
φωνής του Σικελιανού. «….Πάντα βροντοφωνούσε τα ποιήματά του και με
απαράμιλλα μεγαλόφωνο τόνο τα απάγγελνε. Μα εκείνη την (διαφορετική) ημέρα,

η φωνή του έχει βγει από τα φυσικά της όρια. Είχε εκτονωθεί μέσα στον Ναό, και
θαρρούσες πως γύρευε να σπάσει τας τοίχους του, να χυθεί πέρα, να κυματίσει
μέσα από τα μνήματα ξυπνώντας τοίς γαληνεμένους νεκρούς, και ν’ απλωθεί
αναστάσιμη σ’ όλη την Ελλάδα, σ’ όλο τον υποδουλωμένο κόσμο για να προστάξει
«τις φοβερές σημαίες της λευτεριάς, να ξεδιπλωθούνε στον αέρα», σημειώνει ο
Ανδρέας Καραντώνης (Η Λέξη ο.π., σελ. 272). Ακολουθεί η απαγγελία του
επικήδειου ποιήματος του Άγγελου Σικελιανού.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

«ΠΑΛΑΜΑΣ»

Ηχήστε οι σάλπιγγες… καμπάνες βροντερές,| δονήστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως
πέρα. | Βογγήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές | σημαίες, ξεδιπλωθήτε στον
αέρα ! | Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένα βουνό |με δάφνες αν
υψώσουμε ως το Πήλιο κι’ ως την Όσσα, |κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο
ουρανό, |ποιον κλεί, τι κι ‘ αν το πει η δικιά μου γλώσσα; | Μα Εσύ, Λαέ, που τη
φτωχή Σου τη μιλιά,|Ήρωας, την πήρε και την ύψωσε ως στ’ αστέρια, |μεράσου
τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά | της τέλειας Δόξας του, ανασήκωσ’ Τον στα χέρια, |
γιγάντειο φλάμπουρο, κι απάνω κι από μας | που τον υμνούμε, με καρδιά αναμμένη
| πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν : «ο Παλαμάς !» | ν’ αντιβογκήσει τα’ όνομά του η
Οικουμένη ! | Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές, | δονήστε σύγκορμη τη
χώρα, πέρα ως πέρα… | Βογκήστε βούκινα πολέμου ! … Οι ιερές | σημαίες,
ξεδιπλωθήτε στον αέρα ! | Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός |

σηκώνοντας τα μάτια του, τη βλέπει… | Κι ‘ ακέραιος φλέγεται ως με τ’ άδυτο ο
Ναός, | κι ‘ από ψηλά νεφέλη Δόξας Τονέ σκέπει ! | Τι, πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος
παλμός | της αιωνιότητας αστράφτει, αυτή την ώρα, | Ορφέας, Ηράκλειτος,
Αισχύλος, Σολωμός, | την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα, | που αφού το
Έργο της θεμέλιωσε βαθιά| στη γην αυτή, με μιαν ισόθεη Σκέψη, | τον τρισμακάριο
τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο, | με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει…| Ηχήστε οι
σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές, | δονήστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα. |
Βογγα, Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές | στης Λευτεριάς ξεδιπλωθήτε στον αέρα !
(Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, ο.π., σελ. 163, 164).

Ακόμα άλλος ένας ποιητής, θαρραλέος κι αυτός κι αποφασισμένος για το κάθε τι,
ο Σωτήρης Σκίπης, ξεκόβει μέσα από το πλήθος, στέκεται κοντά στον ποιητή, και με
βαθειά και σταθερή φωνή απαγγέλλει το δικό του ποίημα. Με τόνους πιο
τρυφερούς και πιο χαμηλούς, με κάτι το μελωδικό και το κυματιστό, καταγγέλλει ο
Σκίπης την απάνθρωπη τυραννία. Ο Ανδρέας Καραντώνης συμπληρώνει : «Και δεν
μπορεί κανείς ν’ αρνηθεί πως τούτοι οι στίχοι, δεν είναι μόνο ένα ποιητικό εύρημα,
αλλά και ένα μαστίγωμα των κατακτητών, με οργή και βία, καταφερμένο στο
πρόσωπό τους (η Λέξη ο.π., σελ. 272).

Θα προσπαθήσω να σας απαγγείλω το σχεδόν άγνωστο μέχρι σήμερα ποίημα του
Σωτήρη Σκίπη.

ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ

Μεσ’ από τα κάγκελα τα’ αόρατα | της απέραντής μας φυλακής, | μέσα στο κελλί το

σκοτεινό μας, | δεν εβάσταξες στον πόνο της Φυλής, | κι’ έπεσες σά δρύς | από τα
χτυπήματα | κάποιων μαύρων ξυλοκόπων | στο σκοτάδι της νύχτιάς της τραγικής, |
δίχως να προσμένεις την αχτίδα | της καινούργιας χαραυγής. | Κι’ έπεσες καθώς
από σεισμό | πέφτει μια μαρμάρινη κολόνα | κάποιου πανάρχαιου ναού, | Σά ναός,
όπου χτυπιέται | απ’ τα βόλια των βαρβάρων, | Σαν τον Παρθενώνα, | ήρωα, ποιητή
του Αιώνα | Μάτια στερεμένα από τις τόσες | συμφορές, | δάκρυα δε θα χύσουνε
για Σένα. | Θα σε κλάψουνε μια μέρα | οι ίδιοι αυτοί που μας σκοτώνουν | έναν –
ένα, | σαν ξυπνήσουν απ’ τη μέθη τους | κι αντικρύσουν τι ερημιές | εσκορπίσανε
στο διάβα τους | σ’ αναρίθμητες καρδιές, | Φεύγεις, πας για το ταξίδι σου | το
Αχερούσιο, το στερνό, | ω πρωτότοκε αδερφέ μας, | όμως κοίτα πως ξοπίσω σου |
οι Έλληνες σε χαιρετάνε. | Ο καθένας ένα στίχο σου | ψέλνοντας μελωδικό, | σε
ξεπροβοδάνε | με τα μύρια σου τραγούδια, | που βουίζουν σα μελίσσια | πάνω απ’
Απριλιού λουλούδια, | σα να προμηνάνε την Ανάσταση, | ω μεγάλε ραψωδέ μας (Η
Λέξη…. ο.π., σελ. 273).

Όλα έχουν τελειώσει πιά και ο γαληνεμένος ασάλευτος ποιητής ετοιμάζεται να βγει
από τον Ναό. Τα πλήθη που έχουν κατακλύσει στην κυριολεξία, τους γύρω χώρους,
ψάλλουν τις πρώτες στροφές του ξεχασμένου από καιρό, εθνικού μας ύμνου (Η
Λέξη…. ο.π., σελ. 274). Αμφισβητείται το ποιός ξεκίνησε, το ποιός είχε την έμπνευση
και το θάρρος για κάτι τέτοιο. Τρεις απόψεις έχουν διατυπωθεί. Επικρατέστερη
θεωρείται η άποψη «ότι πρώτος άρχισε ο Γιώργος Κατσίμπαλης με την στεντόρεια
φωνή του, ο Γ. Καράγιωργας μαρτυρεί ότι άκουσε πρώτη τη Μαρίκα Κοτοπούλη, με
τη βαριά και ζεστή φωνή, που γνώριζε ότι γεννά το ρίγος»(η Λέξη,… ο.π., σελ. 274).

Καταγράφεται και η άποψη ότι η πατρότητα ανήκει σε κάποιον ανώνυμο νέο. Αλλά
τί σημασία μπορεί να έχουν όλα αυτό. Ο εθνικός ύμνος ακούγεται από Έλληνες,
θαρραλέους, ατρόμητους, Ηρακλείς, γνήσιους, άκαμπτους. Βεβαίως, δεν
προστιθέμεθα να υποβαθμίσουμε την πρωτοβουλία των προαναφερθέντων
θαρραλέων Ελλήνων της κατεχόμενης Αθήνας, που πρώτοι ξεκινούν το παράτολμο
εγχείρημα. Παραμένει κεφαλαιώδης η σημασία του εγχειρήματος, το οποίο βρίσκει
πρόθυμους συνοδοιπόρους.

Εν συνεχεία οι αρμόδιοι του κοιμητηρίου, ετοιμάζονται να σηκώσουν τον Μεγάλο
Νεκρό. Ο Σικελιανός τους εμποδίζει, τους απομακρύνει και καλεί αυτούς που είναι
πιο κοντά, να βάλουν στις πλάτες τους μαζί και αυτός για να σηκώσουν τον νεκρό. Ο
ποιητής οδηγείται στην τελευταία του κατοικία: Το αηδόνι σώπασε. Όχι για πάντα,
ευτυχώς. Η τελευταία πράξη του δράματος πρό των οφθαλμών του ατέλειωτου
πλήθους, που έχει μαζευτεί : «… απάνου στο ύψωμα : άντρες, γυναίκες,
διανοούμενοι. Κάποιοι περιδιαβάζανε κάτου στο ίσωμα…. και μελετούσανε απάνω
στους σταυρούς τα ονόματα των «κεκοιμημένων». Περιδιάβαζε κ’ η Δόξα του
Σολωμού, με το στεφάνι στην κόμη… (η Λέξη ο.π., σελ. 274)». Ο μικροκαμωμένος
ποιητής ήτανε ασφαλώς ο μεγαλύτερος πνευματικός άνθρωπος που ερχότανε να
πολιτογραφηθεί στην «πρωτεύουσα των νεκρών», (στην γειτονιά των Αγγέλων) «Και
γι’ αυτό στην «πόλη την ολόχρυση της Παντοδυναμίας» τον περιμένανε «πνεύματα
μύρια παλαιά, πνεύματα μύρια νέα» όλων των καιρών και των τόπων…» (η Λέξη
ο.π., σελ. 275). Τα ανωτέρω αναφέρονται στο χρονογράφημα «Φιλοσοφία των
Τάφων», του Κώστα Βάρναλη δημοσιευμένο στην «εφημερίδα Η Πρωία» αμέσως

μετά την κηδεία (Η Λέξη ο.π., σελ. 274). «Κατεβάζουν το φέρετρο. Ο λαός γονατίζει.
Ο Σικελιανός ρίχνει μια χούφτα χώμα. Η Κοτοπούλη άλλη μια. Εγώ επίσης, θα πεί
υπάλληλος της Εθνικής Βιβλιοθήκης σε συνέντευξή του στον πεζογράφο Γιώργο
Μανιάτη. Γύρω γραμμές από καραμπινιέρους και Γερμανούς, παραφυλάνε. Μια
φοιτήτρια και ένας γέροντας λιποθυμούν. Θα ήταν και νηστικός. Θυμήθηκα τους
στίχους του (μεγάλου) νεκρού μας : … Η μεγαλωσύνη| στα έθνη δε μετριέται με το
στρέμμα|, με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται |και με το αίμα| (Η Λέξη ο.π., σελ.
277)». Με όσα εκθέσαμε ανωτέρω προσπαθήσαμε να σας μεταφέρουμε όσο γίνεται
εμφαντικότερα τα όντως συγκλονιστικά, συνέβησαν στην κηδεία του εκλεκτότερου
μέλους της Αθηναϊκής κοινωνίας της εποχής εκείνης : Του αγαθού, μειλίχιου… με τα
δασιά φρύδια, με τις σπίθες που ξεπηδούσαν από τα βαθουλά, αστραφτερά μάτια
του, με τα πικραμένα χείλια του, τον σπασμό της αγάπης που σφράγιζε την
φυσιογνωμία του, έχει οργώσει το πνεύμα, έχει ευρύνει τη σκέψη, μας, έσπειρε τον
αγαθό σπόρο που ριζοβόλησε και στην τελευταία ίνα της εθνικής και της ατομικής
μας ύπαρξης. Όπου κι’ αν ψάξουμε θα τον συναντήσουμε : |Ήρωας του λόγου :
έδωσε στο έθνος την γλώσσα του, ικανή ν’ αγκαλιάσει το σύμπαν. |Ήρωας του
στίχου : κατεργάστηκε το μπρούτζο και το μάρμαρο, μας δάμασε το τραχύ μυστικό
του ρυθμού. |Ήρωας της σκέψης μας έμαθε να γκρεμίζουμε τα άχρηστα: |Η φωνή
του απαλή, σε λυγμικούς τόνους, μας έκανε να θρηνήσουμε, όταν πεθαίνει η
λεβεντιά, όταν πρόωρα χάνεται η ζωή, μας κέντρισε για να μας ανεβάσει στα ύψη,
χωρίς να νοιώσουμε τον ίλιγγο, γιατί νοιώθαμε τις πλατειές φτερούγες του να
ζυγιάζονται στέρεα και να ρίχνουν γεφύρι πάνω από το χάος. Ο λόγος του μας

βύθισε στις πρώτες ρίζες του τόπου μας. Είδαμε με τα μάτια της ψυχής του το
οικοδόμημα που αγκάλιαζε την οικουμένη και μας έκανε περήφανους πως είμαστε
πλάσματα της ελληνικής γης (η λέξη… ο.π., σελ. 276). Οι χιλιάδες του λαού που
κατέκλυσαν το Νεκροταφείο, εξεκίνησαν από κάθε γωνιά της Αθήνας της καρδιάς
της Ελλάδας, για να του διαδηλώσουν την ευγνωμοσύνην αυτής της χώρας, στο
εκλεκτότερο τέκνο της, να ιδούν σε όλη τη μεγαλοπρέπειά του το ελληνικό θαύμα
με τα δικά του μάτια, που έγιναν μάτια του έθνους. Κι έτσι, ο Κωστής Παλαμάς, με
την τελετή της ταφής του, έγραψε το τελευταίο υπέροχο ποίημά του, με τον ήλιο ν’
αστραποβολάη πάνω από την Αττική Γή, με τον Υμηττό, που άκουε το ερωτικό
τραγούδι του Σαρωνικού. Κι’ ολόγυρά του, ο Λαός, με μια ψυχή, τη δική του (ψυχή),
με την ίδια ανάταση, με τον ίδιο πόθο, που υψώνεται πάνω από καιρούς,
ακατάλυτος, όπως η ψυχή των Σαλαμίνων…. «Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η
Ελλάδα», όπως είπε κι ο Σικελιανός» (Η Λέξη ο.π., σελ. 276).

Αξιότιμο ακροατήριο,

Τα χαρακτηριστικά της κηδείας του Κωστή Παλαμά, είναι μαζί πένθος και αγώνας,
ύστατος χαιρετισμός και αυγή ελευθερίας. Είναι ο πρώτος μετά τον Σολωμό
Ευρωπαίος ποιητής χωρίς να πάψει ούτε στιγμή να είναι πάνω απ’ όλα Ρωμιός. Ο
Παλαμάς ήταν ο πολυγραφότερος ποιητής του καιρού του. Το έργο του : το
ποιητικό, το πεζογραφικό, το κριτικό, είναι απέραντο. Κι αν το έργο του αυτό έχει
ανισότητες, αυτό ακριβώς αποδείχνει, πόσο ήτανε μεγάλος. Οι μέτριοι, δεν είχαν
πεσίματα, αυτό είναι προνόμιο των μεγάλων…. θα σημειώσει ο Κώστας Βάρναλης

(Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1943, σελ. 263).. Πέθανε ο Παλαμάς και ξαφνικά γίνεται
ακατάλυτος Κ. Θ. Δημαράς (Νέα Εστία, ο.π. σελ. 264). |Τρείς είναι οι πέρα για πέρα
μεγάλοι νεοέλληνες ποιητές. Ο Σολωμός, ο Βαλαωρίτης κι’ ο Παλαμάς. θα γράψει ο
Γρ. Ξενόπουλος. Με το έργο του αγκάλιασε τον κόσμο ολόκληρο (Νέα Εστία, ο.π.
σελ. 267). Γι’ όλους τους ανωτέρω εκθεθέντας λόγους οι παριστάμενοι εκπρόσωποι
των αρχών Κατοχής ανέχτηκαν «… την μετατροπή της εκφοράς του σε μεγαλειώδη
εθνική εκδήλωση και τον Σικελιανό και τον Κατσίμπαλη (ως ήδη ελέχθη), να δίνουν
το σύνθημα και οι χιλιάδες απτόητοι Αθηναίοι και Πειραιώτες να συμμετέχουν
προκλητικά στην διπλοσήμαντη εκδήλωση . Δοξαστικό προσκύνημα του εθνικού
Ποιητή, διάτορη* διεκδίκηση της εθνικής ελευθερίας, όπως ευφυώς παρατηρεί ο
καθ. Κων/νος Δεσποτόπουλος (Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1993, σελ. 9).

Ο Κωστής Παλαμάς αναπαύεται στο βάθρο της αιωνιότητας. Την αιωνιότητα αυτή
την κέρδισε μόνος του. Με τις δικές του ακατάλυτες δυνάμεις. Είναι το Αρχαίο
Πνεύμα, το Αθάνατο, που τραγουδήθηκε με τον δικό του ύμνο, τον δικό του
Ολυμπιακό ύμνο. Ο αγνός πρεσβευτής του ωραίου, του μεγάλου και τ΄ αληθινού,
άστραψε απόψε κοντά μας, ανάμεσά μας, με την αστραπή των στίχων του και όχι
μόνον. «Κύριος ο Θεός ημών, ας αναπαύσει τον μεταστάντα εν χώρα ζώντων,
αγήρως δε και τετιμημένη παρά πάσιν η μνήμη αυτού, σύμφωνα με την επικήδεια
ευχήν του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Δαμασκηνού (Παπανδρέου).
Ας ευχηθούμε ο πιο πικρός καημός του να μετατραπεί σε ευλαβική ανάμνηση για
ό,τι στερήθηκε στον πρόσκαιρο αυτό βίο». Αργοβάδιστος, μειλίχιος, μεγαλοπρεπής,
βαδίζει προς την αιωνιότητα, την οποίαν απέκτησε δικαιωματικά, Βηματισμός

βαρύς, για να μη φανεί ότι βιάζεται ν’ αποχωριστεί και ν’ αποχαιρετίσει τα
εγκόσμια, που τόσο αγαπούσε και έψαλε με το ασύγκριτο μεγαλείο της αθάνατης
ποίησής του : «είναι που δεν σε χάρηκα σκυφτός μεσ’ τα βιβλία, ω φύση ολάκερη
* οξεία

Ζωή κι ολάκερη σοφία…».
Τελειώνοντας θα ήθελα να πω δυο λόγια, ανεξάρτητα και πέρα από το θέμα που
ήδη προσπάθησα να αναπτύξω. Είναι περισσότερο από εμφανές, είναι ηλίου
φαεινότερον, ότι ο Κωστής Παλαμάς έσπασε το φράγμα του χρόνου και κατώρθωσε,
ιδίαις δυνάμεσιν να παραμείνει ζωντανός και μετά τα 76 χρόνια της απουσίας του.
Να παραμείνει παρών ανάμεσά μας. Δεν το κατορθώνουν όλοι οι άνθρωποι αυτό.
Τα παραδείγματα είναι πάμπολλα. Η απόφαση του Δήμου της πόλεώς που τον
γέννησε, που βέβαια είναι και δική μας πόλη να ανακηρύξει το παρόν έτος «έτος
Κωστή Παλαμά», σκοπόν έχει αναντιλέκτως, να καταστήσει τον Παλαμά, τον ίδιο ως
προσωπικότητα, αλλά και το δυσεξαρίθμητο παλαμικό έργο, κτήμα μας, κατά το
ανθρωπίνως δυνατόν. Πρέπει να τοποθετηθεί ο Παλαμάς στο βάθρο που του
πρέπει, αλλά και στο να σημάνει την ανάγκη της επιστροφής, σ’ αυτό το έργο, που
έχει ήδη καταστεί κτήμα του έθνους, αναφαίρετο. Προσεγγίζοντας τον Παλαμά, δεν
προσεγγίζουμε απλώς έναν αξεπέραστο ποιητή κριτικό, πεζογράφο, θεατρικό
συγγραφέα, ερχόμαστε κυριολεκτικά σε επαφή με έναν μεγάλο Διδάσκαλο του
Γένους. Ο Παλαμάς μπορεί να προσφέρει και σήμερα στο έθνος πολύτιμα
διδάγματα και γόνιμα συμπεράσματα , όπως ευστοχότατα, σημειώνει ο Ε.Ν.
Μόσχος (Νέα Εστία Χριστούγεννα 1993, σελ. 2). Ο Παλαμάς στέκεται μπροστά μας

τίμιος και καθαρός. Κανείς δεν μπορεί να μας υποχρεώσει να τον διαβάσουμε και
ίσως δεν είμαστε έτοιμοι να βουτηχτούμε στον ωκεανό του… Η έξοδος από την ήττα
και η ύψωση της κεφαλής, μοιάζουν αναγκαιότητες…» (Πέτρος Χάρης Νέα Εστία
ο.π., σελ. 4).

Ευχαριστώ Θερμά

Ειρήνη Τρίκη – Πέττα

Νομικός – Ερευνήτρια

Βιβλιογραφία

1)Αθανασιάδης Τ. : «Ο Παλαμάς. Εθνικό Σύμβολο», περιοδικό Νέα Εστία,
Χριτούγεννα 1993, σελ. 19 – 22.

2) Αθανασιάδης Τ. : «Ο Παλαμάς. Εθνικό Σύμβολο», Ίδρυμα Κωστή Παλαμά,
Αθήνα 2003, σελ. 33 – 36.

3) Βάρναλης Κ. : «Κωστής Παλαμάς», περιοδ. Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1993, σελ.
263 – 264.

4) Ζεβελάκης Γ. : «Ο Θάνατος του Παλαμά», περιοδ. «η λέξη», σελ. 264 – 278, ειδ.
Τεύχος, υπ’ αριθ. 114, 1993.

5) Μόσχος Ε. : «Κωστής Παλαμάς»,

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου