Δευτέρα 17 Μαΐου 2021

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ ‘’ Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΜΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ’’ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΩΤΗΡΗΣ Ι.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

‘’ Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΜΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ’’

 

Διονύσιος Σολωμός – Ο εθνικός μας ποιητής – Vaterlo

Διονύσιος Σολωμός

 

(ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "Η ΓΝΩΜΗ" ΠΑΤΡΩΝ

Κυριακή 9η Μαϊου 2021

 

 

Παρέα με την ποίηση

τότε και τώρα

από την Πάτρα

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΩΤΗΡΗΣ Ι.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Μέλος του Κύκλου Ποιητών

Μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών

 

 


Τα ποιήματα. Το βάθος τους ανυπολόγιστο. Καθώς τα μελετά κανείς βλέπει όλη την Ελληνική ψυχή απλωμένη μπροστά του να αγωνίζεται, να πολεμά ενάντια στο φυσικό εχθρό, αλλά και ενάντια στα στοιχεία της ζωής και της φύσης που μέσα του ξυπνούν επιθυμίες και ονείρατα. Και μένει έκθαμβος μπροστά στο μεγαλείο των γυναικών και στη μεγαλοψυχία των ανδρών που δεν διαμαρτύρονται για τίποτε άλλο, παρά μόνο γιατί το τουφέκι τους έγινε βαρύ και ο Αγαρηνός το ξέρει. «Τα σπλάχνα τους κι’ η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν». 

Ο Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1798. Ο πατέρας του Νικόλαος Σολωμός ήταν ευγενής, ενώ η μητέρα του Αγγελική Νίκλη, γυναίκα του λαού. Ο πατέρας του πέθανε το 1807, όταν ο Δ. Σολωμός ήταν ακόμη μικρός. Χάρη στη μητέρα του έμαθε την απλή γλώσσα που μιλούσε ο λαός. Συγχρόνως έμαθε και τα Ιταλικά που μιλούσαν οι Επτανήσιοι αριστοκράτες από τον Αββά Σάντιο Ρώσση, ένα Ιταλό πρόσφυγα από την Κρεμώνα. Το 1808 ο Δ. Σολωμός πήγε μαζί με το δάσκαλο του Ρώσση στην Ιταλία, όπου τελείωσε τη μέση εκπαίδευση. Στην Κρεμώνα σπούδασε λατινική και ιταλική φιλολογία και αργότερα φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Παβίας. Στην Ιταλία ήρθε σε επαφή με διάφορους πνευματικούς ανθρώπους. Στο Μιλάνο ο Σολωμός γνώρισε τον μεγάλο Ιταλό ποιητή Μόντη, που τον επηρέασε αρκετά. Εκεί στην Ιταλία ο Σολωμός έγραψε τα πρώτα του ποιήματα στα ιταλικά και λατινικά. 

Ο Σολωμός επέστρεψε στην Ζάκυνθο το 1818, μετά το τέλος των σπουδών του. Στην Ζάκυνθο υπήρχε αξιόλογη πνευματική κίνηση ήδη από τον 18ο αιώνα (δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όλοι οι προσολωμικοί ποιητές προέρχονταν από αυτό το νησί). Γι' αυτό ο Σολωμός βρήκε έναν κύκλο από ανθρώπους με ενδιαφέρον για την λογοτεχνία, με τους οποίους γρήγορα ανέπτυξε φιλικές σχέσεις. Συγκεντρώνονταν συχνά σε φιλικά σπίτια και διασκέδαζαν με αυτοσχέδια ποιήματα. Συχνά σατίριζαν στα ποιήματά τους έναν Ζακυνθινό γιατρό, τον Ροΐδη (τα ποιήματα του Σολωμού που σατιρίζουν τον γιατρό είναι Το Ιατροσυμβούλιο, Η Πρωτοχρονιά και οι Κρεμάλες). Επίσης, αυτοσχεδίαζαν ποιήματα σε δοσμένες ομοιοκαταληξίες και θέμα. Όπως ήταν φυσικό, ο Σολωμός ξεχώριζε εξ αιτίας του ποιητικού ταλέντου  του. 

Τα ιταλικά ποιήματα που αυτοσχεδίασε εκείνην την εποχή, εκδόθηκαν το 1822, με τον τίτλο Rime Improvvisate, η μοναδική ζώντος του Σολωμού δημοσιευμένη συλλογή. Με την επιστροφή στη Ζάκυνθο ο Σολωμός εκπληρώνει το ιδανικό του, όπως το αποκαλεί ο Κ.Θ. Δημαράς, και μαζεύει «εθνικά τραγούδια», δηλαδή δημοτικά τραγούδια από όλα τα μέρη της Ελλάδας σε μια προσπάθεια ανακάλυψης υλικού που θα εμπλουτίσει το δικό του ποιητικό σχήμα, με υλικό από την λαϊκή παράδοση, κίνηση που σηματοδοτεί μια ηθελημένη στροφή της ποίησής του από την ιταλική επιρροή σε μια εθνική με σαφή παραδοσιακά στοιχεία ποίηση. Θα πρέπει να πούμε ότι ο Διονύσιος Σολωμός δεν γνώριζε καλά τα Ελληνικά και ούτε έγραφε στην αρχή τα έργα του στην Ελληνική γλώσσα. Όταν το 1818 ήρθε στη Ζάκυνθο, στον πνευματικό χώρο τον υποδέχτηκαν Ιταλοθρεμένοι διανοούμενοι. Η ομάδα που συγκεντρώθηκε γύρω από το πρόσωπό του ήταν ο Τερτσέτης, ο Μάτεσις ο γιατρός Ταγιαπέρα και η ατμόσφαιρα στην οποία κινούνταν εξακολουθούσε να είναι κατά κάποιο τρόπο Ευρωπαϊκή. 

Από γράμμα του Τρικούπη προς τον Πολυλά μαθαίνουμε ότι ο Σολωμός «γνώριζε πολύ λίγο και την καθομιλουμένη». Το γράμμα αναφέρεται στην πρώτη συνάντησή τους το 1823 και εκείνη την εποχή συμφωνούν να αρχίσουν μαθήματα Ελληνικών και «για μερικούς μήνες πέρασαν μαζί μελετώντας μόνον Ελληνικά». Μία εβδομάδα μετά την πρώτη συνάντησή τους ο Σολωμός παρουσίασε στον Τρικούπη ένα τραγούδι «chanson» γραμμένο στα Ελληνικά, την «Ξανθούλα» 

Την είδα την Ξανθούλα,
Την είδα ψες αργά,
Που εμπήκε στη βαρκούλα
Να πάη στην ξενιτιά. 

Εφούσκωνε τ’ αέρι
Λευκότατα πανιά,
Ωσάν το περιστέρι
Που απλώνει τα φτερά.

Εστέκονταν οι φίλοι
Με λύπη, με χαρά,
Και αυτή με το μαντίλι
Τους αποχαιρετά.

(…)

και «ποτέ συνάντηση διπλωμάτη με καλλιτέχνη δεν υπήρξε σημαντικότερη για τη Λογοτεχνία» όπως παρατηρεί ο Λορετζάτος.

Πέρα όμως από τη βιβλιακή επαφή του Σολωμού με τον Τρικούπη ή τα Λυρικά του Χριστόπουλου, η παράδοση αναφέρει ότι ο Σολωμός άκουσε έξω από ένα καπηλειό, έναν τυφλό γέρο ζητιάνο να τραγουδά «Ο άγιος τάφος του Χριστού, εκείνος δεν εκάη εκεί που βγαίνει τ’ άγιο Φως, άλλη Φωτιά δεν πάει». Ενθουσιάστηκε τόσο που μπήκε μέσα στην ταβέρνα και τους κέρασε όλους. Συνοψίζοντας θα μπορούσαμε να πούμε ότι το υπόβαθρο της Ελληνικής παιδείας του Σολωμού δεν είναι μόνον ο Τρικούπης, ο Χριστόπουλος, ο Βηλαράς, αλλά και ο Ερωτόκριτος και κάποιες Ζακυνθινές καντάδες και πλανόδιοι τροβαδούροι. Μελετώντας το ποιητικό του έργο βλέπουμε πως μετά την «Ξανθούλα» και αφού είχαν προηγηθεί τα θαυμάσια εξάστιχα της «Τρελής μάνας» ο Σολωμός επιχειρεί το πρώτο συνθετικό εκτεταμένο ποίημά του τον «Ύμνο» σε 158 στροφές, γραμμένες σε ένα μήνα, γεγονός θαυμαστό για τη δυστοκία του ποιητή στα επόμενα χρόνια. 

Σε γνωρίζω από την κόψητου 

σπαθιού την τρομέρη,

σε γνωρίζω από την όψηπου 

με βία μετράει τη γη.

 

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένητων 

Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

 

Εκεί μέσα εκατοικούσες

πικραμένη, εντροπαλή,

κι ένα στόμα ακαρτερούσες,

έλα πάλι, να σου πει.

 

Άργειε νά ’λθει εκείνη η μέρα

και ήταν όλα σιωπηλά,

γιατί τα ’σκιαζε η φοβέρα

και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

(…)

Από το ποίημα «ύμνος» για το οποίο ο Σολωμός ονομάστηκε και Εθνικός ποιητής με μια αξιοπρόσεκτη συνέπεια της τύχης προς τον ποιητή τυπώνονται τα ορμητικά τετράστιχα το 1825 μέσα στο πολιορκημένο Μεσολόγγι για να τροφοδοτήσουν τους πολεμιστές με δύναμη και τόλμη. Ο Σολωμός γράφει μετά τον ύμνο το ποίημα «Ωδή εις τον θάνατον του Λόρδου Μπάυρον», 

Λευτεριά, γιὰ λίγο πάψε
νὰ χτυπᾶς μὲ τὸ σπαθί.
Τώρα σίμωσε καὶ κλάψε
εἰς τοῦ Μπάιρον τὸ κορμί.


Καὶ κατόπι ἂς ἀκλουθοῦνε
ὅσοι ἐπράξανε λαμπρά.
ἀποπάνου του ἂς χτυποῦνε
μόνο στήθια ἡρωικά.


Πρῶτοι ἂς ἔλθουνε οἱ Σουλιῶτες,
καὶ ἀπ᾿ τὸ Λείψανον αὐτὸ
ἂς μακραίνουνε οἱ προδότες
καὶ ἀπ᾿ τὰ λόγια ὁποῦ θὰ πῶ.

(…)

και μας δίνει τα πρώτα δείγματα της δεξιοτεχνίας του με το επίγραμμα «Των Ψαρών» και τη «Φαρμακωμένη», ένα έξοχο δημιούργημα όπου αποκρυσταλλώνει όλη την ποιητική παράδοση των Ζακυνθινών κανταδόρων και θίγει συγχρόνως και μια κοινωνική αδικία με έντονο και επικριτικό τρόπο. 

Το 1823 γράφει το «ΛΑΜΠΡΟ» που είναι αποτέλεσμα ενός πραγματικού περιστατικού. Το 1828 εγκαταλείπει τη Ζάκυνθο και εγκαθίσταται στην Κέρκυρα, όπου ζει μόνος και μελετά. Τα πρώτα αποτελέσματα της συστηματικής μελέτης και απομόνωσης φαίνονται το 1833 με τον «Κρητικό» το πρώτο ποίημα καθαρά νεοελληνικό, το πρώτο εθνικό ποίημα του Σολωμού, κατά τον καθηγητή Λίνο Πολίτη, γιατί όπως γράφει ο Πολίτης στο ποίημα αυτό ο Σολωμός λυτρώνεται από τους ξένους εκφραστικούς τύπους και συνταυτίζεται με τους ολότελα Ελληνικούς και στις λέξεις και στις φράσεις, αλλά και στο γνήσιο εθνικό μας δεκαπεντασύλλαβο. 

                    Ο Κρητικός (απόσπασμα

Πιστέψετε π' ὅ,τι θὰ πῶ εἶν' ἀκριβὴ ἀλήθεια, 

μὰ τὲς πολλὲς λαβωματιὲς ποὺ μὄφαγαν τὰ στήθια, 

μὰ τοὺς συντρόφους πὄπεσαν στὴν Κρήτη πολεμώντας, 

μὰ τὴν ψυχὴ ποὺ μ' ἔκαψε τὸν κόσμο άπαρατώντας. 

(Λάλησε, Σάλπιγγα, κι ἐγὼ τὸ σάβανο τινάζω, 

καὶ σχίζω δρόμο καὶ τσ' ἀχνοὺς ἀναστημένους κράζω: 

«Μὴν εἴδετε τὴν ὀμορφιὰ ποὺ τὴν Κοιλάδα ἁγιάζει; 

Πέστε, νὰ ἰδεῖτε τὸ καλὸ ἐσεῖς κι ὅ,τι σᾶς μοιάζει. 

Καπνὸς δὲ μένει ἀπὸ τὴ γῆ  νιὸς οὐρανὸς ἐγίνη. 

Σὰν πρῶτα ἐγὼ τὴν ἀγαπῶ καὶ θὰ κριθῶ μ' αὐτήνη». 

«Ψηλὰ τὴν εἴδαμε πρωί  τῆς τρέμαν τὰ λουλούδια, 

στὴ θύρα τῆς Παράδεισος ποὺ ἐβγῆκε μὲ τραγούδια

 ἔψαλλε τὴν Ἀνάσταση χαροποιὰ ἡ φωνή της, 

κι ἔδειχνεν ἀνυπομονιὰ γιὰ νὰ 'μπει στὸ κορμί της  

ὁ Οὐρανὸς ὁλόκληρος ἀγρίκαε σαστισμένος,

 τὸ κάψιμο ἀργοπόρουνε ὁ κόσμος ὁ ἀναμμένος 

καὶ τώρα ὀμπρὸς τὴν εἲδαμε

ὀγλήγορα σαλεύει

ὅμως κοιτάζει ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ κάποιονε γυρεύει». 

Συγχρόνως με τον «Κρητικό» δουλεύει και τους «Ελεύθερους πολιορκημένους» με πηγή έμπνευσης την πτώση του Μεσολογγίου και ήδη στη Ζάκυνθο είχε αρχίσει να γράφει ένα πρώτο σχεδίασμα. Ποίημα «Χρέους» το ονόμασε στην αρχή, «Μεσολόγγι» ύστερα μέχρι να καταλήξει στον καταπληκτικό τίτλο «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» για να φανεί καθαρά η αντίθεση στην ψυχολογία των Μεσολογγιτών. 

https://www.greek-language.gr/digitalResources/files/image/literature/concordance/solomos/10.ymnos.jpg

Το εξώφυλλο του Ύμνου εις την Ελευθερίαν, έκδοση Μεσολογγίου.(Τυπογραφείο που δούλευε τις μέρες της πολιορκίας)  Η πεζή ιταλική μετάφραση που συνοδεύει εδώ το ελληνικό κείμενο έγινε, πιθανότατα, με τη συνεργασία Grassetti και Σολωμού.

Το δεύτερο σχεδίασμα είναι επηρεασμένο από τον κρητικό δεκαπεντασύλλαβο και είναι και το λυρικότερο γραμμένο σε ομοιοκατάληκτα δίστιχα. Κάποιες οικογενειακές προστριβές και κάποιες δίκες τον τάραξαν ψυχικά και έτσι άρχισε να πίνει και μόλις το 1844 αρχίζει να δουλεύει το τρίτο σχεδίασμα των Πολιορκημένων σε μορφή  λιτότερη και αυστηρότερη από τις άλλες πιο παλιές απόπειρές του. Οι Ελεύθεροι πολιορκημένοι, είναι ένα ποίημα, όπου τα νοήματα αυτά καθ’ αυτά είναι αξιόλογα και είναι ωσάν η ψυχή ενός πλάσματος, του οποίου δεν σώζονται παρά μόνο κάποια μέλη ατελειοποίητα. 

Το πρώτο απόσπασμα είναι συνθεμένο σε ένα είδος προφητικού θρήνου για το πέσιμο του Μεσολογγιού και είναι λυρικό στο σχήμα. Το δεύτερο είναι περιεκτικότερο και επικό στο οποίο απεικονίζονται τα παθήματα των γενναίων αγωνιστών στις υστερινές ημέρες της πολιορκίας, μέχρι που έκαναν το γιουρούσι. Το τρίτο απόσπασμα είναι ξανάπλασμα του δευτέρου και στη μορφή και στο μέτρο. Πριν να αρχίσει να γράφει το αριστούργημα αυτό ο Σολωμός δημιουργεί σταθερά μέσα στο νου του τρία σχεδιάσματα. Το ποίημα του Χρέους πρέπει να είναι μεστό από το υψηλότερο και ουσιαστικότερο περιεχόμενο της αληθινής ανθρώπινης φύσης, την Πατρίδα και τη Θρησκεία. 

Ο πόνος των Μεσολογγιτών αβάσταγος, η πείνα τους θέριζε, η αρρώστια τους κατάτρωγε. 

Τούτο τον Απρίλη στον κάμπο που ζώνει το Μεσολόγγι βαριά πέφτει η σιωπή. Μέσα της κουβαλάει το θάνατο, την πίκρα, την κατάθλιψη. «Παράμερα στέκει ο άντρας και κλαίει αργά το τουφέκι σηκώνει και λέει... Σε τούτο το χέρι τι κάνεις εσύ; ο εχτρός μου το ξέρει πως μου είσαι βαρύ» «Eις το ποίημα του Χρέους μακρινή πρέπει να είναι η φριχτή αγωνία μέσα εις τη δυστυχία και εις τους πόνους, όπως εκείθε φανερωθεί απείραχτη και άγια η διανοητική και ηθική παράδεισος». Ο Σολωμός θέλει τους Μεσολογγίτες πολεμιστές γενναίους και δυναμικούς, χωρίς λιποψυχίες μπροστά στον κίνδυνο ή στα κάλλη της άνοιξης που ίσως τους προκαλέσουν. 

Έστησ' ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Aπρίλη, 

Kι' η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα, 

Kαι μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους 

Aνάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος. 

Nερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα, 

Xύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη, 

Kαι παίρνουνε το μόσχο της, κι' αφήνουν τη δροσιά τους, 

Kι' ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους, 

Tρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια. 

Έξ' αναβρύζει κι' η ζωή, σ' γη, σ' ουρανό, σε κύμα. 

Aλλά στης λίμνης το νερό, π' ακίνητό 'ναι κι άσπρο, 

Aκίνητ' όπου κι' αν ιδής, και κάτασπρ' ώς τον πάτο, 

Mε μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ' η πεταλούδα, 

Που 'χ' ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο. 

Aλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τί 'δες· 

Nύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια! 

Δύσκολα μπορεί κανείς να καταλάβει και να αναλύσει το μεγαλούργηματα του Σολωμού. Οι ιδέες κυρίαρχα στοιχεία σε όλο μάτια τους τριγύρω δεν κοιτάζουν. Τα μάτια χύνουν έρωτα κατά τον άνου κόσμο». Το Μεσολόγγι έπεσε την άνοιξη! 

Την ωραιότερη στιγμή η οποία ως μία δύναμη προσπαθεί να δειλιάσει τους πολιορκημένους υλικά και ηθικά ενάντια σε κάθε πάλη. Η ωραιότης της φύσης αυξαίνει στους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν. Ποίημα του Χρέους ή Μεσολόγγι ή Ελεύθεροι πολιορκημένοι! Η δύναμη του αγώνα, η αγωνία, ο αποκλεισμός, η ηρωική έξοδος! Σε όλα αυτά μένει έκθαμβος ο ανθρώπινος νους και συλλογάται μόνον το μεγαλείο της Ελληνικής ψυχής, όπως το αποτυπώνει στο ποίημά του ο Δ. Σολωμός.

Στις 3/ 2 /1849   παρασημοφορήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος, διότι «με την ποίηση του διέγειρε τα αισθήματα του λαού στον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία». Πέθανε στις 9/2/1857  στην Κέρκυρα, ύστερα από αλλεπάλληλες εγκεφαλικές συμφορήσεις. Τα οστά του μεταφέρθηκαν το 1865 στη Ζάκυνθο και τοποθετήθηκαν αρχικώς σ' ένα μικρό μαυσωλείο στον τάφο του Κάλβου



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου