Βασίλειος Χριστόπουλος, συγγραφέας
Oμιλία του στον κύκλο των Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών Ν.Δ.Ελλάδος της Δευτέρας 27ης Ιανουαρίου 2025 σε συνεργασία με τη Στέγη Γραμμάτων "ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ" στην αίθουσα εκδήλωσεων με ΘΕΜΑ:
Πώς δημιουργήθηκε μετά την απελευθέρωση η τοπική τάξη των αστών γαιοκτημόνων;
Τη χρονιά που πέρασε (2024) διάβασα, και τον Ιούνιο παρουσίασα τη μελέτη του ιστορικού Στάθη Κουτρουβίδη «Γενόμενος κάτοχος απεράτων καλλιεργησίμων εκτάσεων…»… από τις εκδόσεις Σμίλη… Ο τίτλος του βιβλίου χαρακτηρίζει την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και ολόκληρο το 19ο αιώνα. Την εποχή αυτή η γεωργική γη είναι το απόλυτο φετίχ των μελών της νέας αστικής τάξης που επιδιώκει με κάθε τρόπο και με κάθε μέσο την απόκτησή της.. Σε όποια κατηγορία και αν ανήκει ο νέος αστός, ό,τι επιτήδευμα και αν ασκεί, οι μεγάλες εκτάσεις, καλλιεργήσιμες ή μη, αποτελούν αντικείμενο θρησκευτικής λατρείας και ένδειξη υπέρτατου κύρους.
Μετά την απελευθέρωση μέσα από διαδικασίες που θα περιγράψουμε δημιουργούνται οι νεοέλληνες γαιοκτήμονες – τσιφλικάδες της επαρχίας Πατρών που τα ονόματά τους συναντούμε καθημερινά περπατώντας τους δρόμους της πόλης μας και κάποιοι απ΄ αυτούς έχουν γίνει οικεία μας πρόσωπα, όπως Παπαδιαμαντόπουλος, Καλαμογδάρτης, Ρούφος, Ζαΐμης, Λόντος, Κουμανιώτης, Μπουκαούρης, Σωτηριάδης κλπ κλπ.
Πώς λοιπόν συγκροτήθηκε μετά την
απελευθέρωση η τοπική τάξη των γαιοκτημόνων;
Εν αρχή οι μεγάλες ιδιοκτησίες γης. Και οι ιδιοκτησίες ήσαν προς τους
αστούς γαιοκτήμονες και γαιοκτήμονες ήσαν οι ιδιοκτησίες, για να παραφράσω την
αρχική φράση του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου («Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ήν
προς τον θεό και θεός είναι ο Λόγος ».
Με την απελευθέρωση και ίσως λίγο
πριν την τελική έκβασή της, πολλές μεγάλες ιδιοκτησίες της οθωμανικής περιόδου,
πωλούνται ή μεταβιβάζονται με άρση των οθωμανικών περιορισμών, σχεδόν
μπιρ παρά σε πρόκριτους, δημογέροντες και κοτζαμπάσηδες, συνεργάτες
συνήθως των οθωμανών στη διοίκηση, στην είσπραξη φόρων και στα εμπόρια. Αυτοί
οι τίτλοι παραχώρησης δεν θα αμφισβητηθούν ποτέ από το νεοελληνικό κράτος.
Όσες εκτάσεις δεν πρόλαβαν να μεταβιβαστούν, με την απελευθέρωση
χαρακτηρίζονται κρατικές και αποτελούν τις περίφημες εθνικές γαίες.
Αυτές οι εθνικές γαίες μετά από κάποιους αρχικούς δισταγμούς αρχίζουν να
προσφέρονται σε δημοπρασίες, κάτω από την πολιτική πίεση των ενδιαφερόμενων
αγοραστών που πίεζαν πολιτικά προς τούτο, αλλά και κάτω από την ανάγκη του
κράτους να αποκτήσει κάποιους πόρους. Και αυτοί που μπορούν να πληρώσουν είναι
οι έχοντες τα σχετικά κεφάλαια.
Στην προκειμένη περίπτωση είναι οι επήλυδες ή ετερόχθονες κεφαλαιούχοι που
καταφτάνουν από τις οθωμανικές επαρχίες με κεφάλαια για να ασκήσουν το εμπόριο.
Και οι ετερόχθονες επιθυμούν εκτός από τα εμπόρια, και το κύρος των
γαιών, είναι το φετίχ της εποχής, είπαμε.
Να ανοίξω μια μικρή παρένθεση: Αν οι επήλυδες είναι λαϊκοί, νομάδες εργάτες,
γυρολόγοι τεχνίτες ή αγρότες της εσωτερικής μετανάστευσης αποκαλούνται
υποτιμητικά πάροικοι ή φερτικοί. Κάτι ανάλογο με τους σημερινούς κατόχους
golden visa και τους ανέστιους πρόσφυγες και μετανάστες. Κλείνει η παρένθεση.
Έτσι ταυτόχρονα με τα εμπόριά τους,
οι ετερόχθονες – επήλυδες εξαγοράζουν, με άλλα λόγια βάζουν χέρι στις εθνικές
γαίες. Ταυτόχρονα αγοράζουν γη μισοτιμής και από τους πρώτους ιδιοκτήτες που
την απέκτησαν από τους πανικόβλητους οθωμανούς.
Κι αν ανάμεσα στις μεγάλες εκτάσεις παρεμβάλλονται και κάποιοι μικροϊδιοκτήτες,
έχουμε πολλά τέτοια παραδείγματα μέσα στο βιβλίο, οι μικροί ιδιοκτήτες μετά από
πιέσεις και εκβιασμούς και μην αντέχοντας τα μεγάλα δικαστικά έξοδα στο τέλος
παραδίδονται.
Στη συνέχεια οι νέοι μεγαλοϊδιοκτήτες με όπλο τη γη μπαίνουν δυναμικά στην
ακμάζουσα καλλιέργεια της σταφίδας. Φέρνουν εργάτες από τις γύρω αγροτικές
περιοχές που αναζητούν μεροκάματο στη νέα εποχή και ξελογγόνουν, σκάβουν,
να κάμουν τη γη καλλιεργήσιμη, να φυτευτεί σταφίδα. Είμαστε στον αιώνα
του ‘μαύρου χρυσού’, της Κορινθιακής σταφίδας. Η καλλιέργεια απαιτεί τη σκληρή
εκμετάλλευση των εργατών γης, αλλά και δάνεια που αποκτούν, υποθηκεύοντας
τμήματα της γης τους στο νεοσύστατο τραπεζικό σύστημα.
Έτσι συσσωρεύονται τα πρώτα σημαντικά κεφάλαια που θα οδηγήσουν στο διεθνές
εμπόριο, δηλαδή στους μεγάλους σταφιδέμπορους της εποχής καθώς και στην πρώτη
αναιμική βιοτεχνική και βιομηχανική δραστηριότητα.
Με τον τρόπο αυτό διαμορφώνεται μια
αστική τάξη με συμπαγή χαρακτηριστικά που μέσα από διαφορετικές διαδικασίες και
οικονομικές διεργασίες ηγεμονεύει πολιτικά και παραμένει στο κοινωνικό
και οικονομικό προσκήνιο για περισσότερο από έναν αιώνα.
Το 1873 η εφ. Ο Φορολογούμενος του Κωνσταντίνου Φιλόπουλου δικηγόρου και
γραμματέα του Εμπορικού Συλλόγου Ερμής γράφει αναζητώντας την κατάλληλη
υποψηφιότητα για τις επερχόμενες δημοτικές εκλογές:
…Να εκπροσωπήσει τας ιδέας και το φρόνημα της υγειεστέρας της κοινωνίας ημών
μερίδος, δηλαδή πάντων των ορθοφρονούντων εμπόρων, των αμερολήπτων επιστημόνων,
των φιλησύχων κτηματιών και βιομηχάνων…
Να διευκρινίσω εδώ πως
κτηματίες θεωρούνται μόνο οι μεγαλοϊδιοκτήτες γης, και έμποροι μόνο οι ισχυροί
σταφιδέμποροι.
Ο Φορολογούμενος συνεχίζει και αλλού τις εκκλήσεις του:
Έμποροι! Σεις είσθε αι μέλισσαι της υλικής προόδου της πόλεως. Εκ μικρών δια
της φιλοπονίας και της τιμιότητάς σας κετέστητε πλούσιοι, τιμώντες την πόλιν
και την πατρίδα.
Κτηματίαι! Η περί την πόλιν πεδιάς είναι η πηγή του πλούτου της πόλεως. Ταύτην
δια μόχθων ατρότων, και δαπανών απείρων, οι γονείς σας και σεις καλλιεργείτε
καταστήσαντες αυτήν κήπον της Εδεμ.
Μέχρι πρόσφατα και πριν την έκδοση
του βιβλίου του Κουτρουβίδη, τα επιστημονικά πεδία των Πολιτικών
Επιστημών και της Κοινωνιολογίας επέμεναν στις απόψεις ότι στην ευρύτερη
περιοχή μας κυριαρχούσε η μικρή ιδιοκτησία και ότι απουσίαζαν οι
εκμεταλλευτικές σχέσεις και κατά συνέπεια οι κοινωνικές – ταξικές
συγκρούσεις. Για το λόγο αυτό, κατέληγαν, δεν δημιουργήθηκε μια ισχυρή αστική
τάξη, ή δημιουργήθηκε μια καχεκτική, αναιμική και παρασιτική αστική τάξη.
Στον γνωστό μας βιβλίο του Ν. Μπακουνάκη «Πάτρα μια ελληνική πρωτεύουσα
στο 19ο αι.», και στο μελετήμα του Χρήστου Λυριτζή «Το τέλος των τζακιών,
κοινωνία και πολιτική στην Αχαία του 19ου αι» περιγράφεται μια κοινωνία που
χαρακτηρίζεται από την απουσία κοινωνικών- ταξικών αντιπαλοτήτων, από ήπιες και
φιλικές εκμεταλλευτικές σχέσεις, από την επικράτηση κοινωνικής γαλήνης και
συνεργασίας αφεντικών – εργατών.
Με το βιβλίο μελέτη του ΣΚ η επικρατούσα και κυρίαρχη μέχρι χτες
«ειρηνιστική» και συνεργατική αντίληψη των τάξεων ανατρέπεται.
Ένα άλλο που ανατρέπεται είναι η άποψη που είχε επικρατήσει ότι υπήρχε
διαφοροποίηση ανάμεσα στην ισχυρή ομάδα των μεγάλων σταφιδεμπόρων και στην
ομάδα των γαιοκτημόνων (εκείνων δηλαδή που διέθεταν σημαντικές εκτάσεις γης).
Τελικά οι πρωταγωνιστές της κοινωνικής, οικονομικής και της πολιτικής ζωής του
τόπου διασυνδέονται μεταξύ τους μέσα από διαφορετικές και ποικίλες διαδρομές. Η
πολιτική μερίδα μπορεί να μην πρωταγωνιστεί εμφανώς στο σύνολο των οικονομικών
διεργασιών της ευρύτερης περιοχής, ωστόσο συμμετέχει στο πεδίο των οικονομικών
εξελίξεων.
Επομένως δεν είναι ακριβές να μιλάμε για διαφοροποιήσεις μεταξύ δύο διακριτών
κοινωνικά ομάδων. Πρόκειται για ενιαία κοινωνική κατηγορία, στην οποία
εντάσσεται με σχετική ευκολία το σύνολο των μεγάλων και γνωστών πολιτικών
οικογενειών.
Να σημειώσουμε με την ευκαιρία ότι μέλη της ομάδας αυτής διεύρυναν τη δράση και
τον πλούτο τους ακολουθώντας και τακτικές τοκογλυφίας και από τον κανόνα δεν
ξέφυγε ούτε ο ήρωας και μάρτυρας της επανάστασης Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος που
πέθανε στο 1826 στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου.
Πέρα από τους οικονομικούς όρους συγκρότησης της αστικής τάξης, σημασία έχει να
δούμε τις ιδέες, τις κρατούσες ιδεολογίες κυρίως στο δεύτερο μισό
του 19ου αιώνα.
Ένα από τα πρώτα δόγματα της αστικής ιδεολογίας τους είναι οι αοριστίες περί
της «ηθικοποίησης» της κοινωνίας». Δεν λέω περισσότερα.
Αυτό δεν εμποδίζει εκπροσώπους της να διατυπώνουν απόψεις για ποινικοποίηση της
φτώχειας, την αναπηρίας ή ακόμα να διατυπώνουν ένα πολιτικό λόγο με έντονα αντικοινοβουλευτικά
χαρακτηριστικά.
Πολύ αργότερα μέλη της ομάδας αυτής επιλέγουν τη φιλανθρωπική δράση στο πεδίο
της κοινωνικής προσφοράς.
Η Κοινωνία των φτωχών και η
αντιμετώπιση της φτώχειας
παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Αν και η αστική τάξη ξεκινά με
φωνές για ποινικοποίηση της φτώχειας και εγκλεισμό των φτωχών σε άσυλα και
φυλακές που άλλωστε ούτε υπήρχαν ούτε επαρκούσαν φτάνει κατά τις
τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. στα πρώτα σκιρτήματα μιας αφ’ υψηλού αστικής
φιλανθρωπίας.
Η φιλανθρωπία ξεκίνησε ως ατομική πρωτοβουλία και στο τέλος του αιώνα – αρχές
του 20ου , πήρε πιο συλλογικό χαρακτήρα μέσω των λεγόμενων αδελφάτων και
κομιτάτων.
Η κοινωνική υποδομή υγείας και πρόνοιας κάπως έτσι ξεκίνησε.
Το νοσοκομείο λειτούργησε μόλις το 1892.
Για το Πτωχοκομείο αρχίζει από το 1875 η συλλογή χρημάτων με τη
δημιουργία της σχετικής επιτροπής.
Το Βρεφοκομείον των εκθέτων βρεφών ξεκίνησε με φωνές για τα μπάσταρδα που
κατακλύζουν την πόλη, στη συνέχεια δημιουργήθηκε επιτροπή αλλά καθοριστική ήταν
η συμβολή του Γεωργ Σωτηριάδη
Επίσης το Ίδρυμα για τα ασθενή έκθετα βρέφη έγινε με δαπάνες του Ιωάννη
Γερούση.
Κίνητρο αυτών των πρωτοβουλιών ήταν η ενόχληση των αστών από την εικόνα της
πόλης, με επαίτες, έκθετα και ασθενείς που πέθαιναν πάνω στους δρόμους.
Στο γύρισμα του αιώνα εμφανίζονται
και οι μεγάλοι ευεργέτες της πόλης. Ο συσσωρευμένος πλούτος από το εμπόριο και
την τοκογλυφία είναι μεγάλος αλλά να μην τους αδικούμε. Η φιλάνθρωπη διάθεσή
τους στηρίζεται και σε άλλα ευγενή κίνητρα και βεβαίως στην επιθυμία της μελλοντικής
τους υστεροφημίας.
Ο γνωστός Σκαγιόπουλος με διαθήκη του αφήνει ποσόν για την ίδρυση
Ορφανοτροφείου και Αγροτικού σχολείου που εγκαινιάστηκε το 1929.
Ο Καραμανδάνης ιδρύει το Καραμανδανειο νοσοκομείο παίδων το 1938.
Ο Καραμανδάνης επίσης δωρίζει το κτίριο του αρχαιολογικού μουσείου και όχι
μόνο.
Για το Δημ.Θέατρο Απόλλων δεν ανάφερα κάτι γιατί δεν εντάσσεται στην
φιλανθρωπική δράση των αστών. Είναι γνωστό πως έγινε από κομιτάτο πλουσίων για
να μπορούν να απολαμβάνουν το μουσικό θέατρο της Ευρώπης, όπερες και
οπερέτες.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διαδικασίες δημιουργίας των μεγάλων ιδιοκτησιών – τσιφλικιών κατά την πολύ μεταγενέστερη απελευθέρωση της Θεσσαλίας. Πολύ πριν την απελευθέρωσή της (1881) τα μεγάλα τεράστια τούρκικα τσιφλίκια περνούν στα χέρια Ελλήνων. Έλληνες τραπεζίτες και ομογενείς δημιουργούν εταιρείες, κάτι σαν τα σημερινά funds και αγοράζουν μπιτ παρά από τους πανικόβλητους Τούρκους που αποχωρούν. Πρώτος από το 1874 ο Χρηστάκης Ζωγράφος, από την Κωνσταντινούπολη, αγοράζει το τσιφλίκι του Ζάρκου. Οι Σοφάδες περνούν στην κυριότητα του έλληνα τραπεζίτη Γ. Ζαφίρη, επίσης πριν την προσάρτηση της Θεσσαλίας. Τα τσιφλίκια στον Κάτω Όλυμπο αγοράζονται από τους κεφαλλονίτες Μεταξά και Σκιαδαρέση και έχουν συνολική έκταση 300.000 στρέμματα. Οι τραπεζίτες Ευάγγελος Ζάππας και Ανδρέας Συγγρός αποκτούν επίσης τεράστια τσιφλίκια στην κεντρική Θεσσαλία.
Όλοι αυτοί οι ιδιοκτήτες γης φρόντισαν στη συνθήκη της προσάρτησης της Θεσσαλίας να μπει όρος που απαγορεύει τις απαλλοτριώσεις από την Ελληνική Κυβέρνηση.
Όπως είναι γνωστό, ύστερα από την προσάρτηση της Θεσσαλίας, αρχίζουν οι αγώνες των αγροτών με κορύφωμα την εξέγερση του Κιλελέρ (1910)
Μετά την Επανάσταση του Γουδή 1909 την πρωθυπουργία αναλαμβάνει ο Ελευθέριος Βενιζέλος που οι επαναστάτες κάλεσαν από την Κρήτη. Η αναθεωρητική βουλή του 1911 αναθεώρησε το σύνταγμα και κατάργησε τη συνθήκη του 1881 που απαγόρευε την άρση των απαλλοτριώσεων κι έτσι προχώρησε η διανομή γης στους ακτήμονες κολλήγους.
Για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαβιούσαν οι αγρότες - κολλήγοι μετά την απελευθέρωση κάτω από την εξουσία των Ελλήνων τσιφλικάδων έχουμε ζωντανές περιγραφές από τη λογοτεχνία μας. Παράδειγμα ο αξεπέραστος Ζητιάνος του Ανδρέα Καρκαβίτσα που διαδραματίζεται στην ελληνική Θεσσαλία μετά το 1881.
Κλείνοντας να αναφέρω πως στο βιβλίο μου Κάτοικος Πατρών που εκδόθηκε το 1998 περιγράφω μέσα από την μυθοπλασία πώς τα μέλη της άρχουσας τάξης εφορμούν κατά του σχεδίου πόλης. Τα νέα αστικά οικόπεδα που δημιουργεί το νέο σχέδιο γίνονται πεδίο αρπαγής και καταπατήσεων. Αλλά η απόκτηση ενός έστω μικρού οικοπέδου αποτελεί και το όνειρο κάθε φιλόδοξου φτωχού και λαϊκού που επιθυμεί μια στέγη και την κοινωνική του ένταξη στη νέα κοινωνία. Γι αυτό και οι δικαστικές συγκρούσεις, είναι έντονες και μακροχρόνιες. Στα ΓΑΚ υπάρχουν τόμοι εγγράφων με τέτοιες δικαστικές διενέξεις.
Τα νεότερα στοιχεία δείχνουν πως
ταυτόχρονα με τα οικόπεδα – φιλέτα της νέας πόλης ακόμη μεγαλύτερο πάθος
εκδηλώνεται για τις μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις…».
Έτσι ο δρόμος της λογοτεχνίας αν και πολλές φορές προπορεύεται, στο τέλος
διασταυρώνεται δημιουργικά με το δρόμο της ιστορικής έρευνας.
Σας ευχαριστώ.