Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2025

Ηλίας Στ. Δημητρόπουλος (συγγραφέας- ιστορικός ερευνητής): (Oμιλία του στον κύκλο των Φιλολογικών Βραδινών με θέμα: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ ΝΟΒΑΣ (Γ. ΑΘΑΝΑΣ))

 

Ηλίας Στ. Δημητρόπουλος (συγγραφέας- ιστορικός ερευνητής): (Oμιλία του στον κύκλο των Φιλολογικών Βραδινών της Εταιρείας Λογοτεχνών  στη Στέγη Γραμμάτων «ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ» και με τη συνεργασία της  με θέμα: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ ΝΟΒΑΣ  (Γ. ΑΘΑΝΑΣ))

 


 

Ευχαριστώ κ. Πρόεδρε,

Ευχαριστώ στη Στέγη γραμμάτων Κωστής Παλαμάς (Εμβληματικός Χώρος)

Ευχαριστώ όλες και όλους που με τιμάτε με την παρουσία σας.

Πριν ν’ αναπτύξω την ομιλία μου θεωρώ σκόπιμο να κάνω μία

διευκρίνηση

Πρώτον η επιλογή του θέματος δεν αποβλέπει στο κατά κάποιο τρόπο

«ξέπλυμα» ως προς το ατόπημα της αποστασίας του 1965. 

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ

Ο Γεώργιος Αθανασιάδης – Νόβας,  γνωστός και με το καλλιτεχνικό Γ.

Αθάνας, γεννήθηκε στην Ναύπακτο στις 6 Φεβρουαρίου 1893 και

απεβίωσε στη γενέτειρά του στις 10 Αυγούστου του 1987.

Γονείς του ήταν ο Θεμιστοκλής Αθανασιάδης και η Ευδοκία Σισμάνη

που καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια ‘’Σισμάνη’’ της Αράχωβας

Ναυπακτίας, η οποία (οικογένεια) είχε λάβει μέρος και στα Ορλωφικά

του 1870. 

Η προσθήκη στο επίθετο Αθανασιάδης και του επιθέτου Νόβας

προέκυψε από έναν γάμο, όπως θα δούμε στη συνέχεια :

Με την απελευθέρωση της Ναυπάκτου τον Απρίλη του 1829 άρχισαν να

εγκαθίστανται σ’ αυτήν Έλληνες από διάφορα μέρη της Ελλάδας.

Ανάμεσα σ’ αυτούς ήσαν οι αδελφοί Νόβα, που κατάγονταν από τη

Βίτσα Ζαγοριού. Μάλιστα, στο προγονικό τους σπίτι ήταν εντοιχισμένη

η επιγραφή «Οίκος Νόβα – 1710».

Ήταν τρία αδέλφια: Ο Αλέξης, ο Παναγιώτης και ο Χριστόδουλος,

Οι δύο  πρώτοι εγκαταστάθηκαν στη Ναύπακτο το 1829, με την

υπόδειξη μάλιστα των Καποδίστρια, που τους είχαν τραπεζίτες στην

Κέρκυρα, και αγόρασαν σημαντική κτηματική περιουσία. Η επιγραφή

στην παλιά σιδηρόπορτα στο Γρίμποβο «Κήπος Π. Νόβα 1829», έρχεται

να επιβεβαιώσει το γεγονός.

Το 1843 χώρισαν την κοινή τους περιουσία. Ο Παναγής Νόβας κράτησε

την περιουσία των Πατρών και της Ναυπάκτου. Ο ίδιος το 1847

πάντρεψε

την μοναχοκόρη του Βασιλική, απόφοιτη του Σχολείου Χιλλ Αθηνών, με

τον Γεώργιο Αθανασιάδη από το Λιασκοβέτσι (Λεπτοκαριά) Ζαγοριού.

 

Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στη Ναύπακτο, έχοντας επιχειρήσεις και

στην Πάτρα. 

 Ο Γεώργιος Αθανασιάδης ήταν πράκτορας της Ατμοπλοϊκής Εταιρείας

και Ελληνοδιδάσκαλος. Από τον γάμο αυτόν γεννήθηκαν ο

Θεμιστοκλής, ο Δημήτριος και ο Παναγιώτης. 

Στο σημείο αυτό, χάριν της ιστορίας αναφέρω και ένα πλήγμα για τους

τότε Νοβαίους στην Ναύπακτο

Την 1 η Μαΐου του  1835 οι ανταρτοληστές Ρουπακιάς και Χουσιάδας και

με την ομάδα τους εισέβαλαν στην Ναύπακτο. Σκότωσαν τη μητέρα των

αφών Νόβα. 

Αιχμαλώτισαν τη Χρυσή, σύζυγο του Παναγή Νόβα και την 9χρονη

θυγατέρα του Αλέξη Νόβα. Τελικά η Χρυσή με τέχνασμα ξέφυγε από

τους ληστές και η Ειρήνη απελευθερώθηκε την 1 η Ιουλίου 1835 αφού

καταβλήθηκαν λύτρα 3.500 δρχ., μεγάλο ποσό για την εποχή. Αργότερα

η Ειρήνη Αλεξίου Νόβα παντρεύτηκε τον συνταγματάρχη Τηλ.

Βλασσόπουλο.

Ίσως η μετακίνησή τους στην Ερμούπολη της Σύρου, όπου επέκτειναν

τις εμπορικές τους δραστηριότητες, να οφείλεται και σ’ αυτό το

ληστρικό επεισόδιο.

Ο Θεμιστοκλής Αθανασιάδης λοιπόν είναι ο πατέρας του αποψινού μας

Ήρωα. Περί το 1920 ενοποιήθηκαν τα δύο επώνυμα και λόγω έλλειψης

αρρενογονίας από πλευράς του γένους Νόβα,  προέκυψε το γνωστό

Γεώργιος Αθανασιάδης – Νόβας (νομίζω κάτι τέτοιο έγινε με το Ρούφος

– Καλαμογδάρτης). Το ίδιο και για τον αδερφό του Θεμιστοκλή που

φέρει ως βαπτιστικό του το όνομα του πατέρα  του, που  πέθανε πριν

να βαπτιστεί.

Ο Θεμιστοκλής (1895 - 15/5/1961),  επίσης υπήρξε σπουδαίο λόγιος,

γνωστός στα πράγματα της Πάτρας, αφού διετέλεσε και Νομάρχης

Αχαΐας

  ΣΧΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Ο μικρός Γεώργιος έμαθε τα πρώτα γράμματα στην Ναύπακτο και

αποφοίτησε από το Ελληνικό Σχολείο (Σχολαρχείο).  

Το σχολικό έτος 1905 – 1906 γράφτηκε στην Α’ Τάξη του Β’ Γυμνασίου

Πατρών με τα στοιχεία : Αθανασιάδης Θ. Γεώργιος εκ Ναυπάκτου, ετών

12, πατρός εμπόρου με Γενική βαθμολογία «καλώς 6 10/38

Τον Ιούνιο (Σεπτέμβριος) του 1909 απολύονται από το  Β’ Γυμνάσιο

Αρρένων Πατρών είκοσι μαθητές, μεταξύ των οποίων και ο Γεώργιος 

Αθανασιάδης (Νόβας) από την Ναύπακτο, με βαθμολογία :

Θρησκευτικά 10, Ελληνικά 10, Λατινικά 7, Μαθηματικά 9, Γαλλικά 9,

Ιστορία 9, Λογική 8, Φυσική 9, Κοσμογραφά 9, Γυμναστική 6.

 

Γενικός βαθμός Λίαν καλώς 8, 28/46, Διαγωγή Κοσμιοτάτη (πρώτα

Κοσμία)

Από τα μαθητικά του χρόνια στο Β’ Γυμνάσιο Πατρών γράφει 

ποιήματα τα οποία απαγγέλει σε σχολικές γιορτές και τα δημοσιεύει σε 

τοπικές εφημερίδες, σε μια εποχή που η Πάτρα γνώριζε λογοτεχνική

άνθηση. Την Πάτρα την αγάπησε σαν ιδιαίτερη πατρίδα του και το

Γυμνάσιο του δεν το ξέχασε ποτέ. 

Το 1950 επισκέφθηκε την Πάτρα ως Υπουργός Παιδείας, δεν παρέλειψε

να περάσει από το Β’ Γυμνάσιο, όπου είχε φοιτήσει. Σε ώρα μαθήματος

μπήκε σε μια αίθουσα διδασκαλίας και κάθισε σε ένα θρανίο Εκεί 

καθόταν ο μαθητής Τασόπουλος, αργότερα ταξίαρχος της

Χωροφυλακής που διηγήθηκε το περιστατικό. Με μάτια δακρυσμένα

Του είπε : «εδώ που κάθεσαι είχα και εγώ καθίσει.. Πέραν σαράντα

χρόνια από τότε».

(Από το βιβλίο του Ανδρέα Μουγγολιά. Το Β’ Γυμνάσιο Πατρών ). 

ΣΠΟΥΔΕΣ ΤΟΥ

Μετά την αποφοίτησή του από το Β’ Γυμνάσιο Πατρών φοίτησε στη

Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αρχικά ασχολήθηκε με τη

δικηγορία και τη δημοσιογραφία, γρήγορα όμως τον κέρδισε η πολιτική.

Μιλούσε άριστα τα Ιταλικά. Στους Βαλκανικούς πολέμους ο

Αθανασιάδης υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία, πολέμησε ως

Λοχίας των Ευζώνων και γραφέας στο Επιτελείο του Β' Σώματος Στρατού

στη Γουμένισσα του Νομού Κιλκίς, ενώ παράλληλα εργάστηκε ως

ανταποκριτής της εφημερίδας «Ακρόπολις» του  Βλάση Γαβριηλίδη . 

 

ΕΥΖΩΝΑΣ

Με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον Ελληνικό στρατό,

στάλθηκε από τον Γαβριηλίδη στην Θεσσαλονίκη σε δημοσιογραφική

αποστολή. Μάλιστα ταξίδευσε με το πλοίο «Αρκαδία», μαζί με όλους

τους Αξιωματούχους που θα επάνδρωναν τις ελληνικές αρχές. Η τύχη τό

φερε να συνταξιδεύσει και με τον Αριστείδη Στεργιάδη, τον γνωστό από

την τραγωδία της Σμύρνης, για τον οποίο ακόμα η ιστορία δεν έχει

καταλήξει να τον τοποθετήσει. 

Κατάφερε να  συνομιλήσει και να τον συμπαθήσει τρόπω τινά ο

σοβαρός και απλησίαστος Στεργιάδης, που μετέβαινε στην

Θεσσαλονίκη ν’ αναλάβει το πόστο. 

Εδώ μπορώ να πω ότι έχουμε ντοκουμέντο που δεν ξέρω αν το

κατέχουν οι επίσημοι ιστορικοί

 

Παρατίθενται συνοπτικά σημεία της συνομιλίας, όπως τα διηγήθηκε ο

Νόβας στον θετό γιό του Αριστείδη Αθανασιάδη – Σισμάνη, καθηγητή

της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ.

 

Γνωριμία με Αριστείδη Στεργιάδη

Το βράδυ της 26 ης  Οκτωβρίου 1912, που αναγγέλθηκε η κατάληψη της

Θεσσαλονίκης από τον Ελληνικό Στρατό, ‘’φρενίτις ενθουσιασμού’’ είχε

καταλάβει απ’ άκρη σ’ άκρη την Αθήνα. 

Να πως μας περιγράφει ο τότε νεαρός συντάκτης Γ. Αθάνας:

Ανέβηκα στο γραφείο μου και άρχισα να τις εκχύνω χειμαρρωδώς στο

δημοσιογραφικό χαρτί, όταν με κάλεσε ο Γαβριηλίδης στο δικό του

γραφείο. Ήταν στο έπακρο περιχαρής και με ρώτησε:

∙         Τι κάνει απόψε ένας καλός δημοσιογράφος;

∙         Προσπαθώ να περιγράψω κύριε Διευθυντά, την απερίγραπτα

ενθουσιώδη χαρά του κόσμου.

∙         Καλώς. Και αύριο;

      Διαλογιζόμουν να βρω κατάλληλη απάντηση, αλλά ο Γαβριηλίδης με

πρόλαβε:

∙         Το καθήκον του καλού δημοσιογράφου είναι να πάει αύριο

στη Θεσσαλονίκη.

∙         Βεβαίως κύριε Διευθυντά.

Αριστερά πλάι στο γραφείο καθόταν ένας άγνωστός μου σοβαρός

κύριος με χρυσά γυαλιά και πολύ αξιοπρεπή εμφάνιση. 

 Ο άγνωστος κύριος ήτο ο Αριστείδης Στεργιάδης, που είχε τοποθετηθεί

από τον Ελευθέριο Βενιζέλο ως Νομικός Σύμβουλος του Γενικού

Διοικητού Κωνσταντίνου Ρακτιβάν, με την δικαιολογία ότι ήτο κάτοχος

της Τουρκικής Νομοθεσίας, λόγω της δικηγορίας του εις τα Χανιά της

Κρήτης. 

Εντύπωση μου είχε κάνει η επιβίβαση στο πλοίο του Ναυτικού

‘’Αρκαδία’’ μιας διλοχίας της Κρητικής Χωροφυλακής, στην οποία είχε

ανατεθεί η Αστυνομική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης. Η Κρητική

Χωροφυλακή ήταν, τότε, οργανωμένη πολύ καλύτερα από τη δική μας

της Παλαιάς Ελλάδος και τη φήμη της επιβεβαίωνε την στιγμή εκείνη το

ωραίο παράστημα και η αυστηρά πειθαρχημένη παρουσία των ανδρών

της.

Ο Στεργιάδης ήταν τύπος μονήρης, αποτραβηγμένος όσο μπορούσε

στον εαυτό του, αποφεύγοντας τις πολλές σχέσεις και συναναστροφές.

Νομίζονταν κατά κανόνα και λιγόλογος. Περιπατούσε μόνος του στο

 

κατάστρωμα και ποτέ δεν τον είδα με άλλη συντροφιά εκτός από τον

ιδιαίτερο γραμματέα του. Βέβαιος ότι δεν τον ενοχλούσα, πήγαινα μαζί

του και του έθετα διάφορες ερωτήσεις, με τη διψασμένη περιέργεια

του νέου που βρίσκει μοναδική ευκαιρία να λάβει φως από μια

αναδειγμένη προσωπικότητα. Γιατί στο αναμεταξύ είχα ακούσει

πολλούς ψιθύρους των άλλων συνεπιβατών για τις εξαιρετικές

ικανότητες του διαπρεπούς αυτού νομομαθούς, που ήταν έμπιστος

φίλος του Βενιζέλου.  Κατείχε γενική μόρφωση ευρεία και μου

απαντούσε πολύ πρόθυμα για να μου κεντρίζει ακόμα περισσότερο τη

δίψα. Σε ορισμένα μεγάλα θέματα είχε παράξενες αντιλήψεις, στις

οποίες δεν μπορούσα να προχωρήσω.

∙          ‘’Κύριε Στεργιάδη, να τολμήσω να σας κάμω μια ερώτηση ;

Σεις είσθε σε θέση να κρίνετε καλύτερα από κάθε άλλον. Έχει

πράγματι μεγάλης αξίαν ο Ελευθέριος Βενιζέλος;’’

      Σταμάτησε, σκέφτηκε λίγο και μου είπε, ενώ τον κοίταζα στα μάτια,

που έλαμπαν κάτω απ’ τα γυαλιά:

∙         ‘’Παιδί μου, θα σου πω μόνο αυτό: Ο Βενιζέλος έχει άστρο, έχει

μεγάλο άστρο!…’’

ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

Αίνος και θρήνος

Η σταδιοδρομία του Γεώργιου Αθανασιάδη– Νόβα ως δημοσιογράφου

είναι ελάχιστα γνωστή στο ευρύτερο κοινό.  Η ενασχόλησή του με την

ποίηση και η σταδιοδρομία του στην πολιτική επισκίασαν την καριέρα του

στη δημοσιογραφία η οποία υπήρξε και η πρώτη του επαγγελματική

δραστηριότητα. Συγκεκριμένα εργάσθηκε ως δημοσιογράφος για πολλά

χρόνια και υπήρξε συντάκτης των εφημερίδων  Ακρόπολις  και  Πολιτεία

όπως και συνεκδότης (1933-1936) της εφημερίδας  Νέος Κόσμος . Ήταν

ιδρυτικό μέλος της Ενώσεως Συντακτών Αθηνών και το1926 διετέλεσε

αντιπρόεδρός της.

Το καλοκαίρι του 1921 βρέθηκε στη Μικρά Ασία ως ανταποκριτής των

Αθηναϊκών

εφημερίδων «Πολιτείας» και «Αθηναϊκής» και αργότερα του

Σμυρναϊκής εφημερίδας «Θάρρος», ακολουθώντας τον Ελληνικό Στρατό

μέχρι και πέρα από τον Σαγγάριο ποταμό .  Γεμάτος νεανική αισιοδοξία και

με έντονο το αίσθημα πατριωτισμού εντυπωσιάστηκε από το μεγαλείο του

προελαύνοντος στα υψίπεδα της Μικρασίας Στρατού μας.  Στον πρόλογο

της ποιητικής του συλλογής 

 

«Αίνος και θρήνος» γράφει:

 

«Για να νιώσει και να το εκτιμήσει κανείς έπρεπε να ιδεί με τα μάτια του να

αναπτύσσονται οι Ελληνικές Μεραρχίες στις αχανείς εκείνες εκτάσεις με τόσο

δυναμισμό, με τόση ακρίβεια, με τόσην εντέλεια. Εκεί, όσον ίσως, πουθενά

αλλού περισσότερο, εθριάμβευσε η Ελληνική ανδρεία, η Ελληνική στρατιωτική

επιστήμη και τέχνη, η Ελληνική οργάνωση.  Και απάνω απ’ όλα το φρόνημα,

το ηθικό, η αλκή, η αντοχή, το πνεύμα αυτοθυσίας του Άγνωστου Στρατιώτη!» 

Αναφέρει δε  στο ποίημά του :

Συγκλονιστική είχε μεγαλοπρέπεια η εξόρμηση της Ελληνικής στρατιάς.σαν ένα

Ουράνιο Τόξο που έπεσε στη Γη, αναπτύχθηκαν οι Ελληνικές Μεραρχίες από

της Ιωνίας και της Βιθυνίας τ’ ακρογιάλια προς της Μεγάλης Φρυγίας τα βουνά

και τα ποτάμια και τους ψηλόκαμπους. Το

Πίστευε ακράδαντα ότι «Το πολεμικό κατόρθωμα του Ελληνικού Στρατού στη

Μικρά Ασία, όταν συνυπολογιστούν και τόσες δυσμενείς συνθήκες, είναι από τα

μεγαλύτερα της νεότερης ιστορίας μας.  Και δεν πρέπει να το συσκοτίζει η τραγική

κατάληξη… Του ανήκει πας Αίνος!». Όμως η ποιητική του ευαισθησία δεν τον

εμποδίζει να έχει επίγνωση της σημασίας της Μικρασιατικής τραγωδίας και θρηνεί 

στο πρόλογο της ίδιας συλλογής αναφέροντας:

 «Το 1453 κατάπεσε το μεγάλο αέτωμα. Το 1922 ξηλώθηκε απ’ τη Βυζαντινή γη

και το πιο μικρό θεμέλιο.  Ο ξεριζωμός απ’ την Ανατολή είναι ένα μοναδικό μαύρο

κεφάλαιο στην Εθνική μας ιστορία.  Και στην ιστορία της Ανθρωπότητας όλης πρέπει

να προστεθεί». 

Δε χάνει όμως την έμφυτη αισιοδοξία του αναφέροντας στον τελευταίο στίχο του

ποιήματος του ο «Σαλπιγκτής»:

 

… Μην αποκάμεις, Σαλπιγκτή, και μη λιγοπιστήσεις!

Χιλιάδες νύχτες θα διαβούν, νύχτες σιγής και φρίκης

Μα θα’ ρθει, θα’ ρθει ένα πρωί, που εσύ θα τους χτυπήσεις

Με την παλιά σου σάλπιγγα τους νέους σκοπούς της νίκης!

 

Αρκετές από τις φωτογραφίες αποτυπώνουν την καθημερινότητα των

στρατιωτών όπως και συγκλονιστικές  σκηνές από την ανθρωποσφαγή και

την φρίκη του πολέμου που έζησε από κοντά. Συνταρακτική είναι η

φωτογραφία ενός στρατιώτης που κλαίει πάνω από το πτώμα του

 

πρόσφατα σκοτωμένου στρατιώτη- αδελφού του. Όπως άκρως συγκινητική

είναι  και η φωτογραφία του τάφου του φίλου του δημοσιογράφου. Γιάννη

Δαμηλάτη. που τυχαία αντίκρισε περνώντας από κάποιο πεδίο μάχης. 

Γράφει σχετικά με αυτή την εμπειρία του «Συνταρακτικό το ξάφνιασμα:

φίλου τον τάφο να ιδείς απρόοπτα, όπως περνάς, στης μάχης το πεδίο. Ένα

σπαθί αξιωματικού να’ ναι στημένο επάνω και ένα κομμάτι από χαρτί να

γράφει το όνομά του…»

 

Ο ΓΑΜΟΣ  ΤΟΥ 

 

Ο Νόβας παντρεύτηκε τη Μαρία Βούλγαρη, κόρη του μεγάλου εθνικού

ευεργέτη Σωτηρίου Βούλγαρη, ιδρυτή του διεθνούς οίκου

κοσμημάτων «Bvlgari», στη Ρώμη. Το ‘’προξενιό» το έκανε ο ίδιος ο

Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος με Κυβερνητική αντιπροσωπεία

επισκεπτόταν τη Ρώμη. Στη συνοδεία ήταν και ο Νόβας.

Ο Βούλγαρης είπε στο Βενιζέλο. Θέλω η κόρη μου να παντρευτεί

Έλληνα. Και ο ευπροσήγορος Βενιζέλος γυρίζει και του λέει. 

Να δίπλα μου είναι ο γαμπρός !!! Δεν απέκτησαν κληρονόμους, λόγος

για τον οποίο υιοθέτησαν τον Αριστείδη Αθανασιάδη - Σισμάνη, ιατρό,

καθηγητή του Πανεπιστημίου  Αθηνών  και διευθυντή της

Ωτορινολαρυγγολογικής Κλινικής του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου στην

Αθήνα. Το 1926 ήταν μεταξύ των ιδρυτικών μελών της Ενώσεως

Συντακτών Αθηνών, ενώ διετέλεσε και αντιπρόεδρος της.

Η  ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΤΥΠΟ ΤΗΣ ΠΑΤΡΑΣ

Το 1939 ο βρίσκεται στην Ιταλία. Στη Βενετία επισκέπτεται, Μουσεία και

αρχειακούς χώρους, παθιασμένος να εντοπίσει ντοκουμέντα για τα

μέρη μας. Από τα ντοκουμέντα αυτά  ορμώμενος, κυρίως γράφει στον   

ΝΕΟ ΛΟΓΟ το καλοκαίρι του 1939

Παρατίθενται επιλεκτικά ορισμένα δημοσιεύματα :

 30/7/1939,φ170, για χάρτη περιοχής του 1707 και ετυμολογία

 του Μεσολογγίου

 1/8/1939,φ175, Ετυμολογία για το Βραχώρι (Αγρίνιο)

 11/8/1939, φ184,  Εντοπισμός τοπογραφικού σχεδίου

του Ναυάρχου Φ. Γκριμάνι (1706-1709) για μεταφορά της Πάτρας

πέριξ του κάστρου του Ρίου.

 22/8/1939, φ 192, θέσεις αναγνώστη για Μεσολόγγι

 

 

 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ

Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας το 1926, με το

κόμμα των Ελευθεροφρόνων του  Ιωάννη Μεταξά . Συνέχισε να

εκλέγεται βουλευτής από το  1932  ως το  1964  με το προεδρικό κόμμα

του  Γεωργίου Καφαντάρη , με το κόμμα των Φιλελευθέρων και με την

Ένωση Κέντρου. Το 1936 εξελέγη Αντιπρόεδρος της Βουλής. Από

το  1945  διετέλεσε πολλές φορές υπουργός. Συγκεκριμένα:

 Εσωτερικών, στις 7 Μαρτίου 1945 έως τις 8 Απριλίου 1945,

στην κυβέρνηση του  Νικολάου Πλαστήρα ,

 

∙Παιδείας στις κυβερνήσεις  Σοφοκλή Βενιζέλου , την περίοδο 1945-46,

και  Νικολάου Πλαστήρα , το 1950,

Βιομηχανίας, το 1951, κατάρτισε το νόμο περί επαρχιακής βιομηχανίας.

Υφυπουργός παρά τον Πρωθυπουργό το 1951, Προεδρίας, ο πρώτος

υπουργός μετά τη σύστασή του υπουργείου, ενώ έγινε ακόμη, τρεις

φορές υπουργός Προεδρίας στις κυβερνήσεις  Σοφοκλή Βενιζέλου,

Νικολάου Πλαστήρα και  Γεωργίου Παπανδρέου , Δικαιοσύνης και

Κοινωνικής Πρόνοιας, στην κυβέρνηση του  Στέφανου Στεφανόπουλου .

Χρημάτισε για ένα διάστημα κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της «Νέας

Πολιτικής Κινήσεως» και πέτυχε τελικά να είναι ο συντάκτης και ο

διεκπεραιωτής του πρωτοκόλλου συνεργασίας Σοφοκλή Βενιζέλου και

Γεωργίου Παπανδρέου που οδήγησε στη νίκη το κόμμα «Ένωσης

Κέντρου» και το 1963. Στη διάρκεια των κυβερνήσεων που

σχηματίστηκαν. Το 1963 εξελέγη αντιπρόεδρος και στις 19 Μαρτίου 1963

εκλέχθηκε πρόεδρος της Βουλής στη δεύτερη ψηφοφορία, καθώς στην

πρώτη υπήρξε αντίθετη ψήφος 33 βουλευτών της Ενώσεως Κέντρου, ενώ

σε 30 από τα ψηφοδέλτια είχε γραφτεί η λέξη «Δημοκρατία». Ως

υποκινητές της κινήσεως διαγράφηκαν πρόσκαιρα, οι  Ηλίας

Τσιριμώκος  και Σωτήρης Παπαπολίτης. Τη θητεία του ως προέδρου της

Βουλής αναφέρεται ότι τη χαρακτήριζε υπερβολική τυπολατρεία και

ακραίος συντηρητισμός. 

Το 1964, ως βουλευτής της Ένωσης Κέντρου, εξελέγη Πρόεδρος της

Βουλής. Στις  15 Ιουλίου 1965,  μεσούσης της πολιτειακής κρίσης που

προέκυψε από τη διαμάχη  Γεωργίου Παπανδρέου - Βασιλιά

Κωνσταντίνου , ο Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας ορκίστηκε

πρωθυπουργός, πριν καν την παραίτηση της Κυβέρνησης Παπανδρέου.

Στιγματίστηκε έτσι ως ο πρώτος "Πρωθυπουργός της Αποστασίας". Η

Κυβέρνησή του απέτυχε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης και

παραιτήθηκε. Ακολούθησε νέα αποτυχημένη προσπάθεια σχηματισμού

Κυβέρνησης (υπό τον  Ηλία Τσιριμώκο ) και κατόπιν η

Κυβέρνηση  Στέφανου Στεφανόπουλου  (1965-66), στην οποία ο

Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας διετέλεσε αντιπρόεδρος.

 

ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

Παράλληλα με την πολιτική του σταδιοδρομία, ο Γεώργιος

Αθανασιάδης-Νόβας δεν έπαψε ποτέ να ασχολείται με τη λογοτεχνία.

Έγραψε ποιήματα και πεζά. Όλα του τα έργα του είναι εμπνευσμένα

από την επαρχία, τον τόπο καταγωγής του, τη φύση και γενικά την

ελληνική παράδοση. Στη λογοτεχνία δραστηριοποιούνταν με το

 

καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Γεώργιος Αθάνας

. Το 1955 εξελέγη  Ακαδημαϊκός. Και το 1965 εκλέχτηκε Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών

Η ποίηση του Αθάνα μπορεί να χαρακτηριστική ως βουκολική, ίσως να παρουσιάζει κάποιο παραλληλισμό με την ποίηση του Κώστα

Κρυστάλλη

Ποιητικές συλλογές

“Πρωϊνό ξεκίνημα” (1919)

“Αγάπη στον Έπαχτο” (1922)

“Καιρός Πολέμου” (1924)

“Ειρμός” (1929)

“Δέκα έρωτες” (1931)

“Απλοϊκές Ψυχές” (1931)

“Δροσεροί Καϋμοί” (1938)

“Τραγούδια των Βουνών” (1953)

“Ευδοκία” (1955)

“Βαθιές Ρίζες” (1968)

“Τίμια Δώρα” (1969)

“Αστέγνωτο Δάκρυ” (1971)

“Ανώνυμου Δοκίμια” (1971)

“Αίνος και θρήνος” (1972)

Μονοκοντυλιές (1975)

“Τραγούδια των Βουνών” σειρά δεύτερη (1980)

“Ανά τον θερισμένον αγρόν” (1982)

“Μυθογραφήματα του καιρού μας” (1987)

“Quadretti Italiani (Ιταλικές μακέτες)

Συλλογές διηγημάτων

“Το πράσινο καπέλο” (1918)

“10 έρωτες” (1925)

“Απλοϊκές Ψυχές” (1932)-Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών

“Βαθιές Ρίζες” (1968)

"Γαργάλατας"

Στον Γεώργιο Αθανασιάδη - Νόβα αποδόθηκε το τετράστιχο:

Κι ήταν τα στήθια σου

άσπρα σαν τα γάλατα

και μού 'λεγες

γαργάλατα-γαργάλατα!

 

Από αυτό το τετράστιχο του προσδόθηκε το προσωνύμιο "Γαργάλατας",

το οποίο χρησιμοποιούνταν ευρέως από τους πολιτικούς του

αντιπάλους, κυρίως κατά την ταραχώδη περίοδο της Αποστασίας. Το

τετράστιχο αυτό όμως δεν είναι δικό του. Γράφτηκε με σκωπτική

διάθεση από το δημοσιογράφο Κώστα Σταματίου στη 

στήλη «Αδιακρισίες» της εφημερίδας «Τα Νέα», όπως εξηγεί σε άρθρο

του (φύλλο 17902/30-3-2004) στην ίδια εφημερίδα ο Λευτέρης

Παπαδόπουλος.

 

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΘΑΝΑ ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

 

  

ΣΤΗΝ  ΚΑΤΟΧΗ

Στη διάρκεια της κατοχής αποσύρθηκε και έζησε στη Ναύπακτο, όπου

συνεργάστηκε με την αντιστασιακή οργάνωση «Όμηρος». Αρνήθηκε να

πάρει μέρος ως υπουργός Παιδείας, στις κατοχικές

κυβερνήσεις  Γεωργίου Τσολάκογλου  και  Ιωάννη Ράλλη , όμως έσωσε

πολλούς συμπατριώτες του από τα εκτελεστικά αποσπάσματα με

καίριες παρεμβάσεις στις Ιταλικές αρχές κατοχής. Με δική του

 

παρέμβαση στους Ιταλούς στρατοδίκες, αποτράπηκε στη διάρκεια της

περιόδου 1941-44, η καταδίκη σε θάνατο των Θεόδωρου Παύλου.

Κουντουριώτη και  Αλέξανδρου Ζάννα , τότε προέδρου του  Ερυθρού

Σταυρού , τους οποίους είχε κατονομάσει ως συνδέσμους του, Άγγλος

αξιωματικός που συνέλαβαν, οι Γερμανοί, στην Αντίπαρο. Στη

συνάντησή του με έναν από τους Ιταλούς στρατοδίκες του είπε:

«...οι Έλληνες είμαστε δεμένοι με την ιστορία μας και αυτά τα δύο

ονόματα ανήκουν σε οικογένειες που είναι δεμένες με την ελληνική

ιστορία. Η εκτέλεση τους θα έχει τέτοια αντίδραση απ' τον λαό που

είναι αδύνατον να προβλέψετε τις συνέπειες».

Μια άλλη σωτήρια παρέμβαση στις Ιταλικές αρχές ήταν αυτή του

Ιουλίου του 1943.

Απέναντι στο χωριό Ρίζα Ελασίτες αντάρτες το βράδυ της 11ης Ιουλίου

1943 σκότωσαν τον επικεφαλής της Γερμανικής φάλαγγας Ταγματάρχη.

Οι Γερμανοί  σε αντίποινα έκαψαν το χωριό σκότωσα δύο χωριάτες.

Οι Ιταλοί που ήταν υπεύθυνοι της περιοχής συνέλαβαν 15-20 Ριζιώτες,

τους επιβίβασαν σε φορτηγό να τους μεταφέρουν στην Πάτρα, μάλλον

για εκτέλεση. Αστραπιαία επενέβη ο Νόβας και κατάφερε να τους

απελευθερώσει.

Είχε προπαρασκευαστική  συνάντηση με τον Άρη Βελουχιώτη στον

Πλάτανο Ναυπακτίας, ματαιώθηκε όμως την τελευταία στιγμή, λόγω

πληροφοριών ότι υπήρχε κίνδυνος για τη ζωή του.

Τον Απρίλιο του 1944 ύστερα από νυχτερινή εισβολή στην Ναύπακτο

τμήματος ανταρτών του ΕΛΑΣ, πυρπολήθηκε το πατρικό του σπίτι και

καταστράφηκε η βιβλιοθήκη του και μαζί η ανέκδοτη λογοτεχνική του

εργασία. 

Μια άλλη ολίγον τραγελαφική σημειώθηκε το 1965, Φιλοξένησε στο

σπίτι του στην Ναύπακτο τον Αρχηγό της Ε.Κ. Γεώργιο Παπανδρέου που

θα μιλούσε την επομένη στο Αγρίνιο. 

Την μεθ’ επομένη του λέει ο Παπανδρέου 

- Έχεις ποντικούς στο σπίτι στην Ναύπακτο ;;

Τρελάθηκε ο Νόβας για ποντικούς στο αρχοντόσπιτο ; 

Μετά από πολύ καιρό έμαθε ότι κάποιος ξάφρισε τα χρήματα από την

τσέπη του Παπανδρέου. Η Υπηρεσία (οικονόμος είχε κάνει το ¨θαύμα

της»!

 

 

Η ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ ΤΟΥ

Ανακεφαλαιώνοντας  ο Νόβας παρά το πολιτικό στίγμα της αποστασίας

του 1965, σίγουρα είναι η μεγαλύτερη προσωπικότητα της Ναυπακτίας,

κι αυτό φρόντισε να επιβεβαιώσει

Με τη δωρεά στον Δήμο του [περιβολιού του στο Γρίμποβο, το

λεγόμενο «περιβόλι Νόβα», όπου χτίστηκε το ΞΕΝΙΑ  «ΕΥΔΟΚΙΑ» και

σήμερα πρόκειται ν’ αλλάξει ρόλο.

Και το ωραίο. Όταν εγκαινιάστηκε το κρατικό Ξενία, Πρωτοκλασάτος

Αχαιός Υπουργός στο λόγο του…  είπε για κάποιον δωρητή, ούτε καν ν’

αναφέρει τ’ όνομά του. Το 1980 δημιούργησε το Ίδρυμα Γεωργίου και

Μαρίας Αθανασιάδη Νόβα με χρηματικό ποσό, ώστε να υποστηρίζονται

πνευματικές εκδηλώσεις και να βοηθούνται άριστοι μαθητές Γυμνασίων

– Λυκείων.

Ο Δήμος σε αναγνώριση της προσφοράς του  στην πόλη.

ονοματοδότησε τη δυτική κεντρική οδό σε «Γεωργίου Αθανασιάδη

Νόβα».

Προτομές του υπάρχουν : έξω από την Παπαχαραλάμπειο Δημόσια

Βιβλιοθήκη, και έξωθεν έξω του Ξενία, στην κήπο Νόβα.

Επίσης άλλη οδός φέρει το όνομα του αδελφού του Θεμιστοκλή Νόβα

 

ΝΟΒΕΪΚΟ ΣΠΊΤΙ ΣΤΗΝ ΝΑΥΠΑΚΤΟ

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2025

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΟΥΧΑΣ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ Η ποίηση ως "διαφωρά"

                              

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ:H ποίηση ώς  " διαφωρά"




                                                     

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ:

 Η ποίηση ως «διαφωρά»

 

του δάσκαλου Γιάννη Βαρούχα

                                           


 

Ο δεύτερος συγκεντρωτικός τόμος του Γιάννη Παπαναστασόπουλου ΠΟΙΗΜΑΤΑ II, με την ωριμότητα, τη μεστότητα και τη βαθύτητα του λόγου του, αποδεικνύει περίτρανα το άσβεστο πάθος του ποιητή να μην επιτρέπει την αδιαμεσολάβητη από περίσκεψη εισροή των σκέψεών του, ακόμη και των πιο απλών κι αυθόρμητων, στον διανοητικό τους διάπλου προς τη διαμόρφωσή τους σε συγκροτημένες απόψεις, αντιλήψεις, θέσεις και οπτικές. Πηγάζει από μέσα του λοιπόν, μια καντιανού τύπου κατηγορική προσταγή, η οποία επιβάλλει τη διαμόρφωση της σκέψης σε σκέπτεσθαι και από ’κει σε ποίημα. Κι εδώ είναι που επιστρατεύει όλους τους γνωστικούς μηχανισμούς της σκέψης του, φορμαλιστικούς αλλά κυρίως αποδομητικούς, που τόσα χρόνια επεξεργάζεται, προκειμένου αυτό το «κάτι», αυτήν την πτύχωση που δημιουργεί η νόησή μας για να παράξει μια ιδέα, πότε με το νυστέρι της ποίησης, πότε με το σφυρί της φιλοσοφίας, να το σχηματοποιήσει σε Λόγο. Ένας Λόγος που άλλοτε είναι αυτοαναφορικός κι εσωστρεφής, άλλοτε πολιτικός κι εξωστρεφής, άλλοτε εικονοπλαστικός και συγκινητικός, μα πάνω απ’ όλα τίποτα ξεκάθαρα απ’ όλα αυτά. Κι αυτό ανάγεται σε μια διαδικασία δυναμικής διαμόρφωσης της λογοτεχνικής ιδιοσυγκρασίας του ποιητή η οποία αποποιείται οποιαδήποτε εσωτερικής ή εξωτερικής προελεύσεως τάση για συμμόρφωση της ποίησής του σε φόρμες και κανόνες είτε ιδεολογικών είτε φιλοσοφικών και λογοτεχνικών ρευμάτων και μεθοδολογιών, χωρίς βέβαια να μην είναι εμφανής η επιρροή που έχουν ασκήσει αυτά στο έργο του. Έτσι λοιπόν τόσο η θεματολογία των ποιημάτων όσο και η δομική τους άρθρωση, πότε με ελλειπτική σύνταξη και πότε σε πεζόμορφη και ρεαλιστική γραφή, συνθέτουν ένα ύφος ευκίνητο, απείθαρχο, με ρευστότητα ειδολογικών χαρακτηριστικών, που όσο συγγενεύει, άλλο τόσο διαφοροποιείται από το μεταμοντέρνο χαρακτήρα της ποίησης.

 Όσον αφορά, λοιπόν, τη δομή πολλών απ’ των ποιημάτων του, με τη μεταδομιστική διάθεση που τα διακρίνει, ο ποιητής προσπαθεί να συγκροτήσει ένα πεδίο νοηματοδότησης ορισμένων κομβικών της ποίησής του εννοιών όπως ΓΛΩΣΣΑ, ΧΡΟΝΟΣ, ΡΕΥΣΤΌΤΗΤΑ, ΠΟΙΗΜΑ κ.τ.λ., στο εσωτερικό των οποίων, οι διεργασίες που συγκροτούν το νόημά τους δεν έχουν στατικό, αλλά δυναμικοδιαλλεκτικό χαρακτήρα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, να μην υπάρχει ταυτότητα νοηματική σ’ αυτές τις έννοιες, δηλαδή σταθερή σχέση σημαίνοντος – σημαινόμενου, αλλά μια συνεχής εσωτερική διαφοροποίηση της οποίας τα όρια είναι κι αυτά ρευστά, σε σημείο μάλιστα που το σημαινόμενο να μετατρέπεται σε σημείο ανωτέρου βαθμού σ’ ένα βαθύτερο σημασιολογικό επίπεδο. Ενδεικτικό αυτής της μεταδομικής γραφής, είναι το ποίημα “Καταβρόχθιση”.

ΚΑΤΑΒΡΟΧΘΙΣΗ

Δαιμονίζομαι όσο γράφω ένα ποίημα

και συνάμα ηδονίζομαι και προβληματίζομαι.

Άρα τι είναι το ποίημα; Δαίμονας ή ηδονή;

Ή μήπως ένας καλπασμός, μια έλευση ανυπόστατη;

Δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο

χρειάζεται μόνο την παρουσία του Δαίμονα

για να χτίσει την ελευσόμενη της ηδονής

παρουσία σιγοτρώγοντας σαν το σαράκι 

τη σάρκα του, ώσπου να τον καταβροχθίσει. 

Μα, τότε, είναι αυτή η άπιαστη στιγμή 

που της ηδονής παρουσιώνεται η απουσία 

που κι αυτή με τη σειρά της στον βωμό 

της ύπαρξής της θυσιάζεται, μέχρι 

να σιγαναστήσει τον Δαίμονα. 

Αυτό, λοιπόν, είναι το ποίημα.

Αυτό, το κάτι, που επέρχεται

μα ποτέ δεν φτάνει.

 

Από ’δω βέβαια, διαφαίνεται και το ενδιαφέρον του συγγραφέα για τη μεταφυσική σχέση της γλώσσας με τη σκέψη, που μαζί με τα ποιήματα “Περπατώ” και “Φιλέτο”, προσπαθεί να αποδεσμεύσει τον Λόγο απ’ τα λόγια. Έτσι, δημιουργείται μια διαφοροποίηση στο εσωτερικό του Λόγου, αφήνοντας ένα υπόλοιπο σκέψης, το οποίο με τη σειρά του, διαφοροποιείται εκ νέου απ’ την αναγκαιότητα δυνητικής μετατροπής του σε Λέγειν. Έτσι λοιπόν, ως αποτέλεσμα αυτής της διαφοροποίουσας διαφοράς, προκύπτει η ομιλητική Σιωπή ή αλλιώς, η ΣΙΓΗ. Βέβαια, η σύλληψη της ΣΙΓΗΣ ως ομιλών Λόγος, δε συνιστά πρωτοτυπία του ποιητή. Κάτι αντίστοιχο είχε συλλάβει σε μια στιγμή αποκορύφωσης της αποδόμησης, ο Derridda, ο οποίος δημιούργησε το νεολογισμό differance για να κατανομάσει αυτήν τη διαρκή αναβλητικότητα στη σημασία. Αλλά και ο Γερμανός φιλόσοφος Martin Heidegger, είχε οραματιστεί μια αντι-επιστήμη (την οποία όμως δεν πρόλαβε να θεμελιώσει), τη ΣΙΓΗΤΙΚΗ. Εν συντομία λοιπόν, η ΣΙΓΗΤΙΚΗ είναι ο τόπος, που φιλοδοξεί ο Heidegger να εγκαθιδρυθούμε και ο οποίος, προηγείται απ’ το Λέγειν, όσον αφορά τον χρόνο συγκρότησής του. Πρόκειται για την πολύπλευρη αδυναμία του Λέγειν να εκφράσει αυτό για το οποίο καλείται. Μόνη σωτηρία, να βυθιστεί το Λέγειν στα πιο αρχέγονα θεμέλιά του, τα προ-λεγόμενά του, όπου εκεί θα βρει τις α-λήθειες του. Αυτός λοιπόν είναι ο τόπος της ΣΙΓΗΣ. 

 Ο Γ.Π. έχοντας σπουδάσει φιλοσοφία στη Γερμανία κι έχοντας μελετήσει τον Γερμανό φιλόσοφο, στην προσπάθειά του να φωτίσει κι αυτός κάτι απ’ τον αχαρτογράφητο ακόμα κόσμο του άρρητου, έχει γράψει ένα εξαιρετικό κατά τη γνώμη μου ποίημα, το “Αναχώρηση”. 

 

ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ

Οι νεκροί με μάτια φεύγοντας κλειστά 

παίρνουν την τελευταία εικόνα 

μαζί τους για συντροφιά κι έτσι 

γίνεται ο κόσμος κάθε τόσο και φτωχότερος. 

Ένας περιπλανώμενος φωτογράφος γίνεται 

που φωτογραφίζει κάθε τόσο τον εαυτό 

του όλο και πιο λίγο. Κουράσαμε τους 

εαυτούς μας να νεκρώνουμε 

σκεπάζοντας την ομιλητική σιωπή 

με λόγια που δε λένε τίποτα. 

 

Μόνο αν σιωπήσουμε, ίσως 

ακούσουμε το τραγούδι των νεκρών. 

Και τότες, αυτοί θα επιστρέψουν πίσω 

τις κλεμμένες εικόνες που τόσο 

ξεδιάντροπα παρέσυραν στο διάβα τους. 

 

 Στο παραπάνω ποίημα λοιπόν, ο ποιητής αποδίδει τη γλωσσική αλλά και τη νοηματική ρηχότητα του σημερινού ομιλιακού ενεργήματος σε μια κυνική και ακατάσχετη πολυλογία που το μόνο που κάνει, είναι να κενώνει τον Λόγο απ’ το σκέπτεσθαι αλλά και το σκέπτεσθαι απ’ τον Λόγο. Είναι σαφές, ότι «οι Νεκροί» που αναφέρει ο ποιητής στο εν λόγω ποίημα, δεν είναι άλλοι απ’ τον “λήθαργο” το γλωσσικό στον οποίο έχει εκπέσει ο εαυτός μας και ο οποίος μας συμπαρασύρει σε μια συρρίκνωση του ΕΙΝΑΙ  μας και κατά συνέπεια του κόσμου μας, τον οποίο προβάλλουμε, δηλαδή φωτογραφίζουμε ως τέτοιον. Μόνη διέξοδος, η ΣΙΩΠΗ, όχι όμως η σβησμένη από εσωτερική λαλιά ΣΙΓΗ, αλλά η ζωντανή και φωνασκούσα που στο εσωτερικό της περιλαμβάνει ως συγκροτητικό της στοιχείο, τη σχέση του εαυτού μας με τον κόσμο απ’ τη μια, και ταυτόχρονα την  υπηγμένη στο εσωτερικό του εαυτού της σχέση, την αυτοσχεσία, τη σχέση δηλαδή του εαυτού μας με τον αυτοστοχασμό του. Εξ’ ου και η υφή της λεκτικής εικόνας στο συγκεκριμένο ποίημα, είναι ένας καμβάς σβησμένων λέξεων που το νόημά τους, όμως, αντανακλάται στη σβηστότητά τους ή αλλιώς στην αντεστραμμένη νεκρότητα του εαυτού μας, που εδώ είναι η αναδυόμενη ζωικότητα που αναβλύζει απ’ το κουφάρι του ψόφιου λόγου. 

 Άλλη μια λέξη, την οποία ο ποιητής χρησιμοποιεί προκειμένου να δημιουργήσει ρωγμές (όχι στην καθεαυτό γλώσσα και τις σημασίες της, αυτήν την φορά) αλλά στον εγκιβωτισμό που παράγει η Ηθική, προκειμένου να εξωραΐσει την τυχαιότητα και τη δυνατότητα πραγματικής ελεύθερης έκφρασης, είναι η ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ. Η ρευστότητα, λοιπόν, αποσαρθρώνει τα αμετάβλητα θεμέλια που η μετα-μοντέρνα εκδοχή της Ηθικής χτίζει, προκειμένου να ανυψώσει ένα συμπαγές και αδιάβλητο από πλουραλισμό ιδεών οικοδόμημα. Στο εξωτερικό μέρος του ηθικού οικοδομήματος, στη μαρκίζα του, διαφημίζεται μια δήθεν ελευθερία ιδεών, έκφρασης γνώμης για τα κοινά και νομιμοποιημένης αμφισβήτησης των πάντων. Στο εσωτερικό του όμως, στο κρυφό για τον πολύ κόσμο χώρο, η κάθε μορφή κανονικότητας (Εκπαίδευση, Δίκαιο, Επιστήμη, κ.τ.λ.) απεργάζεται, ανενόχλητη, με μονοδιάστατο και εσωστρεφές τρόπο, τη διαιώνιση του παγιωμένου τρόπου λειτουργίας τους αφαιρώντας απ’ τους πολίτες τη δυνατότητα ενεργού συμμετοχής στις διαδικασίες που επιτελούνται στις παραπάνω σφαίρες. Το άτομο λοιπόν αδρανές κι εγκλωβισμένο σ’ ένα δίχτυ σχετικισμού που η Ηθική επιμελώς έχει πλέξει, αποσύρεται απ’ την ανάγκη διαμόρφωσης δικής του βούλησης και άποψης, και αρκείται στο να καθορίζεται ο τρόπος σκέψης του από αφηγήματα και αποφθέγματα εκφερόμενα σε γ΄ πρόσωπο του τύπου “τα πάντα είναι σχετικά”, “δεν αλλάζει τίποτα”, κ.τ.λ.. Αντ΄αυτού επιδίδεται σε μια πολυπραγμοσύνη που μετουσιώνεται σε πολλές δραστηριότητες, hobbies, καριέρα κ.λ.π. . Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να δημιουργείται μια αντίφαση, μια διάσπαση στο υποκείμενο, που απ΄τη μια, στο πρακτικό επίπεδο παρουσιάζεται υπερδραστήριο και ολοζώντανο, κι απ΄την άλλη, στο πνευματικό πεδίο, οκνηρό και νεκρό. Μετατρέπεται δηλαδή σ΄ένα υβρίδιο ανθρώπου, που ο ποιητής στο ποίημά του “Ρευστότητα” , ονομάζει ζωντανονεκρό. 

 

ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ

Όλα είναι ρευστά, ακόμη και για τους νεκρούς, 

γιατί εξελίχθηκαν κι απαιτούν 

μαρμάρινα μνήματα και γρανιτένια.

Το χώμα τους μυρίζει πια κι ας είναι 

κι αυτή η σάρκα τους χώμα. Φτυστοί 

είναι με τους άλλους -τους ζωντανούς νεκρούς- 

που οι σκέψεις τους γίναν μάρμαρα 

γρανιτένια καταπίνουν τα αισθήματά 

τους, θάβουν βαθιά στην Ηθική

ό,τι ζωντανό και χωμάτινο έκρυβαν μέσα τους. 

Όμως λησμονούν 

ότι κάτω απ΄το μάρμαρο 

είναι χώμα το διαλυτικό του σώματος. 

 

Εκτός όμως απ΄τα μεταδομιστικά στοιχεία, στην ποίηση του Γ.Π. συναντάμε και ποιήματα που δείχνουν να έχουν επιρροές απ΄το κίνημα του υπερρεαλισμού. Το ποίημα “Ημικίνηση” ανήκει σ΄αυτήν την κατηγορία. 

 

 ΗΜΙΚΙΝΗΣΗ

Ο Απάνω Κόσμος χώμα

Ο Κάτω Κόσμος κίνηση

 

Το χώμα γίνεται κίνηση 

και η κίνηση χώμα

Κι αυτό το λεν’ ενέργεια

Μήπως εναλλάσσονται αδιάκοπα 

ο Απάνω με τον Κάτω Κόσμο 

υφαίνοντας την περατότητα 

του Απείρου;

 

Εδώ, ο ποιητής, δημιουργώντας απρόσμενες αντιπαρατειθέμενες εικόνες (Το χώμα γίνεται κίνηση / και η κίνηση χώμα), (…εναλλάσσονται αδιάκοπα ο Απάνω με τον Κάτω Κόσμο), προσπαθεί να οδηγήσει τον αναγνώστη στο να συνδέσει περιοχές της εμπειρίας (χώμα) με όψεις του επιφαινόμενου (κίνηση). Ειδικά δε, το κατορθώνει αυτό στο μορφοσυντακτικό επίπεδο, με ελλειπτική σύνταξη και ελάχιστη χρήση ρημάτων. Όσον αφορά το σημασιολογικό/ συμβολικό επίπεδο, συνδέει τον κόσμο (δηλαδή την εμπειρική μας διάσταση) με την κίνηση, η οποία θρυμματίζει την ύλη, προτού αυτή προλάβει να υποστασιοποιηθεί πνευματικά και να γίνει Θεός. Έτσι λοιπόν, η λέξη «ενέργεια» που χρησιμοποιεί αποκτά δισημία. Απ΄τη μια, η λέξη σημαίνει ό,τι η επιστήμη εννοεί, απ΄την άλλη όμως δηλώνει την ταυτόχρονη συνύπαρξη των αντιτιθέμενων πόλων του Ιδίου, όπου η κίνηση και το χώμα συμβολίζουν απλώς το μη εποπτεύσιμο, μη αναπαραστήσιμο, το μη περατό της νοητικής σύλληψης του Απείρου, που ασφαλώς δεν υπάρχει χρόνος και χώρος, όπως ο ποιητής υπονοεί για τη δημιουργία θεών. Εξ΄ου κι ο υπαινικτικός τίτλος του ποιήματος ημι-κίνηση. 

 Βέβαια, ο Γ.Π., ως πολιτικοποιημένος διανοητής, δεν θα μπορούσε να μην πάρει θέση για την ζοφερή πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, την οποία οι ακραία νεοφιλελεύθερες και ιμπεριαλιστικές πολιτικές τάσεις διαμορφώνουν. Μια πραγματικότητα, η οποία είναι διάχυτη από ρατσισμό εθνικό, φυλετικό, κοινωνικό και που καλείται να αντιμετωπίσει τώρα το alter ego του εαυτού της, που για χρόνια συστηματικά εθελοτυφλούσε για την ύπαρξή του, το ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ. 

Ο ποιητής λοιπόν με το ποίημά του “ΚΛΑΜΑ”, δε φωτογραφίζει τις αιτίες δημιουργίας του φαινομένου, άλλωστε αυτές στοιχειοθετούνται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σ΄ολόκληρη σχεδόν την υπόλοιπη ποίησή του, αλλά εκφράζει την απογοήτευσή του, για τη διαχειρισιμότητα του φαινομένου από μέρος της ελληνικής κοινωνίας. 

 

ΚΛΑΜΑ

Τα βρέφη όλου κόσμου 

έχουν το ίδιο κλάμα. 

Το κλάμα τους, όμως, 

στάζει άχρωμο και άφυλο 

και μας θυμίζει πόσο ίδιοι 

ήμασταν πριν «βαπτιστούμε».

 

Με το ποίημα αυτό λοιπόν, καταλογίζει ευθύνες για τη συντηριτικότατη διαχείριση του ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΥ, σε κύκλους και φωνές της Εκκλησίας, οι οποίες επέδειξαν με τον πιο έκδηλο τρόπο, το ξενοφοβικό, ρατσιστικό και μισαλλόδοξό τους πρόσωπο. Οι κατά τ’ άλλα πεφωτισμένες και καλλιεργημένες φωνές για κυρήγματα “περί ισότητας ενώπιον του Θεού”, φαίνεται να προτάσσουν την αδελφοσύνη τη διαθλώμενη κυρίως από χριστιανοσύνη, κι έπειτα ή και καθόλου την αδελφοσύνη την εκπηγάζουσα, από την κοινή για όλους μας, ανθρώπινη φύση. Βέβαια, αυτή η έκφραση δυσαρέσκειας δεν αφορά εξολοκλήρου την Εκκλησία, αλλά μέρος αυτής, το οποίο όσο δεν απομονώνεται, θα παίζει ενεργό ρόλο, δυστυχώς, στη διάβρωση του ήθους της ελληνικής κουλτούρας, η οποία σφυρηλατήθηκε απ΄τα Αρχαία ακόμα χρόνια με αξίες όπως φιλοξενία, ανοιχτότητα, πολιτισμική αλληλεπίδραση με άλλα κράτη, θρησκείες, αντιλήψεις, όπως ο ποιητής χαρακτηριστικά αναφέρει στο ποίημά του “Νόστος” , “… μέσα μου φέρνω το «Ξένιος Δίας»” .

 Κλείνοντας, δε θα μπορούσα να μην αναφερθώ στη σχέση του ποιητή με τη μάνα του, όπως αυτή περιγράφεται με ανάγλυφο τρόπο σε κάποια απ’ τα ποιήματά του. Σ’ ένα απ’ αυτά τα ποιήματα, το “ΟΛΑ ΣΕ ΘΥΜΙΖΟΥΝ”, ο Γ.Π. με ύφος τρυφερό και συγκινητικό, αποδίδει φόρο τιμής όχι μόνο στη μάνα του, αλλά και στην ελληνίδα μάνα των προηγούμενων δεκαετιών, όπου κλήθηκαν απ’ τις κοινωνικές και πολιτικές περιστάσεις της εποχής, να γίνουν οι στυλοβάτες της εθνικής μας παράδοσης. 

 

ΟΛΑ ΣΕ ΘΥΜΙΖΟΥΝ

Σεβαστή μου μάνα 

έφυγες γι’ άλλους κόσμους και ουρανούς. 

Η μορφή σου χαραγμένη στον νου μου νοερά.

Αμίλητη με εποπτεύει η φωτογραφία σου

      Όλα σε θυμίζουν:

Το μικρό κομψό μπαούλο που κρύβει σεντόνια 

μαξιλαροθήκες και τραπεζομάντηλα 

απ’ τα χέρια σου κεντημένα. Ο αργαλειός 

τα υφαντά, τα πλεχτά, τα κεντητά. 

Το καντήλι –ένα κρασοπότηρο – κάτω 

από τα εικονίσματα ευλαβικά τοποθετημένο 

με τα καρβουνάκια και το λιβάνι για 

θυμίαμα. Η στεφανοθήκη δίπλα 

στα εικονίσματα.

    Όλα σε θυμίζουν:

Η λάμπα με το λαμπόγυαλο 

το λυχνάρι με το φυτίλι η πυροστιά 

αφημένη στο φουρνάρικο με λίγα κάψαλα.

Το χαβάνι για το χοντράλατο, το χοντροπίπερο 

την άτριβη κανέλα. Η σκάφη όρθια 

παρατημένη στη γωνιά κάποιου δωματίου 

αναπολεί και περιμένει να ζυμώσεις ψωμί 

άγιο πρόσφορο. Να πλάσεις τους κουραμπιέδες 

τ’ αμυγδαλάτο, τα μουστοκούλουρα….

    Όλα σε θυμίζουν:

Το καθαρό μπουκάλι για τ’ άγιο νάμα 

η σφραγίδα για τ’ άγιο ύψωμα.

Ο φούρνος, το φτυάρι, η μασιά 

για τα κάρβουνα και τη στάχτη. 

Το δεντρολίβανο, ο βασιλικός, η μαντζουράνα

ο δυόσμος, το μακεδονήσι, η συκιά. 

Ό,τι φύτεψες στη μνήμη μου σκοντάφτει. 

Είμαι μια ζωντανή θύμησή σου 

που όλο θα σε θυμίζω. 

 

 Η επιδίωξη του ποιητή γράφοντας αυτό το ποίημα, ήταν να περάσει απ’ το μέρος, το συγκεκριμένο (τη δική του μάνα) στο όλον, στο αφηρημένο (στην ελληνίδα μάνα γενικά). Έτσι λοιπόν, για να θυμάται τη μάνα του, δε διάλεξε αναμνήσεις απ’ την προσωπική του μνήμη που είναι στενά συνυφασμένες μ’ αυτήν, αλλά αλίευσε απ’ το συλλογικό φαντασιακό και λογοτεχνικό χώρο, εικόνες και παραστάσεις που όχι μόνο αναπαριστούν την καθημερινότητα μιας εποχής, αλλά ταυτόχρονα με την έντονη εικονικότητά τους προκαλούν ένα αίσθημα νοσταλγίας στους παλαιότερους, οι οποίοι πεισματικά αρνούνται να γίνουν κύτταρο μιας περασμένης εποχής. Τουναντίον, καλούνται να επιτελέσουν την ζωντανή συνέχεια της λαϊκής μας παράδοσης. Έτσι λοιπόν κι ο ποιητής εντάσσει τον εαυτό του στην παράσταση που δημιουργείται απ’ το συγκεκριμένο ποίημα, όχι μόνο ως μέρος του θεάματος (το παιδί που παρακολουθεί τη σφραγίδα για τ’ άγιο ύψωμα, τον φούρνο, το φτυάρι, κ.τ.λ.) αλλά τοποθετείται κι απ’ έξω, ως θεατής του πίνακα αλλά και του εαυτού του ως μέρος αυτού.  

    “Είμαι μια ζωντανή θύμησή σου

      που όλο θα σε θυμίζω”

γράφει χαρακτηριστικά ο ποιητής στους δυο τελευταίους στίχους του ποιήματος. Κι όντως το ποίημα αυτό μοιάζει πολύ με πίνακα ζωγραφικής, όπου η ύλη (δηλαδή ο χώρος) και η κίνηση (δηλαδή ο χρόνος), μοιάζουν να είναι συμπυκνωμένα σε μια δυνητική πραγματικότητα, την εκπλήρωση της οποίας όλοι γνωρίζουμε, αλλά ταυτόχρονα και το ανεκπλήρωτό της, εφόσον η μάνα δεν είναι πια στη ζωή για να κάνει τις εργασίες που την περιμένουν. Για παράδειγμα η “άτριβη κανέλα”, “το φτυάρι που περιμένει”, “η όρθια σκάφη” ως δείγματα χωροχρονικής σύμπτηξης, αντανακλούν αυτήν την αντίφαση της ταυτόχρονης συνύπαρξης του παρελθόντος και του μέλλοντος σ’ ένα απόν παρόν, το οποίο όμως παρουσιώνεται σε μια άλλη σφαίρα, μόλις η αντίληψή μας σχηματίσει την εκπλήρωση της νοητικής σύλληψης της εικόνας σ’ ένα φαντασιακό, βιωματικό χώρο και χρόνο, όπου η λογική αποσύρεται απ’ το προσκήνιο, και το «παράλογο» λειένεται, συμφιλιώνεται με τον αναγνώστη και μετατοπίζει το κέντρο βάρους της αναφορικότητας της εικονιζόμενης παράστασης, σ’ ένα μετα-σημείο που βρίσκεται εκτός αυτής. Το παρόν λοιπόν, με τις δυο μορφές ύπαρξής του, συγκροτεί έναν νοητό σημικό άξονα, όπου στο ένα σημείο του, αυτό που αναπαρίσταται μέσα στον πίνακα, το παρόν είναι σημείο, δηλαδή ένδειξη της απουσίας του. Στο άλλο σημείο, το άχρονο, που βρίσκεται εκτός του πίνακα, το παρόν επανακτά την ουσία του, δηλαδή την παρουσία του όντας όμως χωρίς χρόνο και τόπο, χάνει την υλικότητά του η οποία θα το επανέφερε «ζωγραφισμένο» μέσα στην πρόδηλη εικόνα της παράστασης. 

 Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να κάνω μια παρατήρηση όσον αφορά τα εκφραστικκά μέσα και τους τρόπους με τους οποίους οι δύο τέχνες, η ζωγραφική και η ποίηση, κινητοποιούν μια παράσταση. Η καθεμιά, έχει μια δική της δυναμική κι έναν ιδιοσύστατο τρόπο απόδοσης μιας έμπνευσης, μιας ιδέας, μιας ενόρμησης κ.τ.λ. του καλλιτέχνη. Έτσι για παράδειγμα, σ’ έναν πίνακα ζωγραφικής, όπως “Οι Δεσποινίδες της Αβινιόν” του Picasso, ο τρόπος που προσεγγίζει και σταδιακά χτίζει την εμφάνιση του χωρο-χρόνου ο ζωγράφος είναι μοναδικός και οποιαδήποτε απόπειρα λεκτικοποιημένης ανάλυσης ή ερμηνείας της εικόνας, αδυνατεί να συλλάβει πλήρως, αυτό το οποίο ο Picasso με μοναδικό και ευφυή τρόπο αποδίδει στον πίνακα. Στο εν λόγω έργο τέχνης, ο ζωγράφος περνά σταδιακά απ’ τον χρόνο και τον χώρο (οι οποίοι είναι ξεκάθαρα διαχωρισμένοι στην πρώτη δεσποινίδα) στον χωρο-χρόνο, όπως αυτός αναπαρίσταται στην τελευταία δεσποινίδα του πίνακα, η οποία ταυτόχρονα, είναι και δεν είναι παρούσα σ’ έναν χώρο, όπου το παρόν εδώ, είναι τόσο εμφαντικό που φαίνεται να έχει καταπιεί το πριν και το μετά. Έχουμε δηλαδή τη σχετικοποιημένη ύπαρξη του χρόνου απ’ τον χώρο και το αντίστροφο. Καλλιτεχνικό εργαλείο για την επίτευξη αυτού, είναι η γεωμετρικοποίηση των προσώπων αλλά και του περιβάλλοντός τους, δηλαδή ο κυβισμός του όλου θεάματος. Αυτή λοιπόν, η εικόνα, μόνο με τη ζωγραφική μπορεί να μετατραπεί σε παράσταση, δηλαδή σε φαντασιακή κι αισθητική σύλληψη του γεγονότος. 

 Απ’ την άλλη πλευρά, με τη φράση “άτριβη κανέλα”, που χρησιμοποιεί ο ποιητής, συμβαίνει το ίδιο με τον πίνακα του Picasso, αλλά απ’ την αντεστραμμένη όψη του. Εδώ, το ταυτόχρονο υπάρχει ήδη μέσα στην άτριβη κανέλα, και ξεκινά μια αντίθετη αποκεντρωτική διαδικασία, όπου ο χώρος και ο χρόνος αποδεσμεύονται απ’ τον χωροχρόνο. Εδώ λοιπόν, σε αντίθεση με τη Δεσποινίδα της Αβινιόν, η οποία είναι και δεν είναι παρούσα σ’ έναν χώρο, η μάνα είναι και δεν είναι απούσα σ’ έναν χώρο, με αποτέλεσμα το παρόν να διαλύεται και να επανενώνεται σε μια περαιτέρω κινητοποίηση της παράστασης, όπως αυτή προδιαγράφεται απ’ το εν λόγω ποίημα. Παρατηρούμε εδώ μια «νίκη» του ποιητικού λόγου έναντι του πίνακα ζωγραφικής. Γιατί αυτό το -α- το στερητικό που υπάρχει στην “άτριβη κανέλα”, προσδίδει στην εικόνα πέρα απ’ το αυτονόητο που εξεικονίζεται, δηλαδή την κανέλα που δεν έχει τριφτεί, και την νοητική παράσταση της άρσης της «τριφτότητας». Δηλαδή μέσα απ’ το -α- το στερητικό, υπονοείται ότι η κανέλα ήταν εκεί για να τριφτεί, αλλά κάποιος επέλεξε να πάρει θέση/ να επιλέξει / να αντενεργήσει και να μην την τρίψει. Κάτι τέτοιο, βέβαια, δηλαδή η αντίφαση που περικλείεται σε μια κατάφαση, πιστεύω πως ο Λόγος είναι το καταλληλότερο εκφραστικό μέσο για να το αποδώσει. 

 Έτσι λοιπόν, επιστρέφοντας στο ποίημά μας, στο πρόσωπο της μάνας συμφιλιώνεται το πριν με το μετά, το γινόμενο με το γεννώμενο της ζωής, αλλά και του εαυτού μας, ή όπως καλύτερα ο ποιητής περιγράφει στο ποίημά του “Δημιουργοί”

   “Τέχνη και Γυναίκα 

     οι Άλλοι του Άλλου 

     του εαυτού μας”