ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ
Του Πρωτ. Δρ. Ευαγγέλου Κ. Πριγκιπάκη
1. Πριν από είκοσι ημέρες περίπου, στις 13 Ιανουαρίου, συμπληρώθηκαν 160 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου μας ποιητή Κωστή Παλαμά στην Πάτρα το έτος 1859. Στο πλαίσιο της επετείου αυτής εντάσσεται και η παρούσα ομιλία, η οποία θα επιχειρήσει να δείξει τη θέση της θρησκευτικής πίστης των Ελλήνων διαχρονικά ως παράγοντα τόνωσης και ενίσχυσης της εθνικής τους ταυτότητας στο ποιητικό του έργο. Όμως αισθάνομαι πρωτύτερα την ανάγκη να ευχαριστήσω από καρδιάς την Εταιρεία Λογοτεχνών Ν.Δ. Ελλάδος και το πρόεδρό της κ. Λεωνίδα Μαργαρίτη για την ευγενή πρόσκληση, αλλά και τη Δημοτική Βιβλιοθήκη της γενέτειρας του ποιητή για την πάντοτε φιλόξενη ατμόσφαιρα, καθώς και όλους και όλες εσάς που υποβληθήκατε στον κόπο να έρθετε να με ακούσετε.
Ο Κωστής Παλαμάς, ως γνωστό, αναδείχθηκε, με το σπουδαίο ποιητικό και γενικότερα λογοτεχνικό του έργο, σε κύριο εκπρόσωπο της γενιάς του 1880, καθώς και στον πλέον κορυφαίο από τους ποιητές μας για μισό αιώνα περίπου, από τα τέλη του 19ου μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. Σ’ αυτό φαίνεται ότι συνέβαλλαν τα μοναδικά πνευματικά του χαρίσματα, αλλά και οπωσδήποτε η αμφιλαφής παιδεία που έλαβε στο Μεσολόγγι με την υποστήριξη του αδελφού του πατέρα του. Εκεί, όπως αναφέρεται, ο ποιητής έζησε «στην ατμόσφαιρα μιας τέτοιας λόγιας οικογένειας, όπου πρωτοστατούσε και έδινε τον τόνο και φρόντιζε προσωπικά για την παιδεία του ανιψιού του ο Δημήτριος Παλαμάς», ο αδελφός του πατέρα του, ο οποίος για τον μικρό Κωστή υπήρξε «ο θείος, ο δ ι δ ά σ κ α λ ο ς, καθώς απ’ όλους κράζονταν, ο ελληνιστής, ο θεολόγος, ο φιλόσοφος, ο μυστικιστής, ο ησυχαστής, ο τεχνίτης του λόγου και του Λόγου ο διδάχος». Ο θείος του φαίνεται ότι συνδύαζε άριστα της γνώση της κλασσικής ελληνικής και της χριστιανικής γραμματείας. Γι’ αυτό και ο μικρός Κωστής, όπως αναφέρει, σ’ αυτό το «ευλογημένο σπίτι» και κοντά στο θείο του έλαβε πλούσια και ποικίλη ελληνική παιδεία, αποκτώντας τα απαραίτητα πνευματικά εφόδια για τη ζωή, καθώς ανατράφηκε σε «ένα περιβάλλον µε πολλά ερεθίσµατα, πολλά βιβλία και µεγάλη εκτίµηση στα γράµµατα και ειδικά στην ποίηση».
Αλλά και το Μεσολόγγι, όπου ανδρώθηκε, δεν ήταν µια συνηθισμένη πόλη. Εκείνη την εποχή «οι µνήµες από τον Αγώνα ήταν ακόµη νωπές. Ζούσαν άνθρωποι που είχαν άµεση εµπειρία όπως η θεία Βγενούλα, αδελφή της γιαγιάς του». Έτσι, ο Παλαµάς πέρασε τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια ακούγοντας, από ανθρώπους που αγαπούσε, διηγήσεις της ηρωικής Εξόδου, αλλά και των βιαιοτήτων των Τούρκων, ενώ παράλληλα ακολουθούσε και µια υψηλού επιπέδου κλασσική κυρίως εκπαίδευση. Στο Μεσολόγγι, δηλαδή, «ζυµώθηκε τόσο συναισθηµατικά όσο και διανοητικά µε τις συγκινήσεις του Αγώνα, όπως και με την έννοια του έθνους, µε τη θύµηση του Μπάυρον και το όνειρο της Μεγάλης Ελλάδας». Όλ’ αυτά σε συνδυασμό με το γεγονός ότι μέσα στο περιβάλλον της οικογένειας του θείου του ο νεαρός μελλοντικός ποιητής ήρθε σε συστηματική επαφή με τη γραπτή ελληνική γλώσσα σε όλες της τις εκφάνσεις, είχαν ως αποτέλεσμα να καταφέρει να εισχωρήσει στα βαθύτερα μυστικά της και να γοητευθεί από τον πλούτο και τις απεριόριστες εκφραστικές της δυνατότητες.
Η βαθιά θεολογική, εκτός από τη θύραθεν κλασική, παιδεία του θείου του προσανατόλισαν επίσης τον ταλαντούχο και διψασμένο νεαρό Παλαμά στην ενδελεχή μελέτη της βιβλικής και υμνογραφικής χριστιανικής παραδόσεως, τα κείμενα της οποίας, σε συνδυασμό με την εντρύφησή του στη δημοτική μας παράδοση, τον γοήτευσαν βαθύτατα, μιας και είχε ήδη επιδείξει έφεση στην ποίηση, ώστε να εφοδιαστεί με πλουσιότατο υλικό για την οικοδόμηση κατόπιν του τεράστιου ποιητικού του έργου. Έτσι, η κλασική ελληνική, η χριστιανική και η δημώδης νεοελληνική γραμματεία αποτέλεσαν τη βάση για να οικοδομήσει ο νεαρός Παλαμάς την προσωπικότητά του, αλλά και αναδείχθηκαν πλουσιότατες πηγές έμπνευσης για το κατοπινό ποιητικό του έργο, στου οποίου την οικοδόμηση χρησιμοποίησε τον φιλολογικό πλούτο της ελληνικής γλώσσας με ποιητική μαεστρία και βαθύ συναισθηματισμό με κύριο στόχο να υμνήσει την Ελλάδα σε όλες τις φάσεις του ιστορικού της βίου ως αγνός ελληνολάτρης και πατριδολάτρης, θιασώτης θερμός της Μεγάλης Ιδέας.
2. Κεντρικό ρόλο στην ποίηση, αλλά και γενικότερα στο έργο του Κωστή Παλαμά διαδραματίζει το θρησκευτικό στοιχείο, το οποίο δεν επιστρατεύεται από τον ποιητή μόνο ως εκφραστικό μέσο, αλλά χρησιμοποιείται πληθωρικά, προβαλλόμενο και ως διαχρονικός ενοποιός παράγων του Ελληνισμού, ώστε να εμφανίζεται στο έργο του ότι πρεσβεύει έναν ιδιότυπο θρησκευτικό συγκρητισμό, καθώς συνδέει αδιάλειπτα και με τρόπο άμεσο και αναπόσπαστο την αρχαία ελληνική θρησκευτική παράδοση με το Χριστιανισμό ως συνέχειά της κατά την εποχή της Ρωμιοσύνης, με σκοπό να συμβάλλει στην πνευματική οικοδόμηση της Νέας Ελλάδας. Αυτό συμβαίνει, καθώς αναγνωρίζει γενικότερα, ότι η θρησκευτικότητα είναι στοιχείο σύμφυτο με τον άνθρωπο, τμήμα ουσιαστικό της πνευματικής του συγκρότησης, ώστε να παραδέχεται πως
ο άνθρωπος με τα ιδανικά του είναι,/
θέλει δεν θέλει, ζώο θρησκευτικό
Ωστόσο ο ίδιος, παρόλο που δεν αρνήθηκε ποτέ τη θρησκευτικότητα και δεν υποβάθμισε το ρόλο της θρησκείας στην πνευματική συγκρότηση του ανθρώπου, υπήρξε από τη φύση του ένας ιδιότυπα θρησκευόμενος τύπος ανθρώπου, εφόσον γι’ αυτόν θρησκεία ήταν μάλλον η Τέχνη του, ώστε όπως υποστηρίζει για τον εαυτό του αναφορικά με τη θρησκεία, «κάπως γνωρίστηκα μ’ αυτή, μα ποτέ δεν την αισθάνθηκα. Οι Εκκλησίες με συγκινούν, μα τη φαντασία μου πιο πολύ … όχι την καρδιά μου». Έτσι, όπως τόνιζε στον «Κύκλο των Τετραστίχων», καμιά θρησκεία δεν τον κατείχε ολοκληρωτικά, υπογραμμίζοντας πως : «Ξένες μου είναι όλες οι θρησκείες..». Παρά ταύτα όμως, στο πλέον ανατρεπτικότερο από τα έργα του, το «Δωδεκάλογο του Γύφτου», επικρίνει με σφοδρότητα την αθεΐα, απευθυνόμενος στη Ρωμιοσύνη ως εξής
Μην αφήσεις τον άθεο να πάρει/
το στερνό θησαυρό σου! /
Με του Ύψιστου τη χάρη /
στα παρμένα σου πόδια στυλώσου.[…]
Κάψε το έργο του άθεου που τόχει /
Σατανάς φυσημένο.
Αλλά και δεν διστάζει ταυτόχρονα να κατακρίνει την απιστία, την οποία θεωρούσε ως ιδίωμα των ημιμαθών και σατανική επιρροή, παρόλο που αποκαλούσε τον εαυτό του «άθεο» και «άπιστο», θέλοντας με αυτό όμως να τονίσει την θρησκευτική του αμφιβολία και τον θρησκευτικό του διχασμό. Γι’ αυτό και οι θρησκευτικές του αντιλήψεις, όπως ορθά παρατηρείται, δεν είναι σταθερές, αλλά ποικίλλουν ανάλογα με την εποχή που ζει και τους εκάστοτε σκοπούς που επιδιώκει να εκπληρώσει με την ποίησή του.
3. Σ’ αυτή την ιδιότυπη στάση του απέναντι στη θρησκεία, συνέβαλλε οπωσδήποτε και ο γενικότερος διχασμός που χαρακτηρίζει το έργο του ως ποιητή, η ταυτόχρονη σύγκρουση δηλαδή των αντιθέτων στοιχείων, η αντιφατικότητα των ιδεών του. Οι περίφημοι δυισμοί, δυαδισμοί ή και διχασμοί τους οποίους έχει επισημάνει έρευνα του έργου του, αλλά και αναφέρεται συχνά ο ίδιος ότι μειώνουν την ενότητα του ιδεολογικού και οπωσδήποτε του θρησκευτικού του οικοδομήματος, ώστε να δηλώνει συχνά πως ήταν «μαζί και πιστός και άπιστος». Το συγκρουσιακό και διχαστικό αυτό στοιχείο διακρίνεται καθαρά στον Παλαμά ήδη από το πρώιμα ποιητικά του φανερώματα, ώστε, παρόλο που είναι σταθερά προσανατολισμένος στο αρχαίο ελληνικό πνεύμα από τη δεκαετία του 1880 και πολλές φορές στρέφεται προς τους αρχαιοελληνικούς θεούς, εξυμνεί ταυτόχρονα και τον χριστιανικό Θεό και ιδίως τον Ιησού Χριστό, με συνέπεια να μην καταστήσει ποτέ τους πάμπολλους θεούς της ελληνικής αρχαιότητας ή το χριστιανικό θεό αντικείμενα λατρείας, αλλά να τους θεωρήσει μόνο ως αιώνια σύμβολα της Ελληνικότητας στην αρχαιότητα και κατόπιν την περίοδο της Ρωμιοσύνης και του νεότερου Ελληνισμού, δηλαδή ως σύμβολα της θρησκευτικής έκφανσης, αποκάλυψης και τόνωσης της ελληνικότητας στην ιστορική πορεία του Γένους. Γι’ αυτό και τονίζει ιδιαιτέρως την επίδραση της αρχαίας ελληνικής θρησκευτικής παράδοσης στο Χριστιανισμό, τον οποίο θεωρούσε ως φυσική και όχι εξ αποκαλύψεως θρησκευτική πίστη, ώστε να τον εκλαμβάνει ως διάδοχο της αρχαίας θρησκείας των Ελλήνων και κορυφαίο πνευματικό μέγεθος του Ελληνισμού ως Ρωμιοσύνης κατά τους Μέσους Χρόνους.
Ακολουθώντας τις αρχές του συγκρητισμού και παραλληλίζοντας τον Χριστό με μυθολογικά πρόσωπα θεοτήτων δεν κατανοεί το Χριστιανισμό ως Εκκλησία, γι’ αυτό και τον βάζει σε ίση ή και κατώτερη μοίρα από την αρχαία ελληνική θρησκεία, παραμένοντας ενσυνείδητα προσκολλημένος σε έναν ιδιότυπο εντελώς προσωπικό θρησκευτικό φιλοσοφικής χροιάς συγκρητισμό με εθνικό σκοπό κυρίως. Γι’ αυτό και ενδιαφέρθηκε εξίσου τόσο για τον θρησκευτικό Εθνισμό, όσο και για το Χριστιανισμό ως ελληνική θρησκεία, εκλαμβάνοντάς τα ως δύο διαδοχικές εκφάνσεις της θρησκευτικής ταυτότητας του Ελληνισμού στη διαχρονία του. Εξαιτίας αυτού μάλιστα είναι βέβαιο πως στον Παλαμά δεν είναι εύκολο να βρει κανείς «ενιαίαν καί συνεπή πάντοτε προς ωρισμένας αρχάς κοσμοθεωρίαν καί φιλοσοφικήν περί του παντός ακλόνητον αντίληψιν», αφού όπως ο ίδιος ο ποιητής ομολογεί, στα ώριμα χρόνια του «Ειδωλολάτρης είναι ο νους και Χριστιανή η καρδιά μου», κάτι που δηλώνει «την εσωτερική του αγωνία, τον εσωτερικό του διχασμό, τον πόλεμο στην ψυχή του μεταξύ των πολλών ελληνικών θεοτήτων, τον πόλεμο μεταξύ πίστεως και απιστίας» ή «αθεΐας», όπως ονομάζει την αμφιβολία του, καθώς τονίζει πως
κανείς, θεός ή νόμος, εδώ κάτου/
δε μας λύτρωσε και δε θα μας λυτρώση/
μήτε από τα νύχια του έρωτα,/
μήτε από τα δόντια του θανάτου
4. Στην όντως αμφιλεγόμενη αυτή θρησκευτική στάση του Παλαμά κατά τα χρόνια της ωριμότητάς του, συνέβαλε οπωσδήποτε επίσης και το γεγονός, ότι η λογοτεχνική γενιά που ανήκε, εμφορούνταν από τα ιδανικά του επιστημονισμού και του θετικισμού, γι’ αυτό και από τα πρώτα του ποιητικά φανερώματα διαφαίνεται ένα είδος υλισμού και ανθρωποκεντρισμού, μιας αγάπης και μιας επιμονής περισσότερο για τη γήινη και παρούσα ζωή. Έτσι, εγκαταλείπει σχεδόν ολοκληρωτικά τη μεταφυσική αναφορά προς το θείο, εκλαμβάνοντας κάθε είδος θεότητας αρχαιοελληνικής ή χριστιανικής περισσότερο με εγκόσμια και ανθρωπομορφικά, δηλαδή θρησκευτικά χαρακτηριστικά. Όπως μάλιστα ο ίδιος ομολογεί στην ποιητική του το 1933 : «Μεταφυσική ανησυχία στα πρώτα μου χρόνια... ίσαμε τα τελευταία μου μπορώ να πω πως δεν είχα. Μου έλλειπε η φροντίδα για τα υπερούσια. Ένα συστατικό του τραγουδιού μου: η αίσθηση και η λατρεία της γης αυτής. Το τραγούδι μου δεν βρίσκει στα υπερκόσμια τους ιδεατούς τύπους των πραγμάτων. Ιδανικό μου είναι το κοσμικό». Με τον τρόπο αυτό ο Παλαμάς, ως γνήσιο τέκνο του δεύτερου μισού του ΙΘ΄ αιώνα και της ιδεολογίας του, αμφισβητεί την παραδοσιακή σύνθετη θρησκεία, αρχαία ελληνική και χριστιανική, διαδηλώνοντας την πίστη του στην επιστήμη και στις δυνατότητές της, αλλά και τονίζοντας πως και η τέχνη του ποιητή είναι θρησκεία, αφού
η ποίηση με το τραγούδι της,/
θέλει δε θέλει, και με όποια ιδέα,/
είναι, θρησκευτική.
Ωστόσο, παρά την τάση περιθωριοποίησης ή και απόρριψης της παραδοσιακής θρησκευτικής μεταφυσικής και τον σκεπτικισμό του, ο ποιητής φαίνεται ότι δεν παύει να αναγνωρίζει παράλληλα και να αναζητά τα ιδεώδη και τις αξίες της αλήθειας, της αρετής, της ομορφιάς, της αρμονίας και της δικαιοσύνης στην ελληνική θρησκεία, την οποία κατανοεί βέβαια με κοσμικά χαρακτηριστικά. Εξαιτίας αυτού μάλιστα και η ποίησή του, ενώ είναι πλήρως διανθισμένη με στοιχεία από την αρχαία ελληνική και τη χριστιανική θρησκευτική παράδοση, δεν έχει ουσιαστικά μεταφυσική αναφορά, αλλά ως στόχο να υπηρετήσει κυρίως το ελληνοκεντρικό του όραμα, το σκοπό της ποιητικής του ενασχόλησης που δεν είναι άλλος από τις αρχές του 20ου αι. από τον τονισμό και την ανάδειξη της αρχαίας ελληνικής και της χριστιανικής θρησκείας ως συστατικών πολιτιστικών στοιχείων της ελληνικότητας, δηλαδή της θρησκείας ως ενοποιού παράγοντα του διχασμένου από τους άρχοντές του και απογοητευμένου από τις ήττες στα πεδία των μαχών Ελληνικού λαού.
5. Είναι γεγονός ότι, «διατηρώντας συχνά έναν τόνο ρομαντισμού, η ποίηση του Παλαμά διατρέχεται ολόκληρη από την ιδέα του Ελληνισμού, τα μεγάλα εθνικά οράματα, την κίνηση της ελληνικής ψυχής, αλλά και τις μεγάλες κατευθυντήριες θεωρήσεις της ανθρωπότητας». Ο Παλαμάς δένει το έργο του με την ελληνική παράδοση, την οποία και ανανεώνει. Στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, δίνει τις μεγάλες ποιητικές συνθέσεις του, την Ασάλευτη Ζωή (1904), τον Δωδεκάλογο του Γύφτου (1907) και τη Φλογέρα του βασιλιά (1910), οι οποίες τον καθιερώνουν στη συνείδηση του καιρού του ως εθνικό ποιητή. Προετοιμασμένος από καιρό, τόσο ποιητικά όσο και ιδεολογικά, επιχειρεί, ειδικά στον Δωδεκάλογο και στη Φλογέρα, ένα τιτάνιο έργο, δηλαδή να αναμετρηθεί και να ανασυνθέσει ολόκληρη την ελληνική παράδοση, αρχαία, Ρωμαίικη - Βυζαντινή και Νεοελληνική - Δημοτική, προκειμένου να συγκροτήσει την πνευματική ταυτότητα του νέου Ελληνισμού, μια ταυτότητα που βασίζεται στην πίστη για τη συνέχεια της ελληνικής ψυχής, αλλά και στην αέναη μεταμόρφωσή της.
Έτσι, το ποιητικό του έργο είχε σαν έναυσμα και αφετηρία τις εθνικές ήττες του τέλους του 19ου αι. και σαν αποκορύφωμα τους εθνικούς θριάμβους των ετών 1912 -1913. Στο «Γυρισμό» της «Ασάλευτης Ζωής» εκφράζεται «η απογοήτευση και η πίκρα του για τον εξευτελισμό τα Ελλάδος στον πόλεμο του 1897. Θρηνεί για τη συμφορά εκείνη και θέλοντας να τονώσει σαν πατριώτης και προφήτης, μπροστάρης και όχι ουραγός, την πτώση του ηθικού του λαού, στιγματίζει κάθε αντίδραση της εποχής του που πνίγει κάθε πρωτοπόρα σκέψη που πάει να φωτίσει το λαό». Στο ίδιο έργο του ο Παλαμάς, όπως ορθά παρατηρείται, «απευθύνεται στο θησαυρό λαό, μιλάει τη γλώσσα του και του χαρίζει την ψυχή του, την ποιητική του λύρα για να συνέλθει από την πτώση». Γι’ αυτό και δεν διστάζει στον «Ύμνο των Αντρείων», βλέποντας το κατάντημα της χώρας, να καλέσει, ως μεγάλος δάσκαλος που εμπνέει, το λαό, δηλαδή τους «ανδρείους», προκειμένου να δημιουργήσουν τη νέα ιστορία της Ελλάδος. Σύμφωνα μάλιστα με τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο, τα «Σατιρικά Γυμνάσματα» αποτυπώνουν «όλη την αγωνία του για τον ελληνικό μαρασμό από τον Κριμαϊκό πόλεμο έως το 1897. Βλέπετε - συνεχίζει ο Παναγιωτόπουλος - πως ο ποιητής πάσχει για τους προπηλακισμούς που παθαίνει το Έθνος, μέσα σ' εκείνη την αποτελμάτωση, την ύφεση και κάποτε κάποτε την απόγνωση. Έπειτα, όταν το Έθνος παίρνη την ανοδική πορεία που φθάνει στους Βαλκανικούς πολέμους, ο Παλαμάς είναι ο ενθουσιώδης εμψυχωτής».
Η λατρεία του Κωστή Παλαμά για την πατρίδα, τη Νέα Ελλάδα που χάραζε την ιστορική της παρουσία μέσα στη σύγχρονη εποχή, αποτυπωνόταν στο ποιητικό του έργο που εξυμνούσε τις ηρωικές μορφές του Ελληνισμού, ξεκινώντας από τις προσωπικότητες του 1821 και φθάνοντας στην Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, τη Μεγάλη Ιδέα και την απελευθέρωση όλων των ελληνικών πληθυσμών. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος του έργου του ασχολείται έμμεσα ή άμεσα με τις ιστορικές περιπέτειες του Ελληνισμού. Στην προσπάθεια του ποιητή να βοηθήσει στην αναγέννηση της πατρίδας του, βασικό στοιχείο αποτελεί η ελληνική αρχαιότητα και μάλιστα στη θρησκευτική της έκφραση. Ταξιδεύοντας νοερά, όπως παρατηρείται, «στους πολιτισμούς που αναδύονταν μέσα από τα ομηρικά χρόνια, την αρχαϊκή και κλασσική περίοδο, όπως και την ελληνιστική εποχή, εστιάζοντας ιδιαίτερα στους αρχαίους Έλληνες ποιητές από τους οποίους υιοθετούσε τον πλούτο της ποίησής τους και διάνθιζε τη δική του ποιητική συλλογή, ο Παλαμάς επικεντρωνόταν στην ουσία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και σε ό,τι εκείνη εκπροσωπούσε προσπαθώντας να σταχυολογήσει τον θησαυρό του παρελθόντος και να τον μεταλαμπαδεύσει στη νεότερη γενιά, στην οποία ουσιαστικό στοιχείο αποτελούσε η θρησκευτική της παράδοση ως έκφραση των ιδανικών μορφών ζωής».
Εκτός από την αρχαία ελληνική θρησκευτική παράδοση όμως, τον Παλαμά συγκινούσε αφάνταστα επίσης και η χριστιανική ως ελληνική θρησκευτική παράδοση όπως διαμορφώθηκε κυρίως στο Βυζάντιο ως Ρωμιοσύνη, σύνθεση δηλαδή της χριστιανικής ορθοδοξίας με την ελληνικότητα. Έτσι, το ποιητικό του έργο, «βαθιά μπολιασμένο στο πνεύμα και τη δύναμη του αρχαίου κόσμου, ριζωμένο στο μεγαλείο, τη λάμψη αλλά και τη θρησκευτικότητα του Βυζαντίου, εμπνευσμένο από τα βιώματα και την παράδοση της Ορθόδοξης λατρείας, αποτυπώνει απερίγραπτα την ταυτότητα του Ελληνισμού». Ο Παλαμάς αποσκοπούσε με τον τρόπο αυτό στην ολοκλήρωση ενός μεγαλεπήβολου έργου, με σκοπό την παράθεση του συνόλου της πνευματικής κληρονομιάς του ελληνικού έθνους. Το αρχαιοελληνικό και το χριστιανικό πνεύμα αντανακλάται στο ποιητικό του έργο μέσα από τις εμπειρίες και τους στοχασμούς του τόσο έντονα, ώστε «ο μεγάλος ποιητής να παρουσιάζεται να βιώνει στην πληρότητά τους όλες τις εκφάνσεις του ελληνικού πολιτισμού. Έτσι, αφουγκράζεται την ιστορική συνέχεια και την ανανεωτική πορεία του τόπου και συγχρόνως ‘μαγεύεται’ από το ‘φως’ της Αρχαίας Ελλάδας και τον μυστικισμό της Ορθόδοξης λατρείας μέσα από τα λαμπρά χρόνια της Ρωμιοσύνης». Επειδή μάλιστα και στην εποχή του, επηρεασμένοι από το φραφκολεβαντινισμό διανοούμενοι, αποδοκίμαζαν τη Ρωμιοσύνη, ο ποιητής θρηνεί και αντιστέκεται ως εξής στην «Τέταρτη Νύχτα»
Ω Ρωμιοσύνη, ω μάνα μου!/
και ω κόρη εσύ της όμορφης, /
μέσα στις όμορφες, Μητέρας!/
τα στερνά παιδιά σου,/
για να σκεπάσουν κάποια τους ασκήμια και ντροπή,/
εσέ είπαν άσκημη, ντραπήκανε για τ’ όνομά σου./
Μα πάντα εκείνο στις κορφές/
το μελετάνε απείραχτο τρανά του Ολύμπου οι ραψωδοί,/
και τ’ άξια παλικάρια./
Κι εγώ το γράφω με χρυσά/
στο μέτωπό σου γράμματα,/
και το φιλώ στα ματωμένα σου ποδάρια!
Η Ρωμιοσύνη εδώ είναι κόρη της μεγάλης μητέρας, της Αρχαίας Ελλάδος, κάτι για το οποίο ντρέπονται πολλοί σύγχρονοί του Έλληνες, αλλά αντίθετα το διαλαλούν περίτρανα του Ολύμπου οι ραψωδοί. Η μεγάλη του αγάπη για τον χριστιανικό πολιτισμό της Ρωμιοσύνης, δηλώνεται νομίζουμε με τον ύμνο στην Κωνσταντινούπολη ως εξής :
Ω! Πόλη! Ω! Πόλη!/ Εσύ του πράσινου διθάλασσο όραμα,
Πατρίδα της Πατρίδας μου, / οι Σουλτάνοι Σε ντρόπιασαν,
εμάρανέ σε ο Ξεπεσμός. / Όμως ο Αθάνατος Αϊτός δε σε ξεχνάει.
Από Βοριά, από Δύση κι απ' Ανατολή,
/Αράδα αράδα δοξαστής ρηγάδων τροπαιοφόρων,
Γυρνάει τις νύχτες προς εσέ να στάξει δάκρυα πύρινα /
Απάνου απ’ τους τάφους των Αυτοκρατόρων
Ο Παλαμάς κατανοούσε απόλυτα το μέγεθος της διαχρονικής κληρονομιάς του Ελληνισμού και γινόταν βιωματικός θεατής του κατά την κλασική και τη χριστιανική α/ρωμαίικη περίοδό του, μεγέθη που ενυπάρχουν αρμονικά και ισορροπημένα στο έργο του. Η Ελληνικότητα του Παλαμά, δηλαδή, «είναι ένα μίγμα από την αρχαία κλασική σοφία και τον ανεξάντλητο πλούτο της γηγενούς μας παράδοσης και φυσικά, από το νοσταλγικό μεγαλείο του Ρωμαίικου ορθόδοξου τρόπου του υπάρχειν». Ο Παλαμάς αναδεικνύεται έτσι ο ποιητής και εμπνευστής ενός νέου Ελληνικού οράματος της φυλής, την οποία κατανοούσε κατά τρόπο ενιαίο και αδιάσπαστο, δηλαδή ως Αρχαιότητα, Ρωμιοσύνη, Νέο Ελληνισμό, χωρίς το ιστορικό χάσμα του ανερμάτιστου Κοραϊσμού, που ήθελε μια Νέα Ελλάδα κατ’ ευθείαν συνδεδεμένη και προερχόμενη από την «ένδοξη αρχαιότητα». Αυτό μάλιστα φαίνεται καθαρά στο «Κήρυγμα των Υδραίων», όπου η Ρωμιοσύνη συνυφαίνεται με το Νέο Ελληνισμό. Εκεί τραγουδά τα εξής απευθυνόμενος στα παλικάρια της Ύδρας :
Κι όποιος για την πατρίδα του τα νιάτα βαφτίσει στη φωτιά σαν παλικάρι και δεν του κλείσει ο θάνατος τη στράτα και δεν τον πάρει,
καλότυχος! θα φτάσει μιαν ημέρα, κι ο Τούρκος δίχως δύναμη και γνώση στην Κόκκινη Μηλιά κι ακόμα πέρα θα τα ζαρώσει.
Κι η Ελευτεριά θ’ αστράψει σαν τον ήλιο και σαν το δέντρο ένα καρπό θα βγάλει: ένα πλατύ κι απέραντο βασίλειο σαν πρώτα πάλι.
Και θα είν’ η Ελλάδα, ως πρώτα, και μεγάλη θα ξαπλωθεί σ’ Ανατολή και Δύση, κι εμπρός στο βασιλιά τον ξανθομάλλη θα γονατίσει.
Σ’ Αυτόν. Σαν ουρανόσταλτην εικόνα καιρούς τον ονειρεύεται το Γένος· θε νά ’ρθει με δικέφαλη κορόνα στεφανωμένος.
Σ’ Αυτόν. Καιρούς τον καρτερούμεν όλοι σαν άγιο φως και σαν αυγής ακτίνα. Αυτός θα σμίξει αδερφικά την Πόλη με την Αθήνα.
Όποιος για την πατρίδα πολεμήσει, της Ρωμιοσύνης άξιο παλικάρι, και με τη χάρη του Σταυρού γκρεμίσει το αχνό Φεγγάρι,
χίλιες φορές καλότυχος! Μια μέρα μπροστά στο βασιλιά τον ξανθομάλλη με της παλικαριάς του τον αέρα θε να προβάλει.
Και τ’ άρματα θα φέρει να του δείξει με μαύρες από Τούρκων αίμα στάλες, κι όσες λαβωματιές τόχουν ανοίξει βόλια και μπάλες.
6. Για να καταφέρει ωστόσο η Νέα Ελλάδα να αναστηθεί, θα πρέπει, όπως πιστεύει ο ποιητής, να εκλείψουν τα δύο στοιχεία που την κατέστρεψαν, η προγονοπληξία και η θρησκοληψία, η παραφθορά δηλαδή της ιστορικής αλήθειας, της πολιτιστικής της παράδοσης και της θρησκευτικής της πίστης. Με σκοπό να αντιμετωπίσει το πρώτο στρέφεται στις πνευματικές πηγές του Ελληνισμού, τις οποίες ανευρίσκει στην αρχαιότητα και ως συνέχειά τους στην εποχή της Ρωμιοσύνης - Βυζαντίου -, ενώ για την καταπολέμηση της θρησκοληψίας επιλέγει να αντιδράσει έμμεσα στη θεσμική εκκλησιαστική οργάνωση, επικεντρώνοντας την πολεμική του σε συνήθειες και κατάλοιπα παρανόησης και ειδωλοποίησης του χριστιανικού μηνύματος, στρεφόμενος κυρίως εναντίον της φθοράς του ορθόδοξου μοναχικού ιδεώδους, ως του αυθεντικότερου τρόπου χριστιανικής ζωής. Ωστόσο δεν απαρνείται ή απορρίπτει συλλήβδην την Ορθόδοξη Παράδοση, παρόλο που αντιδρά, αμφιβάλλει και αμφισβητεί, καθώς ταυτόχρονα την θαυμάζει την εξυμνεί και γοητεύεται απ’ αυτήν, γι’ αυτό και έγραφε πως «την Ορθοδοξίαν δεν ανταλλάσω με όλου του κόσμου τα θρησκεύματα».
Την προγονοπληξία και την θρησκοληψία ως αίτια του εθνικού ξεπεσμού σατιρίζει, σαρκάζει και χτυπάει χωρίς δισταγμό στις «εκατό φωνές» της Ασάλευτης Ζωής. Η μεγαλύτερη και πιο αντιπροσωπευτική δημιουργία του Παλαμά πάνω στο ζήτημα αυτό όμως είναι ο «Δωδεκάλογος του Γύφτου», έργο «που περικλείει όλες τις αντιλήψεις, τους πόθους και τα οράματα του αγανακτισμένος από την εθνική ταπείνωση του 1897, αλλά και ταυτόχρονα ονειρεύεται πως μέσα από τα συντρίμμια και τις στάχτες της καταστροφής θα προκύψει μια αναγέννηση». Ο Δωδεκάλογος γίνεται έτσι «ένα κήρυγμα πίστης στο αναπόφευκτο αυτής της αναγέννησης, πίστης που έχει τις μυθολογικές της ρίζες στον αναγεννώμενο Άδωνη και στον αναστημένο Χριστό». Στο μεγαλόπνοο αυτό έργο, με το ποιητικό του σύμβολο και την εικόνα του Γύφτου, ο Παλαμάς εκφράζει τα όνειρα της ψυχής του και τα ερωτήματα του λογισμού του, και, ξεκινώντας από την οικτρή κατάσταση του έθνους, δίνει απάντηση στα αγωνιώδη ερωτήματα και προβλήματα της εποχής, δείχνοντας το δρόμο που χρειάζεται να ακολουθήσει το Γένος για την αναγέννησή του. Με το «Δωδεκάλογο» ζητά ο ποιητής την ανανέωση της ελληνικής ζωής, γι’ αυτό και φτάνει ως την άρνηση, χωρίς όμως να τις απορρίπτει, όλων των περασμένων αξιών. Αίτημα και επιδίωξή του είναι να βγει η Ελλάδα από την αποτελμάτωση στην οποία καταδικάστηκε ύστερα από την απελευθέρωσή της. Να κινηθεί προς τα εμπρός. «Ο δικός μας νόμος, -έλεγε με το στόμα του γύφτου - είναι ο δρόμος», δηλαδή η αέναη κίνηση, η συνεχής πορεία προς τα εμπρός, καθώς οι Έλληνες με την οπισθοδρομική νοοτροπία του βάρβαρου «Μπραΐμη» που υιοθέτησαν την περίοδο της δουλείας, έγιναν ουσιαστικά ανθέλληνες, αληθινοί χριστιανομάχοι και πατριδοκάπηλοι, ώστε χωρίς αλλαγή να μην υπάρχει ελπίδα. Έτσι, στον έκτο λόγο, ο γύφτος παρουσιάζεται να λέει τα εξής :
Έλληνες χριστιανοµάχοι και πολύθεοι, στερνολείψανα διαλεχτά και µετρηµένα, και του Ναζωραίου εσείς πιστοί, πλήθια από το ράσο οδηγηµένα, κράχτε, φωτοκαύτε κι αφορίστε, όλοι ειδωλολάτρες είστε! Και κανείς σας και κανείς, και σοφίας κι αν είναι θάµα και τιµής, απ’ τον ήλιο της ζωής δεν τηνε παίρνει την αχτίδα που το φως του φέρνει.
Ούτε τα oλύµπια νοητά ξεφαντώµατα, ούτε των Θεών των ωραίων τα ονόµατα τα πατροπαραδοµένα, ούτε και οι σταυροί του Γολγοθά, ούτε και η Παρθένα η Αθηνά, ούτε η Παναγιά η Παρθένα, ούτε των αγίων τα κονίσµατα που τα προσκυνάτε για θαµατουργά, ούτε µε τα πάγκαλα κορµιά θεών αγάλµατα και ηρώων· τίποτε· και κειν’ ανώφελα, κι αυτά
Στον τέταρτο λόγο του «Δωδεκάλογου» επίσης, η σκληρή και κατεδαφιστική επίθεση και κριτική κατά των φθαρμένων παραδόσεων συμπαρασύρει και την πατροπαράδοτη θρησκεία (αρχαιοελληνική, όπως διασώθηκε από τη χριστιανική) στην παρεφθαρμένη της μορφή ως εξής :
Φωτιά! να κάψω την Παράδεισο!/
Νερό! την Κόλαση να σβήσω!.
Το ίδιο συμβαίνει και στα «Σατιρικά του Γυμνάσματα» το 1897, όπου ο ποιητής χτυπά με καυστική σάτιρα όλες τις αρνητικές καταστάσεις του τόπου, ζητώντας να γκρεμιστούν όλοι οι θεσμοί εκείνοι που αυτός νομίζει ότι συνέβαλαν στην παρακμή του Ελληνισμού, μεταξύ των οποίων και τα θρησκευτικά σύμβολα, αγάλματα των αρχαίων και Εκκλησιές των χριστιανών ως εξής :
– Τα παλάτια; Κι αυτά; Γκρεμίστε … /
- Τις εκκλησιές; - Μην τρέμετε, γκρεμίστε!
- Κι’ αυτά τα ωραία τ΄ αγάλματα; /
Γκρεμίστε κι αναθέματα
- Μη σας κάνει κόπο! …/
- Κυβερνήτη, του κάκου ιδρώνεις, έμπα σ΄ άλλη στράτα
- Το νου μας πρώτα στύλωσε /
και χτίσε και πρωτ’ απ ΄όλα αλφαβητάρι κράτα.
Δάσκαλος γίνε, αλήθεια, αν ήρωας είσαι…
Απογοητευμένος μάλιστα από το κατάντημα της Ελλάδος, τραγουδά και πάλι χαρακτηριστικά στα «Σατυρικά Γυμνάσματα» πως
Οι βωμοί συντριμμένοι, και σβησμένα
τα πολυκάντηλα όλα της λατρείας.
Ούτ’ η Αθηνά, πολεμική παρθένα,
και μήτε η ευλογία της Παναγιάς.
Σ’ αρχαία και νέα, παλάτια και ρημάδια
τ’ άδειο παντού· το κρύο της αθεΐας.
Σαν αγριμιών και σαν αρνιών κοπάδια,
Ζουν, / οι ζωές των, τρώγονται και πάνε.
Κι απάνου απ’ όλα των θεών τα βράδια
υπέρθεα ξωτικά φεγγοβολάνε /
μακριά από μας Ιδέα και Επιστήμη.
Βάρβαροι σε ναούς τις προσκυνάνε./
Τ' άτι σου ακόμα μας πατά, Μπραΐμη!
7. Ωστόσο η θρησκεία ως διαχρονική ελληνική αξία του Ελληνισμού, με αφετηρία το αρχαιοελληνικό Πάνθεο και ολοκλήρωση το Χριστιανισμό, που κινείται μεταξύ Ιεροσολύμων - Κωνσταντινούπολης και Αθήνας, αποτελεί μοναδικής σπουδαιότητας ενοποιό παράγοντα και συνεκτικό κρίκο του Ελληνισμού, καθώς επιβεβαιώνει στη διαχρονία του το περίφημο ρητό του Ηροδότου, ότι «τὸ Ἑλληνικόν, ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον, καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα …». Έτσι, ο Χριστιανισμός αποτελεί για τον Παλαμά μια νέα μορφή της αρχαίας ελληνικής θρησκείας με το Χριστό ως κεντρικό πρόσωπο, κάτι που φανερώνεται έντονα στο ποίημά του «Το τραγούδι του Σταυρού» το 1902, όπου αναφέρει χαρακτηριστικά :
Κι έγειρ’ Εκείνος το άχραντο κεφάλι και ξεψύχησε
στο μαύρο το κορμί μου απάνου·
άστρα γινήκαν τα καρφιά του μαρτυρίου του,
άστραψα κι από τα χιόνια πιο λευκός τα αιώνια του Λιβάνου.
Οι καταφρονεμένοι μ’ αγκαλιάσανε και σα βουνά
και σα Θαβώρ υψώθηκαν εμπρός μου·
οι δυνατοί του κόσμου με κατάτρεξαν,
γονάτισα στον ίσκιο μου τους δυνατούς του κόσμου.
Τον κόσμο αν εμαρμάρωσα, τον κόσμο τον ανάστησα,
στα πόδια μου άγγελοι οι Καιροί, γύρω μου σκλάβες οι Ώρες,
δείχνω μια μυστική Χαναάν στα γαλανά υπερκόσμια·
μα εδώ πατρίδες πάναγνες είσαστ’ εσείς, τρεις Χώρες!
Ω πρώτη εσύ, Ιερουσαλήμ! του βασιλιά προφήτη σου
μικρή είν’ η άρπα για να ειπεί τη νέα μεγαλοσύνη·
του Σολομώντα σου ο ναός μ’ αντίκρισε, και ράγισε·
καινούρια δόξα ντύθηκαν της Ιουδαίας οι κρίνοι.
Κι ύστερα υψώθηκα σ’ εσένα, ω Πόλη,
εφτάλοφο όραμα, κι έγινα φως των ουρανών,
το θάμα του Ιορδάνη, τους Κωνσταντίνους φώτισα
και τους Ηράκλειους δόξασα,
και τρικυμίες δεν έσβησαν εμέ, μηδέ Σουλτάνοι.
Και ύστερα, ταξιδευτής, ήρθα σ’ εσένα, ασύγκριτη, Αθήνα,
των ωραίων πηγή, των εθνικών κορόνα,
τον άγνωστο έφερα Θεό και, απόκοτος,
αψήφησα την πολεμόχαρη Παλλάδα μες στον Παρθενώνα.
Και γνώρισα τους ιλαρούς θεούς,
και στεφανώθηκα την αγριλιά της Αττικής,
τη δάφνη απ’ την Ελλάδα, και ω λόγος πρωταγρίκητος!
του Γολγοθά το σύγνεφο πήρε την άσπρη ομηρική του Ολύμπου λαμπεράδα.
Τα είδωλα τ’ αφρόντιστα και τα πασίχαρα έφυγαν,
αλλ’ ούτε πια μεθάει τη γη το ασκητικό μεθύσι,
ας λάμπει η μυστική χαρά στα γαλανά υπερκόσμια·
είν’ εδώ κάτου μια ζωή, και είν’ άξια για να ζήσει.
Με τα κλαδιά της φοινικιάς νέα ωσαννά λαχτάρισα σ’ εσένα,
ω Γη πανάγια και ω πρώτη μου πατρίδα·
σ’ εσέ γυρνώ, Ιερουσαλήμ, κι ένα τραγούδι φέρνω σου·
είναι πλασμένο από ψυχή και από φωνή Ελληνίδα!
Στο Χριστιανισμό, ως νέα μορφή της αρχαίας ελληνικής θρησκευτικής κληρονομιάς, επιβιώνει το Πνεύμα της Ελληνικής φυλής. Γι’ αυτό και, παρά την επικράτησή του, η ελληνική ψυχή δεν έπαψε ποτέ να ζει εντός του, ώστε ο Παλαμάς στο 37ο ποίημα της συλλογής «Ίαμβοι και Ανάπαιστοι» να τονίζει την επιβίωση της αρχαίας ελληνικής θρησκευτικής παράδοσης μέσα στην αντίστοιχη νεοελληνική χριστιανική ως εξής :
Η γη μας γη των άφθαρτων/ αερικών και ειδώλων/
πασίχαρος και υπέρτατος / θεός μας είν’ ο Απόλλων.
Στα εντάφια λευκά σάβανα / Γυρτός ο Εσταυρωμένος/
είν’ ολόμορφος Άδωνις / ροδοπεριχυμένος.
Η αρχαία ψυχή ζει μέσα μας/ αθέλητα κρυμμένη·/
ο Μέγας Παν δεν πέθανεν, / όχι · ο Παν δεν πεθαίνει.
Στο συγκεκριμένο ποίημα ο ποιητής συνθέτει ουσιαστικά τα αρχαιοελληνικά θρησκευτικά στοιχεία με τη χριστιανική παράδοση, θέλοντας να καταδείξει την ελληνική ενότητα και διάρκεια μέσω της θρησκευτικής πίστης, τονίζοντας στην πρώτη στροφή πως όλοι οι θεοί του αρχαίου κόσμου επιβιώνουν στη νεοελληνική χριστιανική ψυχή. Ο Απόλλων, σύμφωνα πάντοτε με τον ποιητή, θεωρείται ο υπέρτατος Θεός για τους Νεοέλληνες, γιατί λατρευόταν ως ο θεός του φωτός και της αρμονίας της ψυχής και του πνεύματος. Στη συνέχεια στη δεύτερη στροφή, χρησιμοποιώντας και εκφράσεις από την εκκλησιαστική γλώσσα, παραλληλίζει το Πάθος του Εσταυρωμένου Χριστού, του Ηλίου της Δικαιοσύνης, με τον θάνατο του Άδωνη, του όμορφου αρχαίου θεού, που τον θρηνολογούσαν οι γυναίκες τις ημέρες της γιορτής του, τα Αδώνια. Αλλά και στην τελευταία στροφή παρουσιάζεται ένας άλλος αρχαιοελληνικός θεός, ο Παν, ο οποίος λατρευόταν ως θεός των ποιμένων, των ποιμνίων και των δασών, υποστηρίζοντας την εκδοχή ότι ο αρχαίος θεός Παν εξακολουθεί να επιβιώνει μέσα μας.
Βασικός στόχος του ποιητή, όπως θα έγινε νομίζουμε κατανοητό, είναι, όχι να διατυπώσει την θρησκευτική του πίστη, αλλά να προβάλει τη διαχρονικότητα όλων των μορφών της παράδοσης, συνθέτοντας αρχαιοελληνικά και χριστιανικά στοιχεία, τα οποία εμπεριέχονται στη σύσταση της ελληνικής ψυχής. Αυτό βεβαιώνεται με σαφήνεια και στο ποίημα του «Οι Θεοί» (από «Τα Μάτια της ψυχής μου»), όπου εκφράζεται ένας τολμηρός θρησκευτικός συγκρητισμός, μια συναίρεση της Κυπρίδας Αφροδίτης και του Ναζωραίου, των συμβόλων δηλαδή των δυο μεγάλων ιδεωδών: της Αρχαιότητας (που τόνιζε το κάλλος, την ωραιότητα) και του Χριστιανισμού (που τόνιζε την αγάπη), τα οποία ψάλλει ως εξής :
Ώ ταίρι, που το θρόνο σου τετράψυχο έχεις στήσει,
ώ Κύπρις, ώ Μεσσία! / Χαίρετε θλίψη και χαρά,
τρισάγιο εσύ μεθύσι, / τρισάγια εσύ θυσία!
"Ω χαίρε πού τ’ ανθρώπινο / κορμί το αποθεώνεις,
ουρανογεννημένη. / Χαίρε κι εσύ που της ψυχής
πατρίδα φανερώνεις, / καινούργια, ονειρεμένη!
Ώ χαίρε που γεννήθηκες / για μας με γέλιο πλάνο
στο μαγικό σου στόμα, / κ' εσύ που πέθανες για μας
και στο Σταυρό σου επάνω, / μ’ αγάπης λόγια ακόμα. ….
Θεά στη γη κατέβασες / τον ουρανό με χέρια φωτοπεριχυμένα.
Θεέ κι ανέβηκεν η γη ψηλότερα / απ’ τα’ αστέρια, πιστεύοντας εσένα.
Ο Παλαμάς, ακολουθώντας σταθερά τον ιδιότυπό του θρησκευτικό εθνικής αποστολής συγκρητισμό, τιμά τον ωραίο σαν τον Άδωνη Χριστό, που όπως πίστευε, είναι «ο πιο γλυκός Θεός», αλλά και γοητεύεται από την εκπρόσωπο της αιώνιας ομορφιάς Αφροδίτη, αναδεικνυόμενος με τον τρόπο αυτό και «σε κήρυκα της συμφιλίωσης ανάμεσα στο Χριστό και το Διόνυσο».
Η θρησκευτική σύνθεση και διαδοχή της κλασικής θρησκείας από το Χριστιανισμό με σκοπό τον τονισμό της ελληνικότητας διαφαίνεται με σαφήνεια επίσης και στη «Φλογέρα του Βασιλιά», το κατ’ εξοχήν παλαμικό έπος της διάρκειας του Ελληνισμού. Εκεί καταδεικνύεται πως την αρχαία ελληνική θρησκεία διαδέχθηκε ο Χριστιανισμός που εξελληνίστηκε όταν συναντήθηκε με το ελληνικό πνεύμα στην Αθήνα, κάτι που πιστοποιεί περίτρανα η παρουσία του Έλληνα Χριστιανού αυτοκράτορα Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου στην Ακρόπολη, όπου στο Παλλάδιο της Αθηνάς, στον Παρθενώνα, τιμά και ευχαριστεί την διάδοχό της Παναγιά την Αθηνιώτισσα. Έτσι, τονίζοντας την εθνική ενότητα και διάρκεια σε όλους του τομείς, ο ποιητής με τη «Φλογέρα του Βασιλιά» το 1910 εμψυχώνει και προετοιμάζει πνευματικά το λαό για τον αγώνα που θα ακολουθήσει, με σκοπό την απελευθέρωση των σκλαβωμένων ελληνικών επαρχιών στο Βορρά, Ήπειρο - Θεσσαλία - Μακεδονία - Θράκη. Το λαό βλέπει ως δουλευτή, ως την κύρια δύναμη του Έθνους που θα το αναπλάσει επαναστατικά, γι’ αυτό και τον καλεί ως εξής :
Ανάστα!
Και φεγγόλογος και μεταμορφισμένος
ανέστη από το μνήμα του το παραπεταμένο
ο ταπεινός, ο κουρελής, ο καταφρονεμένος
Επιλέγοντας «ό,τι υγιές, αληθινό και ζωντανό υπάρχει στην πνευματική κληρονομιά των περασμένων, μεταξύ των οποίων και η θρησκεία, ο Παλαμάς επιχειρεί να συνδέσει την Αρχαία, τη Ρωμαίικη μεσαιωνική και τη Νέα Ελλάδα». Στο εγχείρημα αυτό κυρίαρχη θέση έχει η Παναγιά, η Θεοτόκος. Στον όγδοο και ένατο λόγο της «Φλογέρας» της κάνει αφιέρωμα εκτενές, καθώς τη θεωρεί ως το σύμβολο του Αρχαίου, του Ορθόδοξου Ρωμαίικου και του Νεότερου Ελληνισμού, διάδοχο της Αθηνάς, προστάτιδα της Βασιλεύουσας Κωνσταντινούπολης, αλλά και πάνω απ’ την Ακρόπολη, προστάτιδα τώρα της Αθήνας, της νέας πρωτεύουσας Ελληνικού Κράτους, του νέου κέντρου του Ελληνισμού. Έτσι, στον έβδομο λόγο παρουσιάζεται «ο μελαγχολικός θίασος των αρχαίων θεών που σαν ίσκιος περνά απ’ την Αθήνα, να αφήνει τη θέση του στην Αθηνιώτισασα Παναγιά». Ο Παρθενώνας, ο ναός της Αθηνάς στην Ακρόπολη, γίνεται το Παλλάδιο της Θεοτόκου, ο ναός της Υπερμάχου Στρατηγού, που ηγείται του Ελληνισμού για να αμυνθεί απέναντι στη βαρβαρότητα, καθώς σύμφωνα με το Ν. Τωμαδάκη, «Η Θεοτόκος του Βουλγαροκτόνου είναι η Στρατηγός η έχουσα το κράτος απροσμάχητον, όπως και εις τον Ακάθιστον». Η Παναγία είναι το σύμβολο της πνευματικής και της πολιτικής ελευθερίας του Ελληνισμού ως Ρωμιοσύνης, γι’ αυτό και της τραγουδεί :
Μητέρα των ανέλπιδων κι όλου του κόσμου σκέπη, /
κάτου από σε κι οι ανέλπιδοι κι όλος ο κόσμος ίσοι!
Και συνεχίζει
Μαρία Κυρά Αθηνιώτισσα, πιο γαληνή, πιο ωραία /
στον πιο ωραίο, πιο γαληνό μέσα στους θρόνους θρόνο,
νικήτρα Εσύ της Αθηνάς και σκέπη της Αθήνας!
Στον πόλεμο οδηγήτρα Εσύ, μεσίτρα στην ειρήνη, /
Υπέρμαχη Στρατήγισσα, σ’ Εσέ τα νικητήρια!
Μ’ εσέ ξημέρωσε η χαρά και σβει η κατάρα, πήρε /
μ’ εσέ, Μητέρα, κι ο Θεός την ομορφιά του Βρέφους,
κι ο γερο - κόσμος άλλαξε και νιος ξαναστυλώθη.
Η Παναγιά είναι η προστάτιδα της Κωνσταντινούπολης, αλλά και της Νέας Ελλάδας, η οποία προβάλλει και την ευλογεί απ’ το μακεδονίτικο Άγιον Όρος. Γι’ αυτό και πάλι τραγουδά :
Στης χώρας της εφτάλοφης απάνον τα μουράγια
γυρίζει η Βλαχερνιώτισσα πιο δυνατή από κείνα
μετρώντας τα, τρομάζοντας με την περπατησιά της
τ' αγερικά και τ' αστρικά και γη και πέλαο γύρω
σαν αρχαγγέλικο σπαθί στάχραντα χέρια σφίγγει
το αστραφτερό θαυματουργό μαφόρι, έτοιμοι πάντα
Εκεί που στέκει ο 'Αθωνας, βιγλάτορας ταξιάρχης
μπρος στου μακεδονίτικου παράδεισου το έμπα,
κορώνα του μοναστηρίου και σκέπη τ' Αγιονόρους
να την η Πορταΐτισσα!
Στο γόνα της απάνον βρέφος ο λόγος του Θεού.
Στα μάτια της Παρθένος όλος ο κόσμος,
ουρανός καρδιάς και αγάπης, όλος από τα κρίνα της Εδέμ,
ως τα τσεγγέλια του άδη...
Εκτός από την Παναγία όμως, ο Παλαμάς κάνει αναφορά και σε πολλά άλλα πρόσωπα χριστιανών αγίων όπως ο άγ. Νικόλαος που παραλληλίζεται με τον Ποσειδώνα, ο άγ. Γεώργιος με το Μίθρα και ο άγ. Δημήτριος με τον Κάβειρο, τους οποίους προβάλλει ως πρότυπα και ταυτόχρονα ως τους διαδόχους των αρχαίων Ελλήνων ηρώων, ημιθέων και θεών, αλλά και προκατόχους των νέων Ελλήνων ηρώων. Αναφερόμενος έτσι στον μακεδονομάχο ήρωα του νεότερου Ελληνισμού Παύλο Μελά, τον συνδέει με τον προστάτη της πρωτεύουσας της Μακεδονίας άγ. Δημήτριο. Τη στιγμή που ο ποιητής επικοινωνεί με τον νεκρό ήρωα, βλέπει πως ο θάνατος του συμβάλλει ουσιαστικά στην ενσωμάτωση της Μακεδονίας στον εθνικό κορμό, αφού «σαν πιο πλατειά τη δείχνει, και τη φέρνει σαν πιο σιμά», ώστε να καταλήξει σε δέηση προς τον Μακεδονίτη τροπαιοφόρο μεγαλομάρτυρα Άγιο Δημήτριο, τον προστάτη της Πρωτεύουσάς της, ως εξής:
Εσύ που θρόνος σου η Θεσσαλονίκη /
Μακεδονίτη Ακρίτα καβαλλάρη,/
φώτισέ μας το δρόμο προς τη νίκη, /
του μήνα που γιορτάζει Σε είναι η χάρη.
Βάρβαρος τότε οχτρός Σου· Τούρκος τώρα . /
Μα το βαρβαροφάγο Σου κοντάρι
χίλιασέ το κι αρμάτωσε τη χώρα. /
Ας ακουστεί ξανά το πρόσταγμά Σου/
στα καράβια μας τα θησαυροφόρα : /
Αρμενίστε καράβια! Μα η χτυπιά Σου
ας χτυπήσει, όχι πια με τη σφεντόνα, /
με το βόλι ας θερίσει. Δεόμεθά Σου.
Βάλε μας του θριάμβου την κορώνα.
Και αυτό διότι τη Θεσσαλονίκη, που είναι η πρωτεύουσα της Μακεδονίας, εκτός από τον άγ. Δημήτριο σκεπάζουν και προστατεύουν και τα δύο ιερά Βουνά, ο Όλυμπος της ελληνικής Αρχαιότητας και τ’ Αγιονόρος του Χριστιανισμού, καθώς όπως της ψάλλει :
Πάντα για σε ουρανός /
γαλάζιος ο Όλυμπος /
λαμπροφόρος,
και πάντα σ’ ευλογεί /
ασκητής θεοφρούρητος/
τ’ Αγιονόρος.
Η ενότητα των Ελλήνων με βάση τη θρησκεία είναι πασιφανής και στη συσχέτιση του χριστιανού επαναστάτη Νεοέλληνα κληρικού Αθανασίου Διάκου με τον αρχαίο Έλληνα, Βασιλιά της Σπάρτης και ιερέα του λαού του Λεωνίδα. Ο σκοπός τους κοινός. Να προστατέψουν τον Ελληνισμό από την επέλαση των Βαρβάρων, τότε Περσών και τώρα Τούρκων. Τραγουδά λοιπόν σχετικά στα Λαμιακά Επιγράμματα
Στης Αλαμάνας η Κλειώ, το θρυλικό γιοφύρι, τη δάφνη την αμάραντη κατέβηκε να σπείρει, κι η Ελευθερία που τ’ άστρο της ανέσπερο στην πλάση, το Λεωνίδα ανάστησε στο Διάκο το Θανάση.
Και των ηρώων το καύχημα, στη δόξα του Κυρίου, Θανάση Διάκο, σ’ έφερε ο δαρμός του μαρτυρίου, κι ενώ σου σπάραζε κακή φωτιά το τίμιο σώμα, τραγούδι, αγγελικό φιλί, σου μύρωνε το στόμα.
Θρέμμα του Ανδρούτσου, πρέπει σου της Δόξας το στεφάνι, ναό της Νίκης έχτισες με της Γραβιάς το χάνι.
Αλλά και ο εθνομάρτυρας και ιερομάρτυρας Χρυσόστομος Σμύρνης στα 1922 στην ελληνική Ιωνία, ακολούθησε πιστά τα πεπρωμένα της φυλής και διαφύλαξε ως θρησκευτικός ηγέτης με το μαρτύριό του την αξιοπρέπεια της ελληνικότητας, όπως ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες και ο Διάκος στην Αλαμάνα πρωτύτερα, μένοντας και οι τρείς πιστοί στους νόμους των προγόνων τους. Έτσι, συγκινημένος από τη θυσία του Χρυσοστόμου στη Σμύρνη, του ψάλλει με θαυμασμό :
Εσύ δεν άκουες τη φωνή που έλεγε πέρνα! σώσου! θύμα και σώστης, όλα εσύ, και αμνός ο Ποιμενάρχης, και με τη Σμύρνη σου μαζί κι απάνου απ’ το λαό σου και στης ιδέας τους ουρανούς — δεν πέρασες — υπάρχεις.
Όπου καρδιά, όπου φρόνημα, το Γένος, η Εκκλησία και των Ελλήνων οι χοροί και των πιστών τα πλήθη, σου προσκυνούμεν, άμωμε, τη θεία δοκιμασία,και το μεταλαβαίνουμε το αίμα σου, όπου εχύθη.
Της μοναξιάς ή ονειρευτής, όμοια, ή του Έθνους χτίστης, θα προσκυνάει, και σε βωμό γραμμένο, ένα Μεσσία. Ανοίγονται κι οι εφτά ουρανοί, με μια Δόξα εν Υψίστοις φωνή, γειρτοί μπρος στο βωμό που γράφεται η θυσία.
Τέτοιος βωμός, μακαριστέ, το μνήμα που σου υψώνει και στο χαμό και πάντα ορθή και αχάλαστη η Πατρίδα. Πίστη κι Αγάπη, Ελλάδα, Θεός! Και τρίσβαθο το χιόνι βλάστησης καρπερότερης μας φέρνει την ελπίδα.
8. Ακολουθώντας ο ποιητής αυτόν τον ιδιότυπο θρησκευτικό, αλλά πολιτικής και φυλετικής χροιάς, συγκρητισμό, επιχειρεί να τονώσει το φρόνημα των συγχρόνων του Νεοελλήνων, τονίζοντας μαζί με την εθνική και τη θρησκευτική ενότητα και ταυτότητα του Έθνους. Γι’ αυτό και, με σκοπό να διορθώσει τα κακώς κείμενα οραματίζεται τη θεμελίωση μιας νέας Ελληνική Πολιτείας και μιας νέας Ελληνικής θρησκευτικής ταυτότητας για να ενισχύσει την εθνική ενότητα, προκειμένου να ξεπεραστούν οι παθογένειες του παρελθόντος. Η νέα αυτή θρησκεία που οραματίζεται ότι θα πρέπει
«…νάχη κάτι /
(…) πιο μέγα απ’ τη θυσία /
και κάτι πλέον απέραντο /
κι’ απ’ την Αθανασία»
Στην πραγματικότητα θα αποτελεί μια νέα σύνθεση στοιχείων της αρχαίας ελληνικής και τη χριστιανικής θρησκείας, καθώς θα υπάρχουν ως σύμβολα οι αρχαιοελληνικοί θεοί «που πέθαναν, ξυπνημένοι και αναστημένοι, που θα λάμπουν ανακαινισμένοι, δυνατότεροι και πιο διαλεχτοί, αλλά και όλοι θα είναι ωραίοι», αλλά και ιερά πρόσωπα του Χριστιανισμού. Επειδή μάλιστα σ’ αυτή κυρίαρχη θέση θα κατέχουν η «ωραιότητα» και η «αγάπη», ουσιαστικό ρόλο θα διαδραματίζει πιθανότατα ο Χριστός, του οποίου ο Παλαμάς εκτιμά βαθύτατα την «ασύγκριτον προσωπικότητα», καθώς θεωρεί πως
Υιός ανθρώπου σήμερα,/
κι αύριο θεός, Θεός νέος,/
ο πιο γλυκός γλυκός Θεός,/
αν όχι ο τελευταίος,
από τον οποίο μάλιστα ζητά την προστασία του, καθώς αντικατέστησε το θεό Ήλιο - Απόλλωνα της Αρχαιότητας. Η ωραιότητα και η αγάπη θα είναι η βάση και για τη νέα ιδεατή Πολιτεία που οραματίζεται ο ποιητής, η οποία είναι μάλλον πνευματικό μέγεθος, καθώς βρίσκεται «απάνου απ’ όλες τις πατρίδες», στην οποία, όπως τονίζει, θα έχει καθοριστική σημασία και θέση ο νόμος και ο ρυθμός. Τότε, όπως πιστεύει, θα έρθει και πάλι, με τη δύναμη της «κοσμοπλάστρας μουσικής», η ώρα της ανάστασης για τους «Θεούς», που είναι
όλα τ’ αγαθά, τ’ αληθινά,/
και τα ωραία,/
θρονιασμένα στην υπέρτατη κορφή,/
στην Ιδέα,
ώστε
πάντα θεοί θα είναι της γης/
η Ομορφιά η αιώνια/
κ’ η αιώνια Καλωσύνη!.
Έτσι, στο ποίημά του «Τέταρτη Νύχτα», ο ποιητής προβάλλει ως προφήτης και δημιουργός ως εξής :
Θεός και Πλάστης έγινα, και την Αγάπην έπλασα, και στον παράδεισό της ήταν η Αγάπη μοναχή, κι ένα θλιμμένο σύγνεφο αλαφροθάμπωνε το θείο το πρόσωπό της. Κι εγώ την αποκοίμισα, κι απ’ το πλευρό της πήρα και σύντροφο της έκαμα· — Ποιός είσ’ εσύ ο ωραίος; Ασάλευτε και αγέλαστε, ποιός είσαι; η πέτρα; η Μοίρα; Ποιός είσαι; - Είμαι το Χρέος.
Για την αγάπη μάλιστα ως πεμπτουσία της νέας θρησκείας και προσωποποιημένη στο Χριστό, έχει και ποίημα που το επιγράφει «Προσευχή» και την εγκωμιάζει ως εξής
Αγάπη, Εσύ, χαρά της γης και τ’ ουρανού ευλογία,
που είσαι γλυκιά σαν τ’ άστρο της αυγής,
που είσαι μεγάλη σαν την Παναγία!
Εμπρός Σου γονατίζω, αγνή θεά,
και Σου φιλώ το διαμαντένιο χέρι·
λυπήσου μας που ζούμε μακριά,
κάμε μια μέρα να γενούμε ταίρι.
Εμπρός Σου για κερί μού λιώνει ο νους,
μου καίγετ’ η καρδιά μου για λιβάνι·
απ’ τους ανθούς Σου τους παντοτινούς
πλέξε για μας του γάμου το στεφάνι.
Κι εμείς θα ζούμε δούλοι Σου πιστοί,
και το μικρό, το φτωχικό μας σπίτι
θα είν’ εκκλησιά τρανή και ξακουστή
που τη δική Σου δόξα θα κηρύττει!
Αλλ’ αν γράφτηκε ακόμα για πολύ,
ω χωρισμοί και πίκρες να μας τρώτε,
Αγάπη μεγαλόχαρη, καλή,
μη μας ξεχνάς, λυπήσου μας και τότε.
Και πρόβαλε και δώσε μας φτερά,
αθώρητα φτερά κι ευλογημένα,
για να πετούμε αιώνια, τί χαρά!
Εγώ να βρίσκω αυτή κι εκείνη εμένα.
Κι ο ένας μες στ’ άλλου εκεί την αγκαλιά,
δικά Σου Χερουβείμ, κοντά στ’ αστέρια,
γλυκά γλυκά ν’ αλλάζουμε φιλιά,
σφιχτά σφιχτά να σμίγουμε τα χέρια.
9. Από όλα τα παραπάνω φάνηκε νομίζουμε με σαφήνεια, πως τελικός σκοπός του Παλαμά, παρά τους διχασμούς και τις αντιφάσεις του αναφορικά με τη θρησκεία, είναι η διαφύλαξη και η ενίσχυση της Ελληνικότητας χωρίς τις παθογένειες του παρελθόντος, με γνώμονα την ειρήνευση του διχασμένου λαού με γνώμονα την αγάπη. Καταδείχθηκε δηλαδή πως η θρησκεία αποτελεί για τον ποιητή ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία αναγέννησης του Γένους, κάτι που για να επιτύχει όμως σχοινοβατεί μέσα στην ποίησή του. Γι’ αυτό και όπως προσφυώς παρατηρείται, «βρίσκεται μια στον ουρανό, μια στη γη, τραγουδώντας στην κόλαση για τον παράδεισο και βλέποντας τον παράδεισο από την κόλαση. Πότε εμφανίζεται κουρελόντυτος και χάνεται δημοκρατικά στο πλήθος και πότε κηρύττει από τον άμβωνα ανάμεσα σε πορφύρες, σαν Αυτοκράτορας ή προφήτης. Λατρεύει με το ίδιο ιδεολογικό και αισθητικό πάθος την Αγιά Σοφιά και την Ακρόπολη, την Αθηνά και την Παναγία, τα αρχαία είδωλα και τους Χριστιανούς Οσίους. Πότε τον βρίσκουμε στην Πόλη και πότε στο Μεσολόγγι. Είναι πανταχού παρών. Αττικός και βυζαντινός, πληθωρικός, βίαιος, υστερικός, διασπαστικός κυκλικός, ευκολομετάβλητος, επιθετικός, τρυφερός, υμνωδός και σατυριστής, χαμογελαστός και οργίλος, αισιόδοξος και πεσσιμιστής, υπέρφρων και ταπεινόφρονων, ναρκωμένος από τα βιβλία αλλά και διψώντας για ζωή, δουλεύει παράλληλα πολλές μαζί ποιητικές μορφές και συγχρόνως ατενίζει σε περισσότερες πνευματικές κατευθύνσεις. Βλέπει παντού, αλλά συχνά αλλάζει πορεία παρασυρμένος από νέα είδωλα, νέα κεντρίσματα για να τα παρατήσει και να ξαναγυρίσει στα προηγούμενα και γυρεύοντας νέες εικόνες και συγκινήσεις, ξαναπετά. Αυτά τα στοιχεία κάνουν τον Κωστή Παλαμά τον πιο αντιπροσωπευτικό ποιητή της ανήσυχης πολύπλευρης και ταραχώδους νεοελληνικής ιδιοσυγκρασίας, ώστε δίκαια να κριθεί ποιητής – τραγουδιστής, παιδαγωγός και μπροστάρης του λαού του» ακόμη και κατά την ύστατη θρησκευτική του στιγμή, δηλαδή στην κηδεία του το Φεβρουάριο του 1943, οπότε αναδείχθηκε ξανά, καταμεσής της κατοχής, αν και νεκρός, σε μία δυναμική αντιστασιακή παρουσία μπροστά στα μάτια των βαρβάρων κατακτητών από το Βορρά, ώστε για άλλη μια φορά να συγκρατήσει όρθιο τον Ελληνισμό σε δύσκολη ώρα, αφού σύμφωνα με το Σικελιανό, στο φέρετρό του ακούμπησε και πάλι η Ελλάδα !
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κ. Ανδρουλιδάκης, Ο Στοχαστής Παλαμάς, στο https://neoplanodion.gr/2017/03/14/
Ε. Γαραντούδης, Ο Παλαμάς από τη σημερινή σκοπιά. Όψεις της ποίησής του και της σύγχρονης πρόσληψής της, Αθήνα: Καστανιώτης, 2005.
Κ. Δεσποτόπουλος, Φιλολογικά, Αθήνα: Εστία, 19812.
Κ.Θ. Δημαράς, Κωστής Παλαμάς. Η πορεία του προς την Τέχνη, Αθήνα: Νεφέλη, 2000.
Κ.Γ. Κασίνης, Η ελληνική λογοτεχνική παράδοση στη «Φλογέρα του Βασιλιά». Συμβολή στην έρευνα των πηγών, Αθήνα : Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 1980.
Κ.Γ. Κασίνης, Βιβλιογραφία Κωστή Παλαμά 1932-1942, Αθήνα : Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 1994.
Γ. Λαδογιάννη, «Το ποιητικό δράμα. Κωστής Παλαμάς», στο Εποχές της Κριτικής. Μελέτες για την κριτική του 19ου και του 20ού αιώνα, Αθήνα : Μανδραγόρας, 2010, σ. 43-53.
Γ. Λαδογιάννη, «1930, δεκαετία του θεωρητικού συγκρητισμού: Κωστής Παλαμάς, Τέλλος Άγρας, Νικόλαος Κάλας», στο Εποχές της Κριτικής. Μελέτες για την κριτική του 19ου και του 20ού αιώνα, Αθήνα : Μανδραγόρας, 2010, σ. 137-149.
Σ. Λαπάτας, «Γύρω από τις θρησκευτικές ιδέες του Παλαμά», στο Ανωνύμως, Νεκυσία. Αφιέρωμα στα τριαντάχρονα από το θάνατο των Κωστή Παλαμά, Μιλιτάδη Μαλακάση, Αντώνη Τραυλαντώνη, Μεσολλόγι : Ένωσις Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης Νομού Αιτωλοακαρνανίας, 1973, σ. 246-250.
Π.Δ. Μαστροδημήτρης, Παλαμικά. Μελετήματα και άρθρα (1973 - 2003), Αθήνα : Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 2003.
Μ.Γ. Μερακλής, «Κωστής Παλαμάς», στο Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί – Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία – Γραμματολογία, Αθήνα : Σοκόλης, 1977, σ. 218-223.
Φ. Μιχαλόπουλος, Ο Κωστής Παλαμάς, Αθήνα : Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 1994.
Ε.Ν. Μόσχος, Η μεταφυσική αγωνία στον Παλαμά, Αθήνα: Παπαδήμας, 1993.
Δ.Σ. Μπαλάνος, «Αι θρησκευτικαί αντιλήψεις του Κωστή Παλαμά», Νέα Εστία 34 /397 (1943), σ. 198 - 207.
Ε. Νικολάου, «Τα βιβλικά πρόσωπα στην ποίηση του Παλαμά», στο Ανωνύμως, Νεκυσία. Αφιέρωμα στα τριαντάχρονα από το θάνατο των Κωστή Παλαμά, Μιλιτάδη Μαλακάση, Αντώνη Τραυλαντώνη, Μεσολλόγι : Ένωσις Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης Νομού Αιτωλοακαρνανίας, 1973 (Αίγιο : τυπ. Γεώργιος Ε. Κουτσουμπής), 1973,, σ. 92-99.
Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, «ο Παλαμάς, Ποιητής του Έθνους», Παρνασσός 1 (1959), σ. 29-38.
Ε.Π. Παπανούτσος, Παλαμάς – Καβάφης – Σικιελιανός, Αθήνα: Ίκαρος, 1955.
Π. Παπαχρήστος, Τα βιβλικά κείμενα εις την ποίησιν του Παλαμά, στο Ανωνύμως, Νεκυσία. Αφιέρωμα στα τριαντάχρονα από το θάνατο των Κωστή Παλαμά, Μιλιτάδη Μαλακάση, Αντώνη Τραυλαντώνη, Μεσολλόγι : Ένωσις Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης Νομού Αιτωλοακαρνανίας, 1973 (Αίγιο : τυπ. Γεώργιος Ε. Κουτσουμπής), 1973, σ. 213-218.
Ε. Πολίτου-Μαρμαρινού, Ο Κωστής Παλαμάς και ο Γαλλικός Παρνασσισμός. Αθήνα 1976.
Β. Πούχνερ, Ο Παλαμάς και το θέατρο, Αθήνα : Καστανιώτης, 1995.
Α. Σαχίνης, Ο Παλαμάς και η κριτική, Αθήνα: Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 1994.
Α. Σαμουήλ, «Μεταμορφώσεις του Φωτόδεντρου. Η «Φοινικιά» στα συμφραζόμενα της ποιητικής της παράδοσης», στο Ευριπίδη Γαραντούδη (επιμ.), Εισαγωγή στην ποίηση του Παλαμά. Επιλογή κριτικών κειμένων, Ηράκλειο : Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2016 (Αθήνα : τυπ. Γ. Αργυρόπουλος), σ.
σ. 331-347.
Γ. Σεφέρης, «Κωστής Παλαμάς», στο Του Αυτού, Δοκιμές, τ. Α΄, Αθήνα: Ίκαρος, 19845, σ. 214-227.
Ν.Β. Τωμαδάκης, «Η ‘Φλογέρα του Βασιλιά’ του Κ. Παλαμά», Παρνασσός 1 (1959), σ. 59-74.
Π. Φήμης, «Ο Κωστής Παλαμάς και η θρησκεία. Μια προσέγγιση στο θέμα», στο Σωκρ. Λ. Σκαρτσή (επιμ.), Πρακτικά Ενάτου Συμποσίου Ποίησης. Κωστής Παλαμάς, η εποχή του και η εποχή μας, Πάτρα : Αχαϊκές Εκδόσεις, 1992, σ. 239-244.
Μ.Δ. Χατζηνικολάου, «Το θρησκευτικό στοιχείο στο έργο του Κωστή Παλαμά», στο Ανωνύμως, Πίστη και Νεοελληνική Λογοτεχνία. Η αναζήτηση του Θεού στη λογοτεχνία μας, Λευκωσία : Ορθόδοξη Μαρτυρία, 1990 (φωτοστοιχ. & σελιδοποίηση Λευκωσία : Κασουλίδης. Εκτύπωση Αθήνα : Σανιδάς), σ. 54-57.
Αιμ. Χουρμούζιος, Ο Παλαμάς και η εποχή του, τ. Α΄, Αθήνα : Πήγασσος Α.Ε., 1944 - τ. Β' και Γ', Αθήνα : Διόνυσος, 1959-1960.
Του Πρωτ. Δρ. Ευαγγέλου Κ. Πριγκιπάκη
1. Πριν από είκοσι ημέρες περίπου, στις 13 Ιανουαρίου, συμπληρώθηκαν 160 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου μας ποιητή Κωστή Παλαμά στην Πάτρα το έτος 1859. Στο πλαίσιο της επετείου αυτής εντάσσεται και η παρούσα ομιλία, η οποία θα επιχειρήσει να δείξει τη θέση της θρησκευτικής πίστης των Ελλήνων διαχρονικά ως παράγοντα τόνωσης και ενίσχυσης της εθνικής τους ταυτότητας στο ποιητικό του έργο. Όμως αισθάνομαι πρωτύτερα την ανάγκη να ευχαριστήσω από καρδιάς την Εταιρεία Λογοτεχνών Ν.Δ. Ελλάδος και το πρόεδρό της κ. Λεωνίδα Μαργαρίτη για την ευγενή πρόσκληση, αλλά και τη Δημοτική Βιβλιοθήκη της γενέτειρας του ποιητή για την πάντοτε φιλόξενη ατμόσφαιρα, καθώς και όλους και όλες εσάς που υποβληθήκατε στον κόπο να έρθετε να με ακούσετε.
Ο Κωστής Παλαμάς, ως γνωστό, αναδείχθηκε, με το σπουδαίο ποιητικό και γενικότερα λογοτεχνικό του έργο, σε κύριο εκπρόσωπο της γενιάς του 1880, καθώς και στον πλέον κορυφαίο από τους ποιητές μας για μισό αιώνα περίπου, από τα τέλη του 19ου μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. Σ’ αυτό φαίνεται ότι συνέβαλλαν τα μοναδικά πνευματικά του χαρίσματα, αλλά και οπωσδήποτε η αμφιλαφής παιδεία που έλαβε στο Μεσολόγγι με την υποστήριξη του αδελφού του πατέρα του. Εκεί, όπως αναφέρεται, ο ποιητής έζησε «στην ατμόσφαιρα μιας τέτοιας λόγιας οικογένειας, όπου πρωτοστατούσε και έδινε τον τόνο και φρόντιζε προσωπικά για την παιδεία του ανιψιού του ο Δημήτριος Παλαμάς», ο αδελφός του πατέρα του, ο οποίος για τον μικρό Κωστή υπήρξε «ο θείος, ο δ ι δ ά σ κ α λ ο ς, καθώς απ’ όλους κράζονταν, ο ελληνιστής, ο θεολόγος, ο φιλόσοφος, ο μυστικιστής, ο ησυχαστής, ο τεχνίτης του λόγου και του Λόγου ο διδάχος». Ο θείος του φαίνεται ότι συνδύαζε άριστα της γνώση της κλασσικής ελληνικής και της χριστιανικής γραμματείας. Γι’ αυτό και ο μικρός Κωστής, όπως αναφέρει, σ’ αυτό το «ευλογημένο σπίτι» και κοντά στο θείο του έλαβε πλούσια και ποικίλη ελληνική παιδεία, αποκτώντας τα απαραίτητα πνευματικά εφόδια για τη ζωή, καθώς ανατράφηκε σε «ένα περιβάλλον µε πολλά ερεθίσµατα, πολλά βιβλία και µεγάλη εκτίµηση στα γράµµατα και ειδικά στην ποίηση».
Αλλά και το Μεσολόγγι, όπου ανδρώθηκε, δεν ήταν µια συνηθισμένη πόλη. Εκείνη την εποχή «οι µνήµες από τον Αγώνα ήταν ακόµη νωπές. Ζούσαν άνθρωποι που είχαν άµεση εµπειρία όπως η θεία Βγενούλα, αδελφή της γιαγιάς του». Έτσι, ο Παλαµάς πέρασε τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια ακούγοντας, από ανθρώπους που αγαπούσε, διηγήσεις της ηρωικής Εξόδου, αλλά και των βιαιοτήτων των Τούρκων, ενώ παράλληλα ακολουθούσε και µια υψηλού επιπέδου κλασσική κυρίως εκπαίδευση. Στο Μεσολόγγι, δηλαδή, «ζυµώθηκε τόσο συναισθηµατικά όσο και διανοητικά µε τις συγκινήσεις του Αγώνα, όπως και με την έννοια του έθνους, µε τη θύµηση του Μπάυρον και το όνειρο της Μεγάλης Ελλάδας». Όλ’ αυτά σε συνδυασμό με το γεγονός ότι μέσα στο περιβάλλον της οικογένειας του θείου του ο νεαρός μελλοντικός ποιητής ήρθε σε συστηματική επαφή με τη γραπτή ελληνική γλώσσα σε όλες της τις εκφάνσεις, είχαν ως αποτέλεσμα να καταφέρει να εισχωρήσει στα βαθύτερα μυστικά της και να γοητευθεί από τον πλούτο και τις απεριόριστες εκφραστικές της δυνατότητες.
Η βαθιά θεολογική, εκτός από τη θύραθεν κλασική, παιδεία του θείου του προσανατόλισαν επίσης τον ταλαντούχο και διψασμένο νεαρό Παλαμά στην ενδελεχή μελέτη της βιβλικής και υμνογραφικής χριστιανικής παραδόσεως, τα κείμενα της οποίας, σε συνδυασμό με την εντρύφησή του στη δημοτική μας παράδοση, τον γοήτευσαν βαθύτατα, μιας και είχε ήδη επιδείξει έφεση στην ποίηση, ώστε να εφοδιαστεί με πλουσιότατο υλικό για την οικοδόμηση κατόπιν του τεράστιου ποιητικού του έργου. Έτσι, η κλασική ελληνική, η χριστιανική και η δημώδης νεοελληνική γραμματεία αποτέλεσαν τη βάση για να οικοδομήσει ο νεαρός Παλαμάς την προσωπικότητά του, αλλά και αναδείχθηκαν πλουσιότατες πηγές έμπνευσης για το κατοπινό ποιητικό του έργο, στου οποίου την οικοδόμηση χρησιμοποίησε τον φιλολογικό πλούτο της ελληνικής γλώσσας με ποιητική μαεστρία και βαθύ συναισθηματισμό με κύριο στόχο να υμνήσει την Ελλάδα σε όλες τις φάσεις του ιστορικού της βίου ως αγνός ελληνολάτρης και πατριδολάτρης, θιασώτης θερμός της Μεγάλης Ιδέας.
2. Κεντρικό ρόλο στην ποίηση, αλλά και γενικότερα στο έργο του Κωστή Παλαμά διαδραματίζει το θρησκευτικό στοιχείο, το οποίο δεν επιστρατεύεται από τον ποιητή μόνο ως εκφραστικό μέσο, αλλά χρησιμοποιείται πληθωρικά, προβαλλόμενο και ως διαχρονικός ενοποιός παράγων του Ελληνισμού, ώστε να εμφανίζεται στο έργο του ότι πρεσβεύει έναν ιδιότυπο θρησκευτικό συγκρητισμό, καθώς συνδέει αδιάλειπτα και με τρόπο άμεσο και αναπόσπαστο την αρχαία ελληνική θρησκευτική παράδοση με το Χριστιανισμό ως συνέχειά της κατά την εποχή της Ρωμιοσύνης, με σκοπό να συμβάλλει στην πνευματική οικοδόμηση της Νέας Ελλάδας. Αυτό συμβαίνει, καθώς αναγνωρίζει γενικότερα, ότι η θρησκευτικότητα είναι στοιχείο σύμφυτο με τον άνθρωπο, τμήμα ουσιαστικό της πνευματικής του συγκρότησης, ώστε να παραδέχεται πως
ο άνθρωπος με τα ιδανικά του είναι,/
θέλει δεν θέλει, ζώο θρησκευτικό
Ωστόσο ο ίδιος, παρόλο που δεν αρνήθηκε ποτέ τη θρησκευτικότητα και δεν υποβάθμισε το ρόλο της θρησκείας στην πνευματική συγκρότηση του ανθρώπου, υπήρξε από τη φύση του ένας ιδιότυπα θρησκευόμενος τύπος ανθρώπου, εφόσον γι’ αυτόν θρησκεία ήταν μάλλον η Τέχνη του, ώστε όπως υποστηρίζει για τον εαυτό του αναφορικά με τη θρησκεία, «κάπως γνωρίστηκα μ’ αυτή, μα ποτέ δεν την αισθάνθηκα. Οι Εκκλησίες με συγκινούν, μα τη φαντασία μου πιο πολύ … όχι την καρδιά μου». Έτσι, όπως τόνιζε στον «Κύκλο των Τετραστίχων», καμιά θρησκεία δεν τον κατείχε ολοκληρωτικά, υπογραμμίζοντας πως : «Ξένες μου είναι όλες οι θρησκείες..». Παρά ταύτα όμως, στο πλέον ανατρεπτικότερο από τα έργα του, το «Δωδεκάλογο του Γύφτου», επικρίνει με σφοδρότητα την αθεΐα, απευθυνόμενος στη Ρωμιοσύνη ως εξής
Μην αφήσεις τον άθεο να πάρει/
το στερνό θησαυρό σου! /
Με του Ύψιστου τη χάρη /
στα παρμένα σου πόδια στυλώσου.[…]
Κάψε το έργο του άθεου που τόχει /
Σατανάς φυσημένο.
Αλλά και δεν διστάζει ταυτόχρονα να κατακρίνει την απιστία, την οποία θεωρούσε ως ιδίωμα των ημιμαθών και σατανική επιρροή, παρόλο που αποκαλούσε τον εαυτό του «άθεο» και «άπιστο», θέλοντας με αυτό όμως να τονίσει την θρησκευτική του αμφιβολία και τον θρησκευτικό του διχασμό. Γι’ αυτό και οι θρησκευτικές του αντιλήψεις, όπως ορθά παρατηρείται, δεν είναι σταθερές, αλλά ποικίλλουν ανάλογα με την εποχή που ζει και τους εκάστοτε σκοπούς που επιδιώκει να εκπληρώσει με την ποίησή του.
3. Σ’ αυτή την ιδιότυπη στάση του απέναντι στη θρησκεία, συνέβαλλε οπωσδήποτε και ο γενικότερος διχασμός που χαρακτηρίζει το έργο του ως ποιητή, η ταυτόχρονη σύγκρουση δηλαδή των αντιθέτων στοιχείων, η αντιφατικότητα των ιδεών του. Οι περίφημοι δυισμοί, δυαδισμοί ή και διχασμοί τους οποίους έχει επισημάνει έρευνα του έργου του, αλλά και αναφέρεται συχνά ο ίδιος ότι μειώνουν την ενότητα του ιδεολογικού και οπωσδήποτε του θρησκευτικού του οικοδομήματος, ώστε να δηλώνει συχνά πως ήταν «μαζί και πιστός και άπιστος». Το συγκρουσιακό και διχαστικό αυτό στοιχείο διακρίνεται καθαρά στον Παλαμά ήδη από το πρώιμα ποιητικά του φανερώματα, ώστε, παρόλο που είναι σταθερά προσανατολισμένος στο αρχαίο ελληνικό πνεύμα από τη δεκαετία του 1880 και πολλές φορές στρέφεται προς τους αρχαιοελληνικούς θεούς, εξυμνεί ταυτόχρονα και τον χριστιανικό Θεό και ιδίως τον Ιησού Χριστό, με συνέπεια να μην καταστήσει ποτέ τους πάμπολλους θεούς της ελληνικής αρχαιότητας ή το χριστιανικό θεό αντικείμενα λατρείας, αλλά να τους θεωρήσει μόνο ως αιώνια σύμβολα της Ελληνικότητας στην αρχαιότητα και κατόπιν την περίοδο της Ρωμιοσύνης και του νεότερου Ελληνισμού, δηλαδή ως σύμβολα της θρησκευτικής έκφανσης, αποκάλυψης και τόνωσης της ελληνικότητας στην ιστορική πορεία του Γένους. Γι’ αυτό και τονίζει ιδιαιτέρως την επίδραση της αρχαίας ελληνικής θρησκευτικής παράδοσης στο Χριστιανισμό, τον οποίο θεωρούσε ως φυσική και όχι εξ αποκαλύψεως θρησκευτική πίστη, ώστε να τον εκλαμβάνει ως διάδοχο της αρχαίας θρησκείας των Ελλήνων και κορυφαίο πνευματικό μέγεθος του Ελληνισμού ως Ρωμιοσύνης κατά τους Μέσους Χρόνους.
Ακολουθώντας τις αρχές του συγκρητισμού και παραλληλίζοντας τον Χριστό με μυθολογικά πρόσωπα θεοτήτων δεν κατανοεί το Χριστιανισμό ως Εκκλησία, γι’ αυτό και τον βάζει σε ίση ή και κατώτερη μοίρα από την αρχαία ελληνική θρησκεία, παραμένοντας ενσυνείδητα προσκολλημένος σε έναν ιδιότυπο εντελώς προσωπικό θρησκευτικό φιλοσοφικής χροιάς συγκρητισμό με εθνικό σκοπό κυρίως. Γι’ αυτό και ενδιαφέρθηκε εξίσου τόσο για τον θρησκευτικό Εθνισμό, όσο και για το Χριστιανισμό ως ελληνική θρησκεία, εκλαμβάνοντάς τα ως δύο διαδοχικές εκφάνσεις της θρησκευτικής ταυτότητας του Ελληνισμού στη διαχρονία του. Εξαιτίας αυτού μάλιστα είναι βέβαιο πως στον Παλαμά δεν είναι εύκολο να βρει κανείς «ενιαίαν καί συνεπή πάντοτε προς ωρισμένας αρχάς κοσμοθεωρίαν καί φιλοσοφικήν περί του παντός ακλόνητον αντίληψιν», αφού όπως ο ίδιος ο ποιητής ομολογεί, στα ώριμα χρόνια του «Ειδωλολάτρης είναι ο νους και Χριστιανή η καρδιά μου», κάτι που δηλώνει «την εσωτερική του αγωνία, τον εσωτερικό του διχασμό, τον πόλεμο στην ψυχή του μεταξύ των πολλών ελληνικών θεοτήτων, τον πόλεμο μεταξύ πίστεως και απιστίας» ή «αθεΐας», όπως ονομάζει την αμφιβολία του, καθώς τονίζει πως
κανείς, θεός ή νόμος, εδώ κάτου/
δε μας λύτρωσε και δε θα μας λυτρώση/
μήτε από τα νύχια του έρωτα,/
μήτε από τα δόντια του θανάτου
4. Στην όντως αμφιλεγόμενη αυτή θρησκευτική στάση του Παλαμά κατά τα χρόνια της ωριμότητάς του, συνέβαλε οπωσδήποτε επίσης και το γεγονός, ότι η λογοτεχνική γενιά που ανήκε, εμφορούνταν από τα ιδανικά του επιστημονισμού και του θετικισμού, γι’ αυτό και από τα πρώτα του ποιητικά φανερώματα διαφαίνεται ένα είδος υλισμού και ανθρωποκεντρισμού, μιας αγάπης και μιας επιμονής περισσότερο για τη γήινη και παρούσα ζωή. Έτσι, εγκαταλείπει σχεδόν ολοκληρωτικά τη μεταφυσική αναφορά προς το θείο, εκλαμβάνοντας κάθε είδος θεότητας αρχαιοελληνικής ή χριστιανικής περισσότερο με εγκόσμια και ανθρωπομορφικά, δηλαδή θρησκευτικά χαρακτηριστικά. Όπως μάλιστα ο ίδιος ομολογεί στην ποιητική του το 1933 : «Μεταφυσική ανησυχία στα πρώτα μου χρόνια... ίσαμε τα τελευταία μου μπορώ να πω πως δεν είχα. Μου έλλειπε η φροντίδα για τα υπερούσια. Ένα συστατικό του τραγουδιού μου: η αίσθηση και η λατρεία της γης αυτής. Το τραγούδι μου δεν βρίσκει στα υπερκόσμια τους ιδεατούς τύπους των πραγμάτων. Ιδανικό μου είναι το κοσμικό». Με τον τρόπο αυτό ο Παλαμάς, ως γνήσιο τέκνο του δεύτερου μισού του ΙΘ΄ αιώνα και της ιδεολογίας του, αμφισβητεί την παραδοσιακή σύνθετη θρησκεία, αρχαία ελληνική και χριστιανική, διαδηλώνοντας την πίστη του στην επιστήμη και στις δυνατότητές της, αλλά και τονίζοντας πως και η τέχνη του ποιητή είναι θρησκεία, αφού
η ποίηση με το τραγούδι της,/
θέλει δε θέλει, και με όποια ιδέα,/
είναι, θρησκευτική.
Ωστόσο, παρά την τάση περιθωριοποίησης ή και απόρριψης της παραδοσιακής θρησκευτικής μεταφυσικής και τον σκεπτικισμό του, ο ποιητής φαίνεται ότι δεν παύει να αναγνωρίζει παράλληλα και να αναζητά τα ιδεώδη και τις αξίες της αλήθειας, της αρετής, της ομορφιάς, της αρμονίας και της δικαιοσύνης στην ελληνική θρησκεία, την οποία κατανοεί βέβαια με κοσμικά χαρακτηριστικά. Εξαιτίας αυτού μάλιστα και η ποίησή του, ενώ είναι πλήρως διανθισμένη με στοιχεία από την αρχαία ελληνική και τη χριστιανική θρησκευτική παράδοση, δεν έχει ουσιαστικά μεταφυσική αναφορά, αλλά ως στόχο να υπηρετήσει κυρίως το ελληνοκεντρικό του όραμα, το σκοπό της ποιητικής του ενασχόλησης που δεν είναι άλλος από τις αρχές του 20ου αι. από τον τονισμό και την ανάδειξη της αρχαίας ελληνικής και της χριστιανικής θρησκείας ως συστατικών πολιτιστικών στοιχείων της ελληνικότητας, δηλαδή της θρησκείας ως ενοποιού παράγοντα του διχασμένου από τους άρχοντές του και απογοητευμένου από τις ήττες στα πεδία των μαχών Ελληνικού λαού.
5. Είναι γεγονός ότι, «διατηρώντας συχνά έναν τόνο ρομαντισμού, η ποίηση του Παλαμά διατρέχεται ολόκληρη από την ιδέα του Ελληνισμού, τα μεγάλα εθνικά οράματα, την κίνηση της ελληνικής ψυχής, αλλά και τις μεγάλες κατευθυντήριες θεωρήσεις της ανθρωπότητας». Ο Παλαμάς δένει το έργο του με την ελληνική παράδοση, την οποία και ανανεώνει. Στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, δίνει τις μεγάλες ποιητικές συνθέσεις του, την Ασάλευτη Ζωή (1904), τον Δωδεκάλογο του Γύφτου (1907) και τη Φλογέρα του βασιλιά (1910), οι οποίες τον καθιερώνουν στη συνείδηση του καιρού του ως εθνικό ποιητή. Προετοιμασμένος από καιρό, τόσο ποιητικά όσο και ιδεολογικά, επιχειρεί, ειδικά στον Δωδεκάλογο και στη Φλογέρα, ένα τιτάνιο έργο, δηλαδή να αναμετρηθεί και να ανασυνθέσει ολόκληρη την ελληνική παράδοση, αρχαία, Ρωμαίικη - Βυζαντινή και Νεοελληνική - Δημοτική, προκειμένου να συγκροτήσει την πνευματική ταυτότητα του νέου Ελληνισμού, μια ταυτότητα που βασίζεται στην πίστη για τη συνέχεια της ελληνικής ψυχής, αλλά και στην αέναη μεταμόρφωσή της.
Έτσι, το ποιητικό του έργο είχε σαν έναυσμα και αφετηρία τις εθνικές ήττες του τέλους του 19ου αι. και σαν αποκορύφωμα τους εθνικούς θριάμβους των ετών 1912 -1913. Στο «Γυρισμό» της «Ασάλευτης Ζωής» εκφράζεται «η απογοήτευση και η πίκρα του για τον εξευτελισμό τα Ελλάδος στον πόλεμο του 1897. Θρηνεί για τη συμφορά εκείνη και θέλοντας να τονώσει σαν πατριώτης και προφήτης, μπροστάρης και όχι ουραγός, την πτώση του ηθικού του λαού, στιγματίζει κάθε αντίδραση της εποχής του που πνίγει κάθε πρωτοπόρα σκέψη που πάει να φωτίσει το λαό». Στο ίδιο έργο του ο Παλαμάς, όπως ορθά παρατηρείται, «απευθύνεται στο θησαυρό λαό, μιλάει τη γλώσσα του και του χαρίζει την ψυχή του, την ποιητική του λύρα για να συνέλθει από την πτώση». Γι’ αυτό και δεν διστάζει στον «Ύμνο των Αντρείων», βλέποντας το κατάντημα της χώρας, να καλέσει, ως μεγάλος δάσκαλος που εμπνέει, το λαό, δηλαδή τους «ανδρείους», προκειμένου να δημιουργήσουν τη νέα ιστορία της Ελλάδος. Σύμφωνα μάλιστα με τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο, τα «Σατιρικά Γυμνάσματα» αποτυπώνουν «όλη την αγωνία του για τον ελληνικό μαρασμό από τον Κριμαϊκό πόλεμο έως το 1897. Βλέπετε - συνεχίζει ο Παναγιωτόπουλος - πως ο ποιητής πάσχει για τους προπηλακισμούς που παθαίνει το Έθνος, μέσα σ' εκείνη την αποτελμάτωση, την ύφεση και κάποτε κάποτε την απόγνωση. Έπειτα, όταν το Έθνος παίρνη την ανοδική πορεία που φθάνει στους Βαλκανικούς πολέμους, ο Παλαμάς είναι ο ενθουσιώδης εμψυχωτής».
Η λατρεία του Κωστή Παλαμά για την πατρίδα, τη Νέα Ελλάδα που χάραζε την ιστορική της παρουσία μέσα στη σύγχρονη εποχή, αποτυπωνόταν στο ποιητικό του έργο που εξυμνούσε τις ηρωικές μορφές του Ελληνισμού, ξεκινώντας από τις προσωπικότητες του 1821 και φθάνοντας στην Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, τη Μεγάλη Ιδέα και την απελευθέρωση όλων των ελληνικών πληθυσμών. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος του έργου του ασχολείται έμμεσα ή άμεσα με τις ιστορικές περιπέτειες του Ελληνισμού. Στην προσπάθεια του ποιητή να βοηθήσει στην αναγέννηση της πατρίδας του, βασικό στοιχείο αποτελεί η ελληνική αρχαιότητα και μάλιστα στη θρησκευτική της έκφραση. Ταξιδεύοντας νοερά, όπως παρατηρείται, «στους πολιτισμούς που αναδύονταν μέσα από τα ομηρικά χρόνια, την αρχαϊκή και κλασσική περίοδο, όπως και την ελληνιστική εποχή, εστιάζοντας ιδιαίτερα στους αρχαίους Έλληνες ποιητές από τους οποίους υιοθετούσε τον πλούτο της ποίησής τους και διάνθιζε τη δική του ποιητική συλλογή, ο Παλαμάς επικεντρωνόταν στην ουσία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και σε ό,τι εκείνη εκπροσωπούσε προσπαθώντας να σταχυολογήσει τον θησαυρό του παρελθόντος και να τον μεταλαμπαδεύσει στη νεότερη γενιά, στην οποία ουσιαστικό στοιχείο αποτελούσε η θρησκευτική της παράδοση ως έκφραση των ιδανικών μορφών ζωής».
Εκτός από την αρχαία ελληνική θρησκευτική παράδοση όμως, τον Παλαμά συγκινούσε αφάνταστα επίσης και η χριστιανική ως ελληνική θρησκευτική παράδοση όπως διαμορφώθηκε κυρίως στο Βυζάντιο ως Ρωμιοσύνη, σύνθεση δηλαδή της χριστιανικής ορθοδοξίας με την ελληνικότητα. Έτσι, το ποιητικό του έργο, «βαθιά μπολιασμένο στο πνεύμα και τη δύναμη του αρχαίου κόσμου, ριζωμένο στο μεγαλείο, τη λάμψη αλλά και τη θρησκευτικότητα του Βυζαντίου, εμπνευσμένο από τα βιώματα και την παράδοση της Ορθόδοξης λατρείας, αποτυπώνει απερίγραπτα την ταυτότητα του Ελληνισμού». Ο Παλαμάς αποσκοπούσε με τον τρόπο αυτό στην ολοκλήρωση ενός μεγαλεπήβολου έργου, με σκοπό την παράθεση του συνόλου της πνευματικής κληρονομιάς του ελληνικού έθνους. Το αρχαιοελληνικό και το χριστιανικό πνεύμα αντανακλάται στο ποιητικό του έργο μέσα από τις εμπειρίες και τους στοχασμούς του τόσο έντονα, ώστε «ο μεγάλος ποιητής να παρουσιάζεται να βιώνει στην πληρότητά τους όλες τις εκφάνσεις του ελληνικού πολιτισμού. Έτσι, αφουγκράζεται την ιστορική συνέχεια και την ανανεωτική πορεία του τόπου και συγχρόνως ‘μαγεύεται’ από το ‘φως’ της Αρχαίας Ελλάδας και τον μυστικισμό της Ορθόδοξης λατρείας μέσα από τα λαμπρά χρόνια της Ρωμιοσύνης». Επειδή μάλιστα και στην εποχή του, επηρεασμένοι από το φραφκολεβαντινισμό διανοούμενοι, αποδοκίμαζαν τη Ρωμιοσύνη, ο ποιητής θρηνεί και αντιστέκεται ως εξής στην «Τέταρτη Νύχτα»
Ω Ρωμιοσύνη, ω μάνα μου!/
και ω κόρη εσύ της όμορφης, /
μέσα στις όμορφες, Μητέρας!/
τα στερνά παιδιά σου,/
για να σκεπάσουν κάποια τους ασκήμια και ντροπή,/
εσέ είπαν άσκημη, ντραπήκανε για τ’ όνομά σου./
Μα πάντα εκείνο στις κορφές/
το μελετάνε απείραχτο τρανά του Ολύμπου οι ραψωδοί,/
και τ’ άξια παλικάρια./
Κι εγώ το γράφω με χρυσά/
στο μέτωπό σου γράμματα,/
και το φιλώ στα ματωμένα σου ποδάρια!
Η Ρωμιοσύνη εδώ είναι κόρη της μεγάλης μητέρας, της Αρχαίας Ελλάδος, κάτι για το οποίο ντρέπονται πολλοί σύγχρονοί του Έλληνες, αλλά αντίθετα το διαλαλούν περίτρανα του Ολύμπου οι ραψωδοί. Η μεγάλη του αγάπη για τον χριστιανικό πολιτισμό της Ρωμιοσύνης, δηλώνεται νομίζουμε με τον ύμνο στην Κωνσταντινούπολη ως εξής :
Ω! Πόλη! Ω! Πόλη!/ Εσύ του πράσινου διθάλασσο όραμα,
Πατρίδα της Πατρίδας μου, / οι Σουλτάνοι Σε ντρόπιασαν,
εμάρανέ σε ο Ξεπεσμός. / Όμως ο Αθάνατος Αϊτός δε σε ξεχνάει.
Από Βοριά, από Δύση κι απ' Ανατολή,
/Αράδα αράδα δοξαστής ρηγάδων τροπαιοφόρων,
Γυρνάει τις νύχτες προς εσέ να στάξει δάκρυα πύρινα /
Απάνου απ’ τους τάφους των Αυτοκρατόρων
Ο Παλαμάς κατανοούσε απόλυτα το μέγεθος της διαχρονικής κληρονομιάς του Ελληνισμού και γινόταν βιωματικός θεατής του κατά την κλασική και τη χριστιανική α/ρωμαίικη περίοδό του, μεγέθη που ενυπάρχουν αρμονικά και ισορροπημένα στο έργο του. Η Ελληνικότητα του Παλαμά, δηλαδή, «είναι ένα μίγμα από την αρχαία κλασική σοφία και τον ανεξάντλητο πλούτο της γηγενούς μας παράδοσης και φυσικά, από το νοσταλγικό μεγαλείο του Ρωμαίικου ορθόδοξου τρόπου του υπάρχειν». Ο Παλαμάς αναδεικνύεται έτσι ο ποιητής και εμπνευστής ενός νέου Ελληνικού οράματος της φυλής, την οποία κατανοούσε κατά τρόπο ενιαίο και αδιάσπαστο, δηλαδή ως Αρχαιότητα, Ρωμιοσύνη, Νέο Ελληνισμό, χωρίς το ιστορικό χάσμα του ανερμάτιστου Κοραϊσμού, που ήθελε μια Νέα Ελλάδα κατ’ ευθείαν συνδεδεμένη και προερχόμενη από την «ένδοξη αρχαιότητα». Αυτό μάλιστα φαίνεται καθαρά στο «Κήρυγμα των Υδραίων», όπου η Ρωμιοσύνη συνυφαίνεται με το Νέο Ελληνισμό. Εκεί τραγουδά τα εξής απευθυνόμενος στα παλικάρια της Ύδρας :
Κι όποιος για την πατρίδα του τα νιάτα βαφτίσει στη φωτιά σαν παλικάρι και δεν του κλείσει ο θάνατος τη στράτα και δεν τον πάρει,
καλότυχος! θα φτάσει μιαν ημέρα, κι ο Τούρκος δίχως δύναμη και γνώση στην Κόκκινη Μηλιά κι ακόμα πέρα θα τα ζαρώσει.
Κι η Ελευτεριά θ’ αστράψει σαν τον ήλιο και σαν το δέντρο ένα καρπό θα βγάλει: ένα πλατύ κι απέραντο βασίλειο σαν πρώτα πάλι.
Και θα είν’ η Ελλάδα, ως πρώτα, και μεγάλη θα ξαπλωθεί σ’ Ανατολή και Δύση, κι εμπρός στο βασιλιά τον ξανθομάλλη θα γονατίσει.
Σ’ Αυτόν. Σαν ουρανόσταλτην εικόνα καιρούς τον ονειρεύεται το Γένος· θε νά ’ρθει με δικέφαλη κορόνα στεφανωμένος.
Σ’ Αυτόν. Καιρούς τον καρτερούμεν όλοι σαν άγιο φως και σαν αυγής ακτίνα. Αυτός θα σμίξει αδερφικά την Πόλη με την Αθήνα.
Όποιος για την πατρίδα πολεμήσει, της Ρωμιοσύνης άξιο παλικάρι, και με τη χάρη του Σταυρού γκρεμίσει το αχνό Φεγγάρι,
χίλιες φορές καλότυχος! Μια μέρα μπροστά στο βασιλιά τον ξανθομάλλη με της παλικαριάς του τον αέρα θε να προβάλει.
Και τ’ άρματα θα φέρει να του δείξει με μαύρες από Τούρκων αίμα στάλες, κι όσες λαβωματιές τόχουν ανοίξει βόλια και μπάλες.
6. Για να καταφέρει ωστόσο η Νέα Ελλάδα να αναστηθεί, θα πρέπει, όπως πιστεύει ο ποιητής, να εκλείψουν τα δύο στοιχεία που την κατέστρεψαν, η προγονοπληξία και η θρησκοληψία, η παραφθορά δηλαδή της ιστορικής αλήθειας, της πολιτιστικής της παράδοσης και της θρησκευτικής της πίστης. Με σκοπό να αντιμετωπίσει το πρώτο στρέφεται στις πνευματικές πηγές του Ελληνισμού, τις οποίες ανευρίσκει στην αρχαιότητα και ως συνέχειά τους στην εποχή της Ρωμιοσύνης - Βυζαντίου -, ενώ για την καταπολέμηση της θρησκοληψίας επιλέγει να αντιδράσει έμμεσα στη θεσμική εκκλησιαστική οργάνωση, επικεντρώνοντας την πολεμική του σε συνήθειες και κατάλοιπα παρανόησης και ειδωλοποίησης του χριστιανικού μηνύματος, στρεφόμενος κυρίως εναντίον της φθοράς του ορθόδοξου μοναχικού ιδεώδους, ως του αυθεντικότερου τρόπου χριστιανικής ζωής. Ωστόσο δεν απαρνείται ή απορρίπτει συλλήβδην την Ορθόδοξη Παράδοση, παρόλο που αντιδρά, αμφιβάλλει και αμφισβητεί, καθώς ταυτόχρονα την θαυμάζει την εξυμνεί και γοητεύεται απ’ αυτήν, γι’ αυτό και έγραφε πως «την Ορθοδοξίαν δεν ανταλλάσω με όλου του κόσμου τα θρησκεύματα».
Την προγονοπληξία και την θρησκοληψία ως αίτια του εθνικού ξεπεσμού σατιρίζει, σαρκάζει και χτυπάει χωρίς δισταγμό στις «εκατό φωνές» της Ασάλευτης Ζωής. Η μεγαλύτερη και πιο αντιπροσωπευτική δημιουργία του Παλαμά πάνω στο ζήτημα αυτό όμως είναι ο «Δωδεκάλογος του Γύφτου», έργο «που περικλείει όλες τις αντιλήψεις, τους πόθους και τα οράματα του αγανακτισμένος από την εθνική ταπείνωση του 1897, αλλά και ταυτόχρονα ονειρεύεται πως μέσα από τα συντρίμμια και τις στάχτες της καταστροφής θα προκύψει μια αναγέννηση». Ο Δωδεκάλογος γίνεται έτσι «ένα κήρυγμα πίστης στο αναπόφευκτο αυτής της αναγέννησης, πίστης που έχει τις μυθολογικές της ρίζες στον αναγεννώμενο Άδωνη και στον αναστημένο Χριστό». Στο μεγαλόπνοο αυτό έργο, με το ποιητικό του σύμβολο και την εικόνα του Γύφτου, ο Παλαμάς εκφράζει τα όνειρα της ψυχής του και τα ερωτήματα του λογισμού του, και, ξεκινώντας από την οικτρή κατάσταση του έθνους, δίνει απάντηση στα αγωνιώδη ερωτήματα και προβλήματα της εποχής, δείχνοντας το δρόμο που χρειάζεται να ακολουθήσει το Γένος για την αναγέννησή του. Με το «Δωδεκάλογο» ζητά ο ποιητής την ανανέωση της ελληνικής ζωής, γι’ αυτό και φτάνει ως την άρνηση, χωρίς όμως να τις απορρίπτει, όλων των περασμένων αξιών. Αίτημα και επιδίωξή του είναι να βγει η Ελλάδα από την αποτελμάτωση στην οποία καταδικάστηκε ύστερα από την απελευθέρωσή της. Να κινηθεί προς τα εμπρός. «Ο δικός μας νόμος, -έλεγε με το στόμα του γύφτου - είναι ο δρόμος», δηλαδή η αέναη κίνηση, η συνεχής πορεία προς τα εμπρός, καθώς οι Έλληνες με την οπισθοδρομική νοοτροπία του βάρβαρου «Μπραΐμη» που υιοθέτησαν την περίοδο της δουλείας, έγιναν ουσιαστικά ανθέλληνες, αληθινοί χριστιανομάχοι και πατριδοκάπηλοι, ώστε χωρίς αλλαγή να μην υπάρχει ελπίδα. Έτσι, στον έκτο λόγο, ο γύφτος παρουσιάζεται να λέει τα εξής :
Έλληνες χριστιανοµάχοι και πολύθεοι, στερνολείψανα διαλεχτά και µετρηµένα, και του Ναζωραίου εσείς πιστοί, πλήθια από το ράσο οδηγηµένα, κράχτε, φωτοκαύτε κι αφορίστε, όλοι ειδωλολάτρες είστε! Και κανείς σας και κανείς, και σοφίας κι αν είναι θάµα και τιµής, απ’ τον ήλιο της ζωής δεν τηνε παίρνει την αχτίδα που το φως του φέρνει.
Ούτε τα oλύµπια νοητά ξεφαντώµατα, ούτε των Θεών των ωραίων τα ονόµατα τα πατροπαραδοµένα, ούτε και οι σταυροί του Γολγοθά, ούτε και η Παρθένα η Αθηνά, ούτε η Παναγιά η Παρθένα, ούτε των αγίων τα κονίσµατα που τα προσκυνάτε για θαµατουργά, ούτε µε τα πάγκαλα κορµιά θεών αγάλµατα και ηρώων· τίποτε· και κειν’ ανώφελα, κι αυτά
Στον τέταρτο λόγο του «Δωδεκάλογου» επίσης, η σκληρή και κατεδαφιστική επίθεση και κριτική κατά των φθαρμένων παραδόσεων συμπαρασύρει και την πατροπαράδοτη θρησκεία (αρχαιοελληνική, όπως διασώθηκε από τη χριστιανική) στην παρεφθαρμένη της μορφή ως εξής :
Φωτιά! να κάψω την Παράδεισο!/
Νερό! την Κόλαση να σβήσω!.
Το ίδιο συμβαίνει και στα «Σατιρικά του Γυμνάσματα» το 1897, όπου ο ποιητής χτυπά με καυστική σάτιρα όλες τις αρνητικές καταστάσεις του τόπου, ζητώντας να γκρεμιστούν όλοι οι θεσμοί εκείνοι που αυτός νομίζει ότι συνέβαλαν στην παρακμή του Ελληνισμού, μεταξύ των οποίων και τα θρησκευτικά σύμβολα, αγάλματα των αρχαίων και Εκκλησιές των χριστιανών ως εξής :
– Τα παλάτια; Κι αυτά; Γκρεμίστε … /
- Τις εκκλησιές; - Μην τρέμετε, γκρεμίστε!
- Κι’ αυτά τα ωραία τ΄ αγάλματα; /
Γκρεμίστε κι αναθέματα
- Μη σας κάνει κόπο! …/
- Κυβερνήτη, του κάκου ιδρώνεις, έμπα σ΄ άλλη στράτα
- Το νου μας πρώτα στύλωσε /
και χτίσε και πρωτ’ απ ΄όλα αλφαβητάρι κράτα.
Δάσκαλος γίνε, αλήθεια, αν ήρωας είσαι…
Απογοητευμένος μάλιστα από το κατάντημα της Ελλάδος, τραγουδά και πάλι χαρακτηριστικά στα «Σατυρικά Γυμνάσματα» πως
Οι βωμοί συντριμμένοι, και σβησμένα
τα πολυκάντηλα όλα της λατρείας.
Ούτ’ η Αθηνά, πολεμική παρθένα,
και μήτε η ευλογία της Παναγιάς.
Σ’ αρχαία και νέα, παλάτια και ρημάδια
τ’ άδειο παντού· το κρύο της αθεΐας.
Σαν αγριμιών και σαν αρνιών κοπάδια,
Ζουν, / οι ζωές των, τρώγονται και πάνε.
Κι απάνου απ’ όλα των θεών τα βράδια
υπέρθεα ξωτικά φεγγοβολάνε /
μακριά από μας Ιδέα και Επιστήμη.
Βάρβαροι σε ναούς τις προσκυνάνε./
Τ' άτι σου ακόμα μας πατά, Μπραΐμη!
7. Ωστόσο η θρησκεία ως διαχρονική ελληνική αξία του Ελληνισμού, με αφετηρία το αρχαιοελληνικό Πάνθεο και ολοκλήρωση το Χριστιανισμό, που κινείται μεταξύ Ιεροσολύμων - Κωνσταντινούπολης και Αθήνας, αποτελεί μοναδικής σπουδαιότητας ενοποιό παράγοντα και συνεκτικό κρίκο του Ελληνισμού, καθώς επιβεβαιώνει στη διαχρονία του το περίφημο ρητό του Ηροδότου, ότι «τὸ Ἑλληνικόν, ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον, καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα …». Έτσι, ο Χριστιανισμός αποτελεί για τον Παλαμά μια νέα μορφή της αρχαίας ελληνικής θρησκείας με το Χριστό ως κεντρικό πρόσωπο, κάτι που φανερώνεται έντονα στο ποίημά του «Το τραγούδι του Σταυρού» το 1902, όπου αναφέρει χαρακτηριστικά :
Κι έγειρ’ Εκείνος το άχραντο κεφάλι και ξεψύχησε
στο μαύρο το κορμί μου απάνου·
άστρα γινήκαν τα καρφιά του μαρτυρίου του,
άστραψα κι από τα χιόνια πιο λευκός τα αιώνια του Λιβάνου.
Οι καταφρονεμένοι μ’ αγκαλιάσανε και σα βουνά
και σα Θαβώρ υψώθηκαν εμπρός μου·
οι δυνατοί του κόσμου με κατάτρεξαν,
γονάτισα στον ίσκιο μου τους δυνατούς του κόσμου.
Τον κόσμο αν εμαρμάρωσα, τον κόσμο τον ανάστησα,
στα πόδια μου άγγελοι οι Καιροί, γύρω μου σκλάβες οι Ώρες,
δείχνω μια μυστική Χαναάν στα γαλανά υπερκόσμια·
μα εδώ πατρίδες πάναγνες είσαστ’ εσείς, τρεις Χώρες!
Ω πρώτη εσύ, Ιερουσαλήμ! του βασιλιά προφήτη σου
μικρή είν’ η άρπα για να ειπεί τη νέα μεγαλοσύνη·
του Σολομώντα σου ο ναός μ’ αντίκρισε, και ράγισε·
καινούρια δόξα ντύθηκαν της Ιουδαίας οι κρίνοι.
Κι ύστερα υψώθηκα σ’ εσένα, ω Πόλη,
εφτάλοφο όραμα, κι έγινα φως των ουρανών,
το θάμα του Ιορδάνη, τους Κωνσταντίνους φώτισα
και τους Ηράκλειους δόξασα,
και τρικυμίες δεν έσβησαν εμέ, μηδέ Σουλτάνοι.
Και ύστερα, ταξιδευτής, ήρθα σ’ εσένα, ασύγκριτη, Αθήνα,
των ωραίων πηγή, των εθνικών κορόνα,
τον άγνωστο έφερα Θεό και, απόκοτος,
αψήφησα την πολεμόχαρη Παλλάδα μες στον Παρθενώνα.
Και γνώρισα τους ιλαρούς θεούς,
και στεφανώθηκα την αγριλιά της Αττικής,
τη δάφνη απ’ την Ελλάδα, και ω λόγος πρωταγρίκητος!
του Γολγοθά το σύγνεφο πήρε την άσπρη ομηρική του Ολύμπου λαμπεράδα.
Τα είδωλα τ’ αφρόντιστα και τα πασίχαρα έφυγαν,
αλλ’ ούτε πια μεθάει τη γη το ασκητικό μεθύσι,
ας λάμπει η μυστική χαρά στα γαλανά υπερκόσμια·
είν’ εδώ κάτου μια ζωή, και είν’ άξια για να ζήσει.
Με τα κλαδιά της φοινικιάς νέα ωσαννά λαχτάρισα σ’ εσένα,
ω Γη πανάγια και ω πρώτη μου πατρίδα·
σ’ εσέ γυρνώ, Ιερουσαλήμ, κι ένα τραγούδι φέρνω σου·
είναι πλασμένο από ψυχή και από φωνή Ελληνίδα!
Στο Χριστιανισμό, ως νέα μορφή της αρχαίας ελληνικής θρησκευτικής κληρονομιάς, επιβιώνει το Πνεύμα της Ελληνικής φυλής. Γι’ αυτό και, παρά την επικράτησή του, η ελληνική ψυχή δεν έπαψε ποτέ να ζει εντός του, ώστε ο Παλαμάς στο 37ο ποίημα της συλλογής «Ίαμβοι και Ανάπαιστοι» να τονίζει την επιβίωση της αρχαίας ελληνικής θρησκευτικής παράδοσης μέσα στην αντίστοιχη νεοελληνική χριστιανική ως εξής :
Η γη μας γη των άφθαρτων/ αερικών και ειδώλων/
πασίχαρος και υπέρτατος / θεός μας είν’ ο Απόλλων.
Στα εντάφια λευκά σάβανα / Γυρτός ο Εσταυρωμένος/
είν’ ολόμορφος Άδωνις / ροδοπεριχυμένος.
Η αρχαία ψυχή ζει μέσα μας/ αθέλητα κρυμμένη·/
ο Μέγας Παν δεν πέθανεν, / όχι · ο Παν δεν πεθαίνει.
Στο συγκεκριμένο ποίημα ο ποιητής συνθέτει ουσιαστικά τα αρχαιοελληνικά θρησκευτικά στοιχεία με τη χριστιανική παράδοση, θέλοντας να καταδείξει την ελληνική ενότητα και διάρκεια μέσω της θρησκευτικής πίστης, τονίζοντας στην πρώτη στροφή πως όλοι οι θεοί του αρχαίου κόσμου επιβιώνουν στη νεοελληνική χριστιανική ψυχή. Ο Απόλλων, σύμφωνα πάντοτε με τον ποιητή, θεωρείται ο υπέρτατος Θεός για τους Νεοέλληνες, γιατί λατρευόταν ως ο θεός του φωτός και της αρμονίας της ψυχής και του πνεύματος. Στη συνέχεια στη δεύτερη στροφή, χρησιμοποιώντας και εκφράσεις από την εκκλησιαστική γλώσσα, παραλληλίζει το Πάθος του Εσταυρωμένου Χριστού, του Ηλίου της Δικαιοσύνης, με τον θάνατο του Άδωνη, του όμορφου αρχαίου θεού, που τον θρηνολογούσαν οι γυναίκες τις ημέρες της γιορτής του, τα Αδώνια. Αλλά και στην τελευταία στροφή παρουσιάζεται ένας άλλος αρχαιοελληνικός θεός, ο Παν, ο οποίος λατρευόταν ως θεός των ποιμένων, των ποιμνίων και των δασών, υποστηρίζοντας την εκδοχή ότι ο αρχαίος θεός Παν εξακολουθεί να επιβιώνει μέσα μας.
Βασικός στόχος του ποιητή, όπως θα έγινε νομίζουμε κατανοητό, είναι, όχι να διατυπώσει την θρησκευτική του πίστη, αλλά να προβάλει τη διαχρονικότητα όλων των μορφών της παράδοσης, συνθέτοντας αρχαιοελληνικά και χριστιανικά στοιχεία, τα οποία εμπεριέχονται στη σύσταση της ελληνικής ψυχής. Αυτό βεβαιώνεται με σαφήνεια και στο ποίημα του «Οι Θεοί» (από «Τα Μάτια της ψυχής μου»), όπου εκφράζεται ένας τολμηρός θρησκευτικός συγκρητισμός, μια συναίρεση της Κυπρίδας Αφροδίτης και του Ναζωραίου, των συμβόλων δηλαδή των δυο μεγάλων ιδεωδών: της Αρχαιότητας (που τόνιζε το κάλλος, την ωραιότητα) και του Χριστιανισμού (που τόνιζε την αγάπη), τα οποία ψάλλει ως εξής :
Ώ ταίρι, που το θρόνο σου τετράψυχο έχεις στήσει,
ώ Κύπρις, ώ Μεσσία! / Χαίρετε θλίψη και χαρά,
τρισάγιο εσύ μεθύσι, / τρισάγια εσύ θυσία!
"Ω χαίρε πού τ’ ανθρώπινο / κορμί το αποθεώνεις,
ουρανογεννημένη. / Χαίρε κι εσύ που της ψυχής
πατρίδα φανερώνεις, / καινούργια, ονειρεμένη!
Ώ χαίρε που γεννήθηκες / για μας με γέλιο πλάνο
στο μαγικό σου στόμα, / κ' εσύ που πέθανες για μας
και στο Σταυρό σου επάνω, / μ’ αγάπης λόγια ακόμα. ….
Θεά στη γη κατέβασες / τον ουρανό με χέρια φωτοπεριχυμένα.
Θεέ κι ανέβηκεν η γη ψηλότερα / απ’ τα’ αστέρια, πιστεύοντας εσένα.
Ο Παλαμάς, ακολουθώντας σταθερά τον ιδιότυπό του θρησκευτικό εθνικής αποστολής συγκρητισμό, τιμά τον ωραίο σαν τον Άδωνη Χριστό, που όπως πίστευε, είναι «ο πιο γλυκός Θεός», αλλά και γοητεύεται από την εκπρόσωπο της αιώνιας ομορφιάς Αφροδίτη, αναδεικνυόμενος με τον τρόπο αυτό και «σε κήρυκα της συμφιλίωσης ανάμεσα στο Χριστό και το Διόνυσο».
Η θρησκευτική σύνθεση και διαδοχή της κλασικής θρησκείας από το Χριστιανισμό με σκοπό τον τονισμό της ελληνικότητας διαφαίνεται με σαφήνεια επίσης και στη «Φλογέρα του Βασιλιά», το κατ’ εξοχήν παλαμικό έπος της διάρκειας του Ελληνισμού. Εκεί καταδεικνύεται πως την αρχαία ελληνική θρησκεία διαδέχθηκε ο Χριστιανισμός που εξελληνίστηκε όταν συναντήθηκε με το ελληνικό πνεύμα στην Αθήνα, κάτι που πιστοποιεί περίτρανα η παρουσία του Έλληνα Χριστιανού αυτοκράτορα Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου στην Ακρόπολη, όπου στο Παλλάδιο της Αθηνάς, στον Παρθενώνα, τιμά και ευχαριστεί την διάδοχό της Παναγιά την Αθηνιώτισσα. Έτσι, τονίζοντας την εθνική ενότητα και διάρκεια σε όλους του τομείς, ο ποιητής με τη «Φλογέρα του Βασιλιά» το 1910 εμψυχώνει και προετοιμάζει πνευματικά το λαό για τον αγώνα που θα ακολουθήσει, με σκοπό την απελευθέρωση των σκλαβωμένων ελληνικών επαρχιών στο Βορρά, Ήπειρο - Θεσσαλία - Μακεδονία - Θράκη. Το λαό βλέπει ως δουλευτή, ως την κύρια δύναμη του Έθνους που θα το αναπλάσει επαναστατικά, γι’ αυτό και τον καλεί ως εξής :
Ανάστα!
Και φεγγόλογος και μεταμορφισμένος
ανέστη από το μνήμα του το παραπεταμένο
ο ταπεινός, ο κουρελής, ο καταφρονεμένος
Επιλέγοντας «ό,τι υγιές, αληθινό και ζωντανό υπάρχει στην πνευματική κληρονομιά των περασμένων, μεταξύ των οποίων και η θρησκεία, ο Παλαμάς επιχειρεί να συνδέσει την Αρχαία, τη Ρωμαίικη μεσαιωνική και τη Νέα Ελλάδα». Στο εγχείρημα αυτό κυρίαρχη θέση έχει η Παναγιά, η Θεοτόκος. Στον όγδοο και ένατο λόγο της «Φλογέρας» της κάνει αφιέρωμα εκτενές, καθώς τη θεωρεί ως το σύμβολο του Αρχαίου, του Ορθόδοξου Ρωμαίικου και του Νεότερου Ελληνισμού, διάδοχο της Αθηνάς, προστάτιδα της Βασιλεύουσας Κωνσταντινούπολης, αλλά και πάνω απ’ την Ακρόπολη, προστάτιδα τώρα της Αθήνας, της νέας πρωτεύουσας Ελληνικού Κράτους, του νέου κέντρου του Ελληνισμού. Έτσι, στον έβδομο λόγο παρουσιάζεται «ο μελαγχολικός θίασος των αρχαίων θεών που σαν ίσκιος περνά απ’ την Αθήνα, να αφήνει τη θέση του στην Αθηνιώτισασα Παναγιά». Ο Παρθενώνας, ο ναός της Αθηνάς στην Ακρόπολη, γίνεται το Παλλάδιο της Θεοτόκου, ο ναός της Υπερμάχου Στρατηγού, που ηγείται του Ελληνισμού για να αμυνθεί απέναντι στη βαρβαρότητα, καθώς σύμφωνα με το Ν. Τωμαδάκη, «Η Θεοτόκος του Βουλγαροκτόνου είναι η Στρατηγός η έχουσα το κράτος απροσμάχητον, όπως και εις τον Ακάθιστον». Η Παναγία είναι το σύμβολο της πνευματικής και της πολιτικής ελευθερίας του Ελληνισμού ως Ρωμιοσύνης, γι’ αυτό και της τραγουδεί :
Μητέρα των ανέλπιδων κι όλου του κόσμου σκέπη, /
κάτου από σε κι οι ανέλπιδοι κι όλος ο κόσμος ίσοι!
Και συνεχίζει
Μαρία Κυρά Αθηνιώτισσα, πιο γαληνή, πιο ωραία /
στον πιο ωραίο, πιο γαληνό μέσα στους θρόνους θρόνο,
νικήτρα Εσύ της Αθηνάς και σκέπη της Αθήνας!
Στον πόλεμο οδηγήτρα Εσύ, μεσίτρα στην ειρήνη, /
Υπέρμαχη Στρατήγισσα, σ’ Εσέ τα νικητήρια!
Μ’ εσέ ξημέρωσε η χαρά και σβει η κατάρα, πήρε /
μ’ εσέ, Μητέρα, κι ο Θεός την ομορφιά του Βρέφους,
κι ο γερο - κόσμος άλλαξε και νιος ξαναστυλώθη.
Η Παναγιά είναι η προστάτιδα της Κωνσταντινούπολης, αλλά και της Νέας Ελλάδας, η οποία προβάλλει και την ευλογεί απ’ το μακεδονίτικο Άγιον Όρος. Γι’ αυτό και πάλι τραγουδά :
Στης χώρας της εφτάλοφης απάνον τα μουράγια
γυρίζει η Βλαχερνιώτισσα πιο δυνατή από κείνα
μετρώντας τα, τρομάζοντας με την περπατησιά της
τ' αγερικά και τ' αστρικά και γη και πέλαο γύρω
σαν αρχαγγέλικο σπαθί στάχραντα χέρια σφίγγει
το αστραφτερό θαυματουργό μαφόρι, έτοιμοι πάντα
Εκεί που στέκει ο 'Αθωνας, βιγλάτορας ταξιάρχης
μπρος στου μακεδονίτικου παράδεισου το έμπα,
κορώνα του μοναστηρίου και σκέπη τ' Αγιονόρους
να την η Πορταΐτισσα!
Στο γόνα της απάνον βρέφος ο λόγος του Θεού.
Στα μάτια της Παρθένος όλος ο κόσμος,
ουρανός καρδιάς και αγάπης, όλος από τα κρίνα της Εδέμ,
ως τα τσεγγέλια του άδη...
Εκτός από την Παναγία όμως, ο Παλαμάς κάνει αναφορά και σε πολλά άλλα πρόσωπα χριστιανών αγίων όπως ο άγ. Νικόλαος που παραλληλίζεται με τον Ποσειδώνα, ο άγ. Γεώργιος με το Μίθρα και ο άγ. Δημήτριος με τον Κάβειρο, τους οποίους προβάλλει ως πρότυπα και ταυτόχρονα ως τους διαδόχους των αρχαίων Ελλήνων ηρώων, ημιθέων και θεών, αλλά και προκατόχους των νέων Ελλήνων ηρώων. Αναφερόμενος έτσι στον μακεδονομάχο ήρωα του νεότερου Ελληνισμού Παύλο Μελά, τον συνδέει με τον προστάτη της πρωτεύουσας της Μακεδονίας άγ. Δημήτριο. Τη στιγμή που ο ποιητής επικοινωνεί με τον νεκρό ήρωα, βλέπει πως ο θάνατος του συμβάλλει ουσιαστικά στην ενσωμάτωση της Μακεδονίας στον εθνικό κορμό, αφού «σαν πιο πλατειά τη δείχνει, και τη φέρνει σαν πιο σιμά», ώστε να καταλήξει σε δέηση προς τον Μακεδονίτη τροπαιοφόρο μεγαλομάρτυρα Άγιο Δημήτριο, τον προστάτη της Πρωτεύουσάς της, ως εξής:
Εσύ που θρόνος σου η Θεσσαλονίκη /
Μακεδονίτη Ακρίτα καβαλλάρη,/
φώτισέ μας το δρόμο προς τη νίκη, /
του μήνα που γιορτάζει Σε είναι η χάρη.
Βάρβαρος τότε οχτρός Σου· Τούρκος τώρα . /
Μα το βαρβαροφάγο Σου κοντάρι
χίλιασέ το κι αρμάτωσε τη χώρα. /
Ας ακουστεί ξανά το πρόσταγμά Σου/
στα καράβια μας τα θησαυροφόρα : /
Αρμενίστε καράβια! Μα η χτυπιά Σου
ας χτυπήσει, όχι πια με τη σφεντόνα, /
με το βόλι ας θερίσει. Δεόμεθά Σου.
Βάλε μας του θριάμβου την κορώνα.
Και αυτό διότι τη Θεσσαλονίκη, που είναι η πρωτεύουσα της Μακεδονίας, εκτός από τον άγ. Δημήτριο σκεπάζουν και προστατεύουν και τα δύο ιερά Βουνά, ο Όλυμπος της ελληνικής Αρχαιότητας και τ’ Αγιονόρος του Χριστιανισμού, καθώς όπως της ψάλλει :
Πάντα για σε ουρανός /
γαλάζιος ο Όλυμπος /
λαμπροφόρος,
και πάντα σ’ ευλογεί /
ασκητής θεοφρούρητος/
τ’ Αγιονόρος.
Η ενότητα των Ελλήνων με βάση τη θρησκεία είναι πασιφανής και στη συσχέτιση του χριστιανού επαναστάτη Νεοέλληνα κληρικού Αθανασίου Διάκου με τον αρχαίο Έλληνα, Βασιλιά της Σπάρτης και ιερέα του λαού του Λεωνίδα. Ο σκοπός τους κοινός. Να προστατέψουν τον Ελληνισμό από την επέλαση των Βαρβάρων, τότε Περσών και τώρα Τούρκων. Τραγουδά λοιπόν σχετικά στα Λαμιακά Επιγράμματα
Στης Αλαμάνας η Κλειώ, το θρυλικό γιοφύρι, τη δάφνη την αμάραντη κατέβηκε να σπείρει, κι η Ελευθερία που τ’ άστρο της ανέσπερο στην πλάση, το Λεωνίδα ανάστησε στο Διάκο το Θανάση.
Και των ηρώων το καύχημα, στη δόξα του Κυρίου, Θανάση Διάκο, σ’ έφερε ο δαρμός του μαρτυρίου, κι ενώ σου σπάραζε κακή φωτιά το τίμιο σώμα, τραγούδι, αγγελικό φιλί, σου μύρωνε το στόμα.
Θρέμμα του Ανδρούτσου, πρέπει σου της Δόξας το στεφάνι, ναό της Νίκης έχτισες με της Γραβιάς το χάνι.
Αλλά και ο εθνομάρτυρας και ιερομάρτυρας Χρυσόστομος Σμύρνης στα 1922 στην ελληνική Ιωνία, ακολούθησε πιστά τα πεπρωμένα της φυλής και διαφύλαξε ως θρησκευτικός ηγέτης με το μαρτύριό του την αξιοπρέπεια της ελληνικότητας, όπως ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες και ο Διάκος στην Αλαμάνα πρωτύτερα, μένοντας και οι τρείς πιστοί στους νόμους των προγόνων τους. Έτσι, συγκινημένος από τη θυσία του Χρυσοστόμου στη Σμύρνη, του ψάλλει με θαυμασμό :
Εσύ δεν άκουες τη φωνή που έλεγε πέρνα! σώσου! θύμα και σώστης, όλα εσύ, και αμνός ο Ποιμενάρχης, και με τη Σμύρνη σου μαζί κι απάνου απ’ το λαό σου και στης ιδέας τους ουρανούς — δεν πέρασες — υπάρχεις.
Όπου καρδιά, όπου φρόνημα, το Γένος, η Εκκλησία και των Ελλήνων οι χοροί και των πιστών τα πλήθη, σου προσκυνούμεν, άμωμε, τη θεία δοκιμασία,και το μεταλαβαίνουμε το αίμα σου, όπου εχύθη.
Της μοναξιάς ή ονειρευτής, όμοια, ή του Έθνους χτίστης, θα προσκυνάει, και σε βωμό γραμμένο, ένα Μεσσία. Ανοίγονται κι οι εφτά ουρανοί, με μια Δόξα εν Υψίστοις φωνή, γειρτοί μπρος στο βωμό που γράφεται η θυσία.
Τέτοιος βωμός, μακαριστέ, το μνήμα που σου υψώνει και στο χαμό και πάντα ορθή και αχάλαστη η Πατρίδα. Πίστη κι Αγάπη, Ελλάδα, Θεός! Και τρίσβαθο το χιόνι βλάστησης καρπερότερης μας φέρνει την ελπίδα.
8. Ακολουθώντας ο ποιητής αυτόν τον ιδιότυπο θρησκευτικό, αλλά πολιτικής και φυλετικής χροιάς, συγκρητισμό, επιχειρεί να τονώσει το φρόνημα των συγχρόνων του Νεοελλήνων, τονίζοντας μαζί με την εθνική και τη θρησκευτική ενότητα και ταυτότητα του Έθνους. Γι’ αυτό και, με σκοπό να διορθώσει τα κακώς κείμενα οραματίζεται τη θεμελίωση μιας νέας Ελληνική Πολιτείας και μιας νέας Ελληνικής θρησκευτικής ταυτότητας για να ενισχύσει την εθνική ενότητα, προκειμένου να ξεπεραστούν οι παθογένειες του παρελθόντος. Η νέα αυτή θρησκεία που οραματίζεται ότι θα πρέπει
«…νάχη κάτι /
(…) πιο μέγα απ’ τη θυσία /
και κάτι πλέον απέραντο /
κι’ απ’ την Αθανασία»
Στην πραγματικότητα θα αποτελεί μια νέα σύνθεση στοιχείων της αρχαίας ελληνικής και τη χριστιανικής θρησκείας, καθώς θα υπάρχουν ως σύμβολα οι αρχαιοελληνικοί θεοί «που πέθαναν, ξυπνημένοι και αναστημένοι, που θα λάμπουν ανακαινισμένοι, δυνατότεροι και πιο διαλεχτοί, αλλά και όλοι θα είναι ωραίοι», αλλά και ιερά πρόσωπα του Χριστιανισμού. Επειδή μάλιστα σ’ αυτή κυρίαρχη θέση θα κατέχουν η «ωραιότητα» και η «αγάπη», ουσιαστικό ρόλο θα διαδραματίζει πιθανότατα ο Χριστός, του οποίου ο Παλαμάς εκτιμά βαθύτατα την «ασύγκριτον προσωπικότητα», καθώς θεωρεί πως
Υιός ανθρώπου σήμερα,/
κι αύριο θεός, Θεός νέος,/
ο πιο γλυκός γλυκός Θεός,/
αν όχι ο τελευταίος,
από τον οποίο μάλιστα ζητά την προστασία του, καθώς αντικατέστησε το θεό Ήλιο - Απόλλωνα της Αρχαιότητας. Η ωραιότητα και η αγάπη θα είναι η βάση και για τη νέα ιδεατή Πολιτεία που οραματίζεται ο ποιητής, η οποία είναι μάλλον πνευματικό μέγεθος, καθώς βρίσκεται «απάνου απ’ όλες τις πατρίδες», στην οποία, όπως τονίζει, θα έχει καθοριστική σημασία και θέση ο νόμος και ο ρυθμός. Τότε, όπως πιστεύει, θα έρθει και πάλι, με τη δύναμη της «κοσμοπλάστρας μουσικής», η ώρα της ανάστασης για τους «Θεούς», που είναι
όλα τ’ αγαθά, τ’ αληθινά,/
και τα ωραία,/
θρονιασμένα στην υπέρτατη κορφή,/
στην Ιδέα,
ώστε
πάντα θεοί θα είναι της γης/
η Ομορφιά η αιώνια/
κ’ η αιώνια Καλωσύνη!.
Έτσι, στο ποίημά του «Τέταρτη Νύχτα», ο ποιητής προβάλλει ως προφήτης και δημιουργός ως εξής :
Θεός και Πλάστης έγινα, και την Αγάπην έπλασα, και στον παράδεισό της ήταν η Αγάπη μοναχή, κι ένα θλιμμένο σύγνεφο αλαφροθάμπωνε το θείο το πρόσωπό της. Κι εγώ την αποκοίμισα, κι απ’ το πλευρό της πήρα και σύντροφο της έκαμα· — Ποιός είσ’ εσύ ο ωραίος; Ασάλευτε και αγέλαστε, ποιός είσαι; η πέτρα; η Μοίρα; Ποιός είσαι; - Είμαι το Χρέος.
Για την αγάπη μάλιστα ως πεμπτουσία της νέας θρησκείας και προσωποποιημένη στο Χριστό, έχει και ποίημα που το επιγράφει «Προσευχή» και την εγκωμιάζει ως εξής
Αγάπη, Εσύ, χαρά της γης και τ’ ουρανού ευλογία,
που είσαι γλυκιά σαν τ’ άστρο της αυγής,
που είσαι μεγάλη σαν την Παναγία!
Εμπρός Σου γονατίζω, αγνή θεά,
και Σου φιλώ το διαμαντένιο χέρι·
λυπήσου μας που ζούμε μακριά,
κάμε μια μέρα να γενούμε ταίρι.
Εμπρός Σου για κερί μού λιώνει ο νους,
μου καίγετ’ η καρδιά μου για λιβάνι·
απ’ τους ανθούς Σου τους παντοτινούς
πλέξε για μας του γάμου το στεφάνι.
Κι εμείς θα ζούμε δούλοι Σου πιστοί,
και το μικρό, το φτωχικό μας σπίτι
θα είν’ εκκλησιά τρανή και ξακουστή
που τη δική Σου δόξα θα κηρύττει!
Αλλ’ αν γράφτηκε ακόμα για πολύ,
ω χωρισμοί και πίκρες να μας τρώτε,
Αγάπη μεγαλόχαρη, καλή,
μη μας ξεχνάς, λυπήσου μας και τότε.
Και πρόβαλε και δώσε μας φτερά,
αθώρητα φτερά κι ευλογημένα,
για να πετούμε αιώνια, τί χαρά!
Εγώ να βρίσκω αυτή κι εκείνη εμένα.
Κι ο ένας μες στ’ άλλου εκεί την αγκαλιά,
δικά Σου Χερουβείμ, κοντά στ’ αστέρια,
γλυκά γλυκά ν’ αλλάζουμε φιλιά,
σφιχτά σφιχτά να σμίγουμε τα χέρια.
9. Από όλα τα παραπάνω φάνηκε νομίζουμε με σαφήνεια, πως τελικός σκοπός του Παλαμά, παρά τους διχασμούς και τις αντιφάσεις του αναφορικά με τη θρησκεία, είναι η διαφύλαξη και η ενίσχυση της Ελληνικότητας χωρίς τις παθογένειες του παρελθόντος, με γνώμονα την ειρήνευση του διχασμένου λαού με γνώμονα την αγάπη. Καταδείχθηκε δηλαδή πως η θρησκεία αποτελεί για τον ποιητή ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία αναγέννησης του Γένους, κάτι που για να επιτύχει όμως σχοινοβατεί μέσα στην ποίησή του. Γι’ αυτό και όπως προσφυώς παρατηρείται, «βρίσκεται μια στον ουρανό, μια στη γη, τραγουδώντας στην κόλαση για τον παράδεισο και βλέποντας τον παράδεισο από την κόλαση. Πότε εμφανίζεται κουρελόντυτος και χάνεται δημοκρατικά στο πλήθος και πότε κηρύττει από τον άμβωνα ανάμεσα σε πορφύρες, σαν Αυτοκράτορας ή προφήτης. Λατρεύει με το ίδιο ιδεολογικό και αισθητικό πάθος την Αγιά Σοφιά και την Ακρόπολη, την Αθηνά και την Παναγία, τα αρχαία είδωλα και τους Χριστιανούς Οσίους. Πότε τον βρίσκουμε στην Πόλη και πότε στο Μεσολόγγι. Είναι πανταχού παρών. Αττικός και βυζαντινός, πληθωρικός, βίαιος, υστερικός, διασπαστικός κυκλικός, ευκολομετάβλητος, επιθετικός, τρυφερός, υμνωδός και σατυριστής, χαμογελαστός και οργίλος, αισιόδοξος και πεσσιμιστής, υπέρφρων και ταπεινόφρονων, ναρκωμένος από τα βιβλία αλλά και διψώντας για ζωή, δουλεύει παράλληλα πολλές μαζί ποιητικές μορφές και συγχρόνως ατενίζει σε περισσότερες πνευματικές κατευθύνσεις. Βλέπει παντού, αλλά συχνά αλλάζει πορεία παρασυρμένος από νέα είδωλα, νέα κεντρίσματα για να τα παρατήσει και να ξαναγυρίσει στα προηγούμενα και γυρεύοντας νέες εικόνες και συγκινήσεις, ξαναπετά. Αυτά τα στοιχεία κάνουν τον Κωστή Παλαμά τον πιο αντιπροσωπευτικό ποιητή της ανήσυχης πολύπλευρης και ταραχώδους νεοελληνικής ιδιοσυγκρασίας, ώστε δίκαια να κριθεί ποιητής – τραγουδιστής, παιδαγωγός και μπροστάρης του λαού του» ακόμη και κατά την ύστατη θρησκευτική του στιγμή, δηλαδή στην κηδεία του το Φεβρουάριο του 1943, οπότε αναδείχθηκε ξανά, καταμεσής της κατοχής, αν και νεκρός, σε μία δυναμική αντιστασιακή παρουσία μπροστά στα μάτια των βαρβάρων κατακτητών από το Βορρά, ώστε για άλλη μια φορά να συγκρατήσει όρθιο τον Ελληνισμό σε δύσκολη ώρα, αφού σύμφωνα με το Σικελιανό, στο φέρετρό του ακούμπησε και πάλι η Ελλάδα !
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κ. Ανδρουλιδάκης, Ο Στοχαστής Παλαμάς, στο https://neoplanodion.gr/2017/03/14/
Ε. Γαραντούδης, Ο Παλαμάς από τη σημερινή σκοπιά. Όψεις της ποίησής του και της σύγχρονης πρόσληψής της, Αθήνα: Καστανιώτης, 2005.
Κ. Δεσποτόπουλος, Φιλολογικά, Αθήνα: Εστία, 19812.
Κ.Θ. Δημαράς, Κωστής Παλαμάς. Η πορεία του προς την Τέχνη, Αθήνα: Νεφέλη, 2000.
Κ.Γ. Κασίνης, Η ελληνική λογοτεχνική παράδοση στη «Φλογέρα του Βασιλιά». Συμβολή στην έρευνα των πηγών, Αθήνα : Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 1980.
Κ.Γ. Κασίνης, Βιβλιογραφία Κωστή Παλαμά 1932-1942, Αθήνα : Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 1994.
Γ. Λαδογιάννη, «Το ποιητικό δράμα. Κωστής Παλαμάς», στο Εποχές της Κριτικής. Μελέτες για την κριτική του 19ου και του 20ού αιώνα, Αθήνα : Μανδραγόρας, 2010, σ. 43-53.
Γ. Λαδογιάννη, «1930, δεκαετία του θεωρητικού συγκρητισμού: Κωστής Παλαμάς, Τέλλος Άγρας, Νικόλαος Κάλας», στο Εποχές της Κριτικής. Μελέτες για την κριτική του 19ου και του 20ού αιώνα, Αθήνα : Μανδραγόρας, 2010, σ. 137-149.
Σ. Λαπάτας, «Γύρω από τις θρησκευτικές ιδέες του Παλαμά», στο Ανωνύμως, Νεκυσία. Αφιέρωμα στα τριαντάχρονα από το θάνατο των Κωστή Παλαμά, Μιλιτάδη Μαλακάση, Αντώνη Τραυλαντώνη, Μεσολλόγι : Ένωσις Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης Νομού Αιτωλοακαρνανίας, 1973, σ. 246-250.
Π.Δ. Μαστροδημήτρης, Παλαμικά. Μελετήματα και άρθρα (1973 - 2003), Αθήνα : Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 2003.
Μ.Γ. Μερακλής, «Κωστής Παλαμάς», στο Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί – Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία – Γραμματολογία, Αθήνα : Σοκόλης, 1977, σ. 218-223.
Φ. Μιχαλόπουλος, Ο Κωστής Παλαμάς, Αθήνα : Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 1994.
Ε.Ν. Μόσχος, Η μεταφυσική αγωνία στον Παλαμά, Αθήνα: Παπαδήμας, 1993.
Δ.Σ. Μπαλάνος, «Αι θρησκευτικαί αντιλήψεις του Κωστή Παλαμά», Νέα Εστία 34 /397 (1943), σ. 198 - 207.
Ε. Νικολάου, «Τα βιβλικά πρόσωπα στην ποίηση του Παλαμά», στο Ανωνύμως, Νεκυσία. Αφιέρωμα στα τριαντάχρονα από το θάνατο των Κωστή Παλαμά, Μιλιτάδη Μαλακάση, Αντώνη Τραυλαντώνη, Μεσολλόγι : Ένωσις Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης Νομού Αιτωλοακαρνανίας, 1973 (Αίγιο : τυπ. Γεώργιος Ε. Κουτσουμπής), 1973,, σ. 92-99.
Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, «ο Παλαμάς, Ποιητής του Έθνους», Παρνασσός 1 (1959), σ. 29-38.
Ε.Π. Παπανούτσος, Παλαμάς – Καβάφης – Σικιελιανός, Αθήνα: Ίκαρος, 1955.
Π. Παπαχρήστος, Τα βιβλικά κείμενα εις την ποίησιν του Παλαμά, στο Ανωνύμως, Νεκυσία. Αφιέρωμα στα τριαντάχρονα από το θάνατο των Κωστή Παλαμά, Μιλιτάδη Μαλακάση, Αντώνη Τραυλαντώνη, Μεσολλόγι : Ένωσις Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης Νομού Αιτωλοακαρνανίας, 1973 (Αίγιο : τυπ. Γεώργιος Ε. Κουτσουμπής), 1973, σ. 213-218.
Ε. Πολίτου-Μαρμαρινού, Ο Κωστής Παλαμάς και ο Γαλλικός Παρνασσισμός. Αθήνα 1976.
Β. Πούχνερ, Ο Παλαμάς και το θέατρο, Αθήνα : Καστανιώτης, 1995.
Α. Σαχίνης, Ο Παλαμάς και η κριτική, Αθήνα: Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 1994.
Α. Σαμουήλ, «Μεταμορφώσεις του Φωτόδεντρου. Η «Φοινικιά» στα συμφραζόμενα της ποιητικής της παράδοσης», στο Ευριπίδη Γαραντούδη (επιμ.), Εισαγωγή στην ποίηση του Παλαμά. Επιλογή κριτικών κειμένων, Ηράκλειο : Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2016 (Αθήνα : τυπ. Γ. Αργυρόπουλος), σ.
σ. 331-347.
Γ. Σεφέρης, «Κωστής Παλαμάς», στο Του Αυτού, Δοκιμές, τ. Α΄, Αθήνα: Ίκαρος, 19845, σ. 214-227.
Ν.Β. Τωμαδάκης, «Η ‘Φλογέρα του Βασιλιά’ του Κ. Παλαμά», Παρνασσός 1 (1959), σ. 59-74.
Π. Φήμης, «Ο Κωστής Παλαμάς και η θρησκεία. Μια προσέγγιση στο θέμα», στο Σωκρ. Λ. Σκαρτσή (επιμ.), Πρακτικά Ενάτου Συμποσίου Ποίησης. Κωστής Παλαμάς, η εποχή του και η εποχή μας, Πάτρα : Αχαϊκές Εκδόσεις, 1992, σ. 239-244.
Μ.Δ. Χατζηνικολάου, «Το θρησκευτικό στοιχείο στο έργο του Κωστή Παλαμά», στο Ανωνύμως, Πίστη και Νεοελληνική Λογοτεχνία. Η αναζήτηση του Θεού στη λογοτεχνία μας, Λευκωσία : Ορθόδοξη Μαρτυρία, 1990 (φωτοστοιχ. & σελιδοποίηση Λευκωσία : Κασουλίδης. Εκτύπωση Αθήνα : Σανιδάς), σ. 54-57.
Αιμ. Χουρμούζιος, Ο Παλαμάς και η εποχή του, τ. Α΄, Αθήνα : Πήγασσος Α.Ε., 1944 - τ. Β' και Γ', Αθήνα : Διόνυσος, 1959-1960.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου