ΧΡΗΣΤΟΥ ΑΘΑΝ,ΜΟΥΛΙΑ
Ρόδη Ρούφου: Η Χάλκινη Εποχή
«Η Χάλκινη Εποχή» είναι ένα μυθιστόρημα
για τον Αγώνα ανεξαρτησίας της Κύπρου, που ο Ρόδης Ρούφος έγραψε στα αγγλικά,
για να παρουσιάσει στο αγγλικό κοινό την ελληνική άποψη για το Κυπριακό, ως
απάντηση στα «Πικρολέμονα» που είχε γράψει ο Λώρενς Ντάρελ.
Κάποιοι πιστεύουν ότι το
βιβλίο του Ντάρελ είναι φιλελληνικό και παραβλέπουν την αποικιοκρατική νοοτροπία
που διαπερνά τις σελίδες του. Κατ’ ουσία πρόκειται για μία στρατευμένη
προσπάθεια να δικαιολογηθεί η αγγλική στάση και πολιτική στο Κυπριακό και να
δοθεί η παραπλανητική εικόνα ότι οι Κύπριοι δεν ήθελαν την Ένωση με την Ελλάδα
και συμπαθούσαν τους Άγγλους.
Αρχικά ο Ρούφος είχε
φιλική σχέση με τον Ντάρελ, αλλά άλλαξε γνώμη όταν ο τελυταίος ανέλαβε θέση
στην αγγλική διοίκηση στην Κύπρο, οπότε μεταμορφώθηκε σε απολογητή της
αποικιοκρατίας, έγινε εκφραστής μιας ρατσιστικής αντίληψης για τους αμόρφωτους
και καθυστερημένους ιθαγενείς, όπως θεωρούσε τους κυπρίους και συμπεριφέρθηκε
βάναυσα και βίαια, ως ανακριτής κυπρίων αγωνιστών.
Η απάντηση του Ρούφου
στα «Πικρολέμονα», για κάποιους Έλληνες υπερπατριώτες δεν ξεχείλιζε όσο
έπρεπε από πάθος κατά της αγγλικής φυλής και την χαρακτήρισαν άτονη, χλιαρή και
αγγλόφιλη, κάτι που, όπως έγραψε ο ίδιος, τον παρηγόρησε, διότι σήμαινε ότι δεν
είχε ξεφύγει από τη γραμμή της πνευματικής τιμιότητας.
Τα αισθήματα του Ντάρελ
για την Ελλάδα και τον κυπριακό λαό ήσαν αμφίσημα. Κάποτε στάθηκε χρήσιμος για
την Ελλάδα, όχι όμως πάντοτε ωφέλιμος. «Και σε μιαν αστραπή, βλέπω ξανά την
Ελλάδα που αγαπώ: τη γυμνή φτώχεια που φέρνει χαρά δίχως ταπείνωση, την
αγνότητα και τους έξοχους τρόπους των νησιωτών… Την όρθια, αρσενική συνείδηση
της περιπέτειας στ’ αρχιπέλαγο», έγραψε το 1953 στο δοκίμιό του «Στοχασμοί
πάνω σε μια θαλάσσια Αφροδίτη». Τέσσερα χρόνια αργότερα, στα «Πικρολέμονα»
διερωτάται, «Πως είναι δυνατόν να θέλει ο Κύπριος την Ένωση; απορούσαν όσοι
Άγγλοι κάτοικοι της Κύπρου ήξεραν καλά την Ελλάδα. Εύλογη η απορία τους.
Στρατιωτική θητεία στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις; Εξοντωτική φορολογία;
Κακοδιοίκηση;».
Στο πρώτο μέρος της «Χάλκινης
Εποχής» ο Ρούφος διατυπώνει τις αντιρρήσεις του για τα «Πικρολέμονα»,
στο κεφάλαιο «Sour Grapes» (Αγουρίδες). ΄Ομως ο άγγλος εκδότης δέχτηκε
να εκδώσει την «Χάλκινη Εποχή» υπό τον όρο ότι οι σελίδες για τα «Πικρολέμονα»
θα αφαιρούνταν, όπως και έγινε.
Η εμπειρία του Ρούφου
στην Κύπρο, όπου υπηρέτησε ως διπλωματικός υπάλληλος, είναι το υπόβαθρο τριών
έργων του. Του θεατρικού «Η Μέρα της Κρίσης», που κυκλοφόρησε το 1957,
του διηγήματος «Το τυχαίο γεγονός», που κυκλοφόρησε το 1963 και του
μυθιστορήματος «Η Χάλκινη Εποχή».
Παρόλο που η επίσημη
θέση της ελληνικής Κυβέρνησης δεν ήταν υπέρ της Ένωσης της Κύπρου με την
Ελλάδα, για να μην αντιταχθεί στην Αγγλία, έλληνες αξιωματούχοι, με πρώτον και
καλύτερο τον Ρόδη Ρούφο, ανεπίσημα και κρυφά, ενθάρρυναν τις δραστηριότητες των
κυπρίων.
Συναντήθηκε με τον
Ντάρελ το 1954 στην Κύπρο και τον βοήθησε να μπει στους κυπριακούς
λογοτεχνικούς κύκλους. Η υποδοχή που του επιφύλαξαν οι κύπριοι ομότεχνοι του
ήταν θερμότερη από οποιουδήποτε άλλου Άγγλου συγγραφέα. Είχε την ευκαιρία να
συναναστραφεί τους πιο αξιόλογους, αλλά η σχέση που δημιουργήθηκε μεταξύ τους
διεκόπη όταν ανέλαβε τη θέση του υπεύθυνου δημόσιας πληροφόρησης.
Στην «Χάλκινη Εποχή»
ο Ντάρελ αναφέρεται ως Μόνταγκιου και ο αφηγητής επισκέπτεται το χωριό του και
μιλάει γι’ αυτόν με τους χωρικούς. Όταν τους λέει ότι καταφέρεται κατά της
Ένωσης, επειδή «είναι Εγγλέζος και υπηρετεί τη χώρα του», οι χωρικοί
εξανίστανται. «Όχι, ο κ. Μόνταγκιου δεν ήταν συνηθισμένος Εγγλέζος. Έλεγε
ότι ήταν φίλος μας, φίλος της Ελλάδας. Και τώρα μας πρόδωσε και πήγε με την
άλλη πλευρά». Προφανώς ο Ντάρελ παρουσιαζόταν ως διαφορετικός Άγγλος και
όταν οι κύπριοι ανακάλυψαν ότι ήταν όπως όλοι οι Άγγλοι, απογοητεύθηκαν.
Την ίδια απογοήτευση
ένοιωσε και ο Ρούφος και την εξέφρασε στο ποίημά του «Ίωνες Αιχμάλωτοι στην
Κύπρο, 498 π.Χ.», με ημερομηνία 25 Οκτωβρίου 1955, το οποίο αφιέρωσε στον
Ντάρελ, όχι εις ένδειξη θαυμασμού, αλλά με κριτική διάθεση. Είναι εμφανής η
επίδραση της καβαφικής ποίησης και εκπέμπει την αίσθηση απόηχου των ποιημάτων
του Σεφέρη για την Κύπρο.
Επίσης, στο τελευταίο
τεύχος του περιοδικού «Κυπριακά Γράμματα», που κυκλοφόρησε το 1956,
δημοσίευσε μαζί με τον Νίκο Κρανιδιώτη ένα άρθρο για τον φιλελληνισμό και τους
λεγόμενους φιλέλληνες, υπονοώντας τον Ντάρελ.
Τα «Πικρολέμονα»
ξεχείλισαν το ποτήρι και ο Ρούφος μας χάρισε την «Χάλκινη Εποχή».
Ευτυχώς που ο Ντάρελ έγραψε τα «Πικρολέμονα», διότι μπορεί να μην είχε
γραφτεί η «Χάλκινη Εποχή», αν και ο Ρούφος οπωσδήποτε θα ήθελε να
δικαιώσει τον κυπριακό Αγώνα και να υπερασπιστεί τις θέσεις του, γράφοντας ένα
μυθιστόρημα.
Στη «Χάλκινη Εποχή»
ο Ρούφος είναι περίπου ο Δίων, ο οποίος υπηρετεί στην Κύπρο ως έλληνας
διπλωμάτης και λαμβάνει ένα αυτοβιογραφικό χειρόγραφο από έναν Κύπριο φίλο του,
καταδικασμένον σε θάνατο για την συμμετοχή του στον ένοπλο αγώνα κατά των
βρετανών. Το χειρόγραφο το διάβασε μαζί με την φίλη του, την Νταίζη και
διανθίζουν την ανάγνωση με δικές τους αναμνήσεις. Ο συντάκτης του χειρογράφου,
ο Αλέξης, είναι καθηγητής στο Γυμνάσιο της Λευκωσίας και στην επιστολή του
εξιστορεί πως από αδιάφορος για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, άλλαξε και
συμμετείχε ενεργά στον Αγώνα. Στο ίδιο σχολείο δίδαξε και ο Ντάρελ και η
συσχέτιση είναι υπαινικτική.
Ο Ρούφος δίνει μία
εντελώς διαφορετική εικόνα των μαθητών και του ρόλου τους στον Αγώνα απ’ ότι ο
Ντάρελ. Ο τελευταίος υπονοεί ότι οι ενθουσιώδεις νέοι ξεσηκώθηκαν και ξέφυγαν
από τον έλεγχο των καθηγητών τους, που αρχικά τους είχαν υποκινήσει, ενώ ο
Ρούφος τους παρουσιάζει ήσυχους, σοβαρούς και υπάκουους. Οι Ελληνοκύπριοι
συμπεριφέρονταν διαφορετικά μεταξύ τους, απ’ ότι προς τους Άγγλους και ο Ρούφος,
περιγράφοντας τη διαφορετική συμπεριφορά τους και τις πραγματικές πεποιθήσεις
τους, υπονοεί επιδέξια ότι ο Ντάρελ δεν γνώριζε την πραγματικότητα.
Ο Ντάρελ παρουσιάζεται
ως ένας κυνικός που δεν πιστεύει σε τίποτα. Αυτό είναι για τον Ρούφο ένα αποτελεσματικό
όπλο για να αντιμετωπίσει τα «Πικρολέμονα». Τον παρουσιάζει ως «Μακιαβέλι
της τσέπης», που συνειδητά αλλοιώνει την αλήθεια για δικό του όφελος και
του αποδίδει ότι εμφανίζει φανταστικά γεγονότα ως αληθινά, γεγονός που τον
έσπρωξε να απαντήσει. Δεν δέχτηκε, όπως έκανε ο Ντάρελ, να επιτρέψει στη
μυθοπλασία να παρουσιαστεί μεταμφιεσμένη σε αλήθεια. Με τη δημοσίευση της «Χάλκινης
Εποχής» η εικόνα για τα «Πικρολέμονα» άλλαξε. Δεν μπορούσε πλέον να
θεωρείται «μία προσωπική τεκμηριωμένη αφήγηση», αλλά ένα μυθιστόρημα
όπου τα γεγονότα είναι δημιουργήματα της φαντασίας του συγγραφέα, όχι
ανεπηρέαστα από σκοπιμότητες, δηλαδή δεν είναι αληθινά.
Το 1954 ο Ρόδης Ρούφος
μετατέθηκε στο ελληνικό προξενείο στη Λευκωσία, ως Υποπρόξενος, διότι η Κύπρος
ήταν αγγλική αποικία και δεν μπορούσε να έχει ελληνική Πρεσβεία. Ο έμφυτος
πατριωτισμός του δεν του επέτρεπε να αδιαφορήσει στο δίκαιο των ελληνοκυπρίων
και συγκρότησε μία ομάδα μαζί με τον προϊστάμενό του Πρόξενο Ανδρέα Παππά, η
οποία ανέλαβε την πολιτική καθοδήγηση του Γρίβα και κάθε είδους διευκόλυνση για
τον πολεμικό αγώνα του. Επίσης συνέδραμε τον Μακάριο στην αντιμετώπιση της
αγγλικής πολιτικής και διπλωματίας, με τον οποίο γνωριζόταν από την περίοδο της
Κατοχής στην Ελλάδα.
Οι δραστηριότητές του
αυτές καλύπτουν την περίοδο από το 1954 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας 1960 και
είχαν ως αντικείμενο την ουσιαστική και πολύπλευρη υποστήριξη της ΕΟΚΑ και
συγκεκριμένα του Γρίβα, στήνοντας ένα μόνιμο και κατά το δυνατόν ασφαλές δίκτυο
επικοινωνίας μαζί του, μέσω των συνδέσμων του στη Λευκωσία και αλλού.
Συμμετείχε ενεργά στον εξοπλισμό της ΕΟΚΑ, βοηθώντας με πολλούς τρόπους τον
δίαυλο επικοινωνίας της με την Αθήνα, που ήταν ο Ανδρέας Αζίνας, έμπιστο
πρόσωπο και του Μακαρίου και του Γρίβα, να μεταφέρει στην Κύπρο παράνομα, οπλισμό.
Χρησιμοποίησε ακόμα και τον διπλωματικό του σάκο, για να διευκολύνει την
αλληλογραφία Γρίβα-Αθήνας. Ήταν ο εμπνευστής της χρήσης ψευδωνύμων στην
αλληλογραφία τους, όπως είχε μάθει από την εποχή της αντιστασιακής δράσης του
την περίοδο της Κατοχής.
Λόγω της θέσης τους και
ο Ρούφος και ο Παππάς προσπάθησαν να επηρεάσουν προς την κατεύθυνση που
θεωρούσαν σωστή, παρότι η κατεύθυνση αυτή δεν συνέπλεε με την επίσημη γραμμή
της ελληνικής Κυβέρνησης. Ο ρόλος του Ρούφου ήταν καθοριστικός στις
διαπραγματεύσεις Χάρντιγκ – Μακαρίου, την περίοδο Οκτωβρίου 1955 – Φεβρουαρίου
1956 και συνέβαλε στη διαμόρφωση της διαπραγματευτικής τακτικής του Μακαρίου
και του γραμματέα της Εθναρχίας Κρανιδιώτη, απέναντι στους βρετανούς και την
ελληνική Κυβέρνηση. Συνέβαλε στη σύνταξη των Ελληνοκυπριακών απαντητικών
επιστολών στις βρετανικές προτάσεις και επηρέασε και τον Μακάριο. Δεν δίστασε
να κινηθεί μακριά από την επίσημη ελληνική εξωτερική πολιτική, με κάποια κάλυψη
βέβαια και συμμετείχε στη σύνταξη της απαντητικής επιστολής του Μακαρίου προς
τον Καραμανλή, τον Μάιο 1956, με την οποία ο Μακάριος ζητούσε την παραίτηση του
Υπουργού Εξωτερικών Σπύρου Θεοτόκη. Γι’ αυτόν τον λόγο ο διάδοχός του Ευάγγελος
Αβέρωφ-Τοσίτσας αποφάσισε την απομάκρυνσή του από την Λευκωσία. Θεωρούσε, ότι μαζί
με τον Παππά, «είχαν πολύ ευθυγραμμιστεί με την αδιάλλακτη γραμμή,
θεωρούνταν αναμεμιγμένοι στις επιθέσεις κατά του προκατόχου μου, ήταν ψυχικά
περισσότερο αντιπρόσωποι αγωνιζόμενων πονεμένων Κυπρίων παρά του αγωνιζόμενου
Εθνικού Κέντρου», έγραψε ο Αβέρωφ στο βιβλίο του για το Κυπριακό «Ιστορία
Χαμένων ευκαιριών».
Ακόμα πιο οξύς ήταν ο
διάδοχος του Παππά Άγγελος Βλάχος, που τους χαρακτήρισε, «Κύπριοι για τα
καλά» και προέβη σε ανεπίτρεπτους και αήθεις χαρακτηρισμούς εναντίον του
Ρούφου, σε προσωπικό επίπεδο.
Όμως η αντικατάστασή
τους δεν ήταν εύκολη υπόθεση και έγινε τηρώντας τα προσχήματα, διότι οι σχέσεις
με τους Άγγλους ήσαν τεταμένες και δεν μπορούσαν να ελέγξουν τον Γρίβα.
Ταυτόχρονα η Κυβέρνηση επεδίωκε να διατηρηθούν ενεργοί όλοι οι δίαυλοι επικοινωνίας,
ώστε αν τους χρειάζονταν, να μπορούσαν να τους χρησιμοποιήσουν, έστω και από
άλλη θέση. Την αντικατάστασή τους επεδίωκαν και οι βρετανοί, με την τοποθέτηση
λιγότερο φιλοκύπριων διπλωματών, όπως ο Άγγελος Βλάχος, ο οποίος δεν έκρυβε την
απέχθειά του για τον Μακάριο, τον Γρίβα και κάθε τι κυπριακό.
Μετά την αντικατάσταση
του Σπυρ. Θεοτόκη στο Υπουργείο Εξωτερικών από τον Ευαγ. Αβέρωφ – Τοσίτσα, ο
βρετανός Πρέσβης στην Αθήνα Τσαρλς Πηκ, σε έκθεσή του προς το βρετανικό
Υπουργείο Εξωτερικών ανέφερε ότι τον Ιούνιο 1956 ο Αβέρωφ του υποσχέθηκε ότι θα
ανακαλέσει τον Έλληνα Πρόξενο στην Κύπρο και ότι θα τον αντικαταστήσει με έναν «αξιωματούχο
διαφορετικού χαρακτήρα, τον οποίο ο κυβερνήτης θα έβρισκε περισσότερο
συναινετικό».
Παρότι ο Ρούφος ήταν
υποψιασμένος, από τον Απρίλιο 1956, ότι θα τον μετέθεταν, όχι μόνο δεν
σταμάτησε τη δράση του, αλλά την ενέτεινε. Κάποια γεγονότα που μεσολάβησαν,
όπως η απαγωγή του Μακαρίου από τους βρετανούς, η εξορία του στις Σεϋχέλλες, η
απουσία σαφών οδηγιών και η απομόνωση του Γρίβα από τον τομέα Λευκωσίας της
Ε.Ο.Κ.Α., δεν τον εμπόδισαν να συνεχίσει.
Από τον Ιούνιο έως τον
Αύγουστο 1956 ανέλαβε σχεδόν αποκλειστικά την πολιτική καθοδήγηση του Αγώνα,
έχοντας καθημερινή επικοινωνία με τον Γρίβα και φρόντιζε ενεργά για τον
ανεφοδιασμό και την επαφή με τον Αζίνα. Προσπάθησε πολλές φορές με επιτυχία να
συγκρατήσει τον Γρίβα από ακρότητες, σώζοντας μερικές ζωές και του επεσήμαινε
τη ζημιά που προκαλούσαν τέτοιες ενέργειες στη διεθνή εικόνα του Αγώνα. Επίσης
τον οδηγούσε σε ασφαλέστερες για την ελληνοκυπριακή διπλωματία ενέργειες, ως
μετριοπαθής πολιτικός του σύμβουλος.
Αναγνωρίζοντας η
ελληνική Κυβέρνηση και ο Έλληνας Πρόξενος Άγγελος Βλάχος τις ικανότητές του,
λίγο πριν φύγει από την Κύπρο, προσπάθησαν να τον χρησιμοποιήσουν για να
επηρεάσουν τον Γρίβα, ώστε αυτός να δεχτεί μία εκεχειρία με τους Βρετανούς, την
οποία αποδέχτηκε, αλλά την αρνήθηκε ο Άγγλος κυβερνήτης Χάρτινγκ.
Καίτοι μετατέθηκε στην
Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, δεν σταμάτησε την επικοινωνία με
τον Υποπρόξενο διάδοχό του στο Προξενείο της Λευκωσίας Άρη Φρυδά, με τον Αζίνα
και με τον ίδιο τον Γρίβα. Με τον τελευταίο εξακολούθησε να έχει τακτική
επικοινωνία τουλάχιστον μέχρι το 1958, συνεχίζοντας να τον καθοδηγεί πολιτικά.
Από επιστολές του προς τον Γρίβα προκύπτει η αντίθεσή του στις εκτελέσεις
άγγλων ομήρων και ότι τον παρότρυνε να ξεχάσει την παλιά έχθρα με τους
κομμουνιστές και να επικεντρωθεί στον αγώνα εναντίον των Άγγλων, συνεργαζόμενος
με όλους τους αγωνιστές. Για τον Ρούφο, μόνο ενωμένο το έθνος θα μπορούσε να
βγει νικητής, κάτι που θεωρούσε ότι θα ωφελούσε και την πολυπόθητη ομόνοια των
Ελλήνων, ύστερα από χρόνια διχασμού και μίσους. Επίσης συνέστησε στον Γρίβα να
σταματήσουν οι κηδείες με τιμές ηρώων, των απλών πολιτών που δολοφονούνταν
τυχαία από τους Άγγλους, διότι τους έδιναν επιχείρημα να δικαιολογούν τις
πράξεις τους, αφού οι τυχαία δολοφονούμενοι απλοί πολίτες μπορούσαν να
χαρακτηριστούν τρομοκράτες.
Η Κυβέρνηση Καραμανλή
προσπάθησε να τον αξιοποιήσει στο έπακρο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων
του Λονδίνου το 1959, στέλνοντάς τον να επηρεάσει τον Μακάριο, ο οποίος αρνείτο
να υπογράψει τις Συμφωνίες και να ηρεμήσει τον εξαγριωμένο Γρίβα.
Το γεγονός ότι παρέμεινε
στο Λονδίνο και μετά την υπογραφή των Συμφωνιών, αποτελεί αναγνώριση των
ικανοτήτων του και των γνώσεών του και απόδειξη του ειλικρινούς ενδιαφέροντός
του για το Κυπριακό, μέχρι την τελική ρύθμιση των λεπτομερειών, κατά την
μεταβατική περίοδο πριν την ανακήρυξη της Δημοκρατίας.
Η επιβολή της
δικτατορίας των Συνταγματαρχών ήταν γι’ αυτόν ένα γεγονός που διέκοψε
βίαια την λαμπρή και πολλά υποσχόμενη διπλωματική του σταδιοδρομία. Με την
επιβολή της ζήτησε να τεθεί σε διαθεσιμότητα, διότι ήταν αντίθετος με την
κατάλυση του πολιτεύματος και ήλπιζε ότι σύντομα θα αποκαθίστατο η Δημοκρατία.
Η στάση του ήταν ενοχλητική για τους επίορκους αξιωματικούς και καθώς η ομαλότητα
δεν επανερχόταν, τον έθεσε η ίδια η Κυβέρνηση εκ νέου σε διαθεσιμότητα,
χαρακτηρίζοντάς τον «ακατάλληλο», κάτι που προκάλεσε την οργή του.
Επρόκειτο για μία ευθεία επίθεση στο πρόσωπό του, επειδή δεν δέχτηκε να
υπηρετήσει το δικτατορικό καθεστώς, διότι ο χαρακτηρισμός που του αποδόθηκε
υπονοούσε ότι ήταν ανίκανος, ηθικά μεμπτός και εθνικά ύποπτος, κάτι που δεν
ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, κατά την πάνδημη άποψη των συναδέλφων του.
Ο Ρόδης Ρούφος πέθανε
τον Οκτώβριο 1972, σε ηλικία μόλις 48 ετών, αλλά πρόλαβε να μας κληροδοτήσει
ένα τεράστιο πνευματικό έργο.
Ήταν πολύγραφος, όχι
ευκολόγραφος ή προχειρολόγος και με τις εμπειρίες και τα βιώματα που του
προσέφερε η γεμάτη ζωή του διαλέχθηκε με άνεση με γεγονότα, πρόσωπα και
καταστάσεις που απασχόλησαν και απασχολούν την Ιστορία. Όλα όσα έζησε ήσαν μία
πρόκληση, που την αποδέχτηκε με γενναιότητα και την μετουσίωσε σε πράξη
πολιτικής ευθύνης. Χωρίς κομματικές εντάξεις και παραταξιακές σκοπιμότητες
εξέφρασε με ανιδιοτέλεια την πίστη του στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, στη δύναμη
και την μοναδικότητα της ελευθερίας. Γι’ αυτό και έγινε στόχος όσων
καταγίνονται να κρίνουν το ιδεολογικό υπόβαθρο κάθε δημιουργού μέσα από
συγκεκριμένες κομματικές οπτικές. Για τον Ρούφο υπήρχε μία άλλη οδός για να
συζητήσουμε και να εκτιμήσουμε τα προβλήματα που μας απασχολούν και σ’ αυτό
έγκειται η αξία και η επικαιρότητα του νηφάλιου και ιδεολογικά ανεξάρτητου
λόγου του. Να θυμίσω ότι στη νεότητά του «πέρασε» από την νεολαία του «Εθνικού
Ενωτικού Κόμματος» του Παναγιώτη Κανελλόπουλου και πιστεύω ότι ο ενωτικός
λόγος του δεν είναι άσχετος από αυτή την εμπειρία του.
Όταν εκδόθηκε η «Χάλκινη
Εποχή» κανένας κριτικός δεν συσχέτισε την έκδοσή της με το μυθιστόρημα του
Ντάρελ και διεκδικεί μοναδικότητα το βιβλίο του, διότι δεν υπάρχει άλλη περίπτωση
στην νεοελληνική μυθιστοριογραφία να γράφτηκε μυθιστόρημα για να απαντήσει σε
ένα άλλο μυθιστόρημα.
Ο Ντάρελ ήταν ένας
κοσμοπολίτης συγγραφέας που άλλαξε πολλούς τόπους διαμονής. Στο Παρίσι
γνωρίστηκε με τον μέντορά του Χένρυ Μίλλερ και τον παρακίνησε να επισκεφτεί την
Ελλάδα. Έτσι ο Μίλλερ γνωρίστηκε με τον Σεφέρη, τον Τσάτσο, τον
Χατζηκυριάκο-Γκίκα και τον Κατσίμπαλη και έγραψε τον «Κολοσσό του Μαρουσιού»,
αφιερωμένον στον τελευταίο. Στον πνευματικό αυτό κύκλο εισέδυσε και ο Ντάρελ
και η πρώτη δημόσια αναφορά σε αυτόν, στον χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας,
έγινε το 1944, όταν ο Σεφέρης μετέφρασε και περιέλαβε στο «Ημερολόγιο
Καταστρώματος β΄» το ποίημά του «Μυθολογία».
Η συγγραφική συγκομιδή
του Ντάρελ σε μεγάλο ποσοστό έχει θέμα την Ελλάδα και τον ευρύτερο Ελληνισμό,
με περισσότερα από δέκα βιβλία και πάνω από εκατόν είκοσι ποιήματα. Δεν
δίστασε, σε συνέντευξή του, να χαρακτηρίσει πνευματικούς νονούς του τον Σεφέρη
και τον Κατσίμπαλη, οι οποίοι αναφέρονται πολύ συχνά στα ποιήματά του, αλλά τους
απαγοήτευσε με την μετέπειτα στάση του.
Αρχικά τα «Πικρολέμονα»
προβλήθηκαν από τον Ντάρελ ως ταξιδιωτικό βιβλίο στο οποίο καταγράφονται
εντυπώσεις και παρατηρήσεις, δηλαδή αλήθειες, όπως θέλησε να το παρουσιάσει.
Κατ’ ουσία είναι ένα μυθιστόρημα γραμμένο από έναν ξένο, που θαμπώθηκε από την
αγνότητα και την ειλικρίνεια ανθρώπων των οποίων η ζωή διέφερε πάρα πολύ από
τον συμβατικό και απρόσωπο τρόπο ζωής των μεγαλουπόλεων του εξωτερικού. Όλα
αυτά, μαζί και το βρετανικό χιούμορ του συνέβαλαν να διαβαστεί το βιβλίο
του, χωρίς να ληφθεί υπ’ όψει η μεταστροφή του και η διπροσωπία του, παρότι
δήλωνε φιλέλληνας.
Ο Ντάρελ έφθασε στην
Κύπρο αρχές του 1953 και έμεινε μέχρι τον Αύγουστο 1956, σε μία δύσκολη περίοδο
για την προσωπική του ζωή. Αφού εργάστηκε αρχικά στο Γυμνάσιο της Λευκωσίας, ως
καθηγητής, αργότερα διορίστηκε διευθυντής του γραφείου πληροφοριών του Άγγλου
Κυβερνήτη. Ο αντίκτυπος από την θέση που ανέλαβε προκάλεσε ερωτηματικά σε
γνωστούς και φίλους του. Σε επιστολή που απηύθυνε ο Σεφέρης στον Γιώργο Θεοτοκά
γράφει μεταξύ άλλων, «Έχω πικρές και μεγάλες αμφιβολίες αν το Ντάρελ, που
ανέλαβε την προπαγάνδα στο νησί, θα έχει το ίδιο ηθικό ανάστημα. Αυτός που με
ρωτούσε στα ’40 αν είμαι pacifist, πολύ φοβάμαι πως έχει βάλει πλώρη για
ανθυποkipling».
Τον Οκτώβριο 1955, μετά
από ταξίδι του στην Κύπρο ο Σεφέρης έγραψε στον Γιώργο Σαββίδη, «Οι
περισπούδαστοι κύριοι των Commons που υποστηρίζουν ότι οι Κύπριοι δεν είναι
Έλληνες, ούτε έχουν συμφέρον να είναι Έλληνες, αλλά ουρανοκατέβατοι που πρέπει
να κοιτάζουν πως να καλοπεράσουν γλείφοντας τον αφέντη που τον έστειλε ο
Πανάγαθος – τους Λουζινιάν, τους Βενετσάνους, τον Γκρανσινιόρη ή τους
αποικοβοσκούς της Ταγκανίκας, - οι περισπούδαστοι αυτοί κύριοι δεν είναι
πνευματικοί άνθρωποι… Και όταν βλέπω πνευματικούς ανθρώπους και φίλους μας
(Ντάρελ) να γίνονται προπαγανδιστές αυτών των κυρίων και να χρησιμοποιούν και
τις φιλίες που είχαν στην Ελλάδα ακόμη, για να εισδύσουν και να εξανδραποδίσουν
συνειδήσεις στο νησί – ε, τότε κουμπώνομαι ολοσδιόλου».
Τα «Πικρολέμονα»
γράφτηκαν μετά έναν χρόνο αφότου ο Ντάρελ έφυγε από την Κύπρο. Οι εκρήξεις από
τις βόμβες, τα συλλαλητήρια και ο ανταρτοπόλεμος, παρουσιάζονται ως ενέργειες
ορισμένων φανατικών ή μιας άμυαλης νεότητας, διότι στο σύνολό τους, όπως
υποστηρίζει, οι Κύπριοι αγαπούσαν τους Άγγλους. Αυτά διάβασε ο αγγλόφωνος
κόσμος και η εντύπωση που έμεινε είναι ότι ο κυπριακός αγώνας ήταν ένα
αποικιακό επεισόδιο. Στην Ελλάδα δεν ήταν αρκετά γνωστό το βιβλίο του και γι’
αυτό οι εσφαλμένες εντυπώσεις που δημιούργησε έπρεπε να ανασκευαστούν στο
εξωτερικό. Έτσι ο Ρούφος αποφάσισε να εκδώσει την «Χάλκινη Εποχή» στην
Αγγλία, το 1960.
Τον ίδιο χρόνο
κυκλοφόρησε η «Χάλκινη Εποχή» και σε ελληνική έκδοση, στην Αθήνα και με
εξαίρεση κάποια λίγα κριτικά σημειώματα, που είχαν πολιτικά κίνητρα, οι
κριτικές που δημοσιεύτηκαν και οι ελληνικές και οι αγγλικές, ήσαν
εγκωμιαστικές. Ο Ρούφος χρησιμοποίησε το τέχνασμα ενός γραπτού κειμένου, για να
σκηνοθετήσει την πλοκή του μύθου. Η αρχιτεκτονική αφήγηση του βίου του
επιστολογράφου μετεωρίζεται μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας και
καταλήγει να γίνει μία πιστή χρονογραφία των συμβάντων του κυπριακού αγώνα, η
ψυχογραφία μιας Γενιάς, ενός λαού.
Ο Ρούφος θέτει έναν
προβληματισμό που ανετράπη από όσα ακολούθησαν, τα οποία δεν πρόλαβε να δει και
να ζήσει. Εννοώ τον σφαγιασμό της Κύπρου, τραγική κατάληξη της δικτατορίας των
Συνταγματαρχών.
Με το έργο του
προσήγγισε την ελληνική μεταπολεμική περιπέτεια αταλάντευτα και δημιουργικά,
προσηλωμένος στις αξίες που μας κληροδότησε η ελληνική αρχαιότητα και αποτελεί
πρότυπο κοσμοπολίτικου πατριωτισμού, από αυτά που λιγοστεύουν στην εποχή μας.
Από τους εκλεκτότερους της κατοχικής Γενιάς, συνοδοιπόρος του αδικοχαμένου
Κίτσου Μαλτέζου, που ο βίαιος και άδικος θάνατός του έγινε γι’ αυτόν αιτία
αναστοχασμού, πολλές φορές απογοητεύθηκε, διότι είδε τα όνειρά του να
διαλύονται, βορά στο μέλλον της σκοπιμότητας. Αλλά μέχρι το πρόωρο τέλος του
δεν διαπραγματεύτηκε τα ιδανικά του, απόδειξη η αυτόβουλη απομάκρυνσή του από
την διπλωματική υπηρεσία, κάτι που δεν έκανε κανένας άλλος.
Οι σχέσεις του με τον
Γιώργο Σεφέρη ήσαν μία πολύμορφη «μαθητεία» και το έργο και η
προσωπικότητα του διπλωμάτη και ποιητή Σεφέρη αναμφίβολα τον επηρέασαν.
Γνωρίστηκε με τον Σεφέρη όταν ήταν φοιτητής της Νομικής και η συνάντησή τους
τον σημάδεψε, διότι ο Σεφέρης το 1946 που συναντήθηκαν ήταν ήδη θρυλικό
πρόσωπο, ίνδαλμα της κατοχικής Γενιάς. Όπως ο μέντοράς του έτσι και ο Ρούφος,
μεταξύ διπλωματίας και λογοτεχνίας αφοσιώθηκε στην δεύτερη. Συναντήθηκαν στην
Κύπρο, στο τρίτο ταξίδι του Σεφέρη, το φθινόπωρο του 1955, όπου μετά από έρευνα
που πραγματοποίησε μεταξύ των κυπρίων, πείσθηκε για το δίκιο τους. Ως Πρέσβης
της Ελλάδας στο Λίβανο, από τον Νοέμβριο του 1952 μέχρι τον Ιούλιο του 1956, ο
Σεφέρης παρακολουθούσε τις εξελίξεις στο Κυπριακό και διερεύνησε τις
δυνατότητες αποστολής όπλων και πολεμοφοδίων στο νησί από την Συρία και τον
Λίβανο, τα οποία τα αποκαλούσε στη συνθηματική επικοινωνία τους «σοκολάτες».
Αποτιμώντας αισθητικά ο
Ρούφος τα κυπριακά ποιήματα του Σεφέρη, διακρίνει μετρημένη και στοχαστική
απόδοση του κυπριακού δράματος που ήταν τότε σε εξέλιξη, με σαφή τοποθέτηση
υπέρ του δικαίου των Ελλήνων της Κύπρου, χωρίς δημαγωγίες και φθηνό εθνικισμό ή
ρητορικό στόμφο και κήρυγμα μίσους εναντίον των Άγγλων. Όμως, παρά τη δράση
τους και τις υπηρεσίες που προσέφεραν στον κυπριακό Αγώνα και ο Σεφέρης και ο
Ρούφος δέχτηκαν βέλη και υπονοούμενα για μειωμένη εθνική ευαισθησία,
προκειμένου τάχα να κερδίσουν την εύνοια των προϊσταμένων τους. Είναι
αξιοσημείωτο ότι ενώ είχε επέλθει ρήξη στις σχέσεις Σεφέρη – Αβέρωφ, για τους
χειρισμούς του τελευταίου στο Κυπριακό και ο Αβέρωφ ήταν σφόδρα ενοχλημένος από
τις φιλοκυπριακές δραστηριότητες του Ρούφου, κατά τις διαπραγματεύσεις που
κατέληξαν στις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου τον κάλεσε να συμμετάσχει στην
Επιτροπή που θα διαπραγματευόταν τους όρους της αρχικής Συμφωνίας της Ζυρίχης,
διότι θεωρείτο άνθρωπος της εμπιστοσύνης του Μακαρίου και του Γρίβα και ο
Αβέρωφ πίστευε ότι μπορούσε να επηρεάσει προσωπικά τον ίδιο τον Μακάριο. Ο
Ρούφος έστειλε μία αυστηρά υπηρεσιακή επιστολή στον Γρίβα και του μετέφερε τις
απόψεις του Καραμανλή γύρω από τα θετικά σημεία των Συμφωνιών. Στο Λονδίνο όπου
παρέμεινε και μετά την υπογραφή των Συμφωνιών ανανεώθηκαν οι σχέσεις τους,
διότι συμμετείχαν και οι δύο σε Επιτροπές και Διασκέψεις, ο Ρούφος ως
αναπληρωτής του Σεφέρη. Στήριξε τους χειρισμούς του Μακαρίου και με την στάση
του δυσαρέστησε τους Άγγλους, οι οποίοι παραπονέθηκαν στον Αβέρωφ και του
ζήτησαν να τον πιέσει να είναι πιο διαλλακτικός. Τότε κυκλοφόρησε η «Χάλκινη
Εποχή» και την διάβασε ο Σεφέρης και το κεφάλαιο «Αγουρίδες»,
που είχε αφαιρεθεί, αλλά δεν έκανε κανένα σχόλιο.
Αμέσως μετά την επιβολή
της απριλιανής δικτατορίας και οι δύο ακολούθησαν την ίδια εκούσια στάση «σιωπής».
Αρνήθηκαν να δημοσιεύσουν οποιοδήποτε κείμενο στην Ελλάδα, όσο διαρκούσε η
προληπτική λογοκρισία. Στις 28 Μαρτίου 1969 ο Σεφέρης προέβη στη γνωστή «Δήλωσή»
του εναντίον του καθεστώτος και ο Ρούφος, μαζί με άλλους πνευματικούς
δημιουργούς, του συμπαραστάθηκε. Είχε κι αυτός τις ίδιες αγωνίες για την
κατάλυση της Δημοκρατίας και ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλες τις
πνευματικές εκδηλώσεις αντίστασης εναντίον της δικτατορίας, με πρώτη την έκδοση
ενός βιβλίου με τον τίτλο «Verité sur la Grèce», που αρχικά κυκλοφόρησε
ανώνυμα στη Λωζάνη. Μεταφράστηκε στα αγγλικά από τον φίλο της Ελλάδας Richard
Clogg και κυκλοφόρησε το 1972 με τον τίτλο «Inside the Colonel’s Greece».
Μετά την άρση της
προληπτικής λογοκρισίας, τον Οκτώβριο 1969, ο Ρούφος, από κοινού με τον Στρατή
Τσίρκα οργάνωσε την έκδοση των ομαδικών μανιφέστων διαμαρτυρίας «Δεκαοχτώ
κείμενα» και «Νέα Κείμενα 1» και «Νέα Κείμενα 2» (1971), που
απετέλεσαν ισχυρά πλήγματα κατά του καθεστώτος. Ήσαν από τις ελάχιστες φωνές
που ορθώθηκαν για να στηλιτεύσουν την κατάλυση της Δημοκρατίας. Στα «Δεκαοχτώ
Κείμενα» δημοσιεύθηκε και το ποίημα του Σεφέρη «Οι Γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα»,
που εσκεμμένα παρερμηνεύθηκε σε μία ανταπόκριση του περιοδικού «Time»
από την Ελλάδα (24 Αυγούστου 1970) και ο Ρούφος έσπευσε να διαμαρτυρηθεί και να
ανασκευάσει την καθόλου τυχαία παρερμηνεία του.
Η έκδοση των μανιφέστων
διαμαρτυρίας δεν έμεινε ακατάκριτη από κάποιους συγγραφείς που επέμεναν στη
συνέχιση της σιωπής, προσπερνώντας το ερώτημα που έθεσε ο Ρούφος, «Έχει ή
δεν έχει ο λογοτέχνης το χρέος να είναι, κατά κάποιο ποσοστό, συνείδηση και
φραγγέλιο του κόσμου όπου ζει;».
Ο θάνατος του Σεφέρη
ήταν πλήγμα για τον Ρούφο, που τον θεωρούσε απαράμιλλο ερμηνευτή της ιστορικής
μοίρας του Ελληνισμού και συνείδηση της Ρωμιοσύνης. Απόδειξη όσα έγραψε, για να
αποκαταστήσει την φήμη και την αξία του, απαντώντας σε όσους, ευτυχώς λίγους,
επιχείρησαν να αμαυρώσουν την πατριωτική και πνευματική προσφορά του. Με την
ειλικρίνεια και την εντιμότητα που τον διέκρινε, δεν τον υπερασπίστηκε, αλλά
άρθρωσε έναν νηφάλιο και συγκροτημένο λόγο, που αποσκοπούσε να διαλύσει
εμπάθειες, συκοφαντίες, ζηλοφθονίες και ψεύδη και να αποκαταστήσει την μνήμη
του, που κάποιοι περίμεναν να πεθάνει, για να επιχειρήσουν να την σπιλώσουν.
Μελετώντας την
πνευματική κληρονομιά του Ρόδη Ρούφου διαπιστώνουμε ότι σε όλη του τη ζωή ήταν
ένας ενεργός και φιλελεύθερα σκεπτόμενος πολίτης, που δεν αναλώθηκε στα λόγια,
αλλά στην πράξη, με σεβασμό στη γνώμη των άλλων, χωρίς υποχωρήσεις ή αμφιταλαντεύσεις.
Ολοκληρώνοντας τον Πρόλογο που προέταξε στη β΄ έκδοση της Τριλογίας του «Χρονικό
μιας Σταυροφορίας», που κυκλοφόρησε το 1972, λίγο πριν τον θάνατό του, μας
κληροδότησε μία πάντα επίκαιρη πνευματική παρακαταθήκη, που αντανακλά και το
απαύγασμα του ρωμαλέου στοχασμού του. «Το παρελθόν δεν αλλάζει, μπορεί ν’
αλλάξει όμως ο τρόπος που το βλέπουμε. Καιρός να το δούμε με νηφάλια, κριτική
ματιά και όσο γίνεται, με διάθεση κατανόησης και συγγνώμης, για τα σφάλματα,
ακόμα και για τα εγκλήματα που όλοι κάναμε».
Τα τελευταία χρόνια το
ενδιαφέρον γύρω από το έργο του Ρόδη Ρούφου πυκνώνει και είναι κοινή διαπίστωση
ότι όλα τα μυθιστορήματά του προέρχονται από προσωπικά βιώματά του σε βασικά
ιστορικά γεγονότα, δηλαδή είναι αυτοβιογραφικά.
Με αφετηρία το «Χρονικό
μιας Σταυροφορίας», η συνέχεια έρχεται με την «Χάλκινη Εποχή» και
ακολουθούν οι «Γραικύλοι», μυθιστορήματα στα οποία τον απασχολούν
ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και πολιτικές δράσεις για την Δημοκρατία, την
αυτοδιάθεση και τις κοινωνικές και πολιτισμικές ηγεμονίες.
Στη «Χάλκινη Εποχή»
είναι εμφανής η προσπάθειά του να ανασκευάσει ένα σταθερά εδραιωμένο ιδεολόγημα
των βρετανών για τις σχέσεις της Αυτοκρατορίας τους με τις αποικίες. Είναι
έντονη η διάθεση αμφισβήτησης και απόρριψης όσων περιέχονται στα «Πικρολέμονα»
και θα ήταν ενδιαφέρον να είχε απαντήσει ο συγγραφέας τους, κάτι που απέφυγε να
κάνει.
Ο Ρούφος
αποστασιοποιήθηκε από τον συσχετισμό της δικής του δράσης στην Κύπρο με το
τέχνασμα της παραλαβής των χειρογράφων που συνέταξε ο κεντρικός ήρωας ο Αλέξης
και κατάφερε να στείλει στον Δίωνα. Έτσι η διάθλαση των εμπειριών του σε δύο
μυθιστορηματικά πρόσωπα, του Αλέξη και του Δίωνα, εμπεδώνει την μυθοπλασία.
Ο χρόνος της αφήγησης
είναι ένα εικοσιτετράωρο και με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης συμπίπτει και η
ώρα που είχε οριστεί για τον απαγχονισμό του Αλέξη, για την δράση του στην
ΕΟΚΑ. Η αφήγηση όμως καλύπτει περίοδο δύο χρόνων, αφότου συναντήθηκε ο Δίων με
τον Αλέξη το 1954 στη Λευκωσία, μέχρι την εκτέλεσή του. ΄Ετσι δικαιώνει ο
Ρούφος το προσωπικό του βίωμα από την κυπριακή εμπειρία του και αντικρούει την
προπαγάνδα της αντίθετης πλευράς.
Ο Αλέξης βρίσκει ότι οι
πιο πολλοί Άγγλοι που γνώρισε στην αρχή ήσαν αρκετά πληκτικοί δημόσιοι
υπάλληλοι, με πενιχρή αγωγή και μόρφωση, απασχολημένοι κυρίως με την
καλλιέργεια αισθημάτων αποικιοκρατικής υπεροχής, σαν αναπλήρωμα για ο,τιδήποτε
συμπλέγματα κατωτερότητας είχαν υποφέρει στον τόπο τους. Στην προκλητική
ερώτηση του Μόνταγκιου (Ντάρελ), «πως μπορεί να είναι κανείς ΄Ελληνας;»
ο Αλέξης απαντάει, «ο ελληνισμός δεν είναι φυλή. Είναι μία κατάσταση τέλειας
ισορροπίας απέναντι σε αιώνια πρόκληση». ΄Ησυχη αποικιακή ζωή και ταυτότητα
ή δράση για τα ιδανικά της ελευθερίας; Αυτό το ερώτημα θέτει ο Ρούφος και ο
Αλέξης, το πρωταγωνιστικό πρόσωπο του μυθιστορήματος, ανενδοίαστα επιλέγει τον
Αγώνα, με οποιοδήποτε κόστος.
Είναι ενδιαφέρουσες οι
συζητήσεις του Αλέξη με τον Μόνταγκιου γιά το αποικιακό ζήτημα, τον εθνικισμό
και την ουσιαστική σημασία του, με τον Ντάρελ να υπεραμύνεται της καλοπέρασης.
Εξ ίσου ενδιαφέρουσα είναι και η συζήτηση του Αλέξη με ένα υψηλό πρόσωπο της
αποικιακής κυβέρνησης, που τον επισκέφθηκε στη φυλακή, το οποίο υπερασπίζεται
την αποικιοκρατία και σχετικοποιεί, όπως και ο Ντάρελ, την σημασία της
ελευθερίας.
Η συζήτηση του Αλεξη με
τον υψηλό επισκέπτη του παραπέμπει στους «Αδελφούς Καραμαζώφ» του
Ντοστογιέφσκι, όπου ο μέγας ιεροεξεταστής – καρδινάλιος της Σεβίλλης, αφού
συνέλαβε τον Ιησού «που επανεμφανίστηκε στη γη, γύρω στα 1500 … τον
κατηγορεί πως μερίμνησε για την ελευθερία του ανθρώπου, ενώ το ανθρώπινο κοπάδι
χρειάζεται την ευτυχία που δίνει η ανάθεση των ευθυνών για κάθε πράξη σε μια
ανώτερη εξουσία».
Για τον Αλέξη «υπάρχουν
λογιών λογιών ευτυχίες κι ο καθένας τις αξιολογεί σύμφωνα με τις προσωπικές του
αντιλήψεις. ΄Αλλοι είναι πλασμένοι για να ευτυχήσουν σαν καλοθρεμένα σπιτίσια
σκυλιά και άλλοι για να ευτυχήσουν σαν λιπόσαρκοι λύκοι του βουνού». Ο
Αλέξης διάλεξε το δεύτερο, το πιο δύσκολο, την ελευθερία, διότι όπως δήλωσε
στον συνομιλητή του, «Δεν ζουν όλοι οι άνθρωποι μονάχα με ψωμί». Αυτό
είναι το κεντρικό νόημα της «Χάλκινης Εποχής», σύμφωνα και με την
αφιέρωση του βιβλίου, «Σ’ όσους διάλεξαν την Ελευθερία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου