Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

Ι. Δ. Ιωαννίδης: Μνήμη ενός κορυφαίου της παιδικής μας λογοτεχνίας*



Ηρακλής Εμμ. Καλλέργης
Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών

Ι. Δ. Ιωαννίδης: Μνήμη ενός κορυφαίου της παιδικής μας λογοτεχνίας*

Όσο μελετώ τα βιβλία του αείμνηστου Ι. Δ. Ιωαννίδη (στο εξής χάριν συντομίας θα αναφέρω μόνο το επίθετο) και όσο σκέπτομαι το πλήθος των περιστατικών που συνδέονται με την πολύχρονη πνευματική μας σχέση (είχα την τύχη να τον γνωρίζω από το 1972), τόσο ενισχύεται η βεβαιότητά μου ότι –πέρα από αγαπημένος και πολύτιμος φίλος– υπήρξε ένας σπουδαίος συγγραφέας και ένας λαμπρός διανοητής. Θα έλεγα, χωρίς δισταγμό, ότι αποτελεί ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο της σύγχρονης παιδικής μας λογοτεχνίας ανήκοντας στους κορυφαίους εκπροσώπους της, που ως τώρα πάλεψαν με υπομονή και μαστοριά, για να διαμορφώσουν τη νέα φυσιογνωμία της. Γι’ αυτό –λαμβανομένου υπόψη και του εντελώς ιδιόρρυθμου συγγραφικού του ύφους– θεωρώ ότι η απώλειά του αφήνει πράγματι ένα δυσαναπλήρωτο κενό.
Η διαπίστωση αυτή, με την οποία αρχίζω την ομιλία μου, αποτελεί το απόσταγμα της αναγνωστικής μου εμπειρίας, δηλαδή την υπεύθυνη άποψή μου για το έργο του, την οποία όμως, προς το παρόν, αδυνατώ να τεκμηριώσω. Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε συστηματική και λεπτολόγο προσέγγιση των κειμένων του, που φυσικά είναι αδύνατο να γίνει μέσα στα οπωσδήποτε περιορισμένα χρονικά όρια μιας ομιλίας. Επιφυλάσσομαι να το πράξω σε προσεχές μελέτημά μου, που ελπίζω να αποκαλύψει τη συνολική προσφορά στα νεοελληνικά γράμματα του τιμώμενου σήμερα με την τιμή της μνήμης συγγραφέα.
Στην αποψινή μου ομιλία θα προσπαθήσω απλώς να σκιαγραφήσω το συγγραφικό του πορτρέτο και να εντοπίσω κάποια γνωρίσματα, που συνιστούν την ιδιαίτερότητά του και των οποίων η γνώση είναι ίσως προϋπόθεση για την εκ του σύνεγγυς εξέταση του έργου του.
Το πρώτο, που πρέπει να επισημανθεί, είναι η αδιαμφισβήτητη λογιοσύνη του. Με σπουδές εξαίρετες στην Ψυχολογία και Παιδαγωγική, που έκαμε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, και με πολύχρονη εκπαιδευτική εμπειρία στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες, είχε εξελιχθεί σε διανοούμενο περιωπής, που διακρινόταν για τα οξυνούστατα κείμενά του και το λαμπρό χειρισμό της ελληνικής γλώσσας.
Παραλείποντας την αναφορά σε άλλα αξιόλογα κείμενά του, θα σταθώ για λίγο σε κάποια ομιλία του, που είχε γίνει το 1991 στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο του 10ου Φεστιβάλ Βιβλίου, με τίτλο «Π. Δέλτα – Όψη Αντιηρωισμού και εσωτερικής αναζήτησης». Εδώ η μεγάλη μας συγγραφέας αντιμετωπίζεται με περισσή σύνεση: χωρίς ιδεολογικές παραμορφώσεις, μέσα στο εποχικό της πλαίσιο και με τη γενναιοφροσύνη, που επιβάλλεται σε μια «αφ’ υψηλού θεώρηση» των πνευματικών θεμάτων. Ας μου επιτραπεί να διαβάσω τον επίλογο του ανεπανάληπτου αυτού κειμένου:
«Δεν είναι της ειδικότητάς μου να αναφερθώ στη γλώσσα. Εκείνο με το οποίο θα ήθελα να κλείσω την αποψινή μου επικοινωνία μαζί σας, σε σχέση με τον εορτασμό για τα πενήντα χρόνια από το θάνατο της Πηνελόπης Δέλτα, είναι ένας σχολιασμός πάνω στο σχολιασμό ότι η χειρονομία της να θέσει τέρμα στη ζωή της, τον Απρίλιο του 1941, τη μέρα που εισέβαλαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, δεν ανταποκρίνεται στο λόγο της: “Δεν χρησιμεύει να πεθάνουμε από αγάπη ή λύπη για την πατρίδα· πρέπει ο θάνατός μας να ωφελήσει σε κάτι, ειδεμή είναι άχρηστος”.
Αυτά είναι λόγια του Αλέξιου στο πρώτο, το πιο ρομαντικό, ιστορικό της αφήγημα Για την Πατρίδα. Κι από τότε κι ύστερα, μεσολάβησαν τριάντα ένα ολόκληρα χρόνια «βαθιάς εξέλιξης». Και στάθηκαν πιο σταθερές αξίες και μπολιάστηκε ο ψυχισμός της με νέα οράματα και τραύματα. Κι αν τελικά το εγχείρημά της έγινε μέσα σε στενό οικογενειακό κύκλο κι όχι δημόσια σα μια πράξη διαμαρτυρίας, τι σημασία έχει; Οι μεγάλοι πόνοι είναι βουβοί. Και πώς ξέρουμε ότι ο θάνατός της δεν ωφέλησε την Πατρίδα;
Το όφελος δεν μπαίνει σε ζυγαριά, όταν πρόκειται για πράξεις έσχατης απελπισίας. Αυτό καθεαυτό το γεγονός της απάρνησης του πολυτιμότερου αγαθού, που λέγεται ζωή, είναι κάτι που δείχνει το μέγεθος της απελπισίας, αλλά και της συνέπειας προς ό,τι αγάπησε, είχε και έχασε.
Και τουλάχιστο γι’ αυτές τις μεγάλες, τις τραγικές σε απόγνωση, πράξεις, δεν ταιριάζει τίποτε άλλο από τη μόνη και μοναδική λέξη που ζήτησε η ίδια να χαραχτεί πάνω στον τάφο της: ΣΙΩΠΗ. Σιωπή σεβασμού, στοχασμού, εσωτερικής επιταγής και απόγνωσης. Σιωπή. Τίποτε άλλο από ενός λεπτού ή μισού αιώνα Σιωπή…».
Από πολλούς μελετητές των κειμένων του έχουν επισημανθεί η φρεσκάδα και η ευλυγισία της σκέψης του, όπως και η ικανότητά του να διεισδύει, με ταχύτητα και αμεσότητα, στην ουσία ενός θέματος, που το εξετάζει πάντα πολυπρισματικά. Δείγμα αυτής της ικανότητας και της φρεσκάδας της σκέψης του είναι μια συνέντευξη που έδωσε στο περιοδικό «Διαδρομές» το 1991 (τεύχ. 23, σσ. 220-223). Διαβάζω ένα απόσπασμα:
Ερώτηση (του Μάνου Κοντολέων): «Είσθε  από τους λίγους άνδρες συγγραφείς της Παιδικής Λογοτεχνίας. Γιατί, κατά τη γνώμη σας, στο χώρο αυτόν η πλειοψηφία είναι γυναίκες; Κι αυτό το γεγονός επηρεάζει το ύφος που έχουν τα παιδικά βιβλία;».
Απάντηση: «Νομίζω, το γεγονός ότι υπάρχει πλειοψηφία από γυναίκες οφείλεται σε δυο λόγους: Ο ένας είναι γιατί κυριάρχησε η γνώμη πως η γυναίκα, ως μητέρα, είναι πιο κοντά στο παιδί. Και ο άλλος γιατί πολλοί άνδρες πιστεύουν ότι το γράψιμο βιβλίων για παιδιά είναι κάτι το παρακατιανό και έτσι, και γι’ αυτόν τον επιπρόσθετο λόγο, δεν τους αφορά… Φυσικά, τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια, άλλαξαν πολλά. Φάνηκε ότι και οι άνδρες μπορούν, ως πατέρες, αλλά και ως δάσκαλοι –ακόμα και νηπιαγωγοί– να είναι πολύ κοντά στο παιδί. Κι επιπρόσθετα φάνηκε ότι δεν υπάρχει είδος παρακατιανό, αλλά είδος δυνατότητας ή μη δυνατότητας. Ένας λ.χ. που γράφει καλά για μεγάλους, δεν σημαίνει ότι μπορεί να γράψει καλά και για παιδιά. Ή ένας που γράφει καλά για παιδιά, μπορεί να γράψει το ίδιο καλά για μεγάλους. Αλλά είναι βέβαιο ότι ένας που δεν γράφει καλά για μεγάλους, δεν θα μπορέσει να γράψει καλά για παιδιά. Ή κι ακόμα ένας που δεν γράφει καλά για παιδιά, θα μπορεί να γράψει καλά για μεγάλους. Είναι σαν κάποιον που δεν μπορεί να τραγουδήσει σωστά για μεγάλους. Είναι βέβαιο ότι δεν θα μπορέσει να τραγουδήσει σωστά και για τα παιδιά.
Τώρα, ως προς την ερώτησή σας αν το ποσοστό της πλειοψηφίας επηρεάζει ή όχι το ύφος στα παιδικά βιβλία, πρέπει να πω ότι με βρίσκει κάπως απροετοίμαστο. Είναι κάτι που δεν το έχω εξετάσει. Από μια πρόχειρη ματιά νομίζω πως όχι. Όταν φυσικά δεν υπάρχει η εσκεμμένη υποκοριστική διάθεση (το χρυσούλι, το παιδάκι, το καημενάκι κλπ.). Για την Πηνελόπη Δέλτα, λ.χ., που επισταμένα διάβασα τελευταία, βρίσκω ότι θα μπορούσε το γράψιμό της να περάσει κι ως ανδρικό. Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς ορισμένως και για το γράψιμο ανδρών. Η πλειοψηφία επηρεάζει, μόνο όταν κυριαρχεί η απρόσωπη συναισθηματικά φορτισμένη προσέγγιση. Μα όπως η προσέγγιση άρχισε να γίνεται άμεσα κοινωνική και βιωματική, νομίζω πως το ύφος ολοένα γίνεται κάτι κάτι το προσωπικό κι άσχετο από το φύλο».
Ας σημειώσω ακόμη ότι ο αείμνηστος συγγραφέας διακρινόταν για το ιδιαίτερα λεπτό του χιούμορ. Πρόχειρο παράδειγμα είναι ένα σημείο της συνέντευξης που προανέφερα.
Ερώτηση: «Και η καθιερωμένη ερώτησή μας σε κάθε συνέντευξη. Ποια είναι η γνώμη σας για τις “Διαδρομές”;».
Απάντηση: «Τι να πω, αφού πάντα η ευγένεια σκλαβώνει; Μια και είμαι φιλοξενούμενός σας, μπορώ να πω ότι δεν μου αρέσει το φαγητό σας; Γι’ αυτό και καλύτερα η ερώτηση να έλειπε. Μα αν έλειπαν και οι «Διαδρομές», η διαδρομή μας στο χώρο της Παιδικής Λογοτεχνίας θα ήταν δυσκολότερη. Το ότι οι «Διαδρομές» στάθηκαν, αυτό αποτελεί την καλύτερη μέχρι τώρα δικαίωση. Ίσως θα έπρεπε να υπάρχει και μια στήλη ανοιχτού διαλόγου (ένα είδος λόγου και αντιλόγου). Μα, κάθε περιοδικό έχει τη δική του γραμμή πλεύσης και πορείας. Πάντως, προσωπικά βρίσκω ότι είναι από τα περιοδικά που περιμένω να βγουν, αν αυτό απαντά στην ερώτησή σας. Κι ακόμα, χαίρομαι το μοναδικό πνεύμα συνεργασίας για μια ευπρόσωπη και συνεχώς βελτιούμενη έκδοση».
Όμως, ο Ιωαννίδης είναι ευρύτερα γνωστός κυρίως ως λογοτέχνης. Κύριες πηγές της λογοτεχνίας είναι, βέβαια, η φαντασία και η ικανότητα να χρησιμοποιούμε τη γλώσσα με τρόπο που να μεταδίδει τη συγκίνηση, όπως υπογραμμίζει και ο Γ. Σεφέρης. Ωστόσο, σύμφωνα με τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας, η ικανότητα της συγκινησιακής χρήσης της γλώσσας δεν προέρχεται μόνο από τον πλούτο και την καλλιέργεια του συναισθηματικού κόσμου ή από το βαθμό εμπειρίας στο γράψιμο, αλλά και από το επίπεδο της πνευματικής καλλιέργειας και το όλο γνωσιολογικό υπόστρωμα του ατόμου. Και αυτός είναι ο λόγος που επέμεινα στη λιγότερο γνωστή πλευρά της προσωπικότητας του τιμώμενου συγγραφέα, δηλαδή σ’ αυτήν του επιστήμονα διανοητή και του ικανού δοκιμιογράφου.
Πιστεύω ότι όλες αυτές οι προϋποθέσεις υπήρχαν στον αείμνηστο Ιωαννίδη και του επέτρεψαν να ακολουθήσει μια άκρως επιτυχημένη συγγραφική πορεία 34 ετών, που άρχισε το 1966 και τελείωσε στις 6 Αυγούστου 2000, όταν ο θάνατος τον πήρε από κοντά μας. Στο διάστημα αυτό κατόρθωσε να γράψει 18 βιβλία για παιδιά και 6 για μεγάλους, αμητός όχι ευκαταφρόνητος, αν ληφθεί υπόψη ότι –πέραν των συγγραφικών του ενασχολήσεων– στο μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του ήταν ένας μαχόμενος εκπαιδευτικός και ένας δραστηριότατος κοινωνικά άνθρωπος, που κυριολεκτικά όργωνε την Ελλάδα ανταποκρινόμενος σε προσκλήσεις για ομιλίες σχετικές με το έργο του και με άλλα θέματα της παιδικής λογοτεχνίας. (Προσωπικά, και μέσα στο πλαίσιο του μαθήματος της παιδικής λογοτεχνίας, είχα την ευτυχία να τον φιλοξενήσω κατ’ επανάληψη ως ομιλητή).
Η προσωπικότητά του αναδύθηκε μέσα από μια προβληματική και μίζερη παιδική ηλικία, συνυφασμένη με μύριες δυσχέρειες, που με υπεράνθρωπες προσπάθειες κατόρθωσε να ξεπεράσει. Η επιθυμία του να υπερνικήσει ποικίλες οικογενειακές ατυχίες ή δυσκολίες και να ξεφύγει από το στενό του περιβάλλον με τις πάμπολλες απαγορεύσεις και το πλέγμα προστατευτισμού, τον οδήγησε στο διάβασμα, με το οποίο ανοίχτηκε μπροστά του ο κόσμος της λογοτεχνίας, με τη δυνατότητα να ονειρεύεται και να σχεδιάζει ένα καλύτερο μέλλον. Σύμφωνα με εξομολογήσεις του ίδιου, η προεφηβική και η εφηβική του ηλικία ζυμώθηκαν με το διάβασμα λαϊκών περιοδικών της εποχής εκείνης, όπως το «Ρομάντζο» και ο «Θησαυρός». Εκεί είχε την ευκαιρία να διαβάσει σε συνέχειες μυθιστορήματα της Ιωάννα Μπουκουβάλα-Αναγνώστου, την οποία ως το τέλος της ζωής του θεωρούσε μεγάλη δασκάλα του. Έτσι ερμηνεύεται το γεγονός ότι, μετά από παρέλευση 30 περίπου χρόνων, ανέλαβε το εγχείρημα της έκδοσης των μυθιστορημάτων της αξιόλογης εκείνης συγγραφέως, που σίγουρα αντιπροσωπεύει ένα οριακό σημείο στην ιστορία των γραμμάτων μας. Οι τρεις τόμοι των έργων της, που πρόλαβε ο ίδιος να επιμεληθεί –άλλους τρεις επιμελήθηκε ο καθηγητής Μιχάλης Μερακλής– δεν είναι καρπός μόνο ευγνωμοσύνης προς ένα πρόσωπο που τον επηρέασε καθοριστικά, αλλά και επίγνωσης ότι η Ιωάννα Μπουκουβάλα-Αναγνώστου εξέφρασε «ως εν κατόπτρω» τον ψυχισμό και τα προβλήματα του λαού μας και –όπως υπογραμμίζει σε κάποια ομιλία της η Τατιάνα Σταύρου– «με το ζωντανό, εύκολο και συναρπαστικό γράψιμό της κατάφερε να αποσπάσει το απληροφόρητο, κάποτε μισομορφωμένο και ασχημάτιστο ελληνικό κοινό, από τους «φαντομάδες», τις Μαύρες Μάσκες, τους μυστηριώδεις κακούργους, τους πύργους με τα φαντάσματα, τις δολοφονίες, τις δούκισσες, τις υποκόμισσες, και να το μεταφέρει σ’ έναν κόσμο ήρεμο, κόσμο ελληνικό, νοικοκυρεμένο».
Αργότερα –στο πλαίσιο πάντα της αναγνωστικής, λογοτεχνικής, και γενικότερα πνευματικής μύησης του εφήβου Ιωαννίδη–, προστέθηκε και το περιοδικό «Ήλιος», όπου για πρώτη φορά διάβασε σε συνέχειες τους Αθλίους του Ουγκώ και πολλά άλλα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, πράγμα που ο ίδιος χαρακτηρίζει ως έναν άλλο σταθμό στην πνευματική του πορεία.
Ας προσθέσουμε στα προηγούμενα ότι την εποχή των γυμνασιακών του σπουδών έγραφε ποιήματα –γεγονός ενδεικτικό της ευαισθησίας και της λυρικής του φύσης–, που δημοσιεύονταν σε περιοδικά της Καβάλας, όπως η «Αργώ».
Για την ιστορία σημειώνουμε ότι ο «Ταχυδρόμος» της Καβάλας, ήταν η πρώτη εφημερίδα που φιλοξένησε το πρωτόλειο διήγημά του Η δύναμη της προσευχής.
 Η πορεία του προς την πνευματική ωριμότητα θα ολοκληρωθεί με τις σπουδές στην Παιδαγωγική Ακαδημία Αλεξανδρούπολης, στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού, στα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Αθηνών και, τελικά, στο Πανεπιστήμιο της Φιλαδέλφειας των Η.Π.Α., όπου και απέκτησε το Master στην Παιδαγωγική Ψυχολογία. Όταν το 1965 διορίζεται καθηγητής στην Π. Α. Θεσσαλονίκης, είναι πλέον ένας ώριμος επιστήμονας, παιδαγωγός και ψυχολόγος, πολύ καλός γνώστης της αγγλικής και της λοιπής ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, αλλά και αρκετά εξοικειωμένος με τους μείζονες τουλάχιστο Έλληνες λογοτέχνες, όπως δείχνουν τα συχνά παραθέματα στα βιβλία του.
Είναι ένας έμφορτος από γνώσεις, ιδέες και εμπειρίες εκπαιδευτικός, ικανός να προσφέρει στους άλλους το απόσταγμα της σοφίας και της ευαισθησίας του. Η προσωπικότητά του θα ολοκληρωθεί έπειτα από τον ευτυχισμένο γάμο του με τη Ρίτα Καλοδήμου, τότε κοινωνική λειτουργό και καθηγήτρια των ΤΕΙ, και τη γέννηση της κόρης του Λητώς, που ήταν πάντα η πρώτη αναγνώστρια των παιδικών βιβλίων του και –σύμφωνα με τον ίδιο– του ασκούσε αυστηρότατη κριτική.
Στα γράμματά μας ο Ιωαννίδης εμφανίστηκε επίσημα το 1966 με το βιβλίο του Παραλλαγές, συλλογή 10 διηγημάτων, που απέσπασε πολύ ευνοϊκές κριτικές. Η εσωτερική υφή των διηγημάτων αυτών έχει τον τρυφερό παλμό μιας ομιλίας για τη μοναξιά, την ανάγκη του ανθρώπου για κατανόηση και αγάπη. Ο συγγραφέας καταπιάνεται με την καθημερινότητα, αλλά δεν μένει στο επιμέρους και τυχαίο· αυτό μεταπλάθεται και αναγωγικά γίνεται σύμβολο γενικότερων καταστάσεων, οδηγώντας τον στη διαπίστωση, που υπάρχει σε κάποιο διήγημα της συλλογής: «Πόσο αλληλένδετη με πρόσωπα και πράγματα είναι η ζωή μας!».  Στο επόμενο βιβλίο του για μεγάλους Μυστικά ταξίδια, συλλογή 11 διηγημάτων, αναζητείται επίσης ο άνθρωπος στην οικουμενική του διάσταση. Και εδώ κυριαρχούν το όνειρο και η φαντασίωση και τα πάντα αποκαλύπτουν την έγνοια του Ιωαννίδη για τον ανθρώπινο πόνο όπου γης: έγνοια που εκφράζεται σαφέστερα στο διήγημα «Τ’ αστέρια»: «Δεν μπορείς να ξέρεις, δεν μπορείς να θυμάσαι τι έγινε, τι γίνεται,σε κάθε γωνιά της γης. Τ’ αστέρια, σου λένε, το ξέρουν και γι’ αυτό δακρύζουν και πέφτουν».
Ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας της πεζογραφίας του Ιωαννίδη είναι εμφανής και στη νουβέλα Η ακτινογραφία, απόπειρα προσέγγισης και εξεικόνισης του χαώδους εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου της εποχής μας, ο οποίος συνθλίβεται ανάμεσα σε ποικίλες δυσχέρειες, στερημένος από αγάπη και συμπόνια.
Το επόμενο βιβλίο του αείμνηστου συγγραφέα, με τίτλο Το μαστίγιο και η ομπρέλα, είναι συλλογή 16 διηγημάτων, γραμμένων στα 1970 και 1975 και χωρισμένων σε 2 ενότητες. Είναι όλα τους αδρές αναφορές σε αγχώδεις ανθρώπινες σχέσεις και παράξενες καταστάσεις ζωής. Μερικά αποτελούν βαθιές τομές στον κοινωνικό περίγυρο, άλλα δίνουν βιαστικά σκίτσα φορτισμένων στιγμών. Μολονότι ο συγγραφέας παρουσιάζει τον αγλύκαντο ανθρώπινο πόνο, τις κραυγές απελπισίας ανθρώπων, που ψάχνουν εναγώνια να βρουν στήριγμα μέσα στο χάος της σύγχρονης εποχής, στο τελευταίο διήγημα της συλλογής, «Τα τριαντάφυλλα», αφήνει μια χαραμάδα, για να εισχωρήσει το φως της ελπίδας, αναγνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει κακό, που να μη μπορεί να το αντιμετωπίσει η αγάπη.
Αυτή η αισιόδοξη αντιμετώπιση του ανθρώπινου πόνου πιστεύω πως έχει σχέση με τη συντελεσμένη ήδη στροφή προς το χώρο της παιδικής λογοτεχνίας. Μεταφέρεται, λοιπόν, εδώ –κατά την άποψή μου πάντα– μια στάση ζωής, που για τους συγγραφείς βιβλίων για παιδιά αποτελεί όρο απαράβατο, εφόσον βέβαια είναι αδιανόητη σε παιδικά λογοτεχνήματα η ύπαρξη ατμόσφαιρας μελαγχολίας και πεσιμισμού και το happy end θεωρείται αυτονόητο και αναγκαίο.
Η στροφή του Ιωαννίδη προς την παιδική λογοτεχνία έγινε το 1968 με τη συλλογή διηγημάτων Το άσπρο άλογο, που είναι όλα αναμνήσεις από τη ζωή του και ευτύχησαν να έχουν 6 εκδόσεις ως τώρα.
Από τότε, με κάποια χρονικά διαλείμματα που τα αφιέρωσε στη συγγραφή των βιβλίων για μεγάλους, ο Ιωαννίδης αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην παιδική λογοτεχνία. Όπως ήδη ανέφερα, συνολικά έγραψε 18 παιδικά βιβλία. Από αυτά τα 13 έχουν εκδοθεί δύο ή και περισσότερες φορές. Για παράδειγμα, Το άσπρο άλογο και Τα τρία παιδιά αριθμούν 6 εκδόσεις, ενώ Το κορίτσι με τις δυο μητέρες 13.
Πέρα όμως από γραμματολογικές παρατηρήσεις, που θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν, ενδιαφέρει, νομίζω, να δούμε με ποια εφόδια ο τιμώμενος συγγραφέας εισήλθε στην εξαιρετικά ακανθώδη και ιδιότυπη περιοχή της παιδικής λογοτεχνίας. Ήταν, πρώτα απ’ όλα, ένας δόκιμος λογοτέχνης ασκημένος στην τέχνη της γραφής από τα παιδικά του χρόνια, όπως ήδη αναφέρθηκε. Αυτό, και για την παιδική λογοτεχνία, είναι η πρώτη και ουσιωδέστερη προϋπόθεση επιτυχίας και καταξίωσης. Έπειτα, ήταν ένας άρτια συγκροτημένος παιδαγωγός και ψυχολόγος και ένας πολύ πεπειραμένος δάσκαλος, που γνώριζε τις ανάγκες, τις προτιμήσεις και τα ενδιαφέροντα των παιδιών και κατείχε τα μυστικά της επικοινωνίας μαζί τους.
Πέραν όμως τούτων, όσοι τον γνωρίσαμε από κοντά μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι ήταν ένας πολύ ευαίσθητος και καλοσυνάτος άνθρωπος, κυριολεκτικά ένα μεγάλο παιδί. Αυτή η έμφυτη παιδικότητά του του έδινε την ικανότητα να ατενίζει τον κόσμο με το θάμβος και την έκπληξη ενός μικρού παιδιού και να μεταπηδά με εκπλήσσουσα ευχέρεια από την πραγματικότητα στον κόσμο της φαντασίας και του ονείρου. Μόνο ένα παιδί με οργιάζουσα φαντασία θα μπορούσε να επινοήσει συσκευή για την παρακολούθηση των ονείρων των ελεφάντων (Ζαζά, όνειρα ελεφάντων) ή χρονοδιαβήτη, με τον οποίο γινόταν δυνατή η επιστροφή στο παρελθόν (Καβάλα στο χρονοδιαβήτη). Μόνο ένα παιδί θα μπορούσε να πλάσει ανιμιστκά αυτό το εξαίσιο Ανεμόδεντρο, σύμβολο, δηλαδή σημείο συνάντησης, όλων των ευεργετικών δυνάμεων της φύσης και της ψυχής (Μια πόρτα στο δέντρο).
Στην πλούσια αυτή αρματωσιά, με την οποία μπήκε στον αγώνα για τη συγγραφή άξιων λόγου παιδικών λογοτεχνημάτων, πρέπει να προστεθεί και το αμίμητο χιούμορ του, που δυστυχώς μόνο σε ελάχιστους συγγραφείς, απ’ όσους θητεύουν στο χώρο του παιδικού βιβλίου, απαντάται. (Και εννοώ κυρίως τον Ευγένιο Τριβιζά, την Αγγελική Βαρελλά, τη Θέτη Χορτιάτη και τον Δημήτρη Μανθόπουλο).
Αλλά και πάλι τα εφόδια αυτά θα ήταν ανεπαρκή, αν ο Ιωαννίδης δεν υιοθετούσε ένα άλλο ύφος στα παιδικά του βιβλία. Ο υπαινικτικός και κάποτε ασθματικός ή παραληρηματικός λόγος της συλλογής διηγημάτων Το μαστίγιο και η ομπρέλα δεν είχε καμιά πιθανότητα ανταπόκρισης στο παιδικό αναγνωστικό κοινό. Έπρεπε ν’ αλλάξει. Και άλλαξε. Έτσι, ο Ιωαννίδης υιοθέτησε το γνωστό σε όλους ύφος, φαινομενικά ατημέλητο, τη ζωντανή και σχεδόν αφρόντιστη γλώσσα της καθημερινής ζωής, διανθισμένη όμως με ευφυέστατους αφορισμούς και λογοπαίγνια.
Χαρακτήρισα το ύφος του φαινομενικά ατημέλητο. Αντίθετα απ’ ότι μερικοί πιστεύουν, φρόντιζε πολύ και γλωσσικά τα κείμενά του και ήταν ικανός, όταν ο ίδιος το έκρινε σκόπιμο, να εκφράζεται με ύφος γλαφυρό και απόλυτα ανταποκρινόμενο στις απαιτήσεις της ποιητικής γλώσσας. Το ατημέλητο ύφος ήταν δική του επιλογή, γιατί έτσι νόμιζε ότι ανταποκρινόταν στο αίτημα της εκφραστικής λιτότητας και φυσικότητας, που πρέπει να διακρίνουν ένα παιδικό λογοτέχνημα.
Είχε ακόμη ο αγαπημένος μας συγγραφέας, που έφυγε, ένα μέγα προσόν: γνώριζε να στήνει τα πρόσωπα μέσα στον τόπο και στο χρόνο και να μας δίνει –είτε στα διηγήματα είτε στα μυθιστορήματά του– ιστορίες με συναρπαστική πλοκή, πολλά απρόοπτα και ζωντανούς διαλόγους.
Μολονότι το εκφραστικό επίπεδο είναι εντελώς διαφορετικό στα βιβλία για μεγάλους και στα βιβλία για παιδιά, το συγγραφικό του πρόσωπο και ο ιδεολογικός του κόσμος παραμένουν τα ίδια.
Και στο χώρο, λοιπόν, της παιδικής λογοτεχνίας, παρά τα πολλαπλά ανοίγματά του στην εξωτερική αντικειμενική πραγματικότητα, τον απασχολεί –κατά κύριο λόγο– ο άνθρωπος, η πρώτη προτεραιότητά του είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. Η κριτική επιτροπή της Γ.Λ.Σ., που απένειμε έπαινο στο Χρυσαφένιο Τόξο, επισημαίνει το γνώρισμα αυτό, που τον συνοδεύει σε όλα τα παιδικά του βιβλία. «Ο κ. Ι. Δ. Ιωαννίδης –αναφέρεται στην απόφασή της– θέτει ως στόχο του Τόξου του την αγάπη και τη συνεννόηση ανάμεσα στους μικρούς ήρωές του». Η Τατιάνα Σταύρου θα του γράψει σε επιστολή της: «Σας συγχαίρω ιδαίτερα για τη θέρμη και ευγένεια των αισθημάτων σας». Χωρίς δισταγμό, θα έλεγα ότι ο Ιωαννίδης δικαιωματικά μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο πεζογράφος της αγάπης. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος και ο Γιώργης Κρόκος είναι επίσης γνωστοί ως ποιητές της αγάπης, από ένα σημείο όμως και πέρα, η αγάπη στο έργο τους εμφανίζεται ως ένα ποιητικό μοτίβο, που τους διακρίνει από τους άλλους ποιητές. Όσοι γνώρισαν τον Ιωαννίδη είναι πεπεισμένοι ότι η αγάπη ήταν γι’ αυτόν μια υπαρξιακή ανάγκη, όχι μοτίβο, συναίσθημα πανίσχυρο, που διαχυνόταν κάθε στιγμή στα κείμενά του, ώστε θα μπορούσε να λεχθεί ότι το καρτεσιανό «σκέπτομαι, άρα υπάρχω» γίνεται στην περίπτωσή του «αγαπώ, άρα υπάρχω».
Χωρίς να διακρίνεται για τη θρησκευτικότητά του, ήταν άνθρωπος της καταλλαγής, αφανάτιστος και ακομμάτιστος, που ανεχόταν την ετερότητα του συναθρώπου του, που πίστευε στην αναγκαιότητα και δυνατότητα συνύπαρξης των λαών. Σε μια εποχή, όπου εν πολλοίς ήταν άγνωστα στους ιστορικούς τα προβλήματα των εθνοτικών συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων όμορων λαών της Βαλκανικής, όπου δε γινόταν λόγος για πολυπολιτισμικότητα, αυτός με τη διορατικότητά της σκέψης του έθεσε το σχετικό πρόβλημα στο ιστορικό του μυθιστόρημα Τα τρία παιδιά, έξοχο δείγμα ισορροπίας ιστορίας και μύθου. Εδώ το Ελληνόπουλο, το Βουλγαρόπουλο και το Τουρκόπουλο, που μέσα στη δίνη των Βαλκανικών πολέμων υπήρχε κίνδυνος να μεταβληθούν από φίλοι σε άσπονδους εχθρούς, υποκούουν στη φωνή της φιλίας, της λογικής και της σύνεσης, στέλνοντας σ’ εμάς μήνυμα δηλωτικό της πιο υψηλόφρονης αγάπης και φιλίας, που υπερνικά κάθε φανατισμό και εθνικιστική έξαρση. «Ό,τι πικρό είπαμε –λέει ο Γιοβάν, το Βουλγαρόπουλο, αποχαιρετώντας το Ελληνόπουλο– ας το πάρει ο άνεμος, ας το πάει μακριά, ας το σκορπίσει στα πέρατα. Ό,τι καλό είπαμε, ό,τι καλό νιώσαμε, ας μείνει βαθιά μέσα μας».
Το ίδιο ευεργετικό συναίσθημα της αγάπης διαχέεται και στο κοινωνικό μυθιστόρημα Το κορίτσι με τις δυο μητέρες, υπόδειγμα απλότητας και αμεσότητας λόγου, ευρηματικότητας και συναρπαστικής πλοκής, όπου θίγεται το φλέγον θέμα της υιοθεσίας. Η ευτυχής λύση, που δίνεται στη σύγκρουση ανάμεσα στη φυσική και τη θετή μητέρα και στα συναφή ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει το κορίτσι, είναι σύμφωνη με το moto του βιβλίου, παρμένο από τον Κύκλο με την Κιμωλία του Μπρεχτ: «Κανένα πράγμα δεν είναι κανενός ή, αν όχι, τότε είναι σίγουρα εκείνου που το ’χει μεράκι και τ’ αγαπά και το γνωρίζει. Ένα παιδάκι ανήκει σ’ όποιον το φροντίζει». Το moto εκφράζει a priori τη θέση του συγγραφέα στο επίμαχο θέμα και, οπωσδήποτε, προδικάζει την εξέλιξη του μύθου, όμως η καλοσυνάτη ψυχή του δεν μπορούσε να νιώθε δυστυχισμένη τη φυσική του μητέρα. Έτσι, επινοεί τον τρόπο οι δυο μητέρες –η Μόνα, η φυσική, και η Μαρία, η θετή– να ζήσουν μαζί έχοντας και οι δύο κοντά τους το κορίτσι, την Ελένη ή Λουλούδι.
 Παραλείποντας τη λεπτομερειακή αναφορά στα μυθιστορήματα Χωρίς κοτσάνι και Απαγορεύεται η αγάπη, όπου και πάλι το κύριο θέμα είναι η αγάπη –στο πρώτο με τη μορφή της παιδαγωγικής σχέσης δασκάλου και μαθητή, και στο δεύτερο ως κατάσταση απουσίας μέσα στο χώρο του Αναμορφωτηρίου Ανηλίκων–, θέλω να τονίσω ότι ακόμη και η οικολογική ευαισθησία του Ιωαννίδη, που τόσο μας συγκινεί –ιδιαίτερα στα βιβλία του Ζαζά, όνειρα ελεφάντων και Μια πόρτα στο δέντρο–, πρέπει να ερμηνευτεί ως απόρροια της αγάπης του που τον συνείχε όχι μόνο για τους ανθρώπους, αλλά και τη λοιπή έμψυχη και άψυχη φύση. Όπως συχνά μου έλεγε, ένιωθε τον εαυτό του απόλυτα δεμένο με το φυσικό περιβάλλον, και ένιωθε ευτυχισμένος μόνο στη στενή και αδιάκοπη σχέση του με το όλο οικοσύστημα. Η λατρεία που είχε για το σπίτι του στον Άγιο Λαυρέντιο και η συχνή παρουσία των σκυλιών στα κείμενά του βεβαιώνουν του λόγου το αληθές.
Για να συμπληρώσουμε το συγγραφικό πορτρέτο του αείμνηστου πεζογράφου μας, πρέπει να υπογραμμίσουμε κάτι πολύ βασικό, ότι δηλαδή οι εμπνεύσεις του αντλούνται κυρίως από προσωπικές εμπειρίες. Δεν πολλαπλασιάζει το εγώ του υποκρινόμενος ρόλους, όπως θα έλεγε ο Παλαμάς, αλλά κατά κανόνα εκφράζει βιώματα και σκέψεις του, χρωματίζοντας με τον ψυχισμό του τα κείμενα, ακόμη και όταν η αντικειμενική πραγματικότητα έχει τον πρώτο λόγο. Μας το υπενθυμίζει ο ίδιος στην εισαγωγή του βιβλίου του Η χαμένη συνέχεια: «Πιστεύω και εγώ ότι η ζωή είναι η καλύτερη συγγραφέας. Κι έτσι φροντίζω να τα έχω καλά μαζί της, ώστε να βρίσκομαι κοντά της και να εμπνέομαι από τις εμπνεύσεις της».
Ας προσθέσουμε στα παραπάνω ότι ο τρόπος γραφής του σε κάθε βιβλίο επιβάλλεται από το είδος της θεματολογικής του έμπνευσης. Αντίθετα απ’ ότι πιστεύεται, σε κάθε βιβλίο του είναι διαφορετικός. Ο υφολογικός αυτός πρωτεϊσμός είναι ίσως από τα εντονότερα γνωρίσματά του.
Αυτό που θα ήθελα να τονίσω ιδιαίτερα, είναι η διακειμενικότητα, που χαρακτηρίζει τα κείμενά του. Ίσως είναι από τους ελάχιστους συγγραφείς παιδικών βιβλίων, στον οποίο εντοπίζονται τόσα παραθέματα από Έλληνες και ξένους συγγραφείς. Για παράδειγμα, στο βιβλίο του Ο ερχομός της Βεατρίκης μεταφέρει –σε προσεγμένη δική του μετάφραση– το ποίημα του Joseph Strauss Τα κόκκινα δέντρα, όπως και το ποίημα Να καταλαβαίνεις της Λένας Παπά. Στο τελευταίο του βιβλίο Τα απομνημονεύματα ενός αυτοκινήτου, χρησιμοποιεί ως moto –απόλυτα εναρμονισμένο με το ύφος του βιβλίου– ένα παράθεμα από τη Νοσταλγό του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: «Επίστευεν εκείνην την στιγμήν ότι υπάρχει νους και εις τα άψυχα πράγματα και ότι όλα υπόκεινται εις Θεού τινός επιστασίαν».
Τελειώνοντας την αναφορά μου στο συγγραφικό πορτρέτο του εκλιπόντος Ι. Δ. Ιωαννίδη, θα έλεγα, συγκεφαλαιώνοντας κάποια κύρια σημεία της ομιλίας μου, ότι όσον αφορά την παιδική λογοτεχνία στο πρόσωπό του έχουμε το ιδανικό ζητούμενο. Ήταν δόκιμος λογοτέχνης, οξυνούστατος διανοητής, πολύ συγκροτημένος παιδαγωγός, προικισμένος δάσκαλος, τρυφερός και γεμάτος καλοσύνη άνθρωπος, ευαίσθητος δέκτης των μηνυμάτων της εποχής του. Γι’ αυτό και μπόρεσε να μιλήσει με εγκυρότητα για μερικά από τα πιο φλέγοντα ζητήματα του καιρού μας: τα ναρκωτικά, την ειρήνη, το οικολογικό πρόβλημα, την υιοθεσία και γενικότερα τις διαπροσωπικές σχέσεις, προσπαθώντας να μεταδώσει πρότυπα ζωής και αξίες υπερεθνικές, γνήσιος Ευρωπαίος και κοσμοπολίτης, όντας ταυτόχρονα δεμένος με την παράδοση και την ιστορία μας.
Δεν ισχυρίζομαι ότι απουσιάζουν από το έργο του οι αδύνατες στιγμές, φαινόμενο άλλωστε συχνό και στους μεγαλύτερους συγγραφείς. Αυτό που για μένα έχει σημασία, είναι ότι ποτέ δεν έπαψε να γράφει, ότι έζησε με την παιδική λογοτεχνία και για την παιδική λογοτεχνία και ότι δεν άφησε να χαθεί ούτε στιγμή από το χρόνο της ζωής του, τιμώντας έτσι την παρουσία του στη γη ως μια από τις κατ’ εξοχήν ευγενικές και δημιουργικές υπάρξεις.
Άσχετα από την απήχηση του έργου του στο μέλλον –θα το δείξει ο χρόνος: habent sua fata libelli μας λένε οι Λατίνοι–, είμαι βέβαιος ότι θα μείνει για πάντα στη μνήμη όσων τον γνώρισαν και τον αγάπησαν, όπως είπε πάνω από τον τάφο του ο ποιητής Δημήτρης Μανθόπουλος.


*  Διάλεξη στην Εταιρεία Λογοτεχνών Νοτιοδυτικής Ελλάδος (12 Φεβρουαρίου 2018 – Αίθουσα Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πατρών)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου