Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

Το Δ΄ Σώμα του Ε. Σ. Αιχμάλωτο στο Γκαίρλιτς της Γερμανίας




Το Δ΄ Σώμα του Ε. Σ. Αιχμάλωτο στο Γκαίρλιτς της Γερμανίας
Όποια πέτρα κι αν σηκώσουμε, όποια ματιά και να ρίξουμε  τους δυο τελευταίους αιώνες, να’ την η Γερμανία μπροστά μας. Έτσι και  στις μέρες μας, η παρουσία της είναι καταλυτική στα πράγματα της πατρίδας μας. Σημείο αναφοράς λοιπόν η Γερμανία και στο σημερινό θέμα μας.
Ας προσεγγίσουμε, όμως, συνοπτικά το πολιτο- στρατιωτικό κλίμα που επικρατούσε για να κατανοήσουμε καλύτερα το κύριο αντικείμενο της ομιλίας. Η ταπείνωση που επήλθε από τον ατυχή Ελληνοτουρκικό πόλεμο το 1897, το μαύρο 97, όπως καταχωρήθηκε στην ιστορία, με τους βασιλικούς Πρίγκιπες στα ηγετικά πόστα του στρατεύματος, κυοφόρησε το ζωογόνο, αναγεννητικό και άδολο ‘’Κίνημα του 1909’’. Καρπός αυτού του κινήματος ήταν εμφάνιση στην πολιτική σκηνή της χώρας του χαρισματικού, οραματιστή  και διορατικού Ελευθερίου Βενιζέλου.
Οι θριαμβευτικοί Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912 – 13 έφεραν την Ελλάδα πιο κοντά στην πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας. Ο θρίαμβος όμως, από τα πρώτα βήματα έκρυβε στα σπλάχνα του τα πρώτα σπέρματα διαφωνίας μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών του, δηλαδή του Πρωθυπουργού Βενιζέλου και του Αρχιστρατήγου Διαδόχου Κωνσταντίνου. Η διάσταση αυτή έγινε εμφανής και ως προς την προτεραιότητα των στρατιωτικών Επιχειρήσεων. Πιο συγκεκριμένα, λόγω των κακών επικοινωνιών (τηλεγραφεία), δημιουργήθηκε μεγάλη σύγχυση γύρω από την απόλυτη προτεραιότητα κατάληψης της Θεσσαλονίκης, απόφαση που με επιμονή υποστήριζε ο Πρωθυπουργός Βενιζέλος. Όσο βασίλευε ο πατέρας του Κωνσταντίνου, Γεώργιος  ο  Α΄, με την εμπειρία του απόσβηνε τους κραδασμούς και τις όποιες διαφωνίες. Μετά την δολοφονία του, το 1913, και την άνοδο στο θρόνο του Κωνσταντίνου, αυτή, η αφανής σε πολλούς, σύγκρουση, άρχισε να θεριεύει για να φθάσει σε δυο χρόνια, στον Εθνικό διχασμό, όταν τα μαύρα σύννεφα στον ουρανό της Ευρώπης, έσπειραν την καταιγίδα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, που ως γνωστόν ξέσπασε το καλοκαίρι (15/28 Ιουλίου) του 1914.
Η Ελλάδα βρέθηκε μεταξύ σφύρας και άκμονος. Αφόρητες οι πιέσεις ή ακόμα και εκβιασμοί για προσχώρησή της  σ’ ένα από τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Από τη μια μεριά ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος, με τις βασιλικές κυβερνήσεις του, διακήρυττε  ότι η Ελλάδα θα μείνει ουδέτερη και από την άλλη ο διορατικός  Ελευθέριος Βενιζέλος, διέβλεπε ότι το συμφέρον της Ελλάδας ήταν να ταχθεί στο πλευρό της Αντάντ,  η οποία και θα κερδίσει τελικά τον πόλεμο, όπως και τελικά έγινε.
Ουσιαστικά ο Κωνσταντίνος με τους γερμανόφιλους επιτελείς του Δούσμανη και Μεταξά, πίσω από την προσχηματική ουδετερότητα, πίστευε απόλυτα στην επικράτηση των Κεντρικών δυνάμεων των οποίων ηγείτο η Γερμανία. Εξάλλου, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας το γεγονός ότι η σύζυγός του, η Βασίλισσα Σοφία, ήταν αδερφή του Κάιζερ. Στην πορεία του πολέμου στις Κεντρικές δυνάμεις (Γερμανία- Αυστροουγγαρία) προσχώρησαν η Τουρκία και η Βουλγαρία, η οποία Βουλγαρία πίστεψε ότι της δινόταν η μεγάλη ευκαιρία να πάρει τη ρεβάνς από την Ελλάδα, η οποία Ελλάδα τρία χρόνια πριν, το 1913, την είχε κατατροπώσει.
Το 1915 κύλησε με τις αλλεπάλληλες διαφωνίες του Πρωθυπουργού Βενιζέλου με τον Κωνσταντίνο. H πρώτη ανοιχτή σύγκρουση επήλθε την 21η Φεβρουαρίου 1915, όταν ο Πρωθυπουργός Βενιζέλος παραιτήθηκε. Στις εκλογές, όμως, της 31ης Μαΐου ο Βενιζέλος επανεκλέχτηκε πανηγυρικά. Ο Κωνσταντίνος ακολουθώντας παρελκυστική τακτική παρέτεινε το χρόνο σύγκλησης της Βουλή που συνήλθε μόλις στις αρχές Αυγούστου. Σε λίγο καιρό ο Βενιζέλος παραιτήθηκε και πάλι και στις εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου του 1915 το κόμμα των Φιλελευθέρων απείχε και η Ελλάδα πορευόταν με βασιλικές κυβερνήσεις.
Τον Αύγουστο – Σεπτέμβριο του 1916 ο μοιραίος Εθνικός διχασμός είχε επέλθει οριστικά.  Από τη μια μεριά είχαμε τη Βασιλική Κυβέρνηση των Αθηνών και από την άλλη την επαναστατική Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, που προήλθε από το κίνημα της «Εθνικής Αμύνης»,  που εξερράγη στη Θεσσαλονίκη στις 16- 17 Αυγούστου, πάντα του 1916. Να σημειωθεί ότι από το 1915 στη Θεσσαλονίκη ήδη είχαν αναπτυχθεί αυθαίρετα Γαλλο-Αγγλικά στρατεύματα για την δημιουργία του ΝΑ μετώπου.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα και κάτω από τις συνθήκες που θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια, 7000 άνδρες  του Ελληνικού στρατού θα βρεθούν σχεδόν για δυόμιση χρόνια στη Γερμανία, ένα θέμα που αν και αναφέρεται τελείως συνοπτικά ως ένα επεισόδιο στην επίσημη Ελληνική ιστορία, εν τούτοις, η έκτασή του και οι προεκτάσεις του, μόλις τώρα άρχισαν να γίνονται γνωστές στο ευρύτερο κοινό. Η αιχμαλωσία αυτή, ή αν θέλουμε ‘’φιλοξενία’’ του ελληνικού στρατού στη Γερμανία, καταχωρήθηκε ως υπόθεση Γκαίρλιτς. Ας δούμε  όμως από κοντά τη θλιβερή και περίεργη αυτή υπόθεση, προσδιορίζοντας και γεωγραφικά το τοπωνύμιο. Το Γκαίρλιτς είναι η ανατολικότερη πόλη της Γερμανίας, στην περιοχή της Σιλεσίας και διασχίζεται από τον ποταμό Νάις, στα σύνορα με την Πολωνία. Την εποχή του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου είχε πληθυσμό 90.000 κατοίκους. Το 1945, μετά την ήττα της Γερμανίας και την αναδιάταξη των συνόρων, η πόλη διχοτομήθηκε και η ανατολική πλευρά της προσαρτήθηκε στην Πολωνία και ονομάζεται  Ζγκορζέλετς (Zgorzelec). Σήμερα το Γκαίρλιτς είναι μια ήσυχη τυπική πόλη της Γερμανίας με 60.000 κατοίκους περίπου.
 Η ιστορία όμως έχει τα δικά της τερτίπια και πολλές φορές επαναλαμβάνεται ως φάρσα.
Σ’ αυτή την άσημη, εκ πρώτης όψεως, πόλη, που έγινε εκ των πραγμάτων δισυπόστατη, η  συγκυρία το ‘φερε να παιχτούν δυο δραματικές πτυχές  της ελληνικής ιστορίας, με διαφορά 33 ετών. Και αυτό, γιατί πέραν της αιχμαλωσίας του Δ΄ Σώματος του ελληνικού στρατού και την μεταφορά του στο Γκαίρλιτς το 1916, θέμα που θα αναφερθούμε διεξοδικά ευθύς αμέσως, το 1949 με τη
λήξη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου 14.000 πολιτικοί πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν από τους Σοβιετικούς στο Πολωνικό τμήμα της πόλης Ζγκορζέλετες.
Επανερχόμαστε λοιπόν στην πρώτη πτυχή,  που αφορά την σχεδόν πριν από έναν αιώνα, παραμονή στο Γκαίρλιτς του Δ΄ Σώματος  του Ελληνικού στρατού  για δυόμιση χρόνια περίπου.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΒΑΛΑ ΣΤΟ ΓΚΑΙΡΛΙΤΣ
Το πρωί της 26ης Μαΐου 1916 (παλαιό ημερολόγιο), εμφανίζεται στο Ρούπελ Βουλγαρική δύναμη 26.000 ανδρών ενισχυμένη με μια γερμανική διμοιρία και ζητείται από τον έλληνα Αξιωματικό να καταλάβει τη θέση. Ο τοπικός  στρατιωτικός Διοικητής, στο Ρούπελ, Ταγματάρχης Μαυροειδής, χωρίς να έχει σαφείς οδηγίες περί του πρακτέου, αρχικά πρόβαλε αντίσταση έχοντας 11 νεκρούς. Τελικά η θέση κατελήφθη από τους Βουλγάρους.
Στις 5 Αυγούστου εκδηλώθηκε μαζική εισβολή Βουλγαρικού στρατού, πλαισιωμένου από Γερμανούς Αξιωματικούς, στην Ανατολική Μακεδονία. Την ίδια μέρα οι πρέσβεις της Γερμανίας και της Βουλγαρίας στην Αθήνα με επίσημες διακοινώσεις των κυβερνήσεών τους έδιναν εξηγήσεις σχετικά με τους στόχους της επιχείρησης. Η εισβολή όπως διαβεβαίωναν είχε αποκλειστικά στρατιωτικά κίνητρα και στρεφόταν αποκλειστικά εναντίον της Αντάντ (Εγκάρδιος Συνεννόησης). Ταυτόχρονα παρείχαν εγγυήσεις για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας και τη διατήρηση των τοπικών αρχών στα πόστα τους. Δεν είχαν σκοπό όπως έλεγαν να καταλάβουν τις Σέρρες, τη Δράμα και τη Καβάλα, ενώ ο στρατός τους θα αποχωρούσε όταν θα εξέλιπαν οι στρατιωτικοί λόγοι.
Μεμονωμένες αντιστάσεις, από πλευράς του ελληνικού στρατού, σημειώθηκαν στο οχυρό «Φαιάς Πέτρας» υπό τον τότε Λοχαγό Κονδύλη, και στο Δεμίρ Ισάρ (Σιδηρόκαστρο) από τμήματα της 6ης Μεραρχίας του Αντισυνταγματάρχη Χριστοδούλου.
Ζητήθηκαν οδηγίες από τη Βασιλική Κυβέρνηση των Αθηνών στην οποία προήδρευε ο αναποφάσιστος Αλέξανδρος Ζαΐμης.
Οι εγγυήσεις που έδωσαν στον βασιλιά Κωνσταντίνο οι Γερμανοί τον καθησύχασαν και έδωσε εντολή στους επιτελείς του Δ΄ Σώματος Στρατού να συμπτυχθούν στις πόλεις και να περιμένουν εντολές. Αξίζει να αναφέρουμε ότι πριν από λίγο καιρό με πίεση της Αντάντ είχαν απολυθεί 12 κλάσεις εφέδρων, οι οποίοι εντάχθηκαν κυρίως στους παρακρατικούς- στην ουσία βασιλικούς-  συλλόγους που ονομάζονταν ‘’Επίστρατοι’’.
Οι υποσχέσεις είναι υποσχέσεις και ο ρεαλισμός -  ρεαλισμός.
Η Αθήνα είχε πλανηθεί. Χαρακτηριστικό ήταν  το τηλεγράφημα  του Βούλγαρου Πρωθυπουργού της 6ης Αυγούστου προς τον πρεσβευτή του στην Αθήνα :
 «Επιμείνατε όπως δοθούν τάχιστα διαταγαί να μας αφεθεί ελέυθερον το έδαφος των πολεμικών επιχειρήσεων κατά του εχθρού. Καθ’ ήν περίπτωσιν οι Έλληνες δεν αποσύροντο και αντέτασσον ένοπλον άμυναν, τα στρατεύματά μας θα διέλθουν οπωσδήποτε και θα συνεχίσουν την επίθεσίν των. Μετά τας γενομένας υπό του Γερμανού Πρεσβευτή δηλώσεις και εκείνας της Βουλγαρικής Κυβερνήσεως, οι έλληνες οφείλουν να υποχωρήσουν διότι ο στρατός μας θα εξακολουθήσει την προέλασή του, μέχρι να φθάσει εις στον αντικειμενικό σκοπόν». (βλ. Γ. Ρούσος, 7ο τόμος).
Ο διοικητής του Δ΄ Σώματος,  συνταγματάρχης Ιωάννης Χατζόπουλος (αναπλήρωνε τον απουσιάζοντα Σωματάρχη) βρέθηκε  σε δεινή θέση. Ο ίδιος εξιστορεί τα γεγονότα σε δραματική αναφορά του, που όπως υποστήριξαν κύκλοι του,  υπέβαλε προς την Αθήνα και έγραφε επί λέξη:
«Αναφέρω ότι η συμπεριφορά των Βουλγάρων είναι εντελώς εχθρική. Οι κάτοικοι των πόλεων Σερρών και Δράμας, έντρομοι, καταφεύγουν εις Καβάλα. Παρακαλώ όπως τύχω άμεσης απαντήσεως επί αιτήσεώς μου να επιστρέψουν αμέσως οι επίστρατοι καθόσον οι προθέσεις των Βουλγάρων περί
καταλήψεως της Καβάλας εκδηλούνται από ώρα εις ώρα σαφέστερες, εάν δε συμβεί τούτο η πόλις θα καταστραφεί και θα αιχμαλωτιστεί το Σώμα ολόκληρον. Είναι αναγκαία η αποστολή στόλου, διότι μόνον η παρουσία του θα καθησυχάσει τους πληθυσμούς. Δεν είναι δυνατόν να αντιληφθείτε την ενταύθα κατάστασιν».
Η απάντηση της Αθήνας ήρθε αυθημερόν: «Την πρότασιν περί εφέδρων αποκρούομεν, αποκλείοντες την βίαν, καθησυχάσατε έντρομους πληθυσμούς και ενθαρρύνατε αυτούς. Στόλος δεν θα αποσταλεί».
Οι Σύμμαχοι από την άλλη θορυβημένοι από την επίθεση δεξιά του οχυρωμένου στρατοπέδου τους στη Θεσσαλονίκη και θεωρώντας ότι πρόκειται για προσυνεννοημένη συμπαιγνία Αθηνών – Βερολίνου, προέβησαν σε νέα αντίποινα κατά της Ελληνικής πλευράς, κηρύσσοντας τον αποκλεισμό της Καβάλας από τον Αγγλικό στόλο. Οι εξελίξεις στη Μακεδονία προκαλούν θύελλα αγανάκτησης σε όλη την Ελλάδα. Στη Καβάλα, όμως, τα γεγονότα είχαν πια πάρει δραματική εξέλιξη όπως τα είχε προβλέψει και περιγράψει ο Χατζόπουλος. Στην πόλη καταφθάνουν πρόσφυγες από τις Σέρρες και τη Δράμα αλλά και από τα χωριά. Τα τρόφιμα λιγοστά και ο στρατός έπρεπε να τους φροντίσει. Οι Βουλγαρικές προκλήσεις κάνουν την ατμόσφαιρα ακόμη πιο καταθλιπτική. Η επαφή πλέον με την Αθήνα γινόταν μόνον μέσω του ασυρμάτου που ήταν εγκατεστημένος στην Καβάλα. Ο Χίντεμπουργκ ο οποίος μαζί με τον Λούντεντορφ  αποτελούσαν την στρατιωτική ηγεσία της Γερμανίας ειδοποιούν τους Βουλγάρους ότι η Αντάντ ετοιμάζει αποβατική ενέργεια στην Καβάλα, πράγμα που τους κάνει περισσότερο σκληρούς απέναντι στους ντόπιους πληθυσμούς. Ο Χίντεμπουργκ τους ζητά μάλιστα να απομακρύνουν τους Έλληνες στρατιώτες από την Καβάλα σε τοποθεσία μακριά από την θάλασσα, να παρεμποδίσουν τους στρατιώτες από Σέρρες και Δράμα να ενωθούν με αυτούς της Καβάλας και να διακοπεί η επικοινωνία Καβάλας – Αθηνών. Σε τηλεγράφημά του ζητά από τους Βουλγάρους να περικυκλώσουν την Καβάλα με πυροβολικό και αν αρνηθεί ο στρατός να παραδοθεί, τότε να ανοίξουν άμεσο πυρ κατά της πόλης. Ήταν 26 Αυγούστου και ο Γερμανός αξιωματικός Σβένιτζ μεταφέρει στον Χατζόπουλο τις αποφάσεις του Χίντεμπουργκ.
 Ο Χατζόπουλος είναι μετέωρος. Η αγωνία της Καβάλας είναι μεγάλη. Το εκβιαστικό δίλλημα ήταν, παράδοση ή καταστροφή της πόλης ; Ο συνταγματάρχης αποφασίζει, μετά από επαφή με την Αθήνα και εφόσον οι εκκλήσεις του για μεταφορά του στρατεύματος σε ασφαλή χώρο της παλιάς Ελλάδας δεν ήταν εφικτή, να παραδώσει στον Άγγλο πλοίαρχο τον ασύρματο. Ο Έλληνας αξιωματικός για να αποφύγει την μεταγωγή του στη Δράμα αποφασίζει να συνομιλήσει με τον ίδιο τον Χίντεμπουργκ με το ερώτημα αν θα μπορούσε ο ίδιος ο Γερμανός στρατάρχης να εγγυηθεί την μεταφορά των ελληνικών μονάδων και του οπλισμού τους στη Γερμανία, όπου θα παραμείνουν φιλοξενούμενοι μέχρι το τέλος του πολέμου, ώστε να μην πέσουν αιχμάλωτοι στα χέρια των Βουλγάρων. Την επομένη ημέρα με τηλεγράφημά του ο Χίντεμπουργκ απαντούσε στον Χατζόπουλο θετικά στο αίτημά του. Στο παρασκήνιο των γεγονότων λέγεται ότι υπήρξε πρόταση του Βρετανού πλοιάρχου διοικητού του στολίσκου, που υπήρχε στο λιμάνι της Καβάλας, να μεταφέρει το στράτευμα στη Θεσσαλονίκη και να τις ενώσει με τις μονάδες της Αντάντ, αλλά ο Χατζόπουλος αρνήθηκε, δεδομένου ότι ήταν πιστός στον Κωνσταντίνο και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να ενισχύσει το κίνημα της Εθνικής Αμύνης στην Θεσσαλονίκη.
Κατά βάση η βασιλική κυβέρνηση των Αθηνών επιθυμούσε το Δ΄ Σώμα στρατού  να μεταφερθεί με πλοία από τη Καβάλα στο Βόλο, αλλά αυτό, όπως προαναφέρθηκε, δεν ήταν εφικτό. Βέβαια σε καμιά περίπτωση δεν ήθελε να ενταχθεί η δύναμη αυτή στον νεοσύστατο στρατό της Εθνικής Αμύνης. Στην ανάγκη προτιμούσε να αιχμαλωτιστεί παρά να ενισχύσει το στρατό της Θεσσαλονίκης.
Για τελείως τυπικούς λόγους, η Αθήνα διαμαρτυρήθηκε στη Γερμανική κυβέρνηση και αποκήρυξε τον Χατζόπουλο.
Εν τω μεταξύ, στις 17 Αυγούστου, μια δύναμη 3.000 ανδρών του 6ου Συντάγματος, αγνοώντας τον Χατζόπουλο, υπό τον αντισυνταγματάρχη Χριστοδούλου διαπεραιώθηκε στη Θάσο και από εκεί με πλοία των συμμάχων μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη και εντάχθηκε στο στρατό της Εθνικής Αμύνης, όπου στην πορεία του χρόνου αποτέλεσε  την αξιόμαχη Μεραρχία Σερρών. Να σημειωθεί ότι το πρώτο κλιμάκιο του τακτικού στρατού που εντάχθηκε στον στρατό της Εθνικής αμύνης ήταν το Τάγμα του Νεόκοσμου Γρηγοριάδη.
Η συμφωνία Χατζόπουλου – Χίντεμπουργκ τηρήθηκε και στις  29 Αυγούστου (παλαιό Ημερολόγιο), από το σιδηροδρομικό σταθμό της Δράμας, 6.000 στρατιώτες, 400 Αξιωματικοί, 93 γυναίκες Αξιωματικών και 5 παιδιά μαζί με 100 Χωροφύλακες που είχαν συλλάβει οι Βούλγαροι στα μέρη της Φλώρινας, μεταφέρθηκαν με δέκα συρμούς στην πόλη Γκαίρλιτς της Σιλεσίας, σ’ ένα ιδιόμορφο καθεστώς, κάτι μεταξύ αιχμαλωσίας και ‘’φιλοξενίας’’. Το ταξίδι κράτησε 12 ημέρες.
Την επομένη 30 Αυγούστου οι Βούλγαροι μπήκαν στην Καβάλα.

Η Υποδοχή στο Γκαίρλιτς

Σε μήνυμά του στις 22 Σεπτεμβρίου 1916, για την μεταφορά των ελλήνων στρατιωτών από τη Καβάλα στο Γκέρλιτς, ο Γερμανός επιτελάρχης Λούντερντορφ δίνει τις απαραίτητες κατευθύνσεις επισημαίνοντας: «Η μεταφορά των ελληνικών στρατευμάτων μας παρέχει την μοναδική ευκαιρία να διαδώσουμε στην Ελλάδα κατανόηση και συμπάθεια για την γερμανική υπόθεση, τη γερμανική εργασία και το γερμανικό μεγαλείο. Οι Έλληνες δεν πρέπει να αισθάνονται ότι είναι αιχμάλωτοι. Οι συναλλαγές τους με την τοπική κοινωνία καθώς και η επαφή τους με την πατρίδα
 τους, επιβάλλεται να τελούν υπό παρακολούθηση, χωρίς όμως ακρότητες».
Η άφιξη, το 1916, χιλιάδων ελλήνων στρατιωτών σε γερμανικό έδαφος ήταν η πρώτη μαζική συνάντηση Ελλήνων και Γερμανών και σήμανε συναγερμό στους κύκλους των «φιλελλήνων», που κατέκλυσαν το Γκαίρλιτς με ποικίλα κίνητρα και αποστολές.
«Ο πόλεμος έφερε την Ελλάδα αιφνίδια και ορμητικά στο επίκεντρο του γερμανικού ενδιαφέροντος», διαπίστωνε ο διάσημος τότε βυζαντινολόγος καθηγητής Άουγκουστ Χάιζενμπεργκ, πυροδοτώντας την αναβίωση ενός -βραχύβιου έστω και επιλεκτικού- κλίματος φιλελληνισμού, έναν πραγματικό «μήνα του μέλιτος» στις ελληνογερμανικές σχέσεις. Έτσι –εν μέσω του φονικότερου έως τότε πολέμου-διοργανώθηκε ενθουσιώδης υποδοχή του ελληνικού στρατού.
Η πόλη φόρεσε τα καλά της για να καλωσορίσει τους «Έλληνες φίλους». Ήταν βλέπετε «οι στρατιώτες» του βασιλιά Κωνσταντίνου, γαμπρού του Κάιζερ τους (Γουλιέλμου). Η πόλη γέμισε ελληνικές σημαίες.
 Το στρατόπεδο έλαμπε από καθαριότητα,  στο σιδηροδρομικό σταθμό  είχε αναρτηθεί μια μεγάλη επιγραφή με τη λέξη  «ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ - ΧΑΙΡΕΤΕ»: Την επίσημη υποδοχή δεν μπόρεσε να αποτρέψει η αντίθετη επιθυμία του Σωματάρχη Χατζόπουλου.
Εξήντα τέσσερα χρόνια μετά, γράφει ο στρατιώτης Τσόγιας Κωνσταντίνος από τον Πλάτανο Τρικάλων για την υποδοχή:
«Άρχισαν να ηχούν οι σάλπιγγες κι εμείς βάλαμε εφ' όπλου λόγχη,   αρχίσαμε την παρέλαση. Οι Γερμανοί στα μπαλκόνια και στους δρόμους έριχναν λουλούδια, ρύζια και κουφέτα». Θερμή υποδοχή σ' έναν τόπο όπου όλα μάς φαίνονταν διαφορετικά. Πρόσωπα ξανθά, μεγάλη καθαριότητα και μεγάλος ενθουσιασμός, σα να είμαστε οι καλύτεροι φίλοι».
Ένα σατυρικό γερμανικό περιοδικό (kladderadatsch) περιγράφει την σκηνή: «παραταχθείτε! προστάζει ένας αξιωματικός». Επιτελείο γερμανών αξιωματικών ανεβαίνει στην αποβάθρα. Μαυροντυμένοι επίσημοι, με κυλίνδρους στο κεφάλι και ανθοδέσμες στα χέρια, εμφανίζονται ξαφνικά. Γερμανική ορχήστρα παίζει τον ελληνικό εθνικό ύμνο. «Σκασμός δεν είμαστε στην Αθήνα προστάζει ο Αξιωματικός ! Σε τετράδες, το όπλο επ’ ώμου ετοιμάζονται για παρέλαση. Προσοχή ρε παιδιά να τους δείξουμε τι αξίζουμε». Η γερμανική μπάντα μπροστά. Κόσμος πολύς στοιβαγμένος στους δρόμους και στα παράθυρα. Από ένα ξενοδοχείο κρέμονται δύο ελληνικές σημαίες. Οι άνθρωποι κοιτάνε περίεργα. Παιδιά τρέχουν και τους κοιτάζουν στα μάτια. Οι ελληνικές αρβύλες χτυπάνε την άσφαλτο του γερμανικού δρόμου σαν σιδερένιο χαλάζι. Ρίγη συγκινήσεως τους διαπερνούν. Ολόκληρη η πόλη στο πόδι. Μεγάλη πόλη το Γκαίρλιτς, λέτε να είναι πιο μεγάλη από την Αθήνα, σχολίασε σκωπτικά ανώνυμος φαντάρος !
          Η Ζωή στο Γκαίρλιτς
Δεν πέρασε καλά-καλά ένας μήνας στο Γκαίρλιτς και στις 3 Νοεμβρίου εμφανίζεται το πρώτο φύλλο της εφημερίδας «Τα Νέα του GORLITZ». Εκδότης, ο Γερμανός που εξέδιδε την τοπική γερμανόφωνη εφημερίδα και αρχισυντάκτης ο Έλληνας αξιωματικός Διονύσιος Αγαπητός. Ήταν τετρασέλιδη και κυκλοφορούσε καθημερινά, εκτός Κυριακής. Περιλάμβανε κείμενα από τα πολεμικά μέτωπα, ειδήσεις από την ελληνική πολιτική σκηνή, άρθρα, αναλύσεις, χρονογραφήματα, αγγελίες και διαφημίσεις. Η απήχηση ήταν μεγάλη και εκατοντάδες συνδρομές δεχόταν η εφημερίδα από παντού, ενώ η κυκλοφορία της έφτασε μέχρι και το Βερολίνο. Μάλιστα το 1918 έγινε πανγερμανικής εμβέλειας με έδρα το Βερολίνο και αλλαγή του τίτλου της σε «Ελληνικά Φύλλα». Εκτός από τις εφημερίδες κυκλοφόρησαν στην Γερμανία και άλλα έντυπα στην Ελληνική ή την Γερμανική γλώσσα.

Παράλληλα ομάδα ακαδημαϊκών της Βαυαρίας με επιτόπιες επισκέψεις κατέγραψε ηχητικώς, σε 72 δίσκους γραμμοφώνου, ελληνικές διαλέκτους, ιδιώματα, δημοτικά τραγούδια και γενικότερα στοιχεία του νεότερου λαϊκού ελληνικού πολιτισμού. Οι ηχογραφήσεις φυλάσσονται στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου.  Μάλιστα ακόμη και σήμερα στα βουνά της Σιλεσίας αντηχούν ελληνικά τραγούδια. Εκεί ηχογραφήθηκαν, για πρώτη φορά στον κόσμο, το μπουζούκι και η κρητική λύρα, και μάλιστα, από τον Απόστολο, ανιψιό του κοσμοκαλόγερου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Γενικότερα οι Έλληνες θα γίνουν αντικείμενο σοβαρών λαογραφικών μελετών από τους Γερμανούς επιστήμονες. Είναι η πρώτη φορά που οι λόγιοι Γερμανοί έρχονται σε επαφή με τον ελληνικό λαό και η χαρά τους είναι μεγάλη. Επιτέλους, έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν από κοντά, για πρώτη φορά,  τους απόγονους των Ελλήνων, που με δέος μελετούν από τα παιδικά τους χρόνια στα σχολεία τους.
Μια παρισινή εφημερίδα σε ρεπορτάζ έγραφε: «Οι αξιωματικοί έχουν λέσχη στην οποία τρώγουν και περπατούν στους δρόμους της πόλης με σταθερό βήμα σαν να είναι στην πατρίδα τους. Κάνουν τις προμήθειές τους ακολουθούμενοι από έναν στρατιώτη ο οποίος κρατάει τα πακέτα. Το ευγενές και αρειμάνιο παράστημά τους κάνει εξαιρετική εντύπωση. Στους δρόμους οι Γερμανοί στρατιώτες τους χαιρετούν. Τα καταστήματα της πόλης έβαλαν στις προθήκες τους και ελληνικές επιγραφές. Το βράδυ ολόκληρη η φρουρά βγαίνει στον δρόμο. Θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι βρίσκεται σε κάποια ιταλική πόλη, στην Βερόνα για παράδειγμα, όπου μετά το δείπνο, οι δρόμοι είναι γεμάτοι στρατιώτες. Είναι συμπαθητικόν», παρατηρεί ο δημοσιογράφος.
Εκεί πρωτοεκδόθηκε η ποιητική συλλογή «Το τραγούδι των σκοτωμένων – Κρυφός καημός» του Βασίλη Ρώτα, υπολοχαγού τότε

στο Γκαίρλιτς και αργότερα διάσημου συγγραφέα θεατρικών έργων  και ιδρυτή του θεάτρου του βουνού στα χρόνια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα. Επίσης εκδόθηκαν τα «Γράμματα από την Γερμανία» του Λέοντα Κουκούλα, επίσης αξιωματικού. Ανάμεσα στους στρατιώτες ήταν και οι Βασίλης Αργυρόπουλος κωμικός ηθοποιός συνεργάτης της Κυβέλης καθώς και ο ζωγράφος Παύλος Ροδοκανάκης.
Όταν πέρασε ο αρχικός ενθουσιασμός, η διαμονή πλέον στο στρατόπεδο δεν ήταν τόσο ειδυλιακή. Πειθαρχία, στρατιωτικές ασκήσεις και διατροφή όχι η καλύτερη.
Ο ασυνήθιστα βαρύς χειμώνας, σε συνδυασμό με την ελλιπέστατη και ασυμβίβαστη με ελληνικές γεύσεις διατροφή, προκάλεσαν ανεπανόρθωτες βλάβες στην υγεία των στρατιωτών, ενώ η φυματίωση και η ισπανική γρίπη θέρισαν κυριολεκτικά τους εξασθενημένους από τις στερήσεις και το ασυνήθιστο ψύχος άνδρες.
Περίπου270 στρατιώτες και αξιωματικοί άφησαν τα κόκαλά  τους στο Γκαίρλιτς και σε διάφορα άλλα μέρη της Γερμανίας, όπου είχαν μεταφερθεί πολλοί για να εργασθούν εθελοντικά στα εργοστάσια με αμοιβή 6-10 μάρκα ημερησίως.  Σκέψεις για να χρησιμοποιηθούν σε πολεμικές αποστολές, έβρισκαν αντιθέτους πάντοτε του Βούλγαρους που δεν δέχονταν σε καμιά περίπτωση συμμετοχή την Ελλήνων σε πολεμικές επιχειρήσεις.
1918 ΣΤΗΝ ΑΥΛΑΙΑ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Το 1918 είναι ο τέταρτος χρόνος του μεγάλου Πολέμου, οι προσπάθειες εκατέρωθεν των αντιμαχομένων κορυφώνονται, ενώ παράλληλα τα στρατεύματα στο δυτικό μέτωπο άρχισαν να παρουσιάζουν σημεία κοπώσεως. Οι Γερμανοί αλλάζουν τις διαθέσεις τους έναντι των ελλήνων του Γκαίρλιτς, σκληραίνουν τη στάση τους και από το γεγονός ότι ελληνικές δυνάμεις μάχονται
στο πλευρό των συμμάχων στο Μακεδονικό Μέτωπο. Ιδιαίτερα η ελληνική μεγάλη συμμετοχή στην νικηφόρα, σκληρή μάχη του Σκρά, εναντίον των Βουλγάρων, εξόργισε τους Γερμανούς.  Στις αρχές του 1918 με την κατηγορία των φιλο- βενιζελικών 36 Έλληνες αξιωματικοί οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Βέρλ της Βεστφαλίας, ενώ άλλοι 17 στις φυλακές του Κόνιγκσμπεργκ.
Στις 22 Μαρτίου απεβίωσε ότι ο Διοικητής Συνταγματάρχης  Ιωάννης Χαντζόπουλος, έτσι απλά αναφέρεται στην επίσημη ιστορία. Στην πραγματικότητα όμως δολοφονήθηκε από έλληνα Λοχία, όπως αποκαλύπτει την αλήθεια ο ΝΕΟΛΟΓΟΣ της 12/04/1918. Ας δούμε το σχετικό δημοσίευμα.
Τον διαδέχθηκε στη διοίκηση ο Συνταγματάρχης Καράκαλος.
Ο ελληνικός διχασμός όμως καλά κρατεί. Η ελληνική παρουσία και παραμονή  στο Γκαίρλιτς,  δεν έπαψε να αποτελεί ορμητήριο αντιβενιζελισμού και  στρατολόγησης πρακτόρων εναντίον της βενιζελικής Ελλάδας, για λογαριασμό του εκθρονισθέντα από το
1917 Βασιλιά Κωνσταντίνο. Χαρακτηριστική και συγχρόνως τραγική είναι η περίπτωση που ακολουθεί.
Σ’ αυτές λοιπόν στις μυλόπετρες του διχασμού πλήρωσε τίμημα, μέσω Γκαίρλιτς, και η Ναυπακτία. Συγκεκριμένα τον Μάιο του 1918, στρατολογήθηκαν δύο Αξιωματικοί από τη δύναμη του Γκαίρλιτς, ο Υπολοχαγός Ιωάννης Καλαμαράς και ο Ανθυπολοχαγός  Ιωάννης Χατζόπουλος που καταγόταν από την Τερψιθέα (Βετολίστα) Ναυπακτίας. Οι δυο Αξιωματικοί μεταφέρθηκαν κρυφά με Γερμανικό υποβρύχιο ανοιχτά της Κυπαρισσίας και στη συνέχεια με λέμβο αποβιβάστηκαν στη στεριά. Αντικειμενικός σκοπός της αποστολής ήταν η διενέργεια κατασκοπίας, η επίδοση ενός γράμματος του εξόριστου στην Ελβετία Κωνσταντίνου (με αόρατη γραφή) στον Βασιλιά Αλέξανδρο (αυτό δεν τεκμηριώθηκε ιστορικά) και να επιστρέψουν στη Γερμανία με τις πληροφορίες, μέσω Αλβανίας. Ο ανθυπολοχαγός Χατζόπουλος με πολιτική περιβολή κατευθύνθηκε εδώ στην Πάτρα όπου θα διέμενε σ’ έναν κουμπάρο του. Όμως για κακή του τύχη ο κουμπάρος του απουσίαζε από το σπίτι εκείνη την ώρα κι αυτός περίμενε στο δρόμο έξω από το σπίτι. Ένας  αστυνομικός όμως που περιπολούσε τον υποψιάστηκε και έτσι τέθηκε υπό παρακολούθηση. Τελικά και οι δυο Αξιωματικοί, μετά από στενή παρακολούθηση, συνελήφθησαν στην Αθήνα. Οδηγήθηκαν σε δίκη στις 13 Μαρτίου και καταδικάσθηκαν σε θάνατο. Υπόβαλαν αίτηση αναθεώρησης στον Άρειο Πάγο αλλά αυτή απορρίφθηκε, έτσι η τελεσίδικη απόφαση ήταν θάνατος. Η εκτέλεση έγινε την 5η πρωινή της 6ης Ιουλίου 1918.  Στον τόπο της εκτέλεσης, φέρεται, ότι ο επίτροπος τους είπε :
«Κρίμα εσείς δεν πεθαίνετε για την Ελλάδα, αλλά για τον Βασιλιά σας»
Αυτό ήταν το άδοξο τέλος του νεαρού Αξιωματικού Ιωάννη Χατζόπουλου, που είχε διακριθεί ιδιαίτερα στην εκπόρθηση του Μπιζανίου… Ένα ακόμη θύμα του διχασμού. Κατά την εφημερίδα ΝΕΟΛΟΓΟΣ Πατρών ο ανθυπολοχαγός Χατζόπουλος ήταν γιος χωροφύλακα, πράγμα που όμως δεν επιβεβαιώνεται από άλλη πηγή. Η αδερφή του Χατζόπουλου, Αθηνά, η γνωστή στον τόπο της,  με το παρωνύμιο ‘’Γιαταγάναινα’’, εντοίχισε στο πατρικό τους  σπίτι στην Τερψιθέα, μαρμάρινη πλάκα με φωτογραφία του και την επιγραφή :
 «ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ ΙΩΑΝ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝΘ/ΓΟΥ ΤΟΥΦΕΚΥΣΘΕΝΤΟΣ 5/7/1918. Η ΑΔΕΛΦΗ Α. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ ΤΕΡΨΙΘΕΑ 10/8/1940»
Πέρα από τον   Καλαμαρά και τον Χατζόπουλο ήρθαν με άλλη αποστολή από το Γκαίρλιτς ως κατάσκοποι στην Ελλάδα και οι Αξιωματικοί Αριστείδης Παπακώστας και Ποτηρόπουλος. Ό πρώτος πέθανε κρυμμένος σε μια σπηλιά στη Μεσσηνία και ό δεύτερος αποκαταστάθηκε μετά το 1920, με την επάνοδο του Κωνσταντίνου στο θρόνο. Αυτή η δεύτερη αποστολή δεν είναι καταχωρημένη στην επίσημη ιστορία και ήρθε στο φως τελευταία.
Μετά την ήττα της Γερμανίας, τον Νοέμβριο του 1918 παραιτείται ο Κάιζερ και οι η Γερμανία συγκλονίζεται από διαδηλώσεις, στις οποίες πρωταγωνιστούν και έλληνες στρατιώτες, αυτοί εκλέγουν Διοικητή  τον δημοφιλή και παλαίμαχο συνταγματάρχη Λάμπρο Σινανιώτη στη θέση του Καράκαλου. Επεμβαίνουν οι Γερμανοί με πολυβόλα να συλλάβουν το νέο διοικητή, αυτός κατάφερε να δραπετεύσει στο Βερολίνο. Η αποσύνθεση της δύναμης είχε πλέον επέλθει.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ανέκυψε κι άλλο απρόβλεπτο πρόβλημα. Με την έλλειψη Γερμανών αντρών λόγω του πολέμου, οι δικοί μας ενεπλάκησαν σε ερωτοδουλειές.  Σύντομα έρχονται στη ζωή και πολλά εξώγαμα, αλλά η αντιμετώπιση τους από την κοινωνία ήταν κακή. Τα αποκαλούσαν περιφρονητικά «μικρές σταφίδες». Υπήρχε και χιουμοριστική διάθεση: όταν γεννήθηκαν τα
πρώτα δίδυμα, τους κόλλησαν τα παρατσούκλια Κωνσταντίνος και Γουλιέλμος, οι δύο αυτοκράτορες. Όταν όμως σταμάτησε ο πόλεμος, στα τέλη του 1918, και γύρισαν από το μέτωπο οι Γερμανοί στρατιώτες, πολλοί βρέθηκαν προ οδυνηρών εκπλήξεων καθώς αρκετές γυναίκες είχαν συνδεθεί με Έλληνες. Δημιουργήθηκε μεγάλο μίσος ανάμεσα στους Γερμανούς στρατιώτες και τους Έλληνες. Και έτσι παρουσιάστηκε το οξύμωρο φαινόμενο, δηλαδή, οι Γερμανίδες  να αγαπούν τους έλληνες,  ενώ οι Γερμανοί να τους μισούν. 
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Το 1918 με την δυσμενή τροπή που άρχισε να παίρνει ο πόλεμος για τη Γερμανία, η κατάσταση στο στρατόπεδο του Γκαίρλις αλλάζει άρδην. Ο Κάιζερ παραιτείται το Νοέμβριο.
Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, όταν μετά την ανακωχή οι βασιλικοί αξιωματικοί, φοβούμενοι αντίποινα, αρνούνταν να επιστρέψει το σώμα στρατού στη Βενιζελική Ελλάδα. Το γεγονός αυτό έδωσε το έναυσμα στους απελπισμένους στρατιώτες να πάρουν αθρόα μέρος στη γερμανική επανάσταση των Σπαρτακιστών (Ρόζα Λούξεμπουργκ), με αίτημα την άμεση επιστροφή στην πατρίδα.
Αξέχαστα έμειναν όμως για πολλά χρόνια τα ελληνικά «σοβιέτ» του Γκαίρλιτς, τα εκλεγμένα στρατιωτικά συμβούλια των στρατιωτών. Το «φωτεινό παράδειγμα για τους φαντάρους, τους ναύτες και όλους τους εργαζόμενους», όπως έγραφε το 1932 ο Ριζοσπάστης.
 Μετά την -εν μέρει αιματηρή- αποτυχία της εξέγερσής τους, πολλοί δραπέτευσαν και ατάκτως με κάθε μέσο επέστρεψαν κατά ομάδες ύστερα από αφάνταστες ταλαιπωρίες και με πολλά επί πλέον θύματα. Πολλοί έφεραν μαζί τους τις Γερμανίδες γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Υπήρξαν οικογένειες που έψαχναν με αγγελίες στη Γερμανία τα στρατευμένα παιδιά τους εφτά ολόκληρα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου.
                        Η επιστροφή
Το  Νοέμβριο του 1918, μέσα στη διάλυση που επικρατούσε, Γερμανία άρχισαν οι ετοιμασίες για την οργανωμένη επιστροφή στην Ελλάδα. Έτσι στις 5 Ιανουαρίου του 1919 κατέφθασαν εδώ στην Πάτρα, με το υπό συμμαχική σημαία ατμόπλοιο ‘’Λαγκούνα’’,  23 Αξιωματικοί  και περί τους 1.200 στρατιώτες από τη δύναμη του Γκαίρλιτς. Η υποδοχή τους στην Βενιζελική Ελλάδα δεν ήταν και τόσο φιλική. Οι απλοί στρατιώτες και υπαξιωματικοί πήγαν στα σπίτια τους ενώ οι αντιβενιζελικοί αξιωματικοί πέρασαν στρατοδικείο και οκτώ (8) καταδικάστηκαν σε θανατικές καταδίκες, ανάμεσά τους και ο Συνταγματάρχης Καράκαλος, οι οποίες όμως δεν εκτελέστηκαν, ενώ άλλοι φυλακίστηκαν στην Κρήτη και σε άλλα νησιά. Ιδού ένα απόσπασμα από δημοσίευμα του ΝΕΟΛΟΓΟΥ της 06/02/1019, στο οποίο διαβάζουμε ονομαστικά τους Βενιζελικούς Αξιωματικούς και την δικαίωση αυτών για την αφοσίωσή τους στην Ελλάδα του Βενιζέλου :



Πάνω από 200 Έλληνες έμειναν στο Γκαίρλιτς. Ορισμένοι σπούδασαν, άλλοι ανέπτυξαν επαγγελματική δραστηριότητα και πέτυχαν. Το 1921 ιδρύθηκε ο Ελληνικός Σύνδεσμος Γκαίρλιτς και διαλύθηκε με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Η κοινότητα εκεί εξυπηρετείτο θρησκευτικά από τους ιερείς της Λειψίας. Μεγάλη φροντίδα είχαν οι τάφοι των νεκρών στρατιωτών και αξιωματικών. Κάθε χρόνο τιμούσαν τους νεκρούς με μνημόσυνα και καταθέσεις στεφάνων. Ακολούθησαν οι δοκιμασίες από το Χιτλερικό καθεστώς. Ο υποδηματοποιός Γεώργιος Φώσκολος καταδικάστηκε το 1938 σε πολυετή φυλάκιση. Επίσης η Μαργαρίτα Μπαζιώτη, κόρη του στρατιώτη Μπαζιώτη καταδικάστηκε για δυσφήμιση του καθεστώτος. Οι δοκιμασίες συνεχίστηκαν και μετά το 1945 με τους Σοβιετικούς. Κατηγορήθηκαν, δικαίως ή αδίκως, ως συνεργάτες των ναζιστών. Τρία άτομα πέθαναν στις σοβιετικές φυλακές. Ταμπέλες με ελληνικά ονόματα όπως Χάλαρης, Φώσκολος, Σούλης, Αποστολίδης και άλλα αποτελούσαν χαρακτηριστικό γνώρισμα της πόλης.
Σήμερα στο Γκαίρλιτς ζουν πάνω από 40 απόγονοι δεύτερης έως τέταρτης γενιάς Ελλήνων. Ελληνικά ονόματα ακούγονται ακόμη στην πόλη αυτή. Η αγάπη των απογόνων για την πατρίδα είναι συγκινητική και στα παραμύθια των παππούδων εξιστορούνται τα γεγονότα και οι ανθρώπινες ιστορίες που λέγονται για τους Έλληνες στρατιώτες που ξεκίνησαν από την γλυκιά Καβάλα και έφτασαν εκεί στον παγωμένο βορρά, στο Γκαίρλιτς .
Ως επίλογο αυτής της ιστορίας ας παραθέσουμε, δειγματοληπτικά  ορισμένους στίχους από την πνευματική ανθοφορία των Ελλήνων που εκόντες- άκοντες βρέθηκαν εκεί ψηλά στον παγωμένο βορρά :

«Το στήθος μου το τρυφερό δεν ήταν μαθημένο
να υποφέρει βάσανα και πόνους το καημένο
Κατηραμένη τύχη μου που δεν πονείς γιά μένα
και μ΄ έριξες άδικα στα έρημα τα ξένα...»
«Τον Νυμφώνα σου βλέπω»
«Τον νυμφώνα σου βλέπω σωτήρ μου κεκοσμιμένον
και ένδυμα ουκ έχω ίνα εισέλθω εν αυτώ
λαμπρυνον μου την στολήν της ψυχής
φωτοδότα και σώσον με»

Το ιστορικό αυτό τραγούδι της τάβλας περιγράφει με μοναδικό τρόπο τη πορεία του ελληνικού στρατού από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Ιούλιο του 1913 όταν και συνθηκολόγησε η Βουλγαρία.
«Αϊντε ρε που πας Γιαννάκη στρατηγέ
αϊντε ρε μέραρχε Καλάρη
...  Μέσα στα Γιάννενα πιδιά μ΄τους πάου
α ρε φτου κάτου στου Μπιζάνι
...»
 
«Αινείτε τον Κύριον»
«Αινείτε τον Κύριον εκ των ουρανών
αινείται αυτόν...»

«Λειβαδιά»
«Αχ  μωρ΄ όμορφη πούνε  μωρέ η Λειβαδιά μωρέ μύρομ΄ η Λειβαδιά
αχ μωρέ που κείται μες το ωρέ το ρέμα μαννούλα μ΄ το ρέμα
αχ  πάν΄ τα κορίτσια ωρέ γιά νερό γυρίζουν φιλημένα...»
«Κολοκοτρωναίοι»
«Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά...
έτσι λάμπει κι η κλεφτουριά οι Κολοκοτρωναίοι
πόχουν τ΄ ασήμια τα πολλά τις ασημένιες πάλες...»
Εικόνα 1  ΝΕΟΛΟΓΟΣ 5-1-1919


http://www.paradoxon-klangorchester.de/paramithi/arthra/jpg/goerlitz.1.jpg

http://www.paradoxon-klangorchester.de/paramithi/arthra/jpg/goerlitz.2.jpg


http://www.paradoxon-klangorchester.de/paramithi/arthra/jpg/goerlitz.3.jpg

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ Ν.Δ. ΕΛΛΑΔΑΣ-ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΠΑΤΡΩΝ
                Φιλολογικά Βραδινά
Ομιλία Ηλία Δημητρόπουλου του Σταύρου, 2 Δεκ.2013

1 σχόλιο:

  1. Είμαι ο συγγραφέας του βιλίου «Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς 1916-1919», έκδοση 2010, υποψήφιο κρατικού βραβείου λογοτεχνίας 2011.
    Το σύνολο σχεδόν των πληροροφοριών και στοιχείων που περιέχονται σττη δημοσίευσή σας προέρχονται από το βιβλίο μου, χωρίς αυτό να δηλώνεται πουθενα. Ως Εταιρεία Λογοτεχνών θεωρείτε σωστή μια τέτοια αντιπετώπιση του πνευματικού μόχθου και των κατοχυρωμένων πνευματικών δικαιωμάτων;
    Σας παρακαλώ πολύ να επανορθώσετε το ταχύτερο.
    Γεράσιμος Αλεξάτος

    ΑπάντησηΔιαγραφή